Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

SPIRITUS CREATOR (11)- Η νέα αίρεση.



                             Θεολογικά δοκίμια ΙΙΙ, πνεύμα.

          Αυτοσχεδιασμός περί του Αγίου Πνεύματος και του μέλλοντος!

                                  του Hans Urs von Balthasar.


7. Το μέλλον σύμφωνα με την Κ.Δ. (συνέχεια).

Όλο αυτό σημαίνει : το βλέμμα προτεταμένο στην Κ.Δ. πρός το "μέλλον" είναι πάντοτε σε κάθε περίπτωση μελλοντική αναμονή, σύντομη, με μια οντολογική σημασία, και καλύτερα, θεολογική, η οποία αφήνει πίσω της κάθε χρονολογικό υπολογισμό, σαν δευτερεύοντα! Όχι σαν να μπορούσε να παρακαμφθεί ο χρόνος, αντιθέτως χρειάζεται οργανικά για να καταστήσει δυνατή την Θεολογική ελπίδα, εκείνη την στάση τής αναμονής η οποία είναι γεμάτη ένταση, προσοχή, επαγρυπνώντας ή για την παραμονή ή για την ανυπόμονη υπομονή, την οποία απαιτούν τα ευαγγέλια σαν υπέρτατη Χριστιανική στάση.[Μάλλον τόν εβραισμό είχε στό νού του]. Θεολογικά σ'αυτή την παράταση, την αναβολή, εξαρτώμενη απο την Π.Δ. εισέρχεται ταυτόχρονα η πλευρά τής ενοχής, και εν όψει τού Σταυρού η πλευρά τής καταλλαγής : εμείς δέν είμαστε ακόμη αρκετά κεκαθαρμένοι για να συναντήσουμε τον Νυμφίο! Αυτός πρέπει να αναβάλλει ακόμη και εμείς πρέπει ακόμη πιό δυνατά να καούμε στην ανυπομονησία τής αναμονής![Καί ο Απ. Παύλος; Περίμενε;]. Αλλά αυτή η λυτρωτική αναβολή συνοδεύεται και μορφοποιείται ολοκληρωτικά απο την αγάπη [Η αγαπολογία λοιπόν καλύπτει τό κενό, ελλείψει χάριτος καί αγιότητος]. Αυτή αντιλαμβάνεται την απόσταση, γι'αυτή η παράταση είναι αβάσταχτη, μόνον αυτή έχει την ένταση τής ενέργειας να προβάλλει την νοσταλγική της αδημονία υπερβαίνοντας όλα τα διαλείμματα τού χρονολογικού χρόνου και τέλος, εις βάρος αυτών των περιόδων, να παραμείνει και να διατηρηθεί στην αναμονή τής παρουσίας τού Αγαπημένου ο οποίος έρχεται σε συνάντηση τής αναμονής του, μ'έναν τέτοιο τρόπο, ώστε να χωρέσει σ'αυτή το μέλλον. Η προσμονή του Κυρίου από μέρους τής Εκκλησίας σκίζει κάθε στιγμή τον Ιστό του χρονολογικού χρόνου καθότι είναι ένα πέπλο που τής είναι αβάσταχτο! "Δέν είναι πιά δυνατόν να προχωρήσουμε έτσι" με αυτή την συνεχή άρνηση τής αλήθειας και μ'αυτή την κοροϊδία η οποία ρίχνεται στην αγάπη, με αυτή την απομάκρυνση όλο και μεγαλύτερη από την νίκη του Χριστού. Δέν είναι οι χρονολογικοί χρόνοι αυτοί που θα ελαττωθούν εξακριβωμένα (όπως το ήθελαν όλοι οι Χιλιαστές), αλλά στην αδιαφοροποίητο επιμήκυνση τού χρόνου υψώνεται και λάμπει η θαρραλέα φλόγα του πόθου, στην νύμφη που πληρούται πνεύματος. Η έλευση τής ημέρας εκείνης μπορεί να έλθει  ποθητή πιό γρήγορα και πιό βιαστικά; Ναί, χάρη στην αγάπη τής Εκκλησίας, αλλά όχι χάριν της μαγείας. Ακόμη και εφαρμοσμένη τεχνικά σ'αυτόν τον σκοπό θα ήταν μαγεία. Ούτε η σφοδρή λαχτάρα δέν οικοδομεί την Βασιλεία με την δική της αυθεντία, αλλά ούτε και θέτει με την δική της αυθεντία τα γήϊνα θεμέλια για την Βασιλεία η οποία έρχεται απο ψηλά. Η σφοδρή λαχτάρα δέν μπορεί παρά να προωθεί και να αφήνει τον Θεό να διαμορφώνει, χρησιμοποιώντας την αγάπη του, αυτό που Αυτός θέλει!

          Οι παραλλαγές στο θέμα τής επικείμενης αναμονής στην Κ.Δ. την χαρακτηρίζουν μέσα σ'αυτό το πλαίσιο: είναι πραγματικές παραλλαγές, καί ο τονισμός "ο χρόνος" ποικίλει αλλά όλες συνενώνονται και συστήνουν μία ολοκληρωμένη εικόνα! Φυσικά η επικείμενη αναμονή παρουσιάζεται με μία χρονολογική συνάφεια ευνόητη και κατανοητή: «Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει» (Μαρκ. 9,1). Εάν η Βασιλεία "έρχεται" ενώ ο Ιησούς "πηγαίνει", τότε στην προοπτική του συμπίπτουν ο σταυρός και το τέλος του κόσμου, ανάσταση και "ερχομός" εν δυνάμει της Βασιλείας, και μερικοί θα εμπλακούν σαν μάρτυρες σ'αυτό το γεγονός, το οποίο χωρίζει κάθετα κάθε χρονολογία. Ότι αυτοί θα φθάσουν μέχρι το τέλος τού χρονολογικού χρόνου, δέν λέγεται. Έτσι η παραλλαγή η αμέσως επόμενη θα είναι ότι ο χρόνος ανάμεσα στην ανάσταση και την επιστροφή τού Χριστού είναι χρονολογικώς σύντομος. Ο Μάρκος, ο Ματθαίος και ο Παύλος ζούν σ'αυτόν τον ορίζοντα! Και παρ'όλα αυτά δέν εννοείτο αυτό, καθότι ο Κύριος αναβάλλει, η Εκκλησία πλαταίνει, το πνεύμα μαρτυρεί την δυνατή του παρουσία! Έτσι ο Λουκάς μπορεί να χαλαρώσει το σφίξιμο, να μεταμορφώσει την ερμηνεία των εσχατολογικών σημείων εφαρμόζοντας τα στην μόνιμη συνθήκη τής Εκκλησίας, να εισάγει τον χρόνο του Ιησού, σαν ποιοτικό χρόνο, σχεδόν μέλος στον οργανισμό τού συνολικού σωτηριώδους χρόνου, ο οποίος μετά την ανάσταση, την ανάληψη στους ουρανούς, την πεντηκοστή, τρέχει να συναντήσει έναν τελικό χρόνο ο οποίος δέν μπορεί να προσδιοριστεί χρονολογικώς! Καταργούνται οι ημερομηνίες (Λουκ. 22,69), άλλες (η καταστροφή της Ιερουσαλήμ) πέφτουν στο παρελθόν, υπογραμμίζεται ότι η παρουσία, στην απροσδιοριστία τής αστραπής, τίθεται κάθετα στους χρόνους ενάντια σε κάθε συμπτωματικό πλησίασμα του τέλους, και μετακινώντας τον Ιησού από το τέλος του χρόνου (του χρονολογικού) στο κέντρο του σωτηριώδους χρόνου, καί ετοιμάζεται εκείνο το όραμα που μία μέρα θα εξηγηθεί μονοσήμαντα απο τον Ιωακείμ!

          Το πνεύμα το οποίο κατά την διάρκεια της επιγείου ζωής τού Ιησού αναπαυόταν μόνον σ'Αυτόν, την στιγμή τής ανυψώσεως του στα δεξιά του Πατρός, γίνεται ελεύθερο για την Εκκλησία. Ο Υιός το προσλαμβάνει απο τον Πατέρα για να το διοχετεύσει στον κόσμο. «τῇ δεξιᾷ οὖν τοῦ Θεοῦ ὑψωθείς, τήν τε ἐπαγγελίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λαβὼν παρὰ τοῦ πατρός, ἐξέχεε τοῦτο ὃ νῦν ὑμεῖς βλέπετε καὶ ἀκούετε» (πραξ. 2,33). Αλλά εάν κατά τον Λουκά το πλαίσιο της ιστορίας τής σωτηρίας με την επέκτασή της δημιουργεί μία οπισθοδρόμηση και μία κάποια απομάκρυνση από την εσχατολογική επιστροφή και μ'αυτόν τον τρόπο βάζει σε κίνδυνο την πλευρά τής αμέσου επιστροφής, τελικώς "η εσχατολογία της παρουσίας" του Ιωάννη επαναπροσλαμβάνει το συνολικό όραμα, χαρακτηρίζοντας ποιοτικά τον τελικό χρόνο "παιδιά, έσχατη ώρα εστι" (1 Ιωάν. 2,18), χρόνο του σκισίματος, μάλιστα δε τής ήδη υιοθετημένης απόφασης, η οποία έχει μάλιστα την μορφή τής κρίσεως -με την έννοια των αποκαλύψεων του όψιμου Ιουδαϊσμού- έτσι ώστε να μπορούμε να ζούμε άμεσα και χωρίς απόσταση πρός το συμβάν του Κυρίου - ο οποίος είναι παρών προκαταβολικώς μέσω της πίστεως, της αγάπης και της γνώσεως, Στους αποχαιρετιστήριους λόγους, το πνεύμα το υπόσχεται ο Υιός επιστρέφοντας στον Πατέρα, όμως στην πρώτη επιστολή είναι παρόν. Η συνθήκη είναι εκείνη μιας υπάρξεως χωρίς μεσολαβήσεις στην Τριαδική πληρότητα, ακόμη και στο μέσον τής επέκτασης της τελευταίας ώρας. Αντιστοίχως, η Αποκάλυψη δίνει το Θεολογικό "σχίσιμο", το οποίο προσφέρει την ικανότητα να βλέπουμε συγχρόνως ανάμεσα στον κατακτηθέντα ουρανό και την απεραντοσύνη της γής, στην πάλη και στην έκθεση στην κρίση, σε μία συγκεκριμένη ενδυνάμωση ή υπερύψωση της παλαιοδιαθηκικής αποκαλυπτικής. Λύτρωση μέσα και πάνω από την κρίση! Και έτσι αυτή μπορεί να δώσει στόν Θεό τρείς φορές τον τέλειο τίτλο της δεσποτικής κυριότητος υπεράνω τής συνολικής χρονικής δομής! «᾿Εγώ εἰμι τὸ Α καὶ τὸ Ω, λέγει Κύριος ὁ Θεός, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, ὁ παντοκράτωρ» (1 Αποκ. 1,8). Είναι το όνομα το οποίο προσέλαβε για μας στο θεμέλιο της ενσαρκώσεως. Ότι Αυτός μπορεί να ονομασθεί "Αυτός που υπήρξε" δέν σημαίνει κατ'αρχάς ότι η γήϊνη ύπαρξη του Ιησού βρίσκεται πίσω απο την πλάτη μας, αλλά αυτό που ο ίδιος ο Ιησούς, σαν «ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος καὶ ὁ ζῶν» λέει περί αυτού «καὶ ἐγενόμην νεκρός, καὶ ἰδοὺ ζῶν εἰμι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, καὶ ἔχω τὰς κλεῖς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾅδου» (1 Αποκ. 1,18). Ο Θάνατος και ο άδης είναι παρελθόν και δυνατότητες νικημένες, και γι'αυτό όλη η ταραχή και η αποκαλυπτική οργή αυτών περιορίζεται από τα κλειδιά του ζώντος. Και εάν αυτός είναι "ο ερχόμενος" φέρει όμως τα σημεία αυτού που υπήρξε, (την μετάβαση στην λογοποίηση) πάνω του: το συμβάν δέν είναι πίσω, αλλά συνεχώς προς τα μπρός.

          Έτσι λοιπόν βιβλικά πρέπει να καθορίσουμε σαν τελική πραγματικότητα : Το πνεύμα το οποίο εξηγεί την αγάπη του Πατρός στην Εκκλησία στον εσταυρωμένο Υιό, δέν θα υπερβεί ποτέ αυτή την εξήγηση, καθότι στον Σταυρό παρουσιάστηκε το αξεπέραστο μεγαλείο, και η υπέρτατη φανέρωση του Θεού, του οποίου τα βάθη δέν θα πάψει ποτέ να ερευνά το πνεύμα. Όλη η ιστορία της Εκκλησίας και του κόσμου ωθείται πρός αυτό το σημείο της διαφυγής!

          Παρ'όλα αυτά, αυτή η ώθηση -όπως συμπεραίνεται από τον Παύλο και τις πράξεις των Αποστόλων- δέν είναι καθόλου παθητική. Η δωρεά του πνεύματος δημιουργεί για τον Πιστό ανοιχτά πεδία, τον προικίζει με δυνάμεις, τις οποίες αυτός, τυχερός και ξαφνιασμένος μπορεί να διαθέσει με την σημασία της αγάπης. Η αγάπη ανοίγει πεδία και εκεί που δέν υπήρχαν, χαράσσει οδούς, δωρίζει ενέργειες. Μπορεί διότι σ'αυτό φιλοξενείται πάντοτε μιά υπόσχεση. Επερχόμενο, δημιουργεί μέλλον, και όχι κενό, αλλά πληρούμενο πάντοτε επιπλέον, και πληρούμενο γενναιόδωρα με νέες υποσχέσεις. Η αγάπη είναι ουσιωδώς δημιουργική.



        

       Το Άγιο Πνεύμα απο το ένα μέρος, είναι οπωσδήποτε το πνεύμα το οποίο ενεργεί, είναι ενεργό, ανάμεσα στον Χριστό και την Εκκλησία. Αλλά απο το άλλο μέρος Αυτό είναι το Άγιο Πνεύμα που

πέμπεται απο την ενότητα Χριστός Εκκλησία (όπως απο την αιώνια ενότητα τού Πατρός με τον Υιό) 


και επομένως είναι άνοιγμα το οποίο η ένωση αγάπης ανάμεσα στην Νύμφη και τον Νυμφίο δοκιμάζει πρός το νέο, πρός τον Υιό, πρός τον κόσμο τής δημιουργίας, και σήμερα ακριβώς προς τον "εκκοσμικευμένο"  μή-Χριστιανικό κόσμο.


 Το Βατικανό ΙΙ κατεύθυνε με διακεκριμένο τρόπο τον στοχασμό του πρός αυτό το άνοιγμα, και παρότρυνε τους Χριστιανούς να πράξουν παρομοίως. Ακριβώς σ'αυτό τό σημείο η μετά-συνοδική περίοδος είναι ένας χρόνος που ανήκει στο σύμβολο τού Αγίου Πνεύματος.
          Ότι αυτό το άνοιγμα μπορεί να αποτελέσει έναν κίνδυνο επίσης για τους ανθρώπους οι οποίοι προφυλάσσονται στην σιγουριά τής Εκκλησίας, όταν, ωθούνται χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία, να αντιμετωπίσουν όλη την εκκοσμίκευση τού κόσμου, η οποία εισβάλλει στην Εκκλησία σε μεγάλα κύματα, εμείς αποκτούμε την εμπειρία αυτή στην καθημερινή μας ζωή και μάλιστα μ'έναν αυξανόμενο βαθμό. Γι' αυτό μερικά κείμενα του αφιερώματος έχουν έναν νέο χαρακτήρα: προσπαθούν να επικεντρώσουν το Χριστιανικό μήνυμα, να το κατευθύνουν πρός το αναλλοτρίωτο κέντρο, να το σιγουρέψουν, να καλλιεργήσουν την μελέτη ξεκινώντας απο όλες τις πλευρές και απο όλες τις περιφέρειες, στην σχολή του πνεύματος, το οποίο πραγματοποιεί το έργο του στην Τριαδική οικονομία εξηγώντας το μήνυμα τού ενσαρκωθέντος Λόγου, του σταυρωθέντος και αναστάντος, με μία μορφή δημιουργικά νέα σε συνεχώς νέες γενιές, και τις εξασκεί σ'αυτό!
          Το Πνεύμα αναπτύσσει σε άπειρες ποικιλίες την αγάπη τού Υιού πρός τον Πατέρα, του Πατρός πρός τον Υιό και μέσω του Υιού πρός τον κόσμο. Φωτίζει, αλλά ποιός μπορεί να ακινητοποιήσει το βλέμμα του στο φώς του; Μία Θεολογία που δίνει προτεραιότητα στο θέμα του Αγίου Πνεύματος βρίσκεται ανάμεσα στα πιό δύσκολα και πιό σπάνια πράγματα που υπάρχουν, αυτομάτως. Στα κείμενα που ακολουθούν προσφέρονται μόνον αποσπάσματα. Γίνεται όμως προσπάθεια να ανακαλυφθεί κάποιο ίχνος του Αγίου Πνεύματος πάνω στην εργασία του, στο έργο του: στον τρόπο με τον οποίο οδηγεί τους ανθρώπους στον ζωντανό Θεό, με τον οποίο διακρίνει τα πνεύματα της εποχής μας, με τον οποίο δίνει την μύηση στο μυστήριο του Λόγου που έγινε άνθρωπος. Και όλα αυτά με λιγοστές αναφορές - με τον τρόπο με τον οποίο πνέει μέσα απο τις πεπερασμένες δομές της ανθρώπινης ζωής. [οι άκτιστες ενέργειες τις οποίες βαπτίζουν Άγιο Πνεύμα].


ΣΧΟΛΙΟ: ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΤΕΛΕΙΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ.
"Το Άγιο Πνεύμα απο το ένα μέρος, είναι οπωσδήποτε το πνεύμα το οποίο ενεργεί, είναι ενεργό, ανάμεσα στον Χριστό και την Εκκλησία. Αλλά απο το άλλο μέρος Αυτό είναι το Άγιο Πνεύμα που πέμπτεται απο την ενότητα Χριστός Εκκλησία (όπως απο την αιώνια ενότητα του Πατρός με τον Υιό) και επομένως άνοιγμα το οποίο η ένωση αγάπης ανάμεσα στην Νύμφη και τον Νυμφίο δοκιμάζει πρός το νέο, πρός τον Υιό, πρός τον κόσμο της δημιουργίας, και σήμερα ακριβώς προς τον "εκκοσμικευμένο" κόσμο μή-Χριστιανικό." 

Μέ απλά λόγια, ο κληρικαλισμός γέννησε τόν οικουμενισμό, διότι ο κληρικαλισμός ο ίδιος είναι καρπός τού Φιλιόκβε. Στηρίζεται στήν θεοποίηση τής εκκλησίας, καθώς πέμπει η εκκλησία τώρα πλέον τό Αγιο Πνεύμα στόν κόσμο, αναλόγως τής αιδίου Αγίας Τριάδος.
 Τό Bishopoque πού επινόησε ο Ζηζιούλας είναι μιά απλή συνέπεια τής θεοποιήσεως τής εκκλησίας. Οπως επίσης η παρανοϊκή του ιδέα ότι ο επίσκοπος, θέσει(εις τύπον καί τόπον) Πατήρ πλέον, μοιράζει τά χαρίσματα στούς εκλεκτούς του. Καί η εκκλησία αυτή, ο νέος θεός, θά εκχύσει τό Αγιο Πνεύμα πού κατέχει εις πάσαν σάρκαν μή-χριστιανική. Καί είναι κατά τήν ομολογία τών ιδίων ένας αντικατοπτρισμός, ένα είδωλο, τό μεγαλύτερο τής ιστορίας, καθαρά Εωσφορικό.


Αμέθυστος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: