Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2025

Τι ήθελε ο Schoppenhauer; 2

 Συνέχεια από: Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2025


Τι ήθελε ο Schoppenhauer; 2

https://www.youtube.com/watch?v=bf8BeB3mbwc


Και από αυτή την άποψη, εκεί είσαι ελεύθερος· αλλά στο πράττειν, στον κόσμο της εμφάνισης, είσαι δεσμευμένος. Δηλαδή, η βούληση είναι κατά κάποιον τρόπο μια μεταφυσική οντότητα, την οποία ο Schopenhauer βλέπει πίσω από τη βούληση — ή είναι ταυτόσημη με αυτήν την οντότητα. Και τώρα, το κύριο έργο του ονομάζεται Die Welt als Wille und Vorstellung (Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση).

Τι είναι λοιπόν η παράσταση (Vorstellung); Παράσταση είναι το πώς εμφανίζονται τα πράγματα. Αυτό μας ακούγεται οικείο: παράσταση. Τα πράγματα εμφανίζονται — και τα πράγματα είναι.
Καθεαυτά είναι βούληση. Σωστά. Ναι, δηλαδή, γενικά, το θεμελιώδες: όλα είναι διαφορετικά από ό,τι φαίνονται.
Αυτό το βλέπουμε σήμερα καθαρά. Όλα είναι διαφορετικά από ό,τι φαίνονται. Υπάρχει ο τρόπος με τον οποίο τα πράγματα εμφανίζονται, και υπάρχει η όψη τού πώς πραγματικά είναι.

Και επειδή τα πράγματα, στο βάθος τους, σύμφωνα με τον Schopenhauer, είναι βούληση, όμως στην εμφάνιση φαίνονται εντελώς διαφορετικά. Αυτό σημαίνει — και το κάνει αυτό σαφές με ένα παράδειγμα που τον καθιστά, κατά κάποιο τρόπο, προπάτορα ολόκληρης της «φιλοσοφίας του σώματος», που φτάνει μέχρι το σήμερα. Ο Hermann Schmitz, που πέθανε πριν λίγες εβδομάδες σε ηλικία σχεδόν 93 ετών, της «σωματικής φαινομενολογίας», το δείχνει με το παράδειγμα του σώματος.
Τι είναι το σώμα (Leib) κατά τον Schopenhauer; Είναι το σώμα από μέσα. Και ο Schopenhauer το έχει εκφράσει επανειλημμένα: μέσα μας, στο σώμα, έχουμε μια μοναδική δυνατότητα να βλέπουμε τον εαυτό μας ταυτόχρονα από μέσα και από έξω.
Είμαστε μέσα στο σώμα· η βούληση είναι μέσα. Αλλά μπορούμε να βλέπουμε τον εαυτό μας και απέξω. Όχι μόνο στον καθρέφτη — μπορούμε να κοιτάξουμε τα χέρια μας, τα πόδια μας. Βλέπουμε, κοιτάζουμε το χέρι.

Είμαστε μέσα στο χέρι και ταυτόχρονα το χέρι είναι αντικείμενο. Και μέσα σε αυτή τη διττότητα κρατάμε στα χέρια μας το αίνιγμα του κόσμου, λέει ο Schopenhauer.

Όταν το κατανοήσει κανείς, λέει ο Schopenhauer, τότε πλησιάζει ένα βήμα πιο κοντά στο αίνιγμα του κόσμου. Δηλαδή έχουμε τη βούληση ως εσωτερικότητα και την παράσταση ως εξωτερικότητα — ή την εμφάνιση ως εξωτερικότητα. Και όταν, μέσω του αισθητικού χώρου, είμαστε συνδεδεμένοι με τον δικό μας εσωτερικό εαυτό, με τη δική μας βούληση, τότε έχουμε πρόσβαση στη σφαίρα του πράγματος καθεαυτού.

Και τίθεται φυσικά το ερώτημα αν μέσω του δικού μου έσω μπορώ να έρθω σε επαφή και με το έσω των άλλων. Αν μπορώ να συναισθανθώ προς τα εκεί — κάτι που, για παράδειγμα, στον Kant θα ήταν αρνημένο. Εκεί υπάρχει ένα σταθερό χάσμα, που δεν αίρεται ποτέ.

Δεν μπορώ να φτάσω στον άλλο. Αυτό οδήγησε κάποιους, όπως τον Gley, ακόμη και στην αυτοκτονία, αυτός ο στοχασμός. Και έτσι ανοίγονται αυτοί οι δύο χώροι.

Πώς το συλλαμβάνει τώρα αυτό στο πλαίσιο μιας φιλοσοφίας της φύσης; Λοιπόν, για τη φιλοσοφία της φύσης είναι σημαντικός και ο Nietzsche. Είναι ο Schopenhauer, και φυσικά και ο Nietzsche. Το έχω δείξει και στο δικό μου κοσμολογικό βιβλίο.

Διότι όλες οι δυνάμεις είναι επίσης δυνάμεις της βούλησης. Δηλαδή κάθε φυσική δύναμη, π.χ. και η βαρύτητα, και κάθε δύναμη μέσα στη φύση, και σε κάθε πράγμα της φύσης, ακόμη και σε κάθε μυρμήγκι, υπάρχει πάντοτε η βούληση πίσω από όλα αυτά. Δηλαδή υπάρχει πάντοτε μια μεταφυσική αρχή.

Η φυσική έχει ανάγκη της μεταφυσικής. Ο Schopenhauer το έχει εκφράσει αυτό πολύ όμορφα. Αυτό θα ήταν από μόνο του ένα ξεχωριστό θέμα.

Ο Schopenhauer ως φιλόσοφος της φύσεως είναι επίσης πολύ ενδιαφέρων. Αλλά προς το παρόν είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι ξεκινά από μια στοιχειώδη εμπειρία, από αυτό που όλοι ήδη γνωρίζουμε. Ο Schopenhauer κατηγορεί π.χ. τους πανθεϊστές, αλλά και τον Spinoza και άλλους, ότι ξεκινούν από ένα άγνωστο X — τον Θεό — και από εκεί προχωρούν σε συμπεράσματα.
Εκείνος λέει ότι ξεκινά από το άμεσο, από αυτό που όλοι βιώνουμε ούτως ή άλλως. Ξεκινά από τη στοιχειώδη εμπειρία μας και από εκεί προχωράει. Ο ίδιος το ονομάζει «εμμενή μεταφυσική» (immanente Metaphysik).

Μπορείς να εξηγήσεις τι είναι «εμμενές» (immanent); 

Εμμενές σημαίνει ότι δεν υπάρχουν υπεραισθητές, υπερβατικές αρχές στο παιχνίδι, αλλά ότι αυτές εκδηλώνονται μέσα στην εμφάνιση. Αυτό θα το συζητήσουμε ξανά αργότερα. Ο Schopenhauer ειρωνεύεται τους ιδεαλιστές που προσπαθούσαν να προσεγγίσουν την ουσία των πραγμάτων και να την ανοίξουν σχεδόν καθαρά πνευματικά.
Αλλά εκείνος λέει — και αυτό σε κάποιον βαθμό το πήρε και ο Nietzsche — πως αυτή η βούληση είναι τυφλή. Αυτή η βούληση είναι απολύτως τυφλή, αλλά ανάβει, κατά κάποιον τρόπο, ένα φως: και αυτό είναι ο νους (Intellekt). Ο νους κατασκευάζει έναν κόσμο, αλλά πίσω από αυτό βρίσκεται η τυφλή βούληση.

Και κατά μία άποψη μπορεί να πει κανείς ότι αυτό είναι χωρίς νόημα — αν θέλει να το δει αρνητικά. Αλλά γι’ αυτόν τον λόγο ο Schopenhauer ανέπτυξε μια πολύ στρωματοποιημένη και εξαιρετικά συνεπή θεωρία των βαθμίδων της βούλησης μέσα στη φύση, έτσι ώστε να υπάρχει μια ενιαία θεμελίωση από τον ηλεκτρισμό έως την οργανική ζωή, και όλο αυτό το μετέφερε και στις αρχές της μουσικής. Δηλαδή ότι και τα διάφορα στοιχεία της μουσικής αντιστοιχούν σε αυτήν την τάξη της φυσικής βούλησης — στην τάξη των βαθμίδων της βούλησης.

Αυτό ακούγεται σαν να επρόκειτο για ένα είδος χαοτικής τυφλότητας, αλλά είναι μια πολύ οργανωμένη τυφλότητα. Αγγίζεις ένα σημείο που είναι πράγματι μια αδυναμία στον Schopenhauer. Παρεμπιπτόντως, το γνώριζε και ο ίδιος;

Μπορούμε να το συζητήσουμε κι αυτό, γιατί εκεί μπαίνει κανείς σε μια οριακή περιοχή. Ο Schopenhauer πιστεύει πως αυτό (δηλαδή η ουσία του Willens an sich) θεμελιωδώς δέν συλλέγεται από το πνεύμα. Το σημαντικό είναι μόνο ότι η κοσμική βούληση του Schopenhauer δεν είναι πνευματική βούληση.

Η κοσμική βούληση (Weltwille) του Schelling είναι μια πνευματική βούληση, και η κοσμική βούληση του Helmut Krause είναι μια πνευματο-κοσμική και θεϊκή βούληση. Στον Schopenhauer όμως είναι μια τυφλή βούληση. Αυτό είναι μια διαφορά.

Εσύ λες: γιατί δημιουργεί μια τόσο οργανωμένη τάξη στον κόσμο; Τη βγάζει άραγε από το καπέλο του σαν ταχυδακτυλουργός; Γιατί ανάβει το φως του νου; Γιατί γενικώς; 

Ναι, εκεί μπαίνουμε σε μια οριακή περιοχή — όπως ήδη είπαμε — μια περιοχή που γνώριζε και ο Schopenhauer, και από την οποία υπεκφεύγει. Λέει: η σκέψη δεν μπορεί να φτάσει εκεί. Θα επανέλθουμε σε αυτό αργότερα, και σε σχέση με το άτομο.
Διότι αυτή η βούληση είναι άπειρη και δεν είναι ένα «εγώ». Δεν αναφέρεται σε ένα πρόσωπο· βρίσκεται πίσω από οτιδήποτε είναι προσωπικό, πίσω από κάθε ατομικότητα — κι αυτή η βούληση βρίσκεται μέσα στον καθένα. Έτσι εξηγεί ο Schopenhauer και το συναίσθημα της συμπόνιας.
Κάποιος σωριάζεται μπροστά σου στο έδαφος, κείτεται αιμόφυρτος. Συμπονάς, λέει — αυτό είναι ένα πρωταρχικό φαινόμενο. Εκείνη τη στιγμή καταλαβαίνεις ότι είσαι κι εσύ ο άλλος.
Είσαι, κατά κάποιον τρόπο, επίσης ο άλλος. Και εδώ επανέρχεται στο παιχνίδι η ινδική φιλοσοφία. Έχω ακόμη ένα άλλο απόσπασμα που ταιριάζει πολύ καλά εδώ.


Η συμπόνια — αγγλικά compassion — σημαίνει ότι εκείνη τη στιγμή καταλαβαίνεις ότι δεν είσαι απομονωμένος. Είσαι τελικά ενωμένος με τον άλλον. Ο άλλος είναι τελικά το ίδιο.

Ο ένας είναι ο δήμιος και ο άλλος ο βασανιζόμενος· αλλά εσύ είσαι και ο δήμιος και ο βασανιζόμενος. Διότι — λέει ο Schopenhauer — η βούληση, το πράγμα καθεαυτό, είναι απαλλαγμένη από τις μορφές και έτσι από την πολλαπλότητα· είναι ενότητα. Και αυτή την αλήθεια δεν ξέρω πώς να την εκφράσω καλύτερα στο επίπεδο της πράξης από τον τύπο των Βέδα: Tat Tvam Asi.
Αυτό είσαι εσύ. Αυτό εμφανίζεται συνεχώς στις Upanishaden. Ο δάσκαλος δείχνει στον μαθητή: αυτό είναι η πέτρα — αυτό είσαι εσύ.
Αυτό είναι το φυτό — αυτό είσαι εσύ. Αυτό είναι το φεγγάρι — αυτό είσαι εσύ. Tat Tvam Asi.
Αυτός είναι ο ήλιος — αυτό είσαι εσύ. Εσύ είσαι το μεγάλο φωτεινό ον που βρίσκεται πίσω από τα πράγματα. Όποιος μπορεί να εκφέρει μέσα του αυτόν τον τύπο των Βέδα, Tat Tvam Asi, «αυτό είσαι εσύ», με καθαρή γνώση και σταθερή εσωτερική πεποίθηση για κάθε ον με το οποίο έρχεται σε επαφή — για κάθε ον, ακόμη και για τον αντίπαλο, αυτόν που απορρίπτει, που θεωρεί ποταπό ή δαιμονικό — όποιος μπορεί να το πει αυτό στον εαυτό του, τότε αυτός είναι βέβαιος για κάθε αρετή και μακαριότητα και βρίσκεται στον ευθύ δρόμο προς τη λύτρωση.[ΕΝΑΙ Η ΘΗΛΥΚΗ ΑΡΧΗ. Η ΑΡΣΕΝΙΚΗ ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΑΡΧΗ ΕΙΝΑΙ Η ΘΥΣΙΑ ΟΠΩΣ ΒΙΩΝΕΤΑΙ ΣΤΑ ΟΡΑΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΕΡΠΕΤΟΥΑ]

Ξαφνικά ο Schopenhauer μιλάει για λύτρωση — όπως κάνει συχνά. Ο Schopenhauer διψά κυριολεκτικά για λύτρωση. Λύτρωση από την τυφλότητα — αυτό θα ήταν τώρα το ενδιαφέρον σημείο: αν με τον Schopenhauer η βούληση για ζωή είναι ουσιωδώς τυφλή, τότε το ερώτημα είναι: γιατί όχι; Προφανώς μπορεί και να ξυπνήσει· μπορεί να βρει τη φλόγα του νου αναμμένη, ας το πούμε έτσι, ή μπορεί να γίνει Buddha.
Άρα υπάρχει κάτι άλλο επίσης εν σπέρματι. Και τι λοιπόν έχει πάρει από τους Ινδούς; Δεν είναι ο πρώτος που το κάνει αυτό.

Ήδη στη πρώιμη ρομαντική περίοδο υπήρξε τεράστια επίδραση από αυτό το ιδιαίτερο βιβλίο, το Upnekhat. Για αυτό θα ήθελα να μιλήσω — και κυρίως για το πώς αναγνώρισε εκεί τη δική του φιλοσοφία του φαινομένου και της εμφάνισης.

Ναι, ο Schopenhauer κάνει μια πολύ απλή εξίσωση:
Ο κόσμος των φαινομένων στον Kant είναι ό,τι είναι η Maya στις Upanishaden και στο Upnekhat. Αυτή την απλή εξίσωση κάνει.

Καλή ερώτηση: μπορεί κανείς να την κάνει; Είναι δικαιολογημένη; Μπορεί κανείς να ταυτίσει έτσι ένα απολύτως δυτικό, τελικά «ρασιοναλιστικό» (ορθολογιστικό) σύστημα με ένα ινδικό;

Ναι — ο κόσμος των φαινομένων και η τυφλή βούληση πίσω από αυτόν, δηλαδή η τυφλή βούληση, είναι σε ασιατικές φιλοσοφίες αυτό που είναι η Maya. Αν και πρέπει να γίνει μια διάκριση ανάμεσα στον Βουδισμό — ο Schopenhauer λέει «Buddhaismus» — και τον Βραχμανισμό.
Στον Βουδισμό η Maya είναι μάλλον ένα αρνητικό, απατηλό αρχέτυπο· όποιος είναι δεμένος με τη Maya βρίσκεται στην πλάνη και γεννιέται ξανά και ξανά, επειδή δεν μπορεί να απαρνηθεί τη δίψα και την προσκόλληση. Στον Ινδουισμό όμως η Maya είναι επίσης μια δημιουργική αρχή — η αρχή της κοσμογονίας, της αέναης γέννησης μορφών και συνεχώς νέων κόσμων.

Εκεί είναι λίγο διαφορετικά. Ο Schopenhauer γνωρίζει το Upnekhat το 1814, νομίζω, στη Δρέσδη. Πρέπει να πει κανείς ότι πρόκειται για ένα πάρα πολύ παλιό έργο.
Το Upnekhat είχε ανασυρθεί στα μέσα του 17ου αιώνα από τον Dara Shikoh, έναν πέρση πρίγκιπα. Κάλεσε Ινδούς λόγιους και είχε την άποψη πως αυτό έπρεπε να μεταφραστεί. Γιατί; Επειδή πίστευε ότι ο Ινδουισμός και το Ισλάμ πρέπει να ενωθούν.

Ήταν υπέρμαχος της συμφιλίωσης ανάμεσα στο Ισλάμ και τον Ινδουισμό. Είναι γνωστή η αιματηρή εχθρότητα εκατοντάδων χρόνων μεταξύ Ισλάμ και Ινδουισμού — με φρικτές βιαιότητες, που συνεχίζονται ως σήμερα. Αλλά ο Dara Shikoh, στα μέσα του 17ου αιώνα, πίστευε ότι πρέπει να υπάρξει συμφιλίωση και πως πρέπει να υπάρχει ένα πρωταρχικό κείμενο που βρίσκεται στη βάση όλων των θρησκευτικών παραδόσεων.
Και πίστευε πως είχε βρει αυτό το πρωταρχικό κείμενο στο Upnekhat — το «διατηρητέο μυστικό».
Το μυστικό ως τέτοιο. Και το μετέφρασε — από τα Σανσκριτικά στα Περσικά.

Έπειτα ένας Γάλλος λόγιος, ο Augustin Duperon, στα τέλη του 18ου αιώνα το ανακάλυψε και σκέφτηκε ότι θα άξιζε να μεταφραστεί και σε μια νεότερη γλώσσα. Προσπάθησε στα Γαλλικά, αλλά αυτό δεν του πέτυχε.
Και τότε το μετέφρασε στα Λατινικά. Τα Λατινικά τα γνώριζαν πολλοί λόγιοι — πρέπει ίσως να το θυμηθούμε — ακόμη και στα τέλη του 19ου αιώνα, στις εξετάσεις για το Abitur ήταν υποχρεωτική η συγγραφή μιας έκθεσης στα Λατινικά.
Τα Λατινικά έπρεπε κανείς να τα γνωρίζει, αλλιώς δεν μπορούσε να πάρει το Abitur. Έτσι ήταν τότε. Λοιπόν, το μετέφρασε στα Λατινικά, γύρω στο 1811–1820. Στα Λατινικά λοιπόν.

Και αυτή τη λατινική πραγματεία — δηλαδή τη λατινική μετάφραση μιας περσικής μετάφρασης ενός σανσκριτικού κειμένου — τη διάβασε ο Schopenhauer, ο οποίος ήξερε Λατινικά.

Πρέπει να αναφέρουμε και κάτι ακόμη: ο Schopenhauer ήταν εξαιρετικά προικισμένος με γλωσσικά ταλέντα. Πέρα από τα Γερμανικά, μιλούσε έξι ακόμη γλώσσες. Ιταλικά, Γαλλικά, τις αρχαίες γλώσσες Λατινικά και Ελληνικά οπωσδήποτε, καθώς και Αγγλικά και Γαλλικά.
Και μάλιστα πλήρως — άριστα. Όποιος δεν μπορεί να τα κάνει αυτά, έλεγε, είναι πεζός λαός. Και σκέφτηκα κάποτε: πολύ καλά, τότε και εγώ ανήκω στον πεζό λαό…
Δεν μετέφραζε απλώς — παράθετε το πρωτότυπο κατευθείαν. Τουλάχιστον έδινε στον αναγνώστη μια ευκαιρία· έγραφε το κείμενο στα Ελληνικά και έβαζε σε παρένθεση τη λατινική εκδοχή.

Σήμερα φυσικά οι εκδόσεις έχουν υποσημειώσεις που το παραθέτουν — ευτυχώς — στα Γερμανικά. Σε κάθε περίπτωση, αυτό το διάβασε ο Schopenhauer.

Υπήρχαν ήδη πολύ πρώιμες απόπειρες μετάφρασης, γύρω στο 1810. Αλλά αρχικά δεν είχε μεταφραστεί πλήρως. Και ολόκληρο το έργο εμφανίζεται σε πλήρη μετάφραση μόλις το 1882 στη Δρέσδη. Εκεί είναι πλήρες.
Και είναι ενδιαφέρον — το ξέρουμε αυτό, εγώ το ξέρω από τα ημερολόγια της Cosima Wagner. Πολλοί δεν το γνωρίζουν — ο Wagner το είχε διαβάσει. Ο Wagner είχε διαβάσει το Upnekhat σε αυτή τη μετάφραση, και η Cosima επίσης.

Το συζητούσαν μεταξύ τους. Είχαν διαβάσει ολόκληρη τη μετάφραση. Πολλοί δεν ξέρουν καν ότι υπάρχει αυτό το έργο.

Σήμερα, από το 2018, μπορεί κανείς να το παραγγείλει ως βιβλίο τσέπης στο Amazon. Όταν το είδα πρώτη φορά, σκέφτηκα: αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Οι παλιές εκδόσεις ήταν πάντα πανάκριβες.
400 ευρώ, 600 ευρώ, 800 ευρώ. Κι εδώ 24,90 ευρώ — μπορεί κανείς σήμερα να το αγοράσει ως βιβλίο τσέπης στο Amazon. Ολόκληρο το κείμενο του 1882, που είχε εκδώσει ένας ορισμένος Franz Michel, ένας γιατρός.

Και είναι ενδιαφέρον, και φιλοσοφικά-ιστορικά: ο νεαρός Helmut Krause, στη δεκαετία του 1920, ανακαλύπτει το βιβλίο, το διαβάζει και συγκλονίζεται βαθιά από αυτό — και γράφει επανειλημμένα ότι είναι το σημαντικότερο βιβλίο. Και αυτό είχε πει και ο Schopenhauer. Ο Schopenhauer είχε δηλώσει ρητά: «Είναι το σημαντικότερο βιβλίο της ανθρωπότητας».

Και μπορεί κανείς να ρωτήσει: γιατί άραγε αυτό το βιβλίο να είναι το σημαντικότερο βιβλίο όλης της ανθρωπότητας;

Ωστόσο, η μετάφραση του Oupnek’hat από τον Duperon έχει επικριθεί από πολλούς λογίους, διότι δεν είναι το πρωτότυπο· είναι μια σύνθετη μετάφραση. Την ίδια στιγμή όμως είναι και μια πολύ ιδιαίτερη συλλογή, διότι οι νεότερες συλλογές Upanishaden δεν περιέχουν καν τα ίδια κείμενα.
Ναι, αυτό βέβαια — αυτό προστίθεται. Είναι περίπου 50 Upanishaden, τις οποίες αργότερα μετέφρασε εκ νέου ο Paul Deussen. Είναι πολύ ενδιαφέρον.

Αυτή η μετάφραση είναι από μόνη της μια εντελώς ιδιαίτερη ιστορία. Σημαντικό ρόλο είχε παίξει και ο γιος του Wilhelm Müller, του ποιητή της Winterreise.

Εν πάση περιπτώσει, ο Schopenhauer γράφει διάσημες φράσεις — που αναφέρονται συχνά και που και εγώ ο ίδιος αναφέρω συχνά — επειδή δεν μπορεί κανείς να προϋποθέσει ότι όλοι τις γνωρίζουν.
Ο Schopenhauer γράφει στο όψιμο έργο του Parerga und Paralipomena, με το οποίο έγινε παγκοσμίως διάσημος — παρόλο που πολλοί δεν ξέρουν καν τι σημαίνει ο τίτλος. Ένα βιβλίο με τόσο δύσκολο τίτλο! Parerga: μικρά συγγράμματα. Paralipomena: παραλειπόμενα.
Αυτό το βιβλίο θεμελίωσε τη διεθνή φήμη του Schopenhauer. Παράξενο. Πριν από αυτό, κανένας άνθρωπος δεν ενδιαφερόταν για τον Schopenhauer.


Εκτός από μερικούς στους οποίους το είχε δώσει ο ίδιος — μεταξύ άλλων στον Goethe. Όταν το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1818, ο Schopenhauer ήταν τριάντα χρονών. Το έδωσε στον ηλικιωμένο Goethe, τον οποίο γνώριζε μέσω της μητέρας του, της Johanna Schopenhauer, η οποία ανήκε στον κύκλο του Goethe. Και ο Goethe πραγματικά το διάβασε.
Και είχε συχνές συζητήσεις με τον νεαρό Schopenhauer για το βιβλίο, Die Welt als Wille und Vorstellung. Πολλοί πραγματικά δεν το γνωρίζουν — ότι ο Goethe πράγματι το διάβασε. Αν το διάβασε ολόκληρο, δεν το ξέρω.

Αλλά σίγουρα διάβασε μέσα από αυτό.

Ο Schopenhauer λοιπόν γράφει στο όψιμο έργο του:
«Πόσο αναπνέει το Oupnek’hat παντού το άγιο πνεύμα των Βέδα. Πόσο όποιος έχει εξοικειωθεί με αυτό μέσω επιμελούς ανάγνωσης της περσικής-λατινικής αυτής ανυπέρβλητης πραγματείας συλλαμβάνεται στα βάθη του από αυτό το πνεύμα. Κάθε γραμμή είναι γεμάτη σταθερό, ακριβή και παντού συνεπή νόημα. Και σε κάθε σελίδα συναντούμε βαθιές, πρωταρχικές, υψηλές σκέψεις, ενώ ένας υψηλός και ιερός σοβαρός τόνος αιωρείται πάνω από το όλο. Όλα εδώ αναπνέουν την ατμόσφαιρα μιας πρωταρχικής, συγγενούς προς τη φύση ύπαρξης. Είναι η πιο ανταποδοτική και η πιο υψηλή ανάγνωση που είναι δυνατή στον κόσμο — εξαιρουμένου του πρωτοτύπου. Υπήρξε η παρηγοριά της ζωής μου και θα είναι η παρηγοριά του θανάτου μου.»
Αυτές είναι πραγματικά ύμνιες λέξεις — και ενέπνευσαν αμέτρητους ανθρώπους, ή τουλάχιστον πολλούς ανθρώπους, να ασχοληθούν οι ίδιοι με την ινδική φιλοσοφία.

Παρενθετικά, και με τον Βουδισμό επίσης. Χωρίς τον Schopenhauer, αυτό το τεράστιο ρεύμα του Βουδισμού στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα δεν θα είχε υπάρξει ποτέ.
Ο Schopenhauer άσκησε μια τεράστια επιρροή, διότι εκείνη την εποχή διαβαζόταν πάρα πολύ. Όλοι όσοι ασχολήθηκαν με τον Βουδισμό τον διάβασαν. Επειδή ο ίδιος έλεγε κάποια στιγμή: τελικά ο Buddha λέει το ίδιο που λέω κι εγώ.

Τελικά, λέει μόνο αυτό που λέει και ο Buddha: η ζωή είναι οδύνη και η φώτιση είναι η γνώση αυτής της οδύνης. Και τότε δεν χρειάζεται να ξαναενσαρκωθώ.

Ενδιαφέρον επίσης — αναφέραμε το όνομα Krause — υπήρχε κι ένας δεύτερος Krause, ένας φιλόσοφος, μαθητής του Schelling, που λεγόταν Karl Christian Friedrich Krause. Και ο Schopenhauer ζούσε για κάποιο διάστημα δίπλα-δίπλα με αυτόν τον Karl Christian Friedrich Krause. Και εκείνος γνώριζε επίσης το Upnekhat.

Μόνο που εκείνος ο Krause μπορούσε να το διαβάζει μόνο στο πρωτότυπο, στα Σανσκριτικά. Δηλαδή αυτός ο Krause — ενδιαφέρον το ότι έχει το ίδιο όνομα — τον οποίο ο Krause του 20ού αιώνα ποτέ δεν ανέφερε, παρόλο που αυτός ο πρώτος Krause είχε συζητήσει με τον Schopenhauer για το Upnekhat.
Λοιπόν, αυτή ήταν μια καθοριστική πηγή για τον Schopenhauer, διότι εκεί εμφανίζεται ο όρος «βούληση». Εκεί εμφανίζεται και η έννοια του Willens. Και ίσως ήθελε να πάει προς μια ερμηνεία τύπου anatman (ανατμάν), όταν τονίζει την τυφλότητα της βούλησης — ίσως.

Και τώρα θα ήθελα να ξαναπεράσουμε από όλα όσα έχει πάρει από την ινδική φιλοσοφία. Έχουμε ήδη την ιδέα της Maya — δηλαδή της πλάνης, την οποία εξισώνει με τον Kant. Έχουμε ήδη τη σκέψη της τυφλής βούλησης. Και τώρα τα άλλα στοιχεία που έχει υιοθετήσει.

Για παράδειγμα: τι γίνεται με τη σκέψη του Κάρμα, τη σκέψη της μετενσάρκωσης και τη σκέψη της λύτρωσης; Σε ποιον βαθμό είναι ένα είδος δυτικός Βουδιστής;

Λοιπόν, ναι, πώς να το πει κανείς; Όλα όσα ανέφερες ο Schopenhauer πράγματι τα «υιοθέτησε», εντός εισαγωγικών. Αλλά έκανε κάτι άλλο από αυτά.
Διότι τελικά πρόκειται για μια συγκεκριμένη κατασκευή. Αλλά τι σημαίνουν αυτοί οι όροι; Αναφέρεις την έννοια του Κάρμα. Ναι, το είπαμε κιόλας στην αρχή, με το απόσπασμα που έφερα.
Κάρμα είναι η πράξη, αλλά και το αποτέλεσμα της πράξης, και η αιτιότητα, ακόμη και η πνευματική αιτιότητα: κάνεις κάτι και γι’ αυτό πρέπει να πληρώσεις. Και αυτό υπάρχει και στον Schopenhauer.


Αλλά η πρωταρχική σου πράξη (Urtat) είναι τελικά υπερβατική. Δηλαδή η θέσμιση του ίδιου σου του χαρακτήρα, ο οποίος έπειτα διαμορφώνει αναγκαστικά τη ζωή σου. Σωστά. Και τον οποίο δεν μπορείς να αλλάξεις. Ο Schopenhauer υποστηρίζει τη τολμηρή θέση της αμεταβλητότητας του χαρακτήρα. Όποιος είναι μια φορά έτσι, έτσι παραμένει. Γι’ αυτό δεν πιστεύει ποτέ ότι κανείς μπορεί πραγματικά να αλλάξει. Τελικά μένει όπως είναι. Και αν αλλάζει, είναι μόνο φαινομενικά. Στον πυρήνα του, κάθε άνθρωπος παραμένει αυτό που είναι — έτσι υποστηρίζει. Αυτή είναι η περίφημη διδασκαλία της αμεταβλητότητας του χαρακτήρα.

Τώρα, το Κάρμα μάς φέρνει φυσικά σε ένα πολύ δύσκολο σημείο: δεν προϋποθέτει άραγε αυτό ένα άτομο, έναν άνθρωπο, που έπειτα ξαναενσαρκώνεται; Έτσι φαίνεται. Αυτό όμως στον Schopenhauer είναι ασαφές.
Διότι ο Schopenhauer λέει ρητά: αυτή η ατομικότητα αφορά αποκλειστικά την εμφάνιση. Στον υπερβατικό χώρο, στον πραγματικό χώρο της βούλησης και του ρεύματος της βούλησης, δεν υπάρχει καμία ατομικότητα. Αν δεν υπάρχει, τότε πώς υπάρχει; Πώς προκύπτει; Και εδώ ο Schopenhauer βρίσκει μια αρκετά χιουμοριστική διατύπωση.
Το αποκαλεί τον ταχυδακτυλουργικό κόλπο της φύσης, που κανείς ποτέ δεν θα ανακαλύψει. Ποτέ κανείς, λέει, δεν θα κατανοήσει πώς το Ένα γίνεται Πολλά. Αυτό το ονομάζει «τον ταχυδακτυλουργικό κόλπο της φύσης».

Λέει ότι κάθε φιλοσοφία αποτυγχάνει εκεί. Και η δική του επίσης. Το παραδέχεται.
Ο Schopenhauer όρισε με ακρίβεια τα αδύναμα σημεία της δικής του φιλοσοφίας. Υπάρχει ένα όριο. Εκεί δεν μπορεί να πάει παραπέρα.
Και πιστεύει ότι όχι μόνο αυτός, αλλά κανείς δεν μπορεί να πάει παραπέρα.
Λύτρωση, ναι. Λύτρωση ασφαλώς.
Λύτρωση για αυτόν είναι η άρνηση της βούλησης. Δηλαδή κάποια στιγμή ο άνθρωπος φτάνει στο σημείο να πει: «Θεέ μου, είναι πάντα το ίδιο. Είναι μια αξιοθρήνητη κωμωδία, μια τραγικωμωδία. Πάντα τα ίδια. Η απληστία, η προσκόλληση, το αξιοθρήνητο. Κάποιος πρέπει να βγει από αυτό».

Αυτός είναι και ο βασικός βουδιστικός συλλογισμός: «Θεέ μου, να εγκαταλείψω τον κόσμο της εμφάνισης». Και τότε; Αυτό είναι και το ερώτημα στον Schopenhauer.
Τι είναι η λύτρωση, όταν ο άνθρωπος δεν ενσαρκώνεται ξανά; Ναι, αλλά πού βρίσκεται τότε; Τι είναι τότε; Εκεί είναι τόσο ασαφής όσο και ο μεγάλος όγκος του ίδιου του Βουδισμού. Αυτή η ερώτηση δεν μπορεί να απαντηθεί ξεκάθαρα.

Ο κόσμος ως βούληση εξαφανίζεται; Η βούληση του κόσμου εξαφανίζεται και τι μένει; Κάτι μένει. 
Αλλά τι μένει; Και ο Schopenhauer λέει: αυτό δεν μπορώ να το κατανοήσω. Δεν μπορώ καν να το εκφράσω. Επειδή εκεί αποτυγχάνει η σκέψη.

Διότι αυτό θα σήμαινε αιτιότητα. Μια μεταφυσική αιτιότητα, την οποία εκείνος απορρίπτει. Θα σήμαινε ότι υπάρχει μια αιτιακή σύνδεση μεταξύ αυτού του παγκόσμιου Willens και του κόσμου της εμφάνισης.
Κατά τη βαθύτερη πεποίθησή μου, λέει ο ομιλητής, υπάρχει τέτοια αιτιακή σύνδεση — αλλά ο Schopenhauer την απορρίπτει. Λέει: δεν υπάρχει καθόλου αιτιότητα. Το μεμονωμένο, το επιμέρους φαινόμενο, και οι άνθρωποι ως άτομα, αισθάνονται μέσα τους αυτή τη βούληση που είναι πάντα εκεί, αλλά δεν μπορούν να την συλλάβουν.
Γι’ αυτό δεν μπορεί να πει κανείς τι συμβαίνει όταν η βούληση έχει πλήρως αρνηθεί τον εαυτό της. Λέει: οι άγιοι την αρνούνται, οι πνευματικοί διδάσκαλοι επίσης — και μιλάει επίσης για αυτό που δανείστηκε λίγο από τον Kant: την ανιδιοτελή θεωρία (interesselose Anschauung). Ο Nietzsche περιγελά αυτό.

Ανιδιοτελής θεωρία. Λέει: αυτό δεν υπάρχει καθόλου. Όπως λέει επίσης ότι δεν υπάρχει αλτρουισμός, λέει ο Nietzsche.

Δεν υπάρχει ανιδιοτέλεια — δεν μπορεί να υπάρξει. Είναι φαντασία. Οι άνθρωποι που το ισχυρίζονται είναι το ίδιο εγωιστές με όλους τους άλλους. Μόνο που καλύπτουν αυτό το γεγονός. Δίνουν παράσταση μπροστά στον εαυτό τους και πιστεύουν ότι είναι ανιδιοτελείς. Αλλά δεν είναι. Και μάλιστα κρίνουν τους άλλους ηθικά, κάτι που είναι πάντα υποκριτικό. Αυτό είναι ένα λεπτό σημείο. Η μεταφυσική της βούλησης οδηγεί τελικά — και θα έπρεπε να οδηγεί — στην άρνηση της βούλησης. Το ίδιο και στη μουσική. Ανέφερες πριν τη μουσική.

Ο Schopenhauer κάνει μια εξαίρεση στη μουσική. Παράξενο. Έχει αναπτύξει μια ολόκληρη μεταφυσική της μουσικής. Επίσης μια μεταφυσική του έρωτα — της σεξουαλικότητας — γιατί λέει ότι εκεί συμπυκνώνεται η βούληση με τον πιο έντονο τρόπο.
Λοιπόν, η μουσική είναι η άμεση εκδήλωση της κοσμικής βούλησης στον Schopenhauer. Σε αυτήν η κοσμική βούληση αντηχεί. Παράξενο. Όλα τα συναισθήματα που κυματίζουν και δρουν εκεί είναι κωδικοποιημένα στη μουσική — και εκεί εμφανίζεται η βούληση. Ως ηχητική εμφάνιση. Αυτό το έχει υιοθετήσει πλήρως ο Nietzsche στη Γέννηση της Τραγωδίας. Σελίδες ολόκληρες παραθέτει τον Schopenhauer. Το έχει πάρει πλήρως και το συνδέει με τον Wagner. Ανέφερες και τον Wagner.
Ο Wagner είναι σε πολλά σημεία βαθύτατα επηρεασμένος. Μερικά διάσημα παραδείγματα — αναφέρω μερικά, ανήκουν στο πλαίσιο: Ο μονόλογος του παραληρήματος (Wahnmonolog) στους Meistersinger von Nürnberg.
Ο Hans Sachs τραγουδά: «Wahn! Überall Wahn!» (Παραλήρημα! Παντού παραλήρημα!) — ναι, αυτό είναι Schopenhauer.

Ή στο φινάλε του Tristan und Isolde:
Όταν τραγουδούν «und selbst dann bin ich die Welt» (ακόμα και τότε είμαι ο κόσμος)— το Εγώ διαλύεται στην ολότητα του κόσμου. Και ούτω καθεξής.

Ο ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ ΕΚΠΡΟΣΨΠΟΣ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΝΤΥΝΕΙ ΜΕ ΤΕΧΝΗ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ ΑΣΚΗΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΦΙΛΑΥΤΙΑ

Αριστοτελισμός και Νεοπλατωνισμός στο δόγμα του Θεού του Ακινάτη σαν «Ipsum Esse»(2)

  Συνέχεια απο : Παρασκευή 18 Ιουλίου 2025

Enrico Berti

Θωμάς Ακινάτης

......Ο Αριστοτέλης, όπως έχουμε ξαναπεί, αποκρούει ξεκάθαρα αυτή την θεωρία,  σύμφωνα με την οποία το Όν και το Έν θα έπρεπε να είναι ουσίες, και θα υπάρχει επομένως οπωσδήποτε ένα υφιστάμενο καθ’ αυτό και το οποίο δέν διαθέτει άλλη ουσία από το ίδιο το Είναι, ακριβώς δηλ. ένα ουσιωδώς Είναι (Μεταφ.III4,1001 α 4-12,27-29) Αυτό το Είναι -πάντοτε κατά τον Αριστοτέλη- δέν είναι άλλο απο το Ένα ή το αγαθό, το οποίο στα λεγόμενα άγραφα δόγματα ο Πλάτων είχε τοποθετήσει σαν Αρχή των ιδεών και όλων των πραγμάτων (Μεταφ. Ι 6,987 α32b 18 και 988 α 7-14).Αυτή η ίδια η έκφραση εξάλλου, η οποία αποδίδεται από τον Αριστοτέλη στον Πλάτωνα σαν να σκιτσάρει αυτό το Είναι, δηλ. αυτό το Όν, αντιστοιχεί απολύτως και τελείως στο ipsum ens ή ipsum esse, για το οποίο μάς μιλά ο Ακινάτης.συνάγοντας εναντίον της πάρα πολλά επιχειρήματα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει εκείνο σύμφωνα με το οποίο, εάν υπήρχε ένα ipsum ens (τι αυτό όν), δέν θα μπορούσε να υπάρχει κανένα άλλο όν έξω απο αυτό, διότι ένα άλλο ενδεχόμενο όν διαφορετικό από αυτό θα ήταν διαφορετικό από το ίδιο το Είναι, και επομένως δέν θα ήταν Είναι και τοιουτοτρόπως θα επιστρέφαμε απολύτως στον μονισμό του Παρμενίδη (Μεταφ. ΙΙΙ 4,1001 α 29b 4). [Αυτό το ίδιο επιχείρημα, του οποίου γίνεται εδώ μόνο η διαλεκτική του επεξεργασία, το επεξεργάζεται ο ίδιος ο Αριστοτέλης στην Μεταφ. VII 16.1040b 16-19.]

Έχει μεγάλο ενδιαφέρον να εξετάσουμε με συντομία την θέση που έλαβε ο Ακινάτης απέναντι σ’αυτή την απόρριψη του Αριστοτέλη. 
Στον σχολιασμό της Μεταφυσικής παραφράζει έξυπνα την επιχειρηματολογία της ενδέκατης απορίας, δίνοντας παρ’όλα αυτά την εντύπωση πώς θεωρεί τα επιχειρήματα που υιοθετεί ο Αριστοτέλης εναντίον της αποδοχής ενός ουσιωδώς Είναι σαν μία έκφραση όχι και τόσο καθοριστική τής σκέψεως του, αλλά μόνον μία φάση αμφιβολίας. Έτσι στο τέλος της επιχειρηματολογίας του δηλώνει: «Το ipsum unum et ens(το είναι ένα και το όν)που γίνεται αποδεκτό στο ΧΙΙ βιβλίο της Μεταφυσικής, δέν είναι ουσία όλων των πραγμάτων που είναι Ένα, όπως σκεπτόταν οι Πλατωνικοί αλλά είναι αιτία και αρχή της ενότητος των» (Thom. Αρ.In Metaph ΙΙΙ lect XIII 501).

Αυτή η ερμηνεία μέσω ενός αυστηρού σχολιασμού της Αριστοτελικής Μεταφυσικής φαίνεται εντελώς αστήρικτη. Πρώτα απ’όλα στην λύση της ενδέκατης απορίας, η οποία παρουσιάστηκε απο τον Αριστοτέλη όχι στο ΧΙΙΙ βιβλίο, αλλά στο Χ, αυτός, αναφερόμενος στην συζήτηση που διεξήχθη στο ΙΙΙ αποδέχεται οριστικώς τα αντίθετα επιχειρήματα απο όσους δέχονται ένα ουσιωδώς Είναι ή ένα ουσιωδώς ΕΝΑ (Μεταφ. Χ2, 1053b 16-26).Επιπλέον στο βιβλίο ΧΙΙ, στο διάσημο βιβλίο όπου εκτίθεται η θεωρία της καθαρής ενέργειας, ο Αριστοτέλης δέν βεβαιώνει καθόλου πώς αυτό πρέπει να κατανοηθεί σαν ένα ουσιώδες είναι ή ένα ουσιωδώς ΕΝΑ. Αφήνει την εντύπωση αντιθέτως πώς αποδέχεται ακριβώς το αντίθετο, όταν βεβαιώνει, πολύ πιθανόν σε αντιπαράθεση με τον Πλάτωνα, όπως είδε επίσης και ο Ακινάτης, πώς η ουσία της καθαρής ενέργειας, του καθαρού ενεργεία, δέν είναι η ενότης, η οποία εκφράζει μόνον μέτρο, και επομένως σχέση πρός άλλο, αλλά είναι η απλότης η οποία εκφράζει πώς ένα πράγμα είναι καθ’εαυτό. (Μεταφ. ΧΙΙΙ 7, 1072 α 32-34)

Ας αποφύγουμε όμως τώρα το πρόβλημα της ενότητος που θα δυσκολέψει τα πράγματα και άς επιστρέψουμε στο πρόβλημα του Είναι. Όταν λοιπόν ο Ακινάτης βεβαιώνει, στο χωρίο που προαναφέραμε, πώς το ipsum unum et ens, το οποίο γίνεται αποδεκτό κατά την κρίση του απο τον Αριστοτέλη στο ΧΙΙ βιβλίο της Μεταφυσικής, δέν είναι ουσία όλων των πραγμάτων που είναι Ενα, όπως νόμιζαν οι Πλατωνικοί, αλλά είναι αιτία και αρχή της ενότητος των, είναι ξεκάθαρο επίσης πώς εννοεί ότι αυτό παρ’ότι δέν είναι ουσία όλων των πραγμάτων που είναι, είναι αιτία και αρχή του Είναι τους.Η διαφορά δηλ, ανάμεσα στο ipsum ens που είναι αποδεκτό απο τον Πλάτωνα και το οποίο απορρίπτεται απο τον Αριστοτέλη και απο εκείνο που δέχεται ο δεύτερος συνίσταται στο γεγονός πώς το πρώτο, δηλ, το Πλατωνικό Είναι ουσία, δηλ, το ουσιώδες, δηλ, το αίτιο της μορφής όλων των όντων, ενώ το δεύτερο του Αριστοτέλη, παρότι είναι εξίσου με το Πλατωνικό, ένα ουσιώδες Είναι, είναι παρ’όλα αυτά ποιητικό αίτιο όλων των όντων.

Αφού λοιπόν διέκρινε αυτή την διαφορά ο Ακινάτης, παίρνει την θέση του Αριστοτέλη. Στην «Σούμα εναντίον των Ελλήνων» αμέσως μετά την απόδειξη του πώς ο Θεός είναι το ουσιώδες Είναι, χρησιμοποιεί και πάρα πολλά επιχειρήματα για να αποδείξει πώς αυτό δέν εμπλέκει καθόλου την απόδοση στον Θεό ενός αιτίου μορφής απέναντι στα άλλα όντα: ο Θεός βεβαιώνει δέν είναι το αίτιο της μορφής όλων των πραγμάτων, όπως μερικοί μπορεί να πιστέψουν επηρεασμένοι απο μερικές δηλώσεις, κακώς εννοημένες του Διονυσίου: ούτε εξάλλου Αυτός είναι η μορφή κάποιου σώματος.Τί πράγμα όμως δίνει το δικαίωμα στον Ακινάτη να αποδώση στον Αριστοτέλη την έννοια ενός Θεού σαν ουσιώδες Είναι, αιτία, παρότι δέν αίναι αιτία μορφής του Είναι όλων των πραγμάτων; Η λανθασμένη ερμηνεία που δίνει, όπως είναι γνωστό,οφείλεται σ’ένα άλλο διάσημο επιχείρημα της Μεταφυσικής . Εκείνο λόγω του οποίου το πράγμα, χάρη στό οποίο μία συγκεκριμένη ποιότητα μονοσήμαντη (συνώνυμον) ανήκει και σε άλλα πράγματα, διαθέτει αυτή την ποιότητα σε μεγάλύτερο μέτρο απο αυτά τα πράγματα, όπως για παράδειγμα η φωτιά είναι πιό ζεστή απο όλα τα άλλα ζεστά πράγματα, διότι είναι αιτία της θερμότητος των.(Μεταφ.ΙΙ 1,993b 24-26)

Ο Ακινάτης αναφέρει όπως έχει υπολογιστεί σαράντα τέσσερις φορές αυτό το επιχείρημα εφαρμόζοντας το στο Είναι, με τον ακόλουθο τρόπο. Επειδή ο Θεός είναι αιτία του Είναι όλων των πραγμάτων αυτός διαθέτει το Είναι περισσότερο απο όλα, δηλ, είναι στον μέγιστο βαθμό Είναι (maxime ens)είναι το esse ipsum subsistens(ουσιωδώς είναι). Μία τέτοια εφαρμογή όμως της Αριστοτελικής έννοιας είναι εντελώς παράνομη. Διότι ο Αριστοτέλης βεβαιώνει καθαρά πώς το επιχείρημα ισχύει μόνον σχετικά με μονοσήμαντες (συνώνυμες) ιδιότητες, δηλ, που διαθέτουν μέσα στα διαφορετικά πράγματα που ανήκουν, όχι μόνον το ίδιο όνομα, όπως έχει το Είναι, αλλά και τον ίδιο Ορισμό, δηλ, την ίδια ουσία, κάτι που για τον Αριστοτέλη δέν μπορεί να ισχύει για το Είναι (το όν)Το Είναι για τον Αριστοτέλη, όπως είναι γνωστό ειναι πολυσήμαντο, δηλ, διαθέτει διαφορετικές σημασίες, οι οποίες αντιστοιχούν καθεμιά τους σε έναν διαφορετικό ορισμό ή ουσία, και δέν είναι καθόλου μεταβλητοί μεταξύ τους. (Μεταφ. ΙV 2, 1003 α 33/V28 1024 b 9-16)Επιπλέον μέσα στα πλαίσια των μονοσήμαντων (συνώνυμων) ιδιοτήτων μόνον, στις οποίες μπορεί να εφαρμοστεί το επιχείρημα για το οποίο η αιτία μίας δεδομένης ιδιότητος διαθέτει αυτή την ιδιότητα στον μέγιστο βαθμό, η σχέση αιτιότητος που εγκαθίσταται ανάμεσα στην αιτία και στα αιτιατά της δέν μπορεί να είναι παρά μόνον της αιτιακής μορφής: τόσο το αποτέλεσμα όσο και η αιτία, πράγματι, διαθέτουν μία ίδια ουσία, ή μορφή και διαφοροποιούνται μεταξύ τους αποκλειστικώς λόγω βαθμού ή εντάσεως με την οποία τήν διαθέτουν. Γι’αυτό εάν το επιχείρημα που μας αφορά μπορούσε να εφαρμοστεί στο Είναι, ο Θεός εννοημένος σαν το ίδιο το Είναι ουσιωδώς, καθότι αιτία του Είναι, θα’πρεπε αναγκαίως να συλλαμβάνεται σαν αιτία μορφής δηλ, σαν αιτία έχουσα την ίδια μορφή ή ουσία των αποτελεσμάτων της.

Απο αυτή την συνέπεια δέν κατόρθωσε να γλιτώσει εντελώς ο Ακινάτης παρά τις συνεχείς αρνήσεις του, πώς ο Θεός είναι το Είναι της μορφής όλων των πραγμάτων. Αναγκασμένος να εκφράσει μέσω μίας φιλοσοφικής έννοιας την σχέση που περνά ανάμεσα στον Θεό, σαν Esse ipsum subsistens, και όλα τα υπόλοιπα όντα, δέν κατορθώνει παρά να ανατρέξει στην έννοια της «μετοχής» ή οποία όπως είναι γνωστό, εκφράζει ακριβώς την σχέση που διατρέχει στον Πλάτωνα ανάμεσα σε κάθε πράγμα και την ιδέα του, δηλ, την μορφή του. Σε μερικά χωρία μάλιστα φτάνει ακόμη και να δηλώσει πώς ο Θεός καθότι μόνον Είναι, είναι κατά κάποιο τροπο είδος όλων των μορφών που υφίστανται και μετέχουν του Είναι.Αλλ’όμως η σύλληψη του Θεού σαν esse ipsum subsistens, παρμενιδικής καταγωγής ,Πλατωνικής και νεο-πλατωνικής και η αιτία της μορφής, βάσει της οποίας καταλήγουμε να τα αποδώσουμε στον Θεό αναγκαίως, φέρνουν τελικώς μία σχέση ανάμεσα στον Θεό και στα άλλα όντα, πολύ πιό όμοια με την άπορροή του Πλωτίνου παρά με την δημιουργία της Βίβλου. Η απορροή πράγματι, καθώς είναι μετάδοση μίας ίδιας πραγματικότητος, ή ουσίας, εμπλέκει την αναγκαιότητα μίας πηγής η οποία περιέχει εις εαυτήν στον μέγιστο βαθμό την ουσία της οποίας είναι πηγή. Αυτό αντιθέτως δέν απαιτείται απο την βιβλική έννοια της δημιουργίας. Το πιό αυθεντικό και πρωτότυπο χαρακτηριστικό αυτού του τελευταίου, δέν είναι η έκφραση μίας ολοκληρωτικής αιτιότητος του Είναι, διότι μία τέτοια αιτιότης εκφράζεται και απο την νεοπλατωνική έννοια της απορροής, αλλά αντιθέτως να εκφράσει μία αιτιότητα ελεύθερη, θεληματική, χωρίς καμμία σύνδεση με κανένα τρόπο, με την θεία ουσία. Η δημιουργία λοιπον, εννοημένη ακριβώς σαν μία ελεύθερη και θεληματική παραγωγή ολοκλήρου του Είναι, δέν συνεπάγεται καθόλου πώς ο κατασκευαστής της πρέπει να είναι το esse ipsum subsistens, έτσι, όπως μία οποιαδήποτε μορφή ελεύθερης παραγωγής δέν απαιτεί ή ουσία του παραγωγού να είναι η μέγιστη πραγματοποίηση του ίδιου πράγματος που παράγει. Αντιθέτως η σύλληψη του Θεού σαν esse ipsum subsistens διατρέχει τον κίνδυνο να ακυρώσει την ριζική διαφορά ανάμεσα στον δημιουργό και στο δημιούργημα δηλ, την ριζική υπερβατικότητα του Θεού, και επομένως αυτόν τον ίδιο τον ελεύθερο και θεληματικό χαρακτήρα της δημιουργικής πράξης.

Ολοκληρονώντας, ας πούμε πώς έχουμε την εντύπωση πώς ο Ακινάτης, θέλοντας να αποδώσει και στον Αριστοτέλη ένα δόγμα που πίστευε πώς βρήκε στη Βίβλο, ενώ στην πραγματικότητα καταγόταν απο τον Παρμενίδη, κατέληξε να υποβαθμίσει τις αντιρρήσεις του Αριστοτέλη στην θεωρία αυτή, και ιδιαιτέρως την καταγγελία για μονιστικές συνέπειες και γι’αυτό εκτέθηκε αυτός ο ίδιος στον κίνδυνο να περιπέσει σε συνέπειες τύπου απορροών και επομένως σε πανθεϊστικές, οι οποίες σε σύγκριση με τον μονισμό του Αριστοτέλη είναι απλώς μία πιό σοφιστική έκδοση, αλλά το ίδιο επικίνδυνη. Ο ίδιος τις αρνήθηκε, αλλά ίσως μία τέτοια απόρριψη δέν ήταν εντελώς συνεπής με το δόγμα του ενός Θεού esse ipsum subsistens. Σε κάθε περίπτωση δέν αντιπροσωπεύει κάτι Αριστοτελικό, αλλά νεοπλατωνικό, στις θεωρίες του Ακινάτη, και οι πιθανές δυσκολίες που μπορεί να δημιουργήσει στην βιβλική έννοια της δημιουργίας μπορούν να αποδοθούν όχι ακριβώς σε ένα υπερβολικό δέσιμο στον Αριστοτέλη, όσο αντιθέτως σε μία πρόχειρη εξέταση των επιχειρημάτων του.

Τέλος
Αμέθυστος

Παπισμός εναντίον Αυτοκρατορίας: Μετά από αιώνες, η Μοναρχία του Δάντη τρομάζει για άλλη μια φορά τους παραδοσιακούς.(2)

Συνέχεια από: Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2025

Cosmo Intini

 Υπερβατική και προοδευτική συμμετοχή

Μόλις επαναληφθεί η «ιερή» ουσία των Regalitas και η «άμεση και αυτόνομη» θεϊκή τους προέλευση, πρέπει σε αυτό το σημείο να αναρωτηθούμε ξανά αν και με ποιον τρόπο η Αυτοκρατορία είναι «εξαρτώμενη» ή αν διατηρεί μια συγκεκριμένη σχέση αιτίας-αποτελέσματος με κάτι ή κάποιον. και αν προέρχεται μόνο από τον Θεό ή «κατά κάποιο τρόπο» και από τον Παπισμό, λαμβάνοντας υπόψη την «πνευματική» εντολή που ο ίδιος ο Θεός ανέθεσε στον Πέτρο και επομένως στον Ποντίφικα: χωρίς να αντικρούεται η προαναφερθείσα αυτοκρατορική χρονική «αυτονομία».
Στην πραγματικότητα, για να είμαστε ακριβείς, θα δούμε ότι εδώ δεν πρόκειται καθόλου για σχέση «εξάρτησης», αλλά μάλλον, και για να χρησιμοποιήσουμε πιο σωστή ορολογία, «συμμετοχής».
[Ο ΠΕΤΡΟΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΠΗΓΕ ΠΟΤΕ ΣΤΗ ΡΩΜΗ]
Για να υποστηρίξουμε τη συζήτησή μας, πρέπει στη συνέχεια να εισαγάγουμε τη μορφή ενός άλλου σημαντικού νεοθωμιστή στοχαστή: του π. Κορνήλιο Φάμπρο (1911-1995), ιερέα, θεολόγο, φιλόσοφο και ιστορικό της φιλοσοφίας.
Ήταν σίγουρα ο πιο έγκυρος και έγκυρος εκφραστής του ιταλικού νεοθωμισμού, πετυχαίνοντας το αξιοσημείωτο κατόρθωμα να δείξει πώς η μεταφυσική του Αγίου Θωμά αποτελεί τη σύνθεση, καθώς και την αντικατάσταση, του Πλατωνισμού και του Αριστοτελισμού.[ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΕΤΡΩΓΕ ΜΕΓΑΛΕΣ ΜΠΟΥΚΙΕΣ ΠΑΡΑ ΝΑ ΕΛΕΓΕ ΜΕΓΑΛΕΣ ΚΕΝΟΛΟΓΙΕΣ] Ο Fabro στην πραγματικότητα διατυπώνει με αυστηρότητα «[…] τη Θωμιστική μεταφυσική του εντατικού esse συνδυάζοντας την πλατωνική αρχή της συμμετοχής με την αριστοτελική αρχή της αποτελεσματικής αιτιότητας»[10].
Αυτό που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα να υπογραμμίσουμε είναι η διάκριση που εντοπίζει ο Fabro, στον Άγιο Θωμά, μεταξύ της κηρυγματικής συμμετοχής και της υπερβατικής συμμετοχής· και αυτό σε σχέση με το ευρύτερο ζήτημα σχετικά με τον τύπο της «σχέσης» που υπάρχει μεταξύ εμμένειας και υπερβατικότητας.
Η προδιαθεσική συμμετοχή είναι αυτή στην οποία και οι δύο όροι της σχέσης, συμμετέχων και συμμετέχον, παραμένουν εντός του βασιλείου τού Είναι (της πεπερασμένης ουσίας) και μπορούν να λάβουν χώρα είτε στο λογικό επίπεδο (η συμμετοχή του είδους στο γένος) είτε στο πραγματικό επίπεδο (η συμμετοχή της ύλης στη μορφή). Η υπερβατική συμμετοχή, από την άλλη πλευρά, είναι αυτή που λαμβάνει χώρα μεταξύ του Είναι και του actus essendi. Το να συμμετέχεις, με τη μεταφυσική έννοια, σημαίνει να έχεις με έναν «περιορισμένο», «ειδικό», «ατελή» τρόπο μια πράξη και μια τυπικότητα που αλλού βρίσκονται με έναν συνολικό, απεριόριστο και τέλειο τρόπο. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με τη μορφή: συμμετέχει στην πράξη του είναι (actus essendi), ή, με άλλα λόγια, η πράξη του είναι μεταδίδει στη μορφή την πραγματικότητα που την καθιστά το principium essendi et agendi του συγκεκριμένου είναι. Έτσι, το πεπερασμένο ens τοποθετείται στο γίγνεσθαι, στο βαθμό που απολαμβάνει αυτή τη διπλή συμμετοχή: συμμετοχή στο ipsum esse δυνάμει του οποίου est simpliciter, και συμμετοχή στα συμβάντα στα οποία πραγματώνονται οι διαφορετικές μορφές της συγκεκριμένης ύπαρξής του. Η δεύτερη συμμετοχή εξαρτάται οντολογικά από την πρώτη, αυτή του Ipsum esse, η οποία είναι απολύτως θεμελιώδης.
Στη συνέχεια […] ο Fabro επεξεργάζεται μια οργανική αφομοίωση της πλατωνικής διδασκαλίας της συμμετοχής με την αριστοτελική διδασκαλία της αιτιότητας, και επομένως της πράξης και της δύναμης.
Ως ens μέσω της συμμετοχής, το δημιούργημα δεν υπάρχει καθαυτό αλλά δυνάμει κάποιου άλλου. Επομένως, ακόμη και σε σχέση με την παραγωγή του, το δημιούργημα είναι μια οντότητα μέσω της συμμετοχής σε δύο επίπεδα: δυνάμει της υπερβατικής αιτιότητας, μέσω της οποίας μεταβαίνει από τη δύναμη στην πράξη μέσω της πραγματικότητας του esse, και δυνάμει της προδιαθετικής αιτιότητας, μέσω της οποίας αποκτά έναν συγκεκριμένο βαθμό πραγματικότητας και τελειότητας χάρη στη μορφή και «επομένως καθίσταται ευαίσθητο στο actus essendi»[ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ. ΟΙ ΚΟΙΝΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ]. […] Η αιτιότητα τού Είναι εκτυλίσσεται στο προδιαθετικό βασίλειο με βάση τη διάκριση μεταξύ ύλης και μορφής (στα σώματα) και μεταξύ ουσίας και συμβάντων (στα πεπερασμένα όντα): έτσι ώστε η μορφή να επικοινωνεί το Είναι με την ύλη και η ουσία να επικοινωνεί το Είναι με τα συμβάντα. Η αιτιότητα του Είναι εκτυλίσσεται στο υπερβατικό βασίλειο με βάση τη διάκριση μεταξύ essentia και esse στα πεπερασμένα όντα: αυτή η διάκριση δεν αποδίδεται μόνο στη γενικότερη διάκριση δύναμης και πράξης, αλλά επεκτείνεται και σε αυτήν μεταξύ συμμετέχων και συμμετέχοντος. Το απόλυτο θεμέλιο αυτής της διάκρισης, και επομένως της αιτιότητας του ίδιου του είναι, είναι η Πρώτη Αιτία. […] Σε αυτή τη γραμμή σκέψης, ο Fabro δεν διστάζει να διακηρύξει τον αυθεντικό Θωμισμό ως μία από τις υψηλότερες συνθέσεις εμμένειας και υπερβατικότητας. Είναι, στην πραγματικότητα, μια θεωρητική θέση στην οποία η εμμένεια θεμελιώνεται στην υπερβατικότητα, καθώς το esse, που είναι η τελειότητα που πραγματοποιεί κάθε άλλο με τον πιο εντατικό και εγγενή τρόπο, μπορεί να προταθεί όχι μόνο των πεπερασμένων όντων, αλλά και του Θεού, που είναι το δημιουργό Ον μέσα σε αυτά. αντίστροφα, η υπερβατικότητα μπορεί να προταθεί όχι μόνο του Θεού, ως καθαρής Πράξης «χωρισμένης» από μόνη της, αλλά και του συμμετοχικού esse και των πεπερασμένων οντοτήτων που αναφέρονται σε αυτόν ως την εκπλήρωσή τους και επομένως την τελειότητά τους»[11].
Συμπερασματικά, πρέπει να επισημανθεί, μαζί με τον Fabro, ότι υπάρχει «μια διπλή κίνηση αναλογίας: μια τυπική μέσω της μίμησης της θεϊκής μορφής και μια πραγματική μέσω της παραγωγής της θεϊκής αιτιότητας». Ενώ η μονοσήμαντη, προδιαθεσική συμμετοχή, αυτή καθαυτή, δεν βασίζεται σε άμεση αιτιακή εξάρτηση, η υπερβατική συμμετοχή συνεπάγεται το άπειρο άλμα της πλήρους εξάρτησης στην αιτιότητα και, επομένως, και στην κατηγόρηση του esse»[12].
Το απόσπασμα, αν και μακροσκελές, ήταν απαραίτητο και πολύ σημαντικό για να κατανοήσουμε με ποιους όρους πρέπει να υποτεθεί ο χαρακτήρας της «σχέσης» μεταξύ Αυτοκρατορίας και Παπισμού, σε πλήρη συνοχή όχι μόνο με τη διδασκαλία του Δάντη, αλλά και με τη Θωμιστική διδασκαλία.[ΟΙ ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΠΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ]
Η Regalitas είναι η Δύναμη που ο Θεός χορηγεί «άμεσα» στον Μονάρχη Αυτοκράτορα, ο οποίος επομένως τοποθετεί τον εαυτό του σε μια αναλογική θέση υπερβατικής συμμετοχής με τον Χριστό τον Βασιλιά. Και ακριβώς αυτό εξηγεί γιατί ο Δάντης, σύμφωνα με μια αρχαιότερη παράδοση, θεωρούσε τον Αυτοκράτορα ως δεύτερο Επίτροπο του Χριστού, παράλληλα με τον Πάπα. Στην πραγματικότητα, οι λειτουργίες του Κυρίου είναι δύο: Βασιλιάς και Ιερέας· επομένως οι Επίτροποι του πρέπει να είναι δύο (duo luminaria). Και αυτό ισχύει μόνο για λόγους σύνεσης: ώστε κανείς να μην καταλήξει να ενδίδει σε κάποια «κατάχρηση εξουσίας», λόγω, όπως λέει ο Δάντης, της δικής του cupiditas[13].
Κατά κάποιο τρόπο, το πνεύμα αυτής της αρχής, αντλώντας το από το γενικό πλαίσιο του Δικαίου, επιβεβαιώνεται ακόμη και από την Κατήχηση όταν δηλώνει: «Είναι προτιμότερο κάθε εξουσία να εξισορροπείται από άλλες δυνάμεις και άλλες σφαίρες αρμοδιότητας, που την διατηρούν εντός των ορθών ορίων»
[14][ΕΠΗΡΕΑΣΜΕΝΟΣ ΗΔΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΡΑΒΕΣ ΟΠΩΣ ΚΑΙ Ο ΑΚΙΝΑΤΗΣ].
Από την πλευρά της, οι αυτοκρατορικές potestas πρέπει απαραίτητα να «αναγνωρίζονται και να ευλογούνται» από την πνευματική Αρχή μέσω της τελετής του «χρίσματος», η διαχείριση της οποίας παραμένει αποκλειστική αρμοδιότητα του ιερέα· για τον λόγο αυτό, ο Αυτοκράτορας τοποθετείται σε μια σχέση προνομιακής συμμετοχής με τον Πάπα. Και ο Δάντης εκφράζεται με αυτή την έννοια αρκετές φορές: μόνο ο Παπισμός μπορεί να φωτίσει την Αυτοκρατορία με το «φως της χάριτος», δυνάμει της «μυστηριακής και ευλογητικής» παρέμβασής του, η οποία στοχεύει να επιβεβαιώσει την αυτοκρατορική «ενεργητική αρετή», ενόψει της εκτέλεσης των «χρονικών» λειτουργιών της[15].[ΟΙΚΕΙΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΤΟ ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ]
Σύμφωνα με αυτή την οπτική, επομένως, υποδεικνύοντας τον χαρακτήρα της «σχέσης» που συνδέει την Αυτοκρατορία με τον Παπισμό, η νομιμότητα της χρήσης της έννοιας της «ανεξαρτησίας» παύει οριστικά να ισχύει, επειδή είναι παραπλανητική.
Παρεμπιπτόντως, μπορεί επίσης να προστεθεί ότι ο Παπισμός, με τη σειρά του, τοποθετείται σε μια θέση υπερβατικής συμμετοχής με τον Θεό και προνομιακής συμμετοχής με τον Πέτρο, του οποίου κάθε Πάπας είναι διάδοχος. Αυτό, επιπλέον, δικαιολογεί άριστα τη δογματική θέση του Δάντη σχετικά με το γεγονός ότι ο Αυτοκράτορας, υπό το φως της δικής του δύσκολης συμμετοχής, είναι οφειλέτης στον Πάπα όχι ως προς τον Χριστό, αλλά ακριβώς ως προς τον Πέτρο[16]. Από την πλευρά του, ο Δάντης εξηγεί την έννοια αυτής της θέσης υπό το φως του γεγονότος ότι ο Ιησούς Χριστός, αν και κατείχε χρονική κυριαρχία, στην πραγματικότητα ποτέ δεν την άσκησε στη γη, σε τέτοιο βαθμό που ανέβηκε στον Ουρανό μαζί Του, ούτε την άφησε ως κληρονομιά στον Πέτρο και επομένως στον Παπισμό.[ΠΕΤΡΩΔΗΣ ΑΡΑΒΙΑ]

Ιεραρχία Αξιοπρέπειας και Ιεραρχία Δικαιοδοσίας
Όλες οι προηγούμενες σκέψεις, ενώ «διασώζουν» την έννοια της «αυτονομίας» της Αυτοκρατορίας σε σχέση με τον Παπισμό - με την έννοια που έχουμε προσδιορίσει - επιβεβαιώνουν επίσης έμμεσα την οντολογική αμοιβαιότητα που τις συνδέει με βάση τη διάκριση μεταξύ «ιεραρχίας αξιοπρέπειας» και «ιεραρχίας δικαιοδοσίας».
Σύμφωνα με αυτή τη διάκριση, την οποία έχει ήδη κατανοήσει ο Gilson αλλά αργότερα διερευνήθηκε και σκιαγραφήθηκε καλύτερα από τον φιλόσοφο Augusto Del Noce (1910-1989)[17], ο Παπισμός προηγείται σε «αξιοπρέπεια», καθώς η «πνευματική» σφαίρα είναι οντολογικά ανώτερη από τη «χρονική» από υπερβατική άποψη. Από την άλλη πλευρά, η Αυτοκρατορία έχει ανατεθεί να εκπροσωπεί την κυρίαρχη δύναμη στη χρονική διοίκηση, στη δικαιοδοσία της οποίας κατέχει την ιεραρχικά ανώτερη κορυφή: αλλά αυτό υπό το φως αυτής της «χάρης» που της μεταδίδει ο Παπισμός, βάσει της προοδευτικής συμμετοχής που τους συνδέει.
Αυτό εξηγεί επίσης γιατί ο Δάντης, στο τελευταίο μέρος της Μοναρχίας, φαίνεται να αντιφάσκει κατάφωρα με όλα όσα προηγούνται στη δογματική του ανάλυση, όταν απευθύνεται στον Ποντίφικα, με έναν τόνο που ορισμένοι έχουν ερμηνεύσει ανακριβώς ως «υποταγή», παραδεχόμενος τη δική του «υιική αφοσίωση» απέναντί ​​του[18].
Με βάση όσα έχουμε επισημάνει, η «πατρότητα» που αναγνωρίζει ο Δάντης στον Παπισμό δεν πρέπει στην πραγματικότητα να νοείται υπό το πρίσμα της δικής της «προέλευσης», αλλά μάλλον υπό το πρίσμα της λειτουργίας της «μυστηριακής καθοδήγησης και πνευματικής διδασκαλίας» που η ιερατική Αρχή, ως καλός πατέρας, καλείται να εκτελέσει προς την Αυτοκρατορία. Από την άλλη πλευρά, η τελευταία, ως καλός γιος, υποχρεούται να αποδεχτεί την παιδαγωγική της, ακολουθώντας τις υποδείξεις της και ανταποδίδοντας τα οφέλη της, εκτελώντας, με τη σειρά της, τη λειτουργία της «προστασίας και βοήθειας» που η Βασιλική λειτουργία πρέπει να εφαρμόσει εντός της Εκκλησίας στο σύνολό της[19].
Αναφερόμενος στην αλληγορική και παραδοσιακή εικόνα της Εκκλησίας ως «Σκάφους», ο Πάπας θα εκτελούσε, επομένως, εντός αυτής, τη λειτουργία του «πλοηγού»: καθώς είναι υπεύθυνος για την «καθοδήγηση, τη δημιουργία της διαδρομής και την υπόδειξη του δρόμου». Ο Αυτοκράτορας, από την άλλη πλευρά, θα εκτελούσε τη λειτουργία του «πηδαλιούχου»: καθώς είναι υπεύθυνος για τη «διακυβέρνηση, την παρακολούθηση και την ορθή διατήρηση της ίδιας πορείας». Στην κορυφή της ιεραρχίας παραμένει πάντα ο Θεός, ο οποίος αντιπροσωπεύει τον μόνο αληθινό «κυβερνήτη» του «εκκλησιαστικού σκάφους»[20].

Διατηρώντας όλες τις συνεκτικές συνέπειες, επαναλαμβάνεται επίσης πώς, πάντα υπό το φως του δόγματος του Δάντη, η Αυτοκρατορία αντιπροσωπεύει, παράλληλα με τον Παπισμό, μία από τις δύο ιδρυτικές στήλες της Εκκλησίας του Χριστού, σεβόμενη πάντα τις οφειλόμενες διαφορές που συνδέονται με την ιδιόμορφη θέση τους εντός της ιεραρχίας της αξιοπρέπειας και της δικαιοδοσίας[21].

Ο Γκίλσον και ο Ντάντης

Το ερώτημα που προκύπτει σε όποιον έχει διαβάσει τα δύο προαναφερθέντα δοκίμια του Gilson για τον Δάντη (Ο Δάντης και η Φιλοσοφία και Οι Μεταμορφώσεις της Πόλης του Θεού) χωρίς προκαταλήψεις είναι γιατί ο μελετητής μετατοπίστηκε από μια προηγούμενη διακηρύσσουσα στάση που διατηρούσε, σε σχέση με τη δογματική-πολιτική αντίληψη της Μοναρχίας, έναν ορθώς «αντικειμενικό», αν και κάπως «θαυμαζόμενο», χαρακτήρα, σε μια μεταγενέστερη που αντ' αυτού γίνεται μια στάση ανοιχτής διαφωνίας και αποτελεσματικής κριτικής.
Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι τα δύο έργα, που δημοσιεύθηκαν το 1939 και το 1952 αντίστοιχα, είναι συμβολικά διασκορπισμένα με τα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και αυτό αναμφίβολα πρέπει να συνέβαλε σε αυτή τη μετατόπιση της ευαισθησίας. Άλλωστε, ο ίδιος ο Gilson είναι αυτός που το καθιστά σαφές στις σελίδες του δεύτερου από τα δύο δοκίμια.
Όπως θα δείξουμε τώρα, φαίνεται ότι αυτό καθορίστηκε όχι μόνο από λόγους που αποδίδονται κυρίως στο περιεχόμενο της διδασκαλίας του Δάντη, αλλά και από τον φόβο του Ζίλσον για την πιθανή «παραποιημένη» εφαρμογή τους στο ευρωπαϊκό ιστορικοπολιτικό πλαίσιο που δημιουργήθηκε στην μεταπολεμική περίοδο: καθώς, σύμφωνα με τον ίδιο, θα ευνοούσαν την εμφάνιση πραγματικά αντιπαραγωγικών αποτελεσμάτων.
Το ζήτημα σκιαγραφείται σαφώς ήδη από τις πρώτες γραμμές της Εισαγωγής στην τελευταία ιταλική έκδοση, την οποία επιμελήθηκε ο καθηγητής Μάσιμο Μποργκέζι. Μάλιστα, υπογραμμίζει την αρχική βαθιά αδιαφορία που επιδείχθηκε για το έργο, κατά τη στιγμή της έκδοσής του, τόσο από τον ακαδημαϊκό και πολιτικό κόσμο όσο και από τον καθολικό κόσμο· και αυτό μετά την αποκαλούμενη υπόθεση Ζίλσον που ξέσπασε στα τέλη του 1950 και η οποία είχε προκαλέσει μια εντυπωσιακή έκλειψη της φήμης του μελετητή[22].
Ο Ζίλσον είχε κατηγορηθεί για «ουδετερότητα» στη συζήτηση που είχε αναπτυχθεί γύρω από την πολιτική σύγκρουση μεταξύ Ανατολής και Δύσης, μεταξύ Ρωσίας και Αμερικής, καθώς και για «ηττοπάθεια» που είχε ευνοήσει έμμεσα την άνοδο του διεθνούς κομμουνισμού. Η κατηγορία προέκυψε από την έντονη αντίθεσή του στην ιδέα ότι η Ευρώπη, σε εκείνη την ιστορική και πολιτική στιγμή, θα μπορούσε να αποφασίσει να τοποθετηθεί στη σφαίρα επιρροής των Ηνωμένων Πολιτειών (αλλά στην πραγματικότητα και της ΕΣΣΔ), αποκηρύσσοντας έτσι την πολιτική της αυτονομία.
Πράγματι, οι Μεταμορφώσεις της Πόλης του Θεού -ένα έργο που επιδίωξε να εντοπίσει την εξέλιξη της ιδέας μιας «παγκόσμιας χριστιανικής κοινωνίας», από τον Αυγουστίνο στον Κόμη, περνώντας από τον Δάντη- δεν έκρυψε την ακριβή πρόθεσή του να εισέλθει στην τρέχουσα μεταπολεμική συζήτηση με μια προληπτική προοπτική, με στόχο την ανοικοδόμηση της Ευρώπης.
Ωστόσο, υπήρχαν πολλά αμφιλεγόμενα σημεία: από εκείνα που αφορούσαν τα πραγματικά περιγράμματα ενός χριστιανικού πολιτισμού που μπορούσε να οριστεί σωστά ως «ευρωπαϊκός», μέχρι τον κίνδυνο που διαφαινόταν στη σύσταση μιας «αμερικανικής αυτοκρατορίας», η οποία «[…] μια παγκόσμια ομοσπονδία που δημιουργήθηκε και διοικήθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, θα μπορούσε, πέρα ​​από τις καλύτερες προθέσεις, να «εκφυλιστεί σε μια τυραννική συσκευή εκ μέρους του αρχικά προστατευτικού έθνους». Στην περίπτωση της «Ρωσικής Παγκόσμιας Ομοσπονδίας», δεν επρόκειτο για υπόθεση, αλλά για «απόλυτη βεβαιότητα»[23]».
Αυτό που είναι εμφανές είναι επομένως ο φόβος του Gilson ότι το δαντικό «αυτοκρατορικό» ιδανικό ήταν το πιο επιρρεπές στο να υιοθετηθεί, να χειραγωγηθεί, να διαφθαρεί και να επιστρέψει σε μια «ιμπεριαλιστική» ιδεολογία (ακολουθώντας με συνέπεια εκείνες τις μυστηριώδεις διαδικασίες που ήδη κατήγγειλε ο C. Schmitt): κάτι που παρεμπιπτόντως εξηγεί επίσης γιατί, στο δοκίμιο, ήρθε να υποστηρίξει μια παγκόσμια κοινωνία που μάλλον είχε συσταθεί σύμφωνα με το φιλοσοφικό-θεολογικό όραμα της χριστιανικής res publica του Roger Bacon.
Σε κάθε περίπτωση, το ότι ο Γκίλσον σκεφτόταν – με έναν τρόπο που σήμερα μπορούμε κάλλιστα να ονομάσουμε «προφητικό» – ακριβώς για τον κίνδυνο σύγχυσης μεταξύ «Αυτοκρατορίας» και «ιμπεριαλισμού», είναι σαφώς προφανές από ένα απόσπασμα στο κείμενό του στο οποίο αναγνώρισε στους «μαθητές του Δάντη», οι οποίοι ήταν οι σύγχρονοί του, μόνο «φανατικούς εθνικιστές». Αυτοί «[…] δεν θέλουν καμία παγκόσμια Αυτοκρατορία, εκτός αν, φυσικά, η χώρα τους αναλάβει την κυβέρνησή της»[24].
Επιπλέον, δεν θέλουμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι αυτός ο δικαιολογημένος φόβος συνοδευόταν από ένα προφανές σφάλμα προοπτικής, καθώς συνέχισε δηλώνοντας: «Ο πολιτικός οικουμενισμός του Δάντη αποκλείει κάθε εθνικιστικό ιμπεριαλισμό, αλλά ούτε στηρίζεται στον οικουμενισμό της πίστης· το αληθινό του θεμέλιο είναι μια απεριόριστη εμπιστοσύνη στη δύναμη της λογικής και της φυσικής αλήθειας για να οικουμενοποιηθούν»[25].[Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΜΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΚ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΟΥΤΟΥ]

Το οικουμενιστικό, «πολυεθνικό και πολυπολιτισμικό» όραμα της Αυτοκρατορίας του Δάντη, το οποίο αναγνώριζε το πρότυπό του στην αρχαία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και το οποίο ο Γκίλσον επέκρινε ως ανεπαρκώς θεμελιωμένο στην ενότητα της Καθολικής πίστης, στην πραγματικότητα απλώς υπακούει σε έναν «πραγματισμό» που ο ίδιος μελετητής σε άλλες περιπτώσεις θρηνούσε ότι δεν έβλεπε στον Δάντη. Εκτός από το γεγονός ότι η Μοναρχία παραμένει μια θεωρητική πραγματεία που δεν στοχεύει να εμβαθύνει στις συγκεκριμένες λεπτομέρειες της εφαρμογής της, ωστόσο, είναι αυτονόητο ότι η Αυτοκρατορία που οραματίζεται ο Δάντης, ακριβώς λόγω του ευρέος γεωπολιτικού πεδίου που πρέπει να την διατρέχει ως Ευρωπαϊκή Οικουμενική Μοναρχία, δεν μπορεί ρεαλιστικά να θεωρηθεί ότι βασίζεται σε πλήρη και απόλυτη πολιτιστική και θρησκευτική «ομοιομορφία». Θα ήταν αρκετό να θυμηθούμε ότι, εκείνη την εποχή, η Ισπανία ήταν ακόμα εν μέρει μουσουλμανική και ότι οι εβραϊκές κοινότητες ήταν διαδεδομένες σε όλη την Ευρώπη.
Σε κάθε περίπτωση, η φυσιογνωμία της Αυτοκρατορίας του Δάντη, κατά το πρότυπο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και όπως κάθε άλλης αληθινής Αυτοκρατορίας, συνίσταται ακριβώς στη συγκρότησή της ως «ενιαίου δοχείου ποικιλομορφίας»[26] [27].
Ας προσθέσουμε ότι ο Gilson, αποδίδοντας στο δόγμα της Μοναρχίας το σφάλμα της καλλιέργειας μιας «απεριόριστης εμπιστοσύνης στη φιλοσοφική λογική και τη φυσική αλήθεια», φάνηκε να μην κατανοεί αυτό που ο Δάντης λαμβάνει υπόψη «a priori» ως τον ειλικρινή «Καθολικό» που είναι. Δηλαδή, ότι μια «μυστηριακή χάρη» που χορηγείται με πεποίθηση και τίθεται στη διάθεση της Αυτοκρατορίας από έναν Παπισμό που κλίνει προς μια καλοπροαίρετη «συνέργεια», αντί να αντιτίθεται σε αυτήν με επιθετικούς ισχυρισμούς παρέμβασης στο temporalibus, δεν μπορεί παρά να εγγυηθεί «αλάθητα» την «πνευματική υποστήριξη» της «άφατης Πρόνοιας»[28] – την οποία επικαλέστηκε ο Δάντης αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της λογοτεχνικής του παραγωγής – απαραίτητη για τη διατήρηση των αυτοκρατορικών χρονικών λειτουργιών και για την εγγύηση της θετικής τους αποτελεσματικότητας.

Αξίζει να διευκρινιστεί, εν προκειμένω, ότι αυτό σίγουρα δεν σημαίνει ότι με το «χρίσμα» θα πρέπει κανείς να αναμένει να πυροδοτήσει κάποιον «αυτοματισμό» «μαγικής» φύσης: ο Καίσαρας, αν και επιλέχθηκε από τον Θεό, πρέπει συνεχώς να αποδεικνύει ότι είναι ανθρωπίνως άξιος της λειτουργίας για την οποία έχει κληθεί να αναλάβει: υπό την ποινή της απώλειας της αγιαστικής χάρης και της παρακμής όλης της δύναμης και των δικαιωμάτων του[29].

Οι δύο «τελικοί σκοποί»
Ένα από τα πιο σημαντικά ερωτήματα για τα οποία ο Γκίλσον δείχνει μια κάποια αλλαγή «ευαισθησίας» στο δεύτερο δοκίμιο, σε σύγκριση με το πρώτο, είναι αυτό των λεγόμενων «δύο τελικών σκοπών».
Υπό το φως αυτής της λανθασμένα υποτιθέμενης «ανεξαρτησίας» από την παπική πνευματική εξουσία, την οποία, σύμφωνα με τον Γκίλσον (και αργότερα την οποία ανέλαβε και ο Φοντάνα), ο Δάντης θα ισχυριζόταν ότι απέδιδε στην αυτοκρατορική κοσμική εξουσία, η ύπαρξη «δύο ανθρώπινων σκοπών» θα διαμορφωνόταν με εξίσου απαράδεκτο τρόπο. Διακριτές μεταξύ τους, θα σχετίζονταν αντίστοιχα με την επίτευξη μιας χρονικής μακαριότητας (υπό την ευθύνη της Αυτοκρατορίας) και μιας πνευματικής (υπό την ευθύνη του Παπισμού), που με τη σειρά τους εκφράζονται με την εικόνα του «επίγειου Παραδείσου» και του «ουράνιου Παραδείσου»[30].[ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ ΚΑΙ ΣΠΙΝΟΖΑ]
Για τον Γάλλο μελετητή και υπό το φως της Χριστιανικής Αποκάλυψης, το ερώτημα επομένως φαίνεται να καταλήγει στην αμφιβολία για το αν είναι σκόπιμο και όχι ετερόδοξο να αποδεχτούμε την ιδέα του Δάντη για το duo ultima (δύο απώτεροι σκοποί) ή αν είναι πιο ακριβές και ορθόδοξο να μιλάμε για ένα διπλό finis (ένα διπλό απώτερο σκοπό), όπως έκανε ο Άγιος Θωμάς.
Ας σημειώσουμε ξανά πώς στο δοκίμιο Δάντης και Φιλοσοφία ο Γκίλσον είχε προσεγγίσει αυτό το ζήτημα με μια κάποια «ευπρόσδεκτη υποδοχή», παρά την επιστημονική απροσωπία του «ιστορικού». Έτσι έγραψε: «[…] η σύγκριση μεταξύ της επίγειας ευτυχίας και του επίγειου παραδείσου αφενός, και της ουράνιας ευτυχίας και του ουράνιου παραδείσου αφετέρου, υποδηλώνει μια πιθανή ερμηνεία. Αν η επίγεια ευτυχία είναι για την ουράνια ευτυχία όπως είναι ο επίγειος παράδεισος για τον ουράνιο παράδεισο, μπορεί να ειπωθεί ότι είναι τακτοποιημένη σε αυτήν όπως μια προεικόνιση είναι σε αυτό που προεικόνιζε»[31].
Αντίθετα, στις Μεταμορφώσεις της Πόλης του Θεού επιβεβαίωσε πειστικά: «Το δεύτερο λάθος που διέπραξε είναι ακόμη πιο σοβαρό και προέρχεται από τον τρόπο που κατανοεί την υποταγή του χρονικού στο πνευματικό. Ο Άγιος Θωμάς είχε πει και επαναλάβει ότι το τέλος του ανθρώπου είναι διπλό (finis duplex). Ο Δάντης λέει και επαναλαμβάνει ότι ο άνθρωπος έχει δύο άκρα (fines duo). Δεν είναι το ίδιο πράγμα»
[32].
Επιπλέον, ακριβώς σχολιάζοντας αυτή την τελευταία θέση του Gilson, ο Fontana σχολιάζει με τη σειρά του τα εξής: «Βεβαιώνοντας ότι υπάρχουν δύο άκρα, καθίσταται αδύνατο να τα ιεραρχήσουμε. Αν αντίθετα πούμε ότι ο άνθρωπος έχει ένα διπλό άκρο, τότε αυτά μπορούν να ιεραρχηθούν και το χρονικό άκρο, ενώ παραμένει ένα άκρο, μπορεί να μην γίνει τελικός σκοπός, αλλά να ταξινομηθεί σε ένα περαιτέρω και ανώτερο άκρο που δεν προστίθεται μετά την επίτευξη του πρώτου, αλλά αποτελεί επίσης το πρώτο, σύμφωνα με την αρχή του Αγίου Θωμά, σύμφωνα με την οποία το τελικό άκρο δικαιολογεί ολόκληρη την ακολουθία ενδιάμεσων σκοπών που, χωρίς το τελικό άκρο, θα έχαναν την ιδιότητά τους ως σκοποί»[33].
Εκ πρώτης όψεως, αυτό το συμπέρασμα φαίνεται να είναι σίγουρα αποδεκτό: τουλάχιστον όσον αφορά την παραδοχή του γεγονότος ότι το χρονικό άκρο μπορεί και πρέπει να διαβαστεί ως «τακτοποιημένο» στο ουράνιο άκρο και ότι το τελευταίο «δεν προστίθεται» στο πρώτο, αλλά μάλλον το «συνιστά».
Ωστόσο, πέρα ​​από την πλήρη περιφρόνηση της διάκρισης μεταξύ «ιεραρχίας αξιοπρέπειας και δικαιοδοσίας», αυτό που παραμένει ασαφές είναι η φύση αυτής της αμοιβαίας «ιεραρχικής τάξης» που επικαλείται ο Φοντάνα, καθώς παραμελεί να λάβει υπόψη την έμμεση, ας πούμε, «αναγκαστικά προπαρασκευαστική» αξία του χρονικού σκοπού σε σχέση με τον ουράνιο. Θεωρώντας την επίγεια ευδαιμονία ως «ενδιάμεσο σκοπό», στην πραγματικότητα τόσο ο Φοντάνα όσο και ο Γκίλσον την ανάγουν κρυφά σε ένα απλό «μέσο» και όχι σε έναν πραγματικό «σκοπό», αγνοώντας έτσι και, κατά κάποιο τρόπο, μειώνοντας την πραγματική της αξία και σημασία.
Ακριβώς επειδή η επιδίωξη των δύο μακαρισμών δεν πρέπει να θεωρείται με «ποσοτικά προσθετική» έννοια, δηλαδή, σαν ο ουράνιος Παράδεισος να ήταν «χρονολογικά» συνεχόμενος με τον επίγειο, η δυναμική τους σχέση πρέπει να κατανοηθεί με μια οντολογική έννοια που είναι «ποιοτικά συμπίπτουσα» και σε κάθε περίπτωση αποφασιστικά άχρονη: μια οντολογική αναγκαιότητα υπό το φως της οποίας μόνο στην πλήρη επίτευξη του πρώτου «πεπερασμένου στόχου» έρχεται σε ύπαρξη το ταυτόχρονο άνοιγμα των θυρών προς τον δεύτερο «άπειρο στόχο». Επιπλέον, είναι προφανές ότι κατά τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπινου ατόμου, η χρονική και η πνευματική δράση ασκούνται ταυτόχρονα πάνω του: και όχι «σε διαδοχικές φάσεις».
Η προαναφερθείσα «συμφραζόμενη σχέση» θα διευκρινιζόταν ακριβώς από τα λόγια του σταυρωμένου Χριστού, όταν απαντά έτσι στον καλό λήπτη: «[…] “Ιησού, μνήσθησί μου όταν έρθεις στη βασιλεία σου”. Απεκρίθη προς αυτόν: “Αληθώς σου λέγω, σήμερον θέλεις είσθαι μετ’ εμού εν τω παραδείσω”» (Λουκ. 23:42-43).
Αυτό δεν συνεπάγεται, για το χρονικό, ούτε υπερίσχυση του πνευματικού, ούτε καν παραίτηση από αυτό. Όλα φαίνονται να εκτυλίσσονται σύμφωνα με εκείνη τη σχέση σύνθεσης που υπάρχει μεταξύ «σώματος και ψυχής» (σύνολος)· για την οποία η σωστή ηθικο-ηθική διαχείριση του πρώτου ισοδυναμεί οντολογικά με την άξια σωτηρία του δεύτερου, καθώς και του εαυτού του[34].
Το σώμα, στην πραγματικότητα, διατηρεί τη δική του «αγιότητα» (ως ναός του Αγίου Πνεύματος)· ούτε είναι χωρίς κάποια επίπτωση το γεγονός ότι η χριστιανική πίστη είναι η μόνη, μεταξύ των θρησκειών, που πιστεύει και στην ανάσταση του σώματος: το οποίο, ντυμένο με «δόξα», επανενώνεται με την ψυχή στην αιωνιότητα[35].
Αν με μεταφορική έννοια η Αυτοκρατορία αντιστοιχεί στο σώμα και ο Παπισμός στην ψυχή, μπορούμε να συμπεράνουμε πώς και οι δύο σφαίρες συμβάλλουν, «συνεργιστικά», στην ίδια πορεία σωτηρίας εντός της Εκκλησίας του Χριστού: η καθεμία στη δική της σφαίρα. Έτσι, συμπερασματικά, μεταξύ του duo ultima του Δάντη και του duplex finis του Αγίου Θωμά δεν αντιλαμβανόμαστε καμία εννοιολογική διαφορά, αλλά μάλλον, αν μη τι άλλο, απλώς έναν διαφορετικό λεκτικό ορισμό[36].

Φιλοσοφία και θεολογία, φύση και χάρη
Στο ήδη αναφερθέν έργο «Κοσμικότητα της Πολιτικής: Ο Δάντης, που επικρίθηκε από τον Gilson, ο καθηγητής Fontana, εκτός από το θέμα των «δύο απώτερων σκοπών», ασχολείται επίσης με το θέμα που σχετίζεται με την αξία που αποδίδει ο Δάντης στη φιλοσοφία στο δικό του πολιτικο-δογματικό πλαίσιο. Η κριτική επικεντρώνεται στην εξέταση του γεγονότος ότι, πάντα με βάση την «ανεξαρτησία» που θα διεκδικούσε η Αυτοκρατορία έναντι του Παπισμού, η Μοναρχία θα αναγνώριζε την επιβεβαίωση της πεποίθησης ότι η φιλοσοφία (συγκεκριμένα: αυτή του Αριστοτέλη) πρέπει να είναι εξίσου επαρκής από μόνη της για την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των ανθρώπων γύρω από την αλήθεια, παραμένοντας «αποκομμένη» από τη θεολογία.
Ο Φοντάνα γράφει, σχολιάζοντας πάντα κάποιες σκέψεις που είχε εκφράσει ο Γκίλσον στο έργο του «Μεταμορφώσεις της Πόλης του Θεού»: «Εξετάζοντας αυτά τα δύο αξιώματα, ο Γκίλσον αγγίζει την βαθιά καρδιά του προβλήματος του κοσμικού χαρακτήρα (του Δάντη, σημείωση του εκδότη). «Το πρώτο», γράφει ο Γκίλσον, «ήταν ότι η φυσική λογική ήταν ικανή, έστω και μόνη της και αφημένη στον εαυτό της, να επιτύχει συμφωνία μεταξύ των ανθρώπων σχετικά με την αλήθεια της ίδιας φιλοσοφίας» (σελ. 181). Επ' αυτού, ο Γκίλσον λέει, «το λιγότερο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι δυσκολευόμαστε να την εμμείνουμε» (Idem). Ο λόγος που επικαλείται για να υποστηρίξει την επιφυλακτικότητά του να την εμμείνει συνδέεται με όλο το έργο του ως ιστορικού της φιλοσοφίας, καθώς και ως φιλοσόφου. Ήταν ο «θρίαμβος του Αριστοτέλη στον Μεσαίωνα» «καθαρά φιλοσοφικός και ορθολογικός, χωρίς η πίστη και η θεολογία να έχουν την παραμικρή επιρροή σε αυτόν;» (σελ. 182). Μπορούμε να βρούμε, στην ιστορία της φιλοσοφίας, μια φιλοσοφία που υπήρξε η ίδια μέχρι το τέλος στην πραγματικότητα και που μπορεί να είναι έτσι δικαιωματικά χωρίς χριστιανική αποκάλυψη και πίστη; Σε αυτό το σημείο, φαίνεται να λέει ο Gilson, λείπουν ιστορικές αποδείξεις, ενώ υπάρχουν ιστορικές αποδείξεις ότι χάρη στη χριστιανική αποκάλυψη και πίστη ήταν δυνατή η αληθινή φιλοσοφία του Αγίου Θωμά του Ακινάτη ή, γενικότερα, της «χριστιανικής φιλοσοφίας». Αν η ελληνική φιλοσοφία είχε εισέλθει στον Μεσαίωνα παραμένοντας η ίδια, θα είχε παραμείνει μια φυσική φιλοσοφία, ναι, αλλά αναμεμειγμένη με λάθη. Το γεγονός ότι υιοθετήθηκε από τον Χριστιανισμό την καθάρισε, την αποκατέστησε στον εαυτό της ως φιλοσοφία και, ως εκ τούτου, πραγματικά συγκροτήθηκε. Η αποκάλυψη και η πίστη δεν προστίθενται σε μια φυσική φιλοσοφία που είναι ήδη ώριμη και ολοκληρωμένη, αλλά την καλωσορίζουν εντός των ορίων της, την καθαρίζουν και μόνο τότε την καθιστούν αληθινή φιλοσοφία. Μόνο η religio vera είναι ικανή να μας δώσει την αληθινή φιλοσοφία»[37].
Ανεξάρτητα από τη βαθιά εκτίμηση του Δάντη για τον Άγιο Θωμά (όπως διδάσκει η Θεία Κωμωδία), παρά τις σπάνιες διακρίσεις που διατηρούσε σε σχέση με τη σκέψη του, απαντάμε καταρχάς ότι η διατύπωση που βλέπει την ύπαρξη ενός παραλληλισμού μεταξύ της υποταγής της Αυτοκρατορίας in temporalibus στον Παπισμό (μια θέση που υποστηρίζεται τόσο από τον Gilson όσο και από τον Fontana) και της άμεσης επίδρασης της θεολογίας -και επομένως της πίστης- στη φιλοσοφία δεν μπορεί να προταθεί όταν βασίζεται στις συνήθεις συγχύσεις, που έχουν ήδη επισημανθεί και επιλυθεί από εμάς προηγουμένως, γύρω από την «κοσμικότητα» και τον «λαϊκισμό», καθώς και την «αυτονομία» και την «ανεξαρτησία». Με άλλα λόγια, αυτό που επιβεβαιώνει ο Δάντης για τη φιλοσοφία δεν είναι τόσο η «αυτάρκειά» της ή η «ανυποταξία», όπως θα μπορούσε κανείς να πει, σε σχέση με τη θεολογία, όσο η «αυτονομία» της (με την έννοια που έχουμε ήδη δηλώσει αρκετές φορές)· και αυτό με τη βεβαιότητα ότι η «Πρόνοια» δεν θα επιτρέψει ποτέ στην αλήθεια της πρώτης να συγκρουστεί με αυτήν της δεύτερης.
Αυτό που εμφανίζεται εδώ, στην πραγματικότητα, είναι ένα είδος συγκαλυμμένης μεροληπτικής χειραγώγησης των στοχασμών του Γκίλσον, την οποία πραγματοποίησε ο Φοντάνα, με την οποία ο τελευταίος στοχεύει να του αποδώσει κάτι που δεν αντιστοιχεί πλήρως στην πραγματική του σκέψη: δηλαδή, ότι ο Δάντης, τελικά, προσχώρησε στο φιλοσοφικό δόγμα της «διπλής αλήθειας».
Αν αυτό, από την πλευρά του Φοντάνα, υπονοεί μια «αιρετική» σχέση του Δάντη με την Αβερροϊκή σκέψη, ας θυμηθούμε πώς, σε αυτό το ζήτημα, ο ίδιος ο Γκίλσον ήταν πολύ πιο επιφυλακτικός: «Όχι μόνο ο Δάντης δεν δήλωνε ποτέ την υποταγή της θεολογίας στη φιλοσοφία, αλλά μπορεί κανείς να πει ότι αυτή η θέση είναι η άρνηση ολόκληρης της διδασκαλίας του, ή, αν θέλετε, ότι ολόκληρη η διδασκαλία του είναι η ριζική άρνηση αυτής της θέσης. Αν δεν είναι Αβερροϊκός κατά τον τρόπο του Αβερρόη, είναι ο συγγραφέας του Convivio Αβερροϊκός κατά τον τρόπο των Λατίνων μαθητών του Αβερρόη, του Σίγκερ της Βραβάντης και του Βοήθιου της Δακίας, για παράδειγμα; Για να το υποστηρίξει αυτό, θα έπρεπε να μπορεί κανείς να αναφέρει μία ή περισσότερες περιπτώσεις στις οποίες ο Δάντης υποστήριξε, η μία έναντι της άλλης, δύο αντιφατικές θέσεις, η πρώτη τίθεται ως απαραίτητη από τη λογική, η δεύτερη ως αληθινή από την πίστη. Από όσο γνωρίζω, το Convivio δεν παρουσιάζει ούτε μία περίπτωση αυτού του είδους»[38].
Επιπλέον, ο Γκίλσον εκφράζεται επίσης με αυτόν τον τρόπο για την ουσία του Μοναρχία: «Το απλούστερο θα ήταν επομένως να θεωρήσουμε τη στάση του Δάντη όχι ως μια ιδιαίτερη περίπτωση λατινικού Αβερροϊσμού, αλλά ως μια προσπάθεια να θεμελιώσει τον δικό του πολιτικό διαχωρισμό στην ηθική του Αριστοτέλη. Αυτό θα διευκρίνιζε τον λόγο για τον οποίο ο Δάντης, αντί να διαχωρίσει τη θεολογία από τη φιλοσοφία για να τις αντιταχθεί, τις διαχωρίζει για να τις εναρμονίσει και να τις ενώσει. Το σύμπαν του Δάντη παραμένει έτσι τυπικά χριστιανικό, αλλά είναι έτσι με τον δικό του τρόπο και δεν μπορεί να αναχθεί σε κανέναν άλλο ήδη γνωστό τύπο μεσαιωνικού χριστιανικού σύμπαντος. Η χάρη δεν απορροφά τη φύση, όπως στον Ρότζερ Μπέικον για παράδειγμα. η φύση δεν τη διεισδύει εκ των έσω, όπως στον Άγιο Θωμά Ακινάτη. δεν εξαλείφεται υπέρ της φύσης, όπως στον Αβερρόη. δεν αντιτίθεται στη φύση, όπως στους Λατίνους Αβερροϊστές του τύπου του Σίγκερ της Βραβάντης. Μπορεί κανείς να πει, μάλλον, ότι η χάρη επιτίθεται στη φύση με αξιοπρέπεια και αντιπαρατίθεται με εξουσία, βέβαιος για μια τέλεια συμφωνία που τίποτα δεν μπορεί να διαταράξει εφόσον η χάρη και η φύση σέβονται τα όρια που έθεσε ο ίδιος ο Θεός στα εδάφη τους»[39].
Κάποιος μπορεί να διαφωνήσει με αυτόν τον τρόπο. της κατανόησης της σχέσης μεταξύ «χάρης και φύσης» (η οποία προφανώς παρουσιάζει μια στενή σχέση με εκείνη μεταξύ «πνευματικού και κοσμικού» και επομένως μεταξύ «Παπισμού και Αυτοκρατορίας»), αλλά αυτή είναι η σκέψη του Δάντη· και για την καθολική ορθοδοξία του, παρά ορισμένες προσωπικές του θέσεις που τον διακρίνουν από τον Άγιο Θωμά, δεν θα πρέπει να υπάρχουν αμφιβολίες: ειδικά μετά την εγκύκλιο In Praeclara Summorum του Βενέδικτου ΙΕ΄.
Δεν θα σταθούμε σε αυτό το θέμα, καθώς αρκεί να θυμηθούμε απλώς το εμφανές φιλοσοφικό και θρησκευτικό ανάστημα του Δάντη, υπό το φως όσων προκύπτουν από την Κωμωδία του. Είναι η υπερφυσική «χάρη», που εκφράζεται τριπλά στις μορφές της Παναγίας, της Αγίας Λουκίας και της Βεατρίκης, που εδώ παρέχει βοήθεια, με τη μορφή του Βιργιλίου, στη «φύση» του Δάντη. Από αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο Δάντης σίγουρα δεν συνέλαβε μια φύση αποκομμένη από τη χάρη.
Και ενώ η χάρη υπερβαίνει και καθιερώνει τη φύση, την προϋποθέτει επίσης. Χωρίς τη φύση, η χάρη δεν θα είχε κανένα αντικείμενο για να εκτελέσει τη λειτουργία της: εξ ου και η σημασία της πρώτης, καθώς παίζει έναν πολύ συγκεκριμένο ρόλο στη δυναμική της σχέσης με τη δεύτερη. Εννοούμε ότι εάν η δράση εκτελείται «ενεργά» μέσω της χάρης, ενώ η φύση αντίθετα αναλαμβάνει μια θέση «δεκτικότητας», η φύση μπορεί να λάβει χάρη μόνο όταν αυτή και μόνο αυτή «αποφασίσει», με ελεύθερη βούληση, να τεθεί στη διάθεσή της. Και εδώ βρίσκεται η «ευγενής» πλευρά της φύσης.
Σε κάθε περίπτωση, πέρα ​​από κάθε κριτική στον Δάντη, πρέπει επίσης και πάνω απ' όλα να λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι το δογματικό του ταξίδι ξεδιπλώνεται μέσα από μια προοδευτική εμβάθυνση, μια περαιτέρω βελτίωση: ξεκινά από το Convivio, περνάει από τη Μοναρχία και τελικά στέφεται στην Κωμωδία. Και δεν μας φαίνεται ότι, έχοντας φτάσει στο αποκορύφωμα του ταξιδιού του, ο Δάντης σκέφτηκε ποτέ να αλλάξει ή να ανατρέψει το αυτοκρατορικό του όραμα.

Cupiditas και κληρικαλισμός
Δεν θα αναφέρουμε καμία εξαίρεση σε αυτό που δηλώνει ο Gilson στις Μεταμορφώσεις της Πόλης του Θεού, όταν γράφει: «αντί να καταστέλλει την αυτονομία οποιασδήποτε κατώτερης τάξης, η ιεραρχική της υποταγή (του χρονικού στο πνευματικό, NdA) έχει ως αποτέλεσμα την ίδρυσή της, την τελειοποίησή της, εν ολίγοις, την εγγύηση της ακεραιότητάς της και τη διατήρησή της. Η φύση που πληροφορείται από τη χάρη είναι πιο τέλεια φύση. Η φυσική λογική που φωτίζεται από την πίστη γίνεται πιο ολοκληρωτικά λογική. Αποδεχόμενοι την πνευματική και θρησκευτική δικαιοδοσία της Εκκλησίας, η κοινωνική και πολιτική τάξη γίνεται πιο ευτυχισμένη και σοφή στο χρονικό επίπεδο»[40].
Αυτό που μας αφήνει μάλλον μπερδεμένους, ωστόσο, είναι η συνέχεια του ίδιου στοχασμού, όπως διαβάζουμε: «Όσο άμεση κι αν είναι, και παρόλο που εκτείνεται στο πολιτικό πεδίο, η εξουσία των πάπων επί του χρονικού δεν είναι ούτε χρονική ούτε πολιτική με την χρονική έννοια του όρου. Δεν χρησιμοποιεί τα ίδια μέσα, ούτε τείνει στον ίδιο σκοπό»[41].
Εδώ ο Gilson —προφανώς για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει προηγουμένως— μετατρέπει την κρίση του σχετικά με τη διάκριση του Δάντη μεταξύ «ιεραρχίας αξιοπρέπειας και ιεραρχίας δικαιοδοσίας» σε αμηχανία, μια διάκριση για την οποία δεν είχε εκφράσει ανοιχτές επιφυλάξεις στο προηγούμενο δοκίμιό του, «Ο Δάντης και η Φιλοσοφία».
Πράγματι, ενώ στο πρώτο μέρος του στοχασμού του φαίνεται να περιορίζει ορθά την ιεραρχική υπεροχή του Παπισμού σε μια «πνευματική και θρησκευτική δικαιοδοσία» υπό το πρίσμα της ανώτερης οντολογικής «αξιοπρέπειάς» του (και πώς θα μπορούσε να μην το κάνει, δεδομένου ότι η Αυτοκρατορία για την οποία μιλάει ο Δάντης είναι μια Ρωμαϊκή και Καθολική Αυτοκρατορία), στο δεύτερο μέρος επεκτείνει αυτήν την υπεροχή —την οποία, ας σημειώσουμε, ορίζει ως «άμεση»— και στη χρονική σφαίρα, αρνούμενος αυτό που θα έπρεπε να αποτελεί την ορθή τήρηση της ιεραρχίας της «δικαιοδοσίας».
Το πρόβλημα του Gilson, εν ολίγοις, πηγάζει από την πεποίθηση ότι το «duo ultima» (που αφορά το χρονικό και το πνευματικό) δεν τείνουν προς το ίδιο «τέλος». Αυτό συμβαίνει επειδή η ανάγνωσή του δεν λαμβάνει υπόψη αυτό που προηγουμένως ορίσαμε ως το δόγμα της υπερβατικής και προοδευτικής συμμετοχής, το οποίο συνδέεται επίσης με αυτό της αναλογίας.
Δεδομένου ότι η «συμμετοχή», παρά το γεγονός ότι είναι «διπλή» ή μάλλον «τοποθετημένη σε δύο επίπεδα», ως τέτοια παραμένει «συμφραζόμενα μία», είναι σαφές πώς ο ευλογημένος «στόχος» που είναι εφικτός υπό το πρίσμα μιας «συμμετοχής» είναι εξίσου μοναδικός, ακόμη και αν διακριτός σύμφωνα με τις δύο προαναφερθείσες οντολογικές προοπτικές. Ακριβώς όπως ο «Παράδεισος» είναι «ένας», ακόμη και αν διαφοροποιείται οντολογικά σε «γήινο και ουράνιο».
Η δυσκολία παραμένει, πάντα και πάντα, αυτή της επίτευξης ενός «ποιοτικού άλματος» πέρα ​​από την ποσότητα, καταφέρνοντας να διαισθανθούμε, άχρονα, τους προαναφερθέντες «δύο στόχους» ως «ουσιαστικά συμφραζόμενους» - υπό το πρίσμα μιας αμοιβαίας «αναλογίας» - παρά τη χρονική τους «διάκριση».
Για άλλη μια φορά, οι σκέψεις του Πατέρα Κορνήλιο Φάμπρο μας φαίνονται να διευκρινίζουν με αποφασιστικό τρόπο, όπου γράφει ότι η «αρχή της μεταφυσικής συνέχειας», πολύ σημαντική στο Θωμιστικό όραμα της δημιουργίας, «[…] είναι εμβολιασμένη στην αρχή της οριστικότητας, καθώς είναι συνέπεια αυτής. Ο κόσμος είναι εσωτερικά οριστικοποιημένος: αυτό είναι το σημείο εκκίνησης. Τώρα, όποιος λέει οριστικότητα, λέει τάξη, λέει ιεραρχία, και ιεραρχία προϋποθέτει την πραγματοποίηση κάτι που είναι κοινό στους διάφορους βαθμούς και το οποίο μαζί υπάρχει με διαφορετικούς τρόπους, γιατί διαφορετικά δεν θα ήταν βαθμοί. Η αρχή επομένως απαιτεί ομοιότητα και ανομοιότητα, ή ομοιότητα-ανομοιότητα, ανομοιότητα-ομοιότητα που δεν είναι τίποτα άλλο από την ίδια την αρχή της μεταφυσικής αναλογίας»[42].
Με άλλα λόγια, όλα κατευθύνονται προς τον ίδιο σκοπό, που είναι ο Θεός· και αυτό σε μια οντολογική συνέχεια όντων που προχωρά σύμφωνα με κρίκους μιας αλυσίδας που βασίζεται σε συνεχώς αυξανόμενη τυπική ομοιότητα.
Το να υποστηρίζουμε ότι «η εξουσία των πάπων επί του χρονικού δεν είναι ούτε χρονική ούτε πολιτική με τη χρονική έννοια του όρου» ισοδυναμεί με το να βλέπουμε το ζήτημα από μια απλοϊκή, επειδή μονοσήμαντη, οπτική γωνία. Πράγματι, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί τα στοιχεία ότι ο Πάπας (αλλά αυτό ισχύει και για τον Αυτοκράτορα), πέρα ​​από τη δική του «λειτουργία», είναι πάντα και σε κάθε περίπτωση ένας άνθρωπος βυθισμένος στο «χρονικό». Το άτομο που επενδύεται με «εξουσία» δεν ασκεί τη λειτουργία του εντελώς ανεξάρτητα από τη δική του «θέληση»· και ως εκ τούτου δεν είναι δευτερεύουσας σημασίας να λάβουμε υπόψη τι θα μπορούσε να καθορίσει την πτώση του σε αυτό που ο Δάντης ονομάζει cupiditas: το οποίο είναι μια πληγή που προκύπτει από την οντολογική συνθήκη που προέρχεται από το «προπατορικό αμάρτημα». Το παπικό αλάθητο, επιπλέον, εγγυάται μόνο όταν μιλάει ex cathedra και όχι ως άτομο.
Από αυτή την άποψη, τα λόγια του Augusto Del Noce φαίνονται ακριβή όταν, στις αρχές της δεκαετίας του '70, σκεπτόμενος τη Χριστιανική Δημοκρατία της εποχής και το μείγμα εκκοσμίκευσης και κληρικαλισμού στην καθολική πολιτική, έγραψε: «Αν ο κληρικαλισμός σημαίνει πολιτικοποίηση του κλήρου που συμπίπτει με την αδυναμία της θρησκείας και την απώλεια της ηθικής εξουσίας του ίδιου του κλήρου, ίσως ποτέ το φαινόμενο δεν έχει παρουσιαστεί σε τόσο έντονη μορφή και με τόσο θρησκευτικά επικίνδυνο τρόπο· επειδή μια τέτοια πολιτικοποίηση συμπίπτει στις τελικές της συνέπειες με αυτό που σήμερα ονομάζεται «οριζόντια» αντίληψη, που στοχεύει στις γήινες πραγματικότητες, της θρησκευτικής ζωής […]. Συνεπώς, από θρησκευτική άποψη, υπάρχει σήμερα μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ για έναν αντικληρικαλισμό τύπου Δάντη· ο οποίος, επιπλέον, συνελήφθη σε εποχές που πλησίαζε μια θρησκευτική κρίση, η οποία δεν είναι χωρίς αναλογία με την τωρινή»[43].
Αυτή η αξιολόγηση εμπνεύστηκε από τον στοχασμό του Giacomo Noventa, για τον οποίο «ο κληρικισμός είναι το ελάττωμα και ο κίνδυνος όλων των θρησκειών και δεν συνίσταται στην επιβεβαίωση των αναγκών του κλήρου, της λατρείας, της εξομολόγησης, του λόγου, που όλες οι θρησκείες ορθώς αναγνωρίζουν, αλλά στη διακήρυξή της επάρκειάς τους, […] δηλαδή, συνίσταται στην ανάθεση στον κλήρο του καθήκοντος να είναι θρησκευτικός (και πολιτικός, NdA) και για εμάς, να υπερασπίζεται τη θρησκεία και για εμάς, και στην ανάθεση σε αυτόν όλων των καθηκόντων και όλων των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτό»[44].
Με άλλα λόγια, ακριβώς υπό το φως όλων αυτών, σύμφωνα με τον Del Noce «δεν είναι ότι ο Δάντης σκοπεύει να πολεμήσει τις cupiditas του κλήρου για να σώσει την αυτονομία του Κράτους», αλλά μάλλον «η ανάγκη να διαποτίσει πλήρως τη δημόσια ζωή με τη θρησκεία που τον οδηγεί στη διάκριση των τάξεων»[45].
Η συνειδητή προσοχή του Δάντη στη διάκριση που πρέπει να γίνει μεταξύ της ανθρώπινης «ατομικότητας» όσων ασκούν το παπικό ή αυτοκρατορικό αξίωμα και της «υπερατομικότητας» του δικού τους λειτουργήματος υπογραμμίζεται επίσης από τον ίδιο τον Gilson, απαντώντας σε μια περαιτέρω Δαντική αντίρρηση, που υπάρχει στη Monarchia, εναντίον των υπερασπιστών του παπικού πρωτείου in temporalibus: «Η πλειοψηφία συλλογίζεται ως εξής: Ο Θεός είναι ο κυρίαρχος του χρονικού καθώς και του πνευματικού· τώρα, ο Ανώτατος Ποντίφικας είναι ο αντιπρόσωπος του Θεού, επομένως ο Ανώτατος Ποντίφικας είναι κύριος του χρονικού καθώς και του πνευματικού· κάτι που θα ίσχυε αν ο αντιπρόσωπος του Θεού ήταν ο ίδιος ο Θεός. Κανένας αντιπρόσωπος, είτε θεϊκός είτε ανθρώπινος, δεν είναι ίσος με αυτόν του οποίου είναι αντιπρόσωπος. Η απόδειξη είναι ότι μπορεί να λάβει εξουσία, αλλά όχι να την παραχωρήσει με τη σειρά του. Ας προσθέσουμε ότι δεν μπορεί ποτέ να κάνει όλα όσα είναι δυνατά για την κεφαλή του, όπως φαίνεται ξεκάθαρα στην περίπτωση του πάπα, του οποίου η εξουσία, η οποία προέρχεται από τον Θεό, δεν περιλαμβάνει τη δύναμη να κάνει θαύματα ή να δημιουργεί. Καμία κεφαλή δεν μπορεί να αντικατασταθεί από έναν αντιπρόσωπο που είναι ίσος με αυτόν και η ίδια η ιδέα είναι παράλογη· στην πραγματικότητα Ένας βίκαρος δεν μπορεί να κάνει τίποτα παρά μόνο χάρη στη δύναμη της κεφαλής του (βλ. Monarchia III 7)»[46].
Από αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε όχι μόνο την ανομοιομορφία ενός παπικού πρωτείου in temporibus, αλλά και την ανάγκη να διατηρήσουμε την ακλόνητη επίγνωση του γεγονότος ότι το ανθρώπινο άτομο, όποιος κι αν είναι, δεν είναι αυτόματα άτρωτο από τις συνέπειες του «προπατορικού αμαρτήματος», το οποίο, όπως έχουμε ήδη υπενθυμίσει, είναι αυτό που το καθιστά ευάλωτο στο να πέσει σε cupiditas.
Έτσι, η κατοχή «πολιτικής ή θρησκευτικής εξουσίας» παραμένει «υπερατομικής» φύσης, καθώς λαμβάνεται μόνο «σε αντιπροσωπευτική διαχείριση» από τον Θεό, και ως εκ τούτου παύει κάθε φορά που ο άνθρωπος προδίδει την ορθή και κατάλληλη διοίκησή της. Αυτή η συζήτηση, ωστόσο, εγείρει περαιτέρω ζητήματα, ειδικά όσον αφορά το «παπικό αλάθητο» σε θέματα πίστης και το «αυτοκρατορικό αλάθητο» σε θέματα απονομής δικαιοσύνης. Αλλά δεν θα σταθούμε σε αυτό εδώ.

Άμεση και Έμμεση Εξουσία του Παπισμού

Για να επιστρέψουμε συγκεκριμένα στο ζήτημα του κατά πόσον η εξουσία του Παπισμού επί του «χρονικού» είναι κατάλληλη ή όχι, πρέπει να πούμε ότι ο Gilson δεν ασχολείται ποτέ λεπτομερώς η διαφορά μεταξύ του δόγματος της potestas directa ή indirecta in temporalibus του παπισμού, ένα θέμα που εξακολουθεί να συζητείται σήμερα σε πιο παραδοσιακούς καθολικούς κύκλους.
Στο απόσπασμα που μόλις παραθέσαμε (βλ. σημείωση 41 παραπάνω), είδαμε πώς την ορίζει ως «άμεση». Ωστόσο, υπάρχουν και άλλα σημεία όπου φευγαλέα αναφέρεται στην ύπαρξη μιας αντίληψης της παπικής εξουσίας ως «έμμεσης»: ειδικά όταν την ανατρέχει σε αυτήν που προσιδιάζει στον Άγιο Θωμά[47].
Όπως και να 'χει, το ερώτημα είναι ύψιστης σημασίας όταν αναφερόμαστε

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ - Cornelia de Vogel -- «Εγώ ειμι ο Ων»(3)

   Και η σημασία του για μια χριστιανική φιλοσοφία.

Συνέχεια από  Δευτέρα 1η Δεκεμβρίου 2025

Ας περιοριστούμε όμως σ’ αυτά που είπαμε ως εδώ. Το θέμα μας ήταν η χριστιανική φιλοσοφία, και σύμφωνα με τη δική μου τοποθέτηση – αρκετά παρ’ όλα αυτά σκανδαλώδη για ορισμένους θωμιστές – ο άγ. Θωμάς υπήρξε χριστιανός φιλόσοφος. Ο ίδιος επεδίωξε φυσικά να διακρίνει τη φιλοσοφία από τη θεολογία, παρατηρώντας ότι η φιλοσοφία δεν βασίζεται στην αποκάλυψη, όπως η θεολογία. Διέκρινε δε τα δυό γνωστικά αντικείμενα κατά τη μέθοδο. Όταν επρόκειτο για προβλήματα που λύνονται με τη λογική, τα χειριζόταν ως φιλόσοφος, κι έκανε σταθερά χρήση των επιχειρημάτων των Ελλήνων φιλοσόφων. Αυτό που ανακαλύπτουμε ωστόσο σ’ αυτόν δεν είναι επ’ ουδενί καθ’ εαυτή ελληνική φιλοσοφία. Πρόκειται για ελληνική σκέψη, κυριαρχούμενη από ένα χριστιανικό πνεύμα .Μελετώντας τον άγ. Θωμά, ο μη χριστιανός γνώστης της αρχαίας φιλοσοφίας βρίσκεται κατά κάποιον τρόπο σ’ ένα πεδίο καθαρά ελληνικής φιλοσοφίας. Αναγνωρίζει αρχαία ελληνικά στοιχεία σε κάθε του βήμα. Αλλά καθώς εκπλήσσεται ανακαλύπτοντας σ’ αυτόν τον χριστιανό του 14ου αιώνα μια τόσο βαθειά εξοικείωση με τη σκέψη της αρχαίας Ελλάδας και των όψιμων καρπών της, όπως ο νεοπλατωνισμός του Πλωτίνου, θα αισθανθεί έντονα την αλλαγή του πνευματικού κλίματος : η ελληνική φιλοσοφία δεν είναι πλέον στον άγ. Θωμά η καθ’ εαυτό ελληνική φιλοσοφία. Κυριαρχείται πραγματικά από ένα νέο πνεύμα, που βλέπει μακρύτερα κι έχει τις δικές του βεβαιότητες. Συνοψίζοντας θα λέγαμε πως δεν είναι διόλου προφανές ότι ο γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας θα αισθανθεί, αν δεν είναι ο ίδιος χριστιανός, «άνετα» διαβάζοντας για παράδειγμα το πρώτο μέρος της Summa theologica. Ας υποθέσουμε όμως ότι αισθάνεται αρκετό ενδιαφέρον κι όχι τόσο μεγάλη ταραχή, και συνεχίζει για λίγο τη μελέτη του : είναι πιθανό ωστόσο πως στα αισθήματά του δεν θα κυριαρχεί επ’ ουδενί ο θαυμασμός, αλλά μάλλον ένα είδος ενόχλησης. Και για ποιον λόγο; Όχι επειδή υπάρχει κάποια έλλειψη διανοητικής δύναμης ή ακρίβειας στον άγ. Θωμά, ούτε επειδή κυριαρχούν στη σκέψη του παράλογα «συναισθήματα» αντί για τη λογική. Αλλ’ επειδή αυτό το τόσο καθαρό και λογικό πνεύμα είναι ένα πνεύμα χριστιανικό, το οποίο διαθέτει σαν τέτοιο προοπτικές και βεβαιότητες ξένες σ’ αυτούς που δεν γνωρίζουν τη χριστιανική πίστη και απωθητικές σε όσους την έχουν απαρνηθεί.

Ο άγ. Θωμάς είναι λοιπόν –ας το παραδεχτούμε – ένας χριστιανός φιλόσοφος. Κι αυτό σημαίνει ότι είναι η χριστιανική αποκάλυψη, παρούσα στο πνεύμα του, εκείνη που τον οδηγεί, με κάποιον τρόπο που εγώ αγνοώ, στην ανακάλυψη των φιλοσοφικών του λύσεων, στην απόρριψη μιας άποψης και στην αποδοχή κάποιας άλλης. Και μήπως δεν είναι αυτό, σε τελευταία ανάλυση, απολύτως φυσικό; Η χριστιανική πίστη δεν είναι, στο σύνολό της, μια ενδιάθετη μόνο κατάσταση εμπιστοσύνης; Περιλαμβάνει επίσης βεβαιότητες θεωρητικής φύσης, που δεν περιορίζονται σε μια γνώση προβλημάτων που υπερβαίνουν απόλυτα την ανθρώπινη κατανόηση. Είναι επίσης μια γνώση που αφορά στο καθαρό πεδίο της διάνοιας. Γιατί υπάρχουν αρκετά ερωτήματα στα οποία έχει πρόσβαση η ανθρώπινη διάνοια και τα οποία απέκτησαν, φωτισμένα απ’ την αποκάλυψη, δεδομένη κατά κάποιον τρόπο, μορφή γι’ αυτούς που έχουν πίστη.

Επιτρέψτε μου να σας αναφέρω ένα σύγχρονο παράδειγμα. Κάποιος που έμαθε να σκέφτεται με τη μέθοδο του Καντ είναι εξοικειωμένος με την άποψη ότι αυτό που αποκαλούμε πραγματικότητα, δηλαδή η φύση ή το σύμπαν, είναι κατά κάποιον τρόπο δημιούργημα του ανθρώπινου πνεύματος κι ότι η καθ’ εαυτό πραγματικότητα δεν είναι προσιτή στη διάνοιά μας. Εισέρχεται λοιπόν αργότερα, με τη θεία χάρι, στον πνευματικό κόσμο της χριστιανικής πίστης και αντιλαμβάνεται τις νέες του βεβαιότητες. Μελετά επισταμένως το κείμενο της Γενέσεως : Εν αρχή εδημιούργησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην, και παρατηρεί κάποιες αλλαγές. Υπάρχει κατ’ αρχάς μια πραγματικότητα έξω από μας, που δεν εξαρτάται απ’ το πνεύμα μας. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη. Εφόσον εξαρτώνται η ύπαρξη κι οι ιδιότητες αυτής της σχετικής πραγματικότητας απ’ την απόλυτη Πραγματικότητα, που είναι ο Θεός, πρέπει να δεχθούμε ότι υπάρχει μια αναλογία ανάμεσα στο απόλυτο Είναι και τη σχετική πραγματικότητα. Οι όροι τού είναι και της αιτίας που αφορούν αποκλειστικά στη δική μας πραγματικότητα, σύμφωνα με τον Καντ, εμφανίζονται εφαρμόσιμες στο απόλυτο Είναι του Θεού σύμφωνα με μιαν έννοια αναλογίας και δια της υπεροχής (τού Είναι τού Θεού).

Η δομή της φιλοσοφίας μεταβάλλεται έτσι για τον Καντιανό μας που έγινε χριστιανός. Βρίσκεται μπροστά στην ανάγκη να ανακατασκευάσει το σύστημά του. Ορισμένες θέσεις και αρνήσεις κεφαλαιώδους σημασίας που αποδέχθηκε προηγουμένως σαν αληθινές και απαραίτητες, αποδεικνύονται τώρα εσφαλμένες.

Παρόμοια φαινόμενα εμφανίζονται χωρίς αμφιβολία και στους νέους χριστιανούς των πρώτων αιώνων της εποχής μας. Αν ήσαν μορφωμένοι, το πνεύμα τους θα είχε διαμορφωθεί απ’ την ελληνική φιλοσοφία, είτε τη στωϊκή, είτε την πλατωνική, είτε τη νεοπλατωνική. Κι αυτοί μελέτησαν επίσης το κείμενο «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην». Το αποτέλεσμα το βρίσκουμε, για παράδειγμα, στον Θεόφιλο Αντιοχείας (13) και στον συγγραφέα της Cohortatio ad Graecos, που διαμαρτύρονται έντονα κατά της θεωρίας του Πλάτωνα και των Πλατωνικών, όπως την αντιλήφθηκαν, ότι η ύλη αντιτίθεται δηλαδή στον Θεό με την έννοια μιας θετικής και αντίστοιχης αρχής. Ο άγ. Αυγουστίνος μελέτησε επισταμένως αυτό το κείμενο. Ερμηνεύει τον «ουρανό» ως τις καθαρά πνευματικές υπάρξεις, δηλαδή τους αγγέλους. Με τον ίδιον τρόπο το ερμήνευσε πριν απ’ αυτόν κι ο Ωριγένης. Γιατί αδυνατούν να κάνουν, ως χριστιανοί, αυτό που έκανε πριν απ’ αυτούς ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς, για τον οποίον «ουρανός» σημαίνει τον καθαρό κόσμο των παραδειγματικών Ιδεών, που είναι ο Λόγος, πρωτότοκος υιός του Θεού. Ούτε ο Ωριγένης, ούτε ο άγ. Αυγουστίνος θα μπορούσαν να δώσουν παρόμοια ερμηνεία, γιατί ο Λόγος, που είναι ο Υιός, δεν είναι γι’ αυτούς δημιούργημα. Οι Ιδέες ανήκουν λοιπόν γι’ αυτούς στην ίδια την ουσία του Θεού. Ταυτίζονται με τη Σοφία, που ανήκει στην ουσία του Θεού (15) και συμπεριλαμβάνονται έτσι στη θεία σκέψη.

Το απόσπασμα της Εξόδου ΙΙΙ 14, Εγώ ειμί ο ών ,προσφέρει επίσης ένα σημαντικό αντικείμενο προς μελέτη σε όλους τους χριστιανούς συγγραφείς της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα. Πώς το αντιλήφθηκαν όμως ;

Ας εξετάσουμε τα κείμενα (16).

Άγ. Αθανάσιος, στο De synodis 35 : Όταν ακούμε να λέγεται: « Εγώ ειμί ο ών» (17) και «Ακουσε Ισραήλ, ο Κύριος ο Θεός σου είναι ο μόνος Κύριος» (18), και «εγώ ειμί ο παντοδύναμος Θεός» (19), την απλήν και μακαρίαν και ακατάληπτον του Όντος ουσίαν νοούμεν (20). – Διότι ακόμη κι αν δεν είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε αυτό που Εκείνος είναι, παρ’ όλα αυτά, όταν αναφέρονται ο Πατήρ, ο Θεός και ο Παντοδύναμος, αυτήν την του όντος ουσίαν σημαινομένην νοούμεν.

Το αξιοσημείωτο στο απόσπασμα αυτό του αγ. Αθανασίου είναι ότι γι’ αυτόν τον χριστιανό του 4ου αιώνα ο Θεός είναι απλούστατα «η ίδια η ουσία του Οντος». Ερμηνεύει λοιπόν κατ’ αυτόν τον τρόπο και το απόσπασμα της Εξόδου ΙΙΙ 14, αλλά και άλλα αποσπάσματα απ’ την Πεντάτευχο, που αναφέρονται στον Κύριο και στον Παντοδύναμο. Αυτό που χαρακτηρίζει κυρίως το ανεξερεύνητο είναι, δηλαδή τον Θεό, είναι για τον άγ. Αθανάσιο η ουσία του Όντος.

Ο άγ. Εφραίμ λέει στο Adv. Haereses, sermo 53, πως το ουσιαστικότερο όνομα του Θεού είναι ο Ων. Γιατί διατηρεί το όνομα αυτό ο ίδιος για τον Εαυτό του. Δεν το χρησιμοποιεί για να καλέσει καμμιάν άλλην ύπαρξη, όπως συμβαίνει με τα άλλα του ονόματα.

Ουσία είναι αυτό που αποκαλεί ο Πλάτων το όντως ον : το ον με την απόλυτη έννοια, το τέλειο και καθαρό ον.

Ο άγ, Ιλαρίων θεωρεί επίσης την ονομασία ο Ων ως την πλέον κατάλληλη για τον Θεό (21). «Αντιλαμβάνεται κανείς ότι τίποτε δεν είναι πιο αντιπροσωπευτικό του Θεού από το ο Ων (non enim aliud proprium magis Deo quam esse intellegitur). Το γεγονός ότι είναι ο Ων σημαίνει ότι δεν μπορεί ούτε να σταματήσει ούτε να έχει αρχίσει κάποτε να υπάρχει. Αλλ’ αυτό που είναι, χάρις στη δυνατότητα μιας άφθαρτης μακαριότητας, χωρίς διακοπή, δεν ήταν ποτέ και δεν θα είναι ποτέ δυνατόν να μην υπάρχει. Γιατί δεν υπόκειται ούτε στην κατάργηση ούτε στη δημιουργία αυτό που είναι θείο. Κι εφόσον είναι απόλυτη η αιωνιότητα του Θεού, μόνο η λέξη ο Ων μπορεί να δείξει αξιόπιστα ότι είναι άφθαρτα αιώνιος».

Ας ακούσουμε τώρα και τον άγ. Γρηγόριο τον Νανζιανζηνό, στην 4η θεολογική του ομιλία (22). «Στον βαθμό που μπορούμε να το κατανοήσουμε, τα ονόματα ο Ων και ο Θεός είναι αυτά που πλησιάζουν περισσότερο την ουσία Του. Και ιδιαίτερα το ο Ων. Όχι μόνο γιατί αυτό το όνομα έδωσε ο Θεός εντολή στον Μωυσή να μεταφέρει στον λαό του, αλλά και γιατί αυτό το όνομα θεωρούμε το πλέον κατάλληλο. Γιατί το όνομα «Θεός» προέρχεται από το θέειν η αίθειν, απ’ τα οποία τον μεν πρώτο σημαίνει το αεικίνητο, ενώ το δεύτερο αυτό που κατακαίει τις κακές έξεις. Γι’ αυτό και ονομάζεται «πύρ καταναλίσκον» ο Θεός. Αυτές οι ονομασίες είναι ωστόσο ακόμη μερικές, δεν έχουν δηλαδή απόλυτη έννοια. Παρόμοια και ως προς το «Κύριος», που θεωρείται κι αυτό όνομα του Θεού. Γιατί λέει: «Εγώ κύριος ο Θεός σου, τούτο εστί το όνομά μου». Εμείς όμως αναζητούμε τη φύση που είναι το Είναι καθ’ εαυτό, και δεν σχετίζεται προς κάτι άλλο· το δε ον είναι πράγματι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Θεού και ολόκληρο, μη περατούμενο ή περικοπτόμενο από κάτι πριν ή μετά απ’ αυτόν».


(Συνεχίζεται)