Λοιπόν, να κάνουμε μια μικρή κουβέντα στο αποστολικό ανάγνωσμα σήμερα. Είναι από την προς Τίτον επιστολή, κεφάλαιο δεύτερο, 11-14, και γ 4-7. Σήμερα επειδή θεωρείται ότι είναι η μέρα της επιφανείας όπως λέγεται, μέρα της φανέρωσης της χάριτος, με ένα τρόπο έτσι, άμεσο, και θα λέγαμε λαμπρό, νομίζω ότι επελέγη το κομμάτι αυτό, το οποίο θα δείτε πως αναφέρεται σε όλα αυτά, τα οποία σήμερα γιορτάζουμε. Και στο βάπτισμα δηλαδή. Τέκνον Τίτε, επεφάνη η χάρις του Θεού, η σωτήριος πάσιν ανθρώποις, παιδεύουσα ημάς, ίνα αρνησάμενοι την ασέβειαν και τας κοσμικάς επιθυμίας, σωφρώνως και δικαίως και ευσεβώς ζήσομεν εν τω νυν αιώνι. Πάντοτε, για να γίνει αυτή η αρνητική ας το πούμε κίνηση, χρειάζεται να υπάρξει μια θετική προηγουμένως, κίνηση, η οποία πάντοτε γίνεται από την πλευρά του Θεού. Επεφάνη η χάρις του Θεού, έτσι, παιδεύουσα ημάς. Τι κάνει η χάρις, παιδεύει. Αλλά ως χάρις παιδεύει, δηλαδή είναι μια προσφορά από μέρους του Θεού, είναι ένα άνοιγμα που κάνει ο Θεός, και αυτό το άνοιγμα διδάσκει.[ΧΑΡΙΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΑΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΘΕΙΑ ΤΕΤΑΡΤΗ ΑΤΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΟΥΣΑ ΟΝΤΟΤΗΣ] Δεν είναι κάτι το οποίο κάνουμε εμείς. ίνα αρνησάμενοι την ασέβειαν και τας κοσμικάς επιθυμίας, σωφρώνως και δικαίως και ευσεβώς ζήσομεν. Για να ζήσομε σωφρώνως και ευσεβώς, το να αρνηθούμε τις κοσμικές επιθυμίες, το να αρνηθούμε την ασέβεια πάνω απ΄όλα, είναι κάτι το οποίο απορρέει από την παρουσία της χάριτος. Όχι αντίστροφα. Μια ηθικολογική προσέγγιση, θα έλεγε το αντίθετο ακριβώς. Να αρνηθούμε την ασέβεια, για να έρθει η χάρις. Εδώ έχουμε το αντίθετο. Η χάρις είναι η οποία έρχεται και οδηγεί στην άρνηση της ασέβειας. Γιατί έρχεται η χάρις; Εδώ δεν υπάρχει απάντηση. Όλο το κείμενο αυτό θα προσπαθήσει να μας δείξει, ότι η χάρις έρχεται, χωρίς να τό ξέρουμε γιατί έρχεται.[ΜΑΛΛΟΝ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΩΣ.ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΓΙΑΤΙ Ο ΘΕΟΣ ΕΓΙΝΕ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΧΕΙ ΑΠΑΝΤΗΘΕΙ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ. ΕΚΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝ ΣΑΝ ΧΑΡΙ ΕΝΝΟΕΙ ΤΙΣ ΚΟΙΝΕΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ, ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ, ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΤΑΥΤΙΖΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ] Η χάρις έρχεται δωρεάν. Η χάρις έρχεται επειδή κάποιος θεωρεί ότι μας αγαπά και θέλει να μας αγαπά. Είναι ένα «ναι» προς εμάς, είναι ελευθερία, την οποία έχει ο Θεός, αλλά ταυτισμένη έχει την ελευθερία αυτή με την αγάπη του. Δεν είναι μια ελευθερία απόρριψης μας. Θα μπορούσε να μας απορρίψει. Είναι μια ελευθερία, η οποία τη συνδέει με μια κατάφαση, με ένα «ναι» στην ύπαρξη μας, με ένα «ναι» σε μας.[ΜΙΑ ΤΕΤΑΡΤΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ] Παιδεύουσα λοιπόν ημάς, ίνα αρνησάμενοι την ασέβειαν ζήσομεν ευσεβώς και δικαίως, προσδεχόμενοι την μακαρίαν ελπίδα και επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Προσδεχόμενοι την επιφάνειαν, δηλαδή προσδεχόμενοι την τελική επιφάνειαν. Ποια είναι η τελική επιφάνεια; Είναι η Δευτέρα Παρουσία; Ναι. Είναι και αυτή η άλλη παρουσία, η τρίτη. Ανάμεσα στην πρώτη και στη δεύτερη, η οποία είναι η παρουσία για τον καθένα από μας χωριστά. Μπορούμε να μιλάμε χρόνια ολόκληρα περί Χριστού, και να μην ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε. Ακόμα μπορεί να φοράμε και ράσα. Μπορεί και να μιλάμε και στον κόσμο. Από αυτό προέρχεται το γεγονός, ότι περισσότεροι από τους ιεροκήρυκες δεν πείθουν. Μιλάνε για ένα Χριστό, τον οποίο έχουνε μάθει, και είναι εδώ ο Χριστός. Το μυαλό τους λέει ναι σ’ Αυτόν, αλλά δεν το καταλαβαίνουν. Δεν το καταλαβαίνουμε. Υπάρχει μια επιφάνεια, μια φανέρωση, η οποία γίνεται συντριπτικά κατανοητή για καθένα από μας, με ένα τρόπο που σου σπάει τη ζωή στα δυο, με ένα τρόπο που δεν μπορεί να’ ναι πια ο ίδιος, με ένα τρόπο που δεν μπορεί να σηκωθεί πια από κάτω, όπως ο Απόστολος Παύλος. Θα δει στο δρόμο προς τη Δαμασκό αυτόν τον οποίο είδε, από εκεί και πέρα θα γίνει ο Απόστολος των εθνών. Αυτή η συνάντηση είναι μια τρίτη συνάντηση. Ο Παύλος δεν είδε το Χριστό στην πρώτη του εμφάνιση, ούτε πρόκειται για τη Δευτέρα Παρουσία. Πρόκειται για μια τρίτη συνάντηση, ενδιάμεση. Αυτή η ενδιάμεση συνάντηση, η τρίτη συνάντηση αυτή, είναι η προσωπική μου συνάντηση. Η προσωπική όμως συνάντηση αυτή, γίνεται μετά δυνάμεως και αισθήσεως πολλής. Δεν ξέρουμε πότε θα γίνει. Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι ζουν στην Εκκλησία για χρόνια ολόκληρα, για δεκαετίες, και μόλις λίγο πριν το τέλος της ζωής τους καταλαβαίνουν. Μου έλεγαν τις προάλλες για ένα μοναχό, ο οποίος είναι πολύ ηλικιωμένος, έχει περάσει τα 80, και ο οποίος είναι θαυματουργός, κάνει, έχει μεγάλη προσευχή, έχει χαρίσματα πολλά, πολύ μακριά από δω, και αυτός έγινε μοναχός πριν από δέκα χρόνια, είχε περάσει τα 70 του. Και ρώτησα κάποιον άλλο εγώ, εξίσου προχωρημένο μοναχό, μα γιατί έτσι αυτός τόσο γρήγορα; Α λέει, απ’ την πικρία λέει. Απ’ την πίκρα που είχε, επειδή έχασε τόσα χρόνια. Ανέβηκε τρία-τρία τα σκαλιά. Δηλαδή δε μετράει ο χρόνος. Δεν ξέρουμε πότε θα γίνει αυτή η αποκάλυψη του Θεού. Γίνεται κάποια στιγμή, αλλά όταν γίνει, το καταλαβαίνουμε. Όπως καταλαβαίνει μια γυναίκα ότι είναι έγκυος. Λέει κάπου, ποιος, ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Το ρωτήσανε κάποτε, το καταλαβαίνουμε αυτό; Ω λέει, όπως το καταλαβαίνει η γυναίκα, όταν είναι έγκυος, και νιώθει να κλωτσάει το παιδί. Δεν υπάρχει τρόπος να μη το καταλάβει. Θα το καταλάβει, ότι είναι έγκυος, δεν υπάρχει περίπτωση.[Ο ΑΓΙΟΣ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ] Δεν γίνεται αυτό το πράγμα με ωραίες ιδέες, αλλά απλώς δεν ξέρουμε πως θα γίνει, πότε θα γίνει. Η επιφάνεια αυτή έχει να κάνει με την έλευση της χάριτος. Δια της χάριτος γνωρίζεται ο Χριστός, αυτός ο οποίος είναι.[ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ] Μέχρι τότε μπορεί να είναι ένας δάσκαλος καλός, ένας μεγάλος οδηγός, να είναι μια αγαθή φιγούρα, ένας άνθρωπος μεγάλος, ένας θεάνθρωπος αν θέλετε. Αλλά αυτό το προσωπικό που αναστατώνει και μεταβάλλει, και κάνει τον άνθρωπο πλέον να έχει άλλη ελπίδα, και ότι και να συμβαίνει αλλιώς πλέον, πίσω απ’ όλα, πέρα απ’ όλα όσα συμβαίνουν, να έχει αυτός ένα άλλο τρόπο να τα καταλαβαίνει, έτσι, και αλλού να στηρίζεται και να ακουμπάει, αυτό το πράγμα σας είπα, συμβαίνει κατ’ εξαίρεση. Αλλά συμβαίνει σε όλους. Μπορεί να συμβεί σε όλους. Το σημαντικό είναι ότι μετά από αυτό ο άνθρωπος αρνείται την ασέβεια, αρνείται τις κοσμικές επιθυμίες, και αρχίζει να ζει, όπως λέει το κείμενο εδώ, δικαίως και ευσεβώς. Όχι, αυτό το πράγμα δε σημαίνει ότι γίνεται αναμάρτητος. Προσέξτε, μην μπερδευτούμε. Δε γίνεται αναμάρτητος. Μετά την πρώτη χάρι, αρχίζει η φύσις να ανθίσταται, διότι έχει τις έξεις μέσα της, έχει τα πάθη, έχει μέσα του ο άνθρωπος, έχει συσσωρεύσει καταστάσεις δύσκολος, άλλα στο όνομα αυτής της χάριτος, και αυτής της συνάντησης, πλέον η νίκη είναι δυνατή, η χάρις είναι παρούσα, η χάρις των μυστηρίων, η χάρις της εξομολογήσεως, η χάρις που παίρνει με την προσευχή, η χάρις που παίρνει με την ανάγνωση. Ανανεώνεται αυτή η χάρις, αυτή η πρώτη χάρις. Ανανεώνεται. Κάθε φορά που εξομολογείστε παίρνετε τη χάρι αυτή. Γι’ αυτό όταν εξομολογείστε, νιώθετε αυτή τη χάρι, τη χαρά μέσα σας. Μια ελαφρότητα, μια ομορφιά, και ακολουθεί μετά η χάρις της ανάγνωσης των Γραφών, και αν δεν φτάνουν αυτά, έρχεται η χάρις των πειρασμών. Η χάρις των πειρασμών, δηλαδή οι καταστάσεις εκείνες, όπου η αυτονόητη παρουσία του Θεού στη ζωή μου αίρεται, και ανοίγεται η άβυσσος, και εξαιτίας της αβύσσου φοβούμαι, μικρής ή μεγάλης, στρέφομαι προς το Θεό, και τον βρίσκω να με περιμένει στο χείλος της αβύσσου. Δεν μ’ έχει εγκαταλείψει. Όταν λοιπόν δεν αρκεί η χάρις, η χάρις αυτή των δωρεών, έρχεται η χάρις των πειρασμών. Με την χάρι των πειρασμών, ξαναβρίσκω εγώ αυτό το πράγμα, το οποίο θέλει ο Θεός να βρω. Ως έδωκε αυτώ υπέρ ημών, ίνα λυτρώσειται ημάς από πάσης ανομίας, και καθαρίσαι εαυτώ λαόν περιούσιον, ζηλωτήν καλών έργων. Εδώ αρχίζει πλέον η εξήγηση όσων είπαμε προηγουμένως, έδωκεν εαυτόν υπέρ ημών. Που τον έδωκεν; Στον θάνατο τον έδωκε. Στον παραλογισμό μας τον έδωκε. Ο τρόπος θεραπείας του Χριστού θέλει πάρα πολύ προσοχή, για να αρχίζουμε να τον καταλαβαίνουμε. Είναι ένας τρόπος θεραπείας τελείως διαφορετικός, απ’ αυτόν τον οποίο εμείς έχουμε στο μυαλό μας. Εμείς όταν έχουμε κάποιον να διδάξουμε, τον βάζουμε απέναντι μας, και του λέμε, θα κάνεις εκείνο, και αν δεν το κάνει τον τιμωρούμε κιόλας. Θα κάνεις το άλλος. Είσαι ανόητος. Εγώ υποτίθεται δεν είμαι ανόητος, που σου λέω ότι είσαι ανόητος. Να παύσεις να είσαι ανόητος. Ο Χριστός τι κάνει; Γίνεται ανόητος ο ίδιος. Αυτό το πράγμα είναι η ενσάρκωση. Μπαίνει στην ανοησία, μπαίνει μες στον θάνατο. Μπαίνει μες στη φθορά, αναμάρτητος ων. Την πεπτωκυία φύση παίρνει ο Χριστός, δεν παίρνει τη φύση την προπτωτική. Δεν παίρνει την προπτωτική φύση του Αδάμ, παίρνει την πεπτωκυία φύση, αλλά δεν παίρνει την πτώση της προαιρέσεως. Άλλο πράγμα η πτώση της προαιρέσεως, την αμαρτία δηλαδή. Δεν την παίρνει την αμαρτία. Την πτώση της φύσεως όμως την παίρνει, την προσλαμβάνει. Γιατί την προσλαμβάνει; Αδικως. Γι’ Αυτόν αδίκως, δίοτι ο ίδιος δεν είναι αμαρτωλός, γιατί να πεθάνει αυτός. Γιατί να αρρωσταίνει αυτός, γιατί να πονάει αυτός, γιατί να μαστιγωθεί αυτός, γιατί να πονέσει αυτός, γιατί; Τα παίρνει όλα αυτά και γίνεται σαν εμένα, όχι για να τα καταργήσει, προσέξτε. Αλλά για να τους δώσει ένα υπέρτατο νόημα, τέτοιο, που τελικά τα ξεπερνά. Δε θα με έπειθε προσωπικά ο Χριστός καθόλου, αν καταργούσε το θάνατο. Αν έλεγε ότι, κοιτάξτε, δε θα πεθαίνετε από δω και πέρα. Εντάξει. Αυτό δεν με αλλάζει καθόλου. Χειρότερο θα με κάνει. Χειρότερο θα με κάνει αν μου πουν ότι δεν πεθαίνω τώρα. Δε θα με έπειθε ο Χριστός. Ή εκείνο που λέει, ο πιστεύων εις εμέ, γιατί ρωτούν μερικοί…έξυπνοι, καν αποθάνει ζήσεται, και λεν ορίστε, γιατί δεν έγινε αυτό, πιστεύουμε σ’ Αυτόν. Γιατί να πεθαίνουμε; Μα εάν αυτό το πράγμα συνέβαινε με τον τρόπο που έχουμε εμείς στο μυαλό μας, δηλαδή αν μόλις πιστεύαμε καταργούνταν ο θάνατος, όλοι θα πιστεύανε, θα κάναν πως πιστεύανε, έτσι δεν είναι, για να πάρουν το δώρο αυτό της αθανασίας, χαζός είμαι να πεθάνω; Καν αποθάνει ζήσεται, εννοεί θα ζήσει, δηλαδή, ο θάνατος θα συμβεί, γι’ αυτόν θα είναι ζωή. Θα ζει, και μάλιστα ζωή αιώνιο. Δεν καταργείται ο θάνατος. Ούτε ο ίδιος για τον εαυτό του καταργεί το θάνατο. Τον χρησιμοποιεί το θάνατο, ούτως ώστε να είναι θάνατος κατά Θεόν, θάνατος αναστάσιμος, θάνατος ο οποίος είναι γεμάτος ζωή. Και όλα τα ανθρώπινα τα παίρνει, και τα χρησιμοποιεί με τέτοιο τρόπο, ούτως ώστε να είναι κατά Θεόν αυτά, και να οδηγούν σε κοινωνία με τον Θεό. και να οδηγούν σε ζωή αιώνιο.[ΠΟΥΣΟΥ ΘΑΝΑΤΕ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ; Ο ΚΑΙΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ. Ο ΠΑΛΑΙΟΣ ΓΗ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΓΗ ΘΑ ΚΑΤΑΛΗΞΕΙ] Αυτό κάνει. Έδωκεν εαυτόν υπέρ ημών. Δεν είχε όμως σκοπό να το κάνει αυτό το πράγμα, ο ίδιος για τον εαυτό του. Δεν το χρειάζεται ο ίδιος. Και καθαρίσει εαυτώ λαόν περιούσιον ζηλωτήν καλών έργων. Και να φτιάξει, αφού τον καθαρίσει, να καθάρει ένα λαόν δικό του, ζηλωτήν καλών έργων, ο οποίος να ζηλεί, να ποθεί να κάνει καλά έργα. Πως έγινε αυτό; Ότε δε η χρηστότης και η φιλανθρωπία επεφάνει του Σωτήρος ημών Θεού, εξηγεί εδώ, αυτό έγινε ως εξής. Όταν έδειξε η ώρα να μας δείξει, όταν ωριμάσαμε κάπως, όταν εμφανίστηκε η Παναγία, η οποία είναι το υπέρτατο ανθρώπινο αίτημα, γιατί χωρίς το υπέρτατο ανθρώπινο αίτημα[ΤΟΥ ΜΕΣΣΙΑ. ΟΧΙ Η ΕΡΩΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ!!!] δεν έρχεται ποτέ η υπέρτατη απάντηση, έτσι. Η Παναγία, η οποία πήγε μέσα στο ναό, και την υπέρ παντός του γένους πρεσβεία ανεδέξατο, όπως λέει ένας των πατέρων, άρχισε να προσεύχεται για το όλο το ανθρώπινο γένος, κατατυραννούμενον υπό του θανάτου, και έφτασε η ανθρώπινη αναζήτηση στον υπέρτατο της βαθμό, τότε ακριβώς έρχεται η απάντηση του Θεού με την ενσάρκωση. Και δεν είναι τυχαίο, ότι η ενσάρκωση αυτή γίνεται ακριβώς με όργανο και μέσο τον άνθρωπο αυτό, ο οποίος τη ζήτησε περισσότερο απ’ όλους, την Παναγία. Όταν λοιπόν η χρηστότητα και η φιλανθρωπία επεφάνη του Σωτήρος ημών Ιησού, του Σωτήρος ημών Θεού, προσέξτε, τότε ουκ εξ έργων των εν δικαιοσύνη ων εποιήσαμεν ημείς έσωσεν ημάς.[ΧΑΘΗΚΕ Η ΠΑΝΑΓΙΑ; ΕΚ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΗΣ Η ΣΩΤΗΡΙΑ, ΟΠΩΣ ΔΗΛΩΣΕΣ!!!] Εκείνη την στιγμή, τότε, δεν έγινε η σωτηρία μας λόγω των έργων που κάναμε εμείς, δήθεν των καλών, και της δικαιοσύνης μας. Γιατί; Διότι τέτοια δικαιοσύνη δεν υπήρχε. Δεν υπήρχε. Δεν μπορούσε ο άνθρωπος να αναπτύξει τέτοιου είδους δικαιοσύνη. Τέτοιου είδους αρετή, τέτοιου είδους αγάπη δηλαδή.[ΧΑΙΡΕ ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ ΕΙΠΕ Ο ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ] Όταν λέμε δικαιοσύνη στην Καινή Διαθήκη, δεν εννοούμε τη νομική δικαιοσύνη, εννοούμε την ενέργεια της δικαιώσεως, εννοούμε ότι κάποιος δίνει δίκαιο σε κάποιον. Είναι το αντίθετο απ’ ότι λέμε στα δικαστήρια. Έτσι, είναι μια ενέργεια δικαιώσεως, ο άνθρωπος δεν μπορούσε να δικαιώσει τον άλλο άνθρωπο. Αν πιάσετε και διαβάσετε όλους τους φιλοσόφους και όλους τους αρχαίους συγγραφείς, θα δείτε ότι, κανένας απ’ αυτούς δεν μπορεί όλον τον άνθρωπο να τον βαστάσει, όλο τον άνθρωπο να τον σώσει;;;;. Άλλος θα αφήσει απ’ έξω το σώμα του, άλλος θα αφήσει απ’ έξω τους δούλους και τους δεν ξέρω ποιους, τους παράνομους, άλλος θα αφήσει απ’ έξω τους Πέρσες, άλλος θα αφήσει απ’ έξω τους Έλληνες, άλλος τους Αθηναίους, άλλος τους Σπαρτιάτες, άλλος…δεν έχουμε τον πανάνθρωπον αυτόν, ο οποίος θα βάσταζε όλο το ανθρώπινο γένος. Έτσι, χωρίς αιτία και χωρίς σκοπό, κάποιο, να το οδηγήσει κάπου το γένος αυτό.
Ἐπεφάνη γὰρ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις,
Τιτ.2,12 παιδεύουσα ἡμᾶς ἵνα ἀρνησάμενοι τὴν ἀσέβειαν καὶ τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι,
Τιτ.2,13 προσδεχόμενοι τὴν μακαρίαν ἐλπίδα καὶ ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ,
Τιτ.2,14 ὃς ἔδωκεν ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν, ἵνα λυτρώσηται ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀνομίας καὶ καθαρίσῃ ἑαυτῷ λαὸν περιούσιον, ζηλωτὴν καλῶν ἔργων.
οὐκ ἐξ ἔργων τῶν ἐν δικαιοσύνῃ ὧν ἐποιήσαμεν ἡμεῖς, ἀλλὰ κατὰ τὸν αὐτοῦ ἔλεον ἔσωσεν ἡμᾶς διὰ λουτροῦ παλιγγενεσίας καὶ ἀνακαινώσεως Πνεύματος Ἁγίου,
Τιτ. 3,6 οὗ ἐξέχεεν ἐφ᾿ ἡμᾶς πλουσίως διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν,
Τιτ.3,7 ἵνα δικαιωθέντες τῇ ἐκείνου χάριτι κληρονόμοι γενώμεθα κατ᾿ ἐλπίδα ζωῆς αἰωνίου.
Άγιος Μάξιμος Ομολογητής
η΄. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ μιὰ φορὰ γεννήθηκε κατὰ σάρκα, γεννιέται πάντοτε ἀπὸ φιλανθρωπία πνευματικὰ σὲ ὅσους θέλουν, καὶ γίνεται βρέφος, διαπλάθοντας σ’ αὐτοὺς τὸν ἑαυτό του μὲ τὶς ἀρετές, καὶ σὲ τόσο βαθμὸ φανερώνεται, ὅσο γνωρίζει ὅτι μπορεῖ νὰ χωρέσει αὐτὸς ποὺ τὸν δέχεται, χωρὶς νὰ μικραίνει ἀπὸ φθόνο τὴ φανέρωση τοῦ μεγέθους του, ἀλλὰ σταθμίζει μὲ μέτρο τὴ δύναμη ἐκείνων ποὺ ποθοῦν νὰ τὸν δοῦν. Ἔτσι, ἂν καὶ φαίνεται πάντοτε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ στὶς ἐκδηλώσεις ἐκείνων ποὺ τὸν μετέχουν ὅμως παραμένει πάντα ἀπὸ ὑπερβολὴ τοῦ μυστηρίου ἀθέατος σὲ ὅλους. Γι’ αὐτὸ ἐξετάζοντας μὲ σοφία τὸ νόημα τοῦ μυστηρίου ὁ θεῖος Ἀπόστολος λέγει, «Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἴδιος χθὲς καὶ σήμερα καὶ στοὺς αἰῶνες» (Ἑβρ. 13, 8), γνωρίζοντας ὅτι εἶναι πάντοτε νέο τὸ μυστήριο καὶ δὲν παλιώνει ποτὲ ἐπειδὴ περιλαμβάνεται ἀπὸ τὸν νοῦ.
θ΄. Γεννιέται ὁ Χριστὸς ὁ Θεός, κι ἔγινε ἄνθρωπος μὲ πρόσληψη τῆς σάρκας, ποὺ ἔχει ψυχὴ νοερή. Αὐτὸς ἔδωσε στὰ ὄντα τὴ γένεσή τους ἀπὸ τὰ μὴ ὄντα, τὸν ὁποῖο γεννώντας ἡ Παρθένος δὲν διέλυσε κανένα ἀποδεικτικὸ σημάδι τῆς παρθενίας. Ὅπως δηλαδὴ ἐκεῖνος ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος οὔτε τὴ φύση του ἀλλοίωσε οὔτε τὴ δύναμή του ἄλλαξε, ἔτσι ἐκείνην ποὺ τὸν γέννησε καὶ μήτερα τὴν κάνει καὶ παρθένο τὴ διατηρεῖ, ἑρμηνεύοντας ταυτόχρονα τὸ θαῦμα μὲ θαῦμα καὶ συνάμα κρύβοντας τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο. Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς σχετικὰ μὲ τὸν ἑαυτό του εἶναι πάντοτε μυστήριο κατὰ τὴν οὐσία, τόσο μόνον ἐξέρχεται ἀπὸ τὴ φυσικὴ κρυφιότητα, ὅσο γιὰ νὰ τὴν κάνει ἀκόμα πιὸ κρυφὴ μὲ τὴ φανέρωσή της. Καὶ τόσο πάλι κάνει τὴ μητέρα ποὺ τὸν γέννησε παρθένο, ὅσο ἀπεργάζεται τὴν κύηση ἄλυτο δεσμὸ τῆς παρθενίας.
ι΄. Ἐμφανίζονται νέες φύσεις καὶ ὁ Θεὸς γίνεται ἀνθρωπος· ὄχι μόνο ἡ θεία καὶ σταθερὴ καὶ ἀκίνητη κινούμενη πρὸς τὴν κινούμενη καὶ ἄστατη γιὰ νὰ τὴ σταματήσει ἀπὸ τὴν κίνησή της, οὔτε μόνο ἡ ἀνθρώπινη ποὺ δίχως σπορὰ ὑπὲρ φύση παράγει τὴν σάρκα τελειοποιούμενη ἀπὸ τὸν Λόγο, γιὰ νὰ σταματήσει τὴν κίνησή της, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀστέρας ποὺ φαίνεται τὴ μέρα ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ καὶ ὁδηγεῖ τοὺς μάγους (Ματθ. 2, 1 ἑξ.) στὸν τόπο τῆς σάρκωσης τοῦ Λόγου, γιὰ νὰ δείξει μὲ τρόπο μυστικὸ ὅτι νικᾶ τὴν αἴσθηση ὁ λόγος τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν καὶ ὁδηγεῖ τὰ ἔθνη πρὸς τὸ μέγιστο φῶς τῆς ἐπίγνωσης. Γιατὶ ὁλοκάθαρα ὁ νομικὸς καὶ προφητικὸς λόγος, σὰν ἀστέρας, μὲ εὐσεβὲς νόημα ὁδηγεῖ στὴν ἐπίγνωση τοῦ Λόγου ποὺ σαρκώθηκε (Ρωμ. 8, 28) ἐκείνους ποὺ ἔχουν κληθεῖ σύμφωνα μὲ τὴν πρόθεσή τους μὲ τὴ δύναμη τῆς χάριτος.
ια΄. Ἐπειδὴ ἐγὼ ὁ ἄνθρωπος θέλοντας παρέβηκα τὴ θεία ἐντολὴ καὶ δελεάζοντάς με μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς θεότητας ἔσυρε τὴ στερεότητα τῆς φύσης μου ὁ διάβολος στὴν ἡδονή, ποὺ καυχιόταν δίνοντας μ’ αὐτὴν ὑπόσταση στὸν θάνατο, ἀπολαμβάνοντας τὴ φθορὰ τῆς φύσης, γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς γίνεται τέλειος ἄνθρωπος, χωρὶς ν’ ἀλλάξει τίποτε ἀπὸ τὴ φύση μας, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καθόσον δὲν ἦταν τῆς φύσης μας, ὥστε προβάλλοντας τὴ σάρκα νὰ δελεάσει καὶ νὰ ἐρεθίσει τὸν ἄπληστο δράκοντα, ποὺ περιμένει μ’ ἀνοιχτὸ στόμα νὰ καταπιεῖ τὴ σάρκα, κι ἔτσι νὰ γίνει γι’ αὐτὸν δηλητήριο, καταστρέφοντάς τον τελείως μὲ τὴ δύναμη τῆς θεότητας ποὺ κλείνει μέσα της, ἐνῷ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση φάρμακο ἀνάκλησης στὴν ἀρχική της χάρη μὲ τὴ δύναμη τῆς θεότητας ποὺ κλείνει μέσα της. Ὅπως δηλαδὴ αὐτὸς χύνοντας τὸ δηλητήριο τῆς κακίας μὲ τὸ ξύλο τῆς γνώσης κατέστρεψε τὴ φύση ποὺ τὸ γεύθηκε, ἔτσι κι ὁ ἴδιος θέλοντας νὰ φάει τὴ σάρκα τοῦ Κυρίου καταστράφηκε μὲ τὴ δύναμη τῆς θεότητας ποὺ εἶχε μέσα της.
ιβ΄. Τὸ μέγα μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρώπησης παραμένει πάντα μυστήριο, ὄχι μόνο γιατί, ὅπως ἐκδηλώνεται σύμμετρα μὲ τὴ δύναμη ἐκείνων ποὺ σώζει, ἔχει μεγαλύτερο ἐκεῖνο ποὺ δὲν βλέπεται ἀκόμη ἀπὸ αὐτὸ ποὺ φανερώθηκε, ἀλλ’ ἐπειδὴ κι αὐτὸ ποὺ φάνηκε μένει ἀκόμα τελείως κρυφό, χωρὶς νὰ μπορεῖ μὲ κανένα λογισμὸ νὰ γνωσθεῖ πῶς εἶναι. Κι ἂς μὴ φανεῖ παράδοξο αὐτὸ ποὺ λέγω. Γιατὶ ὁ Θεός, ἐπειδὴ εἶναι ὑπερούσιος καὶ πιὸ πάνω ἀπὸ κάθε ὑπερουσιότητα, ὅταν θέλησε νὰ εἰσέλθει στὴν οὐσία, ἔγινε οὐσία μὲ τρόπο ὑπερούσιο. Γι’ αὐτὸ ὡς φιλάνθρωπος, καὶ ἐνῷ ἔγινε γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων ἀληθινὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν οὐσία τῶν ἀνθρώπων, ἐξακολουθεῖ νὰ διατηρεῖ ἀφανέρωτο γιὰ πάντα τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἔγινε ἄνθρωπος. Γιατὶ ἔγινε ἄνθρωπος πάνω ἀπὸ ἄνθρωπο.
ιγ΄. Ἂς δοῦμε μὲ πίστη τὸ μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρώπησης κι ἂς δοξολογήσομε μακριὰ ἀπὸ περιέργεια Ἐκεῖνον ποὺ εὐδόκησε νὰ γίνει ἄνθρωπος γιὰ χάρη μας. Γιατί ποιός, ἔχοντας πεποίθηση στὴ δύναμη τῆς λογικῆς ἀπόδειξης, θὰ μπορέσει νὰ πεῖ πῶς γίνεται ἡ σύλληψη τοῦ Θεοῦ Λόγου, πῶς γίνεται σάρκα χωρὶς σπορά, πῶς γίνεται γέννηση χωρὶς νὰ προκληθεῖ φθορά, πῶς γίνεται μητέρα ἐκείνη ποὺ καὶ μετὰ τὴ γέννα ἔμεινε παρθένος, πῶς ὁ πέρα ἀπὸ κάθε τελειότητα προόδευε καθὼς μεγάλωνε (Λουκᾶ 2, 52), πῶς βαφτιζόταν ὁ καθαρός, πῶς ἔτρεφε τὰ πλήθη Ἐκεῖνος ποὺ πεινοῦσε, πῶς χάριζε δύναμη Ἐκεῖνος ποὺ ὑποβαλλόταν σὲ κόπους, πῶς Ἐκεῖνος ποὺ ὑπέφερε πρόσφερε θεραπεῖες, πῶς Ἐκεῖνος ποὺ πέθαινε ἔδινε ζωή; Καὶ γιὰ νὰ πῶ τελευταῖο τὸ πρῶτο, πῶς ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, καὶ τὸ πιὸ μυστηριῶδες βέβαια ἀπὸ ὅλα, πῶς στὴν ὑπόστασή του ὁ Λόγος παίρνει τὴν οὐσία τῆς σάρκας, αὐτὸς ποὺ κατὰ τὴν οὐσία ὑπάρχει ὑποστατικὰ ὅλος μέσα στὸν Πατέρα; Πῶς ὁ ἴδιος καὶ ὅλος Θεὸς εἶναι κατὰ τὴ φύση, καὶ ὅλος πάλι ἔγινε κατὰ φύση ἄνθρωπος, χωρὶς ν’ ἀρνηθεῖ καθόλου καμμιὰ φύση, οὔτε τὴ θεία σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία εἶναι Θεός, οὔτε τὴ δική μας κατὰ τὴν ὁποία ἔγινε ἄνθρωπος; Αὐτὰ τὰ μυστήρια μόνο ἡ πίστη μπορεῖ νὰ τὰ χωρέσει, ποὺ εἶναι ὑπόσταση τῶν πέρα ἀπὸ τὸν νοῦ καὶ τὸν λόγο πραγμάτων.
ιδ΄. Ὁ Ἀδὰμ μὲ τὴν παρακοή του δίδαξε τὴ γένεση τῆς φύσης μας νὰ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ἡδονή, ὁ Κύριος ὅμως ἀπομακρύνοντας αὐτὴν ἀπὸ τὴ φύση μας δὲν δέχθηκε νὰ γίνει ἡ σύλληψή του μὲ σπορά. Ἡ γυναίκα μὲ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς ἔκανε φανερὸ ὅτι ἡ γέννηση τῆς φύσης μας ἀρχίζει μὲ ὀδύνη, ὁ Κύριος ὅμως ἀποτινάζοντας αὐτὴν ἀπὸ τὴ φύση, δὲν ἐπέτρεψε κατὰ τὴ γέννησή του νὰ ὑποστεῖ φθορὰ ἐκείνη ποὺ τὸν γέννησε, γιὰ νὰ ἀφαιρέσει ἀπὸ τὴ φύση μᾶς τόσο τὴν ἑκούσια ἡδονή, ὅσο καὶ τὴν ἐξαιτίας τῆς χωρὶς τὴ θέλησή της ἡδονή, τῶν ὁποίων βέβαια δὲν ἦταν δημιουργός, ἔγινε ὡστόσο ὁ καταλυτής τους, καὶ νὰ διδάξει μυστικὰ μὲ τὴ γνώμη μας ν’ ἀρχίσομε ἄλλη ζωή, ποὺ ἀρχίζει τυχὸν ἀπὸ ὀδύνη καὶ πόνους, καταλήγει ὅμως σὲ θεία ἡδονὴ καὶ εὐφροσύνη δίχως τέλος. Γι’ αὐτὸ γίνεται ἄνθρωπος καὶ γεννιέται σὰν ἄνθρωπος ὁ ποιητὴς τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο, καὶ θεραπεύοντας, μὲ τὰ πάθη τὰ πάθη, ν’ ἀποδειχθεῖ ὅτι αὐτὸς εἶναι πάθος τῶν δικῶν μας παθῶν (Ἑβρ. 11, 1), ποὺ ἀνανεώνει φιλάνθρωπα μὲ τρόπο ὑπερφυὴ μὲ τὶς δικές του στερήσεις τῆς σάρκας τὶς δικές μας πνευματικὲς δυνάμεις.
ιε΄. Αὐτὸς ποὺ μὲ τὸν θεῖο πόθο νίκησε τὴ διάθεση τῆς ψυχῆς πρὸς τὸ σῶμα, ἔγινε ἀπερίγραφος, ἔστω κι ἂν εἶναι περιγραμμένος μέσα στὸ σῶμα. Γιατὶ ὁ Θεὸς ποὺ ἕλκει τὸν πόθο ἐκείνου ποὺ τὸν ποθεῖ, εἶναι ἀσύγκριτα ὑψηλότερος ἀπὸ ὅλα καὶ δὲν ἐπιτρέπει τὸν ποθητή του νὰ προσηλώσει τὸν πόθο του σὲ κάτι ἀπὸ τὰ ἔπειτα ἀπὸ τὸν Θεό. Ἂς ποθήσομε λοιπὸν τὸν Θεὸ μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς φύσης μας κι ἂς καταστήσομε τὴν προαίρεσή μας ἀδούλωτη ἀπὸ ὅλα τὰ σωματικά. Ἂς ὑψωθοῦμε μὲ τὴν προαίρεσή μας πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ αἰσθητὰ καὶ νοητὰ ὄντα κι ἂς μὴ ζημιωθοῦμε σὲ τίποτε ἀπολύτως ἐξαιτίας τῆς φυσικῆς μας περιγραφῆς στὸ νὰ εἴμαστε μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ τὸν ἀπερίγραφο ἀπὸ τὴ φύση του.
Ἀπὸ τὴ σειρὰ ΕΠΕ, τόμος 15Δ, Πατερικαὶ ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς».
Ἀπόδοση στὰ νέα ἑλληνικὰ Ἰγνάτιος Σακαλής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου