Τετάρτη 18 Ιουλίου 2018

Η αλήθεια για το ευρώ

Η Ελλάδα δεν είναι υποχρεωμένη να σεβαστεί το στραγγαλισμό της με τα πρωτογενή πλεονάσματα στο διηνεκές και με τις εξευτελιστικές ιδιωτικοποιήσεις – όπως δεν το έκανε η Πορτογαλία, μετά την ανάληψη της κυβέρνησης από μία έντιμη καινούργια που δεν ήταν υποχείριο των Γερμανών.
Επικαιρότητα
Η μακροοικονομία που ασχολείται με μία χώρα, δεν έχει καμία σχέση ούτε με τη μικροοικονομία που αφορά τις επιχειρήσεις, ούτε βέβαια με τη λογιστική – όπως δεν έχει σχέση στην ιατρική, εκτός από τις γενικές γνώσεις, ένας παθολόγος, με έναν οδοντίατρο ή με έναν ψυχίατρο. Για παράδειγμα, όταν μία επιχείρηση έχει ζημίες, είναι υποχρεωμένη να μειώσει τις αμοιβές των εργαζομένων της, τις επενδύσεις, τα δάνεια που κοστίζουν τόκους και γενικότερα τα έξοδα της – κάτι που εάν το κάνει το κράτος, οδηγείται στο φαύλο κύκλο της ύφεσης που καταλήγει συνήθως στη χρεοκοπία.
Ανεξάρτητα τώρα από τα παραπάνω οφείλει ένας υπουργός οικονομικών να γνωρίζει το σύστημα, εντός του οποίου η χώρα του δραστηριοποιείται – εν προκειμένω την Ευρωζώνη. Ειδικότερα (πηγή: Flasbeck), υπήρξαν πολλές αθετήσεις πληρωμών κρατικών ομολόγων στο παρελθόν, όπως στο παράδειγμα της Αργεντινής – τα οποία, για τις τράπεζες και τους υπόλοιπους επενδυτές, ήταν εκπεφρασμένα σε ξένο συνάλλαγμα. Εκτός αυτού υπήρξαν αρκετές νομισματικές κρίσεις που ολοκληρώνονταν με την υποτίμηση του εθνικού νομίσματος της αντίστοιχης χώρας – οπότε με ζημίες εκείνων που είχαν επενδύσει στο συγκεκριμένο νόμισμα και στα ομόλογα της.
Πρόκειται όμως για φυσιολογικά συναλλαγματικά ρίσκα – τα οποία οφείλουν να λαμβάνουν και συνήθως λαμβάνουν υπ’ όψιν αυτοί που αγοράζουν ένα ομόλογο μίας χώρας που έχει το δικό της αυτόνομο εθνικό νόμισμα. Έτσι ερμηνεύονται επίσης οι αυξήσεις των επιτοκίων των ομολόγων που συμβαίνουν σε εποχές κρίσης – επειδή πολλοί επενδυτές μαζί πουλούν τα ομόλογα αυτά, φοβούμενοι μία υποτίμηση του νομίσματος, στο οποίο έχουν εκδοθεί.
Εάν όμως μία τράπεζα δραστηριοποιείται σε μία νομισματική ζώνη, διαθέτοντας κρατικά ομόλογα από αυτή τη ζώνη, τότε δεν έχει κανένα συναλλαγματικό ρίσκο – επειδή τα ομόλογα είναι 100% ασφαλή, αφού το κράτος έχει πάντοτε την κυριαρχία επί του νομισματικού συστήματος. Επομένως φροντίζει να εξυπηρετεί (=να πληρώνει) αυτά τα ομόλογα – εν ανάγκη τυπώνοντας απλά «φρέσκα» χρήματα. Ως εκ τούτου, οι τράπεζες που επικεντρώνονται στην αγορά ομολόγων στο δικό τους νόμισμα, λειτουργούν απολύτως σωστά – ενώ δεν έχουν κανέναν κίνδυνο.
Κάτι τέτοιο ισχύει πολύ περισσότερο για μεγάλους και οικονομικά ισχυρούς νομισματικούς χώρους – επειδή η υποτίμηση του νομίσματος τους δεν θεωρείται απειλή ούτε από τις διεθνείς τράπεζες και τους αντίστοιχους επενδυτές. Για παράδειγμα, δεν θα μπορούσε να απαιτήσει κανένας τη χρεοκοπία των Η.Π.Α., λόγω της αδυναμίας του δολαρίου – αφού απλά θα γελοιοποιούταν.
Εν τούτοις, όσον αφορά την Ευρωζώνη, φαίνεται πως δεν ισχύουν τα παραπάνω, επειδή όλες οι χώρες έχουν μεν το ίδιο νόμισμα, αλλά καμία δεν έχει το δικό της εθνικό νόμισμα – σύμφωνα με τις απόψεις ορισμένων γερμανών και γάλλων οικονομολόγων (πηγή). Επομένως είναι υποχρεωμένες να λειτουργούν σαν να διαθέτουν μόνο ένα ξένο νόμισμα – γεγονός που θα σήμαινε ότι, το νομισματικό σύστημα θα είχε αποκρατικοποιηθεί, τα κράτη θα έπρεπε να διαχειρίζονται τα οικονομικά τους ακριβώς όπως οι επιχειρήσεις παρά το ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, ενώ στην κορυφή τους θα καθόταν ένας μεγάλος, τεχνοκρατικός και υδροκέφαλος οργανισμός με το όνομα ΕΚΤ (ή το γερμανικό ESM με τη μορφή του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου).
Ο οργανισμός αυτός θα φρόντιζε για την κατάργηση της Δημοκρατίας στο διηνεκές – αφού όλα τα κράτη, «άπαξ και δια παντός», θα έπρεπε να υποτάσσονται σταθερά στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, ανεξάρτητα από το τι θα ψήφιζαν οι Πολίτες τους. Σε μία τέτοια περίπτωση βέβαια θα έπρεπε να ερωτηθούν ξανά όλες εκείνες οι χώρες, οι οποίες είναι ήδη μέλη της Ευρωζώνης, εάν θα ήθελαν πραγματικά να συμμετέχουν σε ένα σύστημα, στο οποίο δεν θα παρέδιδαν μόνο το προηγούμενο εθνικό τους νόμισμα αλλά, επί πλέον, το νέο – γενικότερα δηλαδή το νόμισμα, με το οποίο συναλλάσσονται επίσημα και το οποίο δεν θα ανήκε σε κανένα.
Επειδή τώρα χωρίς καμία αμφιβολία όλες οι χώρες θα απαντούσαν πως υιοθετώντας το ευρώ ήθελαν να ανταλλάξουν το δικό τους εθνικό νόμισμα με ένα δικό τους ευρωπαϊκό νόμισμα, τότε θα έπρεπε να συμπεράνει κανείς υποχρεωτικά πως όλα τα κράτη έκαναν ένα «αντικειμενικό σφάλμα» – ή ότι υπέπεσαν σε μία «πλάνη επί των πραγμάτων», όπως θα το έλεγε κανείς νομικά. Ως εκ τούτου, οι ευρωπαϊκές συμφωνίες θα ήταν από την αρχή άκυρες – αφού θα αναγνωρίζονταν ως προϊόν πλάνης.
Συνεχίζοντας, η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην ιστορία που με χρέη αποκλειστικά και μόνο στο δικό της νόμισμα χρεοκόπησε – υπογράφοντας το εγκληματικό PSI. Το γεγονός αυτό οφείλεται αφενός μεν στην ηλιθιότητα των κυβερνήσεων της, αφετέρου στους Ευρωπαίους και Γερμανούς υπευθύνους – οι οποίοι τότε μάλλον δεν κατάλαβαν καθόλου (ή δεν ήθελαν να καταλάβουν) τι ακριβώς σημαίνει μία ένωση κρατών με ένα ενιαίο νόμισμα.
Μόνο μετά την τραγωδία του PSI και την εκτόξευση των επιτοκίων των ομολόγων των κρατών της Ευρωζώνης στα ύψη, κατάλαβε η ΕΚΤ τι σημαίνει να αποτελεί την κεντρική τράπεζα του κάθε κράτους-μέλους, δηλώνοντας πως θα κάνει ότι πρέπει για να στηρίξει το ευρώ – αν και οι μετέπειτα εκβιασμοί της, ιδίως οι τελευταίοι στην Ιταλία, αφήνουν κάποιες αμφιβολίες.
Συμπερασματικά λοιπόν η ΕΚΤ, ως η κεντρική τράπεζα κάθε κράτους της Ευρωζώνης, δεν είναι σε θέση να αφήσει κανένα μέλος της νομισματικής ένωσης να χρεοκοπήσει – ενώ είναι υποχρεωμένη να εξισορροπεί τις αποκλίσεις των επιτοκίων, όπου και όταν αυτές εμφανίζονται. Εάν δεν το κάνει, τότε η νομισματική ένωση θα διαλυθεί – οπότε η Ελλάδα δεν πρέπει να επιτρέψει το δανεισμό της από τις αγορές με μη βιώσιμα επιτόκια μετά τον Αύγουστο του 2018, αφού η ΕΚΤ είναι υποχρεωμένη να της τα εξασφαλίζει πάντοτε. Επομένως δεν είναι ούτε υποχρεωμένη να σεβαστεί το στραγγαλισμό της με τα πρωτογενή πλεονάσματα και με τις εξευτελιστικές ιδιωτικοποιήσεις – όπως δεν το έκανε η Πορτογαλία, μετά την ανάληψη της κυβέρνησης από μία νέα που δεν ήταν υποχείριο των Γερμανών (ανάλυση).
Όσον αφορά την Ιταλία, η κυβέρνηση της οποίας δεν φαίνεται διατεθειμένη να προβεί στη μεγαλοπρεπή κυβίστηση της Ελλάδας, τηρώντας τις προεκλογικές της υποσχέσεις, η Ευρωζώνη δεν είναι σε θέση να της επιβάλλει τίποτα – αφού, εάν αφήσει η ΕΚΤ τα επιτόκια της να υπερβούν τα όρια, η ευρωπαϊκή κρίση χρέους θα επιστρέψει δριμύτερη, κοστίζοντας πανάκριβα σε όλα ανεξαιρέτως τα κράτη, καθώς επίσης οδηγώντας στη διάλυση της νομισματικής ένωσης και σε μία πρωτόγνωρη παγκόσμια κρίση. Αρκεί βέβαια να μη δειλιάσει η κυβέρνηση της, σκύβοντας το κεφάλι – ούτε φυσικά να υιοθετήσει μέτρα που θα ήταν υπερβολικά, προκαλώντας όλους τους άλλους.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, ο σημερινός πρωθυπουργός μας το 2015 έκανε ένα τερατώδες σφάλμα, αφού δεν αποδεχόμαστε τις κατηγορίες εναντίον του για προδοσία. Ειδικότερα, είχε στη διάθεση του στις αρχές του 2015, τότε και μόνο τότε, δύο επιλογές: (α) τη σύγκρουση με την Τρόικα, χωρίς να χάσει χρόνο και προτού αποδεχθεί ο υπουργός οικονομικών του την «ιδιοκτησία» όλου του χρέους στις 20 Φεβρουαρίου και (β) την τήρηση των μνημονίων βασιλικότερα του βασιλιά, αφού προηγουμένως όμως εξασφάλιζε ανταλλάγματα.
Αφού τώρα επέλεξε την πρώτη λύση, δημιουργώντας εύλογα εχθρούς και χάνοντας εντελώς την εμπιστοσύνη των δανειστών, άλλαξε στη συνέχεια και έχασε άπαξ και δια παντός το «παιχνίδι» της διαπραγμάτευσης – ενώ αργότερα έδινε και δίνει πάντοτε ανταλλάγματα, προτού εξασφαλίσει κάποιες παραχωρήσεις. Ως εκ τούτου, μετά από μία σειρά θηριωδών σφαλμάτων, έφτασε ακόμη και στην παράδοση του ονόματος της Μακεδονίας – κάτι που δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε πως δεν είναι προδοτικό, με την πραγματική ερμηνεία της λέξης.
Στα πλαίσια αυτά, όσο περισσότερο παραμένει στη θέση του και στην ίδια πολιτική, τόσο χειρότερα θα πηγαίνει η Ελλάδα – ενώ το γεγονός πως ούτε η αξιωματική αντιπολίτευση έχει κάποιο δικό της σχέδιο για την έξοδο από την κρίση, επαφιόμενη στα μνημόνια και στο σκύψιμο του κεφαλιού απέναντι στη Γερμανία, τεκμηριώνει πως η Ελλάδα είναι εγκλωβισμένη σε μία παγίδα, από την οποία πολύ δύσκολα θα ξεφύγει εάν δεν υπάρξουν άλλες πολιτικές επιλογές.


Δεν υπάρχουν σχόλια: