Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας
Κεφάλαιο 2: Το ερώτημα περί του θεμελίου της ιστορίας α
Michael Allen Gillespie
The University of Chicago Press, 1984
Όπως είδαμε, η ερώτηση «Τι είναι η ιστορία;» ερωτά κατά πόσον η ιστορία είναι ανθρώπινη πραγματικότητα ή απλώς προϊόν της ανθρώπινης φαντασίας, εάν είναι δηλαδή res gestae (πεπραγμένα, κατορθώματα) ή μόνο historia rerum gestarum. Η νεωτερικότητα έφτασε στο συμπέρασμα πως είναι η ανθρώπινη πραγματικότητα. Η προσπάθεια όμως να εξηγηθεί και να θεμελιωθεί η ιστορία ως res gestae, αποδείχθηκε πιο δύσκολη απ’ ότι το υποπτεύθηκε στην αρχή η νεωτερικότητα, πράγμα που οδήγησε σε μια διαρκή ριζοσπαστικοποίηση της έννοιας της ιστορίας. Η ιστορία, για την οποία ο Διαφωτισμός πίστευε πως ήταν στην καλύτερη περίπτωση ένα στήριγμα για την φυσική λογική, αντικατέστησε βαθμιαία την λογική, ως η τελειωτική ερμηνεία της ανθρώπινης ζωής και του φυσικού κόσμου. Η φιλοσοφική εξέλιξη η οποία εκτυλίσσεται με τους Hegel, Savigny, Marx, Nietzsche, Dilthey και Heidegger, αντιπροσωπεύει μια αυξανόμενη και εν τέλει πλήρη ιστορικοποίηση της ζωής και της σκέψης στη Δύση. Επιπλέον, η διαδικασία αυτή προοδεύει λόγω της αποτυχίας, και όχι της επιτυχίας της ιστορίας στο να εξηγεί την ανθρώπινη ζωή: όπως ακριβώς οι άνθρωποι προσπάθησαν να θεραπεύσουν τις ασθένειες της δημοκρατίας με περισσότερη δημοκρατία, έτσι προσπάθησαν να θεραπεύσουν τις ασθένειες της ιστορίας με περισσότερη ιστορία. Η θεραπεία αυτή βέβαια, αν δεν άφησε τον ασθενή μοιραία αποδυναμωμένο, τον άφησε συγχυσμένο και τρομαγμένο. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο, που στην εποχή μας παρατηρούμε μια όλο και πιο έντονη και κομματικά στρατευμένη προσκόλληση σε συγκεκριμένες αντιλήψεις περί ιστορίας από τη μια, και από την άλλη την πλήρη απόρριψη της ιστορίας ως res gestae. Τόσο η απερίσκεπτη αποδοχή, όσο και η ασυλλόγιστη απόρριψη της ιστορίας, αναδύεται από την ίδια πηγή-το χάος και τη σύγχυση που προκάλεσε η ιστορικοποίηση της ανθρώπινης ζωής και σκέψης.
Η ιστορία βέβαια, δεν μπορεί απλώς να γίνει αποδεκτή ή να απορριφθεί. Καλώς ή κακώς, είναι ένα συστατικό και αναπόφευκτο μέρος της ζωής μας. Απαραίτητη λοιπόν δεν είναι η πράξη, αλλά η σκέψη, όχι αποδοχή ή απόρριψη, αλλά στοχασμός. Η σκέψη βέβαια δεν είναι απλή σύγκριση δογματικών ισχυρισμών, που βάζει για παράδειγμα τον Αριστοτέλη και τον Nietzsche σε μια φιλοσοφική ή ηθική ζυγαριά, και ανακαλύπτει πως ο ένας είναι πιο βαρύς από τον άλλο. Σκέψη σημαίνει μάλλον την διάθεση να παραμείνει κανείς σε μια ερώτηση και απορία, να υποστείλει την πράξη και την πίστη, και να ακολουθήσει το έρημο μονοπάτι από το ένα μπέρδεμα στο άλλο, παραδεχόμενος πως, ότι είναι καλό μπορεί καθοριστεί πλήρως ή επαρκώς μόνο πάνω στη βάση του τι είναι αληθές. Στην προκειμένη περίπτωση αυτό σημαίνει την υποστολή της κρίσης περί της ιστορίας, είτε υπέρ είτε εναντίον της, μέχρι να προσδιορίσουμε τι είναι η ιστορία.
Τι είναι λοιπόν η ιστορία; Για την εποχή μας, η ερώτηση αυτή έχει καταστεί ερώτηση για το θεμέλιο της ιστορίας, ερώτηση για το εάν η ιστορία είναι ή μπορεί να γίνει res, δηλαδή ένα κάτι ή ένα ον. Η ερώτηση λοιπόν «Τι είναι ιστορία;» καθίσταται «Τι είναι ιστορία;», ως ερώτηση περί του τι της ιστορίας, που σημαίνει πάνω απ’ όλα, εάν η ιστορία μπορεί να είναι έστω κάτι. Μόνο όταν η ερώτηση αυτή περί του θεμελίου και της δυνατότητας της ιστορίας έχει απαντηθεί, αναδύεται η ερώτηση περί του συγκεκριμένου χαρακτήρα της, και μόνο πάνω στη βάση μιας επαρκούς απάντησης στην περί θεμελίου ερώτηση, μπορεί να απαντηθεί η περί φύσεως της ιστορίας ερώτηση.
Η περί του τι ερώτηση είναι φιλοσοφική, και διαφοροποιεί τη φιλοσοφία από την ποιητική μυθολογία, η οποία ρωτά περί του ποιος, και από τη σύγχρονη επιστήμη και τεχνολογία, η οποία ρωτά περί του πως. Έχει την πηγή της στην σκέψη των Ελλήνων, και είναι η κρυμμένη ορμή της. Η απάντηση τους στην ερώτηση αυτή πήρε πολλές μορφές, μπορούν όμως όλες να χαρακτηρισθούν ως φύση, ή πιο αφηρημένα, ως Είναι. Η απάντηση όμως αυτή, δεν είναι μια απάντηση με τη συνηθισμένη έννοια του όρου, αλλά μάλλον η ύψιστη και η πιο περιπλεγμένη απορία. Αντιμετωπίζοντας την ερώτηση «Τι είναι το είναι» ο Αριστοτέλης συμπεραίνει, πως «Είναι αυτό που είναι». Η ακραία μυστηριακότητα του θεμελίου λοιπόν, δεν έχει ούτε λυθεί ούτε διαλυθεί. Είναι μάλλον ενσωματωμένη και κρυμμένη μέσα στην απάντηση, που δεν είναι απλή ταυτολογία που βάζει τέλος στην σκέψη, αλλά μια έκφραση της θεμελιώδους πολυπλοκότητας, η οποία παντού και πάντοτε προκαλεί προς σκέψη.
Για την αρχαιότητα, η φιλοσοφία ξεκινά με τις ερωτήσεις και συνεχίζεται με τη συνέχιση και εμβάθυνση των ερωτήσεων, που τελειώνει με τον στοχασμό των πρώτων αιτίων και αρχών, που από μόνες τους είναι περίπλοκες και μυστηριώδεις, και προφανώς δεν μπορούν να καταδειχθούν. Είναι πρώτες, όχι επειδή είναι οι πιο βέβαιες, αλλά επειδή είναι οι πιο απορητικές. Είναι αυτό που είναι παντού πρόχειρο, και όμως είναι εντελώς απροσπέλαστο και ακατανόητο. Η φιλοσοφία και το ερωτάν φτάνουν σε ένα τέλος στοχαζόμενες αυτά τα πρώτα, ακριβώς επειδή δεν κατευθύνουν πια το ερωτάν πέραν του εαυτού τους. Οι ίδιες είναι μορφές φυσικά ολόκληρες και αδιαίρετες, και επομένως ωραίες. Οι μορφές αυτές δεν μπορούν να αναλυθούν. Μπορεί απλώς να τις στοχαστεί κάποιος. Το ερωτάν λοιπόν οδηγεί στη σοφία, καθώς ο στοχασμός της ύψιστης απορίας, της ωραίας μορφής, φιλοσοφίας, αγάπης και αναζήτησης της σοφίας, φτάνει στο τέλος και καθίσταται σοφία. Η αρχαία φιλοσοφία είναι επομένως με την πιο κυριολεκτική σημασία της λέξης σκεπτική, ερωτούσα και στοχαζόμενη, ανακρίνοντας τη φύση χωρίς να καταστρέφει το φυσικό, χωρίς να πέφτει ούτε στην άβυσσο του άπειρου αναστοχασμού, ούτε στην επιφανειακότητα της απλής παρατήρησης.
Το περί του θεμελίου της ιστορίας ερώτημα στους Έλληνες, δεν αναδύεται, διότι η ιστορία είναι γι’ αυτούς απλώς historia rerum gestarum, ο τρόπος δηλαδή που προσπαθεί να συλλάβει αυτό που είναι αιώνιο και για τον λόγο αυτό άξιο μνήμης στις επίκαιρες υποθέσεις των ανθρώπων. Η ιστορία στα μάτια τους, δεν είναι λοιπόν res ή ον, περί του οποίου θα μπορούσε κάποιος να θέσει ένα ερώτημα. Και πράγματι, το ερώτημα περί του θεμελίου της ιστορίας δε θα είχε γι’ αυτούς περισσότερο νόημα από ένα ερώτημα περί του θεμελίου της ποίησης ή της φιλοσοφίας. Για την νεωτερικότητα αντιθέτως, το ερώτημα για το θεμέλιο της ιστορίας κατέστη όλο και πιο σημαντικό, καθώς η ιστορία αντικατέστησε την φύση ως κυρίαρχη εξήγηση της πραγματικότητας. Η αυξανόμενη αυτή επικράτηση της ιστορίας υπέσκαψε βαθμιαία το θεμέλιο που ανακάλυψαν οι Έλληνες στο αμετάβλητο, και αποκάλυψε βαθμιαία, όχι την ωραιότητα και το μυστήριο των αμείωτων μορφών, αλλά το λάγνο πρόσωπο της αβύσσου.
Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός, πως η νεωτερικότητα αναζητά το θεμέλιο στον άνθρωπο, και όχι στη φύση. Ο άνθρωπος ήταν για τους Έλληνες ένα μέρος της φύσεως. Για την νεωτερικότητα, η φύση είναι μια επικράτεια της ανθρώπινης συνείδησης. Το θεμέλιο επομένως δεν μπορεί να είναι κάτι το απλώς φυσικό. Αυτό καθίσταται ιδιαιτέρως εμφανές όταν καταπιανόμαστε με την αιτιότητα. Η αιτιότητα είναι για την αρχαιότητα ουσιαστικά τελεολογική. Οι κινήσεις της φύσεως και οι δραστηριότητες των ανθρώπων, θεωρούνται για παράδειγμα από τον Αριστοτέλη ως μια διαρκής προσπάθεια τελείωσης και ολοκλήρωσης. Το μέτρο αυτής της τελειότητας, και επομένως η αρχή ή το θεμέλιο (αίτιον) που κυβερνά την αλλαγή είναι η φυσική μορφή. Είναι ακριβώς αυτή η αιώνια και αμετάβλητη στιγμή (moment), που καθοδηγεί τον τεχνίτη όταν κατασκευάζει το προϊόν του. Ο ίδιος είναι το άμεσο ή ποιητικό αίτιο, μέσω του οποίου τα πράγματα έρχονται στην ύπαρξη. Η νεωτερικότητα αντιθέτως αποφεύγει την τελεολογική εξήγηση της αιτιότητας, και αναγνωρίζει αντ’ αυτής μόνο το μηχανικό ή ποιητικό αίτιο. Το θεμέλιο της κινήσεως ή της μεταβολής δεν βρίσκεται στο φυσικό τέλος ή τη μορφή, αλλά στην προηγούμενη κατάσταση της κινήσεως. Κάθε προηγούμενη κατάσταση όμως, είναι επίσης κάτι που προκλήθηκε, και επομένως δεν μπορεί να λειτουργήσει ως τελικό θεμέλιο. Ακόμα και μια άπειρη αλληλουχία αιτίων δεν προσφέρει πραγματική λύση σε αυτό το αίνιγμα. Η νεωτερικότητα απαλείφει αυτό το πρόβλημα με την αρχή της επαρκούς αιτίας (Leibniz), με την αντίληψη δηλαδή, πως μια σειρά αιτίων είναι λογική επειδή είναι ολόκληρη. Η ολότητα αυτού του όλου όμως, εξαρτάται από ένα πρώτο, αναίτιο αίτιο. Ένα τέτοιο αίτιο όμως δεν μπορεί να είναι απλώς φυσικό και πρέπει να υπερβαίνει την φύση. Η νεωτερικότητα ανακαλύπτει αυτό το υπερβατικό αίτιο στη θεία ή ανθρώπινη ελευθερία, η οποία αναδύεται από την αυτό-συνειδησία ή τη διάνοια.
Στο βαθμό όμως που η διάνοια καθίσταται μέτρο της πραγματικότητας, η διαβεβαίωση της Γραφής περί θείας και ανθρώπινης ελευθερίας ή αυθορμητισμού καθίσταται αβάσιμη, και η ελευθερία, ιδιαιτέρως με τη μορφή ιστορίας ή θεωρίας περί προόδου, απαιτεί ένα θεμέλιο. Καθώς ο μοντέρνος άνθρωπος ελευθερώνεται από τη φύση, υποτάσσοντας τη φύση στις προσταγές της βουλήσεως του, είναι αναγκασμένος να αναλάβει τα βάρη που προηγουμένως σήκωνε η φύση. Για το λόγο αυτό μένει άναυδος όταν ανακαλύπτει, πως η καταστροφή που επέφερε στην ανεξαρτησία της φύσεως τον άφησε χωρίς τόπο να σταθεί, χωρίς στέρεο έδαφος για να πατήσει με τα υπερφορτωμένα του πόδια. Είναι λοιπόν αναγκασμένος να ρωτήσει για το θεμέλιο της ελευθερίας του, και αυτό σημαίνει, να ρωτήσει για το θεμέλιο της ιστορίας. Η εξέλιξη της δυτικής σκέψης, από τον Rousseau στον Kant και τον Hegel είναι η επεξεργασία αυτού του ερωτήματος.
The University of Chicago Press, 1984
Όπως είδαμε, η ερώτηση «Τι είναι η ιστορία;» ερωτά κατά πόσον η ιστορία είναι ανθρώπινη πραγματικότητα ή απλώς προϊόν της ανθρώπινης φαντασίας, εάν είναι δηλαδή res gestae (πεπραγμένα, κατορθώματα) ή μόνο historia rerum gestarum. Η νεωτερικότητα έφτασε στο συμπέρασμα πως είναι η ανθρώπινη πραγματικότητα. Η προσπάθεια όμως να εξηγηθεί και να θεμελιωθεί η ιστορία ως res gestae, αποδείχθηκε πιο δύσκολη απ’ ότι το υποπτεύθηκε στην αρχή η νεωτερικότητα, πράγμα που οδήγησε σε μια διαρκή ριζοσπαστικοποίηση της έννοιας της ιστορίας. Η ιστορία, για την οποία ο Διαφωτισμός πίστευε πως ήταν στην καλύτερη περίπτωση ένα στήριγμα για την φυσική λογική, αντικατέστησε βαθμιαία την λογική, ως η τελειωτική ερμηνεία της ανθρώπινης ζωής και του φυσικού κόσμου. Η φιλοσοφική εξέλιξη η οποία εκτυλίσσεται με τους Hegel, Savigny, Marx, Nietzsche, Dilthey και Heidegger, αντιπροσωπεύει μια αυξανόμενη και εν τέλει πλήρη ιστορικοποίηση της ζωής και της σκέψης στη Δύση. Επιπλέον, η διαδικασία αυτή προοδεύει λόγω της αποτυχίας, και όχι της επιτυχίας της ιστορίας στο να εξηγεί την ανθρώπινη ζωή: όπως ακριβώς οι άνθρωποι προσπάθησαν να θεραπεύσουν τις ασθένειες της δημοκρατίας με περισσότερη δημοκρατία, έτσι προσπάθησαν να θεραπεύσουν τις ασθένειες της ιστορίας με περισσότερη ιστορία. Η θεραπεία αυτή βέβαια, αν δεν άφησε τον ασθενή μοιραία αποδυναμωμένο, τον άφησε συγχυσμένο και τρομαγμένο. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο, που στην εποχή μας παρατηρούμε μια όλο και πιο έντονη και κομματικά στρατευμένη προσκόλληση σε συγκεκριμένες αντιλήψεις περί ιστορίας από τη μια, και από την άλλη την πλήρη απόρριψη της ιστορίας ως res gestae. Τόσο η απερίσκεπτη αποδοχή, όσο και η ασυλλόγιστη απόρριψη της ιστορίας, αναδύεται από την ίδια πηγή-το χάος και τη σύγχυση που προκάλεσε η ιστορικοποίηση της ανθρώπινης ζωής και σκέψης.
Η ιστορία βέβαια, δεν μπορεί απλώς να γίνει αποδεκτή ή να απορριφθεί. Καλώς ή κακώς, είναι ένα συστατικό και αναπόφευκτο μέρος της ζωής μας. Απαραίτητη λοιπόν δεν είναι η πράξη, αλλά η σκέψη, όχι αποδοχή ή απόρριψη, αλλά στοχασμός. Η σκέψη βέβαια δεν είναι απλή σύγκριση δογματικών ισχυρισμών, που βάζει για παράδειγμα τον Αριστοτέλη και τον Nietzsche σε μια φιλοσοφική ή ηθική ζυγαριά, και ανακαλύπτει πως ο ένας είναι πιο βαρύς από τον άλλο. Σκέψη σημαίνει μάλλον την διάθεση να παραμείνει κανείς σε μια ερώτηση και απορία, να υποστείλει την πράξη και την πίστη, και να ακολουθήσει το έρημο μονοπάτι από το ένα μπέρδεμα στο άλλο, παραδεχόμενος πως, ότι είναι καλό μπορεί καθοριστεί πλήρως ή επαρκώς μόνο πάνω στη βάση του τι είναι αληθές. Στην προκειμένη περίπτωση αυτό σημαίνει την υποστολή της κρίσης περί της ιστορίας, είτε υπέρ είτε εναντίον της, μέχρι να προσδιορίσουμε τι είναι η ιστορία.
Τι είναι λοιπόν η ιστορία; Για την εποχή μας, η ερώτηση αυτή έχει καταστεί ερώτηση για το θεμέλιο της ιστορίας, ερώτηση για το εάν η ιστορία είναι ή μπορεί να γίνει res, δηλαδή ένα κάτι ή ένα ον. Η ερώτηση λοιπόν «Τι είναι ιστορία;» καθίσταται «Τι είναι ιστορία;», ως ερώτηση περί του τι της ιστορίας, που σημαίνει πάνω απ’ όλα, εάν η ιστορία μπορεί να είναι έστω κάτι. Μόνο όταν η ερώτηση αυτή περί του θεμελίου και της δυνατότητας της ιστορίας έχει απαντηθεί, αναδύεται η ερώτηση περί του συγκεκριμένου χαρακτήρα της, και μόνο πάνω στη βάση μιας επαρκούς απάντησης στην περί θεμελίου ερώτηση, μπορεί να απαντηθεί η περί φύσεως της ιστορίας ερώτηση.
Η περί του τι ερώτηση είναι φιλοσοφική, και διαφοροποιεί τη φιλοσοφία από την ποιητική μυθολογία, η οποία ρωτά περί του ποιος, και από τη σύγχρονη επιστήμη και τεχνολογία, η οποία ρωτά περί του πως. Έχει την πηγή της στην σκέψη των Ελλήνων, και είναι η κρυμμένη ορμή της. Η απάντηση τους στην ερώτηση αυτή πήρε πολλές μορφές, μπορούν όμως όλες να χαρακτηρισθούν ως φύση, ή πιο αφηρημένα, ως Είναι. Η απάντηση όμως αυτή, δεν είναι μια απάντηση με τη συνηθισμένη έννοια του όρου, αλλά μάλλον η ύψιστη και η πιο περιπλεγμένη απορία. Αντιμετωπίζοντας την ερώτηση «Τι είναι το είναι» ο Αριστοτέλης συμπεραίνει, πως «Είναι αυτό που είναι». Η ακραία μυστηριακότητα του θεμελίου λοιπόν, δεν έχει ούτε λυθεί ούτε διαλυθεί. Είναι μάλλον ενσωματωμένη και κρυμμένη μέσα στην απάντηση, που δεν είναι απλή ταυτολογία που βάζει τέλος στην σκέψη, αλλά μια έκφραση της θεμελιώδους πολυπλοκότητας, η οποία παντού και πάντοτε προκαλεί προς σκέψη.
Για την αρχαιότητα, η φιλοσοφία ξεκινά με τις ερωτήσεις και συνεχίζεται με τη συνέχιση και εμβάθυνση των ερωτήσεων, που τελειώνει με τον στοχασμό των πρώτων αιτίων και αρχών, που από μόνες τους είναι περίπλοκες και μυστηριώδεις, και προφανώς δεν μπορούν να καταδειχθούν. Είναι πρώτες, όχι επειδή είναι οι πιο βέβαιες, αλλά επειδή είναι οι πιο απορητικές. Είναι αυτό που είναι παντού πρόχειρο, και όμως είναι εντελώς απροσπέλαστο και ακατανόητο. Η φιλοσοφία και το ερωτάν φτάνουν σε ένα τέλος στοχαζόμενες αυτά τα πρώτα, ακριβώς επειδή δεν κατευθύνουν πια το ερωτάν πέραν του εαυτού τους. Οι ίδιες είναι μορφές φυσικά ολόκληρες και αδιαίρετες, και επομένως ωραίες. Οι μορφές αυτές δεν μπορούν να αναλυθούν. Μπορεί απλώς να τις στοχαστεί κάποιος. Το ερωτάν λοιπόν οδηγεί στη σοφία, καθώς ο στοχασμός της ύψιστης απορίας, της ωραίας μορφής, φιλοσοφίας, αγάπης και αναζήτησης της σοφίας, φτάνει στο τέλος και καθίσταται σοφία. Η αρχαία φιλοσοφία είναι επομένως με την πιο κυριολεκτική σημασία της λέξης σκεπτική, ερωτούσα και στοχαζόμενη, ανακρίνοντας τη φύση χωρίς να καταστρέφει το φυσικό, χωρίς να πέφτει ούτε στην άβυσσο του άπειρου αναστοχασμού, ούτε στην επιφανειακότητα της απλής παρατήρησης.
Το περί του θεμελίου της ιστορίας ερώτημα στους Έλληνες, δεν αναδύεται, διότι η ιστορία είναι γι’ αυτούς απλώς historia rerum gestarum, ο τρόπος δηλαδή που προσπαθεί να συλλάβει αυτό που είναι αιώνιο και για τον λόγο αυτό άξιο μνήμης στις επίκαιρες υποθέσεις των ανθρώπων. Η ιστορία στα μάτια τους, δεν είναι λοιπόν res ή ον, περί του οποίου θα μπορούσε κάποιος να θέσει ένα ερώτημα. Και πράγματι, το ερώτημα περί του θεμελίου της ιστορίας δε θα είχε γι’ αυτούς περισσότερο νόημα από ένα ερώτημα περί του θεμελίου της ποίησης ή της φιλοσοφίας. Για την νεωτερικότητα αντιθέτως, το ερώτημα για το θεμέλιο της ιστορίας κατέστη όλο και πιο σημαντικό, καθώς η ιστορία αντικατέστησε την φύση ως κυρίαρχη εξήγηση της πραγματικότητας. Η αυξανόμενη αυτή επικράτηση της ιστορίας υπέσκαψε βαθμιαία το θεμέλιο που ανακάλυψαν οι Έλληνες στο αμετάβλητο, και αποκάλυψε βαθμιαία, όχι την ωραιότητα και το μυστήριο των αμείωτων μορφών, αλλά το λάγνο πρόσωπο της αβύσσου.
Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός, πως η νεωτερικότητα αναζητά το θεμέλιο στον άνθρωπο, και όχι στη φύση. Ο άνθρωπος ήταν για τους Έλληνες ένα μέρος της φύσεως. Για την νεωτερικότητα, η φύση είναι μια επικράτεια της ανθρώπινης συνείδησης. Το θεμέλιο επομένως δεν μπορεί να είναι κάτι το απλώς φυσικό. Αυτό καθίσταται ιδιαιτέρως εμφανές όταν καταπιανόμαστε με την αιτιότητα. Η αιτιότητα είναι για την αρχαιότητα ουσιαστικά τελεολογική. Οι κινήσεις της φύσεως και οι δραστηριότητες των ανθρώπων, θεωρούνται για παράδειγμα από τον Αριστοτέλη ως μια διαρκής προσπάθεια τελείωσης και ολοκλήρωσης. Το μέτρο αυτής της τελειότητας, και επομένως η αρχή ή το θεμέλιο (αίτιον) που κυβερνά την αλλαγή είναι η φυσική μορφή. Είναι ακριβώς αυτή η αιώνια και αμετάβλητη στιγμή (moment), που καθοδηγεί τον τεχνίτη όταν κατασκευάζει το προϊόν του. Ο ίδιος είναι το άμεσο ή ποιητικό αίτιο, μέσω του οποίου τα πράγματα έρχονται στην ύπαρξη. Η νεωτερικότητα αντιθέτως αποφεύγει την τελεολογική εξήγηση της αιτιότητας, και αναγνωρίζει αντ’ αυτής μόνο το μηχανικό ή ποιητικό αίτιο. Το θεμέλιο της κινήσεως ή της μεταβολής δεν βρίσκεται στο φυσικό τέλος ή τη μορφή, αλλά στην προηγούμενη κατάσταση της κινήσεως. Κάθε προηγούμενη κατάσταση όμως, είναι επίσης κάτι που προκλήθηκε, και επομένως δεν μπορεί να λειτουργήσει ως τελικό θεμέλιο. Ακόμα και μια άπειρη αλληλουχία αιτίων δεν προσφέρει πραγματική λύση σε αυτό το αίνιγμα. Η νεωτερικότητα απαλείφει αυτό το πρόβλημα με την αρχή της επαρκούς αιτίας (Leibniz), με την αντίληψη δηλαδή, πως μια σειρά αιτίων είναι λογική επειδή είναι ολόκληρη. Η ολότητα αυτού του όλου όμως, εξαρτάται από ένα πρώτο, αναίτιο αίτιο. Ένα τέτοιο αίτιο όμως δεν μπορεί να είναι απλώς φυσικό και πρέπει να υπερβαίνει την φύση. Η νεωτερικότητα ανακαλύπτει αυτό το υπερβατικό αίτιο στη θεία ή ανθρώπινη ελευθερία, η οποία αναδύεται από την αυτό-συνειδησία ή τη διάνοια.
Στο βαθμό όμως που η διάνοια καθίσταται μέτρο της πραγματικότητας, η διαβεβαίωση της Γραφής περί θείας και ανθρώπινης ελευθερίας ή αυθορμητισμού καθίσταται αβάσιμη, και η ελευθερία, ιδιαιτέρως με τη μορφή ιστορίας ή θεωρίας περί προόδου, απαιτεί ένα θεμέλιο. Καθώς ο μοντέρνος άνθρωπος ελευθερώνεται από τη φύση, υποτάσσοντας τη φύση στις προσταγές της βουλήσεως του, είναι αναγκασμένος να αναλάβει τα βάρη που προηγουμένως σήκωνε η φύση. Για το λόγο αυτό μένει άναυδος όταν ανακαλύπτει, πως η καταστροφή που επέφερε στην ανεξαρτησία της φύσεως τον άφησε χωρίς τόπο να σταθεί, χωρίς στέρεο έδαφος για να πατήσει με τα υπερφορτωμένα του πόδια. Είναι λοιπόν αναγκασμένος να ρωτήσει για το θεμέλιο της ελευθερίας του, και αυτό σημαίνει, να ρωτήσει για το θεμέλιο της ιστορίας. Η εξέλιξη της δυτικής σκέψης, από τον Rousseau στον Kant και τον Hegel είναι η επεξεργασία αυτού του ερωτήματος.
Συνεχίζεται
1 σχόλιο:
https://www-marcelloveneziani-com.translate.goog/il-giornalista/pensieri-proibiti/perdere-l-identita-e-perdere-la-faccia/?_x_tr_sl=it&_x_tr_tl=el&_x_tr_hl=el&_x_tr_pto=wapp
Δημοσίευση σχολίου