Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (5)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

π. Χρίστος Μαλάης

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά


ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Η ελληνική αναλογία και το «δόγμα της αναλογίας του όντος»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α
Η αναλογία στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία


1.1.3 Η αριστοτελική αναλογία
Ο Αριστοτέλης μετέφερε τη μαθηματική έννοια της αναλογίας στο χώρο της ηθικής, για να αποδείξει ότι «τὸ δίκαιον ἀνάλογον» και ότι «τὸ ἄδικον τὸ παρὰ τὸ ἀνάλογον»1. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη η αναλογία είναι μία ισότητα λόγων2 στην οποία μπορεί να στηριχθεί η απονομή του δικαίου στα πλαίσια της ανθρώπινης κοινωνίας. Κατά την κλασσική ανάπτυξη των Ηθικών Νικομαχείων, η δικαιοσύνη δεν είναι τίποτε άλλο παρά αναλογία, νοούμενη ως ισότητα λόγων3. Από την προγενέστερη και σύγχρονή του μαθηματική θεωρία, ο Αριστοτέλης έχει μάλιστα παραλάβει και μεταφέρει στο χώρο της ηθικής τη διάκριση μεταξύ γεωμετρικής και αριθμητικής αναλογίας, αντιπαραθέτοντας αντίστοιχα τη διανεμητική (το διανεμητικό)4 προς την επανορθωτική δικαιοσύνη (διορθωτικό ή επανορθωτικό δίκαιο)5. Σύμφωνα με τη μαθηματική αυτή θεωρία, η γεωμετρική αναλογία ορίζεται ως εκείνη η σχέση μεταξύ τεσσάρων όρων όπου το πηλίκον του πρώτου δια του δευτέρου είναι ίσο με το πηλίκον του τρίτου διά του τετάρτου (α:β = γ:δ)6. Η αριθμητική αναλογία ορίζεται ως εκείνη η σχέση μεταξύ τεσσάρων όρων όπου η διαφορά του πρώτου από το δεύτερο είναι ίση με τη διαφορά του τρίτου από τον τέταρτο (α-β = γ-δ)7.

Στην ταξινόμηση των ποικίλων τύπων σημασιοδότησης την οποία επιτελεί στις κατηγορίες, ο Αριστοτέλης διαχωρίζει τους όρους της λογικής επιστήμης, σύμφωνα με τη σημασία τους, σε τρεις ομάδες. Ονομάζει ομώνυμα τους όρους της πρώτης ομάδας οι οποίοι έχουν κοινό όνομα αλλά διαφορετική σημασία8. Στους όρους της δεύτερης ομάδας οι οποίοι δεν διαφέρουν στο νόημα αλλά έχουν την ίδια ονομασία δίνει το όνομα συνώνυμα9. Tους όρους της τρίτης ομάδας οι οποίοι αποδίδονται σε διαφορετικά υποκείμενα εν μέρει με όμοιο νόημα, εν μέρει με ανόμοιο νόημα, Αριστοτέλης δε φτάνει στο σημείο να τους ονομάσει ανάλογα, αλλά σταματάει στον προσδιορισμό τους ως ενός ειδικού τύπου ομώνυμα στα οποία δίνει την ονομασία παρώνυμα10.

Στα αναλυτικά πρότερα, η αναλογία αποτελεί μία ατελή συλλογιστική πορεία υπό τη μορφή του παραδείγματος11. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, παράδειγμα υπάρχει, όταν καταδεικνύεται ότι στη μέση έννοια ανήκει η μείζων έννοια, και μάλιστα με τη διαμεσολάβηση ενός όρου ο οποίος είναι όμοιος με την τρίτη έννοια12. Το παράδειγμα δεν υπάγεται στη σχέση: «μέρος προς όλον», ούτε: «όλον προς μέρος», αλλά στη σχέση «μέρος προς μέρος», όταν αμφότερα τα μέρη υπάγονται στο αυτό
και όταν ένα εξ αυτών είναι γνωστό13.

Στα Μετά τα φυσικά η αναλογία χρησιμοποιείται από το φιλόσοφο στα πλαίσια της προσπάθειας για διερεύνηση των πρώτων αρχών που διέπουν τα όντα14. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ομιλούμε περί του όντος, ναι μεν υπό πολλαπλή έννοια, αλλά πάντοτε σε σχέση προς μίαν αρχή15. Ο όρος «υπάρχω», όπως ο όρος «υγιής», έχει ενότητα μέσα στην ανομοιότητά του και το «υπάρχω» εστιάζει στην ουσία κατά τον ίδιο τρόπο που το «υγιές» εστιάζει στην υγεία16. Η αναλογία αποτελεί μία σχέση ομοιότητας μεταξύ δυο ανόμοιων πραγμάτων, η οποία στηρίζεται στη μετοχή και στην αναφορά προς μίαν αρχή17. Κατά τον Αριστοτέλη, τα όντα μπορούν να αποτελέσουν ενότητα μεταξύ τους με τέσσερις διαφορετικούς τρόπους: α) κατά αριθμό (όσα είναι φτιαγμένα από το ίδιο υλικό), β) κατά είδος (όσα έχουν την ίδια μορφή), γ) κατά γένος (όσα ανήκουν στον ίδιο τύπο κατηγορίας), δ) κατά αναλογία (όσα σχετίζονται με κάποιο τρόπο το ένα με το άλλο)18. Στην πραγματικότητα, ο κάθε πρότερος τρόπος ακολουθείται από κάποιον ύστερο, έτσι ώστε αυτά που είναι ένα κατά αριθμό να είναι ένα και κατά είδος, αλλά αυτά που είναι ένα κατά είδος δεν είναι απαραιτήτως ένα κατά αριθμό. Τοιουτοτρόπως, όλα όσα είναι ένα κατά γένος δεν αποτελούν απαραίτητα ένα κατά είδος αλλά ένα κατά αναλογία. Όσα όμως είναι ένα κατά αναλογία δεν είναι απαραίτητα και ένα κατά γένος19. Έτσι, ενώ κάποια πράγματα ενδέχεται να είναι διαφορετικά μεταξύ τους, εντούτοις μπορούν να θεωρηθούν ως ίδια όχι μόνο κατά αριθμό αλλά και κατά είδος και κατά γένος και κατά αναλογία20. Ο τρόπος που η αναλογία συνδέει τα πράγματα σε μία ενότητα είναι πιο ευρύς από τον τρόπο που τα συνδέει το γένος21. Το εύρος αυτό της αναλογίας δεν προσδιορίζεται επακριβώς από τον Αριστοτέλη. Η αναλογία αν και δεν είναι η μόνη μέθοδος συναγωγής των όντων σε μία ενότητα, είναι όμως όχι μόνο η πιο καθολική αλλά και η πιο απροσδιόριστη22.

Στο Θ’ βιβλίο των Μετά τα Φυσικά ο Αριστοτέλης, ενώ εξετάζει τη σημασία των όρων δυνάμει και ενεργεία, διαπιστώνει και πάλι ότι ο στόχος του φιλοσόφου δεν είναι να βρίσκει για όλα τα πράγματα ορισμούς, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις να κατανοεί αυτά που συμβαίνουν με βάση την αναλογία23. Η αναλογία χρησιμοποιείται από τον Αριστοτέλη, ως λογικός τρόπος σύνδεσης των πραγμάτων, εκεί όπου οι υπόλοιπες λογικές διαδικασίες αδυνατούν να εξηγήσουν τον τρόπο λειτουργίας των όντων24. Για να καταλάβει έτσι καλύτερα τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο ενεργεία και στο δυνάμει, καταφεύγει στην εξής γεωμετρική αναλογία25: (όπου υπάρχει διαχωριστική γραμμή σημαίνει «σε σχέση με»)












Στο Λ’ των μετά τα φυσικά, ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι τα αίτια και οι αρχές διαφορετικών όντων είναι διαφορετικές, αν όμως τις θεωρήσουμε όλες σύμφωνα με ένα πιο καθολικό τρόπο και με βάση τον τρόπο λειτουργίας της αναλογίας, τότε θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι όλα τα όντα έχουν τις ίδιες αρχές26. Στο βιβλίο Ν’, ο Αριστοτέλης δε διστάζει μάλιστα να πει ότι η αναλογία έχει τόσο σημαντικό ρόλο στον τρόπο ύπαρξης του κόσμου όσο έχουν και τα αίτια27. Το εξηγεί αυτό λέγοντας ότι μεταξύ των συμβεβηκότων σχηματίζεται μία ορισμένη αναλογική συσχέτιση, η οποία τα ενώνει όλα σε ένα28. Επιπλέον, η αναλογία υπάρχει και μέσα στον ίδιο τον τρόπο ύπαρξης των κατηγοριών του όντος29 και συντελεί στη σύστασή τους30. Με βάση την αναλογία: α) συνδέονται μεταξύ τους τα συμβεβηκότα των όντων, β) συνδέονται μεταξύ τους όλες οι κατηγορίες του όντος31. Ο τρόπος συσχέτισης, ωστόσο, στον οποίο αφορά η αναλογία, δεν προσδιορίζεται περαιτέρω και μόνο υποθέσεις μπορούν να διατυπωθούν σχετικά με αυτόν.

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, υπάρχουν γενικά τρεις ουσίες: α) οι αισθητές οι οποίες είναι φθαρτές, τα πράγματα δηλαδή του περιβάλλοντός μας κόσμου, β) οι αισθητές αλλά αιώνιες, οι οποίες είναι τα άφθαρτα ουράνια σώματα, γ) η ακίνητος ουσία, η οποία είναι η αρχή της κίνησης και του χρόνου32. Η τελευταία, αν και χωριστή από τις άλλες ουσίες, εν τούτοις δεν υπάρχει μόνη της33, αλλά σχετίζεται με
τις άλλες δύο. Υπάρχει αναλογικά34 μέσα σε όλα τα όντα ως η αρχή κάθε μεταβολής
την οποία αυτά υφίστανται.

Τα πράγματα του κόσμου υπάρχουν με ανάλογο τρόπο διότι διέπονται αναλογικά από τα ίδια στοιχεία35, δηλαδή το είδος, τη στέρηση και την ύλη36. Επειδή τα τρία αυτά στοιχεία υπάρχουν μέσα στη φύση των πραγμάτων συνεπάγεται έτσι ότι και η αναλογία αποτελεί ένα φυσικό τρόπο συνύπαρξης των όντων37. Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι με τον ίδιο τρόπο που οι αρχές είδος-στέρηση-ύλη επιδρούν σε όλα τα όντα, με ανάλογο τρόπο ενεργούν σ’ αυτά και οι αρχές ενεργεία και δυνάμει38. Η
αναλογία αποτελεί άρα γνωσιολογική προϋπόθεση, ώστε τα όντα να συνδέονται μέσα σε μία ενότητα παρά τη διαφορετικότητά τους39.

Τέλος, για να κατανοήσουμε τον τρόπο ζωής του θεού θα πρέπει να κάνουμε και πάλι χρήση της αναλογίας, αυτή τη φορά ως προς τον ανθρώπινο τρόπο ζωής40. Η ζωή του θεού, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι ανάλογη με τον τρόπο ζωής που βιώνουν οι άνθρωποι μερικές στιγμές στη ζωή τους και για πολύ λίγο διάστημα, όταν φθάνουν σε κάποιον ύψιστο βαθμό νοητικής ενεργητικότητας41. Εφόσον, μάλιστα, η ευτυχία του θεού οφείλεται στο γεγονός ότι αυτός νοεί το άριστον, αν νοούσε κάτι άλλο εκτός του εαυτού του τότε αυτό θα ήταν κάτι καλύτερο από αυτό που είναι ο ίδιος42. Η ζωή, η νόηση, η ευτυχία για τον θεό και για τους ανθρώπους δεν είναι πράγματα που διαφέρουν ως προς την ουσία αλλά ως προς το βαθμό, όταν οι άνθρωποι ζουν σύμφωνα με το θείο στοιχείο που υπάρχει μέσα στο νου τους43.

Συμπερασματικά, διαπιστώνουμε ότι η έννοια της αναλογίας στον Αριστοτέλη αποτελεί:
1) Λογική αρχή, υπό τη μορφή:
α) μαθηματικής αντιστοιχίας,
β) παραδείγματος και συλλογισμού.

2) Γνωσιολογική αρχή:
α) ως σχέση ομοιότητας μεταξύ ανόμοιων πραγμάτων,
β) ως τρόπος συνοχής των πραγμάτων σε μία ενότητα,
γ) ως τρόπος συσχετισμού ανάμεσα στα συμβεβηκότα των όντων, ο οποίος τα
ενώνει όλα σε ένα,
δ) ως γενικότερος τρόπος συνοχής των κατηγοριών του όντος σε μία ενότητα.

3) Μεταφυσική αρχή:
α) ως ερμηνεία της παρουσίας της ακίνητης ουσίας μέσα σε όλα τα όντα,
β) υπαρκτική ομοιότητα ανάμεσα στη θεία και στην ανθρώπινη νόηση.

(Συνεχίζεται)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Βλ. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Ἠθικὰ Νικομάχεια V 3, 1131 b 5-12, «τὸ γὰρ ἀνάλογον μέσον, τὸ δὲ δίκαιον ἀνάλογον».
2. Ἠθικὰ Νικομάχεια V 3, 1131 a31, «ἡ γὰρ ἀναλογία ἰσότης ἐστὶ λόγων».
3. Ἠθικὰ Νικομάχεια, V3 1131 a 29.
4. Βλ. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1130β 31, 1131β 10.
5. Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1131α 1, 1132α 18.
6. Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1131b.7, «ἔσται ἄρα ὡς ὁ α ὅρος πρὸς τὸν β͵ οὕτως ὁ γ πρὸς τὸν δ͵ καὶ ἐναλλὰξ ἄρα͵ ὡς ὁ α πρὸς τὸν γ͵ ὁ β πρὸς τὸν δ».
7. Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1132a. Κατά την αριστοτελική διδασκαλία περί δικαιοσύνης, η διανεμητική δικαιοσύνη συνίσταται στην κατανομή ενός αγαθού μεταξύ προσώπων ανάλογα με την αξία καθενός (αδιάφορο αν η αξία αυτή είναι η ελευθερία, ο πλούτος, η ευγένεια ή η αρετή), έτσι ώστε ο λόγος του ενός προσώπου προς το μερίδιό του να είναι ίσος κατά γεωμετρική αναλογία προς το λόγο του καθενός άλλου προς το δικό του. Αντίθετα, η επανορθωτική δικαιοσύνη δεν λαμβάνει υπόψη την αξία του κάθε προσώπου, αλλά αποκλειστικά την αριθμητική ισότητα μεταξύ ωφέλειας και βλάβης. Έτσι, όταν κάποιος έβλαψε έναν άλλο αφαιρώντας του παράνομα κάποιο αγαθό, η (άδικη) ωφέλειά του είναι ίση με τη διαφορά που επήλθε στα αγαθά του άλλου και η επανορθωτική δικαιοσύνη απαιτεί την απόδοση αυτής ακριβώς της διαφοράς. Βλ. Ἠθικὰ Νικομάχεια, 1132a, «ὥστε τὸ ἐπανορθωτικὸν δίκαιον ἂν εἴη τὸ μέσον ζημίας καὶ κέρδους». Πρβλ. W. D. ROSS, Αριστοτέλης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2005, σελ. 300.
8 Βλ. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Κατηγορίαι, 1a «Ὁμώνυμα λέγεται ὧν ὄνομα μόνον κοινόν͵ ὁ δὲ κατὰ τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος».
9 Βλ. Κατηγορίαι, 1a, «συνώνυμα δὲ λέγεται ὧν τό τε ὄνομα κοινὸν καὶ ὁ κατὰ τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ὁ αὐτός͵ οἷον ζῷον ὅ τε ἄνθρωπος καὶ ὁ βοῦς».
10. Βλ. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Κατηγορίαι, 1a, «παρώνυμα δὲ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τὴν κατὰ τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει͵ οἷον ἀπὸ τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικὸς καὶ ἀπὸ τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος».
11 Πρβλ. Κ. ΓΕΩΡΓΟΥΛΗ, Αριστοτέλης ὁ Σταγιρίτης, Ιστορική και λαογραφική εταιρεία Χαλκιδικής, Θεσσαλονίκη 2000, σελ 182.
12 Βλ. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Ἀναλυτικὰ πρότερα, 68b, «Παράδειγμα δ΄ ἐστὶν ὅταν τῷ μέσῳ τὸ ἄκρον ὑπάρχον δειχθῇ διὰ τοῦ ὁμοίου τῷ τρίτῳ».
13 Ἀναλυτικὰ πρότερα, 69a, «φανερὸν οὖν ὅτι τὸ παράδειγμά ἐστιν οὔτε ὡς μέρος πρὸς ὅλον οὔτε ὡς ὅλον πρὸς μέρος͵ ἀλλ΄ ὡς μέρος πρὸς μέρος͵ ὅταν ἄμφω μὲν ᾖ ὑπὸ ταὐτό͵ γνώριμον δὲ θάτερον». Το παράδειγμα διαφέρει από την επαγωγή ως προς το ότι η τελευταία καταδεικνύει από όλα τα μη περαιτέρω διαιρετά τμήματα, ότι η μείζων ακραία έννοια ανήκει στη μέση έννοια και δεν οδηγεί το συλλογισμό σε μία σύναψη προς τη μείζονα ακραία έννοια. Απεναντίας, το παράδειγμα δημιουργεί μία τέτοια σύναψη και δεν καταδεικνύει θέτοντας ως βάση όλες τις ατομικές περιπτώσεις.
Επομένως, παράδειγμα σημαίνει: 1) άρση της άμεσης παρουσίας της μείζονος πρότασης ή έννοιας, 2) άρση της άμεσης παρουσίας του μέσου όρου. λ.χ. ο πόλεμος κατά γειτόνων (Α) είναι ολέθριος (Β). Άρα ο πόλεμος των Αθηναίων και των Θηβαίων (Γ) και ο πόλεμος των Θηβαίων και των Φωκιέων (Δ) είναι ολέθριος (Β). Βλ. Ἀναλυτικὰ πρότερα, 68b–69α.
14 Για τον Αριστοτέλη η φιλοσοφία είναι η επιστήμη που ερευνά τα πρώτα αίτια και τις πρώτες αρχές των πραγμάτων, βλ. Μετὰ τὰ φυσικὰ Α 1 981b27-29, «οὗ δ΄ ἕνεκα νῦν ποιούμεθα τὸν λόγον τοῦτ΄ ἐστίν͵ ὅτι τὴν ὀνομαζομένην σοφίαν περὶ τὰ πρῶτα αἴτια καὶ τὰς ἀρχὰς ὑπολαμβάνουσι πάντες».
15. Μετά τα φυσικά Γ 2 1003b.5-6, οὕτω δὲ καὶ τὸ ὂν λέγεται πολλαχῶς μὲν ἀλλ΄ ἅπαν πρὸς μίαν ἀρχήν.
16. Βλ. J. BARNES, Αριστοτέλης, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006, σελ.87.
17. Πρβλ. D. CHARLES, Aristotle on Meaning and Essence, Clarendon Press, Oxford 2000, σελ. 112-117.
18. Μετὰ τὰ φυσικὰ Δ 6 1016b31-1017a3, «ἔτι δὲ τὰ μὲν κατ΄ ἀριθμόν ἐστιν ἕν͵ τὰ δὲ κατ΄ εἶδος͵ τὰ δὲ κατὰ γένος͵ τὰ δὲ κατ΄ ἀναλογίαν͵ ἀριθμῷ μὲν ὧν ἡ ὕλη μία͵ εἴδει δ΄ ὧν ὁ λόγος εἷς͵ γένει δ΄ ὧν τὸ αὐτὸ σχῆμα τῆς κατηγορίας͵ κατ΄ ἀναλογίαν δὲ ὅσα ἔχει ὡς ἄλλο πρὸς ἄλλο».
19. Μετὰ τὰ φυσικὰ Δ 6 1017a3, «ἀεὶ δὲ τὰ ὕστερα τοῖς ἔμπροσθεν ἀκολουθεῖ͵ οἷον ὅσα ἀριθμῷ καὶ εἴδει ἕν͵ ὅσα δ΄ εἴδει οὐ πάντα ἀριθμῷ· ἀλλὰ γένει πάντα ἓν ὅσαπερ καὶ εἴδει͵ ὅσα δὲ γένει οὐ πάν τα εἴδει ἀλλ΄ ἀναλογίᾳ· ὅσα δὲ ἀναλογίᾳ οὐ πάντα γένει».
20. Μετὰ τὰ φυσικὰ, Δ 9 1018a12-13, «Διάφορα δὲ λέγεται ὅσ΄ ἕτερά ἐστι τὸ αὐτό τι ὄντα͵ μὴ μόνον ἀριθμῷ ἀλλ΄ ἢ εἴδει ἢ γένει ἢ ἀναλογίᾳ».
21. Βλ. J. OWENS, The Doctrine of Being in the Aristotelian Metaphysics, Pontifical Institute of Medieval Studies, Canada 1978, σελ. 124.
22. Βλ. M. HEIDEGGER, Aristotle’s Metaphysics Θ 1-3, Indiana University Press, Indianapolis 1995, σελ. 33.
23. Μετὰ τὰ φυσικὰ, Θ 6 1048a36-b8, «οὐ δεῖ παντὸς ὅρον ζητεῖν ἀλλὰ καὶ τὸ ἀνάλογον συνορᾶν».
24. Πρβλ. M. HESSE, Aristotle’s Logic of Analogy, PhQ, 15:61 (1965), 336.
25. Μετὰ τὰ φυσικὰ, Θ 6 1048a36-b8, «οὐ δεῖ παντὸς ὅρον ζητεῖν ἀλλὰ καὶ τὸ ἀνάλογον συνορᾶν͵ ὅτι ὡς τὸ οἰκοδομοῦν πρὸς τὸ οἰκοδομικόν͵ καὶ τὸ ἐγρηγορὸς πρὸς τὸ καθεῦδον͵ καὶ τὸ ὁρῶν πρὸς τὸ μῦον μὲν ὄψιν δὲ ἔχον͵ καὶ τὸ ἀποκεκριμένον ἐκ τῆς ὕλης πρὸς τὴν ὕλην͵ καὶ τὸ ἀπειργασμένον πρὸς τὸ ἀνέργαστον. ταύτης δὲ τῆς διαφορᾶς θατέρῳ μορίῳ ἔστω ἡ ἐνέργεια ἀφωρισμένη θατέρῳ δὲ τὸ δυνατόν. λέγεται δὲ ἐνεργείᾳ οὐ πάντα ὁμοίως ἀλλ΄ ἢ τῷ ἀνάλογον͵ ὡς τοῦτο ἐν τούτῳ ἢ πρὸς τοῦτο͵ τόδ΄ ἐν τῷδε ἢ πρὸς τόδε».
26. Μετὰ τὰ φυσικὰ Λ 3 1070a31-33, «Τὰ δ΄ αἴτια καὶ αἱ ἀρχαὶ ἄλλα ἄλλων ἔστιν ὥς͵ ἔστι δ΄ ὡς͵ ἂν καθόλου λέγῃ τις καὶ κατ΄ ἀναλογίαν͵ ταὐτὰ πάντων».
27. Μετὰ τὰ φυσικὰ, Ν 2 1089b3-4, «τὸ γὰρ αὐτὸ καὶ τὸ ἀνάλογον αἴτιον».
28. Μετὰ τὰ φυσικὰ, Ν 6 1093b17-18, «ἔστι γὰρ συμβεβηκότα μέν͵ ἀλλ΄ οἰκεῖα ἀλλήλοις πάντα͵ ἓν δὲ τῷ ἀνάλογον».
29. Μετὰ τὰ φυσικὰ, Ν 6 1093b18-19, «ἐν ἑκάστῃ γὰρ τοῦ ὄντος κατηγορίᾳ ἐστὶ τὸ ἀνάλογον».
30. Πρβλ. D. BURRELL, Analogy and Philosophical Language, Yale University Press, New Haven and London 1973, σελ. 81.
31. Πρβλ. Τ. ΒΑΛΑΛΑ, Προβολές στόν Ἀριστοτέλη, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 47.
32. Μετὰ τὰ φυσικὰ Λ 1 1069a30-34, «οὐσίαι δὲ τρεῖς͵ μία μὲν αἰσθητή ἧς ἡ μὲν ἀΐδιος ἡ δὲ φθαρτή͵ ἣν
πάντες ὁμολογοῦσιν͵ οἷον τὰ φυτὰ καὶ τὰ ζῷα [ἡ δ΄ ἀΐδιος]ἧς ἀνάγκη τὰ στοιχεῖα λαβεῖν͵ εἴτε ἓν εἴτε
πολλά· ἄλλη δὲ ἀκίνητος͵ καὶ ταύτην φασί τινες εἶναι χωριστήν».
33. Μετὰ τὰ φυσικὰ, Λ 1 1069a24, «οὐδὲν τῶν ἄλλων χωριστόν».
34. Μετὰ τὰ φυσικὰ, Λ 3 1070a31-33, «Τὰ δ΄ αἴτια καὶ αἱ ἀρχαὶ ἄλλα ἄλλων ἔστιν ὥς͵ ἔστι δ΄ ὡς͵ ἂν καθόλου λέγῃ τις καὶ κατ΄ ἀναλογίαν͵ ταὐτὰ πάντων».
35. Μετὰ τὰ φυσικὰ, Λ 4 1070b16-19, «τούτων μὲν οὖν ταὐτὰ στοιχεῖα καὶ ἀρχαί (ἄλλων δ΄ ἄλλα)͵ πάντων δὲ οὕτω μὲν εἰπεῖν οὐκ ἔστιν͵ τῷ ἀνάλογον δέ͵ ὥσπερ εἴ τις εἴποι ὅτι ἀρχαὶ εἰσὶ τρεῖς͵ τὸ εἶδος καὶ ἡ στέρησις καὶ ἡ ὕλη». Όλα τα πράγματα του κόσμου συντάσσονται με ανάλογο τρόπο μεταξύ τους, έτσι ώστε να σχετίζεται το ένα με το άλλο και να επικρατεί στον κόσμο η τάξη. βλ. R. DEMOS, Types of Unity according to Plato and Aristotle, Philosophy and Phenomenological Research, τομ. 6:4 (1946), σελ. 544.
36. Μετὰ τὰ φυσικὰ, Λ 2 1069b32-34, «τρία δὴ τὰ αἴτια καὶ τρεῖς αἱ ἀρχαί͵ δύο μὲν ἐναντίωσις͵ ἧς τὸ μὲν λόγος καὶ εἶδος τὸ δὲ στέρησις͵ τὸ δὲ τρίτον ὕλη».
37. Σύμφωνα με τον I. During, Αριστοτέλης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000, τομ. Α΄, σελ. 328, ο Αριστοτέλης παρουσιάζει μια νέα θεωρία με την οποία έχει την αξίωση να αποδείξει πειστικά ότι το σύμπαν αποτελεί μια λειτουργική ενότητα, στην οποία τα φυσικά φαινόμενα, η ζωή, ο θάνατος και οι κινήσεις των αφθάρτων ουρανίων σωμάτων εξαρτώνται από μια και μοναδική αρχή.
38. Μετὰ τὰ φυσικὰ, Λ 5 1071a3-5, «ἔτι δ΄ ἄλλον τρόπον τῷ ἀνάλογον ἀρχαὶ αἱ αὐταί͵ οἷον ἐνέργεια καὶ δύναμις».
39. Μετὰ τὰ φυσικὰ, Λ 5 1071a29-35, «τὸ δὲ ζητεῖν τίνες ἀρχαὶ στοιχεῖα τῶν οὐσιῶν καὶ πρός τι καὶ ποιῶν͵ πότερον αἱ αὐταὶ ἕτεραι͵ δῆλον ὅτι πολλαχῶς γε λεγομένων ἔστιν ἑκάστου͵ διαιρεθέντων δὲ οὐ ταὐτὰ ἀλλ΄ ἕτερα͵ πλὴν ὡδὶ καὶ πάντων͵ ὡδὶ μὲν ταὐτὰ τὸ ἀνάλογον͵ ὅτι ὕλη͵ εἶδος͵ στέρησις͵ τὸ κινοῦν͵ καὶ ὡδὶ τὰ τῶν οὐσιῶν αἴτια ὡς αἴτια πάντων͵ ὅτι ἀναιρεῖται ἀναιρουμένων».
40. Πρβλ. L. ELDERS, Aristotle’s Theology, Van Gorcum & Comp. N. V., Assen 1972, σελ.181.
41. Μετά τα φυσικά Λ 7 1072b.14-15, διαγωγὴ δ΄ ἐστὶν οἵα ἡ ἀρίστη μικρὸν χρόνον ἡμῖν. Βλ. I. SCHUSSLER, Φύσις και Θεός (Μετά τα Φυσικά, Λ), στο Τ. Π. ΒΑΛΑΛΑ, Προβολές στον Αριστοτέλη, ό.π., σελ. 430. Βλ. επίσης S. MENN, Aristotle and Plato on God as Nous and as the Good, RM, 45 (1992), σελ.572-573.
42. Μετά τα φυσικά Λ 7 1072b.24-26. Πρβλ. T. D. KONINCK, Aristotle on God as thought thinking itself, Review of Metaphysics, τομ. 47 (1994), σελ. 471-472.
43. Μετά τα φυσικά Λ 7 1072b.23-24.

Δεν υπάρχουν σχόλια: