Συνέχεια από: Σάββατο 29 Ιουνίου 2024
Enrico Berti.
3. Η ερμηνεία τής μεταφυσικής σάν "οντο-θεολογία"!
Στην μείωση τού Είναι σε είναι-προϊόν, η οποία αποδίδεται στον Αριστοτέλη απο τον Natorp στο διάσημο κείμενο του "Natorp-Bericht" και επομένως στην σχολαστική ερμηνεία τού Αριστοτέλη, σ'αυτή την μείωση έχει την καταγωγή της και η διάσημη εννοιολόγηση τής Μεταφυσικής τού Χάϊντεγκερ, γενικώς και ειδικώς τού Αριστοτέλη, σαν "οντο-θεολογίας". Αυτή εμφανίζεται για πρώτη φορά στην διάρκεια τού καλοκαιρινού εξαμήνου τού 1926 γύρω από τις βασικές έννοιες τής αρχαίας φιλοσοφίας, το οποίο παρότι δέν έχει κυκλοφορήσει ακόμη, το παρουσίασε ο Franco Volpi από το χειρόγραφο. Εδώ λοιπόν ο Χάιντεγκερ πρώτα απ'όλα παίρνει θέση εναντίον τής νεοκαντιανής ερμηνείας τού Αριστοτέλη, η οποία κυριαρχούσε ιδίως στο Μαρβούργο, και υπογραμμίζει περισσότερο τον δεσμό τού Αριστοτέλη με τον Πλάτωνα, επηρεασμένη ίσως από τον Αριστοτέλη τού Jaeger. Αφού λοιπόν αναφέρεται στις αριστοτελικές μελέτες τού Hegel, Trendelenburg και Bonitz δηλώνει:
Με τον Μπρεντάνο ξεκινά η θεωρητική παρέμβαση τής αριστοτελικής φιλοσοφίας, η οποία εκτός των άλλων παρεμποδίσθη από τον νεοκαντιανισμό! Στον Κάντ βλέπουμε ουσιαστικά έναν γνωσεολόγο και φιλονικούσαμε στις σχέσεις ανάμεσα στον ιδεαλισμό και τον ρεαλισμό! Ο Αριστοτέλης είχε χαρακτηρισθεί ρεαλιστής, σαν να αντιπροσώπευε μία καθυστερημένη προοπτική, αθώα! Ο Αριστοτέλης είχε αποκτήσει μία απόλυτη αξία στον μεσαίωνα, αλλά ο μεσαίωνας υπολογιζόταν τώρα πιά σαν κάτι σκοτεινό. Ο Αριστοτέλης κατανοήθηκε σαν ένας φαρμακοποιός (H. Cohen). Στο Μαρβούργο υπήρξε η έδρα τής σημαντικότερης αντιθέσεως στον Αριστοτέλη, παρότι από εδώ προήλθαν και οι σπουδαίες εργασίες του Natorp. Στην συνέχεια όμως έρχεται ένα μεγαλύτερο άνοιγμα πρός τον Αριστοτέλη, αναγνωρίζεται ξανά ότι είναι πολύ πιό στενός ο δεσμός του με τον Πλάτωνα παρά με τον Ακινάτη και με τον ρεαλισμό τού 19ου αιώνος (Jaeger).
Και στην συνέχεια συγκεντρώνει την προσοχή στον καθορισμό, τον οποίο ολοκλήρωσε ο Αριστοτέλης, τής φιλοσοφικής έρευνας σαν οντολογίας, στα βιβλία Γ και Ε της Μεταφυσικής. Σχετικά μ' αυτή ο Χάϊντεγκερ παρατηρεί ότι η έρευνα τού Αριστοτέλη στο "όν σαν όν" είναι στην πραγματικότητα μία έρευνα στο Είναι τού όντος, δηλαδή στον τρόπο τού Είναι, στον τρόπο υπάρξεως, και επομένως είναι οντολογία με την αληθινή σημασία τού όρου. Όταν όμως ο Αριστοτέλης ορίζει την φιλοσοφία σαν έρευνα τών πρώτων αιτίων του Είναι, αυτός διακρίνει αυτές τις αιτίες σε μερικά όντα και μ'αυτόν τον τρόπο κρύβει το άνοιγμα που έγινε απο αυτόν τον ίδιο πρός το Είναι, επανακατευθύνοντας ηθελημένα το Είναι στο όν. Μ'αυτόν τον τρόπο η φιλοσοφία ορίζεται σαν έρευνα εκείνου τού όντος το οποίο πάνω απ'όλα Είναι, εκείνου τού όντος το οποίο περισσότερο απο κάθε άλλο αντιστοιχεί στην ιδέα τού Είναι και επομένως σαν τέτοιο, είναι το υπέρτατο όν, γίνεται δηλαδή Θεολογία.
Ας παρατηρήσουμε πώς, μιλώντας για το υπέρτατο όν σαν εκείνο το οποίο περισσότερο απο κάθε άλλο αντιστοιχεί στην ιδέα του Είναι, ο Χάιντεγκερ ερμηνεύει το κινητό ακίνητο το οποίο τοποθετήθηκε απο τον Αριστοτέλη ανάμεσα στις πρώτες αιτίες τού όντος σαν όντος, με τον σχολαστικό τρόπο, δηλαδή σαν κατ'ουσίαν είναι, esse ipsum, κάτι που δέν ισχύει για τον Αριστοτέλη, διότι το κινητό ακίνητο είναι αντιθέτως ουσιαστικά σκέψη! Μάλιστα δέ ο Αριστοτέλης παρότι γνωρίζει την εννοιολόγηση ενός όντος ή ουσίας, το οποίο είναι ουσιωδώς το Είναι, δηλαδή ένα καθαυτό Είναι (αυτό το όν=esse ipsum), την οποία αποδίδει στον Πλάτωνα, την απορρίπτει ξεκάθαρα, ισχυριζόμενος ότι αυτή οδηγεί στον μονισμό τού Παρμενίδη. (Μεταφ. 1001 α 4-11)
Αλλά το ενδιαφέρον τού Χάιντεγκερ στρέφεται πάνω απ'όλα στην καθαυτή οντολογική στιγμή τής έρευνας τού Αριστοτέλη, σχετικά με την οποία αυτός αναδεικνύει ότι το Είναι δέν είναι ένα γένος, και γι'αυτό λέγεται με πολλές σημασίες, τόσο στις διακεκριμένες τέσσερις στο Μετ. Δ 7, δηλαδή το συμβεβηκός Είναι, το καθαυτό Είναι, το Είναι σαν αληθές, και το Είναι σύμφωνα με το δυνάμει και ενεργεία, όσο και σε εκείνες τού καθαυτό Είναι, που αντιστοιχούν στις κατηγορίες: Η πρώτη ανάμεσα σε όλες αυτές τις σημασίες, συμφωνώντας με τον Μπρεντάνο, είναι η ουσία, η οποία παρ'όλα αυτά δέν πρέπει να κατανοείται σαν ουσία (sostanza), δηλαδή σαν ένα ιδιαίτερο όν, αλλά σαν τρόπο τού Είναι, δηλαδή σαν το Είναι τού ουσιώδους σαν την "οντικότητα". Αλλά προσδιορίζοντας περισσότερο αυτή την τελευταία σαν "ιδέα του Είναι", ο Χάιντεγκερ αποκαλύπτει γι'άλλη μια φορά την εξάρτηση του απο την σχολαστική ερμηνεία, η οποία ανακηρύσσει το πρώτο όν το κατ'ουσίαν Είναι.
Το πρωτείο τής ουσίας σε σχέση με όλες τις άλλες σημασίες τού Είναι, συνεχίζει ο Χάιντεγκερ, στηρίζεται στο δόγμα τής σχέσεως πρός ΕΝ, το οποίο κατανοείται απο αυτόν σαν μία μορφή αναλογίας, η οποία δέν είναι η απλή αναλογία τής συμμετρίας, δηλαδή η ταυτότης τής σχέσεως ανάμεσα σε διαφορετικούς όρους, αλλά η αναλογία τής ιδιότητος, δηλαδή η διαφορά τών σχέσεων σε έναν μοναδικό όρο. Αυτή η τελευταία, παρατηρεί πολύ σωστά ο Χάιντεγκερ, χρησιμοποιήθηκε απο τον Πλωτίνο για να εξηγήσει την σχέση ανάμεσα στο νοητό είναι και το αισθητό είναι και απο τον σχολαστικισμό για να εξηγήσει την σχέση ανάμεσα στον Θεό (ens infinitum, increatum) και τα πλάσματα, τα κτίσματα ( ens finitum, creatum ) όπου ο Θεός γίνεται κατανοητός σαν η υπέρτατη συγκεκριμενοποίηση τής έννοιας τής ουσίας. Είναι η εννοιολόγηση της ουσίας η οποία θα ξαναεμφανιστεί, όπως το είδαμε ήδη, στα μαθήματα του 1931, η οποία δέν είναι αριστοτελική, αλλά σχολαστική, όπως σχολαστική και όχι αριστοτελική είναι η ταύτιση του Θεού με την υπέρτατη σύλληψη και συγκεκριμενοποίηση τής ουσίας. Συνεχίζει λοιπόν να ερμηνεύει τον Αριστοτέλη μέσω του Σχολαστικισμού. Στα μαθήματα τού 1926 δέν απορρίπτει ακόμη την Μεταφυσική τού Αριστοτέλη τόσο καθαρά όπως θα το κάνει το 1931, παρ'όλα αυτά δέν υπάρχει αμφιβολία ότι σχετικά με την Μεταφυσική δείχνει να εκτιμά την οντολογική στιγμή, την οντολογική της πλευρά, απορρίπτοντας την Θεολογική!
Με τον Μπρεντάνο ξεκινά η θεωρητική παρέμβαση τής αριστοτελικής φιλοσοφίας, η οποία εκτός των άλλων παρεμποδίσθη από τον νεοκαντιανισμό! Στον Κάντ βλέπουμε ουσιαστικά έναν γνωσεολόγο και φιλονικούσαμε στις σχέσεις ανάμεσα στον ιδεαλισμό και τον ρεαλισμό! Ο Αριστοτέλης είχε χαρακτηρισθεί ρεαλιστής, σαν να αντιπροσώπευε μία καθυστερημένη προοπτική, αθώα! Ο Αριστοτέλης είχε αποκτήσει μία απόλυτη αξία στον μεσαίωνα, αλλά ο μεσαίωνας υπολογιζόταν τώρα πιά σαν κάτι σκοτεινό. Ο Αριστοτέλης κατανοήθηκε σαν ένας φαρμακοποιός (H. Cohen). Στο Μαρβούργο υπήρξε η έδρα τής σημαντικότερης αντιθέσεως στον Αριστοτέλη, παρότι από εδώ προήλθαν και οι σπουδαίες εργασίες του Natorp. Στην συνέχεια όμως έρχεται ένα μεγαλύτερο άνοιγμα πρός τον Αριστοτέλη, αναγνωρίζεται ξανά ότι είναι πολύ πιό στενός ο δεσμός του με τον Πλάτωνα παρά με τον Ακινάτη και με τον ρεαλισμό τού 19ου αιώνος (Jaeger).
Και στην συνέχεια συγκεντρώνει την προσοχή στον καθορισμό, τον οποίο ολοκλήρωσε ο Αριστοτέλης, τής φιλοσοφικής έρευνας σαν οντολογίας, στα βιβλία Γ και Ε της Μεταφυσικής. Σχετικά μ' αυτή ο Χάϊντεγκερ παρατηρεί ότι η έρευνα τού Αριστοτέλη στο "όν σαν όν" είναι στην πραγματικότητα μία έρευνα στο Είναι τού όντος, δηλαδή στον τρόπο τού Είναι, στον τρόπο υπάρξεως, και επομένως είναι οντολογία με την αληθινή σημασία τού όρου. Όταν όμως ο Αριστοτέλης ορίζει την φιλοσοφία σαν έρευνα τών πρώτων αιτίων του Είναι, αυτός διακρίνει αυτές τις αιτίες σε μερικά όντα και μ'αυτόν τον τρόπο κρύβει το άνοιγμα που έγινε απο αυτόν τον ίδιο πρός το Είναι, επανακατευθύνοντας ηθελημένα το Είναι στο όν. Μ'αυτόν τον τρόπο η φιλοσοφία ορίζεται σαν έρευνα εκείνου τού όντος το οποίο πάνω απ'όλα Είναι, εκείνου τού όντος το οποίο περισσότερο απο κάθε άλλο αντιστοιχεί στην ιδέα τού Είναι και επομένως σαν τέτοιο, είναι το υπέρτατο όν, γίνεται δηλαδή Θεολογία.
Ας παρατηρήσουμε πώς, μιλώντας για το υπέρτατο όν σαν εκείνο το οποίο περισσότερο απο κάθε άλλο αντιστοιχεί στην ιδέα του Είναι, ο Χάιντεγκερ ερμηνεύει το κινητό ακίνητο το οποίο τοποθετήθηκε απο τον Αριστοτέλη ανάμεσα στις πρώτες αιτίες τού όντος σαν όντος, με τον σχολαστικό τρόπο, δηλαδή σαν κατ'ουσίαν είναι, esse ipsum, κάτι που δέν ισχύει για τον Αριστοτέλη, διότι το κινητό ακίνητο είναι αντιθέτως ουσιαστικά σκέψη! Μάλιστα δέ ο Αριστοτέλης παρότι γνωρίζει την εννοιολόγηση ενός όντος ή ουσίας, το οποίο είναι ουσιωδώς το Είναι, δηλαδή ένα καθαυτό Είναι (αυτό το όν=esse ipsum), την οποία αποδίδει στον Πλάτωνα, την απορρίπτει ξεκάθαρα, ισχυριζόμενος ότι αυτή οδηγεί στον μονισμό τού Παρμενίδη. (Μεταφ. 1001 α 4-11)
Αλλά το ενδιαφέρον τού Χάιντεγκερ στρέφεται πάνω απ'όλα στην καθαυτή οντολογική στιγμή τής έρευνας τού Αριστοτέλη, σχετικά με την οποία αυτός αναδεικνύει ότι το Είναι δέν είναι ένα γένος, και γι'αυτό λέγεται με πολλές σημασίες, τόσο στις διακεκριμένες τέσσερις στο Μετ. Δ 7, δηλαδή το συμβεβηκός Είναι, το καθαυτό Είναι, το Είναι σαν αληθές, και το Είναι σύμφωνα με το δυνάμει και ενεργεία, όσο και σε εκείνες τού καθαυτό Είναι, που αντιστοιχούν στις κατηγορίες: Η πρώτη ανάμεσα σε όλες αυτές τις σημασίες, συμφωνώντας με τον Μπρεντάνο, είναι η ουσία, η οποία παρ'όλα αυτά δέν πρέπει να κατανοείται σαν ουσία (sostanza), δηλαδή σαν ένα ιδιαίτερο όν, αλλά σαν τρόπο τού Είναι, δηλαδή σαν το Είναι τού ουσιώδους σαν την "οντικότητα". Αλλά προσδιορίζοντας περισσότερο αυτή την τελευταία σαν "ιδέα του Είναι", ο Χάιντεγκερ αποκαλύπτει γι'άλλη μια φορά την εξάρτηση του απο την σχολαστική ερμηνεία, η οποία ανακηρύσσει το πρώτο όν το κατ'ουσίαν Είναι.
Το πρωτείο τής ουσίας σε σχέση με όλες τις άλλες σημασίες τού Είναι, συνεχίζει ο Χάιντεγκερ, στηρίζεται στο δόγμα τής σχέσεως πρός ΕΝ, το οποίο κατανοείται απο αυτόν σαν μία μορφή αναλογίας, η οποία δέν είναι η απλή αναλογία τής συμμετρίας, δηλαδή η ταυτότης τής σχέσεως ανάμεσα σε διαφορετικούς όρους, αλλά η αναλογία τής ιδιότητος, δηλαδή η διαφορά τών σχέσεων σε έναν μοναδικό όρο. Αυτή η τελευταία, παρατηρεί πολύ σωστά ο Χάιντεγκερ, χρησιμοποιήθηκε απο τον Πλωτίνο για να εξηγήσει την σχέση ανάμεσα στο νοητό είναι και το αισθητό είναι και απο τον σχολαστικισμό για να εξηγήσει την σχέση ανάμεσα στον Θεό (ens infinitum, increatum) και τα πλάσματα, τα κτίσματα ( ens finitum, creatum ) όπου ο Θεός γίνεται κατανοητός σαν η υπέρτατη συγκεκριμενοποίηση τής έννοιας τής ουσίας. Είναι η εννοιολόγηση της ουσίας η οποία θα ξαναεμφανιστεί, όπως το είδαμε ήδη, στα μαθήματα του 1931, η οποία δέν είναι αριστοτελική, αλλά σχολαστική, όπως σχολαστική και όχι αριστοτελική είναι η ταύτιση του Θεού με την υπέρτατη σύλληψη και συγκεκριμενοποίηση τής ουσίας. Συνεχίζει λοιπόν να ερμηνεύει τον Αριστοτέλη μέσω του Σχολαστικισμού. Στα μαθήματα τού 1926 δέν απορρίπτει ακόμη την Μεταφυσική τού Αριστοτέλη τόσο καθαρά όπως θα το κάνει το 1931, παρ'όλα αυτά δέν υπάρχει αμφιβολία ότι σχετικά με την Μεταφυσική δείχνει να εκτιμά την οντολογική στιγμή, την οντολογική της πλευρά, απορρίπτοντας την Θεολογική!
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου