N. A. BERDYAEV (BERDIAEV)
ΜΕΛΕΤΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ JACOB BOEHME
Μελέτη II. Η διδασκαλία για τη Σοφία και τον Ανδρόγυνο.
Ο J. Boehme και το ρεύμα της ρωσικής Σοφιολογίας. (1930 - #351)
I. (β)
Η εικόνα του Θεού είναι μια «männliche Jungfrau» {«άρρην παρθένος»}, ούτε γυναίκα και ούτε άνδρας. Γι' αυτό η πεσμένη ψυχή φωνάζει: «Gieb mir zu trinken deines suessen Wassers der ewigen Jungfrauschaft!» {«Δώσε μου να πιω από τα γλυκά νερά της αιώνιας παρθενίας σου!»}.
Η παρθενία του ανθρώπου δεν σημαίνει την απόσχιση και την απομόνωση της αρσενικής φύσης από τη θηλυκή και της θηλυκής από την αρσενική, αλλά αντίθετα, την ενοποίησή τους. Ο παρθενικός άνθρωπος δεν είναι μισός άνθρωπος, δεν είναι άνθρωπος κομμένος στα δύο. Τόσο το αρσενικό όσο και το θηλυκό είναι μισά, δηλαδή όντα χωρισμένα στα δύο .Ο ασκητισμός και η απάρνηση από κάθε μισό τους, είτε είναι το αρσενικό είτε το θηλυκό, δεν είναι ακόμα η ολότητα ούτε η παρθενία, δεν είναι ακόμα η επιστροφή στον άνθρωπο της χαμένης Παρθένου του.
Τέτοια είναι οι συμπεράσματα από τη διδασκαλία του Boehme για τη Σοφία και τον ανδρόγυνο. Σε αυτό ο Boehme είναι μοναδικός.Η μυστικιστική διαίσθηση του Boehme για τον ανδρόγυνο μπορεί να τεκμηριωθεί από τη σύγχρονη επιστήμη, η οποία αναγκάζεται να παραδεχτεί το δίφυλο της ανθρώπινης φύσης. Η απλή διαφοροποίηση μεταξύ αρσενικής και θηλυκής φύσης δεν έχει απόλυτο χαρακτήρα. (Η σχολή του Φρόιντ ευνοεί μια τέτοια κατανόηση της σχετικής πτυχής της ημι-διαφοροποίησης. Ο Φρόιντ ισχυρίζεται ότι το φύλο ρέει σε ολόκληρο τον οργανισμό του ανθρώπου). Ο άνθρωπος είναι ένα ον με διπλή ταυτότητα φύλου, αλλά με μεταβλητό βαθμό παρουσίας της αρσενικής και της θηλυκής αρχής. Ένα ον που θα ήταν απολύτως αρσενικό ή απολύτως θηλυκό, δηλαδή μισό σε απόλυτο βαθμό, δεν θα ήταν ανθρώπινο. Μια γυναίκα που δεν θα είχε καθόλου αρσενικό στοιχείο δεν θα ήταν ανθρώπινη, αλλά μάλλον ένα κοσμικό στοιχείο, στο οποίο θα έλειπε η ιδιότητα του προσώπου, η προσωπικότητα. (Ο Bachofen εξέφρασε με μεγάλη ευφυΐα την ιδέα του σχετικά με την θηλυκή και την αρσενική αρχή. Στη συσχέτιση της αρσενικής και της θηλυκής αρχής βλέπει μια συμβολική συσχέτιση μεταξύ του ήλιου και της γης, μεταξύ του πνεύματος και της σάρκας. Βλέπε την εξαιρετική έκθεση του Bachofen στο βιβλίο του Georg Schmidt, «Bachofens Geschichtsphilosophie» {«Η φιλοσοφία της ιστορίας του Bachofen»}, 1929.) Ένας άνδρας που δεν θα είχε καθόλου θηλυκό στοιχείο θα ήταν ένα αφηρημένο ον, στερημένο από οποιαδήποτε κοσμική βάση και οποιαδήποτε σύνδεση με την κοσμική ζωή.
Η φύση του ατόμου είναι ανδρόγυνη, αποτελείται από ένα συνδυασμό της αρσενικής και της θηλυκής αρχής. Αλλά η αρσενική αρχή είναι κυρίως ανθρωπολογική και δημιουργική, ενώ η θηλυκή αρχή είναι κυρίως κοσμική και γεννήτωρ. Και σε αυτό το πλαίσιο μπορούν να αναπτυχθούν οι διαισθητικές ιδέες/ενοράσεις του Boehme. Η μυστικιστική έννοια της αγάπης περιλαμβάνει επίσης την αναζήτηση της ανδρόγυνης εικόνας, δηλαδή μιας ολοκληρωμένης ακέραιας ολότητας, η οποία είναι ανέφικτη εντός των ορίων/περιορισμών της ψυχοσωματικής διάταξης της σύστασης του ανθρώπου, προϋποθέτει μια έξοδο πέρα από αυτήν. Στο ίδιο πνεύμα είναι και το πολύ αξιόλογο άρθρο του Vl. Solov'ev, «The Meaning of Love» (Η έννοια της αγάπης).
Η ανδρόγυνη εικόνα του ανθρώπου δεν διαθέτει μια επαρκή φυσική εικόνα επί της γης, εντός των φυσικών μας συνθηκών.Ο ερμαφροδιτισμός είναι μια παραμορφωμένη και αρρωστημένη καρικατούρα της. Ο μύθος σχετικά με τον ανδρόγυνο ανήκει στους πολύ παλιούς μύθους της ανθρωπότητας. Αυτός ο μύθος βρίσκει την αιτιολόγησή του σε μια αρκετά βαθιά και εσωτεριστική ερμηνεία του βιβλίου της Γένεσης, αν και δεν είναι χαρακτηριστικός σε καμία από τις επικρατούσες θεολογικές διδασκαλίες. Ωστόσο, μια διδασκαλία σχετικά με τον ανδρόγυνο μπορεί να βρεθεί στην Καμπάλα.
Οι θεολογικές διδασκαλίες που φοβούνται οποιαδήποτε διδασκαλία σχετικά με τον ανδρόγυνο την αρνούνται και, ως συνέπεια του εξωτερικού τους χαρακτήρα, αρνούνται επίσης τον Ουράνιο Άνθρωπο, τον Αδάμ Κάδμον, και διδάσκουν μόνο για τον γήινο, τον φυσικό και εμπειρικό άνθρωπο, δηλαδή δέχονται μόνο μια ανθρωπολογία τύπου Παλαιάς Διαθήκης, που έχει τεθεί αναδρομικά από την προοπτική της αμαρτίας.
Ο Μπαίμε, ωστόσο, διέκρινε μια ουράνια και σεραφική ανθρωπολογία, την ουράνια προέλευση του ανθρώπου.Η ανθρωπολογία του Boehme είναι συνδεδεμένη με τη Χριστολογία. Η Χριστολογία και η Μαριολογία του είναι συνδεδεμένες με τη διδασκαλία για τη Σοφία και το ανδρόγυνο.
Ο Boehme διδάσκει σαφώς την ανδρόγυνη πλευρά του Χριστού: «er weder Mann noch Weib war, sondern eine männliche Jungfrau» («Δεν ήταν ούτε άνδρας ούτε γυναίκα, αλλά μάλλον μια άρρην παρθένος»). Ο Boehme δίδαξε ότι ο Θεός ενσαρκώθηκε ως Πρόσωπο μόνο στον Χριστό, στη Δεύτερη Υπόσταση της Αγίας Τριάδας, και επομένως ο Χριστός έπρεπε να είναι ανδρόγυνος, μία παρθενική νεότητα, δηλαδή η εικόνα του τέλειου Προσώπου.
Ο ίδιος ο Χριστός δεν ήταν μόνο ούτε αρσενικός ούτε θηλυκός με την γήινη έννοια, αλλά μας ελευθέρωσε επίσης από την επιρροή του αρσενικού και του θηλυκού.«Und als Christus am Kreuz unser jungfraeulich Bild wieder erloesete vom Manne und Weibe, und mit seinem himmlischen Blute in goettlicher Liebe tingirte; als er diess vollbracht hatte, so sprach er: Es ist vollbracht!» («Και καθώς ο Χριστός επάνω στον Σταυρό απελευθέρωσε και λύτρωσε εκ νέου την παρθενική μας εικόνα από τη διάκριση του άνδρα και της γυναίκας, και την σφράγισε με το ουράνιο Αίμα Του μέσα στη θεία Αγάπη, αφού ολοκλήρωσε το έργο αυτό είπε: «Τετέλεσται»).
Ο Χριστός μεταμόρφωσε τη διαφθαρμένη φύση του Αδάμ. Ακολουθώντας τον Απόστολο Παύλο, ο Μπαίμε διδάσκει συνεχώς για τον Αδάμ και τον Χριστό, για τον Παλαιό και τον Νέο Αδάμ. «Christus wurde ein Gottmensch, und Adam und Abraham in Christo ein Menschgott». («Ο Χριστός έγινε Θεάνθρωπος, και ο Αδάμ και ο Αβραάμ, εν Χριστῷ, Ανθρωπόθεος»). Αυτό σημαίνει επίσης ότι ο Θεός ενσαρκώθηκε, έγινε άνθρωπος, ώστε ο άνθρωπος να μπορέσει να θεωθεί, να γίνει θεός. Στον Boehme μπορούν να βρεθούν στοιχεία αυτής της διδασκαλίας για τη θεανθρωπότητα, η οποία στη ρωσική σκέψη αναπτύχθηκε κυρίως από τον Βλαντιμίρ Σολοβιόφ.
Ο Χριστός στην ανθρώπινη υπόστασή Του πέθανε στην οργή του Θεού και αναστήθηκε στην αιωνιότητα κατά τη θέληση του Θεού. Η ανθρώπινη φύση, ωστόσο, έπρεπε να παραμείνει, έπρεπε να διαρκέσει. «Verstehet, dass die Natur des Menschen soll bleiben, und ist nicht ganz von Gott verstossen, dass also ein ganz fremder neuer Mensch sollte aus dem
Alten entstehen; sondern aus Adams Natur und Eigenschaft, und aus Gottes in Christi Natur und Eigenschaft, dass der Mensch sei ein Adam-Christus; und Christus ein Christus-Adam; ein Menschgott, und ein Gottmensch» («Να κατανοείτε ότι η φύση του ανθρώπου πρέπει να παραμείνει και δεν έχει απορριφθεί ολοκληρωτικά από τον Θεό, και ότι επίσης ένας εντελώς καινούργιος άνθρωπος πρέπει να προκύψει από τον παλιό· γιατί τόσο από τον Αδάμ θα προέρχεται η φύση και η ποιότητα, όσο και από τον Θεό εν Χριστῷ, έτσι ώστε ο άνθρωπος να είναι ένας Αδάμ-Χριστός· και ο Χριστός ένας Χριστός-Αδάμ· ένας Ανθρωπόθεος και ένας Θεάνθρωπος»).
Εδώ, βεβαίως, οι λέξεις Ανθρωπόθεος και Θεάνθρωπος έχουν διαφορετική σημασία από ό,τι στον Ντοστογιέφσκι. Ο Μπαίμε καταλήγει με τόλμη στο συμπέρασμα της χριστιανικής διδασκαλίας σχετικά με τον Αδάμ και τον Χριστό. «Nun ist aber doch Adam in seiner Natur, und Christus in der goettlichen Natur Eine Person worden, nur ein einiger Baum» {«Τώρα, λοιπόν, ο Αδάμ μέσα στη δική του φύση και ο Χριστός μέσα στη θεία φύση έγιναν ένα Πρόσωπο, ένα και μοναδικό δέντρο»}.
Αυτό είναι επίσης αυτό που θα ονόμαζα Χριστολογία του ανθρώπου. Εν Χριστῷ, ο άνθρωπος μεταφέρεται στον Ουρανό, στην Αγία Τριάδα.Ο άνθρωπος-Αδάμ, μέσω του θανάτου της κακής θέλησης, μεταμορφώνεται σε Χριστό. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι, σύμφωνα με τον Boehme, ο Χριστός ήταν απλώς ένας θεωμένος άνθρωπος. Ο Χριστός είναι η Δεύτερη Υπόσταση της Αγίας Τριάδας, αλλά στη Δεύτερη Υπόσταση ενυπάρχει μια ουράνια ανθρωπότητα, μια ουράνια ανθρώπινη φύση.
Στην παραδοσιακή θεολογία δεν έφτασε ποτέ στο τελικό της σημείο η διδασκαλία ότι ο Χριστός ήταν ο Δεύτερος Αδάμ. Ο εξωτερικός χαρακτήρας της θεολογίας καθορίστηκε από την καταπίεση του ανθρώπου από την αμαρτία. Ο Boehme προσπάθησε να δει πιο μακριά και πιο βαθιά, αλλά εκφράζει αυτό που βλέπει αντινομικά, με αντιφάσεις και μερικές φορές ακόμη και με σύγχυση.
Αρχικά διαισθάνθηκε ότι ο άνθρωπος ζει σε τρεις κόσμους, στο σκοτάδι, στο φως και στον εξωτερικό κόσμο. Από εδώ προκύπτει η δυσκολία της ενατενίσεως και της γνωστικής αντιλήψεως του ανθρώπου, καθώς το φως παραμορφώνεται τόσο από το σκοτάδι όσο και από τον εξωτερικό κόσμο.Αλλά ο Χριστός, σύμφωνα με τον Boehme, πήρε την ανθρώπινη φύση του όχι μόνο από τον Ουρανό, αλλά και από τη γη, αλλιώς θα παρέμενε ξένος προς εμάς και δεν θα ήταν σε θέση να μας ελευθερώσει.
Ο Boehme δεν ήταν μονοφυσιτής. Λέει για τον Χριστό:
«Also verstehest du, dass dieser Engel groesser ist als ein Engel in Himmel; denn er
hatte (1) einen himmlischen Menschenleib, und hat (2) eine menschliche Seele, und (3) hat er die ewige Himmelsbraut, die Jungfrau der Weisheit, und hat (4) die heilige Trinitaet, und koennen wir recht sagen: Eine Person in der heiligen Dreifaltigkeit im Himmel, und ein wahrer Mensch im Himmel, und in dieser Welt ein ewiger Koenig, ein Herr Himmels und der Erden». {Καταλάβετε, λοιπόν, ότι αυτός ο Άγγελος είναι ανώτερος από έναν άγγελο στον Ουρανό· διότι (1) έχει ένα ουράνιο ανθρώπινο σώμα, και (2) έχει μια ανθρώπινη ψυχή, και (3) έχει την αιώνια ουράνια Νύμφη, την Παρθένο της Σοφίας, και (4) έχει την αγία Τριάδα· και μπορούμε δικαίως να πούμε: είναι ένα Πρόσωπο μέσα στην αγία Τριάδα στον Ουρανό, και αληθινός Άνθρωπος στον Ουρανό, και μέσα σε αυτόν τον κόσμο αιώνιος Βασιλεύς, Κύριος του Ουρανού και της Γης.
Η ενσάρκωση του Χριστού οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ανθρωπότητά Του είναι παρούσα παντού.«Nun so er denn Mensch ist worden, so ist ja seine Menschheit ueberall gewesen, wo seine Gottheit war; denn du kannst nicht sagen, dass ein Ort im Himmel und in dieser Welt sei, da nicht Gott sei; wo nun der Vater ist, da ist auch sein Herz in ihm, da ist auch der heilige Geist in ihm. Nun ist sein Herz Mensch worden, und ist in der Menschheit Christi» {«Τώρα λοιπόν, καθώς έγινε άνθρωπος, η ανθρώπινη φύση Του έχει επεκταθεί παντού, όπου υπήρχε η Θεότητά Του (η θεία του Φύση)· διότι δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει κάποιος τόπος στον Ουρανό ή σε αυτόν τον κόσμο όπου δεν υπάρχει ο Θεός. Όπου λοιπόν είναι ο Πατέρας, εκεί είναι και η Καρδιά Του μέσα σε Αυτόν, εκεί είναι και το Άγιο Πνεύμα μέσα σε Αυτόν. Τώρα η Καρδιά Του έγινε άνθρωπος και βρίσκεται μέσα στην ανθρώπινη φύση του Χριστού»}.
Αυτή η σκέψη για την παρουσία του Χριστού παντού και ως Άνθρωπος που διαπερνά όλη τη ζωή είναι πολύ κοντά στη ρωσική θρησκευτική σκέψη με αυτή του Μπουχαρέφ. Η διδασκαλία του Μπαίμε σχετικά με το θάνατο του Παλαιού Αδάμ και την αναγέννηση εν Χριστώ είναι απόλυτα σύμφωνη με την παραδοσιακή χριστιανική διδασκαλία. Διδάσκει για την αναγέννηση και για το ότι ο Χριστός ζει ήδη μέσα στον άνθρωπο, όπως δίδασκαν και οι χριστιανοί μυστικιστές. Αυτό αντιπροσωπεύει μια εξέλιξη της σκέψης του Αποστόλου Παύλου.
Συχνά λέει ότι «wohnet denn Christus in Adam, und Adam in Christo» {«γιατί ο Χριστός ενοικεί στον Αδάμ, και ο Αδάμ στον Χριστό»}. Η εγγύτητα και η στενή σχέση μεταξύ Θεού και ανθρώπου, μεταξύ Ουρανού και γης, αντιπροσωπεύει για τον Boehme την ίδια την ουσία του Χριστιανισμού.«Gott muss Mensch werden, Mensch muss Gott werden, der Himmel muss mit der Erde Ein Ding werden, die Erde muss zum Himmel werden» {«Ο Θεός οφείλει να γίνει Άνθρωπος, ο Άνθρωπος οφείλει να γίνει Θεός, ο Ουρανός έπρεπε να γίνει ένα με τη γη, η γη έπρεπε να γίνει Ουρανός»}.
Από αυτά είναι προφανές το πόσο άστοχη θα ήταν οποιαδήποτε κατηγορία εναντίον του Boehme για μια τάση προς τον μανιχαϊκό δυϊσμό. Χαρακτηριστικό του Boehme είναι ότι πάντα αναζητούσε τη σωτηρία από το κακό στην Καρδιά του Ιησού Χριστού και βρήκε σε Αυτόν τη δύναμη της απελευθέρωσης και της μεταμόρφωσης του κόσμου.
Σύμβολο του πρώιμου μυστικιστή του 17ου αιώνα Γιάκομπ Μπέμε, το οποίο περιλαμβάνει τα ονόματα «Christus», «Iesus» (Ιησούς) και «Immanuel», τοποθετημένα γύρω από μια ανεστραμμένη καρδιά, στο εσωτερικό της οποίας βρίσκεται μια Τετρακτύς από φλεγόμενα εβραϊκά γράμματα του Τετραγράμματου· και στο κάτω μέρος, το Πενταγράμματο.