Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2025

Χρήστος Γιανναράς - ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (18)

 Συνέχεια από: Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

§ 8.  Ἡ θεσμοποίηση τῆς ἐκκοσμίκευσης στη Δύση 

 ᾿Ακόμα καὶ ἡ δυτικὴ ἱστοριογραφία δὲν ἀρνεῖται πιὰ σήμερα ὅτι ἡ διαφοροποίηση τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴ Μία ῾Αγία Καθολικὴ καὶ ᾿Αποστολικὴ ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση ὀργανώθηκε μεθοδευμένα, ἀπὸ τὸν 8ο κιόλας αἰώνα, στὰ πλαίσια τῆς προοδευτικῆς ἐπιβολῆς τῶν Φράγκων πάνω στη Λατινική ᾿Ορθοδοξία65. 

᾿Αλλὰ ἂν ἡ εἰσαγωγὴ νεοδιδασκαλιῶν καὶ ἀλλοιώσεων τῆς ἐκκλησιαστικῆς πράξης υἱοθετήθηκε ἀπὸ τὶς φραγκικὲς φιλοδοξίες γιὰ χάρη πολιτικών σκοπιμοτήτων, κι ἂν οἱ λατίνοι πάπες κατόρθωσαν νὰ ἀντισταθοῦν ὡς τὸ 1014 τόσο σὲ ὀρισμένες καινοτομίες ὅσο καὶ στὴν ἴδια τὴν κατάληψη τοῦ θρόνου τους ἀπὸ τοὺς Φράγκους, αὐτὰ ὅλα δὲν σημαίνουν ὅτι οἱ ρίζες τῶν διαφοροποιήσεων ποὺ ὁδήγησαν στὸ Σχίσμα πρέπει νὰ ζητηθοῦν ἔξω ἀπὸ τὰ πλαίσια μιᾶς μακρόχρονης προοδευτικῆς ἐκκοσμίκευσης τῆς ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας.

Οπωσδήποτε δὲν εἶναι τὸ θέμα μας ἐδῶ νὰ διερευνήσουμε, γιὰ πολλοστή φορά, ἢ νὰ ἀναλύσουμε τὶς αἰτίες καὶ τὶς ἀφορμὲς τοῦ Σχίσματος - οὔτε καὶ αἴρεται ἡ τραγωδία τοῦ Σχίσματος μὲ τὴν ἀπόδοση ἱστορικῶν εὐθυνῶν (ἴσως οὔτε καὶ μὲ τὴν καλόπιστη ἀποδοχή τους), ὅταν πιὰ οἱ δρόμοι τῆς ἐπιστροφῆς στη γνησιότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου ἔχουν ἀποκλειστῆ ἀπὸ σκληρυμένες ἱστορικὲς διαφοροποιήσεις.

Τὸ θέμα μας ἐδῶ εἶναι νὰ ὑπενθυμίσουμε τὸ πῶς ἡ ἐκκοσμικευμένη ἀνθρωποκεντρική θεώρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴν ὑπονόμευση τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ θεώρηση ὑποκαθιστοῦσε προοδευτικά στη Δύση (ἀπὸ τὴν ἐποχὴ κιόλας τοῦ Αὐγουστίνου) τὸν χαρισματικό-ἀποκαλυπτικό χαρακτήρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας μὲ μιὰ ὀρθολογικὴ ἀντίληψη συγκεντρωτικῆς ὀργάνωσης – τὴν ἀντικειμενική διαβάθμιση τῶν ἐπισκοπικῶν «πρωτείων» – προκειμένου να συγκεντρωθή ἡ αὐθεντικὴ ἐκπροσώπηση τῆς ἀλήθειας καὶ τὸ ὁρατὸ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας στὸ πρόσωπο τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Ρώμης.

Σήμερα πιά, ποὺ οἱ συνέπειες τοῦ Σχίσματος δὲν μποροῦν νὰ γίνουν ἀντικείμενο ἐκμετάλλευσης γιὰ στείρα θεολογικὴ πολεμικὴ καὶ γιὰ χάρη μιᾶς ὁμολογιακῆς αὐταρέσκειας, γιατὶ εἶναι πρόβλημα κοινὸ ᾿Ανατολῆς καὶ Δύσης – πρόβλημα ἀδιέξοδης κρίσης ἑνὸς ὁλόκληρου πολιτισμοῦ ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὸ Σχίσμα – δὲν μποροῦμε νὰ μὴν ὁμολογήσουμε τὴν ἐκπληκτικὴ διορατικότητα μὲ τὴν ὁποία εἶδαν οἱ ἀνατολικοὶ θεολόγοι (ἀπὸ τὸν Μέγα Φώτιο ὡς τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ) τὰ ἱστορικὰ ἀποτελέσματα ποὺ θὰ εἶχε ὑποχρεωτικά γιὰ τὴ Δύση ἡ ὑπονόμευση τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴ θεσμοποίηση τῆς ἐκκοσμίκευσης.

Οἱ ἀνατολικοὶ δὲν ἀρνήθηκαν τὸ πρωτεῖο τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Ρώμης, πρωτεῖο τιμῆς καὶ ἀγάπης καὶ πνευματικῆς διαιτησίας στὰ ὅρια τῆς «ἱερᾶς τάξεως καὶ εὐπρεπείας» τῆς «θεοειδοῦς»[ΘΕΑΡΧΙΑΣ] ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, ἀποκαλυπτικῆς πάντοτε τοῦ «κενωτικοῦ» τρόπου τῆς τριαδικῆς ἀλληλοπεριχώρησης.[ΠΕΡΙΧΩΡΗΣΗΣ. ΑΛΛΗΛΟΠΕΡΙΧΩΡΗΣΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΟ ΠΡΑΓΜΑ] Οὔτε καὶ θορυβήθηκε ἡ ᾿Ανατολὴ ἀπὸ τὴν κατάχρηση τῶν προνομίων που ἐξασφάλιζε αὐτὸ τὸ πρωτεῖο στὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης – ἀπὸ τὶς κοσμοκρατορικές φιλοδοξίες τῶν παπῶν καὶ τὶς πολιτικὲς ἐπενδύσεις τῶν φιλοδοξιῶν τους – ἀφοῦ ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ ἁμαρτωλότητα εἶναι κοινὴ τόσο γιὰ τοὺς Ἐπισκόπους τῆς ᾿Ανατολῆς ὅσο καὶ γιὰ τοὺς Ἐπισκόπους τῆς Δύσης. Αὐτὸ ποὺ ἀρνήθηκε ἡ ᾿Ανατολὴ ἦταν νὰ δεχθῆ τὰ προνόμια τοῦ πρωτείου σὰν προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς ἴδιας τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας.

Ὕστερα ἀπὸ δέκα περίπου αἰῶνες, ἔχουμε σήμερα μπροστά μας ὅλο τὸ φάσμα τῶν ἱστορικῶν συνεπειῶν ποὺ δικαιώνουν τραγικὰ τὴ διορατικότητα καὶ τὴν ἀσυμβίβαστη στάση τῶν ἀνατολικῶν θεολόγων. ῾Η ἀνθρωποκεντρική – μοναρχιανική θεώρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ἐξέφραζε μιὰ διαφοροποίηση τῶν δυτικῶν ὄχι σὲ ἐπίπεδο θεωρητικῶν θεολογικῶν ἀπόψεων, ἀλλὰ στὴ βάση μιᾶς ὀντολογίας ἀσύμπτωτης μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ τὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς ὀντολογίας ἦταν, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ κιόλας τοῦ Αὐγουστίνου, ἡ νοητικὴ ἀπολυτοποίηση τῆς ἑνότητας τῆς Οὐσίας σὲ βάρος τῆς ἀλήθειας τῶν Προσώπων, τῆς ἀλήθειας γιὰ τὴν ἑνότητα ὡς προσωπική κοινωνία66.[ΤΟ ΟΜΟΟΥΣΙΟ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΝΟΤΗΤΑ-ΠΡΟΣΩΠΩΝ. ΔΕΝ ΕΝΣΑΡΚΩΘΗΚΑΝ Ο ΠΑΤΗΡ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΟΝΟΜΑΣΘΟΎΝ ΠΡΟΣΩΠΑ, Η ΧΑΡΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ ΔΕΝ ΣΥΝΕΠΑΓΕΤΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ, ΟΠΩΣ ΑΝΟΗΤΑ ΙΣΧΥΡΙΣΤΗΚΕ Ο ΜΠΟΥΛΓΚΑΚΟΦ]

Η μοναρχιανίζουσα νοοτροπία καὶ στάση τῆς ὀντολογίας τῶν δυτικῶν ὑποδηλώθηκε ἀρχικὰ μὲ τὴν προσθήκη τοῦ Filioque στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως67, δηλαδὴ μὲ τὴν ἄρνηση νὰ διακριθῆ ἡ προσωπικὴ ἀρχὴ τῆς διαφοροποίησης τῶν ἰδιωμάτων τῶν θείων Ὑποστάσεων, ποὺ εἶναι μόνη ἡ Ὑπόσταση τοῦ Πατρός, προκειμένου νὰ δοθῆ ἡ προτεραιότητα στὴν ἑνότητα τῆς θείας Οὐσίας.

Ἡ ἴδια μοναρχιανίζουσα τάση θὰ ἐκδηλωθῆ ἀπερίφραστα τὸν 12ο καὶ 13ο αἰώνα (ποὺ εἶναι αἰῶνες - «κλειδιά» γιὰ τὴ διαμόρφωση τῆς δυτικῆς χριστιανοσύνης καὶ τὴν ἐξέλιξη τοῦ εὐρωπαικοῦ πολιτισμοῦ γενικώτερα): Ἡ σχολαστική θεολογία θὰ διαμορφωθῆ σὲ μιὰ θεολογία τῆς οὐσίας – τῆς οὐσίας ποὺ μόνο νοητικὰ εἶναι δυνατὸ νὰ προσδιοριστῆ68 – ὑποβιβάζοντας σὲ ἐντελῶς δευτερεύουσα θέση καὶ σχεδὸν λησμονώντας τὴν ἀλήθεια τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων, τὴν ἀλήθεια τῆς τριαδικῆς Θεότητας ποὺ εἰκόνα της εἶναι ἡ Ἐκκλησία.[Η ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΝΟΗΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΣΕΙΡΑ ΤΗΣ; ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΤΩ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΑΝΩ;] Ἡ ἀλήθεια μεταβάλλεται σὲ ἀντικείμενο τῆς διάνοιας, σὲ σύμπτωση τῆς ἔννοιας μὲ τὸ νοούμενο, ὀργανώνεται σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς συμβατικῆς λογικῆς ἀντικειμενικότητας καὶ τῆς χρησιμοθηρικῆς «θετικῆς» γνώσης69.

Ἡ σχολαστική θεολογία θὰ ἀγνοήση τὸν προσωπικό τρόπο τῆς ὑπαρξεως ὄχι μόνο ὡς ὀντολογικὴ πραγματικότητα (ὡς ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ ἀλήθεια τῆς ᾿Εκκλησίας), ἀλλὰ καὶ ὡς γνωστική δυνατότητα: ᾿Αγνοεῖ τὴ γνωστική δυνατότητα τῆς προσωπικῆς σχέσης, κοινωνίας καὶ μετοχῆς70, ἐπομένως καὶ τὴ γνωστική δυνατότητα τῆς ἱεραρχίας (οὐρανίου καὶ ἐκκλησιαστικῆς) ποὺ συνιστᾶ μιὰ καθολικὴ καὶ ἑνοποιὸ κοινωνία καὶ σχέση, σχέση καὶ ἑνοειδὴ τελεταρχία γνωστικῶν ἀντιμεταδόσεων71 – τὸ κάλλος ἑνὸς συνολικοῦ τρόπου ὑπάρξεως ποὺ ἀντανακλᾶ τὴ θεοείδεια τῆς τριαδικῆς ἀγαπητικῆς κοινωνίας.[ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΝ ΘΕΛΟΥΜΕ. ΕΙΝΑΙ Η ΥΙΟΘΕΣΙΑ. ΠΟΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΟΜΩΣ ΠΟΥ ΤΑ ΕΞΑΠΤΕΡΥΓΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΟΥΤΕ ΝΑ ΤΟΝ ΚΟΙΤΑΞΟΥΝ]

Τὴν ἀλήθεια τῆς ἱεραρχίας, ὡς ὑπαρκτικὴ καὶ γνωστική δυνατότητα, θὰ ὑποκαταστήση τὸ νοητικὸ σχῆμα τῆς ἀναλογίας, τόσο στὸ χῶρο τῆς ὀντολογίας (analogia entis) προκειμένου νὰ ἀποδειχθῆ ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀναγωγή στὸ ἀπόλυτο νοητικῶν κατηγοριῶν τοῦ ἐπιστητοῦ72, ὅσο καὶ στὸ χῶρο τῆς ἐκκλησιολογίας προκειμένου νὰ κατοχυρωθῆ τὸ παπικὸ πρωτεῖο σὲ ἀναλογικὴ συσχέτιση μὲ τὸ πρωτεῖο τοῦ Πέτρου. Οντολογία καὶ ἐκκλησιολογία ὑποτάσσονται στὴν ἀντικειμενοποίηση νοητικῶν σχημάτων καὶ ἐννοιολογικῶν ταυτίσεων, ἀποσυνδέονται ἀπὸ τὴν ὑπαρκτικὴ ἐμπειρία καὶ τὴ βιωματικὴ ἀμεσότητα τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας.

Ἔτσι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ δὲν ἀποτελεῖ γιὰ τοὺς σχολαστικοὺς μιὰ καθολικὴ γνωστικὴ ἐμπειρία ἀποκαλυπτικῆς φανέρωσης τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ στὰ ὅρια τοῦ γεγονότος τῆς σάρκωσης τοῦ Λόγου καὶ τῆς δυναμικῆς διαπροσωπικῆς σχέσης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Δὲν εἶναι ὁ ἔρως τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν Θεὸ ποὺ ἀποκαλύπτει ἄρρητα καὶ φανερώνει ἀνερμήνευτα τὴ μοναδικότητα καὶ ἀνομοιότητα τοῦ μυστηρίου τῆς προσωπικῆς ὕπαρξης[ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΑΡΥΓΔΟΥΠΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΩΣΑΜΕ]. ᾿Αλλὰ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη διάνοια ποὺ ἀντικειμενοποιεῖ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ σὲ λογικὴ ἀναγκαιότητα ἀπρόσωπης ᾿Αρχῆς καὶ ὀντικῆς, ἀπόλυτα ἐνεργητικῆς Αἰτίας.

Ἡ ἀντικειμενική - λογική κατοχύρωση τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ προσπορίζει ἕνα προφανὲς καὶ ἀναμφισβήτητο κύρος αὐθεντίας στὸν ἱδρυματικό φορέα τῆς ἀλήθειας, τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία – πολύ περισσότερο ἀπὸ τὴ θεωρητική κατοχύρωση τῆς «πετρίνειας διαδοχῆς» τῶν παπῶν. Ἡ ἀνάγκη αὐθεντικῆς ἑρμηνείας τῆς ἀλήθειας ὁδηγεῖ τοὺς δυτικούς θεολόγους στὴ διαστολὴ τῆς πίστης ἀπὸ τὴ θεολογία73: Η πίστη ἀπωθεῖται στὴ σφαίρα τοῦ συναισθηματικοῦ ὑποκειμενισμοῦ καὶ ἡ θεολογία ὀργανώνεται σὲ αὐτόνομη ἐπιστήμη. ᾿Απὸ τὰ τέλη κιόλας τοῦ 12ου αἰώνα, ἡ θεολογία πανηγυρίζει τὴ μετατροπή της σὲ «αὐστηρὴ ἐπιστήμη» ποὺ δὲν ἔχει νὰ ζηλέψη τίποτα σὲ αὐθεντικὴ ἀντικειμενικότητα ἀπὸ τὶς θετικὲς ἐπιστῆμες καὶ τὴν ἀποδεικτική μεθοδολογία τους. [Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡ ΕΙΝΑΙ Η ΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ Η ΖΩΗ. ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΤΟΝ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΕΙΤΕ ΠΑΠΑΣ ΕΙΤΕ ΔΙΑΚΟΣ]

ΣΧΟΛΙΟ: Οι Λατίνοι δεν μπήκαν στο κόπο να εμβαθύνουν την «έννοια» η οποία θα έπρεπε να συσχετιστεί με τον «όρο» Persona, αυξάνοντας τοιουτοτρόπως όλα όσα είχαν κατακτήσει με τον Τερτυλλιανό, στον νέο ορίζοντα που άνοιξε το «ομοούσιος» της Νίκαιας. Αυτό το έλλειμμα, που άρχισε να γίνεται ορατό στο Τριαδικό δόγμα, έγινε οφθαλμοφανές στην Χριστολογία. Διότι ένα πράγμα είναι να απαριθμήσουμε με τον όρο πρόσωπο τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, εντελώς άλλο πράγμα είναι να κατανοήσουμε την ενσάρκωση η οποία επραγματοποιήθη στην ενότητα ενός προσώπου, άλλο πράγμα είναι επιπλέον να κατανοήσουμε ποια περιεχόμενα περιγράφονται με τον όρο πρόσωπον και στην Αγία Τριάδα και στον Χριστό. Πώς μπορούμε να σκεφτούμε πως πολλά πρόσωπα είναι μόνον μία ουσία, του Θεού; Πώς μπορούμε δε αμέσως μετά να κατανοήσουμε πως δύο ουσίες, η θεία και η ανθρώπινη, συναποτελούν μόνον ένα πρόσωπο, το πρόσωπο του Κυρίου;
Η ερώτηση γύρω από την οποία γυρίζει ολόκληρο το De Trinitate είναι η εξής: Πώς είναι δυνατόν να ομολογήσουμε τη διάκριση χωρίς να εισάγουμε την πολλαπλότητα στον θεό;

Την ίδια στιγμή βεβαίως η «οικονομία» της Σωτηρίας και η «ιστορία» του Χριστού παραμένουν στην σκιά. Ο,τιδήποτε θα μπορούσε να μειώσει το δόγμα του ΕΝΟΣ εγκαταλείπεται. Προηγείται απολύτως κάθε προσπάθειας ο μονοθεϊσμός και η εξασφάλισή του.
Μέσα σε αυτή την πίεση ο Αυγουστίνος επινοεί την κατηγορία της σχέσης για να εξασφαλίσει την εσωτερική ζωή της Τριάδος. Η Σχέση αντισταθμίζει το απόλυτο της ουσίας με το σχετικό, το οποίο δείχνεται ήδη με τα ίδια τα ονόματα, δηλαδή του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Έτσι το πρόσωπο του Πατρός π.χ. είναι κατά τον Αυγουστίνο η ίδια η ουσία του Πατρός αλλά η ουσία του Πατρός είναι ο ίδιος ο Πατήρ όχι επειδή είναι «Πατήρ» αλλά επειδή «είναι». Το πρόσωπο του Πατρός λοιπόν δεν είναι παρά ο ίδιος ο Πατήρ. Δεν έχει μεγάλη εμπιστοσύνη λοιπόν στον όρο πρόσωπο. Επειδή σημαίνει «ατομική ουσία» και επειδή δεν μεταφέρεται εύκολα στην σχεσιακή πραγματικότητα της Αγίας Τριάδος.
Κάποια στιγμή βεβαίως δια χειρός Θωμά Ακινάτη, το πρόσωπο θα συνδυαστεί τόσο καλά με την σχέση που θα μπορεί και να αντικαθιστά το ένα το άλλο στην κοινή τους έννοια. Ο Ακινάτης θα δηλώσει ευθαρσώς πως το πρόσωπο στον θεό δεν είναι «σχετικό» αλλά είναι μια πραγματική και αυτόνομη σχέση. Ο όρος πρόσωπο ορίζει την σχέση «όχι όμως με τον τρόπο της σχέσης, αλλά με τον τρόπο της ουσίας» (Summa Theol. I, q.29, a.4, ad.1).
Μ’ αυτό το ερώτημα ο Αυγουστίνος διαστέλλει τα όρια του ανθρωπίνου πνεύματος. Όσα χάνει από την «οικονομία» τα κερδίζει στην ανακάλυψη της εσωτερικότητος. Πριν από τον Αυγουστίνο οι αναλογίες που χρησιμοποιούντο για να γίνουν κατανοητά η Γένηση του Υιού και η Εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος αποτελούσαν μέρος της κοσμικής εμπειρίας. Το φως με την λάμψη του και η ακτίνα, η φωτιά με την φλόγα και την θερμότητα, το δένδρο με τις ρίζες και το φρούτο. Αυτό το κοσμολογικό μοντέλο αντικαθιστά ο Αυγουστίνος με το ανθρωπολογικό. Για την κατανόηση της θείας ζωής ο Αυγουστίνος προτιμά την εσωτερική ζωή του ανθρώπου. Προτιμά να σκύψει και να κοιτάξει μέσα στα βάθη του ανθρωπίνου πνεύματος και εδώ να βρει την εικόνα της τριάδος. Μ’ αυτόν τον τρόπο θεός και άνθρωπος, πρόσωπο και συνείδηση συσφίγγονται από τον Αυγουστίνο όσο δεν είχε ξαναγίνει πριν απ’ αυτόν!

ΓΙΑ ΠΟΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΙΛΑΜΕ; ΔΥΤΙΚΟΦΡΟΝΕΣ ΝΕΟΡΘΟΔΟΞΟΙ, ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ, ΚΑΝΟΝΑΡΧΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΙΑΚΟΙ ΚΑΝΤΙΩΤΙΚΟΙ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΕΣ, ΑΓΙΟΜΑΧΟΙ. ΟΛΟΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΤΗΣ  ΠΡΩΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ. ΤΗΣ ΤΡΕΛΛΑΣ ΤΟ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟ.

Σημειώσεις

65. B. R. W. SOUTHERN, Western Society and the Church in the Middle Ages (Penguin Books) 1976, σελ. 61 κ.ε. –G. OSTROGORSKY, Geschichte des byzantinischen Staates (Ιστορία του βυζαντινού κράτους), σελ. 153 κ. 4., 278. –August FRANZEN, Kleine Kirchengeschichte (Εκκλησιαστική ιστορία), Freiburg (Herder) 1975, σελ. 155 κ.ε. – Karl HEUSSI/Eric PETER, Précis d' Histoire de l' Eglise (Περίληψη της εκκλησιαστικής ιστορίας), § 40, 4. – Βλ. ἐπίσης Βλ. ΦΕΙΔΑ, Αἱ ἀντιλήψεις τοῦ Ι. Φωτίου περὶ τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας, Περιοδικό «Εκκλησία» 4/1977, σελ. 87: Η συνάντησις παπικοῦ θρόνου καὶ φραγκικού κράτους κατὰ τὸ δεύτερον ἥμισυ τοῦ Η΄ αἰῶνος ἦτο ἀποφασιστικής σημασίας γεγονὸς ὄχι μόνον διὰ τὴν ἱστορίαν τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ διὰ τὰς σχέσεις τοῦ παπικού θρόνου μὲ τὴν ᾿Ανατολήν. Η συνάντησις αὐτὴ ἐσήμαινε διὰ μὲν τὴν δυτικὴν ἐκκλησίαν τὴν εἴσοδον εἰς τὴν μακρὰν διαδικασίαν ἐναρμονίσεως τῆς πατερικής λατινικῆς θεολογίας μὲ τὴν περιωρισμένην εἰς τὴν Αὐγουστίνειων αὐθεντίαν φραγκικήν θεολογίαν, διὰ δὲ τὴν ᾿Ανατολικήν Ἐκκλησίαν τὴν προϊούσαν ἔνταξιν τοῦ παπικοῦ θρόνου εἰς τὸ ὀξὺ ἀνθελληνικὸν πνεῦμα, τὸ ὁποῖον συστηματικῶς ἐκαλλιεργήθη ἤδη κατὰ τὸν Η΄ αἰώνα εἰς τὸ φραγκικόν κράτος διὰ πολιτικούς κυρίως σκοπούς.

66. Dans l' explication de la Trinité, Augustine conçoit la nature divine avant les personnes... Deus pour lui, ne signifie plus directement le Pére, mais plus généralement la divinité… Dire que Dieu est l' essentia par excellence, ou qu' il est suprêmement être, ou qu' il est l' immutabilité, c' est done dire la même chose. [Στην εξήγησή του για την Αγία Τριάδα, ο Αυγουστίνος αντιλαμβάνεται τη θεία φύση πριν από τα πρόσωπα... Γι' αυτόν, ο Θεός δεν σημαίνει πλέον άμεσα τον Πατέρα, αλλά γενικότερα τη θεότητα… Το να πούμε ότι ο Θεός είναι η κατ' εξοχήν ουσία, ή ότι είναι το υπέρτατο ον, ή ότι είναι το αμετάβλητο, είναι το ίδιο πράγμα]. Étienne GILSON, La philosophie au Moyen Age, Paris (Payot)1962, σελ. 130 καὶ 131.

67. L' Eglise d' Espagne avait ajouté le filioque au symbole de Nicée Constantinople, en 589. L' Eglise franque fait de même depuis 767. Les théologiens de la cour, s'appuyant sur Augustin, prennent parti pour la formule complétée processio spiritus ex patre filioque. En 809, le synode d' Aix la reconnait. Le pape, sans le condamner, ne l'admet pas dans la liturgie. Elle n' y prendra place, à Rome, qu' en 1014. [Η Εκκλησία της Ισπανίας πρόσθεσε το filioque στο σύμβολο της Νίκαιας της Κωνσταντινούπολης το 589. Η Φραγκική Εκκλησία είχε κάνει το ίδιο από το 767. Οι αυλικοί θεολόγοι, βασιζόμενοι στον Αυγουστίνο, υποστήριξαν τον συμπληρωμένο τύπο processio spiritus ex patre filioque. Το 809, η Σύνοδος της Αιξ την αναγνώρισε. Ο Πάπας, χωρίς να την καταδικάσει, δεν την αποδέχθηκε στη λειτουργία. Δεν πήρε τη θέση της στη λειτουργία στη Ρώμη μέχρι το 1014]. HEUSSI/PETER, Précis d' Histoire de l' Eglise, § 40, 4.

68. Βλ. M.-D. CHENU, La Théologie au Douzième Siècle, σελ. 302, 314, 383. – Τοῦ ίδιου, La Theologie comme Science au XIIIe Siècle, σελ. 55. Etienne GILSON, Le Thomisme, Paris (Vrin) 1972, σελ. 88 - 89, 186 - 187. – Βλ. ἐπίσης, Τὸ Πρόσωπο καὶ ὁ Ἔρως, §§ 9, 20, 85.

69. Γιὰ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς χρησιμοθηρικής σκοπιμότητας στὸ χῶρο τῆς πίστης καὶ τῆς ἀλήθειας (ποὺ θὰ καταλήξη προοδευτικά στὴν ὑποταγὴ τῆς θεολογίας στις κοσμικές ἐπιδιώξεις τῆς Ρώμης καὶ ἀργότερα στὴν ὑποταγὴ τῆς δυτικῆς ἐπιστημολογίας στὶς ἀπαιτήσεις τῆς τεχνικῆς καὶ τῶν κοινωνικῶν ἐπιδιώξεων, βλ. τὸ ἔργο τοῦ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ, De utilitate credendi. – Επίσης, P. BATIFFOL, Le catholicisme de S. Augustin, Paris 1920, σελ. 72. – M.-D. CHENU, La Théologie comme science ... σελ. 96. – Н.-X. ARQUILLIÈRE, L' augustinisme politique, Essai sur la formation des théories politiques du Moyen Age, Paris (Vrin) 1972.

70. Βλ. Το Πρόσωπο καὶ ὁ ᾿Ερως, § 62.

71. Βλ. Το Πρόσωπο καὶ ὁ Ἔρως, § 73.

72. Βλ. Τὸ Πρόσωπο καὶ ὁ Ἔρως, § 70γ.

73. B. M.-D. CHENU, La Théologie comme Science ... σελ. 26 καὶ 79.

Δεν υπάρχουν σχόλια: