Συνεχίζεται από:Τετάρτη 17 Ιουλίου 2024
Creator Spiritus
Die Geisteslehre des Joachim von Fiore
Η διδασκαλία του Ιωακείμ της Φλόρα περί πνεύματος
Του Ernst Benz, στο ERANOS-JAHRBUCH XXV
ΙΙΙ. Η διδασκαλία του Μοντανού περί Παρακλήτου
Και τα επόμενα λόγια, τα οποία μεταφέρει ο Μοντανός ως λόγια του Παρακλήτου, καταδεικνύουν τήν μεσσιανική του αυτοσυνειδησία: «Εγώ, ο κύριος, ο παντοδύναμος Θεός, κατοικώ στον άνθρωπο.» [Ο Εωσφόρος!] Αυτή η φράση ταιριάζει με αυτή που ο Μοντανός ανέφερε στον Δίδυμο Αλεξανδρείας: «Εγώ είμαι ο Πατέρας και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα».
Ο Μοντανός και η κοινότητα του ζούσαν λοιπόν με την πεποίθηση, πως η υπόσχεση περί του ερχομού του Αγίου Πνεύματος που εκφράζεται στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, εκπληρώθηκε σε αυτούς, και πως η κοσμική εποχή του Παρακλήτου έχει ήδη έρθει. Η δική τους αντίληψη περί ιστορίας της σωτηρίας καθορίζεται από την αρχή της εξέλιξης και την αρχή της προόδου. Η τελευταία αυτή εποχή σωτηρίας φέρνει περισσότερα χαρίσματα από τις προηγούμενες εποχές σωτηρίας. Ταυτόχρονα όμως απαιτεί μεγαλύτερη ηθικότητα, σκληρότερη άσκηση και μια πιο ολοκληρωμένη αγιότητα. Ο Μοντανός υπονοεί στο σημείο αυτό μια τοποθέτηση περί του εαυτού του, η οποία ήταν στην αρχή διαδεδομένη στις χριστιανικές κοινότητες, αργότερα όμως, κάτω από την πίεση μιας συγκεκριμένης εκκλησιαστικής θεολογίας, εγκαταλείφθηκε: την αντίληψη μιας προοδευτικής εξέλιξης του θεϊκού πληρώματος της χάριτος εντός της ιστορίας της σωτηρίας.
Η σκέψη αυτή είχε απωθηθεί σχεδόν εξ εξολοκλήρου από την εκκλησιαστική θεολογία, αρχής γενομένης τον 3ο αιώνα. Το σχήμα που είχε επιβληθεί ήταν το εξής: ο Χριστός κατασκευάζει και πάλι την εικόνα του ανθρώπου η οποία είχε λόγω της αμαρτίας χαλάσει. Ο Θεός είχε πλάσει τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα Του». Ο άνθρωπος αυτός έπεσε από τον Θεό και για τον λόγο αυτό έχει χάσει την θεϊκή εικόνα που του είχε δώσει ο Θεός. Ο Θεός όμως μέσα στον Χριστό, τον «δεύτερο Αδάμ», ανανέωσε την εικόνα του Θεού μέσα στον άνθρωπο. Στην εκκλησιαστική θεολογία, η σωτηρία εμφανίζεται υπό την προοπτική της αναπαλαίωσης του αρχικού [Αποκατάσταση]. Το τέλος γυρίζει πίσω στην αρχή. Η θεώρηση αυτή είχε γενικά επιβληθεί, και θεωρείται ως αυτονόητη χριστιανική διδασκαλία. Ακόμα και σήμερα την αποδέχονται οι χριστιανικές ομολογίες.[Κατεδικάσθη πολύ νωρίς].
Εξαιτίας αυτής ακριβώς της κατάστασης, αξίζει να σκεφτεί κανείς την χαρακτηριστική προϋπόθεση αυτής της αντίληψης. Στο σχήμα αυτό, ο Θεός εμφανίζεται να έχει ένα σχεδόν αξιολύπητο ρόλο. Το πλάσμα Του στρέφεται εναντίον Του αμέσως μετά την δημιουργία του, και όλη η τεράστια προσπάθεια της ιστορίας της σωτηρίας δεν έχει άλλο σκοπό, από το να επανορθώσει την ζημιά, την οποία προκάλεσε στην αρχή ο άνθρωπος. Με ποιο κόστος όμως! Ο Θεός δεν πρέπει απλώς να θυσιάσει τον Υιό του για τον σκοπό αυτό, αλλά ακόμα και με αυτό το κόστος, δεν τα καταφέρνει να επανορθώσει ολόκληρη την βασιλεία. Εκτός παραμένει η κόλαση, το τεράστιο βασίλειο του ανώτατου επαναστάτη, ο οποίος διατηρεί αιώνια το μίσος του κατά του Θεού, και έχει μαζέψει στο βασίλειο του τους ανθρώπους εκείνους που είναι εχθροί του Θεού. Ο Θεός καταφέρνει να επιδιορθώσει την ζημιά του Αδάμ μόνο σε μια μειονότητα εκλεκτών. Εντός αυτού του σχήματος, η δράση (ενέργεια) του Αγίου Πνεύματος είναι μάλλον πράξη ενός συντηρητή (αρχαίων) παρά ενός δημιουργού.
Η ιστορία της ανθρωπότητας, κάτω από αυτό το πρίσμα, μοιάζει με την ιστορία των αρχαίων βάζων: από το σύνολο της καλλιτεχνικής παραγωγής της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας, παρέμειναν μόνο λίγα βάζα - έργα τέχνης. Αυτά διατηρούνται στις βιτρίνες των μουσείων, και ελάχιστα από αυτά παρέμειναν ακέραια. Τα περισσότερα τα συντήρησαν με πολύ κόπο οι αρχαιολόγοι, κολλώντας λαβές και μπαλώνοντας τα σώματα των αγγείων. Από όλα τα υπόλοιπα αγγεία της Ρώμης, παρέμειναν μόνο θρύψαλα, που δια μέσου των αιώνων σχημάτισαν ένα εντυπωσιακό λόφο στο Monte Testaccio.
Η θεώρηση αυτή θα τονιστεί ακόμα περισσότερο με την νίκη τής νομικής φύσεως αντίληψης περί αμαρτίας και δικαίωσης στην θεολογία της Δύσεως. Η ενέργεια της θείας θεραπείας (σωτηρίας) εξισώνεται με την άφεση αμαρτιών, και η άφεση αμαρτιών κατανοείται ως δικαίωση. Δηλαδή ως μια δικαστική πράξη, κατά την οποία η ξένη δικαιοσύνη του Χριστού αποδίδεται στον αμαρτωλό πιστό. Την θέση μιας πράξης δημιουργίας αναλαμβάνει μια δικαστική πράξη, κατά την οποία δεν υπολογίζεται η ενοχή και αποδίδεται ο μισθός ενός ξένου. Στο τέλος του δρόμου της σωτηρίας δεν βρίσκεται ένα νέο δημιούργημα, αλλά ένας αμνηστευθής εγκληματίας, ο οποίος ακόμα φοράει τα ρούχα της φυλακής. Αυτή η αντίληψη φαίνεται να είναι η αληθινή, πρωταρχική σύλληψη της χριστιανικής ανθρωπολογίας. Και όμως, αυτό δεν ισχύει.
Ήδη στην αρχαία Εκκλησία εμφανίζεται μια εντελώς διαφορετική αντίληψη, η οποία δεν έχει καμία σχέση, ή τουλάχιστον δεν κυριαρχείται, από την αντίληψη περί συντήρησης. Για την τοποθέτηση αυτή, το τέλος δεν σήμαινε την αναπαλαίωση του αρχικού, αλλά μια δημιουργική αύξηση και εξύψωση του ανθρώπινου, από δόξης είς δόξαν. Στο τέλος βρίσκεται λοιπόν κάτι το νέο, με ανέκφραστη ικανότητα εξέλιξης προς το ουράνιο και πνευματικό, προς το υπερανθρώπινο. Το χαρακτηριστικό αυτό εμφανίζεται ήδη σε μια υπόσχεση που δίνει ο Ιησούς στους μαθητές Του (Ματθ. 13, 43): «τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρὸς αὐτῶν. ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω». Η ανακοίνωση αυτή της θαυμαστής εξύψωσης της ύπαρξης βασίζεται στις υποσχέσεις σωτηρίας της ύστερης ιουδαϊκής προφητείας. Ο Δανιήλ, στο 12, 3, γράφει για την κατάσταση των δικαίων μετά την ανάσταση: «καὶ οἱ συνιέντες ἐκλάμψουσιν ὡς ἡ λαμπρότης τοῦ στερεώματος καὶ ἀπὸ τῶν δικαίων τῶν πολλῶν ὡς οἱ ἀστέρες εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ ἔτι».
Μια παρόμοια μελλοντική εξύψωση της ύπαρξης υπονοεί και ο λόγος από τον ψαλμό 81, στοίχος 6, που προκαλεί πονοκέφαλο σε όλους τους εκπροσώπους της θεολογίας της αποκατάστασης: «ἐγὼ εἶπα· θεοί ἐστε καὶ υἱοὶ ῾Υψίστου πάντες·».
Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο καταπιάστηκε με αυτή την τεράστια υπόσχεση. Ο Ιωάννης αναφέρει, πως ο Ιησούς στηρίζεται στον λόγο αυτό του ψαλμού 81, 6 σε μια συνομιλία με τους Ιουδαίους στην στοά του Σολομώντος (Ιω. 10,23). Αυτό γίνεται την στιγμή που οι Ιουδαίοι είναι έτοιμοι να Τον λιθοβολήσουν, επειδή είπε «Εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν», κατηγορώντας Τον πως κάνει τον εαυτό του Θεό. Τότε απαντά ο Ιησούς (Ιω. 10, 34-36): «οὐκ ἔστι γεγραμμένον ἐν τῷ νόμῳ ὑμῶν, ἐγὼ εἶπα, θεοί ἐστε; 35 εἰ ἐκείνους εἶπε θεούς, πρὸς οὓς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐγένετο, καὶ οὐ δύναται λυθῆναι ἡ γραφή, 36 ὃν ὁ πατὴρ ἡγίασε καὶ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον, ὑμεῖς λέγετε ὅτι βλασφημεῖς, ὅτι εἶπον, υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἰμι;». Στο σημείο αυτό, ο Ιησούς όχι μόνο δεν απορρίπτει την υπόσχεση του ψαλμού, αλλά τονίζει την ισχύ του. Όταν ο Θεός αποκαλεί «θεούς» εκείνους στους οποίους ειπώθηκε ο λόγος του Θεού, τότε ισχύει γι’ αυτούς και η υπόσχεση μιας απερίγραπτης εξύψωσης της ύπαρξης τους, καθώς «οὐ δύναται λυθῆναι ἡ γραφή». Ο Ιησούς χρησιμοποιεί τον λόγο αυτό για να δικαιολογήσει αυτό που λέει για τον εαυτό του: «είμαι Υιός του Θεού». Η λογική πορεία της σκέψης έχει ως εξής: αφού εκείνοι στους οποίους απευθύνθηκε ο λόγος του Θεού είναι «θεοί», τότε δεν είναι βλασφημία όταν ο Ιησούς ισχυρίζεται: «είμαι Υιός του Θεού».
Στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, ο Ιησούς υπόσχεται στους μαθητές Του, σε αυτούς που Τον πιστεύουν, μια αύξηση των πνευματικών τους δυνάμεων, οι οποίες θα υπερβούν ακόμα και τις πνευματικές δυνάμεις που δρουν μέσα σε Αυτόν.[;;!!]
Στο Ιω. 14, 12, ο Ιησούς λέει στους μαθητές Του, αποχαιρετώντας τους: «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καὶ μείζονα τούτων ποιήσει, ὅτι ἐγὼ πρὸς τὸν πατέρα μου πορεύομαι, 13 καὶ ὅ,τι ἂν αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου, τοῦτο ποιήσω, ἵνα δοξασθῇ ὁ πατὴρ ἐν τῷ υἱῷ.» Η πνευματική πληρεξουσιότητα (εξουσιοδότηση) των Χριστιανών δεν περιορίζεται από το μέτρο της πνευματικής εξουσιοδότησης, που δρούσε στον Ιησού όσο ζούσε. Ούτε καν ο Λόγος που έγινε άνθρωπος δεν αποτελεί μέτρο για την πνευματική δύναμη που δρα μέσα στους Χριστιανούς. Με σκοπό να δοξασθεί ο Πατήρ μέσα στον Υιό, ο Ιησούς υπόσχεται στους μαθητές Του μια πνευματική δύναμη, που θα τους δώσει την ικανότητα να κάνουν έργα μεγαλύτερα από τα δικά Του. Αυτό σημαίνει πως θα τον ξεπεράσουν με ακόμα πιο εντυπωσιακές ενέργειες (δράσεις) του Αγίου Πνεύματος.
Προσδοκίες μιας παρόμοιας αύξησης (ανόδου), σχετιζόμενης με τα γεγονότα των εσχάτων, εκφράζονται και στην πρώτη επιστολή του Ιωάννου (1. Ιω. 3,2): «Αγαπητοί, νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμεν, καὶ οὕπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα· οἴδαμεν δὲ ὅτι ἐάν φανερωθῇ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν καθώς ἐστι.» Και εδώ γίνεται λόγος για τις διάφορες βαθμίδες ανόδου της ύπαρξης. Οι πιστοί Χριστιανοί είναι τώρα τέκνα του φωτός, τέκνα του Θεού. Το ψηλό αυτό σκαλοπάτι όμως, δεν είναι το τελευταίο. Το τελευταίο σκαλοπάτι δεν έχει ακόμα εμφανιστεί. Οι Χριστιανοί όμως γνωρίζουν, πως το τελευταίο αυτό σκαλοπάτι είναι μια νέα, αδύνατο να την φανταστεί κανείς, άνοδος μέχρι την ομοιότητα (της μορφής) με τον Χριστό που ξαναέρχεται.
Αλλά και ο Παύλος γνωρίζει ακόμα σαφέστερα αυτή την άνοδο της ύπαρξης, την οποία φέρνει το πνεύμα. Η ενέργεια (δράση) του Πνεύματος δεν είναι μοναδική. Από αυτό αντιθέτως αναβλύζει μια διαρκής δημιουργική δράση (ενέργεια), η οποία ανεβάζει τον άνθρωπο από το ένα σκαλοπάτι στο επόμενο και τον λαμπρύνει. Στην β’ Κορ. 4, 16 λέει: «εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ἀλλ᾿ ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ καὶ ἡμέρᾳ.» Το ότι αυτή η ανανέωση δεν είναι μια διαρκής ανακατασκευή μιας κατάστασης η οποία χάνεται διαρκώς με την πτώση, αλλά πρόοδος του εσωτερικού ανθρώπου, πάνω στον δρόμο της κατάκτησης όλο και μεγαλύτερης δόξας, το περιγράφει στην ίδια επιστολή, β Κορ. 3, 18: «ἡμεῖς δὲ πάντες ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τὴν αὐτὴν εἰκόνα μεταμορφούμεθα ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν, καθάπερ ἀπὸ Κυρίου Πνεύματος». Το Πνεύμα εμφανίζεται εδώ ως η δύναμη της ανόδου της ανθρώπινης ύπαρξης, που τον εξυψώνει το υπερανθρώπινο επίπεδο. [Ένα παρόμοιο ενθουσιασμό εκφράζεται και στην α. Κορ. 6,2: «οὐκ οἴδατε ὅτι οἱ ἅγιοι τὸν κόσμον κρινοῦσι; καὶ εἰ ἐν ὑμῖν κρίνεται ὁ κόσμος, ἀνάξιοί ἐστε κριτηρίων ἐλαχίστων; 3 οὐκ οἴδατε ὅτι ἀγγέλους κρινοῦμεν;»]
Χαρακτηριστικό για το ξύπνημα του πνεύματος στον Μοντανό, είναι πως ξανάπιασε την ιδέα της δημιουργικής εξύψωσης του ανθρώπου δια του Πνεύματος, και την έβαλε στο κέντρο της διδασκαλίας του περί δράσης και αγιασμού του Πνεύματος. Ο Μοντανός, που με τις προφητείες του έθεσε σε μια ριζοσπαστική βάση τις πρωτοχριστιανικές απαιτήσεις αγιότητας, έθεσε τον στόχο του αγιασμού ως ενέργειας (δράσης) του Αγίου Πνεύματος, όσο πιο ψηλά μπορούσε. Ο Μοντανός είναι ο πρώτος που χρησιμοποίησε την έννοια υπεράνθρωπος, συνδυάζοντας την με την διδασκαλία του περί αγιότητας. Ένας από τους λόγους του Παρακλήτου, που παραθέτει ο πατέρας τής Εκκλησίας Επιφάνιος, αναφερόμενος σε μια από τις προφητείες του Μοντανού, λέει: «Γιατί ονομάζεις τον υπεράνθρωπο σωσμένο; Ο Παράκλητος λέει: ο δίκαιος θα λάμψει εκατό φορές πιο δυνατά από τον ήλιο, και οι μικροί μεταξύ σας, ως σωσμένοι, θα λάμψουν εκατό φορές πιο δυνατά από το φεγγάρι».
Η έννοια του υπερανθρώπου περιέχει την άρνηση του Μοντανού προς κάθε συντηρητική αντίληψη περί σωτηρίας. Η σωτηρία που θα δοθεί στον άνθρωπο δια των πνευματικών δωρεών των εσχάτων, θα τον υψώσει σε υπεράνθρωπο. Οι υποσχέσεις σωτηρίας του Παρακλήτου, που ο Μοντανός μεταφέρει, υπερβαίνουν ακόμα και τις υποσχέσεις σωτηρίας που έδωσε ο Ιησούς στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, όπου υπόσχεται στους δίκαιους ότι «θα λάμψουν σαν τον ήλιο». Μπορεί όμως να τοποθετηθεί δίπλα στην υπόσχεση του Ιησού στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, όπου υπόσχεται στους μαθητές Του, πως θα κάνουν έργα μεγαλύτερα από τον ίδιο. Ο «δίκαιος» σημαίνει εδώ τον προτιμούμενο φορέα του Πνεύματος, που διαφοροποιείται από τον «μικρό», που είναι απλώς πιστός οπαδός της αίρεσης. Ο χαρισματικός ονομάζεται «υπεράνθρωπος», και σε άλλες παραδεδομένες φράσεις του Μοντανού λαμβάνει χαρακτηρισμούς που τον εξισώνουν με τον Θεό: «Εγώ είμαι ο πατέρας, ο υιός και ο παράκλητος». Από εδώ προκύπτει, πως ο χαρακτηρισμός του ως σωσμένου, απορρίπτεται ως ακατάλληλος.
Ο Hennecke (Edgar Hennecke, Christliche Welt, Jg. 1920, Nr. 47, S. 748: Vom Übermenschen) σχολιάζει την φράση αυτή: «Τέτοιες υπερβολές ήταν χαρακτηριστικές για την εποχή. Με ανησυχητική προσέγγιση των χριστιανικών ιδεών προς τις ειδωλολατρικές αντιλήψεις, οι υπερβολές αυτές ήθελαν να ξεπεράσουν την απλή χριστιανική οικοδόμηση του προσώπου και έτειναν προς την αριστοκρατική αντίληψη. Φυσικά, διαφορετικά από τον Νίτσε, αλλά στην ίδια κατηγορία».
Η παρατήρηση αυτή δεν είναι ιστορικά ακριβής, καθώς προβάλλει το μοντέρνο προτεσταντικό ιδανικό της «απλής χριστιανικής οικοδόμησης του προσώπου» στην εποχή της πρωταρχικής Εκκλησίας. Ακριβώς αυτό όμως δεν ισχύει. Στην περιοχή των υπερβολικών χαρισματικών εμπειριών διαπιστώνεται ο ύψιστος βαθμός της χριστιανικής αυτοπεποίθησης. Η ιδέα του υπερανθρώπου είναι μια αυθεντική χριστιανική ιδέα, που αναπτύχθηκε από χαρισματικούς ανθρώπους. Μέσα στην πνευματική τους εμπειρία, οι άνθρωποι αυτοί γνώριζαν πως υψώθηκαν με ασύλληπτο τρόπο πάνω από την κανονική ανθρώπινη ύπαρξη. Μέσα αυτή την κατάσταση είδαν την ενέργεια (δράσης) της χάριτος του Θεού και του Πνεύματος. Η ίδια «ύψιστη αριστοκρατική απαίτηση» δεν βρίσκεται μόνο στην αυτοπεποίθηση του χριστιανού «γνωστικού» (για παράδειγμα Κλήμης Αλεξανδρείας και Ωριγένης), ο οποίος γνωρίζει, δια της επίγνωσης του Πνεύματος, πως υψώθηκαν από το επίπεδο του «σαρκικού» και «ψυχικού» ανθρώπου. Η ίδια απαίτηση βρίσκεται και εντός του πρώιμου χριστιανικού μοναχισμού. Ο ίδιος ο χαρακτηρισμός «μοναχός», δεν έχει την σημασία του ερημίτη, αλλά του «μοναδικού». Η συριακή λέξη για τον μοναχό -ihidaja- σημαίνει «το μοναχοπαίδι, ο αυτόχθων». Είναι λοιπόν η μεταφορά του μεσσιανικού χαρακτηρισμού του Χριστού πάνω στον ευσεβή, ο οποίος εμφανίζεται ως εκπρόσωπος του Χριστού, με ένα ασυνήθιστο αγιασμό στη ζωή του, και η ζωή του ονομάζεται «ισάγγελος».
Ο αντίπαλος του Μοντανού, ο απολογητής Επιφάνιος, ο πρόμαχος της θεολογίας της αποκατάστασης (Restaurationstheologie), είχε καταλάβει πολύ καλά την θέση αυτή του Μοντανού. Τον κατηγορεί ακριβώς γι’αυτή την υπερβολή των υποσχέσεων, λέγοντας, βάσει του κατά Ματθαίον 13,43: «Όταν λοιπόν, εκείνος που έχει την εξουσία και είναι αληθινά ο Κύριος μας, ο Ιησούς Χριστός, λέει: τα πρόσωπα των δικαίων θα λάμψουν σαν τον ήλιο, πως μπορεί ο Μοντανός να υπόσχεται, ότι θα λάμψουν εκατόν φορές πιο δυνατά; Εκτός κι’αν είναι ο ίδιος που είπε στον Αδάμ και στους συν αυτώ, θα γίνετε σαν θεοί, και έγινε ο αίτιος της εκδίωξης από τον παράδεισο.» Ο εκκλησιαστικός αντίπαλος του Μοντανού συγκρίνει την υπόσχεση του Μοντανού περί ερχόμενης εξύψωσης των δικαίων, με την υπόσχεση εξύψωσης που έδωσε ο σατανάς στους ανθρώπους και τους παραπλάνησε μέσα στον παράδεισο, και έγινε αίτιος της πτώσης και του θανάτου του. «Θα γίνετε σαν θεοί» (Γεν. 3,5). Το γεγονός όμως, πως μέσα στην Καινή Διαθήκη βρίσκονται σαφείς ενδείξεις (ρίζες) για μια τέτοια εξύψωση των δικαίων, και επομένως οι ρίζες της χριστιανικής διδασκαλίας περί υπερανθρώπου, το έχει ήδη ξεχάσει ο εκπρόσωπος της θεολογίας της συντήρησης.
Έτσι λοιπόν, η διδασκαλία του Μοντανού περί υπερανθρώπου προέρχεται με συνέπεια από την διδασκαλία του περί Παρακλήτου, ως δημιουργού μια προοδευτικής εξέλιξης του δικαίου προς το υπερανθρώπινο. Η εκκλησιαστική θεολογία καταδίκασε την διδασκαλία αυτή από την αρχή της συλλήψεως της. Στον Μοντανό βρίσκονται και οι ρίζες μιας διδασκαλίας περί πνεύματος, που αποδίδουν στο Άγιο Πνεύμα μια δική του κοσμική εποχή. Μια εποχή ιδιαίτερης αυτοπραγμάτωσης (του Αγίου Πνεύματος).
-
Φίλε ακόμη καί ο Τρικαμηνάς βρήκε τήν θέση του. Ο Τερτυλλιανός ασπάστηκε τόν Μοντανισμό, ο Αυγουστίνος τόν Μανιχαισμό, ο Ακινάτης τόν Αριστοτέλη τών Αράβων καί οικοδομήθηκε η Δύση. Η Αναγέννηση επανέφερε τά Αιγυπτιακά Μυστήρια, τήν Καμπάλλα καί τήν ξεχασμένη μαγεία, οι γερμανοί μέ τόν Κάντ εισήγαγαν τήν πίστη στούς εξωγήινους καί μέσα στήν καρδιά τού πρακτικού δυτικού πολιτισμού ζεί εδώ καί αιώνες η πιό σκοτεινή Ανατολή. Η αποικιοκρατία μαύρισε τήν λεοντόκαρδη καρδιά τής Δύσεως. Καί οι Ελληνες πού υπήρξαν τό φρούριο τής παιδείας όπου συντρίβονταν τά βάρβαρα στίφη τής ανατολής έγιναν φιλέλληνες. Καταστρεφόμαστε από τόν φθόνο καί τήν αργολογία, τήν αβάσταχτη ελαφρότητα τού νεοέλληνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου