Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

Σεργίου Μπουλγκάκοφ : Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (6)

Συνέχεια από : Κυριακή, 13 Μαρτίου 2011

Δεύτερο κεφάλαιo.

ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ.

Ο Καντ έχει εμπλεχθή εδώ στον ίδιο τον δικό του ιστό της αράχνης κι έχει γίνει ένα θύμα της προκατάληψης, σαν να μην υπήρχε έξω απ’ την – κατανοημένη επιπλέον στενά και λανθασμένα ακόμη – υλική φύση (αισθητικότητα) καμμιά γνώση, ενώ μιλάει όμως ο ίδιος για τη «σκέψη» ως μιαν ενέργεια του «γνωσιολογικού Εγώ». Αλλά αν τα βλέπη αυτό το Εγώ όλα, τα σκέφτεται όλα και τα γνωρίζη όλα, δεν θά ’πρεπε τότε να είναι πραγματικά ικανό, να δη και τον εαυτό του; Αλλά τί άλλο απ’ την αντίληψη της συνείδησης του Εγώ μέσω του Εγώ παριστούν τότε οι ίδιες οι παρατηρήσεις του Καντ, που αποδεικνύει –ακριβώς όπως ο παλαιός σοφός, ο οποίος ως απάντηση στον ισχυρισμό, πως δεν υπήρχε καμμιά κίνηση, άρχισε να περπατά πέρα δώθε – με την πράξη, με τη διδασκαλία του για τη σχετική μη γνωσιμότητα του Εγώ τη γνωσιμότητά του; Θέτει, με άλλα λόγια, παρ’ όλ’ αυτά το πρόβλημα του Εγώ και το λύνει. Απέναντι σ’ έναν τέτοιον υπερ-κριτικισμό, που οδηγεί μόνο σε αυτοεξαπάτηση και αυταπάτες, μπορεί να θυμηθή κανείς μονάχα την παρακίνηση του Χέγκελ, να πέση κανείς στο νερό, αν θέλη να μάθη να κολυμπά, αντί να στέκεται σκεπτόμενος στην όχθη. Η σκέψη μας κατέχει στην πραγματικότητα ένα ισχυρό εργαλείο (όργανο) και για την αυτογνωσία, το οποίο δεν μπορεί να της το αρπάξουν· κι αυτό είναι η ανάκλαση (Reflexion- αντανάκλαση, λογισμός, διαλογισμός…), κι ακριβέστερα: η αυτοανάκλαση, που βρήκε μιαν τόσο ευρεία χρήση στον Φίχτε και τον Χέγκελ. Το (γνωσιολογικό) Εγώ μπορεί να αντανακλάση (να διαλογιστή) το ίδιο ως απλή «λειτουργία» (αν υποθέσουμε, πως υπάρχει μια τέτοια λειτουργία χωρίς αυτό που λειτουργεί) πάνω στον εαυτό του, μπορεί να καταστήση τον εαυτό του αντικείμενο της σκέψης, της ιδέασης (Ideation), της θεωρίας. Σ’ αυτό συνίσταται η έννοια της ταυτολογίας, που δεν είναι κατ’ ουσίαν απολύτως καμμιά ταυτολογία και μωρία: Εγώ είναι Εγώ. Το δεύτερο Εγώ είναι κατηγορούμενο, το Εγώ γίνεται το ίδιο το δικό του κατηγορούμενο. Δεν μπορεί να είναι φυσικά το Εγώ (ή και κάθε αντικείμενο της πρότασης – υποκείμενο - που καταλαμβάνει τη θέση του) ταυτόχρονα τόσο αντικείμενο της πρότασης όσο και κατηγορούμενο, αυτό αποκλείεται – αλλά και τίποτα περισσότερο. Εξίσου δίκαια θα μπορούσε να ισχυριστή ο Καντ το αδύνατο της γνώσης κάθε οιουδήποτε αντικειμένου της πρότασης, κάθε δηλ. έννοιας. Και κατά κάποιον τρόπο είναι αυτό και ορθό, καθόσον δηλαδή αποκαλύπτεται κάθε αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο) μόνο μέσω του κατηγορουμένου, ακόμα κι ενάντια στο ότι μένει, ως τέτοιο, μεταφυσικό για τη σκέψη, ότι είναι ένα ερώτημα, στο οποίο υποδηλώνει το κατηγορούμενο την απάντηση. Περιέχεται η ερώτηση στην απάντηση; Ναι και όχι – γιατί δεν θα ήταν καμμιά απάντηση η απάντηση, αν δεν προϋπέθετε, δεν περιείχε στον εαυτό της την ερώτηση, αλλά θα ήταν εξίσου λίγο απάντηση, αν επανελάμβανε μόνον απλώς την ερώτηση. Κατά τον Καντ διακρίνεται το Εγώ από κάθε αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο), από κάθε συγκεκριμένο Εγώ ή αντικείμενο με το ότι είναι αυτόχρημα (εντελώς) ως «μεταφυσική συναίσθηση» το αντικείμενο της πρότασης, το αντικείμενο των αντικειμένων της πρότασης (ή: το υποκείμενο των υποκειμένων), σε σχέση προς το οποίο είναι κάθε αντικείμενο της πρότασης κατά κάποιον τρόπο ήδη κατηγορούμενο, μεταφυσικά μη καθαρό. Αυτό δεν παραπέμπει όμως στην κενότητα και αφαιρετικότητά του, που ανήκει στη λογική λειτουργία, αλλά στην καθολικότητά του και το μεταφυσικό, οντολογικό του περιεχόμενο, οδηγεί δηλ. αναγκαστικά μέσω της θύρας της γνωσιολογίας στη μεταφυσική, στην περιοχή της γενικής διδασκαλίας του Είναι (ή: της ύπαρξης). Γιατί απέχει πόρρω για τον Καντ να είναι κάθε ζωντανό Εγώ, που αποκαλεί με όνομα τον εαυτό του, ένα «μεταφυσικό» Εγώ: - (εγώ) θέλω, αγαπώ, πεινάω, σκέπτομαι, βλέπω κ.τ.λ. Ένα τέτοιο Εγώ δεν είναι ουδόλως ακόμα ένα γνωσιολογικό Εγώ: αυτό το τελευταίο είναι σε κείνο ένα εξωχώριο μόνο σημείο, που διεισδύει χωνοειδώς στο αδιαφανές επίγειο βασίλειο του ψυχολογικού Εγώ, είναι ένα Υπερ-εγώ στο Εγώ, το οποίο είναι σε σχέση μ’αυτό (με κείνο) μόνον το πρόσωπό του (η όψη του), το κατηγορούμενό του. Το Εγώ αυτό παριστά φυσικά στην αινιγματικότητα και χιμαιρικότητά του (Chimären…) ένα αίνιγμα για τη σκέψη, μπροστά στο οποίο είδε να στέκεται εντελώς άμεσα τον εαυτό του ο Φίχτε. Αλλά και στον Καντ οδηγεί σε ολόκληρη την ήδη αναφερθείσα πληθώρα από ασάφειες και αντιφάσεις. Η πιο σημαντική συνίσταται στο ότι είναι υποχρεωμένος να αποδώση ταυτόχρονα ύπαρξη και μη-ύπαρξη σ’ αυτό το Εγώ ο Καντ. Κι αυτό είναι σωστό με την έννοια, με την οποία μπορεί να εφαρμοσθή για τη διάκριση μεταξύ φαινομένου και νοουμένου. Το νοούμενο δεν έχει κανένα είναι (ύπαρξη) στον κόσμο των φαινομένων, και δεν είναι ωστόσο ταυτόχρονα και κανένα Μηδέν, γιατί προσήκει σ’ αυτό ως αληθώς υπάρχον αν όχι είναι, ωστόσο όμως ύπαρξη, κι αυτή είναι η πηγή, που καθιστά δυνατή τη φαινομενολογική του ανάπτυξη, κι αυτή η ανάπτυξη είναι Είναι, το Είναι του νοούμενου στα φαινόμενα. Αποδεικνύεται έτσι το «πράγμα καθ’ εαυτό» όχι μόνο μια «οριακή έννοια», που δηλώνει τα όρια της εμπειρίας, χωρίζει την εμπειρία απ’ τη μη-εμπειρία, δεν ανήκει σε καμμιάν απ’ τις δυό και μετέχει ωστόσο και στις δυό. Το «πράγμα καθ’ εαυτό» είναι (το…) αληθώς υπάρχον, το οποίο θέτει (στοιχειοθετεί, καθορίζει…) το υφιστάμενο (το υπάρχον…) και έχει σ’ αυτό την ύπαρξή του (το είναι του). Δεν μπορεί να ειπωθή γι’ αυτό, ότι είναι, αλλά σ’ αυτό ανήκει το Είναι, είναι το πραγματικό αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο) του κάθε δεδομένου κατηγορουμένου. Μέσω αυτής της σχέσης του νοουμένου προς τη φαινομενικότητα, μέσω αυτής της συγκεκριμένης ιδέας χαρακτηρίζεται η ουσία (Substanz), και με την καντιανή έννοια είναι το «μεταφυσικό Εγώ», δηλ. η υπόσταση, το μόνο πραγματικό νοούμενο. Ο Καντ δεν παρέχει στην «Κρ. τ. κ. λ.» βασικά καμμιά διδασκαλία για την προσωπικότητα, και παρ’ όλο που είναι, όπως αποδεικνύεται στις περαιτέρω Κριτικές – ιδιαιτέρως στην «Κριτική του πρακτικού λόγου» - , η διδασκαλία του πέρα για πέρα ανθρωπολογική, και μάλιστα ανθρωπομορφική (σ.σ.: Μπορεί να βρη κανείς απ’ αυτήν την άποψη στον Καντ φράσεις, που ξενίζουν με τον ανθρωπομορφισμό τους στον ύψιστο βαθμό), δεν παρέχει εδώ καμμιάν ανθρωπολογία κι επίσης – λεπτομερειακά – καμμιά διδασκαλία για το πρόσωπο (Person). Παρέρχεται, χωρίς να το παρατηρήση, τον κρατήρα, που άνοιξε τυχαία μπροστά του και οδηγεί στο βάθος της γης, την ίδια του τη διδασκαλία για το πρόσωπο. Τον συναντά ωστόσο εκ νέου στη διδασκαλία του για την ελευθερία και τον νοητό (ιδεατό) χαρακτήρα. Αποδεικνύεται εδώ, ότι βάσει του νοητού του χαρακτήρα είναι το υποκείμενο, «που υποτάσσεται» εμπειρικά «σε όλους τους νόμους του προσδιορισμού κατά την αιτιώδη σχέση…», «εφ’ όσον είναι νοούμενο…», «ανεξάρτητο και ελεύθερο» από κάθε «φυσικήν αναγκαιότητα», ότι «δεν συμβαίνει… τίποτα σ’ αυτό», δεν εκτελείται καμμιά μεταβολή, «ότι αρχίζει τις ενέργειές του στον φυσικό κόσμο αφ’ εαυτού… Θα συναντώντο έτσι λοιπόν ελευθερία και φύση… σε ακριβώς τις ίδιες πράξεις, ανάλογα με το αν τις παραβάλλη κανείς με τη νοητή ή (ευ)αισθητή τους αιτία, ταυτόχρονα και χωρίς καμμιάν αντίφαση» (568-569). Από εδώ φαίνεται πως πρέπει να γίνη ένα μόνον ακόμα βήμα περαιτέρω και να μεταφερθή αυτή η διδασκαλία και στον χαρακτηρισμό της σχέσης μεταξύ του «μεταφυσικού υποκειμένου» της γνώσης και της ίδιας της γνώσης. Αυτό το βήμα το έκανε ο Φίχτε για τον Καντ, ενώ οι Καντιανοί συγκρατούνται συνήθως στη μεταφυσικότητα και παραμερίζουν προσεχτικά τη διδασκαλία των νοουμένων. Θα μιλήσουμε γι’ αυτό και αργότερα, εδώ πρέπει να τονίσουμε μόνον ακόμα, ότι στη θεωρητική φιλοσοφία του Καντ, την ανθρωπολογία, λείπει και η διδασκαλία για το πρόσωπο: δεν υπάρχει, όπως παρατηρήθηκε ήδη, κανένα άλλο πρόσωπο, το καθένα υφίσταται μόνο στον ενικό, γιατί το προσιτό στην εμπειρία ψυχικό Εγώ δεν είναι ένα μεταφυσικό Εγώ, ενώ αυτό το τελευταίο δεν μπορεί να γίνη αντίθετα, ως απλή λογική λειτουργία, αντικείμενο προφανώς της εμπειρίας. Γι’ αυτό δεν είναι σύμφωνα με τη θεωρητική φιλοσοφία του Καντ τα ανθρώπινα άτομα πρόσωπα, αλλά εμφανίζονται ως σωροί ιδιοτήτων, ως ένα καθορισμένο μέσω της γνωσιολογικής συνείδησης «αντικείμενο». Ενίοτε τα χρειάζεται ωστόσο, και χωρίς να λέη πολλά λόγια, τα παράγη τότε μαγικά (όπως το είδαμε στον χειρισμό του προβλήματος του Εγώ, όπου παρατίθενται ξαφνικά υποθέσεις, για το πώς θα παριστάνονταν το πράγμα σ’ έναν αμέτοχο παρατηρητή): η αποδοχή της ύπαρξης ενός άλλου Εγώ ως μιας ξένης και επιπλέον γνωσιολογικής συνείδησης αποδεικνύεται αναγκαία και στην απάντηση του ερωτήματος για την αντικειμενικότητα μιας κρίσης, που σημαίνει όμως: για την καθολική ισχύ για κάθε συνείδηση (ιδίως στα «Προλεγόμενα» - “Prolegomena”). Αυτό το δογματικό λαθρεμπόριο λαμβάνει χώρα στον Καντ στην πρακτική του φιλοσοφία, όπου η έννοια του προσώπου βρίσκεται στο επίκεντρο, εντελώς ανοιχτά: «… ονομάζονται αντίθετα λογικές υπάρξεις πρόσωπα, γιατί η φύση τους τις διακρίνει ήδη ως σκοπούς αυτές καθ’ εαυτές, ως κάτι δηλ., που δεν μπορεί να μεταχειρισθή απλώς ως μέσο» κ.τ.λ. (Θεμελίωση στη μεταφυσική των εθίμων, Φιλοσοφ. Βιβλ. σ. 53). Σ’ αυτή τη βάση έχει ανεγερθή ολόκληρο το οικοδόμημα της «Κριτικής του πρακτικού λόγου» (“Kritik der praktischen Vernunft”). Υπάρχει μεταξύ της θεωρητικής και της πρακτικής φιλοσοφίας του Καντ μια εντελώς πασιφανής ασυμφωνία, που δεν μετριάζεται ουδόλως με την αναγγελία της πρωτοκαθεδρίας του πρακτικού λόγου (ή: λογικής). Η διδασκαλία για το μεταφυσικό Εγώ αποτελεί το πραγματικά ουσιαστικό, τον πυρήνα του καντιανού ιδεαλισμού ή γνωσιολογισμού, όπως έχει επιβεβαιωθή αυτό μάλιστα με την περαιτέρω πορεία της εξέλιξης της φιλοσοφίας. Η πραγματική κατάσταση των πραγμάτων συσκοτίστηκε ωστόσο με το ότι άγεται ολόκληρο το καντιανό οικοδόμημα σύμφωνα με ένα εντελώς διαφορετικό σχέδιο και από ένα εντελώς άλλο κέντρο. Υπάρχουν στην πρώτη γραμμή γνωσιολογικά εμπόδια και αποσυναρμολογημένα μέρη του γνωσιολογικού μέσου (εργαλείου), που καλύπτουν εντελώς τον ίδιον τον αεροπόρο. Ο Φίχτε κι ο Χέγκελ είδαν μιαν απ’ τις ελλείψεις της καντιανής γνωσιολογίας στο ότι δεν συνάγονται (συμπεραίνονται) σ’ αυτήν οι μορφές της γνώσης, αλλά διαιρείται η «ραψωδία των κατηγοριών» σύμφωνα με εξωτερικά, σχολαστικά, και κάποτε αυθαίρετα σχήματα. Οι κατηγορίες αυτές αναφέρονται τόσο στο κατηγορούμενο όσο και στο συνδετικό ρήμα είμαι, είναι γενικώς μορφές σκέψης και γνώσης, δεν βρίσκονται ωστόσο σε μιαν οργανική σχέση με το κατηγορούμενο, αλλά με το αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο), αποτελούν το γνωσιολογικό Εγώ, που ρίχνει το δίχτυ του πάνω στην ύλη της γνώσης, πάνω σ’ αυτό το Κάτι. Γι’ αυτό το Κάτι είτε δεν μπορεί να δηλώση κανείς απολύτως τίποτα (σ.σ.: «… πώς είναι γενικώς δυνατή η εξωτερική θεώρηση σ’ ένα σκεπτόμενο υποκείμενο, δηλαδή αυτή του χώρου – μια πλήρωσή του, μορφή και κίνηση - ; Δεν είναι δυνατό να βρη κανένας άνθρωπος μιαν απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, και δεν μπορεί να πληρώση ουδέποτε κανείς αυτό το κενό της γνώσης μας, αλλά να το δηλώση μόνον αποδίδοντας τα εξωτερικά φαινόμενα σ’ ένα μεταφυσικό αντικείμενο, το οποίο είναι η αιτία αυτού του είδους των παραστάσεων, που δεν το γνωρίζουμε όμως καθόλου, ακόμα κι αν αποχτήσουμε ποτέ κάποιαν έννοια γι’ αυτό» - Κρ. τ. κ. λ., 1η έκδ., 393), όπως το πίστεψε ο ίδιος ο Καντ, ή πρέπει να διαπιστώση όμως κανείς μια χασμωδία στη γνώση, ένα κομμάτιασμα υποκειμένου και αντικειμένου, τον διαχωρισμό τους το ένα απ’ το άλλο, με το οποίο γίνεται κάθε πράξη της γνώσης ένα αίνιγμα: με ποιον τρόπο μπορεί γενικώς να συλληφθή κάτι στο γνωσιολογικό δίχτυ κι από πού προέρχεται αυτή η σύλληψη. Το πρόβλημα, το οποίο αποπειράθηκε να λύση ο Καντ, πώς είναι γενικώς δυνατή η γνώση, που σημαίνει: η αντικειμενική γνώση, έγινε μετά απ’ αυτόν ακόμα πιο αινιγματικό απ’ ό,τι υπήρξε ανέκαθεν, κατέλαβε μόνον μιαν άλλη θέση, μεταφέρθηκε στη σχέση μεταξύ μορφής και περιεχομένου της γνώσης. Γι’ αυτό γεννήθηκε στη βάση των ερευνών του Καντ η «γνωσιολογία», γι’ αυτό είναι το πρόβλημα της φύσης της συνείδησης απ’ τη μια μεριά και του αντικειμένου της γνώσης απ’ την άλλη ακριβώς στους Καντιανούς στην ημερησία διάταξη. Το πρόβλημα της «γνωσιολογικής συνείδησης» γίνεται πραγματεύσιμο ως επί το πλείστον στο επίπεδο του εμπειρισμού (Immanentismus), με την έννοια δηλ., ότι κάθε περιεχόμενο της γνώσης είναι εμπειρικό (ενυπάρχον, μη μεταφυσικό) στο υποκείμενο.

Ως π ρ ώ τ ο ν   ψ ε ύ δ ο ς  της φιλοσοφίας του Καντ και ταυτόχρονα ως η θεμελιακή της ιδιομορφία πρ έπει να χαρακτηρισθή ο υποκειμενισμός ή εγωκεντρισμός (Egozentrismus) της. Διαρρηγνύει βίαια (φυσικά μόνο στην αφαίρεση) την ζωντανή ενότητα της ύλης (ουσίας), το αδιαχώριστο υποκειμένου και αντικειμένου ως αντικειμένου της πρότασης και κατηγορουμένου, νοουμένου και φαινομένου, και βρίσκονται ασύνδετα ή και απολύτως ασυμβίβαστα απ’ τη μια μεριά το υποκείμενο με τις αποσπασμένες από κάθε ζωντανή εμπειρία μορφές (σχήματα) και κατηγορίες, μέσα στις οποίες εκχύνεται δήθεν το ξένο προς αυτές υλικό των αισθήσεων, των ερεθιζόντων (προσβαλλόντων) πραγμάτων, κι απ’ την άλλη απέναντι αυτό το ασχημάτιστο, αδιαμόρφωτο, αδιαπέραστο για τη σκέψη, προσβάσιμο το πολύ-πολύ σ’ ένα «μη γνήσιο (ψεύτικο) συμπέρασμα» (Πλάτων) υλικό. Πώς πρέπει να ξαναπαραχθή αυτή η διαρραγείσα συνάρτηση; Και πώς πρέπει να εννοηθή η ίδια η γνώση κι η συνείδηση μπροστά σ’ αυτό το ρήγμα στην εμπειρία, στο οποίο χάνεται (εξαφανίζεται) η σκέψη σε κάθε βήμα; Και τί γνωρίζεται λοιπόν τελικά, τί είναι το αντικείμενο της γνώσης; Ο εξοικειωμένος με τη νεώτατη φιλολογία των Καντιανών αναγνώστης θα συλλάβη τον εαυτό του να ενθυμείται τις βασικές της κατευθύνσεις και τις διάφορες απαντήσεις του εξαιρετικά μοιραίου ερωτήματος για το αντικείμενο της γνώσης. Θα αναληφθούν οι πιο απεγνωσμένες προσπάθειες, για να απελευθερωθή κανείς απ’ τον μαγεμένο κύκλο του σολιψισμού, χωρίς να γίνη ωστόσο ούτε ένα βήμα πέρα απ’ αυτόν, για να σωθή και να θεμελιωθή το «αντικείμενο της γνώσης», χωρίς να εγκαταλειφθή επιπλέον το έδαφος του γνωσιολογικού υποκειμενισμού. Η μεταφυσική διάγνωση (Diagnose) όλης αυτής της χαρακτηριστικής ασθένειας σε γνωσιολογισμό δεν μπορεί παρά να διατυπωθή ως εξής: απόσπαση (βίαιος διαχωρισμός) της υπόστασης απ’ τη φύση, του υποκειμένου απ’ το αντικείμενο. Αυτό βρίσκει ωστόσο γνωσιολογικά μιαν πολλαπλή έκφραση και οδηγεί προσέτι σε μια σειρά από εκπλήξεις. Απ’ τη μια πλευρά αμφισβητείται φυσικά ο προσδιορισμός του γνωσιολογικού υποκειμένου μέσω του περιεχομένου του, μέσω δηλ. των κατηγοριών και μορφών γνώσης, της «καθαρής λογικής» και της «καθαρής συνείδησης», το a priori της γνώσης. Απ’ την άλλη πλευρά αναλαμβάνονται απόπειρες, να ορισθή το «αντικείμενο της γνώσης», το a posteriori (εκ των υστέρων) του. Αποδεικνύεται εδώ η δυνατότητα ενός καθαρού και συνεπούς εμπειρισμού, που εκφυλίζεται αναγκαία στον υποκειμενικό πανλογισμό (Panlogismus) του esse = percipi (είμαι = αντιλαμβάνομαι). Ο κόσμος ή το αντικείμενο της γνώσης μεταβάλλεται εδώ αναπόφευκτα σε μιαν ψευδαίσθηση, στην οποία αναζητείται, με την απεγνωσμένη προσπάθεια να υπερνικηθή ο σολιψισμός, μάταια το στέρεο έδαφος της αντικειμενικότητας (ο Schuppe και η σχολή του). Γίνονται όμως επιπλέον εκ νέου απεγνωσμένες απόπειρες, να υπερνικηθή κάθε «δεδομένο» και να αναλυθή (να αναχθή) το αντικείμενο σε μια λογική κατηγορία, να αφεθή μόνον το a priori στη γνώση και να αποπεμφθούν όλα τα ερεθίζοντα πράγματα στο σκυθρωπότατο σκοτάδι του ψυχολογισμού, για να τραφή κανείς πραγματικά φυσικά και ακλόνητα απ’ αυτά. Αυτό κάνει ο Cohen, που θέλει να υποτάξη τον κόσμο, παράγοντας (συνάγοντας) το «αντικείμενο της γνώσης» απ’ την «καθαρή», «επιστημονική γνώση». Γι’ αυτό γίνεται γι’ αυτήν την (κοεϊανή) κατεύθυνση του νεοκαντιανισμού η επεξεργασία των βασικών στοιχείων της σκέψης, που ανταποκρίνονται (αντιστοιχούν) στις αισθήσεις και οιονεί αφορμές απ’ τα πράγματα καθεαυτά στη διδασκαλία του Καντ, το αποφασιστικό (κρίσιμο) και ταυτόχρονα μοιραίο πρόβλημα. Επιτελείται εδώ μέσω όλων των εφικτών τεχνασμάτων, με προσέλκυση της μαθηματικής έννοιας του απειροστικού (λογισμού…) η εξίσωση κι – όσο είναι αυτό δυνατό – η κατάργηση της διαφοράς μεταξύ … του κόσμου του Θεού και του Μηδενός (που δεν επιχειρεί να το κάνη γενικώς ο εξελικτισμός). Η «καθαρή πηγή (προέλευση)» στη «λογική της καθαρής γνώσης» του Cohen είναι το πρότυπο μιας τέτοιας σοφιστικής διαλεκτικής, που προσπαθεί να υποσκάψη και να αναλύση εντελώς το παράλογο (irrational) «δεδομένο» και να οργανώση ορθολογικά πέρα για πέρα την πραγματικότητα, να την προϋποθέση – να την υποκειμενοποιήση δηλ. εν τέλει.

( συνεχίζεται )

Aμέθυστος

4 σχόλια:

ΑΡΧΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ είπε...

Προσωπικά και από ό,τι είμαι 'σε θέση να γνωρίζω,έχει συντελεσθή εξινδουισμός και 'στο

νεογαλλικό,'στο μοδέρνο γαλλικό πολιτισμό και πνεύμα.Ένας Γκάντι ή ένας Σιντάρτα Γκαουτάμα

'σε γαλλοποιημένη και ελαφρύτερη έκδοση,συμβατή προς το ''απελευθερωμένο'' και

''απελευθερωτικό'' γαλλικό πνεύμα.Παράδειγμα τούτου ο Κλεζιό.Διαφόρως πως,ο ηδονισμός του

εξινδουισμού και εκβουδδισμού των ψευδογαλατικών απομειναρίων με την ύστερη δικαιολογία τυο

πόθου για μία ''χρυσή εποχή'',για ένα ''χρυσούν αιώνα'' καταπατώντας διαπαντός τη

Χριστιανοσύνη και ακροβολιζόμενοι 'στις ψυχωτικές επιθυμίες ενός γκουρουιστή

ψευδοδιδασκάλου,ενισχύοντας,τοιουτοτρόπως,έτι περαιτέρω την ιστορική ενθύμηση των ιπποτών

της παποσύνης.

Όσο γαλλομαθής και γαλλόφωνος και να είμαι,αδυνατώ να αμφισβήτησω και να αναιρέσω τα

αντιγαλλικά μου αισθήματα,π α ρ ά τη σύγχρονη στροφή των προς τη Ρωμανία.Το ιεροποιημένο των

όσο και φρενοβλαβές σκιάχτρο,πάνθεο,ψευδοηρώο,είναι και η σαφέστερη απόδειξη της βελτίστης

των δοξαστικής κουφότητας.Π α ρ ε κ τ ό ς και εάν βλέπουμε πως η σαμπάνια και το μαγειρείο,ο

πολιτειολόγος Ρουσσώ και ο στοχαστικός όσο και πολυμήχανα δοκησίσοφος Ρεμπώ,θεμελιώνουν και

συνιστούν το απαύγασμα και την απαντοχή,τον απάνεμο λιμένα και το έρμα της φιλοσόφου γλώττης

των.

Αγνοώ για Γερμανούς και θα ζητούσα μία πληροφόρηση,μία ενημέρωση.Πού κινείται,πού

βαδίζει,πού πορεύεται,πού στοιχίζεται η σημερινή Γερμανία 'σε φιλοσοφικό και θεολογικό

επίπεδο;'Σε νεοκαντιανούς και νεοχεγκελιανούς;'Σε παλαιομαρξιστές και αυτό με την

επιβίωση-αναβίωση και επάνοδο του γνωστικού πνεύματος,επανεπενδεδυμένου;Eκπληκτικό αυτό,αν

είναι αληθές,κατά την εργασία,με τη συσχέτιση Μαρξισμού-Γνωστικισμού.Εκπληκτικό και συνάμα

ερμηνευτικό,αυτοδήλως,του ευρωπα'ι'κού αποχριστιανισμού,έχω την πεποίθηση.

ΑΡΧΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ είπε...

Ενεγράφη συγκεκομμένα και όχι συνεχώς το σχόλιο.Μάλλον από αβλεψία 'δική μου κατά τη μεταφορά του.

''......με την ύστερη δικαιολογία τ ο υ πόθου......''.

ΑΡΧΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ είπε...

Aμέθυστε;Παρακολουθείς εδώ τι σου ζητώ;

amethystos είπε...

Αγπητέ φίλε χρόνια πολλά. Ο πρώτος μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος πού επηρεάστηκε από τήν Ινδική φιλοσοφία υπήρξε ο Σοπενάουερ. Σήμερα στήν Γερμανία συνεχίζει ο Χάϊντεγκερ. Όμως όλη η φιλοσοφία τού υποκειμένου είναι Ινδουϊστική. Ο Βουδισμός σήμερα έχει κατέβει στά εκκλησιαστικά στρώματα, όπου στά μοναστήρια καί στις ενορίες σάν μόνη πνευματική άσκηση γνωρίζουν τό διαλογισμό. Ακόμη καί οι μαρξιστές σήμερα μιλούν γιά ειρήνη όπως ο Δαλάϊ Λάμα. Η κυριαρχία είναι απόλυτη.