ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Συνέχεια από Πέμπτη, 6 Ιουλίου 2023
Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ: ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ
IV. Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ ΕΞΑΜΕΤΡΟΥ
6. ΧΟΡΙΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ.- 3
Το πομπώδες ύφος που διακρίνουμε σε ορισμένα αποσπάσματα του Πινδάρου συνάδει με μια παράδοξη απλοϊκότητα που χαρακτήριζε τους Έλληνες εκείνης της εποχής. Μιαν αφέλεια που αναδεικνύεται ενίοτε προς δόξαν αυτού που επωφελείται. Αλλά όταν ο ποιητής, στο εγκώμιο προς τιμήν της εκλογής του Αρισταγόρα στο πρυτανικό αξίωμα (11ος Νεμενιονίκης) αναφέρει ότι: «Οι γονείς του δεν του επέτρεψαν – παρότι είχε θριαμβεύσει σε δευτερεύουσες αθλητικές αναμετρήσεις – να πάρει μέρος στους μεγάλους αγώνες της Ολυμπίας και των Δελφών, στους οποίους θα είχε ασφαλώς επίσης θριαμβεύσει», θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι πρόκειται για έναν ανυπόστατο ισχυρισμό, τόσο στην εποχή μας, όσο και στην εποχή του Πινδάρου. Στις διαμαρτυρίες των κατοίκων της Καμαρίνης για τις δαπάνες που απαίτησε ο συμπολίτης τους Ψαύμιος για τους αγώνες και τις κτιριακές εγκαταστάσεις – επρόκειτο πιθανότατα για μιαν εκφυλισμένη δημοκρατία η οποία πρέσβευε ότι η περιουσία των πολιτών της τής ανήκει – ο ποιητής αντέτεινε ότι οι αγώνες προσέδιδαν θάρρος στους πολίτες. Σε άλλες όμως περιπτώσεις ο Πίνδαρος δίνει μαθήματα στους ισχυρότερους από τους χρηματοδότες του, και είναι αναγκαίο να διευκρινίσουμε εδώ ότι ο ποιητής δεν έζησε σε αυλές ηγεμόνων, αλλά στους κύκλους της αριστοκρατίας. Τον μύθο του Πέλοπα και του Ταντάλου τον χειρίστηκε με τρόπο που ο ολυμπιονίκης Ιέρων και ολόκληρη η πόλη των Συρακουσών να τον εκλάβουν ως προειδοποίηση για την αποφυγή βίαιων εκδηλώσεων, και ως παρότρυνση προς επίδειξη μετριοφροσύνης απέναντι στην δόξα (1ος Ολυμπ.). Ο ποιητής εκφράζει επίσης ωμές αλήθειες απευθυνόμενος στον Αρκεσίλα της Κυρήνης (4ος και 5ος Ολυμπ.). Αφιερώνει ένα μεγάλο ποίημα, όπως οι Αργοναύτες, στον μέτοικο Δημόφιλο, τον οποίο εισάγει με αυτό τον τρόπο στην αυλή του ηγεμόνα, με την ελπίδα να εξασφαλίσει την επιστροφή του στην πατρίδα· δύσκολα κατανοεί κανείς πώς ένα τέτοιο ποίημα μπορεί να είχε θέση επινικίου ωδής εκτελούμενης στην αυλή ενός βασιλέα. Ο Πίνδαρος πάντως δεν είχε κανένα ενδοιασμό να αναφερθεί στο εφήμερο της ευδαιμονίας, αμέσως μετά την εξύμνησή της. Ειδοποιεί τον Θέρωνα (2ος Ολυμπ) πως κανείς δεν γνωρίζει αν η ημέρα «κόρη του Ήλιου» θα έχει και ένα ευτυχές τέλος· και λαμβάνοντας υπ’ όψη την προχωρημένη ηλικία του ηγεμόνα ο ποιητής περιγράφει το μακάριο υπερπέραν, σαν να επρόκειτο για κάτι που επίκειται· αναφέρεται μάλιστα στις μοχθηρές συκοφαντίες παρανοϊκών και φθονερών ανθρώπων. Και όλα αυτά – συμπεριλαμβανομένης της δυστυχίας της οικογένειας του Κάδμου, προγονικής οικογένειας του Θέρωνος – συνθέτουν το άσμα που αντηχεί στο ανάκτορο του Ακράγαντα, στη διάρκεια ενός δείπνου. Ο ποιητής απευθύνεται επίσης στον Ψαύμιο, που μόλις αναφέραμε, για να του τονίσει ότι έχει λευκή κόμη, και να του ευχηθεί, μαζί με την ευδαιμονία που του παρέχουν οι Ποσειδωνίοι ίπποι του, να υπομείνει ειρηνικά το γήρας, και να αποθάνει περιτριγυρισμένος από του υιούς του.
Κάθε επινίκιο άσμα εξ άλλου έχει διαφορετική δομή· δεν υπάρχει καμία ομοιότητα μεταξύ τους. Ο O Müller διακρίνει ανάμεσα στις δωρικές και αιολικές ωδές· ορισμένες είναι επίσης λυδικές. Το άσμα που αναφέραμε, προς τιμήν του Ορχομένιου Ασώπιχου, εκφράζει μιαν ιδιαίτερη γλυκύτητα μαζί και ελαφρότητα, προσφέροντάς μας ένα δείγμα ποιητικής σύνθεσης χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, που βασίζεται σε μιαν επιδέξια και σύντομη παρέμβαση του γοητευτικού θρύλου των Χαρίτων.
Ο Πίνδαρος έχει την ικανότητα να δημιουργεί συνεχώς εντυπωσιακές συνθέσεις, ενώ ο τρόπος που βιώνει το μύθο ενίοτε υπνωτίζει τον ακροατή. Παρά τις αδυναμίες του, τις οποίες δεν μπορούμε να παραβλέψουμε, ούτε το γεγονός ότι συχνά συνυπάρχουν με εξαιρετικά καλαίσθητες αφηγήσεις, υπήρξε μεγάλος ποιητής, αλλά με αρκετές διακυμάνσεις. Αν γνωρίζαμε τους παιάνες, τους ύμνους, τους θρήνους, και τους πανηγυρικούς του, που απέκτησαν εξίσου μεγάλη φήμη με τα Επινίκια στην αρχαιότητα, ίσως να τους είχαμε θαυμάσει περισσότερο απ’ αυτά· υπάρχουν αποσπάσματα απαράμιλλου κάλλους, και μάλιστα ίσως να είναι μερικά από τα ωραιότερα αποσπάσματα αυτά που διασώζονται, όπως το θαυμαστό σκολιόν στον Θεοξένη, που διέσωσε ο Αθήναιος (XIII, 76), και αξιοθαύμαστα αποσπάσματα θρήνων.
Για το σύνολο των Ελλήνων η φήμη του Πινδάρου υπήρξε πιθανότατα δευτερεύουσας σημασίας όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από το προσωπείο ατυχούς μεγαλορρήμονα ποιητή με το οποίο τον εμφανίζει ο Αριστοφάνης στους Όρνιθες. Η συλλογή των έργων του έγινε μάλλον σχετικά έγκαιρα, και το γεγονός ότι διασώζονται κυρίως τα Επινίκια, ίσως να οφείλεται στο ότι περιείχαν χρήσιμες πληροφορίες, τις οποίες αξιοποίησαν οι Αλεξανδρινοί. Για τον ίδιο λόγο επίσης διασώζονται τα ονόματα του Απολλώνιου και του Λυκόφρονα, ενώ κάποια άλλα χάθηκαν.
Μια γενική παρατήρηση σχετικά με την εν γένει χορική λυρική ποίηση είναι ότι η σχέση ανάμεσα στο άσμα, το χορό και το ταιριαστό μέτρο προσδίδει στην απαγγελία μιαν ιδιαιτερότητα που παρεκκλίνει απόλυτα από τον σύγχρονο λυρισμό. Έτσι εξηγείται και η εμφάνιση των μεγαλειώδους συλλήψεως κοσμητικών επιθέτων, όπως αυτά που χρησιμοποιεί για παράδειγμα ο Ίων ο Χίος, όταν περιγράφει ένα δείπνο που «παρατάθηκε μέχρι πρωίας»: «Αναμείναμε το πρωινό αστέρι που διασχίζει τους αιθέρες, αυτόν τον λευκόφτερο προάγγελο του ήλιου». Η διάταξη αυτή είναι καινοφανής και δεν έλκει πλέον την καταγωγή της από τον Όμηρο· αλλά λαμβάνοντας υπόψη τις τέχνες που την συνοδεύουν, η χορική λυρική ποίηση καθίσταται πολύ πιο δυσνόητη από την μονωδιακή, περισσότερο πολυδιάστατη και πολύπλοκη στην απαγγελία της, και δεν εξισορροπείται πλέον από τη μουσική και την όρχηση, στις οποίες ο λόγος θα όφειλε να υποκλίνεται.
Συγκρίνοντας αυτή τη διάταξη με τον προσωπικό λυρισμό, τα τέσσερα εξάμετρα του Αλκμάνος (26) μας φαίνονται πολύ πιο ειλικρινή και κατανοητά, με εξαίρεση το απόσπασμα περί της νυχτερινής γαλήνης ολόκληρης της φύσης (60), που συνιστά μόνο μιαν απαρίθμηση. Αλλά η σημαντική υπεροχή της απλής στροφής, έναντι της τεχνητής δωρικής, κυρίως όταν πρόκειται να εκφραστούν συναισθήματα, αναδεικνύεται με την Σαπφώ. Στο μέτρο που γνωρίζουμε το πινδαρικό έργο, θα μπορούσαμε κατά κάποιο τρόπο να το ανταλλάξουμε με τον Ύμνο στην Αφροδίτη. Ομοίως και το απόσπασμα (52) με την περιγραφή της βαθείας νυχτός και την κατακλείδα: «Αλλά εγώ κοιμούμαι μόνη», καθώς και το άσμα για την τύχη των απαίδευτων στην Κόλαση (68), είναι εξόχως συγκινητικά. Και αν η ανθρωπότητα θρηνεί τα απολεσθέντα έργα του Αλκαίου και της Σαπφώς, το αυτό ισχύει και για τον Ανακρέοντα, ποιητή με εξαιρετική ευαισθησία και απλότητα, στο απόσπασμα (2) που καλεί σε γιορτή τον Διόνυσο, εμπιστευόμενος τον έρωτά του για την Κλεοβούλη, καθώς και όταν αναφέρεται στο αγαπημένο τέκνο με το παρθενικό βλέμμα (4), και σ’ εκείνο που ο Έρως τον χτυπά με την πορφυρή του σφαίρα και τον ενθαρρύνει στα παιχνίδια του με τη νεαρή Λέσβια, που δεν ευαρεστεί η λευκή του κόμη.
Και ενώ σ’ αυτά τα αποσπάσματα εκφράζεται μια φυσική ευγένεια, ο χορικός λυρισμός αντίθετα υιοθετεί όλα τα τετριμμένα και κατακλύζεται από ποιητές χωρίς ταλέντο, που ανατρέχουν στην τραχύτητα με κορυφαίο παράδειγμα τον πλούσιο σε κοινοτοπίες παιάνα εις υγείαν του Αρίφρονα. Στο μεταξύ το αττικό δράμα, που έλκει την πηγή του από τη χορική ποίηση, υιοθετεί όλη αυτή την τεχνοτροπία. Αλλά ταυτόχρονα, την εποχή της υψηλής τέχνης, η κατάχρηση αυτή της μεγαλοστομίας γίνεται αντιληπτή, και παρωδείται από τον Αριστοφάνη. Αναφερθήκαμε ήδη στον αποτυχημένο ποιητή που στους Όρνιθες συμμετέχει στην δημιουργία της Νεφελοκοκκυγίας, και εμπλουτίζει το άσμα του με πινδαρικές μνήμες. Ακολούθως εμφανίζεται αυτοπροσώπως, στο ίδιο έργο, ο διθυραμβικός ποιητής Κινησίας, ο οποίος αποδοκιμάζεται έντονα, καθώς και η τέχνη του δια της οποίας φιλοδοξεί να αναληφθεί στους αιθέρες, διότι εκεί ανήκει… Με τον ίδιο τρόπο στις Νεφέλες τοποθετεί στους διαλόγους του Στρεψιάδη σωρεία από τα ράκη των διθυραμβογράφων της εποχής. Δεν κατανοούμε γιατί η προσωπική λυρική ποίηση δεν απέφυγε τη χλεύη, παρότι καλλιεργήθηκε από ποιητές που δεν στερούντο ταλέντου· η χορική λυρική ποίηση, αντιθέτως, όπως η τραγωδία, κατακλύστηκε από έναν εσμό ερασιτεχνών που αναπαρήγαγαν κατά προτίμηση ότι δυσκολότερο υπήρχε, και το ανήγαγαν σε επάγγελμα, εγκαταλείποντας στη συνέχεια στην κωμωδία το ρόλο της επιβολής αντιποίνων.
Η χορική λυρική ποίηση μας δημιουργεί αναπόφευκτα μια δυσχέρεια εξ αιτίας του υπερβολικού καταναγκασμού που άσκησε στην ποίηση. Και επειδή στην ουσία οι πηγές μας περιορίζονται στο ένα τρίτο της τέχνης της είναι σαν να μας εκσφενδόνισαν μια «στυμμένη λεμονόκουπα». Όσο οδυνηρό είναι αυτό για εμάς, άλλο τόσο θα πρέπει να υπήρξε και για τους ίδιους τους ποιητές. Ακόμη και στα χορικά μέρη της τραγωδίας του Σοφοκλή υπάρχει τέτοια συσσώρευση καταναγκασμών και πολυπλοκότητας στην έκφραση και την κίνηση που μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η μουσική και ο ρυθμός τού δημιούργησαν επίσης δυσεπίλυτα προβλήματα.
Η εξέλιξη της λυρικής ποίησης μετά τον 6ο αιώνα είναι αρκετά σκοτεινή. Στους Έλληνες ο λυρισμός δεν βρήκε διέξοδο στην γραπτή έκφραση. Παρέμεινε συνδεδεμένος με τη μοίρα της μουσικής και των εκτελεστών της, και δεν ήταν ασφαλώς δυνατόν, δια της μορφής που προσέλαβε μέσω του διθυράμβου, να έχει μιαν ευτυχή εξέλιξη. Ούτε η αθηναϊκή πρακτική της κρατικής επιχορήγησης του θεάματος δεν μοιάζει να ωφέλησε το ποιητικό περιεχόμενο των χορωδιών· ένα από τα σπάνια σωζόμενα χορικά έργα που γνωρίζουμε ότι εκτελέστηκε είναι το ποίημα σε ιθυφαλλικό μέτρο προς τιμήν του Δημητρίου του Πολιορκητή. Για τα είδη της κωμικής δημόσιας απαγγελίας στην Αλεξάνδρεια μας πληροφορεί ο Στράβων, μέσω του Σίμου και των ιλαρών ασμάτων του. Τα επινίκια είχαν ήδη εκλείψει λίγο μετά τον Πίνδαρο, ίσως διότι δεν υπήρχαν πλέον εύποροι νικητές· για παρόμοιους λόγους εξέλειπαν οι υμέναιοι και οι θρήνοι· σε ότι αφορά τις προσωδίες, κατά τις οποίες ένας χορός αναλάμβανε να τιμήσει κάποιο συγκεκριμένο θεό, καθώς και τα υπόλοιπα λατρευτικά άσματα, τα οποία ήταν αναγκαίο να ανανεώνονται συνεχώς, όταν η καλλιτεχνική δεινότητα δεν επαρκούσε πλέον, αρκέστηκαν στις παραδόσεις των αρχαίων ποιητών, όπως βεβαιώνει ο Λουκιανός, ως προς την δική του εποχή τουλάχιστον.
(συνεχίζεται)
Κάθε επινίκιο άσμα εξ άλλου έχει διαφορετική δομή· δεν υπάρχει καμία ομοιότητα μεταξύ τους. Ο O Müller διακρίνει ανάμεσα στις δωρικές και αιολικές ωδές· ορισμένες είναι επίσης λυδικές. Το άσμα που αναφέραμε, προς τιμήν του Ορχομένιου Ασώπιχου, εκφράζει μιαν ιδιαίτερη γλυκύτητα μαζί και ελαφρότητα, προσφέροντάς μας ένα δείγμα ποιητικής σύνθεσης χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, που βασίζεται σε μιαν επιδέξια και σύντομη παρέμβαση του γοητευτικού θρύλου των Χαρίτων.
Ο Πίνδαρος έχει την ικανότητα να δημιουργεί συνεχώς εντυπωσιακές συνθέσεις, ενώ ο τρόπος που βιώνει το μύθο ενίοτε υπνωτίζει τον ακροατή. Παρά τις αδυναμίες του, τις οποίες δεν μπορούμε να παραβλέψουμε, ούτε το γεγονός ότι συχνά συνυπάρχουν με εξαιρετικά καλαίσθητες αφηγήσεις, υπήρξε μεγάλος ποιητής, αλλά με αρκετές διακυμάνσεις. Αν γνωρίζαμε τους παιάνες, τους ύμνους, τους θρήνους, και τους πανηγυρικούς του, που απέκτησαν εξίσου μεγάλη φήμη με τα Επινίκια στην αρχαιότητα, ίσως να τους είχαμε θαυμάσει περισσότερο απ’ αυτά· υπάρχουν αποσπάσματα απαράμιλλου κάλλους, και μάλιστα ίσως να είναι μερικά από τα ωραιότερα αποσπάσματα αυτά που διασώζονται, όπως το θαυμαστό σκολιόν στον Θεοξένη, που διέσωσε ο Αθήναιος (XIII, 76), και αξιοθαύμαστα αποσπάσματα θρήνων.
Για το σύνολο των Ελλήνων η φήμη του Πινδάρου υπήρξε πιθανότατα δευτερεύουσας σημασίας όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από το προσωπείο ατυχούς μεγαλορρήμονα ποιητή με το οποίο τον εμφανίζει ο Αριστοφάνης στους Όρνιθες. Η συλλογή των έργων του έγινε μάλλον σχετικά έγκαιρα, και το γεγονός ότι διασώζονται κυρίως τα Επινίκια, ίσως να οφείλεται στο ότι περιείχαν χρήσιμες πληροφορίες, τις οποίες αξιοποίησαν οι Αλεξανδρινοί. Για τον ίδιο λόγο επίσης διασώζονται τα ονόματα του Απολλώνιου και του Λυκόφρονα, ενώ κάποια άλλα χάθηκαν.
Μια γενική παρατήρηση σχετικά με την εν γένει χορική λυρική ποίηση είναι ότι η σχέση ανάμεσα στο άσμα, το χορό και το ταιριαστό μέτρο προσδίδει στην απαγγελία μιαν ιδιαιτερότητα που παρεκκλίνει απόλυτα από τον σύγχρονο λυρισμό. Έτσι εξηγείται και η εμφάνιση των μεγαλειώδους συλλήψεως κοσμητικών επιθέτων, όπως αυτά που χρησιμοποιεί για παράδειγμα ο Ίων ο Χίος, όταν περιγράφει ένα δείπνο που «παρατάθηκε μέχρι πρωίας»: «Αναμείναμε το πρωινό αστέρι που διασχίζει τους αιθέρες, αυτόν τον λευκόφτερο προάγγελο του ήλιου». Η διάταξη αυτή είναι καινοφανής και δεν έλκει πλέον την καταγωγή της από τον Όμηρο· αλλά λαμβάνοντας υπόψη τις τέχνες που την συνοδεύουν, η χορική λυρική ποίηση καθίσταται πολύ πιο δυσνόητη από την μονωδιακή, περισσότερο πολυδιάστατη και πολύπλοκη στην απαγγελία της, και δεν εξισορροπείται πλέον από τη μουσική και την όρχηση, στις οποίες ο λόγος θα όφειλε να υποκλίνεται.
Συγκρίνοντας αυτή τη διάταξη με τον προσωπικό λυρισμό, τα τέσσερα εξάμετρα του Αλκμάνος (26) μας φαίνονται πολύ πιο ειλικρινή και κατανοητά, με εξαίρεση το απόσπασμα περί της νυχτερινής γαλήνης ολόκληρης της φύσης (60), που συνιστά μόνο μιαν απαρίθμηση. Αλλά η σημαντική υπεροχή της απλής στροφής, έναντι της τεχνητής δωρικής, κυρίως όταν πρόκειται να εκφραστούν συναισθήματα, αναδεικνύεται με την Σαπφώ. Στο μέτρο που γνωρίζουμε το πινδαρικό έργο, θα μπορούσαμε κατά κάποιο τρόπο να το ανταλλάξουμε με τον Ύμνο στην Αφροδίτη. Ομοίως και το απόσπασμα (52) με την περιγραφή της βαθείας νυχτός και την κατακλείδα: «Αλλά εγώ κοιμούμαι μόνη», καθώς και το άσμα για την τύχη των απαίδευτων στην Κόλαση (68), είναι εξόχως συγκινητικά. Και αν η ανθρωπότητα θρηνεί τα απολεσθέντα έργα του Αλκαίου και της Σαπφώς, το αυτό ισχύει και για τον Ανακρέοντα, ποιητή με εξαιρετική ευαισθησία και απλότητα, στο απόσπασμα (2) που καλεί σε γιορτή τον Διόνυσο, εμπιστευόμενος τον έρωτά του για την Κλεοβούλη, καθώς και όταν αναφέρεται στο αγαπημένο τέκνο με το παρθενικό βλέμμα (4), και σ’ εκείνο που ο Έρως τον χτυπά με την πορφυρή του σφαίρα και τον ενθαρρύνει στα παιχνίδια του με τη νεαρή Λέσβια, που δεν ευαρεστεί η λευκή του κόμη.
Και ενώ σ’ αυτά τα αποσπάσματα εκφράζεται μια φυσική ευγένεια, ο χορικός λυρισμός αντίθετα υιοθετεί όλα τα τετριμμένα και κατακλύζεται από ποιητές χωρίς ταλέντο, που ανατρέχουν στην τραχύτητα με κορυφαίο παράδειγμα τον πλούσιο σε κοινοτοπίες παιάνα εις υγείαν του Αρίφρονα. Στο μεταξύ το αττικό δράμα, που έλκει την πηγή του από τη χορική ποίηση, υιοθετεί όλη αυτή την τεχνοτροπία. Αλλά ταυτόχρονα, την εποχή της υψηλής τέχνης, η κατάχρηση αυτή της μεγαλοστομίας γίνεται αντιληπτή, και παρωδείται από τον Αριστοφάνη. Αναφερθήκαμε ήδη στον αποτυχημένο ποιητή που στους Όρνιθες συμμετέχει στην δημιουργία της Νεφελοκοκκυγίας, και εμπλουτίζει το άσμα του με πινδαρικές μνήμες. Ακολούθως εμφανίζεται αυτοπροσώπως, στο ίδιο έργο, ο διθυραμβικός ποιητής Κινησίας, ο οποίος αποδοκιμάζεται έντονα, καθώς και η τέχνη του δια της οποίας φιλοδοξεί να αναληφθεί στους αιθέρες, διότι εκεί ανήκει… Με τον ίδιο τρόπο στις Νεφέλες τοποθετεί στους διαλόγους του Στρεψιάδη σωρεία από τα ράκη των διθυραμβογράφων της εποχής. Δεν κατανοούμε γιατί η προσωπική λυρική ποίηση δεν απέφυγε τη χλεύη, παρότι καλλιεργήθηκε από ποιητές που δεν στερούντο ταλέντου· η χορική λυρική ποίηση, αντιθέτως, όπως η τραγωδία, κατακλύστηκε από έναν εσμό ερασιτεχνών που αναπαρήγαγαν κατά προτίμηση ότι δυσκολότερο υπήρχε, και το ανήγαγαν σε επάγγελμα, εγκαταλείποντας στη συνέχεια στην κωμωδία το ρόλο της επιβολής αντιποίνων.
Η χορική λυρική ποίηση μας δημιουργεί αναπόφευκτα μια δυσχέρεια εξ αιτίας του υπερβολικού καταναγκασμού που άσκησε στην ποίηση. Και επειδή στην ουσία οι πηγές μας περιορίζονται στο ένα τρίτο της τέχνης της είναι σαν να μας εκσφενδόνισαν μια «στυμμένη λεμονόκουπα». Όσο οδυνηρό είναι αυτό για εμάς, άλλο τόσο θα πρέπει να υπήρξε και για τους ίδιους τους ποιητές. Ακόμη και στα χορικά μέρη της τραγωδίας του Σοφοκλή υπάρχει τέτοια συσσώρευση καταναγκασμών και πολυπλοκότητας στην έκφραση και την κίνηση που μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η μουσική και ο ρυθμός τού δημιούργησαν επίσης δυσεπίλυτα προβλήματα.
Η εξέλιξη της λυρικής ποίησης μετά τον 6ο αιώνα είναι αρκετά σκοτεινή. Στους Έλληνες ο λυρισμός δεν βρήκε διέξοδο στην γραπτή έκφραση. Παρέμεινε συνδεδεμένος με τη μοίρα της μουσικής και των εκτελεστών της, και δεν ήταν ασφαλώς δυνατόν, δια της μορφής που προσέλαβε μέσω του διθυράμβου, να έχει μιαν ευτυχή εξέλιξη. Ούτε η αθηναϊκή πρακτική της κρατικής επιχορήγησης του θεάματος δεν μοιάζει να ωφέλησε το ποιητικό περιεχόμενο των χορωδιών· ένα από τα σπάνια σωζόμενα χορικά έργα που γνωρίζουμε ότι εκτελέστηκε είναι το ποίημα σε ιθυφαλλικό μέτρο προς τιμήν του Δημητρίου του Πολιορκητή. Για τα είδη της κωμικής δημόσιας απαγγελίας στην Αλεξάνδρεια μας πληροφορεί ο Στράβων, μέσω του Σίμου και των ιλαρών ασμάτων του. Τα επινίκια είχαν ήδη εκλείψει λίγο μετά τον Πίνδαρο, ίσως διότι δεν υπήρχαν πλέον εύποροι νικητές· για παρόμοιους λόγους εξέλειπαν οι υμέναιοι και οι θρήνοι· σε ότι αφορά τις προσωδίες, κατά τις οποίες ένας χορός αναλάμβανε να τιμήσει κάποιο συγκεκριμένο θεό, καθώς και τα υπόλοιπα λατρευτικά άσματα, τα οποία ήταν αναγκαίο να ανανεώνονται συνεχώς, όταν η καλλιτεχνική δεινότητα δεν επαρκούσε πλέον, αρκέστηκαν στις παραδόσεις των αρχαίων ποιητών, όπως βεβαιώνει ο Λουκιανός, ως προς την δική του εποχή τουλάχιστον.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου