Παρά τίς επίμονες προσπάθειές του προς το αντίθετο, ο Φλωρόφσκυ ήταν, κατά την περιγραφή του Francois Rouleau για τον Kireevsky, ένας «αντί-ιδεαλιστής μορφωμένος από τον ιδεαλισμό»206. Οι επικριτές της σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας οφείλουν να υπερβούν το κοινό στερεότυπο ότι, ενώ ο Bulgakov ήταν έρμαιο του ιδεαλισμού και ποικίλων στρεβλών δυτικών πηγών, η θεολογία τού Φλωρόφσκυ, αντίθετα, υπήρξε ένα αμιγώς πατερικό προϊόν. Ο Φλωρόφσκυ, όπως είχε παρατηρήσει ο Rowan Williams για τον Lossky παλαιότερα, «συνεχίζει να διαβάζει τους Πατέρες με ρωσικά μάτια»207. Κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει. Όπως παρατηρήσαμε εν συντομία, η θεολογία του Φλωρόφσκυ αποτελεί εξίσου ένα προϊόν τού γερμανικού ιδεαλισμού, που είχε διαποτίσει τη ρωσική σκέψη, όπως συμβαίνει άλλωστε, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, με το μεγαλύτερο μέρος τής σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας.
To παραπάνω γεγονός δεν προκαλεί έκπληξη, εάν λάβουμε υπόψη μας κυρίως την προηγούμενη μόρφωση τού Φλωρόφσκυ, που έδινε έμφαση στον Ρομαντισμό καί στην μετα-καντιανή φιλοσοφία, αν δεν υπήρχε η πατερικη περιβολη του Φλωρόφκσυ καί η επίθεσή του εναντίον τής Ρομαντικής καί ιδεαλιστικής κληρονομιάς στη θεολογία των συγχρόνων του. Ούτε αυτό θα έπρεπε να είναι απαραίτητα αρνητικό, στο βαθμό πού το μεγαλύτερο μέρος τής ρωμαιοκαθολικής (ressourcement) θεολογίας ως επιστροφής στις ρίζες καί μέσω αυτής η Β' Βατικανή Σύνοδος αντλούν από τις ίδιες πηγές. Αυτό πού είναι κρίσιμο για τη σύγχρονη Ορθόδοξη θεολογία -και στο σημείο αυτό δεν υπάρχει διαφοροποίηση από τίς υπόλοιπες θεολογικές παραδόσεις- είναι να αναγνωρίσει ότι η θεολογική ανάγνωση των Πατέρων γίνεται πάντα μέσα στον ερμηνευτικό ορίζοντα τής κάθε εποχής. Το σημερινό κοσμοείδωλο κυριαρχείται από το Δυτικό πολιτισμό, έτσι ώστε οι διάφορες ξένες πηγές από τον Ιδεαλισμό, στη συνέχεια τον Υπαρξισμό καί τελικά μέχρι την έποχή μας με τη μόδα τής ερμηνευτικής, τον μετά-φιλελευθερισμό καί μετά-δομισμό, λειτουργεί αναπόφευκτα ως πρίσμα με βάση το οποίο ο θεολόγος ερμηνεύει τους Πατέρες και επαναπροσδιορίζει δημιουργικά το μυστήριο της προ-νεωτερικής πίστης για τις ανάγκες της μετα-νεωτερικής έποχής μας. Στο σημείο αυτό δεν θα πρέπει να έχουμε ενδοιασμούς, εάν ως ορθόδοξοι θεολόγοι, θέλοντας να παραμένουμε πιστοί στις ρίζες τής εκκλησιαστικής παράδοσης, δεν αποκρύπτουμε διαρκώς την σχετική εξάρτησή μας από τη δυτική σκέψη καί κουλτούρα για την διατύπωση της αποστολικής παρακαταθήκης. Αυτό πού είναι ζωτικής σημασίας δεν είναι η αποσιώπηση ή άρνηση τής ξένης επιρροής, διότι μία τέτοια άρνηση απλά αυξάνει τη δυναμική της, καθώς την καθιστά ασύνειδη.
Αυτό πού προτείνουμε είναι ότι, ενδεχομένως, το μέλλον τής Ορθοδοξίας δεν βρίσκεται σε ό,τι έχει καταντήσει μία κορεσμένη αντανακλαστική κίνηση πού επιδιώκει να συλλάβει απεγνωσμένα το αμιγώς ανατολικό (ΣτΜ. ορθόδοξο) φρόνημα, το οποίο είναι διαθέσιμο, κατά κάποιο τρόπο σφραγισμένο ερμητικά εναντι τής μετά το Μέγα Σχίσμα Δύσης, μέσα στους Πατέρες καί τη λειτουργική παράδοση (π.χ. η «οντολογία των Καππαδοκών», η «ευχαριστιακή εκκλησιολογία» καί «η πατερική εξηγητική»), διαχωρίζοντας την ίδια στιγμή τον εαυτό της από ό,τι διαφορετικό, αλλότριο, δηλαδή δυτικό. Αντίθετα, η εκκλησιαστική ταυτότητα μπορεί να ανακαλυφθεί εάν κατορθώσουμε να κατανοήσουμε καί μέσα σε ό,τι, εκ πρώτης όψεως, μοιάζει τελείως αλλότριο, ακόμη καί εχθρικό, ποιοί είμαστε. Θα μπορούσαμε τότε να ανακαλύψουμε την ανατολικο-ορθόδοξη ταυτότητά μας μέσα από μία θετική συνάντηση με ο,τιδήποτε δυτικό. Σε αυτό συμπεριλαμβάνεται όχι μόνο η δυτική Χριστιανοσύνη, αλλά κατ’ επέκταση, καί η σύγχρονη φιλοσοφία, οι μη χριστιανικές παραδόσεις καί, πολύ περισσότερο, οι επιστήμες. Συνεπώς, μπορούμε να γνωρίζουμε τον εαυτό ως πράγματι Ανατολικό ή Ορθόδοξο ακριβώς μέσα από τη θετική συνάντηση με ο,τιδήποτε δεν είμαστε καί στο σημείο αυτό η Ορθόδοξη θεολογία θα έπραττε συνετά αν αντέστρεφε το παράδειγμα του Φλωρόφσκυ καί μέσα από την αναγνώριση του γεγονότος ότι, αναζητώντας τον εαυτό μας, εξαρτώμαστε από τον άλλο. Μέσα από αυτή την κοινή συνάντηση-αναγνώριση, ανακαλύπτουμε πραγματικά που ανήκει η καρδιά μας. «Η Ανατολή είναι η Δύση -για να παραλλάξουμε τον Kipling-, η Δύση είναι η Ανατολή καί το ζεύγος κάποτε θα σμίξει»215, με συνέπεια τα δύο μέρη να εμπλακούν σέ μία συνεχή καί δημιουργική ένταση, σέ μία ταύτιση των άκρων. Για να λάβουμε ένα παράδειγμα από την Ανατολή, αναγνωρίζουμε τον Φλωρόφκσυ ως έναν όντως ανατολικό θεολόγο, κυρίως στα σημεία που αυτός μεταλλάσσει αριστουργηματικά τον δυτικό θεολόγο Möhler στον τρόπο πού αυτός διαβάζει τούς Πατέρες. Έτσι, ο Φλωρόφσκυ, έστω κι ασυνείδητα, διαποτίζει τη νεοπατερική του σύνθεση με τον Schelling, με αποτέλεσμα να αποτελεί έναν κρυπτο-ρομαντικό, παραμένοντας, εντούτοις, απόλυτα πατερικός. Ή για να χρησιμοποιήσουμε ένα άλλο παράδειγμα, πού υπογραμμίζει τον εξέχοντα ρόλο του Παλαμισμού στην Ορθόδοξη θεολογία μετά απο τη δεκαετία του ’20. Κατανοούμε πληρέστερα τον Γρηγόριο Παλαμά στα σημεία κυρίως όπου χρησιμοποιεί216, το έργο του Αυγουστίνου, De Trinitate;;;. Περαιτέρω, αντιλαμβανόμαστε κατά τον πλέον οξυδερκή τρόπο τον Χρήστο Γιανναρά μόνο όταν διακρίνουμε τον μοναδικό τρόπο που μετάλλαξε τον Heidegger καί τον ρωμαιοκαθολικό περσοναλισμό υπό το πρίσμα του Παλαμά, ώστε ο ίδιος να πλησιάζει, ανεπίγνωστα, τον Αυγουστίνο.
Ο Φλωρόφσκυ φαίνεται ότι συμφωνεί με μία τέτοια διαλεκτική προσέγγιση στο τέλος του έργου του, Σταθμοί της Ρωσικής Θεολογίας217.
Ο Φλωρόφσκυ φαίνεται ότι συμφωνεί με μία τέτοια διαλεκτική προσέγγιση στο τέλος του έργου του, Σταθμοί της Ρωσικής Θεολογίας217. Γράφει ότι η Ορθόδοξη θεολογία, επιστρέφοντας στους Πατέρες, δεν σημαίνει ότι εγκαταλείπει την παρούσα εποχή, δεν αποδρά άπο τήν ιστορία, ούτε και φυγομαχεί από το πεδίο της μάχης. Η Ορθόδοξη ανατολική θεολογία, ισχυρίζεται, οφείλει όχι μόνο να διατηρήσει την πατερική εμπειρία, αλλά επίσης να την ανακαλύψει και να την ζωογονήσει, στηριζόμενη στις δικές της δυνάμεις. Σε αυτή τη διαδικασία ανεύρεσης της ταυτότητάς της, την κίνηση της άπεξάρτησης από τη μη Ορθόδοξη Δύση, δεν θα πρέπει να αποξενωθεί από την τελευταία. Και τούτο διότι κάθε διάσταση απο τη Δύση δεν απελευθερώνει πραγματικά την Ορθοδοξία. Οφείλει να περάσει από τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες της, χωρίς να σαστίζει μπροστά τους, αλλά εξετάζοντάς τες δημιουργικά και μεταμορφώνοντάς τες, να δίνει μαρτυρία για μία καινή πραγματικότητα, δημιουργώντας ένα καινό όραμα για μία Ορθόδοξη Ανατολή που εκπληρώνει το μέλλον δημιουργικά• ένα έγχείρημα που οφείλει να επιτύχει. Μόνο με τον τρόπο αυτό, με την εύσπλαχνική συμ-πάθεια της Ανατολής προς τη Δύση, ανακαλύπτοντας το αντίθετο μέσα της θα μπορεί «να υπάρξει ένα αξιόπιστο μονοπάτι προς την επανένωση του διεσπασμένου χριστιανικού κόσμου». Τα δυτικά σφάλματα δεν είναι δυνατον να αναιρεθούν απλώς ή να άπορριφθούν από την Ορθόδοξη Ανατολή, αλλά αυτή οφείλει να τα «ξεπεράσει με μία καινή, δημιουργική πράξη», τοποθετώντας τον εαυτό της μέσα στη δυτική τραγωδία και μεταμορφώνοντάς την εκ των ένδον218. Ωστόσο, μία τέτοια πράξη μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν οι Ορθόδοξοι μπορέσουν να διακρίνουν ότι είναι συνδεδεμένοι στενά με τη Δύση, και οχι απλά ότι είναι δυτικά πρόσωπα αποξενωμένα από τις ανατολικές εκκλησιαστικές ρίζες τους, μέσα σε μία κοινωνία που είναι ριζικά εκδυτικισμένη. Πρέπει να αναγνωρίσουν ότι, ως προς τις ρίζες τους, είναι Δυτικοί, χωρίς, ωστόσο να απεμπολούν με οποιοδήποτε τρόπο την ανατολική ιδιαιτερότητά τους, την ελεύθερη θεμελίωσή τους στο πνεύμα και τη λατρεία των Ανατολικών Πατέρων. Ενας νέος τέτοιος δρόμος στην ορθόδοξη θεολογία φαίνεται ότι βρίσκεται εν τη γενέσει του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου