Τετάρτη 10 Ιουλίου 2024

Κωστής Παπαγιώργης - Η οντολογία του Μαρτιν Χαϊντεγκερ (2 - ΤΟ ΚΕΝΟ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗΔΕΝ)

 Συνέχεια από: Τρίτη 9 Ιουλίου 2024

Η οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγκερ, <Νεφέλη>, Αθήνα 1983 

[Εισαγωγική σημείωση / Εισαγωγή {1. Ο αποχρών λόγος – 2. Το κενό και το μηδέν – 3. Το ον λέγεται πολλαχώς – 4. Η διαφορά – 5. Το cogito – 6. Η θεωρία του σχηματισμού – 7. Η αναφορικότητα – 8.Ο χρόνος} / Η υπαρκτική αναλυτική {1. Προχειρότητα και παρεύρεση – 2. Η μέριμνα – 3. Συνύπαρξη και απροσωπία – 4. Εννόηση, ομιλία, πτώση, εύρεση – 5. Η αλήθεια – 6. Το όχι-ακόμα – 7. Η φωνή της συνείδησης – 8. Η χρονικότητα των υπαρκτικών δομών – 9. Η ιστορικότητα} / Μετά το Είναι και χρόνος {α) Η τεχνική – β) Η ποίηση}] 

2 - ΤΟ ΚΕΝΟ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗΔΕΝ

Οι λέξεις και οι σκέψεις είναι όπως η παράδοση και η συλλογική μνήμη, έχουν πάντα ένα παρελθόν που μας ξεπερνά. Συνεπώς δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για ένα στοχαστή χωρίς να αναφερθεί στους προγενέστερους. Αν λοιπόν στην έκθεση του αποχρώντος λόγου δεν ανέφερα καθόλου το Χάιντεγγερ παρότι έχει γράψει ειδική πραγματεία πάνω σ' αυτό το θέμα (Der Satz vom Grund, 1957), το έκανα από ειδική πρόθεση· το πρόβλημα ανήκει πέρα για πέρα στην παράδοση και θα μπορούσε κανείς να το θίξει όχι μόνο το 1800 τόσο, ξέροντας Σοπενχάουερ, αλλά και πολύ πρωτύτερα έχοντας υπόψη του μόνο τον Ανσέλμο της Καντερβουρίας και τον Λάιμπνιτς.

Δε χωράει αμφιβολία άλλωστε ότι και το πρόβλημα του μηδενός προϋπήρχε του “Είναι και Χρόνος” και του “Τι είναι η μεταφυσική”. Κάτι παρενέβαινε όμως στην κριτική που γινόταν – εννοώ το μη ον των αρχαίων, το nihil των μεσαιωνικών, το vacuum του Λοκ, το μηδέν του Λάιμπνιτς – και οι αποκρίσεις κληρονομούσαν τις ορθοπεδικές επιφυλάξεις των ερωτήσεων. Το μηδέν επέμεναν να το θεωρούν παιδί της Λογικής και να το φορτώνουν με όλα τα τερτίπια της Γραμματικής. Το συσχέτιζαν αυστηρά με την άρνηση, το γραμματικό δεν είναι και έτσι το βάθος του συγκαλυπτόταν με λογής λογής τεχνικές μεταθέσεις. Αξίζει λοιπόν να δούμε τις εκτρώσεις που έπαθε αυτή η προβληματική, αρχής γενομένης από τον πλατωνικό Σοφιστή.

Όλη η συγκίνηση του διαλόγου κυκλοφορεί στην ατμόσφαιρα χάρη στην αναμονή του αν ο Ξένος, η μεγάλη παρόλα του έργου, θα κατορθώσει να αποδείξει ότι το μη ον υπάρχει όσο και το ον. Φυσικά τα καταφέρνει περίφημα: τετόλμηκεν ὁ λόγος οὗτος ὑποθέσθαι τὸ μὴ ὂν εἶναι. Τίνι τρόπω; Με τη βοήθεια της γραμματικής και της λογικής. Δεν έψαξε βέβαια να βρει, μέσα ή έξω από τον κόσμο, ένα κάτι που ακούει στο όνομα μη ον. Εξ ορισμού και εκ μεθόδου αυτό αποκλείεται. Το μη ον δεν έχει σχέση με τις υποστάσεις που χορταίνουν τις αισθήσεις μας και μας κάνουν οφθαλμολάτρες, δεν κολακεύει την προκατάληψη για τα «χειροπιαστά» άρα και σωστά πράγματα, δεν υπάρχει καν μέσα στα πράγματα.

Πες ότι δίνεις ραντεβού μπροστά στο μαιευτήριο ΗΡΑ και για να ορίσεις το ακριβές σημείο λες: όχι στην πέμπτη στάση, όχι προς τη μεριά του Κάτω Χαλαντρίου, όχι στην είσοδο, αλλά δίπλα στο περίπτερο. Ο τόπος της συνάντησης δεν είναι η στάση, δεν είναι το λουλουδάδικο, δεν είναι η τράπεζα, αλλά είναι το περίπτερο. Για να ορίσεις κάτι, αρνείσαι ένα πλήθος άλλα. Το ίδιο κάνει ο μαραγκός: για να πιάσει τη ματσόλα πάνω στον πάγκο του εκπέμπει ακαριαία πλήθος αρνήσεις. Δεν είναι το ξυλοφάι, δεν είναι η πλάνη, δεν είναι το σφυρί, αλλά... καθένας μας, σαν ταχυδακτυλουργός, για να έχει σχέση με ένα πράγμα δημιουργεί γύρω του ένα μηδενικό κενό. Άποψη που την προσυπογράφει ολόψυχα ο Πατήρ Μαλμπράνς: «το χέρι μου δεν είναι το κεφάλι μου, ούτε η καρέκλα μου, ούτε η κάμαρά μου. Σα να λέμε το χέρι μου περικλείει μιάν απειρία από μηδενικά, το μηδέν κάθε πράγματος που δεν είναι» (Entretiens d'un philosophe chretien et d'un philosophe Chinois, Vrin, σ. 4). Είναι η συλλογιστική που ακολουθεί πιστά και η κλασική ρήση περί ορισμού: dererminatio est negatio [ο προσδιορισμός είναι άρνηση]. Πρόταση που δε θέλει να πεί ότι ο ορισμός δηλώνει την άρνηση του οριζομένου, αλλά την άρνηση όλων των άλλων εκτός από το όριζόμενο.

Όπως αγαπώ μια γυναίκα σημαίνει, τυπικά τουλάχιστον, ότι αρνούμαι όλες τις άλλες, έτσι και η εκλογή ενός πράγματος συνεπάγεται την άρνηση των υπολοίπων. Συγκρίνω, συσχετίζω, αρνούμαι κι έτσι έχω όσα μη όντα θέλω. Υπάρχουν απλόχερα παντού, χωρίς μέτρο και περιορισμό, γύρω από κάθε πράγμα: “κατά πάντα ὄντα διεσπαρμένον”. Δε φαίνονται, δεν πιάνουν τόπο, δεν προσθέτουν μήτε αφαιρούν τίποτα από τα πράγματα, και γι' αυτό ακριβώς υπάρχουν ασφαλέστερα. Αν εδώ σε παιδεύει κάποια αμφιβολία δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτή: η γραμματική προίκα που δωρίζει στα πράγματα όσες αρνήσεις θέλουν (πολύ μέν ἐστι τὸ ὄν, ἄπειρον δὲ πλήθει τὸ μὴ ὄν), είναι μια δωρεά λεκτική και μόνο. Χωρίς λέξεις και προτάσεις το μη ον αφανίζεται. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το αλλόκοτο: πως ένα μηδέν, ένα τίποτα, κάτι ανύπαρκτο που και επί 100.000 να το πολλαπλασιάσουμε δεν φτιάχνουμε ένα πράγμα (Leibniz, Nouveaux essais sur l'entendement, σ. 47), μπορεί να είναι ο πρωταγωνιστής της πραγματικότητας;

Κάπου εδώ κάνει την πρώτη και αποφασιστική του εμφάνιση ο Χάιντεγγερ. Μεταφυσικό, θεολόγο, οντολόγο, γλωσσολόγο, ιστορικό της σκέψης, ό,τι κι αν τον θεωρήσεις, η πεποίθησή του είναι μια και μόνη: ότι ο φάκελλος του μηδενός πρέπει να επανεξεταστεί. Το μη ον ή το μηδέν, πρεσβεύει κι αυτός, μπορούμε να το θεωρήσουμε απλή άρνηση ενός πράγματος και πιο γενικά άρνηση της ολότητας των όντων. Από τη μια μεριά το σύμπαν κι από την άλλη το τίποτα, το κενό, η άβυσσος, δηλαδή ένα αρνημένο σύμπαν, μια πληρότητα από την ανάποδη. Πλην όμως αυτή η μεγαλόδοξη και κάπως «κενόδοξη» σκέψη έχει την κρυφή μηχανή της. Για να εισαχθεί στο παιχνίδι της σκέψης το μηδέν προϋποθέτει, καθώς είπαμε, την άρνηση. Δεν υπάρχει πρώτα ένα κάποιο μηδέν, πιστεύει η παράδοση, σαν υπόσταση ή σαν αδιαφοροποίητο κενό που θεμελιώνει την άρνηση, αλλά η άρνηση, σαν από-φαση, σαν όχι, θεμελιώνει το μηδέν. Τα δικαιώματά του στην έκφραση, άπειρα τον αριθμόν, τα αντλεί από το όχι της λογικής, τη λειτουργία της αρνητικότητας. Έτσι όταν στην αρχή της Λογικής του Χέγκελ διαβάζουμε: Das reine Sein und das reine Nichts ist also dasselbe (το καθαρό είναι και το καθαρό μηδέν είναι το ίδιο) αυτό το μηδέν είναι παράγωγο της αρνητικότητας (Wissenschaft der Logik, 1, F.M. Verlag, σ. 67). Και οπωσδήποτε είναι μεγάλη εξέγερση και πρωτοτυπία ανυπολόγιστων συνεπειών να τολμήσει κανείς να γυρίσει την ερώτηση ανάποδα: «Άραγε υπάρχει το μηδέν επειδή υπάρχει το «όχι»; Δηλαδή η άρνηση; Ή μήπως συμβαίνει το αντίθετο; Μήπως η άρνηση και το «όχι» υπάρχουν επειδή υπάρχει το μηδέν;» (Questions I, Gallimard, Qu'est-ce que la Métaphysique. σσ. 53-54).

Στο Είναι και το Μηδέν (σσ. 49-102) ο Σάρτρ αναλαβαίνει την ευθύνη να δώσει μιάν επαρκή απάντηση. Λέει λοιπόν: Πάω στο καφενείο όπου έχω κλείσει μια συνάντηση με τον φίλο μου τον Πέτρο· μπαίνω μέσα, κοιτάζω ένα γύρω, τον γυρεύω σε όλα τα τραπέζια,πουθενά ο Πέτρος. Φαίνεται πως άργησε να έρθει. Με αυτό το απλό συμπέρασμα η καθημερινή ζωή γίνεται φιλόσοφος και ρωτάει: ποιο προηγείται, το μη ον (η απουσία του Πέτρου), η η άρνηση (ο Πέτρος δεν είναι εδώ); Ο Σάρτρ διατείνεται ότι η απουσία του φίλου του δίνεται σαν εποπτεία (intuition), ότι μπαίνοντας στο καφενείο εποπτεύει ένα τίποτα, ένα «τρεμοπαίξιμο του μηδενός» και κατόπιν – εδώ τίθεται το πρόβλημα της προήγησης – σχηματίζει την κρίση με την οποία διαπιστώνει την απουσία του: ο Πέτρος δεν είναι μέσα στο καφενείο.[ΠΡΟΗΓΕΙΤΑΙ Ο ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ. ΧΡΟΝΙΚΑ]

Αντίθετα η παραδοσιακή αντίληψη ισχυρίζεται ότι η υποτιθέμενη απουσία του Πέτρου είναι, ουσιαστικά, η αρνητική απάντηση στην καταφατική πρόταση: ο Πέτρος είναι στο καφενείο. Υποστηρίζοντας αυτή τη δεύτερη άποψη μπορούμε να πούμε: αφού η απουσία του άλλου δίνεται «εποπτικά», άρα σαν «αντικείμενο», γιατί δίνεται μόνο σε μένα και όχι σε όλους τους θαμώνες; Αν είχα μαζί μου και κάποιον άλλον που δε θα ήξερε τίποτα για τον ερχομό του φίλου μου, άραγε θα έβλεπε την απουσία του μπαίνοντας στην αίθουσα; Οπωσδήποτε όχι. Μήπως λοιπόν η εποπτεία του μηδενός δεν είναι διόλου αποτέλεσμα προκριτικής συμπεριφοράς, όπως γράφει ο Σάρτρ, αλλά απλό επακόλουθο της αναμονής και της κρίσης; Μήπως το μηδέν εμφανίζεται όπου το θέσει η άρνηση; Όσα λέει στη συνέχεια ο Σάρτρ για τη φαινομενολογική αντίληψη του μηδενός και για την καταγωγή του, είναι χωρίς άλλο εξόχως διαφωτιστικά, δεν μπορούν όμως να διεκδικήσουν τη συγκατάθεση του Χάιντεγγερ.

Σίγουρα η ζωή είναι ένα καθημερινό φιλοσοφικό φροντιστήριο, χρειάζεται όμως, όπως λέει ο Ρουσώ, πολύ φιλοσοφία για να μάθουμε να παρατηρήσουμε μια φορά εκείνο που βλέπουμε καθημερινά. Συγκεκριμένα για το πρόβλημα της προήγησης χρειάζεται ειδική τακτική. Το μηδέν δεν πρέπει να το εννοήσουμε σαν κάτι που το ζητάω και δεν το βρίσκω, όπως το σούρουπο βλέπω το μηδέν του ήλιου στον ουρανό η όπως μπορώ να πω κοιτώντας τον έρημο δρόμο: βλέπω τον κυρ-κανένα να 'ρχεται (Τζέησον Ξενάκης, Χίππυδες και κυνικοί, σ. 54). Οι παραστάσεις δε βοηθούν. Παρακολούθα για παράδειγμα αυτή τη σκέψη: πες ότι ο υλικός κόσμος στο σύνολό του αφανίζεται. Η ύλη και η φύση μέχρι και τους πιο απόμακρους γαλαξίες χάνονται. Τι απομένει τότε; Τίποτε άλλο από το κενό.[Η ΥΛΗ ΚΑΙ Η ΦΥΣΗ ΑΝΤΛΟΥΝ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΚΑ ΤΗΝ ΖΩΗ ΑΠΟ ΑΛΛΟΥ. ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΧΑΝΕΤΑΙ, ΕΠΟΜΕΝΩΣ ΟΥΤΕ ΚΑΙ Η ΦΥΣΗ...] Ο κόσμος είναι η οντική πληρότητα, το κενό η οντική απουσία. Κάπως έτσι εννοούσαν τη διαφορά του όντος από το μη ον ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος: το μέν πλήρες καὶ στερεόν τὸ ὄν, τὸ δὲ κενόν τὸ μὴ ὂν. Ωστόσο που βασιζόμαστε για να πούμε ότι το χαίνον διάστημα είναι το κενό-μηδέν; Μπορεί να είναι αυτό που διαβάζουμε στην Αποκάλυψη: καί ἐδόθη αὐτῷ ἡ κλείς τοῦ φρέατος τῆς ἀβύσσου, όχι όμως η ιδιότροπη σκέψη του τίποτα. Αυτή, για να κατορθώσουμε να τη σκεφτούμε, πρέπει να αποσπαστούμε από τις παραδοσιακές παραστάσεις.

Ο Θεός της Βίβλου, έχουμε μάθει, δημιούργησε τον κόσμο ex nihilo, τον άντλησε από μέσα του;;;; και τον υποστήριξε απέναντι στην απειλή του μηδενός, την τέλεια ανυπαρξία. Θεολογικά, αυτή η σκέψη έχει όλα τα νόμιμα διαπιστευτήρια· αν τα δεχτούμε, θέλοντας και μη, πρέπει να δεχτούμε μια άποψη που επιμένει να σκέφτεται το μηδέν σαν υπόσταση.[ΣΤΡΑΒΑ ΑΡΜΕΝΙΖΟΥΜΕ, ΗΔΗ] Ο κόσμος – σύμφωνοι. Και από την άλλη το μηδέν – και πάλι σύμφωνοι. Επειδή όμως κάθε λογική κρίση σκέφτεται πάντα κάτι τις και ποτέ το τίποτα, τότε κι εδώ, με τη λέξη μηδέν, με τη λέξη τίποτα πρέπει κάτι να θέσει απέναντί της, χρειάζεται, όπως θα λέγαμε στο ιδίωμα του Χούσερλ, ένα νοηματικό σύστοιχο, που δεν μπορεί να είναι άλλο από το απλήρωτο κενό, το άδειο. Με άλλα λόγια κάτι που μολονότι αντιπροσωπεύει την ανυπαρξία υπάρχει με τον τρόπο του. Ενώ δηλαδή καταστρέφουμε τα πράγματα με μια γενναία αναγωγή εις άτοπον (εἰς τὸ μὴ ὄν ἀναγκαζώμεθα τὰ ὄντα θλίβοντες καταναλίσκειν), αυτό που απομένει δεν παύει να είναι με τον τρόπο του ένα πράγμα.

Στην περίπτωση του Μέλισσου έχουμε μια άλλη δυσκολία: ἀεί ἦν καὶ ἀεὶ ἔσται· εἰ γάρ ἐγένετο, ἀναγκαῖον ἐστι πρίν γενέσθαι εἶναι μηδέν· εἰ τοίνυν μηδέν ἦν, οὐδαμά ἄν γένοιτο ἐκ τοῦ μηδενός. Όλη αυτή η παράδοση που έχει ξεσκολίσει στο σχολείο της αιτιότητας ζητάει αιτίες, και αφού το μηδέν δεν μπορεί να παρουσιαστεί ούτε σαν αιτία, ούτε σαν αποτέλεσμα, καταλήγει να θριαμβολογεί για την αποδειχτική της δεινότητα. Ο κόσμος, υποστηρίζει, είναι αιώνιος γιατί διαφορετικά πρέπει να γεννήθηκε από το μηδέν – πράγμα άτοπο. Όσο για το δημιουργημένο κόσμο της Βίβλου, μπορεί να μην ήταν αιώνιος, ωστόσο χρωστάει την αιτία του όχι στο μηδέν, αλλά στον Θεό, σε μια αιτία αιώνια. Και στις δύο περιπτώσεις η αιωνιότητα φαίνεται να αποστομώνει τους διαβολικούς δικηγόρους του μηδενός. Απηχώντας όμως τον Επίκουρο: οὐδέν γίνεται ἐκ τοῦ μηδενός, έχουμε τάχα μια σαφή έννοια της λέξης ή την εννοούμε σαν μια αποτυχημένη αιτία, σα στείρα μήτρα, θυμίζοντας τη ματαιοπονία που αναφέρει ο Παύλος στην Α΄ Προς Κορινθίους: οὕτω πυκτεύω ὡς οὐκ ἀέρα δέρων;

Εξειδίκευση σημαίνει να μαθαίνεις, όπως λένε, ολοένα πιο πολλά πράγματα για ολοένα πιο λίγα, καταλήγοντας κάποτε να μάθεις το παν για το τίποτα. Είναι αυτό ακριβώς που απαιτεί ο Χάιντεγγερ από τον αναγνώστη του: να γίνει ειδικός του τίποτα προβάλλοντας αντίσταση στις αμφίσημες διατυπώσεις, όπως σ' αυτή: τό γάρ κενεόν οὐδέν ἐστι. Ο οιοσδήποτε θεολόγος η φυσιολόγος λέει αυτό, και ξεμπερδεύει. Δεν αναρωτιέται: αυτό το ουδέν που δεν έχει μανούλα, που δεν έχει παρελθόν και μέλλον, που είναι ένα τίποτα, μήπως είναι κάτι άλλο από αυτό που νομίζουμε; Μήπως δεν ακούμε τη γλώσσα που μιλάει; Ο Μαλμπράνς ανήκει κι αυτός εκατό τοις εκατό στη λέσχη των ορκισμένων εχθρών του μηδενός και του τίποτα: «σκέφτομαι το τίποτα, γράφει, σημαίνει ότι δε σκέφτομαι τίποτα» (La recherche de la verité, δ΄ τόμος, Vrin, σ. 58). Δέσμια της παραστασιακής σκέψης, η κρίση απαιτεί παντού και πάντα ένα περιεχόμενο. Να γιατί το τίποτα τη χαλάει, δεν της πάει, δεν κολλάει μαζί της. Κι όταν δοκιμάζει να το σκεφτεί, συλλαμβάνει πλαστά το αβυσσαλέο σαν παράσταση του μηδενός, το κενό σαν το τίποτα. Προβάλλει δηλαδή μια παράσταση, ενώ το μηδέν δε σχετίζεται με παραστάσεις, δεν είναι χωρικό – και το κενό είναι πάντα μια χωρική μεταφορά – ούτε χρονικό. Δεν μπορούμε να το αναζητήσουμε, λες και είναι υπόσταση, κάπου μέσα ή έξω από τον κόσμο.[ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΨΕΥΔΟΜΑΙ]

Ας θυμίσουμε εδώ τις είκοσι εξαίρετες σελίδες που αφιερώνει ο Μπερξόν στο πρόβλημα του μηδενός (L'évolution créatrice, P.u.f., σσ. 728-747), όχι από διάθεση φιλολογικής πληρότητας, αλλά γιατί – το λέω για όλους τους φιλόδοξους χαιντεγγεριανούς – είναι το κείμενο που με ένα τρόπο γέννησε το “Τι είναι η μεταφυσική”. Εκεί ο Μπερξόν βάζει σκοπό να αποδείξει ότι το πρόβλημα του μηδενός είναι ψευδοπρόβλημα και η ιδέα του ψευτοιδέα. Και τα καταφέρνει περίφημα, με τη διαφορά ότι δεν ξεφεύγει καθόλου από την άποψη που θεωρεί το μηδέν κενό ὑπό σωμάτων μή κατεχόμενον. Συγκεκριμένα γράφει: η πληρότητα του όντος είναι ένα κέντημα πάνω στον καμβά του κενού (σ. 729). Το ον πληροί, γεμίζει, ξεχειλίζει το κενό. Συνεπώς, Όταν θα προσπαθήσει να σκεφτεί το κενό, και θα το προσπαθήσει με όλα τα φιλοσοφικά μέσα που διαθέτει, θα καταλήξει στην άρνησή του: δεν υπάρχει απόλυτο κενό μέσα στη φύση. Κατά Μπερξόν θα υπήρχε μηδέν αν υπήρχε απόλυτο κενό, εφόσον όμως αυτό είναι αδύνατο, το μηδέν αποδείχνεται απάτη και η άρνηση προηγείται κάθε μηδενικότητας. Στο Σάρτρ, ο Μπερξόν θα απαντούσε: όταν φτάνω στο καφενείο και διαπιστώνω την απουσία: «ο Π. δεν είναι εδώ», ουσιαστικά δεν κρίνω ένα μηδέν που βλέπω, αλλά απαντάω στην κρίση: ο Π. θα είναι εκεί. [ΤΟ ΜΗΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΕΝΕΚΕΝ]

Πάντως πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η έννοια του κενού και της δυνατότητας ή της αδυναμίας του να υπάρξει βασάνισε πολύ τη θεολογία. Ο Θεός, ως απόλυτη πληρότητα, είχε πολλά να φοβηθεί από το κενό και το αβυσσαλέο, ενώ αντίθετα η απόδειξη της απόλυτης πληρότητας του σύμπαντος στερέωνε το κύρος της causa altissima. Θεολογική είναι η φροντίδα του Αριστοτέλη για να αποδείξει ότι το κενό δεν υπάρχει (βλ. Κ. Γεωργούλη, Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης, σσ. 228-230), και βέβαια εξόχως θεολογική και χριστιανική είναι αυτή η παρατήρηση του Πασκάλ: «Είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι ποτέ, κανείς από τους συγγραφείς του κανόνα δε χρησιμοποίησε τη φύση για να αποδείξει το Θεό. Όλοι τείνουν να μας κάνουν να πιστέψουμε στην ύπαρξή του. Ο Δαβίδ, ο Σολομών κτλ. δεν είπαν ποτέ: δεν υπάρχει το κενό, άρα ο Θεός υπάρχει» (Pensées, Pléiade, σ. 254). Αυτή η θεολογική αντιδικία αξίζει αυτό που αξίζει. Με κανένα τρόπο όμως ο Χάιντεγγερ δε γυρεύει να την αναβιώσει, αντίθετα θέλει να απαλλάξει το μηδέν από τη βασική φιλοσοφική παρεξήγηση που το θεωρεί, όπως θα έγραφε ο Λοκ, space without body, για να το ορίσει διαφορετικά και να ανανεώσει το νόημά του.

Ας δούμε τι θα απαντούσε ο Χάιντεγγερ σε ένα θεολόγο, αρνητή της έννοιας του μηδενός, όπως είναι ο Ανσέλμος της Καντερβουρίας. Ο τελευταίος διατείνεται ευφυώς ότι τίποτα δεν υπήρξε πριν από την υπερτάτη ουσία και τίποτα δε θα υπάρξει μετά από αυτή, επειδή είναι αιώνια και ατελεύτητη.[ΟΛΑ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ] Σωστά. Εκλαμβάνοντας το μηδέν σαν ένα απειλητικό κενό που αν υπήρχε πριν από το Θεό δε θα είχε νόημα, άρα θα ήταν έξω από το θεικό έλεγχο, το ξορκίζει λέγοντας πως δεν υπήρχε μήτε θα υπάρξει.

«Είναι πολύ ορθό να πούμε ότι τίποτα δεν προϋπήρξε της υπερτάτης ουσίας μήτε υπάρχει κάτι που θα τη διαδεχτεί».[Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ] Συνεπώς, καταλήγει, δεν υπάρχει λόγος να μιλάμε γι' αυτό το Μάταιο και Βλακώδες τίποτα (Monologion, κεφάλαιο ΧΙΧ). Εκείνο που φαίνεται να μην περνάει από το νού του 'Ανσέλμου είναι ότι το τίποτα δεν είναι μια υπόσταση που προϋπήρχε του Θεού, αλλά κάτι που συνυπάρχει μαζί του, με τον κόσμο και με ο,τι άλλο. Να λοιπόν γιατί, γράφει με έμφαση ο Χάιντεγγερ, δεν υποψιαζόμαστε ότι, αν ο Θεός δημιουργεί εκ του μηδενός, θα πρέπει να διατηρεί μια σχέση με το Μηδέν. Αλλά αν ο Θεός είναι Θεός, δεν μπορεί να γνωρίσει το Μηδέν, αν αληθεύει ότι το «Απόλυτο» αποκλείει αφ' εαυτού κάθε έλλειψη του είναι (Qu'est-ce que la Métaphysique, σ. 68).[ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΑΛΛΑ ΔΙΑΚΡΙΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ]

Με κατάπληξη διαπιστώνουμε ότι όλη η προσπάθεια της Θεολογίας να παροπλίσει το μηδέν με την αναίρεση του κενού και την πιεστική επιβολή του αποχρώντος λόγου αποδείχνεται μάταια. Το μηδέν δεν ανήκει στην τάξη του κόσμου – άρα δεν έχει σχέση με την αιτιότητα. Δεν ανήκει στην τάξη του Θεού – άρα δεν έχει σχέση με τον αποχρώντα λόγο. Συνεπώς η απορία γεννιέται από μόνη της: “που να αναζητήσουμε το μηδέν; Που να το βρούμε;”[ΣΤΟ ΨΕΜΑ] Διατυπώνοντας αυτές τις ερωτήσεις ο Χάιντεγγερ συμπυκνώνει όλη τη μέθοδο της παράδοσης που υποστασιοποιούσε το μηδέν και το αντιλαμβανόταν σαν ον από την ανάποδη. Η καινοτομία του, που αληθινά είναι κάτι νέο στα φιλοσοφικά χρονικά, βρίσκεται στο γεγονός ότι απάλλαξε το μηδέν από κάθε υποστασιακό χαρακτήρα.[ΤΖΑΜΠΑ ΚΟΠΟΣ. ΟΥΤΕ ΤΟ ΟΝ ΥΠΟΣΤΑΣΙΟΠΟΙΕΙΤΑΙ, ΟΥΣΙΩΝΕΤΑΙ] Δεν υπάρχει τρόπος να στραφούμε προς το μηδέν γιατί απλούστατα δεν υπάρχει πουθενά.[ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΟΦΑΝΕΙΑ] Το μηδέν δεν υπάρχει, μηδενίζεται, όπως αλλού, επικυρώνοντας αυτή τη διατύπωση, ο Χάιντεγγερ θα γράψει ότι “ο κόσμος δεν υφίσταται, κοσμικεύεται, ο χρόνος δεν είναι, χρονούται”.

Ζητώντας λοιπόν τη θεμελίωση του κόσμου βρισκόμαστε αναπόδραστα αντιμέτωποι με ένα τρίλημμα: το αρχι-θεμέλιο (Ur-grund), το αθεμελίωτο (Ab-grund) και το ψευτοθεμέλιο (Un-grund). Αυτό – βλ. Einfürung in der Metaphysik, σ. 2 – είναι το μέγα τρίστρατο της οντο-θεολογίας. Κι αν ο Θεός και η ύλη είναι ψευτοθεμέλια χωρίς ασπίδα μπρός στο τίποτα – και οπωσδήποτε είναι – τότε το πρωταρχικό θεμέλιο δεν μπορεί παρά να είναι η παντελής έλλειψη θεμέλιου. Το άβυσσαλέο. Μόνο που αυτό το αβυσσαλέο – το ξαναλέω και δεν αρκούν όσες φορές κι αν το ξαναπώ – δεν υφίσταται, δεν είναι ένα vacuum που μέσα στους αχανείς κόλπους του έθεσε ο Θεός τον κόσμο. Μήτε είναι θεμιτό να αποδίδουμε, όπως ο Σάρτρ, αυτή την πρόταση στο Χάιντεγγερ: «...ο κόσμος αιωρείται μέσα στο μηδέν» (Το Είναι και το μηδέν, σ.68), να αντιμετωπίζουμε δηλαδή το μηδέν σαν περικεχυμένον κενόν. Ο κόσμος δεν αιωρείται μέσα στο μηδέν, αλλά είναι χωρίς θεμέλιο. Είναι μια σκέψη αυτή που ενδιαφέρει μόνο τον άνθρωπο, γιατί μόνο αυτός μπορεί να ξεσπιτώνεται από την ασφαλή φωλιά των όντων και να νιώθει τον ίλιγγο της έλλειψης θεμελίου. Ας πούμε από τώρα τη λέξη: μόνο ο άνθρωπος νιώθει αγωνία για το μηδέν. Και πιο σωστά: μόνο η αγωνία μας αποκαλύπτει το μηδέν (die Angst offenbart das Nicht).[ΓΙΑ ΤΟ ΜΗΔΕΝ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΟΥΤΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΜΕΤΟΧΗΣ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΝΕΙ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. Η ΟΠΟΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΘΕΛΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Η ΝΕΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΑΠΑΙΤΕΙ ΤΗΝ ΘΕΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ]

Κόβοντας κάθε δεσμό με τη σεβάσμια παράδοση του ορθολογισμού, ο Χάιντεγγερ δίνει την πρωτοκαθεδρία στο συναίσθημα άψηφώντας τη λογική και όλο το γνωστό οπλοστάσιο της δυτικής μεταφυσικής: κρίση, συλλογισμό, σύλληψη, έννοια, παράσταση κτλ. Δε μιλάει για σύλληψη του μηδενός, αλλά για θεμελιακή εμπειρία: Grunderfahrung des Nichts. Αυτό είναι το νέο στοιχείο που πρέπει να δεξιωθούμε με την ανάλογη προσοχή.[Η ΜΟΝΗ ΘΕΜΕΛΙΑΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΟΥΤΟΥ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΗΔΗ ΚΑΤΑΡΓΗΘΕΙ]. Διάβασε το ακόλουθο παράθεμα με την επίγνωση ότι διαβάζεις μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της μοντέρνας φιλοσοφίας: «Το μηδέν αποκαλύπτεται μέσα στην αγωνία αλλά όχι σαν ένα υπάρχον. Δεν δίνεται σαν ένα αντικείμενο. Η αγωνία δεν είναι η πράξη με την οποία συλλαμβάνουμε το μηδέν. Εντούτοις το μηδέν αναδείχνεται χωριστά, “πλάι” από το υπάρχον στο σύνολό του, το οποίο βυθίζεται μέσα στην καταπίεση που νιώθουμε. Προτιμούμε να πούμε ότι μέσα στην αγωνία το μηδέν παρουσιάζεται διαμιάς (Ιn eins mit) μαζί με το ον στο σύνολό του»[ΚΑΘΟΤΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥΤΟΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΗΚΕ ΟΠΩΣ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ ΤΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΝΕΦΙΚΤΗ] (Wegmarken, Was ist Metaphysik σ. 10). Όπου κι αν είμαστε, όπως κι αν είμαστε, είναι βέβαιο ότι πάντα έχουμε να κάνουμε με κάποιο ον. Η καθημερινή ζωή – ταυτολογία; – μας συνδέει πάντα με τα εργαλεία, τα πράγματα και τους άλλους. Έρχεται όμως στιγμή που η βαρεμάρα, η ανία (Langeweile λέει το κείμενο) μας αποσπά από το συγκεκριμένο ον και μας μεταφέρει σε μιάν άλλη ατμόσφαιρα, σε μια «σιωπηλή ομίχλη» που αποκαλύπτει τον κόσμο διαφορετικά. Εκεί που η φροντίδα μας στρεφόταν σε ένα μόνο ή σε μερικά πράγματα, αίφνης νιώθουμε να τυλίγεται ο κόσμος σαν ολότητα μέσα σε μιάν απόκοσμη αίσθηση. Και χρειάζεται γνήσια φιλοσοφική ματιά για να δεί κανείς ότι αυτή η ανία – η ναυτία που φέρνει το ταξίδι μέσα στον κόσμο – κορυφώνεται στην αγωνία που αποκαλύπτει την ουσία του μηδενός. Τούτο σημαίνει: με την αγωνία υπερβαίνουμε τον κόσμο και βρισκόμαστε στο εσωτερικό του μηδενός, πέρα από τον οντικό κόσμο: Transzendenz= Υπέρβαση. Μόνο που αυτή η παλαιά λέξη δε δηλώνει εδώ τη θεολογική υπέρβαση, η αγωνία που υπερβαίνει τον κόσμο δεν τον αφήνει πίσω της, είναι μια υπέρβαση που θα λέγαμε πως επιτελείται πισωπατώντας. Ξεπερνώντας τον κόσμο προς το μηδενικό του θεμέλιο ανακαλύπτουμε με την αγωνία πως τα όντα υπάρχουν περισσότερο από ποτέ. Μέσα (In) στην (der) φωτεινή (hellen) νύχτα (Nacht) του (des) μηδενός (Nichts) αποδείχνεται (ersteht) εντέλει (erst) η (die) αρχέγονη (ursprungliche) εκδήλωση (Offenheit) του (des) όντος (Seienden) ως (als) τέτοιου (eines solchen): ότι (dass) τó (es) όv (Seindes) είναι (ist) – και (und) όχι (nicht) το τίποτα (Nichts).[ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΜΕ ΕΚΕΙ ΑΠΟ ΟΠΟΥ ΞΕΚΙΝΗΣΑΜΕ]

Δεν υπάρχουν σχόλια: