Ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΚΑΙ Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ
Η σπουδαιότητα της μουσικής για τον Nietzsche έχει προ πολλού αναγνωριστεί, αν και μόνο πρόσφατα αρχίσαμε να κατανοούμε τη φιλοσοφική σπουδαιότητά της για τη σκέψη του. [Ο Janz απέδειξε ότι το ενδιαφέρον του Nietzsche για τη μουσική και τη σύνθεση ήταν θεμελιώδες. Ο Nietzsche σε επιστολή προς τον Hermann Levi με ημερομηνία 20 Οκτωβρίου 1887 παρατηρούσε ότι «ίσως να μην υπήρξε ποτέ κάποιος φιλόσοφος ο οποίος να ήταν φιλόσοφος στον βαθμό που είμαι εγώ». Ήταν ένας ολοκληρωμένος πιανίστας και ενθουσιώδης αλλά αναποτελεσματικός συνθέτης. Η αγάπη του για τη μουσική καθόρισε το φιλοσοφικό του εγχείρημα με πολλούς τρόπους. Όχι μόνο πολλά από τα έργα του πραγματεύονται μουσικά ζητήματα και το νόημα της μουσικής για τη σύγχρονη κουλτούρα, αλλά, όπως επισήμανε ο Janz, τα ίδια τα έργα του έχουν «μουσικά-θεωρητικά θεμέλια, μουσική αρχιτεκτονική»].
Στην πρώιμη σκέψη του ο Nietzsche προσπάθησε με ένα διστακτικό και ανολοκλήρωτο τρόπο να αναπτύξει μια μεταφυσική του καλλιτέχνη που ήταν κατ' ουσίαν μουσική. Σε οντολογική βάση αυτή η μεταφυσική αντιμετωπίζει τη μουσική ως το πράγμα καθ' εαυτό, που προηγείται και είναι πίσω απ' όλα τα φαινόμενα. Μολονότι αυτή η σύλληψη της μουσικής μοιάζει με εκείνη του Schopenhauer, υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσά τους. Ο Schopenhauer θεωρούσε τη μουσική αντικαθρέφτισμα της βούλησης για ζωή. Ο Nietzsche, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι, αν και η μουσική ενδέχεται να εμφανιστεί ως βούληση, δεν μπορεί να είναι βούληση. «Η γλώσσα» αποφαίνεται «δεν μπορεί ποτέ να αποδώσει με επάρκεια τους κοσμικούς συμβολισμούς της μουσικής, επειδή η μουσική βρίσκεται σε συμβολική σχέση με την αρχέγονη αντίφαση και τον αρχέγονο πόνο στην καρδιά της αρχέγονης ενότητας, και ως εκ τούτου συμβολίζει μια σφαίρα που είναι πέραν όλων των φαινομένων και πριν από αυτά». Για τον πρώιμο Nietzsche η βούληση είναι απλώς η απολλώνεια ερμηνεία της πραγματικά αρχέγονης διονυσιακής μουσικής. [Ο Pautrat συγχωνεύει τον Nietzsche και τον Schopenhauer όταν υποστηρίζει ότι για τον Nietzsche η μουσική είναι το αισθητό γίγνεσθαι της βούλησης, η πλέον επαρκής εμφάνισή της. Ο Kofman αποδεικνύει ότι μόνο όταν οι διάφορες τέχνες συμπεριλαμβάνονται σε ανάλογες ιεραρχίες που υπάγονται στη μουσική και αντιμετωπίζονται ως ολότητα μπορούμε να πούμε ότι η τέχνη συμβολίζει τον Διόνυσο]. Αυτή η αντιστροφή του Schopenhauer επιτρέπει στον Nietzsche να επιλύει το πρόβλημα που επισημάναμε στη σκέψη του Schopenhauer όσον αφορά την εξήγηση για τη σχέση γνώσης και βούλησης, διότι παρέχει μια κοινή πηγή και συνάφεια αμφότερων στην αρχέγονη μουσική. [Οι Pautrat και Kofman υποστηρίζουν ότι ο ισχυρισμός του Nietzsche πως η μουσική είναι αρχέγονη τελικά είναι μεταφορικός. Δεν κατορθώνουν επομένως να αναγνωρίσουν πόσο πραγματικά ριζοσπαστικός είναι ο Nietzsche. Για τον Nietzsche ο κόσμος δεν είναι κάτι καθ' εαυτό αλλά η μίμηση της μουσικής, και άρα του Διονύσου].
Οι σχέσεις ανάμεσα σε αυτές τις δύο σφαίρες προσδιορίζονται στην πρώιμη νιτσεϊκή μεταφυσική του καλλιτέχνη από μια μουσική λογική. Η μουσική, πιστεύει, είναι μια και θολική γλώσσα η οποία σχετίζεται με καθολικές έννοιες όπως αυτές σχετίζονται με μεμονωμένα πράγματα. Όλες οι πιθανές αντιδράσεις, εξάρσεις, εκδηλώσεις της βούλησης, όλα τα συναισθήματα είναι δυνατόν να εκφραστούν από τον άπειρο αριθμό των μελωδιών. Η μουσική ενθαρρύνει τη συμβολική ενόραση και επιτρέπει σε συμβολικές εικόνες να αναδυθούν με όλη τη σημασία τους. Με αυτό τον τρόπο γεννά τον μύθο και τη φιλοσοφία. Τόσο οι απολλώνειες εικόνες όσο και οι σωκρατικές έννοιες απορρέουν από έναν κόσμο που έχει ήδη διαμορφωθεί μουσικά. Κατά συνέπεια δεν αντιπροσωπεύουν κάποια ανεξάρτητη πηγή μορφής, αλλά είναι ερμηνείες της μουσικής μορφής που ήδη εμποτίζει τη φύση. Οι ίδιοι οι τόνοι συμβολίζουν διαφορετικούς τρόπους αρέσκειας και απαρέσκειας, χωρίς τη συνοδεία αναπαραστάσεων. Έτσι, «η βούληση και ο συμβολισμός της -η αρμονία- είναι σε τελική ανάλυση καθαρή λογική! [...] Η αρμονία είναι το σύμβολο της καθαρής ουσίας της βούλησης». [Η αποτυχία να αναγνωρίσουν την κεντρική σημασία της μουσικής για τον Nietzsche οδήγησε κάποιους μεταμοντέρνους ερμηνευτές του να συμπεράνουν ότι απορρίπτει κάθε λογική χάριν της γενεαλογίας. Ο Pautrat υποστηρίζει πειστικότερα ότι η μουσική για τον Nietzsche είναι γνήσια φιλοσοφία. Ο Nietzsche, κατά την άποψή του, αντικαθιστά τον λογοκεντρισμό της παραδοσιακής φιλοσοφίας με τον μελοκεντρισμό. Ωστόσο είναι επικριτικός για τον Nietzsche επειδή η σκέψη του παραμένει μελοκεντρική, δηλαδή επειδή ο Nietzsche αποδέχεται την ιδέα ενός κέντρου και δεν απορρίπτει την ιδέα της κυριαρχίας. Ο Nietzsche επομένως δεν μας παρουσιάζει κάποιο πραγματικό ενάλλαγμα στην παραδοσιακή φιλοσοφία. Ο Hamacher και άλλοι μελετητές διαφωνούν, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η στροφή του Nietzsche στη μουσική δεν επιδιώκει να καθιδρύσει μια νέα ιεραρχία αλλά να αποκεντρώσει όλες τις τάξεις. Έχοντας κατά νου τον τρόπο με τον οποίο κατανοούσε ο Nietzsche τη στενή συνάφεια της μουσικής και των μαθηματικών, την οποία θα πραγματευτούμε παρακάτω, μια τέτοια ερμηνεία είναι αστήρικτη. Στην πραγματικότητα, η μουσική για τον Nietzsche είναι μια ακόμη πιο ισχυρή διεκδίκηση κυριαρχίας και τάξης απ' ό,τι αφήνει να εννοηθεί ο Pautrat]. Οι τόνοι για τον Nietzsche αποτελούν ουσία των ποικίλων πραγμάτων του κόσμου. την Οι τόνοι, ωστόσο, βρίσκονται επίσης σε ακριβείς γεωμετρικές αναλογίες ο ένας με τον άλλο. Οι ποιοτικές διαφορές ανάμεσα σε διακριτά πράγματα υπ' αυτή την έννοια γίνονται ποσοτικές διαφορές που επιδέχονται μαθηματική πραγμάτευση. Αυτή η μαθηματική πραγμάτευση όμως είναι κατ' ουσίαν μουσική, διότι για τον Nietzsche τα μαθηματικά, όπως όλες οι γλώσσες, προέρχονται από τη μουσική.
Είναι σαφές ότι ο Nietzsche στηρίζεται στους πυθαγόρειους για να διαμορφώσει αυτή τη μουσική λογική, οι οποίοι παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοσμολογίας του. Η μεγάλη ενόρασή τους ήταν ότι «η εν γένει ουσία του κόσμου, του οποίου η εικόνα ήταν μουσική, παρ' ότι παιζόταν με μία χορδή, μπορούσε να εκφραστεί καθαρά σε αριθμούς». Αυτό το πυθαγόρειο όραμα του κόσμου κατά την άποψη του Nietzsche ήταν μέρος της διονυσιακής αποκάλυψης που δέχθηκαν από την Ανατολή.
Εξ άλλου, ενώ οι πυθαγόρειοι ήσαν οι πρώτοι Έλληνες οι οποίοι συνέ λαβαν αυτή την ιδέα, αναπτύχθηκε πλήρως μόνο από τον Ηράκλειτο, ο οποίος, σύμφωνα με τον Nietzsche, ήταν ο πιο διονυσιακός απ' όλους τους φιλοσόφους. Ο Ηράκλειτος ήταν ικανός να συλλάβει τη διαδικασία της γένεσης και του θανάτου
"με τη μορφή της πολικότητας, ως τον διχασμό μιας δύναμης σε δύο ποιοτικά διαφορετικές και αντιτιθέμενες δραστηριότητες που επιζητούν να επανενωθούν. Αέναα μια δεδομένη ποιότητα μάχεται ενάντια στον εαυτό της και διαχωρίζεται σε αντίθετα· αέναα αυτά τα αντίθετα επιδιώκουν να επανενωθούν. [...] Ο πεπερασμένος ανθρώπινος νους [...] βλέπει τα πράγματα χωρισμένα αλλά όχι και συνδεδεμένα, [όμως δεν έχουν έτσι τὰ πράγματα] για τον ατενιστικό θεό. Γι' αυτόν όλες οι αντιφάσεις απολήγουν στην αρμονία, αόρατη για το συνηθισμένο ανθρώπινο βλέμμα και παρά ταύτα κατανοητή για όποιον, όπως ο Ηράκλειτος, σχετίζεται με τον ενατενιστικό θεό".
Το όραμα του Ηράκλειτου για την αρμονία μέσα στη διαφορετικότητα διαμόρφωσε τη μουσική κοσμολογία του Nietzsche, με την έμφασή της στον μεγάλο αγώνα του γίγνεσθαι και στους ατελείωτους κύκλους της γένεσης και της καταστροφής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου