Συνέχεια από : Τετάρτη, 23 Μαρτίου 2011
Δεύτερο κεφάλαιo.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ.
Έναν άλλον δρόμο προς τον ίδιον σκοπό: να αποαντικειμενοποιήση (να καταστήση χωρίς αντικείμενο) το υποκείμενο και να βοηθήση έτσι τον ιδεαλισμό στη νίκη, διήλθε η σχολή του Windelband και του Rickert στο Φράιμπουργκ, που αναζητά το σημείο του μοχλού όχι στον πανκατηγορισμό (Pankategorismus) και πανμεθοδισμό (Panmethodismus), αλλά στην πλευρά του συνδετικού ρήματος «είμαι» (Kopula). Το συνδετικό ρήμα «είμαι» γίνεται υποκειμενικό, ή ακριβέστερα: υποκειμενοειδές, εννοημένο ως έκφραση της θέλησης (βούλησης) του υποκειμένου, βρίσκεται εδώ όχι στην οριστική, αλλά στην προστακτική, μετατρέπεται σ’ ένα οφείλειν (πρέπει), ενώ αποδίδεται στην εκπληρούμενη στο συνδετικό ρήμα «είμαι» πράξη της αυτοαποκάλυψης της ύλης (ουσίας) ένας θεολογικός χαρακτήρας, της προσάπτεται μια αξιολογική επένδυση, έτσι ώστε να αποδεικνύεται ως «αντικείμενο της γνώσης» το απόλυτο πρέπει. Εννοείται εδώ φυσικά ολόκληρη η εμπειρική ύπαρξη του κόσμου απλώς ως υλικό προς άσκηση στο οφείλειν (πρέπει). Επαναλαμβάνεται εδώ η ιδέα της «πρακτικής» συνείδησης, στην οποίαν ανήκει η πρωτοκαθεδρία υπεράνω του θεωρητικού στη διδασκαλία του Fichte, χωρίς να επιδεικνύη ωστόσο την αποφασιστικότητα και τη βασική σημασία, με την οποίαν τιμάται αυτή εκεί. Αναλαμβάνεται εδώ μόνον το ασθενέστερο μέρος της διδασκαλίας αυτής, ενώ η μεταφυσική αφήνεται κατά μέρος. Το να μετατρέψης τον κόσμο σ’ ένα άκαρπο και ανεκπλήρωτο πρέπει (οφείλειν) της γνώσης, να τον διατηρήσης όμως προσέτι ταυτόχρονα ως ένα συνεχώς σε υπηρεσία ευρισκόμενο εμπειρικό υλικό – αυτό είναι ένα μονότονο και στείρο αποτόλμημα, που δεν έχει τόσο πολύ αυτό καθ’ εαυτό, όσο μάλλον ιστορικά, ως μια απ’ τις παραφυάδες της καντιανής διδασκαλίας, ως ένα απ’ τα χαρακτηριστικά της αδιέξοδα, ενδιαφέρον.
Ο καντιανός ιδεαλισμός θα συνεχιστή σε μια μέχρι τα άκρα οξυμμένη και συνεπή μορφή απ’ τον Σοπενάουερ (Schopenhauer), που θεωρεί ακριβώς τη διάκριση ανάμεσα στη φαινομενικότητα του κόσμου και τα πράγματα καθ’ εαυτή ως τη βαθύτατη των καντιανών διδασκαλιών. Τα πράγματα πληρούνται καθ’ εαυτά ως γνωστόν στον Σοπενάουερ από μιαν άλογη (alogischen), τυφλή και ασυνείδητη, ανυπόστατη (unhypostatischen) θέληση (βούληση), το οποίο έχει ως προϋπόθεση την ερμηνεία ολόκληρου του κόσμου ως την «παράσταση» (ιδέα) μιας ονειρευόμενης συνείδησης. Όσο χιμαιρική (chimärenhaft) κι αν μπορή να είναι η διδασκαλία για τον «κόσμο ως βούληση-θέληση», τόσο αξίζει απ’ την άλλη μεριά πάλι ωστόσο η ακρίβεια και σαφήνεια, με την οποίαν αναπτύσσει ο Σοπενάουερ τη διδασκαλία του για τον «κόσμο ως παράσταση-ιδέα», κάθε αναγνώριση. Στη διδασκαλία για το υποκείμενο ως το αντικείμενο της πρότασης όλων των κατηγορουμένων, το οποίο (υποκείμενο…) βρίσκεται γι’ αυτό έξω το ίδιο απ’ την περιοχή της εμπειρίας, είναι μεταφυσικό γι’ αυτήν και την κοιτάζει ωστόσο έμφυτα (immanent), έφτασε ο Σοπενάουερ πολύ κοντά στην αλήθεια. «Εκείνο, το οποίο τα γνωρίζει όλα και δεν γνωρίζεται από κανένα, είναι το υ π ο κ ε ί μ ε ν ο . Είναι συνεπώς ο φορέας του κόσμου, ο γενικός (καθολικός), πάντοτε προϋποτιθέμενος όρος κάθε φαινομένου, κάθε αντικειμένου: γιατί μόνο για το υποκείμενο υπάρχει (είναι), ό, τι κι αν πάντως υπάρχη. Ως τέτοιο υποκείμενο συναντά ο καθένας τον εαυτό του, καθόσον μόνον ωστόσο γνωρίζει, κι όχι καθόσον είναι αντικείμενο της γνώσης. Αντικείμενο είναι όμως ήδη το σώμα του, το οποίο και ονομάζουμε γι’ αυτό, απ’ αυτήν την άποψη, παράσταση-ιδέα… Το υποκείμενο όμως, το γνωρίζον, και ποτέ γνωριζόμενο, δεν βρίσκεται και σ’ αυτές τις μορφές, απ’ τις οποίες προϋποτίθεται μάλλον ήδη πάντα το ίδιο: δεν του αρμόζει λοιπόν ούτε πολλαπλότητα, ούτε το αντίθετό της, ενότητα. Δεν το γνωρίζουμε ποτέ, αλλά είναι αυτό ακριβώς που γνωρίζει, όπου μόνον (κάτι…) γνωρίζεται». («Ο κόσμος ως θέληση-βούληση και ιδέα» / “Welt als Wille und Vorstellung”, τόμ. Ι, σ. 5-6, έκδ. Frauenstädtschen. Πρβλ. και ΙΙ, σ. 16-18). Όσον αφορά στη διαμάχη για την πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου, βασίζεται αυτός για τον Σοπενάουερ κατ’ αυτό το μέτρο σε μιαν παρανόηση, καθόσον δεν υπάρχει καμμιά σχέση αιτίας και ενέργειας (δράσης) μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, το οποίο υπάρχει μόνο στον κόσμο των αντικειμένων (ό.π. Ι, σ. 15). Γενικώς όμως δεν οδηγεί αυτή η ορθή και ακριβής διάκριση σε κανένα αξιόλογο αποτέλεσμα στη διδασκαλία για την υπόσταση στον Σοπενάουερ, γιατί αφανίζεται πλήρως στην άλογη ή και παράλογη διδασκαλία για την αρχική θέληση, που παράγει όλα τα ατομικά παιχνίδια, για να τα αφήση πάλι ξανά, αν είναι αναγκαίο, να σβηστούν (να εξαφανιστούν). Εν γένει φέρει το έργο του Σοπενάουερ, κοντά στο ταλέντο κι όλες τις καλλιτεχνικές ποιότητες του δημιουργού του, υπερβολικά όμως τη σφραγίδα της νοσηρότητας και μισανθρωπίας (Misanthropie). Και πάσχει επιπλέον σε μιαν εσωτερική αντίφαση, καθόσον ακολουθεί δηλαδή κατ’ αρχάς ο Σοπενάουερ μιαν εντελώς καθορισμένη, υποκειμενικο-ιδεαλιστική κατεύθυνση, για να μεταβή όμως ύστερα, στη διδασκαλία για τη θέληση, αιφνίδια σε μια φιλοσοφία της ταυτότητας.
Ο πραγματικός όμως βασιλιάς στην περιοχή του ιδεαλιστικού υποκειμενισμού είναι αναμφισβήτητα ο J. G. F i c h t e , και μάλιστα στην πρώτη περίοδο του φιλοσοφείν του (μέχρι το έτος 1800 περίπου. Εδώ ανήκουν οι δυό εισαγωγές του στη διδασκαλία της επιστήμης, η «Έννοια της διδασκαλίας της επιστήμης» και το «Σχεδιάγραμμα της ιδιορρυθμίας της διδασκαλίας της επιστήμης»). Η διδασκαλία του Φίχτε θα μας απασχολήση ακόμη σ’ ένα ιδιαίτερο παράρτημα, εδώ πρέπει να επαρκέσουν απλώς μερικές μικρές υποδείξεις ως προς το γενικό της περιεχόμενο. Η αναπτυγμένη στη φιχτιανή διδασκαλία της επιστήμης θεώρηση-θεωρία καταλαμβάνει μιαν εντελώς ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της φιλοσοφίας. Είναι η πιο ριζοσπαστική, μη δειλιώσα μπροστά στο ανόητο (παράλογο – Absurdes) απόπειρα, να σκεφτή (να στοχαστή) κανείς τη φιλοσοφία της καθαρής και αφηρημένης υποστατικότητας μέχρι τέλους. Πρόκειται για μια φιλοσοφία της ταυτότητας, που έχει υποστή ωστόσο μιαν ανατροπή: συνήθως αντιλαμβάνεται η φιλοσοφία της ταυτότητας την ύλη-ουσία ως φύση ( φ ύ σ ι ς ) , κατηγορούμενο, αντικείμενο, απ’ τα οποία προέρχεται μετά κατά έναν οποιονδήποτε τρόπο το υποκείμενο και γενικά ολόκληρος ο κόσμος της συνείδησης. Στον Φίχτε ανήκει αντίθετα η σημασία της μοναδικής ύλης-ουσίας μόνο στο Εγώ, που θέτει (καθορίζει) αφ’ εαυτού και προς χάριν του εαυτού του το Μη-Εγώ. Πρόκειται για μια φιλοσοφία ταυτότητας του απόλυτου εγωϊσμού, υποκειμενισμού, απ’ το οποίο πρέπει να «προέλθη» (να «παραχθή») κατόπιν ολόκληρο το κοσμικό οικοδόμημα. Σ’ αυτές τις άκαρπες απόπειρες μιας βίαιης αφαίρεσης εξαντλείται ο Φίχτε σε όλες τις προαναφερθείσες πραγματείες (εδώ ανήκει κι η «νεαρή» και ταλαντούχα περιγραφή του φιχτιανού ιδεαλισμού στη διατριβή του νεαρού Σέλλινγκ – Shelling για τη φιλοσοφία του Εγώ).
Η βασική σημασία του φιχτιανού συστήματος είναι όλως ισχυρή, και το φιλοσοφικό πείραμα, που μας αντιτάσσεται σ’ αυτό το μανιακό (maniakalisch) στη βασική του μονομέρεια σύστημα, εξάπαντος μοναδικό. Η έννοια αυτού του πειράματος είναι ότι, για να γνωρίση η σκέψη την αληθινή φύση του Εγώ, πρέπει να ψηλαφήση και να εξετάση τα όριά του· προς τον σκοπόν αυτόν πρέπει ωστόσο να τα προσβάλη (να τα θίξη) και να τα υπερβή (να τα παραβιάση) πραγματικά, να επιχειρήση κάτι σαν μια φιλοσοφική ζωοτομία, ως η οποία μας επιδεικνύεται μετά και το σύστημα του Φίχτε. Πριν απ’ τον Φίχτε εξαίρονταν σε όλη της την εκτυφλωτική καθαρότητα και αδιαφιλονίκηση η αλήθεια για την αδυναμία, να εξαλειφθή απ’ το πραγματικά υπάρχον (το όν) το Εγώ, και μάλιστα όχι μόνο με κείνη τη λανθασμένη και συκοφαντημένη έννοια, όπως έχει συμβή απ’ τον Σοπενάουερ στη διδασκαλία του για τον «κόσμο ως παράσταση-ιδέα», όπου αποδεικνύονταν σε τελική ανάλυση το υποκείμενο ως ένα απλώς προσωρινό και απατηλό κέντρο, ως μια απ’ τις αντανακλάσεις μιας τυφλής και ιδιότροπης αυθαιρεσίας. ‘Όχι, ο Φίχτε αντιλήφθηκε την ουσιώδη φύση του Εγώ, την αδυναμία, να το αναλύσουμε (ή: διαλύσουμε) και να το παραμερίσουμε. Το Εγώ είναι το πλησίον, το αψευδέστατο, το πρώτο. ‘Όλα πρέπει να εννοηθούν στο Εγώ και μέσω του Εγώ, να εκφρασθούν στη γλώσσα του εγωτισμού, του ατόμου (Ichheit) – αυτό είναι το ζήτημα. Το Εγώ, το αντικείμενο της πρότασης, το υποκείμενο πρέπει να υφάνη απ’ τον εαυτό του, όπως η αράχνη τον ιστό της, τον κόσμο, να γεννήση το κατηγορούμενο, να στοιχειοθετήση το Είναι. Ουδέποτε, ούτε ενωρίτερα ούτε μεταγενέστερα, δεν αναλήφθηκε καμμιά φορά η απόπειρα, να συμβιβασθούμε έτσι κατ’ αρχήν με το Εγώ, να το ισχυροποιήσουμε τόσο πολύ και να το σταθμίσουμε σε όλη τη βαρύτητά του. Ο Φίχτε στέκεται εδώ πάνω στους ώμους του Καντ, και καθώς εκφράζει την αληθινή έννοια της καντιανής διδασκαλίας, την αποκαλύπτει και την ερμηνεύει, ή τουλάχιστον ωστόσο ένα απ’ τα βασικά θέματα αυτού του δυσαρμονικού και πλούσιου σε θέματα οικοδομήματος. Το σύστημα του Φίχτε δεν είναι τίποτα άλλο απ’ την περαιτέρω εξέλιξη της καντιανής διδασκαλίας για τη «μεταφυσική ενότητα της συναίσθησης» ή το γνωσιολογικό Εγώ. Στον Καντ εμφανίζεται αυτή η διδασκαλία ακόμα και ενάντια στη θέλησή του στο προσκήνιο, ως ένα συμπέρασμα απ’ τη διδασκαλία για τις μορφές της γνώσης, ως η ελλείπουσα ακόμα σύνδεση των κατηγοριών· δεν παράγεται απ’ το Εγώ η κατηγορία, αλλά προϋποθέτουν αντίθετα οι κατηγορίες για τον εαυτό τους την αναγκαιότητα του Εγώ, που συνδέει τις κατηγορίες σε μιαν ενότητα. Στον Φίχτε τοποθετείται αντίθετα αμέσως το Εγώ στην πρώτη γραμμή, και απ’ αυτό παράγονται τότε όλες ανεξαιρέτως οι κατηγορίες, ακριβώς όπως και οι μορφές της υλικής αντίληψης, ο χώρος κι ο χρόνος. Το να παρουσιάση τη φύση του Εγώ ως λογικό κέντρο, ως κέντρο των γνωσιολογικών μορφών, να επιδείξη τον γνωσιολογικό ιδεαλισμό σ’ ολόκληρη την ισχύ και μεγαλοπρέπειά του – αυτό είναι το πρώτο και στοιχειωδέστατο καθήκον της φιλοσοφίας του Εγώ. Και αν και ο Καντ ήταν ο ίδιος ως γνωστόν κάθε άλλο παρά ενθουσιώδης για τον παρουσιαζόμενο εδώ ζήλο κατά την εξήγηση των διδασκαλιών του, είναι ωστόσο ιστορικά αναμφισβήτητο, ότι ο Φίχτε αποκάλυψε την αλήθεια για τον Καντ.
Πολύ όμως ακόμα πιο σημαντική είναι η αντίληψη του Φίχτε όχι στην κατεύθυνση προς το γνωσιολογικό, αλλά προς το μεταφυσικό. Ο Φίχτε αποδίδει στο Εγώ, στην υπόσταση, τη σημασία όχι μόνον ενός γνωσιολογικού υποκειμένου (το οποίο κάνουν με μιαν ορισμένη φορτικότητα όλοι οι νεοκαντιανοί), αλλ’ ακόμα κι αυτήν μιας μεταφυσικής ουσίας, της οποίας ολόκληρη η πληρότητα αποδίδεται πάλι στην υποστατικότητα. Η ουσία ταυτίζεται άμεσα με την υποστατικότητα, και σ’ αυτήν τη μεταφυσική ιταμότητα υφίσταται ακριβώς το πιο παράδοξο, ταυτόχρονα όμως και το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό της φιχτιανής διδασκαλίας. ‘Όλα περιλαμβάνονται στην κατηγορία του εγωτισμού (ή: εγωϊσμού), όλα είναι Εγώ, το Εγώ είναι όλα, και δεν υπάρχει τίποτα έξω απ’ το Εγώ, πέρα απ’ το Εγώ, τίποτα που δεν θα ήταν Εγώ, που θα ήταν μεταφυσικό στο Εγώ. Αυτό είναι το μεταφυσικό αίτημα της θεωρίας του Φίχτε και ταυτόχρονα και το βασικό καθήκον της. Εδώ ψηλαφεί ο Φίχτε ένα πρόβλημα εντελώς εξόχου σημασίας: το πρόβλημα της σχέσης (αναλογίας) υπόστασης και ουσίας, της συνάρτησης του Εγώ μ’ αυτό, που δεν είναι Εγώ. Αυτή η συνάρτηση είναι μυστηριώδης και ανεξιχνίαστη, μας αντιτάσσεται σ’ αυτήν το μυστικό της ουσίας, κάτι δηλ. που πρέπει να αποδεχθή κανείς, που δεν μπορεί να το αντιληφθή όμως κανείς λογικά και που δεν μπορεί να συναχθή: ούτε το Εγώ απ’ τη φύση, ούτε η φύση απ’ το Εγώ. Συνήθως διέρχεται η φιλοσοφία της ταυτότητας τον πρώτο δρόμο, τον δρόμο της απαγωγής του Εγώ απ’ τη φύση, ο Φίχτε βάδισε αντίθετα, και δεν έχει σ’ αυτό ούτε τους ομοίους του ούτε μιμητές (δεν μπόρεσε μάλιστα να κρατηθή ούτε κι ο ίδιος εξάλλου επί μακρόν στο ύψος της ίδιας του της φιλοσοφίας και απέκλινε σύντομα στο μονοπάτι ενός λαοφιλούς φιλοσοφικού κηρυγματισμού), στη διδασκαλία του της επιστήμης τον δεύτερο δρόμο και αποπειράθηκε, να τα παράξη όλα απ’ το Εγώ, να δη σε όλα μιαν κατάσταση και μόνον του Εγώ. Πώς και πού εναρμονίζεται το Εγώ μ’ αυτό, που δεν είναι Εγώ, το αντικείμενο της πρότασης με το κατηγορούμενο; Μπορούν να εννοηθούν όλα μέσω της κατηγορίας του εγωϊσμού (ή: εγωτισμού); Ο Φίχτε το αποπειράθηκε, κι έχουμε ως απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα τη διδασκαλία του της επιστήμης. Είναι γνωστό, πώς διεκπεραιώνεται αυτή η απαγωγή: γεννιέται στο απόλυτο και, προφανώς, ενιαίο Εγώ, το οποίο παίζει τον ρόλο της σπινοζαϊκής ουσίας (ύλης) ή, αν θέλη κανείς, απολύτως του Ε ν ό ς του Πλωτίνου, η αντίθεση Εγώ και Μη-Εγώ (σε όλα τα λογικά τεχνάσματα της απαγωγής δεν απόκειται καμμιά βασική σημασία, έχουν κατά βάθος, ως απλά βοηθητικά μέσα, μικρό ενδιαφέρον). Το μεγάλο, απόλυτο Εγώ εμφανίζεται εδώ ως μια μεταφυσική, ταυτόσημη με τον εαυτό της αρχή, στην οποία δεν υπάρχει καμμιά ένταση (διάσταση) και κανένας συσχετισμός Εγώ και Μη-Εγώ. Το απόλυτο Εγώ είναι η ουσία, όπως περιγράφεται πριν απ’ τη γένεση του (εμπειρικού) Εγώ και του Μη-Εγώ, της υπόστασης και της φύσης. Γι’ αυτό είναι μια απ’ τις χειροπιαστές αμφιλογίες και ασάφειες στον Φίχτε, όταν, εκκινώντας απ’ το μεταφυσικό Εγώ, το μετατρέπει σ’ ένα απόλυτο Εγώ, το οποίο το ανταλλάσσει μετά με το εμπειρικό, συνεχώς συνδεδεμένο με το Μη-Εγώ Εγώ. Δεν υπάρχει κατά βάθος μεταξύ του απολύτου και του εμπειρικού Εγώ καμμιά εγγύτερη επαφή και συγγένεια απ’ ό,τι μεταξύ της σπινοζαϊκής ουσίας και της αυτοσυνείδησης του τρόπου της, της μεμονωμένης ανθρώπινης προσωπικότητας, ή μεταξύ του Ε ν ό ς του Πλωτίνου και της αυτοσυνείδησης της μεμονωμένης ανθρώπινης ψυχής σ’ αυτόν τον κόσμο. Δεν υπάρχει εδώ καμμιά απαγωγή (λογική αφαίρεση) και δεν μπορεί και να υπάρχη. Όμως ο Φίχτε συνάγει (συμπεραίνει) με όλη του τη δύναμη, και σχηματίζει με τη βοήθεια μιας σειράς ενδιάμεσων κρίκων μιαν αλυσίδα, που συνδέει το κέντρο με την περιφέρεια. Αποδεικνύεται όμως, πως δεν υπάρχει τίποτα εκεί, στο οποίο θα μπορούσε να στερεωθή αυτή η αλυσίδα· γιατί όσο και να την επιμυκήνη κανείς, δεν επαρκεί ωστόσο ποτέ, μένει πάντοτε μια «εξωτερική πρώτη ώθηση» στο Εγώ, που δεν μπορεί να εξηγηθή, αλλά μόνο να διαπιστωθή. Για την εξήγηση αυτής της «πρώτης ώθησης» αποδεικνύεται ως αναπόδραστο, να υποτεθή κοντά στο θεωρητικό Εγώ κι ένα πρακτικό Εγώ, που έχει ανάγκη ενός φραγμού (ορίου), μιας αντίθετης τάσης στη σταθερή κίνησή του. Το πρακτικό Εγώ αποδεικνύεται ήδη ως ένα απόλυτο πρέπει (οφείλειν, δέον), και σ’ αυτήν την ανίσχυρη και ακόρεστη επιθυμία, σ’ αυτόν τον ακαταπόνητα υποσκάπτοντα σκώληκα, αυτόν τον αιώνια περιστρεφόμενο πυρακτωμένο τροχό του Δέοντος καταλήγει τελικά το εωσφορικό εγχείρημα: - να δημιουργήσης τον κόσμο σύμφωνα με την ίδια σου την εικόνα, αποσπασμένον ωστόσο εντελώς απ’ τη φύση του, απλώς και μόνον απ’ τη γυμνή, αφηρημένη υποστατικότητα. Δεν οικοδομεί φυσικά τον κόσμο ο Φίχτε, αλλά το πολύ-πολύ ένα αφηρημένο, εγωϊστικό σχήμα του κόσμου, τη μεταφυσική του μορφή. Και οι «πρακτικές ασκήσεις», το σεμινάριο του πρακτικού λόγου (λογικής), στο οποίο καταλήγει τελικά όλο αυτό το οικοδόμημα, δεν προσθέτει τίποτα αφ’ εαυτού, γιατί είναι κι εδώ η αντίθετη μόνον τάση ή ο φραγμός αναγκαίος, στην κατεύθυνση προς τη συγκεκριμενοποίηση του κόσμου ωστόσο, ενώ προς την τόσο πολύ λοιδορημένη κι ωστόσο απαραίτητη και τόσο αγαπητή σε μας «αισθητικότητα» δεν γίνεται ούτε ένα βήμα. Δεν υπάρχει ο κόσμος, γιατί αυτό δεν είναι ούτε καν ένα σχήμα του κόσμου. Και το φιχτιανό Εγώ, το απόλυτο όπως και το εμπειρικό, δεν μπορούν να γεννήσουν παρ’ όλ’ αυτά απ’ τον εαυτό τους ούτε καν μια γνήσια μύγα ή μια ζωντανή κατσαρίδα, ούτε καν μια καλάμη ή και μόνον ένα ξερό γαϊδουράγκαθο. Μοναξιά και θάνατος υπάρχει στην έρημο της εωσφορικής αφαρπαγής (απομάκρυνσης) – αυτό είναι το αποτέλεσμα του φιχτιανού εγχειρήματος, και ως μια φυσική, ίσως και αναπόφευκτα αναγκαία μάλιστα συνέπεια, ως αντίθεσή (Antithese) του, το αντικαθιστά η φιλοσοφία της φύσης, που προσπαθεί, απ’ τον Σέλλινγκ μέχρι τον Χέγκελ, να παράξη, ακριβώς αντίθετα, και το Εγώ απ’ το Μη-Εγώ – ένα όχι λιγότερο απελπισμένο εγχείρημα όπως αυτό του Φίχτε.
Μια έτι περαιτέρω όμως ιδιορρυθμία της φιλοσοφίας της αφηρημένης υποστατικότητας είναι, το ότι είναι καταδικασμένη σ’ έναν μοιραίο σολιψισμό ( δεν υπάρχει τίποτα έξω απ’ την ατομική σκέψη…). Επισημάναμε ήδη ότι η έννοια του απολύτου Εγώ ταλαντεύεται μεταξύ του συγκεκριμένου, εμπειρικού, πολλαπλού Εγώ και του ενός Εγώ, το οποίο δεν είναι βέβαια πια ένα ανθρώπινο, αλλά το θεϊκό Εγώ, έτσι ώστε η τοποθέτηση του Εγώ και του Μη-Εγώ σ’ αυτό να σημαίνη την αρχέγονη απαγωγή του Μη-Εγώ και κατ’ ουσίαν την πράξη της δημιουργίας του κόσμου. Είναι όμως άνευ ετέρου σαφές, πως η δημιουργία του κόσμου δεν σημαίνει κατά κανέναν τρόπο μιαν «απαγωγή» του κόσμου, ότι είναι μάλιστα κάτι ευθέως αντιτασσόμενο σ’ αυτήν. Χωρίς να εισέλθουμε εγγύτερα σ’ αυτές τις αμφι- και πολυσημίες, θέλουμε να περιοριστούμε απλώς και μόνο στην υπόδειξη, ότι απ’ τη άποψη του Εγώ, το οποίο δεν είναι πια ήδη απόλυτο, αλλά έχει θέσει (στοιχειοθετήσει) το Μη-Εγώ, δεν μπορεί να διαγνωσθή πια κανένα ξένο Εγώ, γιατί δεν υπάρχουν προς αυτό ούτε μέσα της «απαγωγής» ούτε και ένα γνωσιολογικό όργανο. Το Εγώ μένει αναγκαστικά στον ενικό, και το ξένο Εγώ είναι γι’ αυτό, αν έχουν έτσι τα πράγματα, μόνον ένα Μη-Εγώ, και μια «μετατόπιση» (; - “Introjektion”), μια κατά κάποιον τρόπο διαμορφωμένη μετάθεση του ομοιώματος του ιδίου Εγώ στο Μη-Εγώ, δεν μπορεί ποτέ και ουδέποτε να υπάρξη. Ο Φίχτε θα μπορούσε, με άλλα λόγια, να επιτύχη να αξιώση ακόμα κατά κάποιον τρόπο το Μη-Εγώ ως κατηγορούμενο, να αξιώση όμως ένα άλλο Εγώ, ένα Εσύ, ένα συν-αντικείμενο της πρότασης (συν-υποκείμενο) – αυτό δεν το μπορούσε, και δεν συνειδητοποίησε και ποτέ τη δυνατότητα ενός τέτοιου ζητήματος, και δεν δοκιμάζει και καθόλου να προστατευθή απ’ αυτήν την πιο επικίνδυνη απ’ όλες και πιο αδύναμα υπερασπισμένη πλευρά. Ο Καντ δεν βρίσκεται στη θεωρητική του φιλοσοφία ουδόλως σε μιαν καλύτερη θέση απ’ τον Φίχτε, γιατί δεν υπάρχει απ’ το γνωσιολογικό Εγώ, τη δέσμη κατηγοριών και σχημάτων, απ’ την «ενότητα της μεταφυσικής συναίσθησης», επίσης καμμιά μετάβαση προς την «ενότητα της μεταφυσικής συναίσθησης» αρ. 2, 3, 4 κτλ., προς το Εσύ ή Εσείς. Όμως ο Καντ γίνεται κύριος της δυσκολίας με το αξίωμα της πρακτικής φιλοσοφίας, μια λύση, που θα έπρεπε να οδηγήση φυσικά σε μιαν αναθεώρηση και μια μετασκευή όλης της θεωρίας του. (Πώς θα φαινόταν, όντως, η καντιανή διδασκαλία, αν αποτελούσε η πρακτική φιλοσοφία σ’ αυτήν, αντίστοιχα προς την «πρωτοκαθεδρία» της πρακτικής λογικής, την αφετηρία και προσδιόριζε πράγματι στα αποτελέσματά της τις βασικές προϋποθέσεις τού όλου συστήματος;) Για τον Φίχτε ωστόσο, που ρητορεύει συχνά και πρόθυμα για την «αξιοπρέπεια του ανθρώπου», δεν υπάρχει ο άνθρωπος, δεν υπάρχει το Εσύ, δεν υπάρχει απλώς τίποτα. Το Εγώ, η αφηρημένη υπόσταση, μπορεί να γεννά στην εωσφορική της έκσταση (Ekstase) μόνον την ίδια της τη σκιά, το Μη-Εγώ, και να δεσπόζη σ’ αυτό το βασίλειο των σκιών, σ’ αυτό το μεταφυσικό υπερπέραν (Scheol – εβραϊκή έννοια).
Η φιλοσοφία του Φίχτε δεν είναι μόνο μια διδασκαλία για την αφηρημένη υποστατικότητα, για το υποκείμενο χωρίς αντικείμενο, αλλά είναι και μια διδασκαλία για την μονο-υποστατικότητα. Η ουσία εμφανίζεται στον Φίχτε πάντοτε στη μια και μοναδική μορφή – σ’ αυτήν του υποκειμένου που γεννά (παράγει) τα πάντα, που δεν μπορεί να γεννήση ωστόσο στην πραγματικότητα γενικώς τίποτα, αλλά μπορεί μόνο να «θέτη», και τα «θέτει» όμως τώρα όλα μέσα απ’ τον εαυτό του. Δεν είναι δύσκολο, να αναγνωρίσουμε πάλι σ’ αυτήν την παραμορφωμένη φιλοσοφική μεταγραφή την εικόνα της π ρ ώ τ η ς υπόστασης, του Πατέρα, που δεν μπορεί να είναι ωστόσο, αποσπασμένη απ’ τις άλλες υποστάσεις κι απ’ το θεϊκό πλήρωμα (Pleroma), τη Σοφία (Sophia), ο Πατέρας χωρίς τον Υιό, ο Δημιουργός χωρίς τη δημιουργία, παρ’ όλο που αυτό ακριβώς απαιτεί. Η απόπειρα, να αναπτύξουμε απ’ το Εγώ όχι μόνον το Μη-Εγώ, αλλά και όλες τις κατηγορίες και μορφές της συνείδησης, και γενικώς ολόκληρης της ιδεώδους (μεταφυσικής) εικόνας του κόσμου, είναι αναμφίβολα μια απόπειρα της γέννησης του Λόγου, μια απόπειρα, να επιτρέψουμε να προκύψη απ’ τα βάθη του Εγώ, απ’ την πρώτη υπόσταση ο θεϊκός Λόγος (Logos). Καθώς μπορεί ωστόσο να παραχθή μ’ αυτήν τη γέννηση απ’ το Εγώ μέσω της οδού μιας λογικής «απαγωγής» ένα μεταφυσικό απλώς, άδειο (κενό), άχρωμο και δίχως περιεχόμενο σχήμα του κόσμου, είναι πράγματι καταδικασμένη μια τέτοια μονο-υποστατική φιλοσοφία, να είναι α-κοσμική (akosmisch), παρ’ όλο που αποπειράται να αντισταθή απέναντι σ’ αυτό. Ένα μεταφυσικό σχήμα είναι όμως καθ’ εαυτό ένας πιθανός μόνον κόσμος, αλλ’ όχι ο ίδιος ο κόσμος, τον οποίον προσπάθησε μάταια να συμπεράνη ο Φίχτε. Γι’ αυτό ακριβώς δεν μένει στον φιλόσοφό του και κανένας χώρος για την τρίτη υπόσταση, για το ζωοφόρο, πληρούν με ζωή Πνεύμα, που χορηγεί στις ιδέες του κόσμου, ως τις δυνατότητες του κόσμου, υλική (φυσική) συγκεκριμενοποίηση. Το κύμα της σκέψης του δεν κυλά μέχρι την τρίτη υπόσταση, δεν επαρκεί η δραστηριότητα αυτής της σκέψης. Και βρίσκουμε ως ένα αξιοθρήνητο υποκατάστατο του πληρούντος με ζωή Πνεύματος τον «πρακτικό λόγο (λογική)» στο οικοδόμημα της σκέψης του Φίχτε, που εκτελεί κυνηγώντας το ανέφικτο κάτι σαν μια επιτόπου πορεία, για να μπορέση να διεκπεραιώση ανενόχλητα η θεωρητική λογική το έργο της. Και ενώνει έτσι σ’ αυτόν η λεξούλα «λόγος-λογική» στη φαινομενική της ενότητα και τις δυό περιοχές – τη θεωρητική όπως και την πρακτική, αυτήν της θέσης (στοιχειοθέτησης) όπως κι αυτήν της δημιουργίας του κόσμου.
Θεωρημένη ως ένα φαινόμενο της χριστιανικής αιρεσιολογίας, παριστάνει αναμφίβολα η διδασκαλία του Φίχτε ένα είδος του ουνιταρισμού (Unitarismus – η απουσία πίστης στην Αγία Τριάδα) του τύπου του σαβελλιανισμού. Ανήκει δικαιωματικά στη διδασκαλία του Φίχτε, αν θέλη να το πη κανείς έτσι, η τιμή, να έχη εκφράσει με ακρότητα και συνέπεια μια φιλοσοφική αίρεση, και βρίσκεται απ’ αυτήν την άποψη υ ψ η λ ό τ ε ρ α στον θρησκευτικο-μεταφυσικό χαρακτηρισμό της απ’ την καντιανή διδασκαλία, την οποίαν εκφράζει στις έσχατές της συνέπειες. Η πηγή αυτής της αίρεσης, όπως γενικά όλων των αιρέσεων, είναι ο ορθολογισμός, η άρνηση της λογικής, να υποταχθή στο μυστικό (στο μυστήριο), που λαμβάνει κατ’ αρχάς στην αντινομία (Antinomie), που διαρρηγνύει τον ιστό της ενιαίας, μονιστικής φιλοσοφίας, μια φιλοσοφική μεταγραφή. Στον Φίχτε εκφράζεται αυτός ο μονισμός στη γενική (καθολική) «απαγωγή», προπάντων όμως και αποφασιστικότατα – στην απαγωγή του Μη-Εγώ απ’ το Εγώ, ενώ δεν μπορούν βέβαια να συναχθούν ούτε το αντικείμενο της πρότασης (το υποκείμενο) απ’ το κατηγορούμενο, ούτε το κατηγορούμενο απ’ το αντικείμενο της πρότασης, ούτε το Μη-Εγώ απ’ το Εγώ, ούτε το Εγώ απ’ το Μη-Εγώ. Δεν υπάρχει καμμιά λογική γέφυρα εδώ, και δεν έχουμε να κάνουμε με μιαν απαγωγή, αλλά με μια γέννηση, όχι με την ανάπτυξη ενός ενιαίου, αλλά με την αποκάλυψη του ενός στο άλλο και μέσω του άλλου. Σ’ αυτό περικλείεται η τραγωδία της ορθολογικής φιλοσοφίας, που γίνεται με την απαγωγή της αίρεση. Η υπεροχή του φιλοσοφικού συστήματος, που ως αίρεση αποκαλύπτει μιαν απ’ τις δυνατότητες, που περικλείονται εμπειρικά στην «αυτόνομη λογική», είναι καθαρότητα, ακρίβεια και μη παραπλάνηση στην επιδίωξη του δρόμου του, στην αποκάλυψη του ζητήματός του. Ακριβώς όπως αποτελούν ήδη κατά τον Καντ τη βάση της δομής της «καθαρής» λογικής οι αντινομίες και μεταφυσικές αυταπάτες, αυταπάτες, που αποδεικνύονται ταυτόχρονα ως ιδέες και ιδεώδη, είναι και η «κριτική της φιλοσοφικής (δηλ. μεταφυσικής) λογικής» σε θέση, να αποκαλύψη τη νομιμότητα των αιρέσεων, αυταπατών και αποριών (Aporien), στις οποίες περιπίπτει αναπόφευκτα η λογική, αν δεν θέλη να παραμείνη στην κόψη της αντινομίας, στην οποία έχει οδηγηθή μέσω του περιεχομένου της δογματικής πίστης και μέσω της δικής της μεταφυσικής αυτοσυνείδησης. Αν περιέλθη μια σφαίρα, που στηρίζεται στην αιχμή ενός κώνου, απ’ αυτό το σημείο σε κίνηση, θα ακολουθήση, αφού άρχισε μια φορά η κίνηση, μιαν εντελώς καθορισμένη κατεύθυνση και θα κυλήση μέχρις ένα καθορισμένο σημείο τον δρόμο της μέχρι το τέλος. Μπορεί και να μην αρχίση, αν αποδεχθούμε πως αυτό θα ήταν δυνατό, καθόλου κατ’ αρχάς να κινείται και να παραμείνη, ανυψούμενη (επαιρόμενη) πάνω απ’ όλες τις «κατευθύνσεις», στην αιχμή της. Όταν όμως κινείται, εγκαταλείπει ακριβώς αυτό το μοναδικό σημείο, το οποίο, παρ’ όλο που δεν βρίσκεται το ίδιο πάνω σε κανέναν απ’ αυτούς τους δρόμους, ανήκει ωστόσο, ως το σημείο εκκίνησής τους, σε όλους, τους ενώνει όλους στον εαυτό του χωρίς να καταλαμβάνη το ίδιο έναν οποιονδήποτε λογικό χώρο. Το περαιτέρω κύλημα της σφαίρας στην κατεύθυνση που μια φορά ακολουθήθηκε απ’ αυτήν είναι μονοσήμαντα προσδιορισμένο, και δεν είναι δυνατόν, πριν να έχη διατρεχθή ολόκληρος ο δρόμος, να σταματήση. Ένα σταμάτημα στα μισά του δρόμου, ένας δισταγμός, θα ήταν εδώ, όπως και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, μια θανάσιμη αμαρτία, απ’ την οποία δεν υπάρχει καμμιά διέξοδος – επειδή λείπει μια ειλικρινής μετάνοια. Στο φιλοσοφείν είναι θεμελιωμένη η τραγωδία της λογικής, που περιέχει και τις καθαρτικές της (kathartischen) στιγμές. Δεν χρειάζεται να παραδοθή κανείς στα πάθη, αν είναι όμως προσδιορισμένο, να περιπέση στην εγκυμονούσα τη μοίρα ισχύ τους, τότε βρίσκονται τα μεγάλα πάθη υψηλότερα απ’ τις μικρές αγάπες (κλίσεις) κι η παραφροσύνη πιο ψηλά απ’ τη σκέψη. «Γιατί πρέπει να υπάρχουν ομάδες ανάμεσά σας, για να υπάρξουν, εκείνες που είναι έντιμες, φανερά ανάμεσά σας» (απ. Παύλος). Οι φιλοσοφικές απορίες πρέπει να εννοηθούν σ’ ολόκληρο το βάθος τους, η τραγωδία της λογικής πρέπει να δοκιμασθή τίμια και αδυσώπητα μέχρι το τέλος – κι αυτό είναι ακριβώς που παρέχει στο φιλοσοφείν τον χαρακτήρα του αφιερωμένου στον πόνο μεγαλείου του. Αφοβία και παραφροσύνη, αυτοσταύρωση πάνω στον σταυρό του παραδόξου (Paradoxon), παραλογισμός όχι μόνο μπροστά στο πρόσωπο του υγιούς ανθρώπινου μυαλού, αλλά και μπροστά σ’ αυτό ενός μη προκατειλημμένου φιλοσοφείν, διονυσιακή έκσταση, κατακλυσμός (; - Chlystentum) της σκέψης – αυτά είναι τα χαρακτηριστικά του τραγικού φιλοσοφείν. Που μπορεί να πάρη, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του φορέα του, διάφορες μορφές, απ’ την υστερία ενός Νίτσε μέχρι το μπρούτζινο απαρασάλευτο ενός Χέγκελ – η ουσία του δεν θίγεται μ’ αυτά. Κι ο χαρακτήρας αυτού του μεγαλείου ανήκει και στο έργο του Φίχτε, που δεν δείλιασε μπροστά στο ανόητο (στο παράλογο), που δεν σταμάτησε μπροστά του, απ’ το να μεταβάλη ολόκληρο τον κόσμο του Θεού σε μιαν έκδοση τσέπης υπό τον τίτλο: «Μη-Εγώ». Υπήρξαν πολλά ιδεαλιστικά συστήματα πριν και μετά τον Φίχτε, αλλά αυτά δεν φθάνουν, όσον αφορά στην καθαρότητα και την οξύτητα του μεταφυσικού τους ζητήματος, κατά πολύ τη φιχτιανή διδασκαλία. Ο Φίχτε αποκάλυψε την αλήθεια για τον ιδεαλισμό, κι αν μπορή να μιλήση κάποιος, τότε είναι αυτός που μπορεί να πη για τον εαυτό του: ο ιδεαλισμός – αυτό είμαι εγώ, αυτή είναι η διδασκαλία μου, και δεν μπορεί να είναι και κάτι άλλο. Η ιδεαλιστική αίρεση βρήκε μιαν πλήρη και εξαντλητική έκφραση, η διδασκαλία του Φίχτε είναι ένα μόνιμο ορόσημο στην ιστορία της σκέψης, στη διαλεκτική της λογικής, μια μεγάλη πράξη στην τραγωδία της φιλοσοφίας.
(τέλος υποκεφαλαίου 2 Α - συνεχίζεται)
Aμέθυστος
Δεύτερο κεφάλαιo.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ.
Έναν άλλον δρόμο προς τον ίδιον σκοπό: να αποαντικειμενοποιήση (να καταστήση χωρίς αντικείμενο) το υποκείμενο και να βοηθήση έτσι τον ιδεαλισμό στη νίκη, διήλθε η σχολή του Windelband και του Rickert στο Φράιμπουργκ, που αναζητά το σημείο του μοχλού όχι στον πανκατηγορισμό (Pankategorismus) και πανμεθοδισμό (Panmethodismus), αλλά στην πλευρά του συνδετικού ρήματος «είμαι» (Kopula). Το συνδετικό ρήμα «είμαι» γίνεται υποκειμενικό, ή ακριβέστερα: υποκειμενοειδές, εννοημένο ως έκφραση της θέλησης (βούλησης) του υποκειμένου, βρίσκεται εδώ όχι στην οριστική, αλλά στην προστακτική, μετατρέπεται σ’ ένα οφείλειν (πρέπει), ενώ αποδίδεται στην εκπληρούμενη στο συνδετικό ρήμα «είμαι» πράξη της αυτοαποκάλυψης της ύλης (ουσίας) ένας θεολογικός χαρακτήρας, της προσάπτεται μια αξιολογική επένδυση, έτσι ώστε να αποδεικνύεται ως «αντικείμενο της γνώσης» το απόλυτο πρέπει. Εννοείται εδώ φυσικά ολόκληρη η εμπειρική ύπαρξη του κόσμου απλώς ως υλικό προς άσκηση στο οφείλειν (πρέπει). Επαναλαμβάνεται εδώ η ιδέα της «πρακτικής» συνείδησης, στην οποίαν ανήκει η πρωτοκαθεδρία υπεράνω του θεωρητικού στη διδασκαλία του Fichte, χωρίς να επιδεικνύη ωστόσο την αποφασιστικότητα και τη βασική σημασία, με την οποίαν τιμάται αυτή εκεί. Αναλαμβάνεται εδώ μόνον το ασθενέστερο μέρος της διδασκαλίας αυτής, ενώ η μεταφυσική αφήνεται κατά μέρος. Το να μετατρέψης τον κόσμο σ’ ένα άκαρπο και ανεκπλήρωτο πρέπει (οφείλειν) της γνώσης, να τον διατηρήσης όμως προσέτι ταυτόχρονα ως ένα συνεχώς σε υπηρεσία ευρισκόμενο εμπειρικό υλικό – αυτό είναι ένα μονότονο και στείρο αποτόλμημα, που δεν έχει τόσο πολύ αυτό καθ’ εαυτό, όσο μάλλον ιστορικά, ως μια απ’ τις παραφυάδες της καντιανής διδασκαλίας, ως ένα απ’ τα χαρακτηριστικά της αδιέξοδα, ενδιαφέρον.
Ο καντιανός ιδεαλισμός θα συνεχιστή σε μια μέχρι τα άκρα οξυμμένη και συνεπή μορφή απ’ τον Σοπενάουερ (Schopenhauer), που θεωρεί ακριβώς τη διάκριση ανάμεσα στη φαινομενικότητα του κόσμου και τα πράγματα καθ’ εαυτή ως τη βαθύτατη των καντιανών διδασκαλιών. Τα πράγματα πληρούνται καθ’ εαυτά ως γνωστόν στον Σοπενάουερ από μιαν άλογη (alogischen), τυφλή και ασυνείδητη, ανυπόστατη (unhypostatischen) θέληση (βούληση), το οποίο έχει ως προϋπόθεση την ερμηνεία ολόκληρου του κόσμου ως την «παράσταση» (ιδέα) μιας ονειρευόμενης συνείδησης. Όσο χιμαιρική (chimärenhaft) κι αν μπορή να είναι η διδασκαλία για τον «κόσμο ως βούληση-θέληση», τόσο αξίζει απ’ την άλλη μεριά πάλι ωστόσο η ακρίβεια και σαφήνεια, με την οποίαν αναπτύσσει ο Σοπενάουερ τη διδασκαλία του για τον «κόσμο ως παράσταση-ιδέα», κάθε αναγνώριση. Στη διδασκαλία για το υποκείμενο ως το αντικείμενο της πρότασης όλων των κατηγορουμένων, το οποίο (υποκείμενο…) βρίσκεται γι’ αυτό έξω το ίδιο απ’ την περιοχή της εμπειρίας, είναι μεταφυσικό γι’ αυτήν και την κοιτάζει ωστόσο έμφυτα (immanent), έφτασε ο Σοπενάουερ πολύ κοντά στην αλήθεια. «Εκείνο, το οποίο τα γνωρίζει όλα και δεν γνωρίζεται από κανένα, είναι το υ π ο κ ε ί μ ε ν ο . Είναι συνεπώς ο φορέας του κόσμου, ο γενικός (καθολικός), πάντοτε προϋποτιθέμενος όρος κάθε φαινομένου, κάθε αντικειμένου: γιατί μόνο για το υποκείμενο υπάρχει (είναι), ό, τι κι αν πάντως υπάρχη. Ως τέτοιο υποκείμενο συναντά ο καθένας τον εαυτό του, καθόσον μόνον ωστόσο γνωρίζει, κι όχι καθόσον είναι αντικείμενο της γνώσης. Αντικείμενο είναι όμως ήδη το σώμα του, το οποίο και ονομάζουμε γι’ αυτό, απ’ αυτήν την άποψη, παράσταση-ιδέα… Το υποκείμενο όμως, το γνωρίζον, και ποτέ γνωριζόμενο, δεν βρίσκεται και σ’ αυτές τις μορφές, απ’ τις οποίες προϋποτίθεται μάλλον ήδη πάντα το ίδιο: δεν του αρμόζει λοιπόν ούτε πολλαπλότητα, ούτε το αντίθετό της, ενότητα. Δεν το γνωρίζουμε ποτέ, αλλά είναι αυτό ακριβώς που γνωρίζει, όπου μόνον (κάτι…) γνωρίζεται». («Ο κόσμος ως θέληση-βούληση και ιδέα» / “Welt als Wille und Vorstellung”, τόμ. Ι, σ. 5-6, έκδ. Frauenstädtschen. Πρβλ. και ΙΙ, σ. 16-18). Όσον αφορά στη διαμάχη για την πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου, βασίζεται αυτός για τον Σοπενάουερ κατ’ αυτό το μέτρο σε μιαν παρανόηση, καθόσον δεν υπάρχει καμμιά σχέση αιτίας και ενέργειας (δράσης) μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, το οποίο υπάρχει μόνο στον κόσμο των αντικειμένων (ό.π. Ι, σ. 15). Γενικώς όμως δεν οδηγεί αυτή η ορθή και ακριβής διάκριση σε κανένα αξιόλογο αποτέλεσμα στη διδασκαλία για την υπόσταση στον Σοπενάουερ, γιατί αφανίζεται πλήρως στην άλογη ή και παράλογη διδασκαλία για την αρχική θέληση, που παράγει όλα τα ατομικά παιχνίδια, για να τα αφήση πάλι ξανά, αν είναι αναγκαίο, να σβηστούν (να εξαφανιστούν). Εν γένει φέρει το έργο του Σοπενάουερ, κοντά στο ταλέντο κι όλες τις καλλιτεχνικές ποιότητες του δημιουργού του, υπερβολικά όμως τη σφραγίδα της νοσηρότητας και μισανθρωπίας (Misanthropie). Και πάσχει επιπλέον σε μιαν εσωτερική αντίφαση, καθόσον ακολουθεί δηλαδή κατ’ αρχάς ο Σοπενάουερ μιαν εντελώς καθορισμένη, υποκειμενικο-ιδεαλιστική κατεύθυνση, για να μεταβή όμως ύστερα, στη διδασκαλία για τη θέληση, αιφνίδια σε μια φιλοσοφία της ταυτότητας.
Ο πραγματικός όμως βασιλιάς στην περιοχή του ιδεαλιστικού υποκειμενισμού είναι αναμφισβήτητα ο J. G. F i c h t e , και μάλιστα στην πρώτη περίοδο του φιλοσοφείν του (μέχρι το έτος 1800 περίπου. Εδώ ανήκουν οι δυό εισαγωγές του στη διδασκαλία της επιστήμης, η «Έννοια της διδασκαλίας της επιστήμης» και το «Σχεδιάγραμμα της ιδιορρυθμίας της διδασκαλίας της επιστήμης»). Η διδασκαλία του Φίχτε θα μας απασχολήση ακόμη σ’ ένα ιδιαίτερο παράρτημα, εδώ πρέπει να επαρκέσουν απλώς μερικές μικρές υποδείξεις ως προς το γενικό της περιεχόμενο. Η αναπτυγμένη στη φιχτιανή διδασκαλία της επιστήμης θεώρηση-θεωρία καταλαμβάνει μιαν εντελώς ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της φιλοσοφίας. Είναι η πιο ριζοσπαστική, μη δειλιώσα μπροστά στο ανόητο (παράλογο – Absurdes) απόπειρα, να σκεφτή (να στοχαστή) κανείς τη φιλοσοφία της καθαρής και αφηρημένης υποστατικότητας μέχρι τέλους. Πρόκειται για μια φιλοσοφία της ταυτότητας, που έχει υποστή ωστόσο μιαν ανατροπή: συνήθως αντιλαμβάνεται η φιλοσοφία της ταυτότητας την ύλη-ουσία ως φύση ( φ ύ σ ι ς ) , κατηγορούμενο, αντικείμενο, απ’ τα οποία προέρχεται μετά κατά έναν οποιονδήποτε τρόπο το υποκείμενο και γενικά ολόκληρος ο κόσμος της συνείδησης. Στον Φίχτε ανήκει αντίθετα η σημασία της μοναδικής ύλης-ουσίας μόνο στο Εγώ, που θέτει (καθορίζει) αφ’ εαυτού και προς χάριν του εαυτού του το Μη-Εγώ. Πρόκειται για μια φιλοσοφία ταυτότητας του απόλυτου εγωϊσμού, υποκειμενισμού, απ’ το οποίο πρέπει να «προέλθη» (να «παραχθή») κατόπιν ολόκληρο το κοσμικό οικοδόμημα. Σ’ αυτές τις άκαρπες απόπειρες μιας βίαιης αφαίρεσης εξαντλείται ο Φίχτε σε όλες τις προαναφερθείσες πραγματείες (εδώ ανήκει κι η «νεαρή» και ταλαντούχα περιγραφή του φιχτιανού ιδεαλισμού στη διατριβή του νεαρού Σέλλινγκ – Shelling για τη φιλοσοφία του Εγώ).
Η βασική σημασία του φιχτιανού συστήματος είναι όλως ισχυρή, και το φιλοσοφικό πείραμα, που μας αντιτάσσεται σ’ αυτό το μανιακό (maniakalisch) στη βασική του μονομέρεια σύστημα, εξάπαντος μοναδικό. Η έννοια αυτού του πειράματος είναι ότι, για να γνωρίση η σκέψη την αληθινή φύση του Εγώ, πρέπει να ψηλαφήση και να εξετάση τα όριά του· προς τον σκοπόν αυτόν πρέπει ωστόσο να τα προσβάλη (να τα θίξη) και να τα υπερβή (να τα παραβιάση) πραγματικά, να επιχειρήση κάτι σαν μια φιλοσοφική ζωοτομία, ως η οποία μας επιδεικνύεται μετά και το σύστημα του Φίχτε. Πριν απ’ τον Φίχτε εξαίρονταν σε όλη της την εκτυφλωτική καθαρότητα και αδιαφιλονίκηση η αλήθεια για την αδυναμία, να εξαλειφθή απ’ το πραγματικά υπάρχον (το όν) το Εγώ, και μάλιστα όχι μόνο με κείνη τη λανθασμένη και συκοφαντημένη έννοια, όπως έχει συμβή απ’ τον Σοπενάουερ στη διδασκαλία του για τον «κόσμο ως παράσταση-ιδέα», όπου αποδεικνύονταν σε τελική ανάλυση το υποκείμενο ως ένα απλώς προσωρινό και απατηλό κέντρο, ως μια απ’ τις αντανακλάσεις μιας τυφλής και ιδιότροπης αυθαιρεσίας. ‘Όχι, ο Φίχτε αντιλήφθηκε την ουσιώδη φύση του Εγώ, την αδυναμία, να το αναλύσουμε (ή: διαλύσουμε) και να το παραμερίσουμε. Το Εγώ είναι το πλησίον, το αψευδέστατο, το πρώτο. ‘Όλα πρέπει να εννοηθούν στο Εγώ και μέσω του Εγώ, να εκφρασθούν στη γλώσσα του εγωτισμού, του ατόμου (Ichheit) – αυτό είναι το ζήτημα. Το Εγώ, το αντικείμενο της πρότασης, το υποκείμενο πρέπει να υφάνη απ’ τον εαυτό του, όπως η αράχνη τον ιστό της, τον κόσμο, να γεννήση το κατηγορούμενο, να στοιχειοθετήση το Είναι. Ουδέποτε, ούτε ενωρίτερα ούτε μεταγενέστερα, δεν αναλήφθηκε καμμιά φορά η απόπειρα, να συμβιβασθούμε έτσι κατ’ αρχήν με το Εγώ, να το ισχυροποιήσουμε τόσο πολύ και να το σταθμίσουμε σε όλη τη βαρύτητά του. Ο Φίχτε στέκεται εδώ πάνω στους ώμους του Καντ, και καθώς εκφράζει την αληθινή έννοια της καντιανής διδασκαλίας, την αποκαλύπτει και την ερμηνεύει, ή τουλάχιστον ωστόσο ένα απ’ τα βασικά θέματα αυτού του δυσαρμονικού και πλούσιου σε θέματα οικοδομήματος. Το σύστημα του Φίχτε δεν είναι τίποτα άλλο απ’ την περαιτέρω εξέλιξη της καντιανής διδασκαλίας για τη «μεταφυσική ενότητα της συναίσθησης» ή το γνωσιολογικό Εγώ. Στον Καντ εμφανίζεται αυτή η διδασκαλία ακόμα και ενάντια στη θέλησή του στο προσκήνιο, ως ένα συμπέρασμα απ’ τη διδασκαλία για τις μορφές της γνώσης, ως η ελλείπουσα ακόμα σύνδεση των κατηγοριών· δεν παράγεται απ’ το Εγώ η κατηγορία, αλλά προϋποθέτουν αντίθετα οι κατηγορίες για τον εαυτό τους την αναγκαιότητα του Εγώ, που συνδέει τις κατηγορίες σε μιαν ενότητα. Στον Φίχτε τοποθετείται αντίθετα αμέσως το Εγώ στην πρώτη γραμμή, και απ’ αυτό παράγονται τότε όλες ανεξαιρέτως οι κατηγορίες, ακριβώς όπως και οι μορφές της υλικής αντίληψης, ο χώρος κι ο χρόνος. Το να παρουσιάση τη φύση του Εγώ ως λογικό κέντρο, ως κέντρο των γνωσιολογικών μορφών, να επιδείξη τον γνωσιολογικό ιδεαλισμό σ’ ολόκληρη την ισχύ και μεγαλοπρέπειά του – αυτό είναι το πρώτο και στοιχειωδέστατο καθήκον της φιλοσοφίας του Εγώ. Και αν και ο Καντ ήταν ο ίδιος ως γνωστόν κάθε άλλο παρά ενθουσιώδης για τον παρουσιαζόμενο εδώ ζήλο κατά την εξήγηση των διδασκαλιών του, είναι ωστόσο ιστορικά αναμφισβήτητο, ότι ο Φίχτε αποκάλυψε την αλήθεια για τον Καντ.
Πολύ όμως ακόμα πιο σημαντική είναι η αντίληψη του Φίχτε όχι στην κατεύθυνση προς το γνωσιολογικό, αλλά προς το μεταφυσικό. Ο Φίχτε αποδίδει στο Εγώ, στην υπόσταση, τη σημασία όχι μόνον ενός γνωσιολογικού υποκειμένου (το οποίο κάνουν με μιαν ορισμένη φορτικότητα όλοι οι νεοκαντιανοί), αλλ’ ακόμα κι αυτήν μιας μεταφυσικής ουσίας, της οποίας ολόκληρη η πληρότητα αποδίδεται πάλι στην υποστατικότητα. Η ουσία ταυτίζεται άμεσα με την υποστατικότητα, και σ’ αυτήν τη μεταφυσική ιταμότητα υφίσταται ακριβώς το πιο παράδοξο, ταυτόχρονα όμως και το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό της φιχτιανής διδασκαλίας. ‘Όλα περιλαμβάνονται στην κατηγορία του εγωτισμού (ή: εγωϊσμού), όλα είναι Εγώ, το Εγώ είναι όλα, και δεν υπάρχει τίποτα έξω απ’ το Εγώ, πέρα απ’ το Εγώ, τίποτα που δεν θα ήταν Εγώ, που θα ήταν μεταφυσικό στο Εγώ. Αυτό είναι το μεταφυσικό αίτημα της θεωρίας του Φίχτε και ταυτόχρονα και το βασικό καθήκον της. Εδώ ψηλαφεί ο Φίχτε ένα πρόβλημα εντελώς εξόχου σημασίας: το πρόβλημα της σχέσης (αναλογίας) υπόστασης και ουσίας, της συνάρτησης του Εγώ μ’ αυτό, που δεν είναι Εγώ. Αυτή η συνάρτηση είναι μυστηριώδης και ανεξιχνίαστη, μας αντιτάσσεται σ’ αυτήν το μυστικό της ουσίας, κάτι δηλ. που πρέπει να αποδεχθή κανείς, που δεν μπορεί να το αντιληφθή όμως κανείς λογικά και που δεν μπορεί να συναχθή: ούτε το Εγώ απ’ τη φύση, ούτε η φύση απ’ το Εγώ. Συνήθως διέρχεται η φιλοσοφία της ταυτότητας τον πρώτο δρόμο, τον δρόμο της απαγωγής του Εγώ απ’ τη φύση, ο Φίχτε βάδισε αντίθετα, και δεν έχει σ’ αυτό ούτε τους ομοίους του ούτε μιμητές (δεν μπόρεσε μάλιστα να κρατηθή ούτε κι ο ίδιος εξάλλου επί μακρόν στο ύψος της ίδιας του της φιλοσοφίας και απέκλινε σύντομα στο μονοπάτι ενός λαοφιλούς φιλοσοφικού κηρυγματισμού), στη διδασκαλία του της επιστήμης τον δεύτερο δρόμο και αποπειράθηκε, να τα παράξη όλα απ’ το Εγώ, να δη σε όλα μιαν κατάσταση και μόνον του Εγώ. Πώς και πού εναρμονίζεται το Εγώ μ’ αυτό, που δεν είναι Εγώ, το αντικείμενο της πρότασης με το κατηγορούμενο; Μπορούν να εννοηθούν όλα μέσω της κατηγορίας του εγωϊσμού (ή: εγωτισμού); Ο Φίχτε το αποπειράθηκε, κι έχουμε ως απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα τη διδασκαλία του της επιστήμης. Είναι γνωστό, πώς διεκπεραιώνεται αυτή η απαγωγή: γεννιέται στο απόλυτο και, προφανώς, ενιαίο Εγώ, το οποίο παίζει τον ρόλο της σπινοζαϊκής ουσίας (ύλης) ή, αν θέλη κανείς, απολύτως του Ε ν ό ς του Πλωτίνου, η αντίθεση Εγώ και Μη-Εγώ (σε όλα τα λογικά τεχνάσματα της απαγωγής δεν απόκειται καμμιά βασική σημασία, έχουν κατά βάθος, ως απλά βοηθητικά μέσα, μικρό ενδιαφέρον). Το μεγάλο, απόλυτο Εγώ εμφανίζεται εδώ ως μια μεταφυσική, ταυτόσημη με τον εαυτό της αρχή, στην οποία δεν υπάρχει καμμιά ένταση (διάσταση) και κανένας συσχετισμός Εγώ και Μη-Εγώ. Το απόλυτο Εγώ είναι η ουσία, όπως περιγράφεται πριν απ’ τη γένεση του (εμπειρικού) Εγώ και του Μη-Εγώ, της υπόστασης και της φύσης. Γι’ αυτό είναι μια απ’ τις χειροπιαστές αμφιλογίες και ασάφειες στον Φίχτε, όταν, εκκινώντας απ’ το μεταφυσικό Εγώ, το μετατρέπει σ’ ένα απόλυτο Εγώ, το οποίο το ανταλλάσσει μετά με το εμπειρικό, συνεχώς συνδεδεμένο με το Μη-Εγώ Εγώ. Δεν υπάρχει κατά βάθος μεταξύ του απολύτου και του εμπειρικού Εγώ καμμιά εγγύτερη επαφή και συγγένεια απ’ ό,τι μεταξύ της σπινοζαϊκής ουσίας και της αυτοσυνείδησης του τρόπου της, της μεμονωμένης ανθρώπινης προσωπικότητας, ή μεταξύ του Ε ν ό ς του Πλωτίνου και της αυτοσυνείδησης της μεμονωμένης ανθρώπινης ψυχής σ’ αυτόν τον κόσμο. Δεν υπάρχει εδώ καμμιά απαγωγή (λογική αφαίρεση) και δεν μπορεί και να υπάρχη. Όμως ο Φίχτε συνάγει (συμπεραίνει) με όλη του τη δύναμη, και σχηματίζει με τη βοήθεια μιας σειράς ενδιάμεσων κρίκων μιαν αλυσίδα, που συνδέει το κέντρο με την περιφέρεια. Αποδεικνύεται όμως, πως δεν υπάρχει τίποτα εκεί, στο οποίο θα μπορούσε να στερεωθή αυτή η αλυσίδα· γιατί όσο και να την επιμυκήνη κανείς, δεν επαρκεί ωστόσο ποτέ, μένει πάντοτε μια «εξωτερική πρώτη ώθηση» στο Εγώ, που δεν μπορεί να εξηγηθή, αλλά μόνο να διαπιστωθή. Για την εξήγηση αυτής της «πρώτης ώθησης» αποδεικνύεται ως αναπόδραστο, να υποτεθή κοντά στο θεωρητικό Εγώ κι ένα πρακτικό Εγώ, που έχει ανάγκη ενός φραγμού (ορίου), μιας αντίθετης τάσης στη σταθερή κίνησή του. Το πρακτικό Εγώ αποδεικνύεται ήδη ως ένα απόλυτο πρέπει (οφείλειν, δέον), και σ’ αυτήν την ανίσχυρη και ακόρεστη επιθυμία, σ’ αυτόν τον ακαταπόνητα υποσκάπτοντα σκώληκα, αυτόν τον αιώνια περιστρεφόμενο πυρακτωμένο τροχό του Δέοντος καταλήγει τελικά το εωσφορικό εγχείρημα: - να δημιουργήσης τον κόσμο σύμφωνα με την ίδια σου την εικόνα, αποσπασμένον ωστόσο εντελώς απ’ τη φύση του, απλώς και μόνον απ’ τη γυμνή, αφηρημένη υποστατικότητα. Δεν οικοδομεί φυσικά τον κόσμο ο Φίχτε, αλλά το πολύ-πολύ ένα αφηρημένο, εγωϊστικό σχήμα του κόσμου, τη μεταφυσική του μορφή. Και οι «πρακτικές ασκήσεις», το σεμινάριο του πρακτικού λόγου (λογικής), στο οποίο καταλήγει τελικά όλο αυτό το οικοδόμημα, δεν προσθέτει τίποτα αφ’ εαυτού, γιατί είναι κι εδώ η αντίθετη μόνον τάση ή ο φραγμός αναγκαίος, στην κατεύθυνση προς τη συγκεκριμενοποίηση του κόσμου ωστόσο, ενώ προς την τόσο πολύ λοιδορημένη κι ωστόσο απαραίτητη και τόσο αγαπητή σε μας «αισθητικότητα» δεν γίνεται ούτε ένα βήμα. Δεν υπάρχει ο κόσμος, γιατί αυτό δεν είναι ούτε καν ένα σχήμα του κόσμου. Και το φιχτιανό Εγώ, το απόλυτο όπως και το εμπειρικό, δεν μπορούν να γεννήσουν παρ’ όλ’ αυτά απ’ τον εαυτό τους ούτε καν μια γνήσια μύγα ή μια ζωντανή κατσαρίδα, ούτε καν μια καλάμη ή και μόνον ένα ξερό γαϊδουράγκαθο. Μοναξιά και θάνατος υπάρχει στην έρημο της εωσφορικής αφαρπαγής (απομάκρυνσης) – αυτό είναι το αποτέλεσμα του φιχτιανού εγχειρήματος, και ως μια φυσική, ίσως και αναπόφευκτα αναγκαία μάλιστα συνέπεια, ως αντίθεσή (Antithese) του, το αντικαθιστά η φιλοσοφία της φύσης, που προσπαθεί, απ’ τον Σέλλινγκ μέχρι τον Χέγκελ, να παράξη, ακριβώς αντίθετα, και το Εγώ απ’ το Μη-Εγώ – ένα όχι λιγότερο απελπισμένο εγχείρημα όπως αυτό του Φίχτε.
Μια έτι περαιτέρω όμως ιδιορρυθμία της φιλοσοφίας της αφηρημένης υποστατικότητας είναι, το ότι είναι καταδικασμένη σ’ έναν μοιραίο σολιψισμό ( δεν υπάρχει τίποτα έξω απ’ την ατομική σκέψη…). Επισημάναμε ήδη ότι η έννοια του απολύτου Εγώ ταλαντεύεται μεταξύ του συγκεκριμένου, εμπειρικού, πολλαπλού Εγώ και του ενός Εγώ, το οποίο δεν είναι βέβαια πια ένα ανθρώπινο, αλλά το θεϊκό Εγώ, έτσι ώστε η τοποθέτηση του Εγώ και του Μη-Εγώ σ’ αυτό να σημαίνη την αρχέγονη απαγωγή του Μη-Εγώ και κατ’ ουσίαν την πράξη της δημιουργίας του κόσμου. Είναι όμως άνευ ετέρου σαφές, πως η δημιουργία του κόσμου δεν σημαίνει κατά κανέναν τρόπο μιαν «απαγωγή» του κόσμου, ότι είναι μάλιστα κάτι ευθέως αντιτασσόμενο σ’ αυτήν. Χωρίς να εισέλθουμε εγγύτερα σ’ αυτές τις αμφι- και πολυσημίες, θέλουμε να περιοριστούμε απλώς και μόνο στην υπόδειξη, ότι απ’ τη άποψη του Εγώ, το οποίο δεν είναι πια ήδη απόλυτο, αλλά έχει θέσει (στοιχειοθετήσει) το Μη-Εγώ, δεν μπορεί να διαγνωσθή πια κανένα ξένο Εγώ, γιατί δεν υπάρχουν προς αυτό ούτε μέσα της «απαγωγής» ούτε και ένα γνωσιολογικό όργανο. Το Εγώ μένει αναγκαστικά στον ενικό, και το ξένο Εγώ είναι γι’ αυτό, αν έχουν έτσι τα πράγματα, μόνον ένα Μη-Εγώ, και μια «μετατόπιση» (; - “Introjektion”), μια κατά κάποιον τρόπο διαμορφωμένη μετάθεση του ομοιώματος του ιδίου Εγώ στο Μη-Εγώ, δεν μπορεί ποτέ και ουδέποτε να υπάρξη. Ο Φίχτε θα μπορούσε, με άλλα λόγια, να επιτύχη να αξιώση ακόμα κατά κάποιον τρόπο το Μη-Εγώ ως κατηγορούμενο, να αξιώση όμως ένα άλλο Εγώ, ένα Εσύ, ένα συν-αντικείμενο της πρότασης (συν-υποκείμενο) – αυτό δεν το μπορούσε, και δεν συνειδητοποίησε και ποτέ τη δυνατότητα ενός τέτοιου ζητήματος, και δεν δοκιμάζει και καθόλου να προστατευθή απ’ αυτήν την πιο επικίνδυνη απ’ όλες και πιο αδύναμα υπερασπισμένη πλευρά. Ο Καντ δεν βρίσκεται στη θεωρητική του φιλοσοφία ουδόλως σε μιαν καλύτερη θέση απ’ τον Φίχτε, γιατί δεν υπάρχει απ’ το γνωσιολογικό Εγώ, τη δέσμη κατηγοριών και σχημάτων, απ’ την «ενότητα της μεταφυσικής συναίσθησης», επίσης καμμιά μετάβαση προς την «ενότητα της μεταφυσικής συναίσθησης» αρ. 2, 3, 4 κτλ., προς το Εσύ ή Εσείς. Όμως ο Καντ γίνεται κύριος της δυσκολίας με το αξίωμα της πρακτικής φιλοσοφίας, μια λύση, που θα έπρεπε να οδηγήση φυσικά σε μιαν αναθεώρηση και μια μετασκευή όλης της θεωρίας του. (Πώς θα φαινόταν, όντως, η καντιανή διδασκαλία, αν αποτελούσε η πρακτική φιλοσοφία σ’ αυτήν, αντίστοιχα προς την «πρωτοκαθεδρία» της πρακτικής λογικής, την αφετηρία και προσδιόριζε πράγματι στα αποτελέσματά της τις βασικές προϋποθέσεις τού όλου συστήματος;) Για τον Φίχτε ωστόσο, που ρητορεύει συχνά και πρόθυμα για την «αξιοπρέπεια του ανθρώπου», δεν υπάρχει ο άνθρωπος, δεν υπάρχει το Εσύ, δεν υπάρχει απλώς τίποτα. Το Εγώ, η αφηρημένη υπόσταση, μπορεί να γεννά στην εωσφορική της έκσταση (Ekstase) μόνον την ίδια της τη σκιά, το Μη-Εγώ, και να δεσπόζη σ’ αυτό το βασίλειο των σκιών, σ’ αυτό το μεταφυσικό υπερπέραν (Scheol – εβραϊκή έννοια).
Η φιλοσοφία του Φίχτε δεν είναι μόνο μια διδασκαλία για την αφηρημένη υποστατικότητα, για το υποκείμενο χωρίς αντικείμενο, αλλά είναι και μια διδασκαλία για την μονο-υποστατικότητα. Η ουσία εμφανίζεται στον Φίχτε πάντοτε στη μια και μοναδική μορφή – σ’ αυτήν του υποκειμένου που γεννά (παράγει) τα πάντα, που δεν μπορεί να γεννήση ωστόσο στην πραγματικότητα γενικώς τίποτα, αλλά μπορεί μόνο να «θέτη», και τα «θέτει» όμως τώρα όλα μέσα απ’ τον εαυτό του. Δεν είναι δύσκολο, να αναγνωρίσουμε πάλι σ’ αυτήν την παραμορφωμένη φιλοσοφική μεταγραφή την εικόνα της π ρ ώ τ η ς υπόστασης, του Πατέρα, που δεν μπορεί να είναι ωστόσο, αποσπασμένη απ’ τις άλλες υποστάσεις κι απ’ το θεϊκό πλήρωμα (Pleroma), τη Σοφία (Sophia), ο Πατέρας χωρίς τον Υιό, ο Δημιουργός χωρίς τη δημιουργία, παρ’ όλο που αυτό ακριβώς απαιτεί. Η απόπειρα, να αναπτύξουμε απ’ το Εγώ όχι μόνον το Μη-Εγώ, αλλά και όλες τις κατηγορίες και μορφές της συνείδησης, και γενικώς ολόκληρης της ιδεώδους (μεταφυσικής) εικόνας του κόσμου, είναι αναμφίβολα μια απόπειρα της γέννησης του Λόγου, μια απόπειρα, να επιτρέψουμε να προκύψη απ’ τα βάθη του Εγώ, απ’ την πρώτη υπόσταση ο θεϊκός Λόγος (Logos). Καθώς μπορεί ωστόσο να παραχθή μ’ αυτήν τη γέννηση απ’ το Εγώ μέσω της οδού μιας λογικής «απαγωγής» ένα μεταφυσικό απλώς, άδειο (κενό), άχρωμο και δίχως περιεχόμενο σχήμα του κόσμου, είναι πράγματι καταδικασμένη μια τέτοια μονο-υποστατική φιλοσοφία, να είναι α-κοσμική (akosmisch), παρ’ όλο που αποπειράται να αντισταθή απέναντι σ’ αυτό. Ένα μεταφυσικό σχήμα είναι όμως καθ’ εαυτό ένας πιθανός μόνον κόσμος, αλλ’ όχι ο ίδιος ο κόσμος, τον οποίον προσπάθησε μάταια να συμπεράνη ο Φίχτε. Γι’ αυτό ακριβώς δεν μένει στον φιλόσοφό του και κανένας χώρος για την τρίτη υπόσταση, για το ζωοφόρο, πληρούν με ζωή Πνεύμα, που χορηγεί στις ιδέες του κόσμου, ως τις δυνατότητες του κόσμου, υλική (φυσική) συγκεκριμενοποίηση. Το κύμα της σκέψης του δεν κυλά μέχρι την τρίτη υπόσταση, δεν επαρκεί η δραστηριότητα αυτής της σκέψης. Και βρίσκουμε ως ένα αξιοθρήνητο υποκατάστατο του πληρούντος με ζωή Πνεύματος τον «πρακτικό λόγο (λογική)» στο οικοδόμημα της σκέψης του Φίχτε, που εκτελεί κυνηγώντας το ανέφικτο κάτι σαν μια επιτόπου πορεία, για να μπορέση να διεκπεραιώση ανενόχλητα η θεωρητική λογική το έργο της. Και ενώνει έτσι σ’ αυτόν η λεξούλα «λόγος-λογική» στη φαινομενική της ενότητα και τις δυό περιοχές – τη θεωρητική όπως και την πρακτική, αυτήν της θέσης (στοιχειοθέτησης) όπως κι αυτήν της δημιουργίας του κόσμου.
Θεωρημένη ως ένα φαινόμενο της χριστιανικής αιρεσιολογίας, παριστάνει αναμφίβολα η διδασκαλία του Φίχτε ένα είδος του ουνιταρισμού (Unitarismus – η απουσία πίστης στην Αγία Τριάδα) του τύπου του σαβελλιανισμού. Ανήκει δικαιωματικά στη διδασκαλία του Φίχτε, αν θέλη να το πη κανείς έτσι, η τιμή, να έχη εκφράσει με ακρότητα και συνέπεια μια φιλοσοφική αίρεση, και βρίσκεται απ’ αυτήν την άποψη υ ψ η λ ό τ ε ρ α στον θρησκευτικο-μεταφυσικό χαρακτηρισμό της απ’ την καντιανή διδασκαλία, την οποίαν εκφράζει στις έσχατές της συνέπειες. Η πηγή αυτής της αίρεσης, όπως γενικά όλων των αιρέσεων, είναι ο ορθολογισμός, η άρνηση της λογικής, να υποταχθή στο μυστικό (στο μυστήριο), που λαμβάνει κατ’ αρχάς στην αντινομία (Antinomie), που διαρρηγνύει τον ιστό της ενιαίας, μονιστικής φιλοσοφίας, μια φιλοσοφική μεταγραφή. Στον Φίχτε εκφράζεται αυτός ο μονισμός στη γενική (καθολική) «απαγωγή», προπάντων όμως και αποφασιστικότατα – στην απαγωγή του Μη-Εγώ απ’ το Εγώ, ενώ δεν μπορούν βέβαια να συναχθούν ούτε το αντικείμενο της πρότασης (το υποκείμενο) απ’ το κατηγορούμενο, ούτε το κατηγορούμενο απ’ το αντικείμενο της πρότασης, ούτε το Μη-Εγώ απ’ το Εγώ, ούτε το Εγώ απ’ το Μη-Εγώ. Δεν υπάρχει καμμιά λογική γέφυρα εδώ, και δεν έχουμε να κάνουμε με μιαν απαγωγή, αλλά με μια γέννηση, όχι με την ανάπτυξη ενός ενιαίου, αλλά με την αποκάλυψη του ενός στο άλλο και μέσω του άλλου. Σ’ αυτό περικλείεται η τραγωδία της ορθολογικής φιλοσοφίας, που γίνεται με την απαγωγή της αίρεση. Η υπεροχή του φιλοσοφικού συστήματος, που ως αίρεση αποκαλύπτει μιαν απ’ τις δυνατότητες, που περικλείονται εμπειρικά στην «αυτόνομη λογική», είναι καθαρότητα, ακρίβεια και μη παραπλάνηση στην επιδίωξη του δρόμου του, στην αποκάλυψη του ζητήματός του. Ακριβώς όπως αποτελούν ήδη κατά τον Καντ τη βάση της δομής της «καθαρής» λογικής οι αντινομίες και μεταφυσικές αυταπάτες, αυταπάτες, που αποδεικνύονται ταυτόχρονα ως ιδέες και ιδεώδη, είναι και η «κριτική της φιλοσοφικής (δηλ. μεταφυσικής) λογικής» σε θέση, να αποκαλύψη τη νομιμότητα των αιρέσεων, αυταπατών και αποριών (Aporien), στις οποίες περιπίπτει αναπόφευκτα η λογική, αν δεν θέλη να παραμείνη στην κόψη της αντινομίας, στην οποία έχει οδηγηθή μέσω του περιεχομένου της δογματικής πίστης και μέσω της δικής της μεταφυσικής αυτοσυνείδησης. Αν περιέλθη μια σφαίρα, που στηρίζεται στην αιχμή ενός κώνου, απ’ αυτό το σημείο σε κίνηση, θα ακολουθήση, αφού άρχισε μια φορά η κίνηση, μιαν εντελώς καθορισμένη κατεύθυνση και θα κυλήση μέχρις ένα καθορισμένο σημείο τον δρόμο της μέχρι το τέλος. Μπορεί και να μην αρχίση, αν αποδεχθούμε πως αυτό θα ήταν δυνατό, καθόλου κατ’ αρχάς να κινείται και να παραμείνη, ανυψούμενη (επαιρόμενη) πάνω απ’ όλες τις «κατευθύνσεις», στην αιχμή της. Όταν όμως κινείται, εγκαταλείπει ακριβώς αυτό το μοναδικό σημείο, το οποίο, παρ’ όλο που δεν βρίσκεται το ίδιο πάνω σε κανέναν απ’ αυτούς τους δρόμους, ανήκει ωστόσο, ως το σημείο εκκίνησής τους, σε όλους, τους ενώνει όλους στον εαυτό του χωρίς να καταλαμβάνη το ίδιο έναν οποιονδήποτε λογικό χώρο. Το περαιτέρω κύλημα της σφαίρας στην κατεύθυνση που μια φορά ακολουθήθηκε απ’ αυτήν είναι μονοσήμαντα προσδιορισμένο, και δεν είναι δυνατόν, πριν να έχη διατρεχθή ολόκληρος ο δρόμος, να σταματήση. Ένα σταμάτημα στα μισά του δρόμου, ένας δισταγμός, θα ήταν εδώ, όπως και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, μια θανάσιμη αμαρτία, απ’ την οποία δεν υπάρχει καμμιά διέξοδος – επειδή λείπει μια ειλικρινής μετάνοια. Στο φιλοσοφείν είναι θεμελιωμένη η τραγωδία της λογικής, που περιέχει και τις καθαρτικές της (kathartischen) στιγμές. Δεν χρειάζεται να παραδοθή κανείς στα πάθη, αν είναι όμως προσδιορισμένο, να περιπέση στην εγκυμονούσα τη μοίρα ισχύ τους, τότε βρίσκονται τα μεγάλα πάθη υψηλότερα απ’ τις μικρές αγάπες (κλίσεις) κι η παραφροσύνη πιο ψηλά απ’ τη σκέψη. «Γιατί πρέπει να υπάρχουν ομάδες ανάμεσά σας, για να υπάρξουν, εκείνες που είναι έντιμες, φανερά ανάμεσά σας» (απ. Παύλος). Οι φιλοσοφικές απορίες πρέπει να εννοηθούν σ’ ολόκληρο το βάθος τους, η τραγωδία της λογικής πρέπει να δοκιμασθή τίμια και αδυσώπητα μέχρι το τέλος – κι αυτό είναι ακριβώς που παρέχει στο φιλοσοφείν τον χαρακτήρα του αφιερωμένου στον πόνο μεγαλείου του. Αφοβία και παραφροσύνη, αυτοσταύρωση πάνω στον σταυρό του παραδόξου (Paradoxon), παραλογισμός όχι μόνο μπροστά στο πρόσωπο του υγιούς ανθρώπινου μυαλού, αλλά και μπροστά σ’ αυτό ενός μη προκατειλημμένου φιλοσοφείν, διονυσιακή έκσταση, κατακλυσμός (; - Chlystentum) της σκέψης – αυτά είναι τα χαρακτηριστικά του τραγικού φιλοσοφείν. Που μπορεί να πάρη, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του φορέα του, διάφορες μορφές, απ’ την υστερία ενός Νίτσε μέχρι το μπρούτζινο απαρασάλευτο ενός Χέγκελ – η ουσία του δεν θίγεται μ’ αυτά. Κι ο χαρακτήρας αυτού του μεγαλείου ανήκει και στο έργο του Φίχτε, που δεν δείλιασε μπροστά στο ανόητο (στο παράλογο), που δεν σταμάτησε μπροστά του, απ’ το να μεταβάλη ολόκληρο τον κόσμο του Θεού σε μιαν έκδοση τσέπης υπό τον τίτλο: «Μη-Εγώ». Υπήρξαν πολλά ιδεαλιστικά συστήματα πριν και μετά τον Φίχτε, αλλά αυτά δεν φθάνουν, όσον αφορά στην καθαρότητα και την οξύτητα του μεταφυσικού τους ζητήματος, κατά πολύ τη φιχτιανή διδασκαλία. Ο Φίχτε αποκάλυψε την αλήθεια για τον ιδεαλισμό, κι αν μπορή να μιλήση κάποιος, τότε είναι αυτός που μπορεί να πη για τον εαυτό του: ο ιδεαλισμός – αυτό είμαι εγώ, αυτή είναι η διδασκαλία μου, και δεν μπορεί να είναι και κάτι άλλο. Η ιδεαλιστική αίρεση βρήκε μιαν πλήρη και εξαντλητική έκφραση, η διδασκαλία του Φίχτε είναι ένα μόνιμο ορόσημο στην ιστορία της σκέψης, στη διαλεκτική της λογικής, μια μεγάλη πράξη στην τραγωδία της φιλοσοφίας.
(τέλος υποκεφαλαίου 2 Α - συνεχίζεται)
Aμέθυστος
2 σχόλια:
Καμια καλη φάρσα για Πρωτοαπριλιά εχει κανεις;
Το Χρηματιστήριο ανέβηκε στις 7.000 μονάδες!
Βρέθηκαν τεραστια κοιτάσματα πετρελαιου εξω απο την Σκόπελο!
Ο συνταξιουχος θα παρει συνταξη 1.500 ευρω τον μηνα!
.................
Ο Ιγνάτιος Βόλου εγινε Αρχιεπίσκοπος και την αλλη εβδομαδα πραγματοποιεί επιτελους το ονειρο του: υπογραφει την Ενωση με τους Παπικους!
:))))))))))))))))))))))
Μυρμιδόνας
ΩΡΑΙΑ ΦΑΡΣΑ..
Δημοσίευση σχολίου