Συνέχεια από: Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024
HEIDEGGER
Τού Enrico Berti.
4. Η ενότης τού Είναι σάν "αλήθεια"(συνέχεια)
Στην προσεκτική και περιποιημένη εξήγηση, αποτελούμενη από μετάφραση και σχόλιο, της Μεταφ. Θ. 10 ο Χάιντεγκερ πάνω απ’ όλα ισχυρίζεται ότι το Είναι σαν αλήθεια είναι για τον Αριστοτέλη «το καθαυτό» ανάμεσα στις σημασίες του Είναι, ερμηνεύοντας μ ’αυτόν τον τρόπο το επίρρημα «κυριότητα», όπως είχε κάνει στην αναφορά στον Natorp. Επι πλέον λαμβάνει υπ’όψιν το χωρίο στο οποίο ο Αριστοτέλης εξηγεί ότι σχετικά με τις ουσίες δεν είναι δυνατόν να ξεγελαστούμε διότι ή κατανοούνται ή αγνοούνται και δηλώνει: «αλλά σχετικά μ ’αυτές ερευνούμε το τί ην (τί πράγμα είναι), δηλαδή εάν είναι ουσίες ή όχι (αλλά το τί εστί ζητείται περί αυτών, εάν τοιαύτα εστιν ή μη) 1051 b 32-33! Το οποίο μεταφράζει ως εξής: «σ ’αυτό το πεδίο, ερευνάται μάλλον τί πράγμα κάτι είναι πάντοτε, αλλά όχι εάν αυτό έχει γίνει έτσι ή όχι».
Αυτή η μετάφραση ανατρέπει τελείως την σημασία τού χωρίου, κάνοντας τον Αριστοτέλη να πει ότι η νόηση δεν ερευνά εάν ένα πράγμα είναι έτσι ή όχι, δηλαδή δεν εκφράζεται σε έναν ορισμό, δεν διατυπώνει καμία κρίση, ενώ ο Αριστοτέλης λέει ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή η νόηση είναι η έρευνα τού ορισμού, δηλαδή η έρευνα εάν ένα πράγμα είναι αυτό ή όχι. Η μετάφραση τού Χάιντεγκερ υποθέτει ένα ουκ (όχι) μπροστά στο ει (εάν), το οποίο δεν αναφέρεται σε κανένα χειρόγραφο, ούτε καν στην έκδοση τού Christ την οποία χρησιμοποιεί ο Χάιντεγκερ, αλλά προστέθηκε από τον Bonitz στο σχόλιό του, βασιζόμενος σε μία ερμηνεία του κειμένου από τον ψευδο-Αλέξανδρο. Το γεγονός ότι ο Χάιντεγκερ το υιοθέτησε σημαίνει ότι αντελήφθη μία αντίθεση ανάμεσα στο κείμενο το οποίο παρεδόθη από όλα τα χειρόγραφα και την ερμηνεία την οποία προτείνει ο ίδιος, ότι δηλαδή διέκρινε στο τελευταίο μέρος τού αποσπάσματος την πιο καθαρή αναίρεση τής ερμηνείας του, και προσπάθησε να την καταργήσει, υιοθετώντας έναν ερμηνευτή σαν τον Bonitz, τον οποίο είχε επιβραβεύσει για την πιστότητα του στην Σχολαστική και έναν νεοπλατωνικό σαν τον ψευδο-Αλέξανδρο (ίσως τον Μιχαήλ τής Εφέσου του XII), οι οποίοι έτειναν και οι δυο τους να αποδώσουν στον Αριστοτέλη μία διαισθητική σύλληψη τής νοήσεως τών ουσιών. Δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε έναν πιο βίαιο τρόπο οικειοποιήσεως του Αριστοτέλη!
Ο Χάιντεγκερ σχολιάζει το χωρίο παρατηρώντας ότι στην περίπτωση τής ουσίας, το ίδιο το βλέμμα, το βλέπειν είναι η καθαρή ανακάλυψη, καθώς όχι μόνον δεν έχει ανάγκη κάποιας επιβεβαιώσεως, αλλά και δεν μπορεί να την έχει ανάγκη, διότι εδώ ερευνούμε το αληθινό και καθαυτό Είναι, διότι μόνον τώρα έχουμε την βάση για την λύση του προβλήματος (τής αλήθειας) και διότι η ανακάλυψη ότι εδώ είναι δυνατόν δείχνει την άμεση κτήση τού όντος.
Και στην συνέχεια αντιπαραθέτει αυτή την σκέψη (το νοείν), χωρίς ορισμούς, στην σκέψη μέσω ορισμών, (διανοείν), δηλαδή στην κρίση, δείχνοντας τα γλωσσικά αντίστοιχα αυτών των δύο πράξεων στο λέγειν (φωνές) και στον διαλεκτικό διάλογο (διαλέγεσθαι).
Τέλος χρησιμοποιεί σαν παράδειγμα τής ανωτερότητος τού πρώτου στο δεύτερο, την αντίληψη ενός χρώματος, το κόκκινο, για το οποίο είναι μάταιη μία διαλεκτική η οποία θα έθετε προ οφθαλμών τις σχέσεις ανάμεσα στα διάφορα χρώματα, αλλά είναι απλώς απαραίτητη η άμεση όραση!
Στα μαθήματα τού 1925-26 πρέπει να σημειώσουμε όμως μία άλλη ερμηνεία τής αλήθειας στον Αριστοτέλη την οποία επιχειρεί ο Χάιντεγκερ , η οποία ανεδύθη με τον στοχασμό του στην χρονικότητα! Βάσει αυτής, η αλήθεια, δηλαδή εκείνο το οποίο ο Χάϊντεγκερ θεωρεί την θεμελιώδη σημασία του Είναι, υπολογίζεται βασικώς σαν «παρουσία», δηλαδή σαν Είναι στον παρόντα χρόνο. Αφού είχε ολοκληρώσει το πρώτο μέρος των μαθημάτων, αφιερωμένο ακριβώς στην αλήθεια στον Αριστοτέλη, ο Χάιντεγκερ αρχίζει το δεύτερο αφιερωμένο στην χρονικότητα, με τον ακόλουθο τρόπο!
"Ας σταθεροποιήσουμε γι’άλλη μια φορά, στις ξεχωριστές του θέσεις, το δογματικό αποτέλεσμα στο οποίο φθάσαμε κατ’αρχάς : το Είναι σημαίνει ουσιώδη παρουσία. Αλήθεια σημαίνει παρόν. Παρουσία ουσιώδη και παρούσα σαν χαρακτήρες της παρουσίας είναι οι τρόποι του χρόνου!" Η ανάλυση τής προτάσεως κατευθύνεται τώρα προς τον χρόνο και η εργασία θα είναι η ορατότητα τών χαρακτήρων του χρόνου στα διάφορα φαινόμενα τα οποία συζητήσαμε μέχρι τώρα (αλήθεια, ψεύδος, σύνθεση, διατύπωση στις τρείς διαφορετικές σημασίες).
Αυτή η ερμηνεία τής αλήθειας και επομένως του Είναι, σαν απλού Είναι στο παρόν, όπως εκείνη του Είναι σαν απλού Είναι-προϊόν, δεν μπορεί παρά να μας αφήσει εμβρόντητους! Είναι αλήθεια, πράγματι, ότι ο Αριστοτέλης, δέχεται χρονικές αλήθειες, δηλαδή προτάσεις οι οποίες είναι αλήθειες τού γεγονότος, οι οποίες είναι αληθινές μόνον την στιγμή κατά την οποία συμβαίνει το γεγονός στο οποίο αναφέρονται. Αλλά είναι επίσης αληθινό ότι το Είναι το οποίο ονομάζεται από τον Αριστοτέλη «πιο αληθινό», διότι είναι αιτία τής αλήθειας , δηλαδή τής νοήσεως, τών άλλων πραγμάτων, είναι εκείνο τών πραγμάτων που είναι πάντοτε (αεί), δηλαδή των πρώτων αιτιών, οι οποίες από το γεγονός ότι «είναι αεί», είναι «οι πιό αληθινές όλων» (Μετάφ. 993 b 26-31). Μ’αυτόν τον τρόπο η αλήθεια δεν μειώνεται στην απλή χρονική παρουσία, αλλά προσλαμβάνει τον χαρακτήρα της αληθινής και πραγματικής αιωνιότητος!
Η εξήγηση αυτής τής ερμηνείας του Χάϊντεγκερ βρίσκεται στο Είναι και Χρόνος, στο αριστούργημα το οποίο ο Χάιντεγκερ εκδίδει το 1927 και επομένως έγραψε στα προηγούμενα χρόνια, όπου εκτίθεται το συμπέρασμα τών στοχασμών, τους οποίους διεμόρφωνε πάνω στον Αριστοτέλη, από τις αρχές του ’20 και μάλιστα για κάποιον ήταν "η αντικατάσταση ενός βιβλίου του Αριστοτέλη που δεν είδε ποτέ το φως". Εδώ ο Χάιντεγκερ φανερώνει πώς η παραδοσιακή έννοια τής αλήθειας, η οποία είναι παρούσα και στον Αριστοτέλη, σύμφωνα με την οποία η αλήθεια θα είχε τον τόπο της στην κρίση και θα συνίστατο στην αντιστοιχία ανάμεσα στην κρίση και την κατάσταση των πραγμάτων (εκείνη που ο Ακινάτης ονόμασε adequatio intellectus et rei), θα είχε το οντολογικό της θεμέλιο στην πρωταρχική έννοια τής αλήθειας, σύμφωνα με την οποία η αλήθεια είναι η απλή φανέρωση τού Είναι!
Τού Enrico Berti.
4. Η ενότης τού Είναι σάν "αλήθεια"(συνέχεια)
Στην προσεκτική και περιποιημένη εξήγηση, αποτελούμενη από μετάφραση και σχόλιο, της Μεταφ. Θ. 10 ο Χάιντεγκερ πάνω απ’ όλα ισχυρίζεται ότι το Είναι σαν αλήθεια είναι για τον Αριστοτέλη «το καθαυτό» ανάμεσα στις σημασίες του Είναι, ερμηνεύοντας μ ’αυτόν τον τρόπο το επίρρημα «κυριότητα», όπως είχε κάνει στην αναφορά στον Natorp. Επι πλέον λαμβάνει υπ’όψιν το χωρίο στο οποίο ο Αριστοτέλης εξηγεί ότι σχετικά με τις ουσίες δεν είναι δυνατόν να ξεγελαστούμε διότι ή κατανοούνται ή αγνοούνται και δηλώνει: «αλλά σχετικά μ ’αυτές ερευνούμε το τί ην (τί πράγμα είναι), δηλαδή εάν είναι ουσίες ή όχι (αλλά το τί εστί ζητείται περί αυτών, εάν τοιαύτα εστιν ή μη) 1051 b 32-33! Το οποίο μεταφράζει ως εξής: «σ ’αυτό το πεδίο, ερευνάται μάλλον τί πράγμα κάτι είναι πάντοτε, αλλά όχι εάν αυτό έχει γίνει έτσι ή όχι».
Αυτή η μετάφραση ανατρέπει τελείως την σημασία τού χωρίου, κάνοντας τον Αριστοτέλη να πει ότι η νόηση δεν ερευνά εάν ένα πράγμα είναι έτσι ή όχι, δηλαδή δεν εκφράζεται σε έναν ορισμό, δεν διατυπώνει καμία κρίση, ενώ ο Αριστοτέλης λέει ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή η νόηση είναι η έρευνα τού ορισμού, δηλαδή η έρευνα εάν ένα πράγμα είναι αυτό ή όχι. Η μετάφραση τού Χάιντεγκερ υποθέτει ένα ουκ (όχι) μπροστά στο ει (εάν), το οποίο δεν αναφέρεται σε κανένα χειρόγραφο, ούτε καν στην έκδοση τού Christ την οποία χρησιμοποιεί ο Χάιντεγκερ, αλλά προστέθηκε από τον Bonitz στο σχόλιό του, βασιζόμενος σε μία ερμηνεία του κειμένου από τον ψευδο-Αλέξανδρο. Το γεγονός ότι ο Χάιντεγκερ το υιοθέτησε σημαίνει ότι αντελήφθη μία αντίθεση ανάμεσα στο κείμενο το οποίο παρεδόθη από όλα τα χειρόγραφα και την ερμηνεία την οποία προτείνει ο ίδιος, ότι δηλαδή διέκρινε στο τελευταίο μέρος τού αποσπάσματος την πιο καθαρή αναίρεση τής ερμηνείας του, και προσπάθησε να την καταργήσει, υιοθετώντας έναν ερμηνευτή σαν τον Bonitz, τον οποίο είχε επιβραβεύσει για την πιστότητα του στην Σχολαστική και έναν νεοπλατωνικό σαν τον ψευδο-Αλέξανδρο (ίσως τον Μιχαήλ τής Εφέσου του XII), οι οποίοι έτειναν και οι δυο τους να αποδώσουν στον Αριστοτέλη μία διαισθητική σύλληψη τής νοήσεως τών ουσιών. Δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε έναν πιο βίαιο τρόπο οικειοποιήσεως του Αριστοτέλη!
Ο Χάιντεγκερ σχολιάζει το χωρίο παρατηρώντας ότι στην περίπτωση τής ουσίας, το ίδιο το βλέμμα, το βλέπειν είναι η καθαρή ανακάλυψη, καθώς όχι μόνον δεν έχει ανάγκη κάποιας επιβεβαιώσεως, αλλά και δεν μπορεί να την έχει ανάγκη, διότι εδώ ερευνούμε το αληθινό και καθαυτό Είναι, διότι μόνον τώρα έχουμε την βάση για την λύση του προβλήματος (τής αλήθειας) και διότι η ανακάλυψη ότι εδώ είναι δυνατόν δείχνει την άμεση κτήση τού όντος.
Και στην συνέχεια αντιπαραθέτει αυτή την σκέψη (το νοείν), χωρίς ορισμούς, στην σκέψη μέσω ορισμών, (διανοείν), δηλαδή στην κρίση, δείχνοντας τα γλωσσικά αντίστοιχα αυτών των δύο πράξεων στο λέγειν (φωνές) και στον διαλεκτικό διάλογο (διαλέγεσθαι).
Τέλος χρησιμοποιεί σαν παράδειγμα τής ανωτερότητος τού πρώτου στο δεύτερο, την αντίληψη ενός χρώματος, το κόκκινο, για το οποίο είναι μάταιη μία διαλεκτική η οποία θα έθετε προ οφθαλμών τις σχέσεις ανάμεσα στα διάφορα χρώματα, αλλά είναι απλώς απαραίτητη η άμεση όραση!
Στα μαθήματα τού 1925-26 πρέπει να σημειώσουμε όμως μία άλλη ερμηνεία τής αλήθειας στον Αριστοτέλη την οποία επιχειρεί ο Χάιντεγκερ , η οποία ανεδύθη με τον στοχασμό του στην χρονικότητα! Βάσει αυτής, η αλήθεια, δηλαδή εκείνο το οποίο ο Χάϊντεγκερ θεωρεί την θεμελιώδη σημασία του Είναι, υπολογίζεται βασικώς σαν «παρουσία», δηλαδή σαν Είναι στον παρόντα χρόνο. Αφού είχε ολοκληρώσει το πρώτο μέρος των μαθημάτων, αφιερωμένο ακριβώς στην αλήθεια στον Αριστοτέλη, ο Χάιντεγκερ αρχίζει το δεύτερο αφιερωμένο στην χρονικότητα, με τον ακόλουθο τρόπο!
"Ας σταθεροποιήσουμε γι’άλλη μια φορά, στις ξεχωριστές του θέσεις, το δογματικό αποτέλεσμα στο οποίο φθάσαμε κατ’αρχάς : το Είναι σημαίνει ουσιώδη παρουσία. Αλήθεια σημαίνει παρόν. Παρουσία ουσιώδη και παρούσα σαν χαρακτήρες της παρουσίας είναι οι τρόποι του χρόνου!" Η ανάλυση τής προτάσεως κατευθύνεται τώρα προς τον χρόνο και η εργασία θα είναι η ορατότητα τών χαρακτήρων του χρόνου στα διάφορα φαινόμενα τα οποία συζητήσαμε μέχρι τώρα (αλήθεια, ψεύδος, σύνθεση, διατύπωση στις τρείς διαφορετικές σημασίες).
Αυτή η ερμηνεία τής αλήθειας και επομένως του Είναι, σαν απλού Είναι στο παρόν, όπως εκείνη του Είναι σαν απλού Είναι-προϊόν, δεν μπορεί παρά να μας αφήσει εμβρόντητους! Είναι αλήθεια, πράγματι, ότι ο Αριστοτέλης, δέχεται χρονικές αλήθειες, δηλαδή προτάσεις οι οποίες είναι αλήθειες τού γεγονότος, οι οποίες είναι αληθινές μόνον την στιγμή κατά την οποία συμβαίνει το γεγονός στο οποίο αναφέρονται. Αλλά είναι επίσης αληθινό ότι το Είναι το οποίο ονομάζεται από τον Αριστοτέλη «πιο αληθινό», διότι είναι αιτία τής αλήθειας , δηλαδή τής νοήσεως, τών άλλων πραγμάτων, είναι εκείνο τών πραγμάτων που είναι πάντοτε (αεί), δηλαδή των πρώτων αιτιών, οι οποίες από το γεγονός ότι «είναι αεί», είναι «οι πιό αληθινές όλων» (Μετάφ. 993 b 26-31). Μ’αυτόν τον τρόπο η αλήθεια δεν μειώνεται στην απλή χρονική παρουσία, αλλά προσλαμβάνει τον χαρακτήρα της αληθινής και πραγματικής αιωνιότητος!
Η εξήγηση αυτής τής ερμηνείας του Χάϊντεγκερ βρίσκεται στο Είναι και Χρόνος, στο αριστούργημα το οποίο ο Χάιντεγκερ εκδίδει το 1927 και επομένως έγραψε στα προηγούμενα χρόνια, όπου εκτίθεται το συμπέρασμα τών στοχασμών, τους οποίους διεμόρφωνε πάνω στον Αριστοτέλη, από τις αρχές του ’20 και μάλιστα για κάποιον ήταν "η αντικατάσταση ενός βιβλίου του Αριστοτέλη που δεν είδε ποτέ το φως". Εδώ ο Χάιντεγκερ φανερώνει πώς η παραδοσιακή έννοια τής αλήθειας, η οποία είναι παρούσα και στον Αριστοτέλη, σύμφωνα με την οποία η αλήθεια θα είχε τον τόπο της στην κρίση και θα συνίστατο στην αντιστοιχία ανάμεσα στην κρίση και την κατάσταση των πραγμάτων (εκείνη που ο Ακινάτης ονόμασε adequatio intellectus et rei), θα είχε το οντολογικό της θεμέλιο στην πρωταρχική έννοια τής αλήθειας, σύμφωνα με την οποία η αλήθεια είναι η απλή φανέρωση τού Είναι!
Συνεχίζεται
ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ ΛΟΙΠΟΝ. Η ΟΠΟΙΑ ΣΚΟΠΟ ΕΙΧΕ ΝΑ ΑΦΑΙΡΕΣΕΙ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ ΚΑΘΟΤΙ ΤΟΝ ΑΛΛΟΙΩΣΕ. ΕΙΣΗΧΘΗ ΘΡΙΑΜΒΕΥΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ ΑΝΕΔΕΙΞΕ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ.
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου