Δευτέρα 12 Ιουνίου 2023

Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής - ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟΡΙΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ (2ε)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 1 Μαΐου 2023

ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΠΟΡΙΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ ΚΥΖΙΚΟΥ


Από τον ίδιο λόγο, στο λεγόμενο· «Ποια είναι η σοφία που με περιβάλλει και τι είναι αυτό το μεγάλο μυστήριο; Ή μήπως θέλει, ενώ είμαστε μοίρα του Θεού κι έχουμε απορρεύσει από τον ουρανό, για να μη κυριευθούμε από έπαρση εξαιτίας της αξίας μας και καταφρονήσουμε τον Κύριο, να προσβλέπουμε πάντοτε προς αυτόν κατά τη μάχη και την πάλη μας προς το σώμα και η ασθένεια η δεμένη μαζί μας να είναι παιδαγωγία για το αξίωμά μας;».

Δε νομίζω ότι θέλει να εκθέσει εδώ την αιτία της ανθρώπινης γένεσης, αλλά την αιτία της ταλαιπωρίας που ακολούθησε. Αφού δηλαδή θρήνησε την αθλιότητα του σώματός μας με τα λόγια, «ω σύζευξη και αντίθεση! Αυτό που φοβάμαι, το περιποιούμαι, κι αυτό που αγαπώ, το τρέμω» και τα όσα στη συνέχεια λέει, και σαν να διερωτήθηκε μέσα του απορώντας για την αιτία των κακών στα οποία έχουμε εμπλακεί και για τη σοφότατη πρόνοια της εμπλοκής αυτής με το να πεί, «ποια είναι αυτή η γύρω από εμένα σοφία και ποιο αυτό το μεγάλο μυστήριο», δίνει σαφέστατη λύση στην απορία του με τα εξής: «Ή θέλει επειδή εμείς είμαστε μοίρα Θεού κι έχουμε αποκυλήσει από άνω, για να μην επαιρόμαστε για την αξία μας και πετάμε στον αέρα καταφρονώντας τον Δημιουργό μας, θέλει κατά την πάλη και τη μάχη μας προς το σώμα ν' ατενίζομε πάντοτε προς αυτόν και η συζευγμένη μαζί μας ασθένεια να είναι παιδαγωγία της αξίας μας».

Είναι σα να λέει· Από αγαθότητα ο άνθρωπος πλάστηκε από το Θεό με ψυχή και σώμα, ώστε η λογική και νοερή ψυχή που του δόθηκε, επειδή είναι εικόνα του δημιουργού της, σύμφωνα βέβαια με την επιθυμία της και την ολική και μ' όλη τη δύναμή της αγάπη ισχυρά κρατούμενη γνωστικώς από το Θεό και προσλαμβάνοντας και το καθ’ ομοίωσιν, να θεωθεί. Σύμφωνα πάλι με την επισταμένη πρόνοια προς το κατώτερο και την εντολή που προστάζει ν' αγαπούμε τον πλησίον μας όπως τον εαυτό μας, χρησιμοποιώντας το σώμα με φρόνηση να το εκλογικεύσει με τις αρετές και να το οικειώσει με το Θεό ως ομόδουλό της, κάνοντας με δική της μεσίτευση τον Ποιητή ένοικό του και κάνοντάς του μελλοντικά άλυτο δεσμό της αθανασίας, τον ίδιο εκείνον που τα συνέδεσε μαζί, ώστε, αυτό που είναι ο Θεός για την ψυχή, αυτό να γίνει η ψυχή για το σώμα, και ν' αποδειχθεί ένας ο δημιουργός των όλων, εισβάλλοντας με την ιδιότητα του ανθρώπου σε όλα τα όντα αναλόγως και να ενωθούν σε ένα τα πολλά που διίστανται μεταξύ τους κατά τη φύση, συγκλίνοντας μεταξύ τους γύρω από τη μία φύση του ανθρώπου, και να γίνει τα πάντα μέσα στα πάντα ο ίδιος ο Θεός, αγκαλιάζοντας τα πάντα και δίνοντάς τους υπόσταση στον εαυτό του, επειδή κανένα πλέον από τα όντα δεν θα έχει ανεξάρτητη κίνηση και δεν θα είναι άμοιρο από τη θεία παρουσία, σύμφωνα με την οποία και θεοί και παιδιά και σώμα και μέλη και μοίρα του Θεού και τα παρόμοια και είμαστε και λεγόμαστε με το φτάσιμο προς το τέλος του θείου σκοπού.

Επειδή λοιπόν γι' αυτό έγινε ο άνθρωπος και γι' αυτό το σκοπό, ο προπάτοράς μας όμως, που ήταν ετοιμασμένος για την εξουσία, τη χρησιμοποίησε για το χειρότερο, μεταθέτοντας την όρεξή του από αυτό που επιτρεπόταν στο απαγορευμένο (ήταν δηλαδή αυτεξούσιος και στον Κύριο να προσκολληθεί και να γίνει μαζί του ένα πνεύμα, και να προσκολληθεί στην πόρνη και να γίνει ένα σώμα μαζί της, αυτός εξαπατημένος προτίμησε το δεύτερο, και αποξένωσε θεληματικά από το θείο και μακάριο σκοπό τον εαυτό του, προτιμώντας από το να είναι Θεός κατά χάριν να γίνει με την εκλογή του χώμα), γι' αυτό σοφά και φιλάνθρωπα και όπως έπρεπε στην αγαθότητά του, ο Θεός που οικονομεί τη σωτηρία μας, στερεώνοντας δίπλα στην παράλογη κίνηση της νοερής μέσα μας δύναμης την τιμωρία να ακολουθεί υποχρεωτικά, τιμώρησε κατά εύλογο λόγο με θάνατο ακριβώς εκείνο το στοιχείο μας, στο οποίο διασπάσαμε τη νοερή αγάπη που χρεωστούμε στο Θεό μόνο, ώστε, αφού μάθομε έτσι κάποτε πεθαίνοντας ότι ερωτευτήκαμε το μηδέν, να διδαχθούμε να επαναφέρομε πάλι τη δύναμη αυτή προς το Ον. Προχωρώντας το κάνει αυτό φανερότερο λέγοντας: «Αλλά εγώ νομίζω ότι και γι' αυτό δεν είναι σταθερό στους ανθρώπους κανένα από τα εδώ αγαθά ούτε κρατάει πολύν καιρό, αλλά μαζί με τα άλλα και αυτό το έχει μηχανευτεί καλά ο τεχνίτης λόγος και η σοφία του που ξεπερνά κάθε νού, να εμπαιζόμαστε με τα φαινόμενα που μεταβάλλονται συνέχεια και μεταβάλλουν, που φέρονται άνω και κάτω και περιστρέφονται και πριν τα πιάσουμε φεύγουν και χάνονται, ώστε, θεωρώντας πόσο άστατα και άτακτα είναι, να αγκυροβολήσομε προς τα μελλοντικά. Τι θα κάναμε αν η ευτυχία ήταν σ' εμάς σταθερή, τη στιγμή που, ενώ δεν παραμένει, έχουμε τόσο πολύ δεθεί μαζί της και τόσο μας έχει υποδουλώσει η ηδονή και η απάτη της, ώστε να μην μπορούμε να διανοηθούμε τίποτε καλύτερο, τίποτε ανώτερο από τα παρόντα, και όλα αυτά τη στιγμή που έχουμε γίνει κατ' εικόνα του Θεού και ακούμε και πιστεύουμε ότι αυτή είναι επάνω και μας έλκει προς τον εαυτό της;».

Και πάλι στο λόγο του “Προς τους πολιτευομένους”, λέει τα εξής· «Για να μάθουμε ότι είμαστε μηδέν μπροστά στην αληθινή και την πρώτη σοφία, και να κατευθυνόμαστε πάντοτε προς αυτόν μόνο και να ζητούμε να φωτιζόμαστε με τις ακτινοβόλες λάμψεις από εκεί, ή με την ακαταστασία των φαινομένων και μεταβαλλομένων να μας μεταφέρει στα σταθερά και μόνιμα». Δε νομίζω λοιπόν ότι με αυτά ο δάσκαλος δηλώνει, όπως λέχθηκε, την αιτία της γένεσης της ανθρωπότητας, αλλά δηλώνει την αιτία της ταλαιπωρίας που κατά τη γένεση εισήλθε στη ζωή μας εξαιτίας της παράβασης, όπως είναι ολοφάνερο σε όσους μελετούν με ζήλο και προσοχή τα θεία γραφόμενά του. Την αιτία δηλαδή αυτής, από την οποία και μέσω της οποίας και προς την οποία και εξαιτίας της οποίας ταλαιπωρούμαστε, την παραθέτει σ' εμάς με αυτούς τους λόγους, δηλώνοντας με αυτή τη σωτηρία που οικονομεί για μας με σοφία ο Θεός. Ενώ υποδηλώνοντας τη δύναμη εκείνης με ποιο μυστήριο έχει γίνει, κάνει χρήση διαφορετικών εκφράσεων, όπως φαίνεται με αυτά που λέει στο λόγο του “Εις τα γενέθλια”: 

«Ο νούς λοιπόν ήδη και η αίσθηση, έχοντας χωριστεί το ένα από το άλλο, είχαν σταθεί μέσα στα δικά τους όρια και έδειχναν επάνω τους το μεγαλείο του Δημιουργού Λόγου, σιωπηλοί υμνητές της μεγαλουργίας και μεγαλόφωνοι κήρυκες. Δεν είχε γίνει ακόμα το κράμα από τα δύο, ούτε κάποια ανάμιξη των αντίθετων, γνώρισμα μεγαλύτερης σοφίας και τελειότητας γύρω απ' τις φύσεις, ούτε όλος ο γνώριμος πλούτος της αγαθότητας. Θέλοντας λοιπόν να δείξει ο τεχνίτης Λόγος αυτό, μια ύπαρξη από τα δύο, εννοώ την αόρατη και την ορατή φύση, δημιουργεί τον άνθρωπο, λαμβάνοντας από την ύλη που προϋπήρχε ήδη το σώμα, και θέτοντας σ' αυτό ζωή ο ίδιος από τον εαυτό του (πράγμα που ο λόγος το γνωρίζει ως νοερή ψυχή και εικόνα του Θεού), σαν ένα δεύτερο κόσμο μέγα μέσα σε μικρό που τον στήνει επάνω στη γη, άλλον άγγελο, προσκυνητή μικτόν και τα εξής. Στο λόγο του πάλι Εις τα Φώτα, γράφει: «Κι επειδή αυτά ή τούτο είναι έτσι, έπρεπε η προσκύνηση να μην περιοριστεί μόνο στα άνω, αλλά να υπάρχουν και κάτω μερικοί προσκυνητές, για να γεμίσουν τα πάντα από τη δόξα του Θεού, αφού είναι και του Θεού· και γι' αυτό δημιουργήθηκε ο άνθρωπος τιμημένος με το χέρι και την εικόνα του Θεού». Νομίζω ότι αυτά αρκούν, κι ας είναι λίγα, για όποιον δεν κατέχεται από εριστική διάθεση και δε θεωρεί δόξα μόνο το να μάχεται κανένας, για να παρουσιάσω όλη τη σκέψη του δασκάλου για όσα ειπώθηκαν. Αν πολεμά όμως το πως ο δάσκαλος μας αποκάλεσε μοίρα του Θεού, με πολλούς τρόπους πιο πάνω έχει εξηγηθεί ήδη ο λόγος γι' αυτό.

Για να γίνει όμως πιο αξιόπιστος στηριζόμενος στους λόγους του Πνεύματος, ο άγιος και μακάριος απόστολος Παύλος, αυτός που συγκέντρωσε την κρυμμένη μέσα στο Θεό πριν από τους αιώνες σοφία και που καταφώτισε όλο τον αφεγγή βίο των ανθρώπων κι έδιωξε από τις ψυχές των ανθρώπων το ζόφο της άγνοιας, θα επαρκέσουν τα όσα είπε στους Εφεσίους που είναι τα εξής· «Για να δώσει σ' εσάς ο Θεός του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο Πατέρας της δόξας, Πνεύμα σοφίας κι αποκαλύψεως, ώστε να τον γνωρίσετε καλά, έχοντας φωτισμένα τα μάτια της καρδιάς σας, και για να μάθετε σε ποια αγαθά ελπίζομε ότι μας κάλεσε και ποιος είναι ο πλούτος της δόξας που κληρονόμησε στους αγίους και ποιο το υπέρμετρο μεγαλείο της δύναμής του προς εμάς που πιστεύομε, όπως έκανε να εκδηλωθεί η δύναμη της εξουσίας του ενεργώντας την στο Χριστό, σηκώνοντάς τον από τους νεκρούς και καθίζοντάς τον στα δεξιά του στον ουρανό, πάνω από κάθε αρχή και εξουσία και δύναμη και κυριότητα και κάθε όνομα που λέμε όχι μονάχα στη ζωή αυτή αλλά και στη μελλοντική, και όλα του τα έβαλε κάτω από τα πόδια του και τον έδωσε πάνω από όλα κεφαλή στην Εκκλησία, που είναι το σώμα του, το συμπλήρωμα εκείνου που αναπληρώνει τα πάντα σε όλες τις ανάγκες τους». Και πάλι ύστερ’ από άλλα· «Κι εκείνος έδωσε να είναι άλλοι απόστολοι, άλλοι προφήτες, άλλοι ευαγγελιστές, άλλοι ποιμένες και δάσκαλοι, για να καταρτίζουν τους πιστούς στο έργο της διακονίας, για να οικοδομηθεί το σώμα του Χριστού, ώσπου να καταλήξουμε όλοι στην ενότητα που δίνει η πίστη και η επίγνωση του Υιού του Θεού και να φτάσουμε στην ανδρική τελειότητα που μέτρο της είναι ο Χριστός. Έτσι δε θα είμαστε καθώς νήπια που θαλασσοδερνόμαστε και μας σπρώχνει εδώ κι εκεί ο άνεμος κάθε διδασκαλίας στην κακία των ανθρώπων, στην πανουργία τους, στις μεθοδεύσεις της πλάνης. Αλλά παραμένοντας στην αληθινή πίστη με αγάπη, ας προσπαθήσουμε να φτάσουμε σε όλα αυτά το Χριστό, που είναι η κεφαλή μας, από τον οποίο συναρμολογημένο όλο το σώμα και συντονισμένο με κάθε από μέρους εκείνου χορηγία ανάλογα με το μέτρο της ενέργειας καθενός μέλους πραγματοποιεί την αύξηση του σώματος για την οικοδομή του με αγάπη».

Δε νομίζω λοιπόν ότι χρειάζεται άλλη μαρτυρία όποιος έχει αποφασίσει να ζει μ' ευσέβεια, για να φανερωθεί η αλήθεια που πιστεύουν οι αληθινοί Χριστιανοί, επειδή έχουν μάθει από αυτην με σαφήνεια ότι «είμαστε και μέλη και σώμα και πλήρωμα του Χριστού του Θεού που γεμίζει πλήρως τα πάντα με τα πάντα» «σύμφωνα με το σκοπό τον κρυμμένο πριν από τους αιώνες μέσα στο Θεό και Πατέρα, περιλαμβανόμενοι σ' αυτόν μέσω του Υιού του και Κυρίου Ιησού του Θεού μας». Γιατί το μυστήριο το κρυμμένο από τους αιώνες και από τις γενεές και που τώρα φανερώθηκε με την αληθινή και τέλεια ενανθρώπηση του Υιού και Θεού, που ένωσε με τον εαυτό του αδιαίρετα αλλά και ασύγχυτα τη φύση μας κι εμάς με την αγία του σάρκα που πήρε από εμάς κι είναι δική μας εμψυχωμένη με νού και λογική, που τη συνέδεσε με τον εαυτό του σαν μια καινούργια αρχή και την αξίωσε να γίνει ένα και το αυτό μαζί του κατά την ανθρωπότητά του, έτσι όπως είχαμε προορισθεί πριν από τους αιώνες να είμαστε μέσα σ' αυτόν ως μέλη του σώματός του που μας συναρμολογεί με τον εαυτό του πνευματικά, και μας συναρμονίζει όπως η ψυχή το σώμα, και που μας οδηγεί στο μέτρο της πνευματικής ωριμότητας του πληρώματός του, και έτσι μας έδειξε κι εμάς ότι γι' αυτό είχαμε γεννηθεί, καθώς και τον πριν από τους αιώνες πανάγαθο για μας σκοπό του Θεού, που δεν δέχθηκε την παραμικρή ανακαίνιση της ουσίας του, αλλά πραγματοποιήθηκε ολοφάνερα με τη χρησιμοποίηση ενός άλλου καινότερου τρόπου.

Γιατί έπρεπε, αφού ο Θεός μας έκανε όμοιους με τον εαυτό του (με το να έχουμε κατά μετοχή ακριβή γνωρίσματα της αγαθότητάς του και με το ν' έχει προσβλέψει πριν από τους αιώνες να είμαστε μέσα σ' αυτόν και με το να μας δώσει τον τρόπο που οδηγεί σ' αυτό το παμμακάριστο τέλος με την καλή χρήση των φυσικών δυνάμεων), για να μην απομακρυνθεί ο άνθρωπος κι αποξενωθεί από το Θεό έπρεπε να εισαχθεί στη θέση του προηγούμενου ένας τρόπος πιο παράδοξος και θεοπρεπέστερος και τόσο, όσο το υπερφυσικό είναι ανώτερο από το φυσικό. Και αυτό είναι το μυστήριο της ολόκρυφης επιδημίας του Θεού στους ανθρώπους, όπως πιστεύουν όλοι. Γιατί λέει ο θείος Απόστολος· «αν έμενε η πρώτη Διαθήκη άμεμπτη, δε θα χρειαζόταν ν' αντικατασταθεί με τη δεύτερη». Γιατί είναι ολοφάνερο σ' όλους, ότι το μυστήριο που τελέστηκε στο Χριστό στο τέλος του αιώνα αποτελεί αναμφίβολη απόδειξη και εκπλήρωση του μυστηρίου που παραλείφθηκε στον προπάτορα στην αρχή του αιώνα.

Άρα λοιπόν, σύμφωνα με την εξήγηση που δώσαμε, ορθά χρησιμοποίησε ο δάσκαλος τη λέξη 'μοίρα', και κάθε άνθρωπος μ' ευγενή ψυχή και τρόπο θα δεχόταν να πεί με αυτό το νόημα τη λέξη, χωρίς να προκαλεί στον εαυτό του καμμιά συλλογιστική απάτη, γνωρίζοντας ότι σ' αυτήν την περίπτωση η μοίρα είναι ταυτόσημη με το μέλος. Γιατί, αν το μέλος είναι ένα μέρος του σώματος και το μέρος είναι ίδιο με τη μοίρα, άρα το μέλος είναι ίδιο με τη μοίρα. Κι αν η μοίρα είναι ίδια με το μέλος και το άθροισμα και η σύνθεση των μελών αποτελεί το οργανικό σώμα, και το οργανικό σώμα αν ενωθεί με νοερή ψυχή αποτελεί τον τέλειο άνθρωπο, άρα όποιος λέει ότι η ψυχή ή το σώμα είναι μέρος ή μέλος του ανθρώπου δε θα κάνει λάθος. Κι αν το σώμα είναι όργανο της νοερής ψυχής του ανθρώπου και η ψυχή εισχωρώντας σε ολόκληρο το σώμα του δίνει τη ζωή και την κίνηση, επειδή έχει φύση απλή και είναι ασώματη και δεν αποχωρίζεται ούτε αποκλείεται από αυτό, αλλά σε ολόκληρο το σώμα και σε κάθε μέλος αυτού, όπως είναι στη φύση του να την υποδέχεται σύμφωνα με τη δεκτική της ενέργειάς της δύναμη που διαθέτει φυσικά και σε καθένα από τα μέλη του, παρούσα ολόκληρη επισφίγγει τα μέλη που διαφορετικά το καθένα τη δέχεται ανάλογα με το να συντηρείται ένα σώμα, τότε ας οδηγηθεί στο μέγα και άρρητο μυστήριο λαμβάντοντας από τα μικρά και σύμφωνα με εμάς μεγάλα και πάνω από μας ενδείξεις όχι ευτελείς, όποιος έχει ακόμα γύρω από αυτά ασταθή και ευκολοσάλευτη σκέψη. Κι αφού αφήσει την παράλογη δοξασία ότι οι ψυχές προϋπάρχουν από τα σώματα, θα πιστέψει μαζί μας τον Κύριο που λέει ότι δεν μπορούν να πεθάνουν όσοι σηκώνονται κατά την ανάσταση εξαιτίας της καθαρότερης φανέρωσης και της μετουσίας του ίδιου του έσχατου επιθυμητού. Και πάλι «καθένας που ζει και πιστεύει σ' εμένα, δε θα πεθάνει στον αιώνα». Αν αυτό είχε γίνει κάποτε προηγουμένως, ήταν αδύνατο, όπως έχουμε προαποδείξει, με μια οποιαδήποτε μεταβολή να δεχθεί τον οποιοδήποτε θάνατο.

Και ας μη βγαίνει έξω από τους φυσικούς λογισμούς με το να θεσπίζει αερολογώντας την ανύπαρκτη δοξασία περί ψυχής. Αν δηλαδή, όπως εξήγησα προηγουμένως, το σώμα και η ψυχή είναι μέρη του ανθρώπου, και τα μέρη επιδέχονται εξ ανάγκης την αναφορά τους σε κάτι (γιατί έχουν οπωσδήποτε ως κατηγορούμενό τους το όλο), αυτά που έτσι αναφέρονται σε κάτι είναι από αυτά που συνυπάρχουν πάντα και παντού κατά τη γέννηση, γιατί με τη συνάντησή τους αποτελούν ένα ολόκληρο είδος (μορφή) ως μέρη του, και διαιρούνται μόνο νοητικά μεταξύ τους, για να διαπιστωθεί τι είναι κατά την ουσία το καθένα τους. Επομένως η ψυχή και το σώμα, ως μέρη του ανθρώπου, είναι αδύνατο να προϋπάρχει το ένα πριν από άλλο ή να υπάρχει το ένα μετά το άλλο, επειδή θα διαλυθεί ο λόγος της αναφοράς τους προς κάτι. Και πάλι· Αν δηλαδή είναι είδος καθαυτό πριν από τη σύνθεση του σώματος η ψυχή η το σώμα, και ένα άλλο είδος καθένα από αυτά τα δύο αποτελεί κατά τη σύνθεση της ψυχής με το σώμα η του σώματος με την ψυχή, αυτό το κάνει οπωσδήποτε η κατά πάθος ή κατά φύση. Κι αν γίνεται κατά πάθος, το πάθος συνίσταται στη μετάβασή τους σ' αυτό που δεν ήταν, οπότε επέρχεται και η φθορά τους· αν πάλι κατά φύση, αυτό, είναι φανερό, θα το κάνει εξαιτίας της φύσης του πάντοτε και ποτέ δε θα παύσει η ψυχή να αλλάζει σώμα ούτε το σώμα ν' αλλάζει ψυχή. Αλλά δεν είναι, όπως νομίζω, του παθους ή της φυσικής δύναμης των μερών κατά τη συνάντησή του ενός με το άλλο η ολοκλήρωση του όλου κατά το είδος, αλλά της ταυτόχρονης γένεσής τους σε ένα πλήρες είδος. Δεν είναι δυνατό λοιπόν χωρίς φθορά οποιοδήποτε είδος να αλλάζει σε άλλο.

Αν μου πούν τώρα ότι η ψυχή υπάρχει και ζει μετά το θάνατο και τη διάλυση του σώματος κι επομένως μπορεί να υπάρχει και να ζει και πριν από το σώμα, δε νομίζω πως λένε λόγο στοχαστικό. Γιατί δεν είναι ίδιος ο λόγος της γένεσης και της ουσίας. Ο ένας δηλώνει το πότε (χρόνος) και το που (τόπος) και το προς τι (αναφορά-σχέση), ενώ ο άλλος ότι υπάρχει κάτι κι έχει κάποια μορφή. Κι αν είναι έτσι, τότε η ψυχή υπάρχει πάντοτε μετά τη γένεσή της χάρη στην ουσία της, δεν είναι όμως ανεξάρτητη εξαιτίας της γένεσής της, αλλά υπόκειται στο πότε, στο που και στη σχέση προς κάτι. Γιατί η ψυχή μετά το θάνατο του σώματος δεν λέγεται απλώς ψυχή, αλλά ψυχή ανθρώπου και ορισμένου ανθρώπου. Γιατί έχει και μετά το σώμα ως είδος (μορφή) της το όλο κατά τη σχέση του μέρους ως κατηγορούμενο, δηλαδή το ανθρώπινο. Ομοια και το σώμα, είναι θνητό κατά τη φύση, όχι όμως ανεξάρτητο κατά τη γένεση. Γιατί το σώμα δεν λέγεται απλώς σώμα μετά το χωρισμό του από την ψυχή, αλλά σώμα ενός ανθρώπου, και ανθρώπου ορισμένου, κι ας φθείρεται κι ας διαλύεται στα στοιχεία που το αποτελούν. Γιατί έχει σαν είδος (μορφή) του το όλο κατά τη σχέση του μέρους ως κατηγορούμενο, δηλαδή το ανθρώπινο. Και στα δύο λοιπόν η σχέση, της ψυχής και του σώματος, όταν τη νοούμε ως σχέση των μερών όλου του ανθρώπινου είδους χωρίς αφαίρεση του ενός, παριστάνει και την ταυτόχρονη γένεση τους, αλλά κι αποδεικνύει και τη διαφορά μεταξύ τους ως προς την ουσία, χωρίς να παραβλάπτει κατά οποιοδήποτε τρόπο τους έμφυτους λόγους της ουσίας τους. Δεν είναι λοιπόν καθόλου δυνατό να βρούμε και να λέμε σώμα ή ψυχή άσχετα. Γιατί μαζί με το οποιοδήποτε ένα από τα δύο συνεισάγεται και η έννοια τίνος είναι το καθένα· ώστε, αν προϋπάρχει το ένα από το άλλο, πρέπει να πούμε ότι είναι και κάποιου. Γιατί η σχέση αυτή είναι αμετακίνητη.

Αρκετά όσα είπα γι' αυτά. Κι αν ο λόγος μου δεν έπεσε έξω από την αλήθεια, ευχαριστώ το Θεό, που με τις ευχές σας οδήγησε τη σκέψη στο ορθό. Κι αν σε κάποιο σημείο η αλήθεια διέφυγε, εσείς μπορείτε να καταλάβετε την ακρίβεια του λόγου, επειδή εμπνέεστε από το Θεό τη γνώση σ' αυτά τα θέματα.

Το πρωτότυπο κείμενο




Οὐκ οἶμαι τῆς ἀνθρωπίνης αὐτόν γενέσεως ἐνταῦθα, ἀλλά τῆς ἐπιγενομένης αὐτῇ ταλαιπωρίας τήν αἰτίαν ἀφηγεῖσθαι βούλεσθαι. Θρηνήσας γάρ τοῦ σώματος ἡμῶν τήν ἐλεεινότητα διά τοῦ εἰπεῖν, " Ὤ τῆς συζυγίας καί τῆς ἀλλοτριώσεως ! ὅ φοβοῦμαι, περιέπω, καί ὅ στέργω, δέδοικα," καί τά ἑξῆς, καί οἷον πρός ἑαυτόν διαπορήσας περί τῆς αἰτίας τῶν οἷς ἐνισχήμεθα κακῶν καί τῆς κατ᾿ αὐτήν σοφωτάτης προνοίας διά τοῦ φάναι. " Τίς ἡ περί ἐμέ σοφία, καί τί τό μέγα τοῦτο μυστήριον; " ἐπάγει τήν λύσιν τρανῶς ποιούμενος οὕτως• " Ἡ βούλεται μοῖραν ἡμᾶς ὄντας Θεοῦ καί ἄνωθεν ῥεύσαντας, ἵνα μή διά τήν ἀξίαν ἐπαιρόμενοι καί μετεωριζόμενοι καταφρονῶμεν τοῦ Κτίσαντος, ἐν τῇ πρός τό σῶμα πάλῃ καί μάχῃ πρός αὐτόν ἀεί βλέπειν, καί τήν συνεζευγμένην ἀσθένειαν παιδαγωγίαν εἶναι τοῦ ἀξιώματος."

Ὡσανεί ἔλεγεν, ἐπειδήπερ ἐκ ψυχῆς καί σώματος δι᾿ ἀγαθότητα ὁ ἄνθρωπος γέγονε παρά τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾿ ᾧ τήν δοθεῖσαν αὐτῷ λογικήν τε καί νοεράν ψυχήν, ἅτε δή κατ᾿ εἰκόνα τοῦ ποιήσαντος αὐτήν ὑπάρχουσαν, κατά μέν τήν ἔφεσιν καί τήν ἐξ ὅλης δυνάμεως ὁλικήν ἀγάπην ἀπρίξ Θεοῦ γνωστικῶς ἐχομένην, καί τό καθ᾿ ὁμοίωσιν προσλαβοῦσαν θεωθῆναι, κατά δέ τήν ἐπιστημονικήν πρός τό ὑφείμενον πρόνοιαν, καί τήν περί τό ἀγαπᾷν τόν πλησίον ὡς ἑαυτόν κελεύουσαν ἐντολήν, ἐμφρόνως τοῦ σώματος ἀντεχομένην, λογίσαι τε δι᾿ ἀρετῶν αὐτό καί οἰκειῶσαι Θεῷ ὡς ὁμόδουλον δι᾿ ἑαυτῆς μεσιτευούσης τόν ποιητήν ἔνοικον, καί τῆς δοθείσης ἀθανασίας ἄλυτον δεσμόν αὐτόν ποιησομένην αὐτῷ τόν συνδήσαντα, ἵν᾿ ὅπερ ἐστί Θεός ψυχῇ, τοῦτο ψυχή σώματι γένηται, καί εἷς ἀποδειχθῇ τῶν ὅλων Δημιουργός, ἀναλόγως διά τῆς ἀνθρωπόητος πᾶσιν ἐπιβατεύων τοῖς οὖσι, καί εἰς ἕν ἔλθῃ τά πολλά ἀλλήλων κατά τήν φύσιν διεστηκότα περί τήν μίαν τοῦ ἀνθρώπου φύσιν ἀλλήλοις συννεύοντα, καί γένηται τά πάντα ἐν πᾶσιν αὐτός ὁ Θεός, πάντα παραλαβών καί ἐνυποστήσας ἑαυτῷ, διά τοῦ μηδέν ἔτι τῶν ὄντων κεκτῆσθαι τήν κίνησιν, καί τῆς αὐτοῦ ἄμοιρον παρουσίας, καθ᾿ ἥν καί θεοί καί τέκνα καί σῶμα καί μέλη καί μοῖρα Θεοῦ καί τά τοιαῦτά ἐσμεν καί λεγόμεθα τῇ πρός τό τέλος ἀναφορᾷ τοῦ θείου σκοποῦ.

Ἐπειδή τοίνυν τοῦτο καί ἐπί τούτῳ ὁ ἄνθρωπος γέγονεν, ἐν δέ τῷ προπάτορι τῷ ἑτοίμῳ πρός ἐξουσίαν ἐπί χεῖρον ἐχρήσατο, μετενεγκών ἐκ τοῦ ἐπιτετραμμένου πρός τό κεκωλυμένον τήν ὄρεξιν (καί γάρ ἦν αὐτεξούσιος, καί τοῦ κολληθῆναι τῷ Κυρίῳ καί ἕν πνεῦμα γεγέσθαι, καί τοῦ κολληθῆναι τῇ πόρνῃ καί ἕν σῶμα γενέσθαι, ἀπατηθείς προείλετο, καί τοῦ θείου καί μακαρίου σκοποῦ ἑκών ἑαυτόν ἀπεξένωσε, τοῦ Θεός εἶναι, χάριτι τό χοῦς γενέσθαι καθ᾿ αἵρεσιν προτιμήσας) , σοφῶς ἅμα καί φιλανθρώπως καί τῇ αὐτοῦ πρεπόντως ἀγαθότητι ὁ τήν ἡμετέραν σωτηρίαν οἰκονομῶν Θεός τῇ παραλόγῳ κινήσει τῆς ἐν ἡμῖν νοερᾶς δυνάμεως παρεπομένην δεόντως τήν τιμωρίαν παρέπηξεν, αὐτό ἐκεῖνο τυχόν κατά τόν εἰκότα λόγον κολάσας θανάτῳ, περί ὅ τήν κατά νοῦν μόνῳ Θεῷ χρεωστούμενην τῆς ἀγάπης δύναμιν κατεῤῥήξαμεν, ἵνα τοῦ μηδενός ἐρῶντες διά τοῦ πάσχειν ποτέ μαθόντες πρός τό ὅν πάλιν ταύτην ἐπανάγειν διδαχθῶμεν τήν δύναμιν. Ὅπερ προϊών ἐμφανέστερον ποιεῖται λέγων, " Ἀλλ᾿ ἐμοί μέν καί διά τοῦτο δοκεῖ μηδέν τῶν ἐνταῦθα ἀγαθῶν εἶναι πιστόν τοῖς ἀνθρώποις, μηδέ πολυχρόνιον, ἀλλ᾿ εἴπερ τι ἄλλο, καί τοῦτο καλῶς τῷ τεχνίτῃ λόγῳ καί τῇ πάντα νοῦν ὑπερεχούσῃ σοφίᾳ μεμηχανῆσθαι, παίζεσθαι ἡμᾶς ἐν τοῖς ὁρωμένοις, ἄλλοτε ἄλλως μεταβαλλομένοις καί μεταβάλλουσι, καί ἄνω καί κάτω φερομένοις τε καί περιτρεπομένοις, καί πρίν ληφθῆναι ἀπιοῦσι καί φεύγουσιν, ἵνα τό ἐν τούτοις ἄστατον καί ἀνώμαλον θεωρήσαντες πρός τό μέλλον μεθορμισώμεθα. Τί γάρ ἄν ἐποιήσαμεν ἑστῶτος τοῦ εὖ πράττειν ἡμῖν, ὁποτε οὐ μένοντος τοσοῦτον αὐτῷ προσδεδέμεθα, καί οὕτως ἡμᾶς ἡ περί τοῦτο ἡδονή καί ἀπάτη ἔχει δουλώσασα, ὥστε μηδέν κρεῖττον μηδέ ὑψηλότερον τῶν παρόντων διανοεῖσθαι δύνασθαι, καί ταῦτα κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ γεγονέναι, καί ἀκούοντας καί πιστεύοντας τήν ἄνω τε οὖσαν καί πρός ἑαυτήν ἕλκουσαν; "

Καί πάλιν ἐν τῷ πρός τούς πολιτευομένους λόγῳ φάσκων, "Ἵν᾿ φεἰδῶμεν τό μηδέν ὄντες πρός τήν ἀληθινήν σοφίαν καί πρώτην, ἀλλά πρός αὐτόν ἀεί νεύωμεν μόνον, καί ζητῶμεν ταῖς ἐκεῖθεν αὐταῖς ἐναστράπτεσθαι, εἴτε διά τῆς ἀνωμαλίας τῶν ὁρωμένων καί περιτρεπομένων, μετάγοντος ἡμᾶς ἐπί τά ἑστῶτα καί μένοντα. Οὐ τοίνυν, ὡς οἶμαι, τῆς κατά τήν γένεσιν τῆς ἀνθρωπότητος αἰτίας ἐν τούτοις, ὡς εἴρηται, ὁ διδάσκαλος ποιεῖται τήν δήλωσιν, ἀλλά τῆς κατά τήν γένεσιν ἐπεισαχθείσης τῇ ἡμετέρᾳ ζωῇ διά τήν παράβασιν ταλαιπωρίας, ὡς τοῖς σπουδαιοτέρως καί ἐμμελεστέρως τοῖς θείοις αὐτοῦ γράμμασιν ἐμμελετῶσίν ἐστι καταφανές. Ταύτης μέν γάρ τήν ὅθεν, καί δι᾿ ὅ, καί ἐφ᾿ ᾧ, καί οὗ ἕνεκεν αἰτίαν, διά τούτων ἡμῖν παρατίθεται τῶν λόγων δι᾿ αὐτῆς τήν οἰκονομουμένην ἡμῶν σοφῶς παρά τοῦ Θεοῦ σωτηρίαν δηλῶν• ἐκείνης δέ τήν ἐφ᾿ ᾧ γεγένηται μυστηρίῳ ὑπεμφαίνων δύναμιν ἑτέρῳ λόγων κέχρηται τρόπῳ, ὅλον αὐτοῦ περί τούτου τόν εὐσεβῆ σκοπόν φανερόν ποιούμενος, ὡς ἐν τῷ Εἰς τά γενέθλια λόγῳ δείκνυται λέγων,

" Νοῦς μέν οὖν ἤδη καί αἴσθησις οὕτως ἀπ᾿ ἀλλήλων διακριθέντα τῶν ἰδίων ὅρων ἐντός εἰστήκεισαν, καί τό τοῦ Δημιουργοῦ λόγου μεγαλεῖον ἐν ἑαυτοῖς ἔφερον, σιγῶντες ἐπαινέται τῆς μεγαλουργίας και διαπρύσιοι κήρυκες• οὔπω δέ ἦν κρᾶμα ἐξ ἀμφοτέρων, οὐδέ τις μίξις τῶν ἐναντίων, σοφίας μείζονος γνώρισμα καί τῆς περί τάς φύσεις πολυτελείας, οὐδέ ὁ πᾶς πλοῦτος τῆς ἀγαθότητος γνώριμος. Τοῦτο δή βουληθείς ὁ τεχνίτης ἐπιδείξασθαι λόγος, καί ζῶον ἕν ἐξ ἀμφοτέρων, ἀοράτου λέγω καί ὁρατῆς φύσεως, δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπον, καί παρά μέν τῆς ὕλης λαβών τό σῶμα ἤδη προϋποστάσης, παρ᾿ ἑαυτοῦ δέ ζωήν ἐνθείς (ὅ δή νοεράν ψυχήν καί εἰκόνα Θεοῦ οἶδεν ὁ Λόγος), οἷόν τινα κόσμον δεύτερον ἐν μικρῷ μέγαν ἐπί τῆς γῆς ἵστησιν, ἄγγελον ἄλλον, προσκυνητήν μικτόν," καί τά ἑξῆς. Ἐν δέ τῷ Εἰς τά Φῶτα λόγῳ• " Ἐπεί δέ οὕτω ταῦτα ἤ τοῦτο• ἔδει δέ μή τοῖς ἄνω μόνον τήν προσκύνησιν περιγράφεσθαι, ἀλλ᾿ εἶναί τινας καί κάτω προσκυνητάς, ἵνα πληρωθῇ τά πάντα δόξης Θεοῦ, ἐπεί καί Θεοῦ• καί διά τοῦτο κτίζεται ἄνθρωπος χειρί Θεοῦ τιμηθείς καί εἰκόνι." Ἀρκεῖν μέν καί ταῦτα ὑπολαμβάνω, κἄν εἰ μικρά τυγχάνοι, τῷ μή πάντη φιλονείκως διακειμένῳ, καί μόνον τό μάχεσθαι ἐπίδοξον κρίνοντι, πρός τό ἐνδείξασθαι τήν ὅλην τοῦ διδασκάλου περί τῶν εἰρημένων διάνοιαν. Εἰ δέ ἔτι περί τοῦ πῶς Θεοῦ μοῖραν ὁ διδάσκαλος ἡμᾶς ἐκάλεσεν ἀπομάχεται, πολλαχῶς μέν ἤδη ἀνωτέρω ὁ περί τούτου ἀποδέδοται λόγος.

Ἵνα δέ πιστότερος γένηται τοῖς τοῦ πνεύματος ἐρειδόμενος λόγοις, ὁ ἅγιος καί μακάριος ἀπόστολος Παῦλος, ὁ τήν ἀποκεκρυμμένην ἐν τῷ Θεῷ πρό τῶν αἰώνων κομισάμενος σοφίαν, καί πάντα τόν ἀφεγγῆ τῶν ἀνθρώπων βίον καταφωτίσας, καί τῆς ἀγνοίας τόν ζόφον τῶν ψυχῶν ἀπελάσας, ἀρκέσει περί τούτου Ἐφεσίοις διεξιών τάδε, Ἵνα ὁ Θεός τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ Πατήρ τῆς δόξης δῴη ὑμῖν Πνεῦμα σοφίας καί ἀποκαλύψεως ἐν ἐπιγνώσει αὐτοῦ, πεφωτισμένους τούς ὀφθαλμούς τῆς καρδίας ὑμῶν, εἰς τό εἰδέναι ὑμᾶς τίς ἐστιν ἡ ἐλπίς τῆς κλήσεως αὐτοῦ, καί τίς ὁ πλοῦτος τῆς δόξης τῆς κληρονομίας αὐτοῦ ἐν τοῖς ἁγίοις, καί τί τό ὑπερβάλλον μέγεθος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς τούς πιστεύοντας, κατά τήν ἐνέργειαν τοῦ κράτους τῆς ἰσχύος αὐτοῦ, ἥν ἐνήργησεν ἐν Χριστῷ, ἐγείρας αὐτόν ἐκ νεκρῶν, καί καθίσας αὐτόν ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καί ἐξουσίας καί δυνάμεως καί κυριότητος, καί παντός ὀνόματος ὀνομαζομένου, οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλά καί ἐν τῷ μέλλοντι, καί πάντα ἔδωκεν ὑπό τούς πόδας αὐτοῦ, καί αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου. Καί μεθ᾿ ἕτερα πάλιν• Καί αὐτός ἔδωκε τούς μέν ἀποστόλους, τούς δέ προφήτας, τούς δέ εὐαγγελιστάς, τούς δέ ποιμένας καί διδασκάλους, πρός τόν καταρτισμόν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομήν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέχρι καταντήσομεν οἱ πάντες εἰς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα μηκέτι ὦμεν νήπιοι κλυδωνιζόμενοι καί περιφερόμενοι παντί ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας, ἐν τῇ κυβείᾳ τῶν ἀνθρώπων, ἐν πανουργίᾳ, πρός τήν μεθοδείαν τῆς πλάνης, ἀληθεύοντες δέ ἐν ἀγάπῃ αὐξήσωμεν εἰς αὐτόν τά πάντα, ὅς ἐστιν ἡκεφαλή ὁ Χριστός, ἐξ οὗ πᾶν τό σῶμα συναρμολογούμενον καί συμβιβαζόμενον διά πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας κατ᾿ ἐνέργειαν ἑνός ἑκάστου μέλους τήν αὔξησιν τοῦ σώματος ποιεῖται εἰς οἰκοδομήν ἑαυτοῦ ἐν ἀγάπῃ.

Οὐκ οἶμαι λοιπόν ἄλλης ἐπιδεῖσθαι μαρτυρίας τόν εὐσεβεῖν ἐγνωκότα πρός φανέρωσιν τῆς κατά Χριστιανούς ἀληθῶς πεπιστευμένης ἀληθείας, σαφῶς μαθόντες δι᾿ αὐτῆς  Ὅτι καί μέλη καί σῶμα καί πλήρωμά ἐσμεν τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, κατά τόν πρό τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ καί Πατρί ἀποκεκρυμμένον σκοπόν ἀνακεφαλαιούμενοι εἰς αὐτόν διά τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ καί Κυρίου  Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.Τό γάρ μυστήριον τό ἀποκεκρυμμένον μέν ἀπό τῶν αἰώνων καί ἀπό τῶν γενεῶν, νῦν δέ φανερωθέν διά τῆς τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ ἀληθινῆς καί τελείας ἐνανθρωπήσεως, τοῦ ἑνώσαντος ἑαυτῷ καθ' ὑπόστασιν ἀδιαιρέτως τε καί ἀσυγχύτως τήν ἡμετέραν φύσιν, καί ἡμᾶς διά τῆς ἐξ ἡμῶν καί ἡμετέρας νοερῶς τε καί λογικῶς ἐψυχωμένης ἁγίας αὐτοῦ σαρκός, ὥσπερ δι᾿ ἀπαρχῆς ἑαυτῷ συμπηξαμένου, καί ἕν καί ταὐτόν ἑαυτῷ εἶναι κατά τήν αὐτοῦ ἀνθρωπότητα καταξιώσαντος, καθώς προωρίσθημεν πρό τῶν αἰώνων ἐν αὐτῷ εἶναι μέλη τοῦ σώματος αὐτοῦ, ψυχῆς τρόπον πρός σῶμα ἐν πνεύματι συναρμολογοῦντος ἑαυτῷ καί συμβιβάζοντος, καί εἰς μέτρον ἄγοντος ἡλικίας πνευματικῆς τοῦ κατ᾿ αὐτόν πληρώματος, ἔδειξε καί ἡμᾶς ἐπί τούτῳ γεγενῆσθαι, καί τόν πρό τῶν αἰώνων περί ἡμᾶς παντάγαθον τοῦ Θεοῦ σκοπόν, μή δεξάμενον καθοτιοῦν καινισμόν κατά τόν ἴδιον λόγον, εἰς πλήρωσιν δέ ἐλθόντα δι᾿ ἄλλου δηλαδή ἐπεισαχθέντος καινοτέρου τρόπου. 

Ἔδει γάρ τοῦ μέν Θεοῦ ἑαυτῷ ὁμοίους ἡμᾶς ποιήσαντος (τῷ ἔχειν τῆς αὐτοῦ ἀγαθότητος μεθεκτῶς ἀκριβῆ γνωρίσματα, καί ἐν αὐτῷ εἶναι πρό τῶν αἰώνων σκοπήσαντος, καί τόν εἰς τοῦτο τό παμμακάριστον ἄγοντα τέλος, δόντος ἡμῖν τρόπον διά τῆς τῶν φυσικῶν δυνάμεων εὐχρηστίας, τοῦ δέ ἀνθρώπου ἑκουσίως τοῦτον παρωσαμένου τόν τρόπον τῇ παραχρήσει τῶν φυσικῶν δυνάμεων)  ἵνα μή πόῤῥῳ τοῦ Θεοῦ γένηται ξενωθείς ὁ ἄνθρωπος, ἄλλον ἀντεισαχθῆναι τοῦ προτέρου παραδοξότερόν τε καί θεοπρεπέστερον, ὅσον τοῦ κατά φύσιν ἐστί τό ὑπέρ φύσιν ἀνώτερον. Καί τοῦτό ἐστι τῆς πρός ἀνθρώπους τοῦ  μυστικωτάτης ἐπιδημίας, ὡς πάντες πιστεύομεν, τό μυστήριον. Εἰ γάρ, φυσίν ὁ θεῖος Ἀπόστολος, ἡ πρώτη διαθήκη ἔμεινεν ἄμεμπτος, οὐκ ἄν δευτέρας ἐζητεῖτο τόπος.  Καί γάρ πᾶσι κατάδηλόν ἐστιν, ὡς τό ἐν Χριστῷ γενόμενον ἐπί τέλει τοῦ αἰῶνος μυστήριον ἀναμφιβόλως τοῦ ἐν ἀρχῇ τοῦ αἰῶνος ἐν τῷ προπάτορι παρεθέντος ἀπόδειξις καί ἀποπλήρωσίς ἐστιν. Ἄρ᾿ οὖν χρησίμως εἴρηται τῷ διδασκάλῳ ἡ τῆς μοίρας φωνή, κατά τούς ἀποδοθέντας τρόπους, καί πᾶς εὐγενής καί ψυχήν καί τρόπον δέξαιτο ἄν οὕτω λεγομένην τήν φωνήν, μηδεμίαν ἑαυτῷ κυβείαν λογισμῶν παραγεννῶν, εἰδώς ταὐτόν εἶναι τῷ μέλει τήν μοῖραν ἐν τοῖς τοιούτοις. Εἰ γάρ μέρος τοῦ σώματος ὑπάρχει τό μέλος, τό δέ μέλος ταὐτόν ἐστι τῇ μοίρᾳ, ταὐτόν ἄρα τό μέλος τῇ μοίρᾳ ἔσται. Εἰ δέ ταὐτόν τῷ μέλει ἐστίν ἡ μοῖρα, μελῶν δέ ἀθροισμός καί σύνθεσις σῶμα ποιεῖ ὀργανικόν, σῶμα δέ ὀργανικόν ψυχῇ ἑνωθέν νοερᾷ ἄνθρωπον τέλειον δείκνυσιν, ἄρα μέρος ἀνθρώπου ὁ λέγων εἶναι ψυχήν ἤ τό σῶμα ἤ μέλος αὐτοῦ τῆς ἀληθείας οὐχ ἁμαρτήσεται. Εἰ δέ τῆς νοερᾶς ψυχῆς ὡς ἀνθρώπου ὑπάρχει τό σῶμα ὄργανον, δι᾿ ὅλου δέ τοῦ σώματος ὅλη χωροῦσα ἡ ψυχή τό ζῇν αὐτῷ κινεῖσθαι δίδωσιν, ὡς ἁπλῆ τήν φύσιν καί ἀσώματος, μή συνδιατεμνομένη ἤ συναποκλειομένη αὐτῷ, ἀλλ᾿ ὅλῳ καί ἑκάστῳ τῶν αὐτοῦ μελῶν, ὡς πέφυκεν αὐτήν ὑποδέχεσθαι κατά τήν φυσικῶς ὑποκειμένην αὐτῷ δεκτικήν τῆς ἐνεργείας αὐτῆς δύναμιν, ὅλη παροῦσα τά διαφόρως αὐτῆς δεκτικά μέλη ἀναλόγως πρός τήν τοῦ ἕν εἶναι σῶμα συντήρησιν ἐπισφίγγει, ὁδηγεῖσθω ἐπί τό μέγα καί ἄῤῥητον τῆς τῶν Χριστανῶν μακαρίας ἐλπίδος μυστήριον, ἐκ τῶν μικρῶν καί καθ᾿ ἡμᾶς τῶν μεγάλων καί ὑπέρ ἡμᾶς οὐκ ἀγεννῆ λαβών τά εἰκάσματα, ὅστις ἀπαγῆ καί εὐκράδαντον περί τούτων ἔτι τήν διάνοιαν κέκτηται. καί τήν περί τοῦ προϋπάρχειν τῶν σωμάτων τάς ψυχάς οὐκ εὔλογον δόξαν ἀφείς μεθ᾿ ἡμῶν πιστεύσει τῷ κυρίῳ λέγοντι περί τῶν εἰς τήν ἀνάστασιν ἐγειρομένων μή δύνασθαι ἀποθνήσκειν, διά τήν αὐτοῦ δηλαδή καθαρωτέραν ἐσχάτου ὀρεκτοῦ φανέρωσίν τε καί μετουσίαν. Καί πάλιν, Πᾶς ὁ ζῶν  καί πιστεύων εἰς ἐμέ, οὐ μή ἀποθάνῃ εἰς τόν αἰῶνα. Ὅπερ εἰ προεγεγόνει ποτέ, ἀδύνατον ἦν, ὡς προαποδέδεικται, τόν κατά τροπήν τινα οἷον δήποτε δέξασθαι θάνατον. 

Καί τῶν φυσικῶν ἔξω μή βαινέτω λογισμῶν διακενῆς τήν οὐκ οὖσαν περί ψυχῆς δόξαν θεσπίζων. Εἰ γάρ ἀνθρώπου μέρη, καθώς προαποδέδοται τό σῶμα καί ἡ ψυχή τυγχάνουσι, τά δέ μέρη τήν εἰς τό πρός τι ἐξ ἀνάγκης ἀναφοράν δέχεται (ὅλον γάρ ἔχει πάντως κατηγορούμενον) , τά δέ οὕτω λεγόμενα πρός τι τῶν ἅμα πάντη τε καί πάντως κατά τήν γένεσίν ἐστιν, ὡς μέρη εἶδος ὅλον τῇ συνόδῳ ἀποτελοῦντα, ἐπινοίᾶ μόνη τῇ πρός διάγνωσιν τοῦ τί κατ᾿ οὐσίαν ἕκαστον ἀλλήλων διαιρούμενα, - ψυχήν ἄρα καί σῶμα, ὡς μέρη ἀνθρώπου, ἀλλήλων προϋπάρχειν χρονικῶς ἤ μεθυπάρχειν ἀμήχανον, ἐπεί ὁ τοῦ πρός τι οὕτω λεγόμενος λυθήσεται λόγος. Καί πάλιν· Εἰ γάρ καθ᾿ αὐτό εἶδος πρό τοῦ σώματός ἐστιν ἡ ψυχή ἤ τό σῶμα, εἶδος δέ ἄλλο τούτων ἑκάτερον κατά τήν ψυχῆς πρός τό σῶμα σύνθεσιν, ἤ σώματος πρός ψυχήν, ἀποτελεῖ, ἤ πάσχοντα πάντως τοῦτο ποιεῖ, ἤ πεφυκότα. Καί εἰ μέν πάσχοντα, πεπόνθασιν εἰς ὅπερ οὐκ ἦν ἐξιστάμενα, καί φθείρεται, εἰ δέ πεφυκότα, ἀεί τοῦτο διά τό πεφυκός ἐργάσεται δηλονότι, καί οὐδέποτε παύσεται ἡ ψυχή τοῦ μετενσωματοῦσθαι, οὐδέ τοῦ μετεμψυχοῦσθαι τό σῶμα. Ἀλλ᾿ οὐκ ἔστιν, ὡς οἶμαι, τοῦ πάθους ἤ τῆς τῶν μερῶν φυσικῆς δυνάμεως κατά τήν πρός θάτερον θατέρου σύνοδον ἡ τοῦ ὅλου κατ᾿ εἶδος ἐκπλήρωσις, ἀλλά τῆς ἐπ᾿ αὐτοῖς ἅμα κατ᾿ εἶδος ὅλον γενέσεως. Οὐκ ἔστιν οὖν δυνατόν ἄνευ φθορᾶς ἐξ εἴδους εἰς εἶδος μεταβάλλειν τό οἱονοῦν εἶδος. 

Εἰ δέ ὅτι μετά τόν θάνατον καί τήν λύσιν τοῦ σώματος ἔστιν ἡ ψυχή καί ὑφέστηκε φήσουσι καί πρό τοῦ σώματος εἶναι αὐτήν δύνασθαι καί ὑφεστάναι, οὐκ ἐστοχασμένως, ἔμοιγε δοκεῖ,  ὁ λόγος αὐτοῖς προέρχεται. Οὐχ ὁ αὐτός γάρ γενέσεως καί οὐσίας λόγος. Ὁ μέν γάρ τοῦ ποτε καί που εἶναι καί πρός τι ἐστίν, ὁ δέ τοῦ εἶναι καί τι καί πως εἶναί ἐστι δηλωτικός. Εἰ δέ τοῦτο, ἐστί μέν ἀεί μετά τό γενέσθαι διά τήν οὐσίαν ἡ ψυχή, οὐκ ἄφετος δέ διά τήν γένεσιν, ἀλλά μετά τῆς σχέσεως τοῦ ποτε καί που καί πρός τι . Οὐχ ἁπλῶς γάρ λέγεται ψυχή μετά τόν τοῦ σώματος θάνατον ἡ ψυχή, ἀλλά ἀνθρώπου ψυχή, καί τοῦ τινος ἀνθρώπου ψυχή. Ἔχει γάρ καί μετά τό σῶμα ὡς εἶδος αὐτῆς τό ὅλον κατά τήν σχέσιν ὡς μέρους κατηγορούμενον τό ἀνθρώπινον. Ὡσαύτως δέ καί τό σῶμα, θνητόν μέν διά τήν φύσιν, οὐκ ἄφετον δέ διά τήν γένεσιν. Οὐ γάρ ἁπλῶς λέγεται σῶμα μετά τόν χωρισμόν τῆς ψυχῆς τό σῶμα, ἀλλ᾿ ἀνθρώπου σῶμα, καί τοῦ τινος ἀνθρώπου σῶμα, κἄν εἰ φθείρεται καί εἰς τά ἐξ ὧν ἐστιν ἀναλύεσθαι στοιχεῖα πέφυκεν. Ἔχει γάρ καί οὕτως ὡς εἶδος τό ὅλον αὐτοῦ κατά τήν σχέσιν ὡς μέρους κατηγορούμενον τό ἀνθρώπινον. Ἐπ᾿ ἀμφοῖν τοιγαροῦν ἡ σχέσις, ψυχῆς λέγω καί σώματος, ὡς καί ὅλου εἴδους ἀνθρωπίνου μερῶν ἀναφαιρέτως νουμένη, παρίστησι καί τήν ἅμα τούτων γένεσιν, καί τήν κατ᾿ οὐσίαν πρός ἄλληλα διαφοράν ἀποδείκνυσιν, οὐδέν καθ᾿ οἷον δήποτε τρόπον τούς κατ'οὐσίαν αὐτοῖς ἐμπεφυκότας παραβλάπτουσα λόγους. Οὐκ ἔστιν οὖν ὅλως σῶμα δυνατόν ἤ ψυχήν εὑρεῖν ἤ λέγειν ἄσχετον. Θατέρῳ γάρ ἅμα συνεισάγεται τό τινος εἶναι θάτερον· ὥστε εἰ προϋπάρχει θατέρου θάτερον, τινός προσυπακουστέον. Ἡ γάρ σχέσις ἀκίνητος. Καί ταῦτα μέν περί τούτων. 

Καί εἰ μέν τῆς ἀληθείας ὁ λόγος οὐκ ἀποπέπτωκε, τῷ Θεῷ χάρις, τῷ διά τῶν ὑμετέρων εὐχῶν πρός τό καλῶς νοεῖν ὁδηγήσαντι. Εἰ δέ πού τι τῆς ἀληθείας ἐλλέλοιπεν, ὑμεῖς ἄν εἰδείητε τοῦ λόγου τό ἀκριβές, ὡς ἐκ Θεοῦ τήν τῶν τοιούτων ἐμπνεόμενοι γνῶσιν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: