Συνέχεια από:Τετάρτη 10 Ιουλίου 2024
TOY ENRICO BERTI.
Η ερμηνεία τής μεταφυσικής σαν "οντο-θεολογία" (συνέχεια).
Ακόμη και όταν, σχετικά με την αριστοτελική έννοια τού Θεού, ο Χάιντεγκερ πολεμά με την Σχολαστική έννοια τού Θεού, δέν προτίθεται να υπερασπιστεί αυτή την έννοια, αλλά να την απορρίψει! Ας διαβάσουμε τα παρακάτω λόγια που αναφέρονται στο πρώτο κινητό ακίνητο!
«Αυτό δέν έχει καμμία σχέση με τον Θεό και την θρησκεία. Έχει μία καθαρά οντολογική σημασία! Η "Θεολογία" τού Αριστοτέλη δέν έχει σχέση με την διευκρίνηση τής σχέσεως τού ανθρώπου με τον Θεό. Αυτή μεταμορφώθηκε στην σχολαστική ερμηνεία και συγχωνεύτηκε στην Χριστιανική κατανόηση τού Θεού και τού ανθρώπου. Αλλά είναι λάθος να ερμηνεύσουμε τον Αριστοτέλη Χριστιανικά».
Και σχετικά με την αριστοτελική εννοιολόγηση τού Θεού σαν σκέψη τής σκέψης:
«Ο Αριστοτέλης δέν σκέφτεται το πνεύμα, ούτε κάποιο Θείο πρόσωπο, αλλά σκέφτεται μόνον τον καθορισμό ενός όντος έτσι ώστε να αντιστοιχεί στον υπέρτατο καθορισμό τού Είναι. Γι'αυτό ο Αριστοτέλης απέχει πολύ απο το να έχει διαπιστώσει έναν σύνδεσμο ανάμεσα σ'αυτόν τον νού και τον κόσμο. Δέν υπάρχει η ιδέα μιας δημιουργίας ή μιας συντηρήσεως[ΕΔΩ ΒΡΗΚΑΝ ΘΕΣΗ ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ ΚΑΙ Η ΝΕΑ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΗΡΓΗΣΕ ΤΗΝ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΕΟΤΟΚΟ]. Ο κόσμος δέν έχει ανάγκη την δημιουργία του, είναι αιώνιος, Χωρίς αρχή και χωρίς τέλος. Ο σύνδεσμος ανάμεσα σ'αυτό που κινείται και αυτό που κινεί, και είναι με την πρωτογενή του σημασία, είναι ένας σύνδεσμος καθαρά οντολογικός. Σ'αυτή την ακραία συνοχή τού Αριστοτέλη υπάρχει ένα θεμελιώδες πρόβλημα, το οποίο παρανόησε η χριστιανική εμπειρία, όπως καί ο Χέγκελ, ο οποίος πρόβαλλε την δική του έννοια τού πνεύματος»!
Σ'αυτές τις γραμμές ο Χάιντεγκερ, παρότι εγκωμιάζει την συνέπεια, δέν συντάσσεται με τον Αριστοτέλη-τον οποίο ερμηνεύει με ακρίβεια σχετικά με την αιωνιότητα τού κόσμου, αλλά αστοχεί σχετικά με τον καθορισμό τού κινητού ακινήτου μ'έναν τρόπο ο οποίος αντιστοιχεί στον κορυφαίο καθορισμό τού Είναι, που είναι η σχολαστική ερμηνεία-ούτε βρίσκεται με το μέρος της Σχολαστικής, αλλά μάλλον βρίσκεται πολύ πιθανόν με το μέρος ενός Χριστιανισμού κατανοημένου μ'έναν μή-σχολαστικό τρόπο, δηλαδή λουθηρανικό. Παρ'όλα αυτά εκφράζεται με διφορούμενο τρόπο, δέν δηλώνει με ποιό μέρος συντάσσεται, δέν ασκεί κριτική στον Αριστοτέλη, αλλά κριτικάρει μόνον την ερμηνεία που έδωσε τής σκέψης του ο Σχολαστικισμός.
Ακόμη και το χωρίο στο οποίο ο Χάιντεγκερ διατυπώνει τελειωτικά την σχέση ανάμεσα στην οντολογία και την Θεολογία, παρότι αναγνωρίζει ξανά την συνέπεια τού Αριστοτέλη, είναι διφορούμενος, αλλά στην πραγματικότητα δέν αποδέχεται την θέση του. Ηχεί ώς εξής: Οι δύο έννοιες τής οντολογίας, σαν επιστήμης τού Είναι καί σαν Θεολογίας, είναι στενά συνδεδεμένες. Επιστήμη τού όντος καθότι όν: τίθεται τοιουτοτρόπως αναγκαίως το θέμα εκείνου τού όντος στο οποίο το αληθινό Είναι φανερώνεται με τον πιό καθαρό τρόπο. Μόνον ξεκινώντας απο αυτό μπορούμε να αντλήσουμε την ιδέα τού Είναι. Είναι επομένως αναγκαία μία σπουδή η οποία θα μελετά εκείνο το όν το οποίο κατανοείται σαν το πραγματικό και αληθινό όν. Εάν αυτό το όν είναι το πρώτο κινούν ή ο πρώτος ουρανός, είναι ένα δευτερεύον θέμα. Αυτός ο προσανατολισμός πρός το αληθινό όν δέν είναι μία ειδική επιστήμη, αλλά είναι μία κατεύθυνση πρός την οντολογική σημασία. Επιστήμη αυτού που πραγματικώς είναι, σημαίνει, όπως και η επιστήμη αυτού που είναι με την αληθινή σημασία, επιστήμη τού Είναι και επιστήμη τού υπέρτατου όντος (sommo ente).
Εδώ ο Χάιντεγκερ μοιάζει να υπερασπίζεται την ενότητα τής αριστοτελικής μεταφυσικής, αλλά γιά να το πετύχει πρέπει να αποδώσει στον Αριστοτέλη μια εννοιολόγηση τού Θεού, σαν κατ' ουσίαν, ουσιωδώς Είναι, η οποία δέν ανήκει στον Αριστοτέλη, αλλά στον Σχολαστικισμό και είναι η ρίζα αυτού που στήν συνέχεια ο ίδιος ο Χάιντεγκερ θα ονομάσει την σύγχυση ανάμεσα στο Είναι και το όν, δηλαδή την λήθη τής οντολογικής διαφοράς, ακριβώς της ίδιας τής μεταφυσικής στο σύνολό της. Ο Χάιντεγκερ δηλαδή λόγω της επιρροής τής Σχολαστικής, οικοδομεί εδώ μία εικόνα τού Αριστοτέλη τέτοια ώστε να του επιτρέψει στην συνέχεια, να τον απορρίψει στο σύνολό του!
Η αληθινή πρόθεση η οποία εμψύχωνε τον Χάϊντεγκερ στα μαθήματα τού Μαρβούργου πάνω στον Αριστοτέλη εκφράστηκε τέλεια από τον Γκάνταμερ, ο οποίος τα παρακολούθησε, στην διάσημη μαρτυρία στην οποία αναγνωρίζεται η εντύπωση μιας "τήξης των οριζόντων"με τον Αριστοτέλη, την οποία πρόσφεραν οι ερμηνείες τού Χάιντεγκερ, αλλά ταυτοχρόνως αποκαλύπτεται και το "αντιμεταφυσικό πρόγραμμα" το οποίο βρισκόταν στην βάση τους, δηλαδή το σχέδιο τού Χάιντεγκερ να οικοδομήσει μία εναλλακτική φιλοσοφία στην μεταφυσική τού Αριστοτέλη!
«Σε ποιό στάδιο -γράφει ο Γκάνταμερ- έφτασαν σ'αυτά τα μαθήματα οι ερμηνείες τού Αριστοτέλη τις οποίες είχε επεξεργαστεί, μπορεί να αντληθεί μόνον προπαρασκευαστικά απο το "Είναι και το Τίποτα" και σε κάθε περίπτωση απο τα μαθήματα της Λογικής τού 1925-26 (τόμος 21,§13). Αλλά όποιος είχε παρακολουθήσει τα μαθήματα του Χάιντεγκερ στα χρόνια του Μαρβούργου ξέρει κάτι επι πλέον. Είχαμε κατακλυστεί απο τον Αριστοτέλη σε τέτοιο βαθμό ώστε χανόταν κατά διαστήματα κάθε απόσταση και ούτε που καταλαβαίναμε ότι ο Χάιντεγκερ δέν ταύτιζε τον εαυτό του με τον Αριστοτέλη, αλλά ότι εν τέλει στόχευε στο δικό του αντι-μεταφυσικό σχέδιο. Το ξεχωριστό σημείο αυτής τής πρώτης ερμηνείας τού Αριστοτέλη βρισκόταν μάλλον στο γεγονός ότι έσβυνε την παραμορφωτική αποξένωση τής σχολαστικής ερμηνείας και κατέληγε μάλιστα να γίνεται ένα μοντέλο ερμηνευτικής "τήξης των οριζόντων", η οποία κατόρθωνε να κάνει να μιλά ο Αριστοτέλης σαν ένας σύγχρονος!»(Γκάνταμερ, ο Χάιντεγκερ και οι Έλληνες, 1979)!
«Αυτό δέν έχει καμμία σχέση με τον Θεό και την θρησκεία. Έχει μία καθαρά οντολογική σημασία! Η "Θεολογία" τού Αριστοτέλη δέν έχει σχέση με την διευκρίνηση τής σχέσεως τού ανθρώπου με τον Θεό. Αυτή μεταμορφώθηκε στην σχολαστική ερμηνεία και συγχωνεύτηκε στην Χριστιανική κατανόηση τού Θεού και τού ανθρώπου. Αλλά είναι λάθος να ερμηνεύσουμε τον Αριστοτέλη Χριστιανικά».
Και σχετικά με την αριστοτελική εννοιολόγηση τού Θεού σαν σκέψη τής σκέψης:
«Ο Αριστοτέλης δέν σκέφτεται το πνεύμα, ούτε κάποιο Θείο πρόσωπο, αλλά σκέφτεται μόνον τον καθορισμό ενός όντος έτσι ώστε να αντιστοιχεί στον υπέρτατο καθορισμό τού Είναι. Γι'αυτό ο Αριστοτέλης απέχει πολύ απο το να έχει διαπιστώσει έναν σύνδεσμο ανάμεσα σ'αυτόν τον νού και τον κόσμο. Δέν υπάρχει η ιδέα μιας δημιουργίας ή μιας συντηρήσεως[ΕΔΩ ΒΡΗΚΑΝ ΘΕΣΗ ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ ΚΑΙ Η ΝΕΑ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΗΡΓΗΣΕ ΤΗΝ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΕΟΤΟΚΟ]. Ο κόσμος δέν έχει ανάγκη την δημιουργία του, είναι αιώνιος, Χωρίς αρχή και χωρίς τέλος. Ο σύνδεσμος ανάμεσα σ'αυτό που κινείται και αυτό που κινεί, και είναι με την πρωτογενή του σημασία, είναι ένας σύνδεσμος καθαρά οντολογικός. Σ'αυτή την ακραία συνοχή τού Αριστοτέλη υπάρχει ένα θεμελιώδες πρόβλημα, το οποίο παρανόησε η χριστιανική εμπειρία, όπως καί ο Χέγκελ, ο οποίος πρόβαλλε την δική του έννοια τού πνεύματος»!
Σ'αυτές τις γραμμές ο Χάιντεγκερ, παρότι εγκωμιάζει την συνέπεια, δέν συντάσσεται με τον Αριστοτέλη-τον οποίο ερμηνεύει με ακρίβεια σχετικά με την αιωνιότητα τού κόσμου, αλλά αστοχεί σχετικά με τον καθορισμό τού κινητού ακινήτου μ'έναν τρόπο ο οποίος αντιστοιχεί στον κορυφαίο καθορισμό τού Είναι, που είναι η σχολαστική ερμηνεία-ούτε βρίσκεται με το μέρος της Σχολαστικής, αλλά μάλλον βρίσκεται πολύ πιθανόν με το μέρος ενός Χριστιανισμού κατανοημένου μ'έναν μή-σχολαστικό τρόπο, δηλαδή λουθηρανικό. Παρ'όλα αυτά εκφράζεται με διφορούμενο τρόπο, δέν δηλώνει με ποιό μέρος συντάσσεται, δέν ασκεί κριτική στον Αριστοτέλη, αλλά κριτικάρει μόνον την ερμηνεία που έδωσε τής σκέψης του ο Σχολαστικισμός.
Ακόμη και το χωρίο στο οποίο ο Χάιντεγκερ διατυπώνει τελειωτικά την σχέση ανάμεσα στην οντολογία και την Θεολογία, παρότι αναγνωρίζει ξανά την συνέπεια τού Αριστοτέλη, είναι διφορούμενος, αλλά στην πραγματικότητα δέν αποδέχεται την θέση του. Ηχεί ώς εξής: Οι δύο έννοιες τής οντολογίας, σαν επιστήμης τού Είναι καί σαν Θεολογίας, είναι στενά συνδεδεμένες. Επιστήμη τού όντος καθότι όν: τίθεται τοιουτοτρόπως αναγκαίως το θέμα εκείνου τού όντος στο οποίο το αληθινό Είναι φανερώνεται με τον πιό καθαρό τρόπο. Μόνον ξεκινώντας απο αυτό μπορούμε να αντλήσουμε την ιδέα τού Είναι. Είναι επομένως αναγκαία μία σπουδή η οποία θα μελετά εκείνο το όν το οποίο κατανοείται σαν το πραγματικό και αληθινό όν. Εάν αυτό το όν είναι το πρώτο κινούν ή ο πρώτος ουρανός, είναι ένα δευτερεύον θέμα. Αυτός ο προσανατολισμός πρός το αληθινό όν δέν είναι μία ειδική επιστήμη, αλλά είναι μία κατεύθυνση πρός την οντολογική σημασία. Επιστήμη αυτού που πραγματικώς είναι, σημαίνει, όπως και η επιστήμη αυτού που είναι με την αληθινή σημασία, επιστήμη τού Είναι και επιστήμη τού υπέρτατου όντος (sommo ente).
Εδώ ο Χάιντεγκερ μοιάζει να υπερασπίζεται την ενότητα τής αριστοτελικής μεταφυσικής, αλλά γιά να το πετύχει πρέπει να αποδώσει στον Αριστοτέλη μια εννοιολόγηση τού Θεού, σαν κατ' ουσίαν, ουσιωδώς Είναι, η οποία δέν ανήκει στον Αριστοτέλη, αλλά στον Σχολαστικισμό και είναι η ρίζα αυτού που στήν συνέχεια ο ίδιος ο Χάιντεγκερ θα ονομάσει την σύγχυση ανάμεσα στο Είναι και το όν, δηλαδή την λήθη τής οντολογικής διαφοράς, ακριβώς της ίδιας τής μεταφυσικής στο σύνολό της. Ο Χάιντεγκερ δηλαδή λόγω της επιρροής τής Σχολαστικής, οικοδομεί εδώ μία εικόνα τού Αριστοτέλη τέτοια ώστε να του επιτρέψει στην συνέχεια, να τον απορρίψει στο σύνολό του!
Η αληθινή πρόθεση η οποία εμψύχωνε τον Χάϊντεγκερ στα μαθήματα τού Μαρβούργου πάνω στον Αριστοτέλη εκφράστηκε τέλεια από τον Γκάνταμερ, ο οποίος τα παρακολούθησε, στην διάσημη μαρτυρία στην οποία αναγνωρίζεται η εντύπωση μιας "τήξης των οριζόντων"με τον Αριστοτέλη, την οποία πρόσφεραν οι ερμηνείες τού Χάιντεγκερ, αλλά ταυτοχρόνως αποκαλύπτεται και το "αντιμεταφυσικό πρόγραμμα" το οποίο βρισκόταν στην βάση τους, δηλαδή το σχέδιο τού Χάιντεγκερ να οικοδομήσει μία εναλλακτική φιλοσοφία στην μεταφυσική τού Αριστοτέλη!
«Σε ποιό στάδιο -γράφει ο Γκάνταμερ- έφτασαν σ'αυτά τα μαθήματα οι ερμηνείες τού Αριστοτέλη τις οποίες είχε επεξεργαστεί, μπορεί να αντληθεί μόνον προπαρασκευαστικά απο το "Είναι και το Τίποτα" και σε κάθε περίπτωση απο τα μαθήματα της Λογικής τού 1925-26 (τόμος 21,§13). Αλλά όποιος είχε παρακολουθήσει τα μαθήματα του Χάιντεγκερ στα χρόνια του Μαρβούργου ξέρει κάτι επι πλέον. Είχαμε κατακλυστεί απο τον Αριστοτέλη σε τέτοιο βαθμό ώστε χανόταν κατά διαστήματα κάθε απόσταση και ούτε που καταλαβαίναμε ότι ο Χάιντεγκερ δέν ταύτιζε τον εαυτό του με τον Αριστοτέλη, αλλά ότι εν τέλει στόχευε στο δικό του αντι-μεταφυσικό σχέδιο. Το ξεχωριστό σημείο αυτής τής πρώτης ερμηνείας τού Αριστοτέλη βρισκόταν μάλλον στο γεγονός ότι έσβυνε την παραμορφωτική αποξένωση τής σχολαστικής ερμηνείας και κατέληγε μάλιστα να γίνεται ένα μοντέλο ερμηνευτικής "τήξης των οριζόντων", η οποία κατόρθωνε να κάνει να μιλά ο Αριστοτέλης σαν ένας σύγχρονος!»(Γκάνταμερ, ο Χάιντεγκερ και οι Έλληνες, 1979)!
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου