Δήμητρα Κογκίδου, Καθηγήτρια στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης και Πρόεδρος της Επιτροπής Φύλου και Ισότητας στο ΑΠΘ
Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου στη Θεσσαλονίκη
Να σας εξομολογηθώ ότι είχα αμφιβολία εξαρχής αν είμαι το κατάλληλο άτομο για να συν-παρουσιάσει ένα βιβλίο που πραγματεύεται θέματα θεολογικά παρά το γεγονός ότι είναι έμφυλα (έμφυλα κείμενα χριστιανικής παρουσίας, ιστορίας, κρίσης και ελπίδας λέει ο υπότιτλος) γιατί δεν έχω καμιά σχέση με τη θεολογική σκέψη. Πέρα από αυτό, έχω δεχθεί επιθέσεις –όχι κριτική– από ορισμένους εκκλησιαστικούς ή ‘’παραχριστιανικούς’’ κύκλους για τις θέσεις μου σε διάφορα ζητήματα που έχουν να κάνουν με έμφυλες ταυτότητες, με οικογένειες, με ΛΟΑΤΚΙ δικαιώματα (στο παρελθόν, αλλά και πρόσφατα). Μέχρι τώρα δεν επεδίωξα να αγγίξω τη θεολογική διάσταση των ζητημάτων που ασχολούμαι στο πλαίσιο μιας διεπιστημονικής προσέγγισης γιατί δεν έχω τις σχετικές γνώσεις γενικά και ούτε για τη φεμινιστική θεολογία. Βέβαια, όταν είχα εκφράσει την αμφιβολία μου δεν είχα λάβει υπόψη μου τον τίτλο του βιβλίου ‘’Στο όριο’’ –η συγγραφέας αναλύει τι σημαίνει το όριο στην εισαγωγή της – και δεν ήξερα ακριβώς τι θέματα διαπραγματεύεται. Ξαφνιάστηκα θετικά με τα θέματα αλλά και με ορισμένες προσεγγίσεις τους. Θέματα ενδιαφέροντα και προκλητικά, όπως: αν μπορεί μια γυναίκα να είναι αριστερή και χριστιανή, αν μπορεί η αγαμία να αποτελέσει απελευθερωτική πρόταση για τη γυναίκα, αν ένα χριστιανικό κήρυγμα μπορεί να αποτελεί performance, αν θα έχουμε γυναίκες ιερείς στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αν έχει μέλλον η φεμινιστική θεολογία, αν ένα γυναικείο συγκρότημα punk επιτρέπεται να τραγουδάει στην εκκλησία κ.ά.
Χαίρομαι που έχουμε μια θεολόγο που προσπαθεί να συνομολήσει γόνιμα με άλλες επιστήμες και να ενσκήψει στις σύγχρονες ανάγκες και προβλήματα. Χαίρομαι πολύ περισσότερο που ανήκει στην ανανεωτική τάση και όχι στην τάση που, όπως λέει η ίδια, εκφράζει έναν απόκοσμο θεολογικό λόγο, διεκδικεί την αποκλειστικότητα στην έκφραση της αυθεντικής ορθόδοξης παράδοσης. Η ίδια αναλύει αυτές τις δύο τάσεις που συνυπάρχουν στη δημόσια σφαίρα και διεκδικούν τον χαρακτηρισμό θεολογία και αναφέρει ότι χρειάζεται να αναπτυχθεί ένας συνεπής θεολογικός λόγος , με θεολογικά κριτήρια σαφώς διατυπωμένα και χωρίς πατερναλισμούς. Εγώ προφανώς θα επιθυμούσα να εδραιωθεί και να ενισχυθεί η πρώτη για πολλούς λόγους και βιβλία σαν αυτό συμβάλουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Έτσι θα μειωθούν και ορισμένες ακραίες φωνές της άλλης τάσης , φωνές με μισαλοδοξία και με ρητορική μίσους. Είχαμε πρόσφατα την ευκαιρία να ακούσουμε τέτοια κηρύγματα με αφορμή την επέκταση του σύμφωνου συμβίωσης για τα ομόφυλα άτομα, την επικείμενη κατάθεση της αυτόματης νομοθετικής ρύθμισης της ταυτότητας φύλου των διεμφυλικών ατόμων (τρανς), τη θεματική εβδομάδα για τις έμφυλες ταυτότητες στο Γυμνάσιο κ.ά. Για τη συγγραφέα πάντως πρόκληση είναι για τη θεολογία να αφουγκραστεί όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους και να δημιουργήσει έναν ασφαλή χώρο έκφρασης και ανάπτυξης , δηλ. της προσωπικής τους ύπαρξης.
Δεν θα αναφερθώ στα κείμενα των βιβλιοπαρουσιάσεων γιατί, κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να έχω διαβάσει τα βιβλία πρώτα –γεγονός που δεν συμβαίνει με όλα. Μπορώ όμως να διακρίνω μέσα από αυτές πως συνδιαλέγεται δημιουργικά μια θεολόγος με άλλους επιστημονικούς χώρους και συμβάλλει στην ανάλυση ζητημάτων που δεν ανήκουν στον πυρήνα του θεολογικού ενδιαφέροντος. Αντιστέκομαι τον πειρασμό να ασχοληθώ με τη βιβλιοκρισία που αφορά την ‘’οικογένεια σε κρίση;’’ γιατί δεν θα έφθανε όλος ο χρόνος που έχω στη διάθεσή μου για να κάνω σχόλια στο βιβλίο (όχι στη βιβλιοπαρουσίαση).
Κατά τη γνώμη μου η πιο σημαντική ενότητα του βιβλίου είναι αυτή που θέτει το ερώτημα για τη χειραφέτηση μέσω της αγαμίας και αναφέρεται στις γυναικείες αδελφότητες της κίνησης της Ζωής και το ρόλο τους στην ανάπτυξη ενός ‘’χριστιανικού φεμινισμού’’ στην Ελλάδα μεταξύ 1938 έως 1960. Εγώ προσωπικά έμαθα πάρα πολλά που δεν γνώριζα αν και από την ενηλικίωσή μου στα χρόνια της μεταπολίτευσης είχα σχέση με το φεμινισμό αλλά προερχόμενη από την αριστερά. Νομίζω ότι καλύπτει ένα σημαντικό κενό στην ιστορία των γυναικών στην Ελλάδα.
Παρατηρούμε και εδώ ότι και οι ιστορικοί της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησία και οι κοινωνιολόγοι της θρησκείας ‘’είχαν παραλείψει’’ τη σημασία των γυναικών στη θρησκευτική ζωή στην Ελλάδα και ιδιαίτερα το ρόλο τους στην κίνηση της Ζωής. Δεν αναδείχθηκε το θέμα και από όσους/ες έχουν μελετήσει την ιστορία των γυναικών. Στις εξαιρέσεις ανήκει ο Γιανναράς που είχε συμμετάσχει ενεργά στην κίνηση της Ζωής και αποχώρησε μετά. Η συγγραφέας αναφέρει ότι ο Γιανναράς δεν είναι αμερόληπτος και ότι η οπτική του αντανακλά τη διαδεδομένη ανδροκρατική αντίληψη που θέλει τις άγαμες γυναίκες σεξουαλικά καταπιεσμένες, θρησκόληπτες και απωθητικές. Η κ. Αθανασοπούλου κινείται πέρα από την ανδροκεντρική αντίληψη, παρουσιάζει μια διαφορετική εκδοχή των γυναικείων αδελφοτήτων, εστιάζει στον κοινωνικό τους ρόλο και σε ορισμένα καινοτόμα στοιχεία της ζωής, της δουλειάς και των πρακτικών τους στο πλαίσιο της Εκκλησίας, καθώς και τον κοινωνικό τους ρόλο στην εκκλησία. Υποστηρίζει ότι μπορεί να θεωρηθούν τμήμα της χριστιανικής φεμινιστικής παράδοσης, τόσο εξαιτίας της επιμονής τους στη δημιουργία ενώσεων και συλλόγων από γυναίκες, όσο και της αφοσίωσής τους στο στόχο της βελτίωσης των συνθηκών ζωής των γυναικών και των παιδιών.
Καλύπτει τους διάφορους ρόλους που έπαιξαν στην ελληνική κοινωνία από το 1938 μέχρι το 60 που η κίνηση της Ζωής διασπάστηκε σε δύο και άρχισε να παρακμάζει και να γίνεται συντηρητική και εθνικιστική. Το υλικό της ήταν οι γραπτές βιογραφίες ηγετικών γυναικών του κινήματος, οι διάφορες εκδόσεις και ανεπίσημες συζητήσεις με μέλη των αδελφοτήτων, των οικογενειών τους κ.ά. Να σημειώσουμε ότι τα αρχεία των ανδρικών και γυναικείων αδελφοτήτων της Ζωής δεν είναι ανοικτά για ερευνητικούς σκοπούς.
Οι γυναικείες αδελφότητες ήταν ενώσεις αναγνωρισμένες από το κράτος και μου κάνει εντύπωση ότι δεν υπάγονταν ούτε στην ανδρική αδελφότητα, ούτε στις τοπικές εκκλησιαστικές αρχές και ότι η διαχείριση των σπιτιών ήταν δημοκρατική. Το είδος της ζωής ήταν ως εναλλακτική λύση στο μοναχισμό , μια ζωή στην καθημερινότητα. Εισήγαγαν καινοτόμα στοιχεία στην ορθόδοξη παράδοση.
Είναι ενδιαφέρον ότι η πρόσβασή τους στα εκκλησιαστικά ζητήματα -όπως το ιεραποστολικό έργο και το προνοιακό σκέλος -έγινε πραγματικότητα χάρη στο γεγονός ότι ως γυναίκες θα έμπαιναν στα σπίτια ευκολότερα και θα ήταν πιο αποτελεσματικές στη διάδοση του χριστιανικού μηνύματος. Αυτή η αντίληψη ήταν και το διαβατήριο για τη συμμετοχή στα κοινωνικά δρώμενα. Προφανώς υπήρχαν κανόνες για τα μέλη της αδελφότητας στο κοινόβιο –δεν θα αναφερθώ σε αυτούς.
Στο προνοιακό έργο ήταν η νοσηλεία και κοινωνική φροντίδα ασθενών, έγκλειστων γυναικών και ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Στο πλαίσιο αυτό θα ήταν ενδιαφέρον μελλοντικά να ερευνηθεί περισσότερο η επικοινωνία των γυναικών της αδελφότητας με τις φυλακισμένες πολιτικές κρατούμενες και η αλληλεπίδρασή τους – εννοείται και μέσα από μαρτυρίες γυναικών που ήταν πολιτικά κρατούμενες (το λέω αυτό γιατί κατά τον εμφύλιο και στη δεκαετία του 50 η κίνηση συμμετείχε στην αντικομμουνιστική υπόθεση και προπαγάνδα).
Για εμένα ένα από τις πιο ενδιαφέρουσες αναλύσεις είναι αυτές του κοινωνικού ρόλου των γυναικών και των καινοτόμων στοιχείων που είχε η δουλειά τους. Στις καινοτομίες ήταν η εισαγωγή της ιδέας του ‘’χριστιανικού φεμινισμού’’ μέσα από τις εκδόσεις της κίνησης της ζωής. Βέβαια δεν ήταν ριζοσπαστικός φεμινισμός αλλά μια εναλλακτική πρόταση στο κοσμικό φεμινισμό που είχε κυρίως με αριστερό πρόσημο –στην οποιαδήποτε περίπτωση θα μπορούσε να θεωρηθεί θετικό βήμα παρά τις αντιφάσεις που περιείχε.
Για παράδειγμα υποστήριζε το πατριαρχικό μοντέλο οικογένειας –όχι μόνον ως προς τη δομή της οικογένειας, αλλά και ως προς την κατανομή της εξουσίας στο ζευγάρι. Παρά την υποστήριξη κάποιων δικαιωμάτων των γυναικών στη δημόσια σφαίρα, οι αντιλήψεις για τους έμφυλους ρόλους στο επίπεδο των προσωπικής /οικογενειακής ζωής ήταν παραδοσιακές.
Μολονότι ήταν υπερ της οικογενειακής ζωής, εκτιμούσαν την αγαμία αν οι γυναίκες αφιερωνόταν στις δραστηριότητες του κινήματος –τότε ήταν και θεμιτή επιλογή και όχι ‘’απόκλιση’’ από τον έμφυλο ρόλο της γυναίκας. Βέβαια επιλέγοντας την αγαμία και την κοινοτική ζωή αποκτούσαν ανεξαρτησία από την οικογένεια καταγωγής τους, αλλά αντιμετωπιζόταν και με καχυποψία γιατί αυτό δεν ήταν συμβατό με τα έμφυλα στερεότυπα.
Δεν γνωρίζω αν υπάρχει, αλλα θα είχε ενδιαφέρον να συγκριθεί η κοινοβιακή ζωή της γυναικείας αδελφότητας Ζωής με άλλες μορφές κοινοβιακής ζωής –θρησκευτικές ή μη.
Πάντως τελικά το πρώτο βημα ορθόδοξου φεμινισμού έμεινε μετέωρο. Κρίμα.
Σε ένα άλλο κείμενό της ασχολείται με τις έμφυλες όψεις της οικονομικής κρίσης και εκφράζει την επιθυμία της η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας να προβάλλει έναν απελευθερωτικό και υποστηρικτικό δημόσιο λόγο. Πράγματι σήμερα ενώ πολλές οικογένειες αντιμετωπίζουν δυσκολίες, προσπαθούν να φτιάξουν σχέδια “επιβίωσης” και να βρουν ψύχραιμα τρόπους για να διαχειρισθούν τη κρίση, αυτό να είναι δυνατόν για όλες. Οι αρνητικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης πλήττουν περισσότερο τις οικονομικά και κοινωνικά ασθενέστερες ομάδες, όπως είναι οι γυναίκες και τα άτομα ή νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος –όπως είναι, για παράδειγμα, η πλειονότητα των νοικοκυριών με μόνες μητέρες. Δηλαδή οι επιπτώσεις της κρίσης κατανέμονται άνισα καθώς επικάθονται σε ήδη προϋπάρχουσες ανισότητες. Η απουσία προϋποθέσεων για αλλαγή της ζωής και θετικής προοπτικής εντείνει ακόμα περισσότερο τον κοινωνικό αποκλεισμό ομάδων που ζούσαν ήδη από πιο μπροστά σε συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Από την οικονομική στην οικογενειακή κρίση η απόσταση δεν είναι μεγάλη.
Είναι γεγονός, ότι η οικονομική κρίση δημιουργεί σοβαρά προβλήματα σε θέματα που αφορούν στην ισότητα των δυο φύλων καθώς μειώνονται οι προϋπολογισμοί που διατίθενται για την υλοποίηση των πολιτικών ισότητας, υποβαθμίζονται, συρρικνώνονται ή καταργούνται αρκετές κοινωνικές υπηρεσίες και απειλείται ακόμα και η ποιοτική λειτουργία ορισμένων βασικών τομέων της καθημερινότητας που καλύπτουν κοινωνικές ανάγκες και υποδομές. Αυτό πλήττει διπλά τις γυναίκες –εργαζόμενες που αποτελούν την πλειοψηφία του ανθρώπινου δυναμικού σε αυτόν τον τομέα της αγοράς εργασίας, και τις γυναίκες –ως αποδέκτριες των υπηρεσιών αυτών με την έννοια ότι αυτές ακόμα επωμίζονται το κύριο μερίδιο ευθύνης για την ανατροφή των παιδιών και τη φροντίδα των ηλικιωμένων. Αν συνυπολογίσουμε ότι η μείωση των εισοδημάτων ενός μεγαλύτερου αριθμού νοικοκυριών δεν θα επιτρέπει τόσο εύκολα την αγορά αυτών των υπηρεσιών, αυτό αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά την απασχόληση των γυναικών. Αυτές οι εξελίξεις φέρνουν ανατροπές στις έμφυλες σχέσεις –όχι βέβαια προς την κατεύθυνση της ισοτιμίας. Δυστυχώς όμως αυτά τα θέματα εντάσσονται στα «αποσιωπούμενα» της οικονομικής κρίσης, στις «παράπλευρες» επιπτώσεις των μνημονιακών πολιτικών. Με χαροποιεί ιδιαίτερα που μια θεολόγος όχι μόνον βάζει αυτά τα ζητήματα, αλλά και που διερευνά τις δυνατότητες του θεολογικού λόγου να συμβάλλει στην υπέρβασή τους.
Ως πρόεδρος της Επιτροπής Φύλου και Ισότητας αλλά και ως μέλος ΔΕΠ σε ένα τμήμα (πτδε) που από τη δημιουργία του το 1985 -86 είχε στο πρόγραμμα σπουδών του ως υποχρεωτικά γνωστικά αντικείμενα και ως επιλεγόμενα μαθήματα φύλου, θα ήθελα θέματα όπως τα παραπάνω αλλά και γενικότερα έμφυλες προσεγγίσεις να υπάρχουν στα προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών των Θεολογικών Σχολών στην Ελλάδα. Δεν το γνωρίζω.
Αυτό που γνωρίζω από την καταγραφή των μαθημάτων φύλου που κάναμε ως επιτροπή το ακαδημαϊκό έτος 2015 -16 είναι ότι υπήρχε ένα μάθημα στη Θεολογική του ΑΠΘ ‘’Φύλο, Πολιτισμός, Θρησκεία’’. Δεν ξέρω αν προστέθηκαν και άλλα ή αν υπάρχουν έμφυλες προσεγγίσεις στο περιεχόμενο ορισμένων μαθημάτων. Κατά το εαρινό εξάμηνο του προηγούμενου ακαδημαϊκού έτους, με προτροπή μου ως προέδρου προς τις Κοσμητείες δημιουργήθηκαν Επιτροπές Φύλου και Ισότητας στις περισσότερες Σχολές του ΑΠΘ έτσι ώστε, αυτόνομα ή/και σε συνεργασία με την Επιτροπή Φύλου και Ισότητας στο ΑΠΘ, να προωθούν το ζήτημα της ισότητας των φύλων σε όλα τα επίπεδα οργάνωσης και λειτουργίας στο ΑΠΘ. Στο πλαίσιο αυτό αναλάβαμε πρωτοβουλία για ενθάρρυνση της δημιουργίας διατμηματικών μαθημάτων Φύλου σε επίπεδο Σχολών ώστε να είναι πιο στοχευμένα θεματικά και να ανταποκρίνονται περισσότερο στα επιστημονικά ενδιαφέροντα των φοιτητών/τριών μέσω των Επιτροπών Φύλου των Σχολών. Πάντως μέχρι τώρα δεν έχω κάποια αντίστοιχη πληροφόρηση.
3 σχόλια:
Με αυτην την εκδοχγ οτι οι γυναικεις οργανωσεις ειναι χριστιανικο φεμινιστικο κινημα μενω εκθαμβος και αφωνος.
Τι αλλο θ´ακουσουνε τ´αυτια μας;
ASLAN
Ηταν αφιερωμένες κοσμοκαλόγριες στό στύλ τής Λωρίτου Ελένης, αφιερωμένης εν τέλει στόν Ζήση. Εκτός τών άλλων οργανώνουν ακόμη σέ σπίτια αναγνώσεις τού Ευαγγελίου. Κινούνται λίγο σάν τίς αμερικάνικες σέχτες. Πολλές θά χειροτονηθούν διακόνησες. Υποτιμούν τούς άνδρες καί τούς φοβούνται.
Προτεσταντικός κοινοβιοτισμός. Προνομοιακό χόμπι μιας ιστορίας που έληξε. Όσοι τα ζήσαμε από κόντα γνωρίζουμε. Οι άλλοι καλύτερα να διαβάσουν Γιανναρά. Πιστέψτε με ξέρει τι λέει. Καλή Σαρακοστή!
Δημοσίευση σχολίου