Παρασκευή 19 Ιουλίου 2024

HEIDEGGER (9)

 Συνέχεια από: Πέμπτη 11 Ιουλίου 2024

HEIDEGGER
Τού Enrico Berti.

Η ερμηνεία τής μεταφυσικής σαν "οντο-θεολογία" (συνέχεια).


Η ίδια ασάφεια σημειώνεται καί στο τελευταίο απο τα μαθήματα τού Μαρβούργου τού Χάϊντεγκερ, στις "Μεταφυσικές αρχές τής λογικής", τού καλοκαιρινού εξαμήνου τού 1928, όπου η ερμηνεία τής αριστοτελικής μεταφυσικής σαν οντο-Θεολογίας είναι ακόμη πιό φανερή και μάλιστα αποκαλύπτονται και οι πηγές. Εδώ λοιπόν για να ορίσει την φιλοσοφία ο Χάϊντεγκερ, ανακαλεί την αρχαία φιλοσοφία, καθορισμένη απο αυτόν, "Μία μεγαλειώδης αρχή", και στο πλαισιο τής αρχαίας φιλοσοφίας, στον Αριστοτέλη, καθότι αυτός "αντιπροσωπεύει το κορυφαίο σημείο τής εξελίξεως τής αυθεντικής αρχαίας φιλοσοφίας". Τού Αριστοτέλη αναφέρει κατά πρώτον τον ορισμό τής πρώτης φιλοσοφίας σαν επιστήμης τού όντος καθότι οντος, η οποία αναφέρεται στην Μετ. Γ1, εξηγώντας ότι το όν σαν όν είναι αυτό που καθιστά το όν αυτό που είναι, είναι δηλαδή το Είναι. Στην συνέχεια αναφέρει τον ορισμό τής πρώτης φιλοσοφίας σαν Θεολογικής (φιλοσοφίας), δηλαδή επιστήμης τού Θείου, η οποία περιέχεται στην Μετ. Ε1, εξηγώντας ότι το Θείο είναι το κατεξοχήν όν. Έτσι φτάνει σε ένα πρώτο συμπέρασμα : "η φιλοσοφία σαν φιλοσοφία πρώτη έχει λοιπόν ένα διπλό χαρακτήρα, είναι επιστήμη τού Είναι και επιστήμη τού Θείου".
Στην συνέχεια αφού έχει υπογραμμίσει, και στις δύο πλευρές της, ότι είναι για τον Αριστοτέλη μία επιστήμη σε "αναζήτηση", ο Χάιντεγκερ, διευκρινίζει ότι η επιστήμη του Είναι αντιστοιχεί σ'αυτό που στην μοντέρνα εποχή ονομάσθηκε "οντολογία", ενώ η επιστήμη του Θείου αντιστοιχεί στην "Θεολογία" και αναρωτιέται:
«Η φιλοσοφία είναι οντολογία ή Θεολογία; Ή και τα δυό μαζί; Αυτό που αναζητάται κάτω απο το όνομα "Θεολογία" βρίσκεται πραγματικά στην ουσία τής φιλοσοφίας, εννοημένης με πλήρη και ριζικό τρόπο; Ή μήπως αυτό που εμφανίζεται στον Αριστοτέλη σαν Θεολογία δέν είναι παρά ένα υπόλειμμα τής νεανικής του περιόδου; Είναι αυτή η αρχαία μεταφυσική και η οντολογία είναι η νέα; Και υπήρξε μία εξέλιξη απο την μία στην άλλη; Αυτά τα προβλήματα [και εδώ παραπέμπει σε μία σημείωση όπου αναφέρει το άρθρο του Natorp] δέν μπορούν να λυθούν μόνον με την ιστορικο-φιλολογική ερμηνεία [και εδώ αναφέρεται στον Αριστοτέλη του Jaeger], αντιθέτως ακόμη και αυτή η τελευταία έχει ανάγκη καθοδηγήσεως απο μία κατανόηση των προβλημάτων η οποία θα είναι στο ύψος όσων μας παραδόθηκαν. Και μία τέτοια κατανόηση πρέπει κατ'αρχάς να την προμηθευθούμε [και εδώ αναφέρει τον Κάντ σχετικά με το "υπερβατικό ιδανικό"]».

Απο αυτό το χωρίο φαίνεται καθαρά ότι το πρόβλημα που ετέθη στον Χάϊντεγκερ απο την διπλή φύση της φιλοσοφίας, μάλιστα δέ της αριστοτελικής μεταφυσικής, συμπίπτει με την ίδια τήν παραδοχή της με εκείνο που διατύπωσε ο Natorp, και ότι η λύση με το κλειδί της εξελίξεως την οποία πρότεινε ο Jaeger κρίνεται από αυτόν ανεπαρκής. Μία ακόμη πιό οξεία κριτική στο βιβλίο τού Jaeger, εξάλλου, βρίσκεται σε ένα γραπτό του Χάϊντεγκερ έναν χρόνο αργότερα, στο άρθρο «Περί της ουσίας και περί της έννοιας τής "φύσης" (Αριστοτέλης Φυσικά Β, 1)» όπου ο Χάιντεγκερ σχετικά με τον Αριστοτέλη δηλώνει : "ένα βιβλίο, το οποίο παρόλη την ευρυμάθειά του έχει το μοναδικό ελάττωμα να σκέφτεται την φιλοσοφία τού Αριστοτέλη μ'έναν απολύτως μή-ελληνικό τρόπο, αλλά μοντέρνο-σχολαστικό και νεοκαντιανό".
Παρ'όλα αυτά όμως κανένας απο τους τρείς ούτε ο Natorp ούτε ο Jaeger, ούτε και ο ίδιος ο Χάιντεγκερ, ξεφεύγει εντελώς, σχετικά με την ερμηνεία τής μεταφυσικής του Αριστοτέλη, απο την επήρεια τού Κάντ, ο οποίος με την σειρά του είχε επηρεαστεί απο σχολαστικο-μοντέρνα ερμηνεία, δηλαδή θωμιστικο-σουαρεζικο-γουλφική. Γι'αυτό η κατηγορία για νεοκαντισμό η οποία στρέφεται απο τον Χάιντεγκερ στον Jaeger, θα μπορούσε να στραφεί και εναντίον του! Είδαμε μάλιστα στο χωρίο που παραθέσαμε, ότι για να βρεί αυτή που θεωρεί την αληθινή λύση ο Χάιντεγκερ παραπέμπει πρός μία κατεύθυνση την οποία είχε υποδείξει ο Κάντ.
Με τον Κάντ εξάλλου είχε αρχίσει να ασχολείται ο Χάιντεγκερ απο το 1925-26 αφιερώνοντάς του το δεύτερο μισό των μαθημάτων στην Λογική, "Το πρόβλημα τής αλήθειας", τής οποίας λογικής, όπως θα δούμε το πρώτο μέρος ήταν αφιερωμένο στον Αριστοτέλη. Μόλις έναν χρόνο μετά δέ απο τα μαθήματα τού 1928, ο Χάιντεγκερ εκδίδει το βιβλίο του για τον "Καντ και το πρόβλημα τής Μεταφυσικής", όπου ξαναβρίσκουμε τους ίδιους στοχασμούς γύρω απο την μεταφυσική τού Αριστοτέλη. Εδώ τονίζει πώς η μοντέρνα διάκριση ανάμεσα στην γενική μεταφυσική, δηλαδή την οντολογία και την ειδική μεταφυσική, συμπεριλαμβάνουσα κοσμολογία, ψυχολογία και φυσική Θεολογία, την οποία έβρισκε ο Κάντ στον Baumgarten, ήταν το αποτέλεσμα μιας Χριστιανικής ερμηνείας τής ασαφούς αριστοτελικής μεταφυσικής η οποία διπλασιάσθηκε εξ'αρχής σε επιστήμη τής υψηλότερης σφαίρας του όντος!
Ο Κάντ, παρατηρεί πολύ σωστά ο Χάιντεγκερ, ονόμασε καθαυτή μεταφυσική μόνον την ειδική μεταφυσική, και ιδιαιτέρως την φυσική Θεολογία, την οποία ώς γνωστόν έκρινε, ενώ ονόμασε την γενική μεταφυσική ή οντολογία, με το όνομα τής υπερβατικής φιλοσοφίας και αυτό ήταν το μέρος το οποίο ανέπτυξε θετικά. Ο ίδιος ο Χάϊντεγκερ εγκαταλείπει μαζί με τον Κάντ την ειδική μεταφυσική, ενώ ξαναπροσλαμβάνει την υπερβατική φιλοσοφία του Κάντ, συνεχίζοντας να την ονομάζει οντολογία (θεμελιώδη) αλλά ερμηνεύοντας την με την σημασία μιας οντολογίας τού "Είναι εδώ τώρα" (Dasein), δηλαδή μιας μεταφυσικής τού πεπερασμένου.
Σχετικά μ'αυτή την τελευταία, μάλιστα, ο Χάιντεγκερ αναφέρεται και πάλι στον Αριστοτέλη, με μία ενέργεια την οποία προτείνει να ονομασθεί "ανάμνηση" ή επίσης "επανάληψη" τής μεταφυσικής και επι πλέον ολοκληρώνει το βιβλίο του στον Κάντ με την διατύπωση τού οντολογικού προβλήματος η οποία εκτίθεται στο βιβλίο Ζ τής μεταφυσικής, δηλαδή "και δή και το πάλαι τε και νύν και αεί ζητούμενον και αεί απορούμενον τι το όν" (Ζ1, 1028 b..). Μεγαλύτερη σημασία όμως αποκτά αυτή η αναφορά απο το γεγονός ότι είναι λειψή, δηλαδή κόβει την τελευταία φράση τού κειμένου, η οποία όμως συνιστά την διατύπωση τής προθέσεως όλης τής δηλώσεως τού Αριστοτέλη: "τούτο εστί τις η ουσία! Αυτό μας δηλώνει όμως ότι απο την θέση τού Αριστοτέλη, ο Χάιντεγκερ αξιολογεί ακόμη σαν αξιόλογο μόνο το οντολογικό θέμα, δηλαδή την έρευνα στο Είναι, ενώ απορρίπτει την Θεολογική στιγμή, την οποία ταυτίζει ο Αριστοτέλης με την έρευνα στην ουσία!
Δέν είναι ασφαλώς η ερμηνεία την οποία έδινε ο Natorp τής αριστοτελικής μεταφυσικής, διότι για τον Χάϊντεγκερ η οντολογία, δηλαδή η υπερβατική φιλοσοφία τού Κάντ, δέν είναι όπως για τον Natorp, μία επιστημολογία, αλλά είναι ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή μία οντολογία τού Dasein, τού πεπερασμένου. Υπάρχουν όμως κοινά σημεία. Και οι δύο ακυρώνουν, με τον Κάντ, την ειδική μεταφυσική, ιδιαιτέρως την φυσική Θεολογία και αμφότεροι ισχυρίζονται ότι το μοναδικό άξιο μέρος τής μεταφυσικής τού Αριστοτέλη είναι η οντολογία, παρότι ο Natorp θεωρεί αντιφατική την προσπάθεια τού Αριστοτέλη να την συμφιλιώσει με την Θεολογία, ενώ ο Χάϊντεγκερ την θεωρεί επιτυχημένη, αλλά μοιραία για την αξία τής οντολογίας. Και οι δυο τέλος, επαναφέρουν την οντολογία τού Αριστοτέλη στην υπερβατική φιλοσοφία του Κάντ, παρότι την ερμηνεύουν με δύο ριζικά αντίθετους τρόπους.

Συνεχίζεται

  Με τον Μπρεντάνο ξεκινά η θεωρητική παρέμβαση τής αριστοτελικής φιλοσοφίας, η οποία εκτός των άλλων παρεμποδίσθη από τον νεοκαντιανισμό! Στον Κάντ βλέπουμε ουσιαστικά έναν γνωσεολόγο και φιλονικούσαμε στις σχέσεις ανάμεσα στον ιδεαλισμό και τον ρεαλισμό! Ο Αριστοτέλης είχε χαρακτηρισθεί ρεαλιστής, σαν να αντιπροσώπευε μία καθυστερημένη προοπτική, αθώα! Ο Αριστοτέλης είχε αποκτήσει μία απόλυτη αξία στον μεσαίωνα, αλλά ο μεσαίωνας υπολογιζόταν τώρα πιά σαν κάτι σκοτεινό. Ο Αριστοτέλης κατανοήθηκε σαν ένας φαρμακοποιός (H. Cohen). Στο Μαρβούργο υπήρξε η έδρα τής σημαντικότερης αντιθέσεως στον Αριστοτέλη, παρότι από εδώ προήλθαν και οι σπουδαίες εργασίες του Natorp. Στην συνέχεια όμως έρχεται ένα μεγαλύτερο άνοιγμα πρός τον Αριστοτέλη, αναγνωρίζεται ξανά ότι είναι πολύ πιό στενός ο δεσμός του με τον Πλάτωνα παρά με τον Ακινάτη και με τον ρεαλισμό τού 19ου αιώνος (Jaeger).
Και στην συνέχεια συγκεντρώνει την προσοχή στον καθορισμό, τον οποίο ολοκλήρωσε ο Αριστοτέλης, τής φιλοσοφικής έρευνας σαν οντολογίας, στα βιβλία Γ και Ε της Μεταφυσικής. Σχετικά μ' αυτή ο Χάϊντεγκερ παρατηρεί ότι η έρευνα τού Αριστοτέλη στο "όν σαν όν" είναι στην πραγματικότητα μία έρευνα στο Είναι τού όντος, δηλαδή στον τρόπο τού Είναι, στον τρόπο υπάρξεως, και επομένως είναι οντολογία με την αληθινή σημασία τού όρου. Όταν όμως ο Αριστοτέλης ορίζει την φιλοσοφία σαν έρευνα τών πρώτων αιτίων του Είναι, αυτός διακρίνει αυτές τις αιτίες σε μερικά όντα και μ'αυτόν τον τρόπο κρύβει το άνοιγμα που έγινε απο αυτόν τον ίδιο πρός το Είναι, επανακατευθύνοντας ηθελημένα το Είναι στο όν. Μ'αυτόν τον τρόπο η φιλοσοφία ορίζεται σαν έρευνα εκείνου τού όντος το οποίο πάνω απ'όλα Είναι, εκείνου τού όντος το οποίο περισσότερο απο κάθε άλλο αντιστοιχεί στην ιδέα τού Είναι και επομένως σαν τέτοιο, είναι το υπέρτατο όν, γίνεται δηλαδή Θεολογία.
Ας παρατηρήσουμε πώς, μιλώντας για το υπέρτατο όν σαν εκείνο το οποίο περισσότερο απο κάθε άλλο αντιστοιχεί στην ιδέα του Είναι, ο Χάιντεγκερ ερμηνεύει το κινητό ακίνητο το οποίο τοποθετήθηκε απο τον Αριστοτέλη ανάμεσα στις πρώτες αιτίες τού όντος σαν όντος, με τον σχολαστικό τρόπο, δηλαδή σαν κατ'ουσίαν είναι, esse ipsum, κάτι που δέν ισχύει για τον Αριστοτέλη, διότι το κινητό ακίνητο είναι αντιθέτως ουσιαστικά σκέψη! Μάλιστα δέ ο Αριστοτέλης παρότι γνωρίζει την εννοιολόγηση ενός όντος ή ουσίας, το οποίο είναι ουσιωδώς το Είναι, δηλαδή ένα καθαυτό Είναι (αυτό το όν=esse ipsum), την οποία αποδίδει στον Πλάτωνα, την απορρίπτει ξεκάθαρα, ισχυριζόμενος ότι αυτή οδηγεί στον μονισμό τού Παρμενίδη. (Μεταφ. 1001 α 4-11)

 το χωρίο τού κεφαλαίου 1 του Ζ
“αυτό που είτε στο παρελθόν όσο και τώρα είναι πάντοτε αντικείμενο ερεύνης και πάντοτε αντικείμενο συζήτησης-αλλά “πάντοτε” με την σημασία “τόσο αρχαία όσο και σήμερα”, δηλαδή και στις δύο περιπτώσεις, όλες τις φορές που έλαβε θέση αυτό το πρόβλημα λοιπόν ισούται με την ερώτηση τί πράγμα είναι η ουσία; Γι’αυτό ο Αριστοτέλης ολοκληρώνει μετά την παρένθεση, “γι’αυτό και εμείς πάνω απ’όλα, πρωταρχικώς και ας πούμε αποκλειστικώς, οφείλουμε να ερευνήσουμε σχετικά μ’αυτό που είναι μ’αυτόν τον τρόπο, τί πράγμα είναι”(1028 b 6-7). Επομένως και εμείς-λέει ο Αριστοτέλης- πρέπει μάλιστα και πρώτον, και μόνον, πρέπει να ερευνήσουμε τί πράγμα είναι περί τού αυτού τού όντος, σχετικά με το όν, αλλά εννοημένο έτσι σαν ουσία.

Μ’αυτές τις λέξεις, κατ’εμέ η οντολογική συζήτηση κλείνει: το πρόβλημα, στο παρελθόν αλλά και σήμερα, τί πράγμα είναι το όν (το είναι), πρέπει να επαναδιατυπωθεί, όχι να επαναπροταθεί στην ίδια διατύπωση, αλλά να αντικατασταθεί από την ερώτηση τί πράγμα είναι η ουσία. Και εμείς -ολοκληρώνει- σ’αυτό το σημείο πρέπει να ασχοληθούμε κυρίως, πάνω απ’όλα και μόνον μ’αυτό, δηλαδή τί πράγμα είναι η ουσία, και όχι πλέον με το τί είναι γενικώς το Είναι.

Σε πολλούς βεβαίως δεν αρέσει αυτή η διαβεβαίωση, διότι μοιάζει να είναι μία μείωση του Είναι στο όν, όπως έλεγε ο Χάιντεγκερ. Η οντολογία σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ σ’αυτό το σημείο εμπίπτει και παρακμάζει σε μία οντική επιστήμη, διότι η ουσία είναι ένα όν και επομένως ακόμη και αν αφορούσε το υπέρτατο όν, δηλαδή τον Θεό, θα ήταν πάντοτε ένα ιδιαίτερο όν. Επομένως, να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας σ’αυτό θα σήμαινε να ξεχάσουμε την διαφορά ανάμεσα στο Είναι και στο όν, δηλαδή να πέσουμε στην λήθη τού Είναι και αυτό είναι εκείνο που, κατά τον Χάιντεγκερ, έκανε ολόκληρη η δυτική μεταφυσική.

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: