Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2025

Χρήστος Γιανναράς - ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (12)

  Συνέχεια από Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2025

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

§ 6. Ἐκκλησία καὶ αἵρεση: Δυὸ ἀσύμπτωτες ὀντολογίες

Πρέπει νὰ ἐπιμείνουμε στὶς τελικές θέσεις τῆς προηγούμενης παραγράφου, σχετικά μὲ τὸ θεολογικὸ ἀκαδημαϊσμὸ καὶ τὸν πιετισμό:

῾Ο ὁμολογιακὸς ἀκαδημαϊσμὸς τῆς θεολογίας καὶ ὁ πιετισμὸς εἶναι δυὸ πραγματικὲς ἀναιρέσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας, δηλαδὴ τοῦ ὑπαρκτικοῦ γεγονότος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας: Στὴ θέση τῆς ἀτομικῆς αὐθυπέρβασης καὶ τῆς προσωπικῆς κοινωνίας, στὴ θέση τοῦ τριαδικοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως, διατηροῦν τὸν ἄνθρωπο τῆς πτώσης, τὴν τεμαχισμένη σὲ ἀτομικότητες ἀνθρώπινη φύση: τὴν ἀτομικὴ νοητικὴ ἀποδοχὴ τῆς ἀλήθειας, τὴν ἠθικά «βελτιωμένη» ἀλλὰ ὑπαρκτικὰ ἀναλλοίωτη ἀτομικότητα.[ ΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΞΕΛΙΞΕΩΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΣΤΙΝΟΥ(ΣΧΕΣΕΙΣ. ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ, ΑΝΑΛΟΓΙΑ, ΙΕΡΑΡΧΙΑ) ΣΤΟΝ ΚΑΡΤΕΣΙΟ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΕΟΘΩΜΙΣΜΟ ΤΟΥ ΖΙΛΣΟΝ ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΚΛΕΚΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ  Η ΟΠΟΙΑ ΣΑΝ ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΝ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΗ ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ.]

Ωστόσο, ἂν καὶ πραγματικὲς ἀναιρέσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας καὶ ἑνότητας, ὁ ἀκαδημαϊσμὸς καὶ ὁ πιετισμὸς διαφοροποιοῦνται ἀπὸ τὶς παλαιότερες αἱρέσεις, γιατὶ δὲν ἀρνοῦνται οὔτε ἀμφισβητοῦν τὴν παραδεδομένη διατύπωση τῆς ἀλήθειας. Μόνο ἀποσυνδέουν αὐτὴ τὴ διατύπωση ἀπὸ τὸ ὑπαρκτικό της περιεχόμενο, διαστέλλουν τὴ διατύπωση τῆς ἀλήθειας ἀπὸ τὴν ἀλήθεια ὡς ὀντολογικὴ πραγματικότητα, ὡς τρόπο τῆς ὑπάρξεως.[ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΤΑΙ ΚΑΙ Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ, ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΑΝΤΙΚΑΤΕΣΤΗΣΑΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΘΕΣΗ ΤΟΥΣ ΟΙ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ] 

Ἔτσι ὁ θεολογικὸς ἀκαδημαϊσμὸς καὶ ὁ πιετισμὸς γίνονται ἡ βάση γιὰ μιὰ καινούργια ἀντίληψη καὶ μορφὴ ἐκκλησιαστικῆς «ἑνότητας»: ᾿Αναιροῦν τὸ ὑπαρκτικὸ γεγονὸς καὶ τὴν ὀντολογικὴ ἀλήθεια τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ τὴν ὑποκαταστήσουν μὲ μιὰ ἰδεολογικὴ ὁμοιογένεια καὶ κοινότητα ἀτομικῆς πρακτικῆς εὐσέβειας. Στενώτερη ἰδεολογικὴ ὁμοιογένεια συγκροτεῖ τὶς ἐπιμέρους «ὁμολογίες», εὐρύτερη ἰδεολογικὴ ὁμοιογένεια μπορεῖ νὰ ἀποτελέση τὴ βάση τῆς «οίκουμενικῆς» ἑνότητας τῶν χριστιανῶν. Ἡ διαφοροποίηση εἶναι μόνο ποσοτική, ἀφοῦ καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις πρόκειται γιὰ ἰδεολογική συμφωνία (που συμπληρώνεται ἀπὸ μιὰ ἐξίσου ἀντικειμενικὴ ἠθικὴ) καὶ ὄχι γιὰ ὑπαρκτικό κατόρθωμα κοινωνίας καὶ ἑνότητας.

Ἡ ἰδεολογικὴ καὶ ἠθικὴ ἀντίληψη της χριστιανικῆς ἑνότητας σχετικοποιεῖ ὁπωσδήποτε τὶς «ὁμολογιακές» διαφορές. Οἱ ὁμολογιακές διαφορὲς δὲν διαφοροποιοῦν τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ μόνο τὶς ἀπόψεις καὶ «πεποιθήσεις» τους εἶναι διαφορὲς στὴν ἀκαδημαϊκὴ ἀντίληψη τοῦ δόγματος καὶ στὴν ἀντικειμενική – φορμαλιστική ἐκδοχὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐθιμοτυπίας καὶ διοίκησης. Ἔτσι ἡ ἀλήθεια τῆς αἵρεσης ἢ τοῦ σχίσματος χάνει κάθε πραγματικό περιεχόμενο, περιορίζεται σὲ παραλλαγές θεωρητικῶν διατυπώσεων ποὺ μόνο οἱ εἰδικοὶ τὶς κατέχουν καὶ τὶς συζητᾶνε σὲ συνέδρια καὶ διασκέψεις, ἀνταλλάσσοντας διαξιφισμοὺς «ἐπιστημονικῶν» ἐπιχειρημάτων γιὰ νοητικά σχήματα ἄσχετα μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ὑπαρκτικὴ ἐμπειρία τῶν ἀνθρώπων.

Οἱ ὁμολογιακές διαφορές σχετικοποιοῦνται ἀκόμα περισσότερο (ἂν δὲν ἐξαλείφονται) στὰ ὅρια τοῦ ἀδογματικοῦ πιετισμοῦ. Ὁ ἀδογματικὸς πιετισμὸς ἐξομοιώνει τὴν πνευματικότητα καὶ τὴν εὐσέβεια τῶν διαφόρων ἐκκλησιῶν καὶ ὁμολογιῶν, ἀνεξάρτητα καὶ ἀπὸ θεμελιώδεις ἀκόμα θεολογικὲς διαφορές. Ἡ εὐσέβεια ἑνὸς ρωμαιοκαθολικοῦ, ἑνὸς διαμαρτυρόμενου – φιλελεύθερου ἢ συντηρητικοῦ – συχνὰ καὶ ἑνὸς «ὀρθοδόξου», δὲν παρουσιάζουν μεταξύ τους οὐσιαστικές διαφορές, δὲν φανερώνει πιὰ ἡ προσωπική ζωή, ἄσκηση καὶ ἐλπίδα, τὴ βίωση τῆς σωστῆς ἢ ἀλλοιωμένης ἀλήθειας. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τῆς Σάρκωσης τοῦ Λόγου, τῶν ἐνεργειῶν τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, τῆς θεανθρώπινης ὑπόστασης τῆς Ἐκκλησίας, δὲν φαίνεται νὰ ἔχουν σχέση μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴ βιωματικὴ εὐσέβεια τῶν χριστιανῶν – δὲν εἶναι τὸ δόγμα ὅριο καὶ περιφρούρηση τοῦ ὑπαρκτικοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας, τοῦ «καινοῦ» τρόπου τῆς ὑπάρξεως ποὺ συνιστᾶ τὴν Ἐκκλησία.[ΜΙΑ ΤΕΛΕΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ] Ὁ τύπος τῆς χριστιανικῆς εὐσέβειας ἐξομοιώνεται ὅλο καὶ περισσότερο σὲ ὅλες τὶς χριστιανικὲς ἐκκλησίες καὶ ὁμολογίες, μὲ τὸν τύπο μιᾶς «τελειότερης» ἀτομικῆς ἠθικῆς, ποὺ θεμελιώνεται νοητικὰ στὴν αὐθεντία μιᾶς ἀφηρημένης καὶ ἄσχετης μὲ τὴ ζωὴ «μεταφυσικῆς» ἀλήθειας. Διαφοροποιεῖται ἡ εὐσέβεια μόνο φαινομενολογικά, μόνο ἀπὸ τὶς παραλλαγές τῶν θρησκευτικῶν συνηθειῶν καὶ τοῦ εἴδους τῶν θρησκευτικῶν ὑποχρεώσεων.

Σιωπηλὰ καὶ ἀνεπαίσθητα, δίχως ἀντικειμενικὲς ἀμφισβητήσεις, θεολογικὲς ἀντιδικίες καὶ ἔριδες, δίχως μεταρρυθμίσεις στὴ δομὴ καὶ τὴν πράξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, ὁ ὁμολογιακὸς ἀκαδημαϊσμὸς τῆς θεολογίας καὶ ὁ γενικευμένος πιετισμὸς τείνουν νὰ καταργήσουν τὴν ᾿Εκκλησία, συντηρώντας μιὰ ψευδαίσθηση «πίστης» στὶς «ἀλήθειες» της. Ἡ δυναμική μεταμόρφωση τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ μετάνοια σὲ γεγονὸς κοινωνίας καὶ σχέσης στὰ ὅρια τοῦ θεανθρώπινου σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ τριαδικός τρόπος τῆς ὑπάρξεως ποὺ ἀποκάλυψε ἡ κένωση τοῦ Χριστοῦ, μεταποιοῦνται σὲ ἰδεολογικὴ ὁμοιογένεια καὶ σὲ ἀντικειμενικὴ ὁμοείδεια ἀτομικῆς ἠθικῆς συμπεριφορᾶς. [Η ΜΗΤΕΡΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕ ΤΟΝ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟ]

᾿Οργανική συνέπεια εἶναι ἡ σύγχρονη κίνηση γιὰ τὴν ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν, τὸ διαφημιζόμενο πρωτεῖο τῆς «ἀγάπης» ποὺ πρέπει νὰ ἑνώνη τὶς ἐκκλησίες, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ δόγμα ποὺ τὶς χωρίζει. Ἴσως ποτὲ ἄλλοτε στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τόσες ἀγαθὲς προθέσεις, ἀνθρώπινος μόχθος καὶ ἀνιδιοτέλεια δὲν ὑπηρέτησαν μιὰ τόσο ἀλλοιωμένη εἰκόνα τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Θὰ ἔλεγε ὡστόσο κανεὶς ὅτι ἡ κίνηση αὐτὴ εἶναι σήμερα ἱστορικά δικαιολογημένη, ἀφοῦ ἡ ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν ἔχει οὐσιαστικά συντελεστή στὸ χῶρο τῆς κοινῆς ἀδογματικῆς εὐσέβειας. Αὐτὸ ποὺ χώριζε ἄλλοτε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν αἵρεση δὲν ἦταν οἱ διαφορὲς σὲ ἀφηρημένες διατυπώσεις, ἀλλὰ οἱ διαφορὲς στὴν ἔμπρακτη πίστη, δηλαδὴ στὴν ἐμπειρία τοῦ γεγονότος τῆς Ἐκκλησίας ποὺ διατυπωνόταν τελικὰ στὸ δόγμα.[ΔΕΝ ΟΔΗΓΟΥΣΑΝ ΣΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ, ΣΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ,ΟΠΩΣ ΚΑΙ Η ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΙΡΕΣΗ] Σήμερα ἡ εὐσέβεια τείνει νὰ ἐξομοιωθῆ, ἡ ἠθικὴ ἐμπειρία ἔχει χωριστῆ ἀπὸ τὸ δόγμα,[ΣΑΝ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ] οἱ διαφορὲς ἀπόμειναν κενὲς λεκτικές διατυπώσεις ἄσχετες μὲ τὴν ἐμπειρία, ἢ διατηροῦνται σὰν ἀπλὲς παραλλαγές θρησκευτικῶν συνηθειών. Εἶναι φυσικό λοιπὸν νὰ ζητᾶνε οἱ ἐκκλησίες καὶ τὴν τυπικὴ ἕνωσή τους, τὴν ἐξάλειψη τῶν διαφορῶν στὶς θρησκευτικές συνήθειες ἢ στὶς θεωρητικές διατυπώσεις, ἀφοῦ προηγεῖται ἡ ἐξομοίωσή τους στὸ χῶρο τῆς ἀδογματικῆς εὐσέβειας, δηλαδὴ τῆς ἀτομικῆς ἠθικῆς συμπεριφορᾶς. Αὐτὴ εἶναι ἡ αὐτονόητη βάση τοῦ ἑνωτικοῦ κινήματος στὶς μέρες μας – ἂν καὶ ὄχι πάντοτε συνειδητή.

Ἡ ἀλλοίωση τοῦ γεγονότος τῆς Ἐκκλησίας σὲ ἀφηρημένη θρησκευτικὴ ἰδεολογία καὶ ἀτομικὴ ἠθικὴ δὲν εἶναι ἄσχετη μὲ τὴ συγκεκριμένη ἱστορική, κοινωνικὴ καὶ ὑπαρκτικὴ πραγματικότητα ποὺ τὴν ὀνομάζουμε δυτικό ἢ τεχνοκρατικό πολιτισμό. Γίνεται φανερὸ στὶς μέρες μας, περισσότερο ἀπὸ προηγούμενες ἐποχές, ὅτι ὁ ὅρος «Δύση» καὶ «δυτικός πολιτισμός» ἀντιπροσωπεύει ένα τρόπο ζωῆς καὶ μιὰ ἀφετηριακὴ ἀνθρώπινη στάση ἀπέναντι στὴν ὕπαρξη, τὸν κόσμο καὶ τὴν Ἱστορία. Αὐτὸς ὁ τρόπος καὶ ἡ στάση ζωῆς μοιάζουν νὰ διαμορφώνωνται, τοὺς τελευταίους αἰῶνες, ἀπὸ τὸ «φιλελεύθερο» πνεῦμα τῆς ᾿Αναγέννησης καὶ τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ ἀπὸ τὴν ἀνάπτυξη τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν καὶ τῆς τεχνολογίας. Οἱ προϋποθέσεις ὅμως τῶν διαμορφώσεων αὐτῶν βρίσκονται ὁπωσδήποτε σὲ αἰῶνες προηγούμενους, καὶ συγκεκριμένα στη θρησκευτικὴ βάση ὀργάνωσης τοῦ δυτικοῦ μεσαιωνικοῦ βίου41. Οπωσδήποτε πάντως οἱ πολιτιστικὲς ἐξελίξεις στὸ χῶρο τῆς Δύσης διαμόρφωσαν τελικά προϋποθέσεις ζωῆς ποὺ βρίσκονται στοὺς ἀντίποδες τοῦ τρόπου ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας.

Δὲν πρόκειται γιὰ διαφορὲς ἠθικὲς ἢ θρησκευτικές, αὐτὲς συνήθως τονώνουν τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εδραιώθηκε ὡς ἱστορικὸ γεγονὸς μέσα στὸ κοινωνικὸ καὶ πολιτιστικό περιβάλλον τῆς εἰδωλολατρείας, ἀπὸ τὸ ὁποῖο τὴ χώριζαν ὀξύτατες θρησκευτικὲς καὶ ἠθικὲς διαφορές. ᾿Αλλὰ αὐτὸ ποὺ χωρίζει σήμερα τὶς Ορθόδοξες τουλάχιστον ᾿Ανατολικὲς Ἐκκλησίες (που θέλουν νὰ παραμένουν πιστὲς στὶς ἀλήθειες τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων) ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ καὶ κοινωνικό τους περιβάλλον, εἶναι μιὰ διαφορὰ ἀσύγκριτα πιὸ ριζικὴ καὶ θεμελιώδης: Ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα σὲ δυὸ ἀσύμπτωτες ὀντολογίες, σὲ δυὸ ἀντιθετικὲς ἀφετηριακὲς προϋποθέσεις γιὰ τὴ γνώση τῆς ἀλήθειας καὶ γιὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ νοήματος τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς Ἱστορίας. Καὶ ἀκόμα σαφέστερα καὶ ἀπερίφραστα: Ἡ διαφορὰ ποὺ χώριζε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν ἀρχαιοελληνικὸ καὶ ρωμαϊκό πολιτισμό δὲν ἦταν τόσο ριζικὴ καὶ θεμελιώδης ὅσο ἡ ὀντολογική διαφορὰ ποὺ τὴ χωρίζει ἀπὸ τὸν «χριστιανικό» πολιτισμὸ τῆς Δύσης σήμερα – τὸ μόνο πολιτισμὸ ποὺ μπορεῖ πραγματικὰ νὰ διεκδικήση τὸν τίτλο τῆς παγκοσμιότητας42.

Ὁ δυτικός πολιτισμός θεμελιώνεται σὲ μιὰν ὀντολογία ποὺ θεωρεῖ ὡς ὑπαρκτὸ μόνο ὅ,τι ἀνταποκρίνεται σὲ μιὰ ὁρισμένη λειτουργία τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς, λειτουργία ποὺ περιορίζει τὴ γνώση στὴν ἀριθμητικὴ ἀντικειμενοποίηση τῆς ἀλήθειας, μὲ ἀποκλειστικό στόχο τὴν ὑποταγὴ τῆς φυσικῆς πραγματικότητας στὴν ἀνθρώπινη βούληση καὶ ἐπιθυμία43. Ἡ παραθεώρηση τῆς ἀλήθειας τοῦ προσώπου ἀπὸ τὴ δυτική (ρωμαιοκαθολικὴ καὶ προτεσταντική) θεολογία ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴν ἄρνηση τοῦ δυναμικοῦ χαρακτήρα τῆς γνώσης ὡς καθολικῆς προσωπικῆς σχέσης, περιορίζει τὶς δυνατότητες τῆς γνώσης στὴ σύμπτωση τῆς ἔννοιας μὲ τὸ νοούμενο (adaequatio rei et intellectus)44. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας, ἀντικειμενοποιεῖται σὲ νοητικά σχήματα ἐννοιολογικῶν ταυτίσεων, ἀποσυνδέεται ἀπὸ τὴν ὑπαρκτικὴ ἐμπειρία καὶ τὴ βιωματικὴ ἀμεσότητα. Τὸ ὑπαρκτικὸ γεγονὸς παύει νὰ εἶναι ἡ ἀντικειμενικὰ ἀπροσδιόριστη ἔκπληξη ἑνὸς δυναμικοῦ «γίγνεσθαι»[ΠΡΟΣ;]. Περιορίζεται καὶ ἐξαντλεῖται σὲ κλειστὲς νοητικές κατηγορίες, στὸν ἐννοιολογικό προσδιορισμὸ «ὀντικῶν» οὐσιῶν ἢ φύσεων. Δὲν εἶναι ὁ τρόπος ὑπάρξεως τῆς οὐσίας ἢ φύσης ποὺ ἀποκαλύπτει τὴν οὐσία ἢ φύση. Ἡ φύση δὲν γίνεται γνωστὴ καὶ μεθεκτὴ ὡς ὑπαρκτικό γεγονός, ὡς προσωπικὴ ἑτερότητα ἢ ἑτερότητα προσωπικῆς ἐνέργειας. ᾿Αλλὰ συλλαμβάνεται νοητικά ἡ φύση καθεαυτὴν ὡς κοινότητα γνωρισμάτων, ὡς ἀντι-κείμενη ὀντικὴ πραγματικότητα.[ΑΛΛΟ Η ΦΥΣΗ, ΑΛΛΟ Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΥΣΗ. ΚΑΘΟΤΙ Η ΣΧΕΣΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΦΥΣΗ, Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ;]

Ο δυτικός πολιτισμός θεμελιώνεται σὲ μιὰν ὀντολογία ποὺ προϋποθέτει ἢ τὴν ἀπόλυτη (νοητική) προτεραιότητα τῆς φύσης - οὐσίας σὲ σχέση μὲ τὴν (ἀτομική) ὕπαρξη, ἢ τὴν ἀντιστροφὴ αὐτῆς τῆς «μεταφυσικῆς» (δηλαδή θεμελιώδους ἢ ἀξιωματικῆς) ἀρχῆς – ἀντιστροφὴ ποὺ ἀρνεῖται τὴν ἀντικειμενικότητα τῶν οὐσιῶν, ἐξαντλώντας τὴν ἀλήθεια κάθε ὑπαρκτῆς πραγματικότητας στὸ γεγονὸς τῆς χρονικῆς «φανέρωσης», δηλαδή τῆς ἀνάδυσης ἀπὸ τὸ μηδέν45.[ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΤΑΥΤΙΣΤΗΚΑΝ ΜΕ ΤΑ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΠΝΙΞΑΝ ΤΟ ΡΗΜΑ, ΤΟ ΕΙΝΑΙ. ΤΟΥΤΕΣΤΙΝ ΠΡΟΣΘΕΤΩ ΤΗΝ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΡΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΜΟΥ.]

Ἔτσι ὁ Θεὸς εἶναι ἢ ἡ ἀπόλυτη καὶ ὑπέρτατη Οὐσία, οὐσία ὀντικὴ ὡς νοητικὴ σύλληψη, ἂν καὶ ἀπόλυτα ἐνεργητική (actus purus) – ἀνώτατο Ον, αὐτοαιτία καὶ αἰτία τῶν ἄλλων ὄντων – ἢ εἶναι τὸ κενὸ μιᾶς ἐξίσου ἀπόλυτης ὀντικῆς ἀπουσίας ποὺ ἐπιτρέπει τὴ «μεταφυσικὴ» ἀπολυτοποίηση τῆς κοσμικῆς πραγματικότητας καὶ τοῦ ἱστορικοῦ γίγνεσθαι. Καὶ ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη εἶναι ἐπίσης ἢ μιὰ ὀντικὴ ἀτομικότητα, μονάδα τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς οὐσίας (animal rationale) ποὺ ἐξαντλεῖ τὴν ὑπαρκτική της ταυτότητα στὴ νοητικὴ ἱκανότητα (cogito ergo sum), ἢ εἶναι μιὰ ἀτομικότητα ποὺ αὐτοπροσδιορίζεται ἀπὸ τὴν ὑπαρξιακὴ αὐτοσυνειδησία τῆς χρονικῆς ἐνθαδικότητας ἢ τοῦ ψυχολογικοῦ καὶ κοινωνικοῦ ἐγὼ-φορέα τῆς ἱστορικῆς ἐξέλιξης.

Μέσα ἀπὸ αὐτὲς τὶς θεωρήσεις ἀντικειμενοποιεῖται ἀναπόφευκτα καὶ ὁ κόσμος σὲ μιὰν ἀπόσταση οὐσιαστικῆς ὀντικῆς ἢ φαινομενικῆς αὐτοτέλειας. Ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἀντι-τίθεται στὴν οὐσιαστικὴ ἢ φαινομενική πραγματικότητα τοῦ κόσμου· ἡ μόνη δυνατή σχέση μὲ τὸν κόσμο, καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις, εἶναι ἡ ὑποταγὴ τοῦ κόσμου στη νοητικὴ ἱκανότητα τοῦ ὑποκειμένου. Ο κόσμος δὲν εἶναι ὁ λόγος-φανέρωση μιᾶς προσωπικῆς δημιουργικῆς Ἐνέργειας, ἀλλὰ τὸ ἀπρόσωπο «χρήμα» - ἀντικείμενο χρήσης καὶ ἱκανοποίησης τῶν ἀνθρώπινων ἀναγκῶν καὶ ἐπιθυμιῶν46. Στὴν ὀντολογικὴ αὐτὴ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου (στὸν ἄνθρωπο ἄτομο καὶ στὸν κόσμο «χρήμα») βασίζεται ὁλόκληρο τὸ κοινωνικό - πολιτικὸ οἰκοδόμημα τοῦ δυτικοῦ ἢ τεχνοκρατικοῦ πολιτισμοῦ.[ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡΙΑΝΟ]

Σημειώσεις


41. Βλ. Το Πρόσωπο καὶ ὁ Έρως, §§ 34, 35.
42. Η σύγκριση στὸ ἐπίπεδο τῶν ὀντολογικῶν προϋποθέσεων ἀνάμεσα στὸν ἀρχαιοελληνικό - ρωμαϊκὸ καὶ στὸν δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμὸ εἶναι ἕνα ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρον καὶ πελώριο θέμα που ξεπερνάει ὁπωσδήποτε τὰ ὅρια αὐτοῦ τοῦ βιβλίου. Βλ. μόνο ενδεικτικά: Philip SHERRARD, Άγγελος Σικελιανός, στο βιβλίο The Marble Threshing Floor, Studies in Modern Greek Poetry, London 1956, έλλην, μτφρ. Σοφίας ΣΚΟΠΕΤΕΑ, στον τόμο : Δοκίμια γιὰ τὸν Νέο Ελληνισμό, ᾿Αθήνα («Αθηνά») 1971, σελ. 196 κ.ε. – Στέλιου ΡΑΜΦΟΥ, Τόπος ὑπερουράνιος, ᾿Αθήνα (Κέδρος) 1975. – Etienne GILSON, Le christianisme et la tradition philosophique, Περιοδ. Revue des sciences philosophiques et théologiques, 30 (1941 - 42), σελ. 249 - 266. – Endré von IVANKA, Aristotelismus und Platonismus im theologischen Denken - Westliche und östliche Theologie, Περιοδ. Scholastik, 14 (1939), σελ. 373 - 396. – Τοῦ ἴδιου, Der Ort des Platonismus unter den philosophischen Systemen, στὸ βιβλίο: Plato Christianus, Einsiedeln (Johannes - Verl.) 1964, σελ. 56 - 70.
43. En Occident il y a quelques siècles, (on) a créé cette représentation imaginaire particulière, d' après laquelle tout ce qui est est «rationnel» (et en particulier mathématisable), ce qu' il y a à savoir est en droit exhaustible, et la fin du savoir est la maitrise et la possession de la nature: Cornelius CASTORIADIS, L'institution imaginaire de la société, σελ. 369.
44. Βλ. Το Πρόσωπο καὶ ὁ Ἔρως, § 7 καὶ σελ. 23, καὶ 272 σημ. 189.
45. Βλ. Το Πρόσωπο καὶ ὁ Έρως. § 10 καὶ § 75.
46. B. Christos YANNARAS, Scholasticism and technology, στο Eastern. Churches Review VI/2 1974, σελ. 162 -169. – Τοῦ ίδιου, Pollution of the Earth, στο περιοδικό Christian, Vol. 3, No 4-1976, σελ. 317 - 321.

Ανώνυμος είπε...

Εβρ 10:32 – 38
Ἀδελφοί, ἀναμιμνήσκεσθε τὰς πρότερον ἡμέρας, ἐν αἷς φωτισθέντες πολλὴν ἄθλησιν ὑπεμείνατε παθημάτων, τοῦτο μὲν ὀνειδισμοῖς τε καὶ θλίψεσι θεατριζόμενοι, τοῦτο δὲ κοινωνοὶ τῶν οὕτως ἀναστρεφομένων γενηθέντες. καὶ γὰρ τοῖς δεσμοῖς μου συνεπαθήσατε καὶ τὴν ἁρπαγὴν τῶν ὑπαρχόντων ὑμῶν μετὰ χαρᾶς προσεδέξασθε, γινώσκοντες ἔχειν ἐν ἑαυτοῖς κρείττονα ὕπαρξιν ἐν οὐρανοῖς καὶ μένουσαν. Μὴ ἀποβάλητε οὖν τὴν παρρησίαν ὑμῶν, ἥτις ἔχει μισθαποδοσίαν μεγάλην. ὑπομονῆς γὰρ ἔχετε χρείαν, ἵνα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ποιήσαντες κομίσησθε τὴν ἐπαγγελίαν. ἔτι γὰρ μικρὸν ὅσον ὅσον, ὁ ἐρχόμενος ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ. ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται.

Λκ 12:32 – 40
Εἶπεν ὁ Κύριος· Μὴ φοβοῦ τὸ μικρὸν ποίμνιον· ὅτι εὐδόκησεν ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῦναι ὑμῖν τὴν βασιλείαν. πωλήσατε τὰ ὑπάρχοντα ὑμῶν καὶ δότε ἐλεημοσύνην. ποιήσατε ἑαυτοῖς βαλλάντια μὴ παλαιούμενα, θησαυρὸν ἀνέκλειπτον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὅπου κλέπτης οὐκ ἐγγίζει οὐδὲ σὴς διαφθείρει· ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται. Ἔστωσαν ὑμῶν αἱ ὀσφύες περιεζωσμέναι καὶ οἱ λύχνοι καιόμενοι· καὶ ὑμεῖς ὅμοιοι ἀνθρώποις προσδεχομένοις τὸν κύριον ἑαυτῶν, πότε ἀναλύσει ἐκ τῶν γάμων, ἵνα ἐλθόντος καὶ κρούσαντος εὐθέως ἀνοίξωσιν αὐτῷ. μακάριοι οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι, οὓς ἐλθὼν ὁ κύριος εὑρήσει γρηγοροῦντας. ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι περιζώσεται καὶ ἀνακλινεῖ αὐτούς, καὶ παρελθὼν διακονήσει αὐτοῖς. καὶ ἐὰν ἔλθῃ ἐν τῇ δευτέρᾳ φυλακῇ καὶ ἐν τῇ τρίτῃ φυλακῇ ἔλθῃ καὶ εὕρῃ οὕτω, μακάριοί εἰσιν οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι. τοῦτο δὲ γινώσκετε ὅτι εἰ ᾔδει ὁ οἰκοδεσπότης ποίᾳ ὥρᾳ ὁ κλέπτης ἔρχεται, ἐγρηγόρησεν ἂν καὶ οὐκ ἂν ἀφῆκε διορυγῆναι τὸν οἶκον αὐτοῦ. καὶ ὑμεῖς οὖν γίνεσθε ἕτοιμοι· ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Εβρ 10:32 – 38

Ἀδελφοί, ἀναμιμνήσκεσθε τὰς πρότερον ἡμέρας, ἐν αἷς φωτισθέντες πολλὴν ἄθλησιν ὑπεμείνατε παθημάτων, τοῦτο μὲν ὀνειδισμοῖς τε καὶ θλίψεσι θεατριζόμενοι, τοῦτο δὲ κοινωνοὶ τῶν οὕτως ἀναστρεφομένων γενηθέντες. καὶ γὰρ τοῖς δεσμοῖς μου συνεπαθήσατε καὶ τὴν ἁρπαγὴν τῶν ὑπαρχόντων ὑμῶν μετὰ χαρᾶς προσεδέξασθε, γινώσκοντες ἔχειν ἐν ἑαυτοῖς κρείττονα ὕπαρξιν ἐν οὐρανοῖς καὶ μένουσαν. Μὴ ἀποβάλητε οὖν τὴν παρρησίαν ὑμῶν, ἥτις ἔχει μισθαποδοσίαν μεγάλην. ὑπομονῆς γὰρ ἔχετε χρείαν, ἵνα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ποιήσαντες κομίσησθε τὴν ἐπαγγελίαν. ἔτι γὰρ μικρὸν ὅσον ὅσον, ὁ ἐρχόμενος ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ. ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται.


Λκ 12:32 – 40

Εἶπεν ὁ Κύριος· Μὴ φοβοῦ τὸ μικρὸν ποίμνιον· ὅτι εὐδόκησεν ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῦναι ὑμῖν τὴν βασιλείαν. πωλήσατε τὰ ὑπάρχοντα ὑμῶν καὶ δότε ἐλεημοσύνην. ποιήσατε ἑαυτοῖς βαλλάντια μὴ παλαιούμενα, θησαυρὸν ἀνέκλειπτον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὅπου κλέπτης οὐκ ἐγγίζει οὐδὲ σὴς διαφθείρει· ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται. Ἔστωσαν ὑμῶν αἱ ὀσφύες περιεζωσμέναι καὶ οἱ λύχνοι καιόμενοι· καὶ ὑμεῖς ὅμοιοι ἀνθρώποις προσδεχομένοις τὸν κύριον ἑαυτῶν, πότε ἀναλύσει ἐκ τῶν γάμων, ἵνα ἐλθόντος καὶ κρούσαντος εὐθέως ἀνοίξωσιν αὐτῷ. μακάριοι οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι, οὓς ἐλθὼν ὁ κύριος εὑρήσει γρηγοροῦντας. ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι περιζώσεται καὶ ἀνακλινεῖ αὐτούς, καὶ παρελθὼν διακονήσει αὐτοῖς. καὶ ἐὰν ἔλθῃ ἐν τῇ δευτέρᾳ φυλακῇ καὶ ἐν τῇ τρίτῃ φυλακῇ ἔλθῃ καὶ εὕρῃ οὕτω, μακάριοί εἰσιν οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι. τοῦτο δὲ γινώσκετε ὅτι εἰ ᾔδει ὁ οἰκοδεσπότης ποίᾳ ὥρᾳ ὁ κλέπτης ἔρχεται, ἐγρηγόρησεν ἂν καὶ οὐκ ἂν ἀφῆκε διορυγῆναι τὸν οἶκον αὐτοῦ. καὶ ὑμεῖς οὖν γίνεσθε ἕτοιμοι· ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται.