Τρίτη 10 Αυγούστου 2010

Β' απάντηση Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθέου στον π. Βασίλειο Θερμό (μέρος β΄)

Παρακάτω παραθέτουμε το Β΄ μέρος της δεύτερης απάντησης του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου, στον π. Βασίλειο Θέρμο.

4. Κάθαρση, φωτισμός, θέωση

Στα δύο κείμενα, τα οποία δημοσίευσε ο π. Βασίλειος Θερμός και κρίνει τα κείμενά μου, σχολιάζει αμέσως και εμμέσως τα περί πνευματικής προόδου, δηλαδή αναφέρεται στα περί καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως. Μάλιστα δε τα περί των βαθμίδων της πνευματικής ζωής τα θεωρεί ως «ρωμανίδειες αντιλήψεις» και ότι πρόκειται για την «θεραπευτική ιδεολογία». Και αυτές τις δύο φράσεις τις επαναλαμβάνει στα κείμενά του.

Γράφοντας για μένα, σημειώνει για το συγγραφικό μου έργο: «Έχει παρασυρθή εδώ σε έναν ολισθηρό δρόμο που εγκαινίασε ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Ο κατά τα άλλα μεγάλος αυτός θεολόγος και πνευματικός άνθρωπος, στον οποίο χρωστάμε πολλά, διατύπωσε κάποιες προτεσταντίζουσες θέσεις σε εκκλησιολογικά θέματα, με ενδεικτικό παράδειγμα στο υπό συζήτηση θέμα την προτεραιότητα στις γνωστικές εμπειρίες της ψυχής».

Αλλού γράφει: «Μύηση νομίζεται η πνευματική πρόοδος του πιστού, γι' αυτό και η παγίωση και αγκύλωση των διακρίσεων μεταξύ "πρακτικών" και "θεωρητικών", "καθαιρομένων" και "φωτιζομένων"».

Σε άλλο σημείο γράφει: «Στις εν γένει λατρευτικές απόψεις του Σεβασμιωτάτου φαίνεται να υπονοείται πως η μύηση του πιστού είναι κατά βάσιν θέμα πνευματικής προόδου και όχι τόσο εκκλησιαστικό-μυστηριακό γεγονός».

Επομένως, τα περί καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως τα θεωρεί «ρωμανίδειες αντιλήψεις», «θεραπευτική ιδεολογία», «αγκυλώσεις», «μύηση», «πνευματική πρόοδο» του πιστού και «όχι εκκλησιαστικό μυστηριακό γεγονός». Αν αυτά τα συνδυάση κανείς και με την άλλη φράση που συναντάμε στα κείμενά του περί «"δικτατορίας" στο όνομα των θεουμένων», καθώς επίσης ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης επηρεάσθηκε από Προτεστάντες, τότε καταλαβαίνει κανείς την άποψη που έχει ο π. Βασίλειος για την φιλοκαλική-νηπτική-ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας.

Εκφράζω την βαθυτάτη λύπη μου για όλες αυτές τις φράσεις που είναι άδικες, αντιπατερικές, αντορθόδοξες.

Δεν είμαι διατεθειμένος να εκχωρήσω ούτε στους Προτεστάντες ούτε στους νεοπλατωνικούς όλη αυτήν την ρωμαλέα εκκλησιαστική παράδοση που συναντάμε στους Αποστόλους και τους Πατέρες της Εκκλησίας και δείχνει την μέθοδο της Ορθοδόξου Παραδόσεως.

Πολλές φορές στα κείμενά μου έδωσα επεξηγήσεις για τις λεγόμενες τρεις βαθμίδες της πνευματικής ζωής. Για παράδειγμα στο βιβλίο Μικρά Είσοδος αναφέρομαι διεξοδικά για το θέμα αυτό, ότι δηλαδή η θεολογία της καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως δεν είναι αποτέλεσμα μιας ανθρώπινης προσπάθειας, αλλά ενέργεια του Θεού και ότι η διάκριση αυτή δεν είναι στατική και στεγανοποιημένη.

Επίσης, παρουσιάζω ότι οι βαθμίδες πνευματικής τελειώσεως είναι η πεμπτουσία της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Άλλωστε, κάθαρση, φωτισμός και θέωση απαντώνται και στην Παλαιά Διαθήκη, χωρίς να υπάρχουν Μυστήρια, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα στην Εκκλησία.

Πάντως, για μια ακόμη φορά θα υπογραμμίσω μερικές αλήθειες γύρω από το θέμα αυτό.

Είναι γνωστή η πατερική διάκριση ότι ο Θεός είναι αμέθεκτος και ανώνυμος ως προς την ουσία Του, αλλά μεθεκτός και πολυώνυμος ως προς την ενέργειά Του.

Ο Θεός αποκαλύπτεται στους Αγίους και εκείνοι μετέχοντας της ενεργείας του Θεού δίνουν διάφορα ονόματα, όπως φιλάνθρωπος, ελεήμων, δίκαιος κλπ. Μία είναι η ενέργεια του Θεού, αλλά ανάλογα με τα αποτελέσματά της χαρακτηρίζεται με διάφορα ονόματα. Έτσι γίνεται λόγος για ουσιοποιό, ζωοποιό, σοφοποιό, θεοποιό ενέργεια του Θεού, της οποίας ενεργείας μετέχει όλη η κτίση αναλόγως.

Το ίδιο συμβαίνει και ως προς την πνευματική τελείωση του ανθρώπου. Υπάρχουν «νήπιοι» εν Χριστώ και «τέλειοι εν Χριστώ» και οι μεν νήπιοι λαμβάνουν γάλα, οι δε τέλειοι στερεή τροφή.

Ο Απόστολος Παύλος γράφει στους Κορινθίους: «Και εγώ, αδελφοί, ουκ ηδυνήθην υμίν λαλήσαι ως πνευματικοίς, αλλ ὡς σαρκικοίς, ως νηπίοις εν Χριστώ. γάλα υμάς επότισα και ου βρώμα· ούπω γαρ ηδύνασθε. αλλ οὔτε έτι νυν δύνασθε· έτι γαρ σαρκικοί εστε» (Α Κορ. γ , 1-2). Επίσης, υπάρχουν σαρκικοί, ψυχικοί και πνευματικοί Χριστιανοί, ανάλογα με την ενεργοποίηση των χαρισμάτων.

Έτσι, όταν η Χάρη του Θεού καθαρίζη τον άνθρωπο που διακατέχεται από τα πάθη, η Χάρη λέγεται καθαρτική, όταν τον φωτίζη, μετά την κάθαρση, λέγεται φωτιστική, και όταν τον θεώνη, λέγεται θεοποιός. Αυτό το βλέπει κανείς διάχυτα σε όλη την βιβλικοπατερική Παράδοση, και θα έπρεπε να είναι περιττή η μνημόνευση συγκεκριμένων χωρίων.

Στην Αγία Γραφή μπορεί να εντοπίση κανείς πολλά χωρία από τους λόγους του Χριστού και των Αποστόλων, στα οποία γίνεται λόγος για κάθαρση των ανθρώπων, αλλά και των ήδη βαπτισθέντων, για φωτισμό και δικαίωση, δοξασμό, τελείωση. Η θέωση είναι πατερική λέξη, η οποία είναι συνώνυμη με την δικαίωση-δοξασμό-τελείωση. Πάντως, η πορεία του Χριστού είναι συνεχής άνοδος, κατά τον λόγο της Αποκαλύψεως: «και ο δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω έτι, και ο άγιος αγιασθήτω έτι» (Αποκ. κβ , 11).

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρεται πολλές φορές στα έργα του για την ποικιλότροπη ενέργεια της Χάριτος του Θεού: «Καθαρθήναι δει πρώτον, είτα καθάραι· σοφισθήναι και ούτω σοφίσαι· γενέσθαι φως, και φωτίσαι· εγγίσαι Θεώ, και προσαγαγείν άλλους· αγιασθήναι, και αγιάσαι».

Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, επανειλημμένως, κάνει λόγο στα έργα του για τις βαθμίδες της πνευματικής ζωής. Άλλοτε ομιλεί για πράξη (κάθαρση καρδιάς) και θεωρία (φωτισμός-θέωση) και άλλοτε κάνει λόγο για πρακτική φιλοσοφία η κάθαρση, φυσική θεωρία η φωτισμό, μυστική θεολογία η θέωση. Είναι αδύνατον να μελετήση κανείς τον άγιο Μάξιμο και να μη συναντήση την διάκριση αυτή, που σημαίνει ότι η Χάρη του Θεού ενεργεί αναλόγως και ποικιλοτρόπως στον άνθρωπο.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, αναλύοντας τα σχετικά με την πνευματική ζωή, κάνει λόγο για κεφάλαια «πρακτικά», «γνωστικά» και «θεολογικά». Μέσα σε αυτήν την διαίρεση αναλύει όλη την πορεία της πνευματικής ζωής του ανθρώπου.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, συγκεφαλαιώνοντας την διδασκαλία του, κάνει λόγο για κεφάλαια «φυσικά, θεολογικά, ηθικά τε και πρακτικά». Είναι γνωστές δε οι Τρεις τριάδες του αγίου Γρηγορίου, το γνωστό έργο Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων. Η πρώτη τριάδα αναφέρεται ουσιαστικά στην κάθαρση της ψυχής και του σώματος, η δεύτερη στην νοερά προσευχή, που είναι ο φωτισμός του νου, και η τρίτη στην θεοπτία, ήτοι την θεωρία του ακτίστου Φωτός. Και όλη αυτή η θεολογία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά κατοχυρώθηκε και συνοδικώς.

Οι εκδότες των νηπτικών έργων (άγιος Μακάριος Επίσκοπος Κορίνθου, άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης) στον τίτλο «Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών» δίνουν υπότιτλο «εν η δια της κατά την πράξιν και θεωρίαν ηθικής φιλοσοφίας ο νους καθαίρεται, φωτίζεται και θεούται». Εδώ γίνεται λόγος για πράξη, θεωρία, για νου που καθαίρεται, φωτίζεται και τελειούται. Το σημαντικό δε αυτό βιβλίο είναι η πεμπτουσία της ορθοδόξου διδασκαλίας και η προϋπόθεση των ορθοδόξων δογμάτων.

Εδώ θα ήθελα να καταγράψω την γνώμη του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ για την αξία της Φιλοκαλίας: «Η φιλοκαλία, η μεγάλη αυτή εγκυκλοπαιδεία, της ορθοδόξου ευσεβείας, που περιέχει συγγράμματα πολλών αιώνων, καθίσταται κατά τας ημέρας μας ολονέν περισσότερον εγχειρίδιον καθοδηγήσεως και διδασκαλίας δι' όλους τους επιθυμούντας να ασκήσουν την Ορθοδοξίαν εις την σύγχρονον εποχήν». Πράγματι, αυτό το βιβλίο συνετέλεσε και συντελεί στην αναγέννηση πολλών Χριστιανών, και δημιούργησε ένα «φιλοκαλικό» ρεύμα σε όλο τον ορθόδοξο χώρο και στους Σλάβους με τον άγιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι.

Θα μπορούσαν να αναφερθούν πολλά λειτουργικά κείμενα στα οποία γίνεται λόγος για το μυστήριο αυτό της πνευματικής ζωής, που αναπτύσσεται συνεχώς, κατά τον λόγο του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, «αύτη εστίν η τελεία των τελείων ατέλεστος τελειότης». Και κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης «επί δε της αρετής ένα παρά του αποστόλου τελειότητος όρον εμάθομεν, το μη έχειν αυτήν όρον!.. Της δε αρετής εις όρος εστι το αόριστον», που δεν έχει όριον, τέλος. Θα αρκεσθώ σε δύο από αυτά.

Το ένα είναι η ευχή του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, που τέθηκε από τους Πατέρες ως ευχή προετοιμασίας για την θεία Μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού:

«Και καθαίρεις και λαμπρύνεις
και φωτός ποιείς μετόχους
κοινωνούς θεότητός σου
εργαζόμενος αφθόνως».

Αυτό ερμηνεύεται μέσα στην όλη παράδοση της Εκκλησίας ότι ο Θεός είναι η κάθαρση των καθαιρομένων, η έλλαμψη των ελλαμπομένων και η θέωση των θεουμένων.

Όποιος αναγινώσκει την ακολουθία της θείας Μεταλήψεως και τις ευχές της θείας Λειτουργίας συναντά όχι μόνον αυτήν την φράση, αλλά και πολλές άλλες, που φανερώνουν ότι η θεία Κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού δεν γίνεται απροϋποθέτως, καθώς επίσης άλλοτε γίνεται εις αγιασμόν και άλλοτε «εις κρίμα η κατάκριμα».

Το άλλο είναι το απολυτίκιο που ψάλλεται σε αγίους Επισκόπους, όπως τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, τον άγιο Άνθιμο κλπ.:

«Και τρόπων μέτοχος και θρόνων διάδοχος των Αποστόλων γενόμενος την πράξιν εύρες θεόπνευστε εις θεωρίας επίβασιν. Δια τούτο τον λόγον της αληθείας ορθοτομών και τη πίστει ενήθλησας μέχρις αίματος ιερομάρτυς ..., πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ σωθήναι τας ψυχάς ημών».

Στο απολυτίκιο αυτό περιγράφεται όλη η παράδοση της Εκκλησίας για τον επισκοπικό βαθμό και τις βαθμίδες της πνευματικής ζωής. Ο άγιος Διονύσιος είναι διάδοχος των θρόνων των Αποστόλων, αλλά και μέτοχος του τρόπου ζωής τους. Έζησε την πράξη, ως κάθαρση καρδίας, επάνω στην οποία βάσισε την θεωρία, ήτοι την θεοποιό γνώση του Θεού. Αυτός ο τρόπος ζωής τον κατέστησε ομολογητή της αληθείας και μάρτυρα της πίστεως. Έτσι, η θεοποιός γνώση του Θεού συνδέεται αναπόσπαστα με την ορθοδοξία και το μαρτύριο. Αν μερικοί έχουν άλλη παράδοση, ας διαγράψουν αυτό το Απολυτίκιο από τα βιβλία της Εκκλησίας και ας το αντικαταστήσουν με άλλο!

Η όλη εκκλησιαστική διδασκαλία για την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση, όπως έλεγε ο μακαριστός π. Ιωάννης Ρωμανίδης, είναι η προϋπόθεση των ορθοδόξων δογμάτων.

Όταν χάνεται αυτή η παράδοση, τότε οδηγούμαστε στην στοχαστική και την σχολαστική θεολογία. Αυτό φαίνεται στο πως στην Δύση από την ορθόδοξη ασκητική και νηπτική παράδοση του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου Πάπα Ρώμης, πέρασαν οι Δυτικοί στον σχολαστικισμό του Ανσέλμου Καντερβουρίας και του Θωμά του Ακινάτη.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας εξέφραζαν με κτιστά ρήματα και νοήματα (όροι-δόγματα και κανόνες) την εμπειρία της ακτίστου πραγματικότητος, την οποία βίωσαν εν Αγίω Πνεύματι με άρρητα ρήματα. Επομένως, η άρνηση της διδασκαλίας της consensus patrum της Εκκλησίας στην πραγματικότητα είναι μια αποδόμηση των ορθοδόξων δογμάτων.

Κατά συνέπεια, η πορεία των Χριστιανών δια της καθάρσεως, του φωτισμού και της τελειώσεως-θεώσεως είναι προσδιορισμένη από την παράδοση της Εκκλησίας, και είναι επικίνδυνο να αρνηθή κανείς αυτόν τον τρόπο πνευματικής ζωής, η να θεωρήση ότι δήθεν είναι επηρεασμός των Προτεσταντών και κάτι που «εγκαινιάσθηκε» από τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη και αποτελεί «ολισθηρό δρόμο» για μας. Πρόκειται για την γνήσια ευαγγελική και εκκλησιαστική ζωή.

Είμαστε αμαρτωλοί, κάνουμε λάθη, αλλά δεν υπονομεύουμε την Παράδοση της Εκκλησίας. Αυτήν έχουμε πρότυπο και προσπαθούμε να μετανοούμε και να συντονιζόμαστε σε αυτήν και όχι να την κατεβάζουμε στο δικό μας επίπεδο.

Ο Καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου, από τους μεγαλύτερους πατρολόγους της εποχής μας, διεθνούς ακτινοβολίας, αναφερόμενος στην «μέθοδο θρησκευτικής εμπειρίας» κάνει μια σύντομη ανάλυση, από τον αρχέγονο Χριστιανισμό και εντεύθεν, για το «τριαδικό σχήμα πνευματικής τελειώσεως» η «την κλίμακα της τελειώσεως» του ανθρώπου.

Μάλιστα δε στους λόγους του Χριστού «εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. ιδ , 6) βλέπει τις βαθμίδες της πνευματικής ζωής που είναι η ηθική, η φυσική και η θεολογία. Αυτό σημαίνει ότι τα περί καθάρσεως, φωτισμού και τελειώσεως, ούτε «ρωμανίδειες αντιλήψεις» είναι ούτε επηρεασμός από τους Προτεστάντες. Θα ήταν παράδοξο και ασεβέστατο να κατηγορήση κανείς τους Πατέρες της Εκκλησίας επί προτεσταντισμώ!

Έτσι, όσοι αρνούνται τα περί πνευματικής προόδου και την διαβάθμιση της πνευματικής ζωής, κατά τον βαθμό της πνευματικής τους πείρας, ουσιαστικά αυτοί αρνούνται την ορθόδοξη διδασκαλία της Εκκλησίας και εισήλθαν σε «ολισθηρό δρόμο» και «προτεσταντίζουν», αφού οι Προτεστάντες ομιλούν για αναγέννηση που έγινε εφ’ άπαξ και αρνούνται τα περί της ενεργείας των παθών.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος δίδασκε ότι αυτός που ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχουν στις ημέρες μας εκείνοι που αγαπούν τον Θεό και δεν καταξιώθηκαν του Αγίου Πνεύματος «και υπ’ αυτού βαπτιζομένους υιούς Θεού και θεούς εν γνώσει και πείρα και θεωρία γίνεσθαι, πάσαν ανατρέπει του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού την οικονομίαν και φανερώς απαρνείται την ανακαίνισιν της φθαρείσης εικόνος και θανατωθείσης, την επί αφθαρσίαν αυτής γενομένην και αθανασίαν ανάκλησιν». Μάλιστα, αυτό το θεωρεί αίρεση..

Ο δε άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς κάνοντας λόγο για τα τρία γένη αθεΐας, μεταξύ άλλων λέγει ότι «τούτ’ έστιν αληθής ευσέβεια, το μη προς τους θεοφόρους πατέρας αμφισβητείν», γιατί οι θεολογίες των αγίων είναι «θεοσεβείας αληθούς και χάραξ, ώσπερ εκάστη τον οιονεί φραγμόν και το περιτείχισμα της ευσεβείας συμπληρούσα». Έτσι, εκείνος που αρνείται την διδασκαλία των θεοφόρων Πατέρων όχι μόνον περιπίπτει σε αίρεση, αλλά εκφράζει ένα είδος αθεΐας, αφού δεν έχει προσωπική γνώση του Θεού ούτε οδηγείται προς αυτήν.

5. Πνευματική και μυστηριακή ιερωσύνη

Στο προηγούμενο άρθρο μου έδωσα τις απαραίτητες διευκρινίσεις για τον συνδυασμό μεταξύ πνευματικής και μυστηριακής ιερωσύνης και υπογράμμισα ότι η πρώτη είναι υπόβαθρο της δεύτερης. Αυτό σημαίνει ότι ένας Χριστιανός που είναι μέλος της Εκκλησίας, βεβαπτισμένος και βεβαιόπιστος, καλείται να εισαχθή και στην τάξη των Κληρικών, οι οποίοι Κληρικοί είναι διάκονοι των Χριστιανών.

Ο π. Βασίλειος Θερμός επανειλημμένως στα δύο κείμενά του κάνει λόγο για την «χειροτονία των λαϊκών», το «βασίλειον ιεράτευμα». Μάλιστα δε ισχυρίζεται ότι στην διδασκαλία του π. Ιωάννου Ρωμανίδη «βρίσκουμε μια θεώρηση των μυστηρίων ως απλών επιβεβαιώσεων της νοεράς προσευχής, δηλαδή έναν λειτουργισμό των Μυστηρίων και της Εκκλησίας».

Κανείς δεν αρνείται ότι τα Μυστήρια του Βαπτίσματος και του Χρίσματος καθιστούν τον άνθρωπο μέλος της Εκκλησίας. Αλλά αρκούν αυτά μόνον, χωρίς την όλη πνευματική ζωή, για να αισθάνωνται οι Χριστιανοί «κυριολεκτικά στο σπίτι τους»;

Στο προηγούμενο άρθρο μου με τίτλο «Βασίλειον Ιεράτευμα και Ιερωσύνη» ερμήνευσα τα σχετικά χωρία της Αγίας Γραφής και ανέλυσα την σχέση μεταξύ πνευματικής και μυστηριακής ιερωσύνης. Επίσης, τόνισα ότι η πνευματική ιερωσύνη, το «βασίλειο ιεράτευμα», είναι η βάση της πνευματικής ζωής και η βασική προϋπόθεση συμμετοχής στα Μυστήρια της Εκκλησίας και μεθέξεως της θείας Χάριτος. Αυτό έδωσε αφορμή στον π. Βασίλειο να γράψη τώρα ότι «το ιερατικό χάρισμα που δίνεται σε όλους τους βαπτιζομένους και Χριομένους πιστούς αποτελεί την αφετηρία πάνω στην οποία οικοδομείται η πνευματική ιερωσύνη, δηλαδή η θέωση».

Εν πρώτοις στην φράση αυτή φαίνεται ότι παραδέχεται τρεις «ιερωσύνες», η πρώτη είναι το «ιερατικό χάρισμα», που λαμβάνει ο Χριστιανός με το Βάπτισμα και το Χρίσμα· η δεύτερη, «η πνευματική ιερωσύνη», δηλαδή η θέωση, και η τρίτη η «ειδική ιερωσύνη», η ιερωσύνη των Κληρικών. Προς Θεού, τι σύγχυση είναι αυτή όρων και καταστάσεων και γιατί μπερδεύουμε τόσο πολύ τον λαό;

Έπειτα, δεν αρνείται κανείς ότι το Βάπτισμα και το Χρίσμα είναι τα εισαγωγικά Μυστήρια και ότι αποτελούν την βάση της εκκλησιαστικής και πνευματικής ζωής. Αλλά η μόνιμη ένσταση είναι ότι δεν μπορεί κανείς να θεωρήση το Βάπτισμα και το Χρίσμα, που έλαβε όταν ήταν νήπιος, ότι τον καθιστά «ενεργεία» μέλος της Εκκλησίας, αν δεν ενεργοποιηθούν με την συνέργεια Θεού και ανθρώπου. Διαφορετικά εκλαμβάνονται ως στατικές ή «μαγικές» καταστάσεις.

Και το ειδικό χάρισμα της Ιερωσύνης δίνεται η πρέπει να δίνεται σε αυτούς που ενεργοποιούν το χάρισμα που έλαβαν με το Βάπτισμα και το Χρίσμα. Δεν μπορώ να καταλάβω την διαρκή εριστικότητα πάνω σε βασικές αρχές της ορθοδόξου εκκλησιολογίας. Όμως, επειδή το θέμα επανέρχεται, θα προσθέσω και μερικά άλλα.

Οι άγιοι Απόστολοι κλήθηκαν στο αποστολικό αξίωμα, έζησαν τρία χρόνια μαζί με τον Χριστό, καθαρίσθηκαν, γι' αυτό προ του Πάθους ο Χριστός είπε: «ήδη υμείς καθαροί εστε δια τον λόγον ον λελάληκα υμίν» (Ιω. ιε , 3), έζησαν το μαρτύριο του Σταυρού, είδαν τον Αναστάντα Χριστό, έλαβαν το Άγιον Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής.

Όταν εξέλεξαν τον διάδοχο του Ιούδα αυτός έπρεπε να είναι μάρτυς της Αναστάσεως του Χριστού, «μάρτυρα της αναστάσεως αυτού γενέσθαι συν ημίν ένα τούτων» (βλ. Πραξ. α , 15-26), δηλαδή να έχη δει τον αναστάντα Χριστό.

Όταν τέθηκε το θέμα εκλογής των Διακόνων, απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να έχουν Άγιον Πνεύμα αισθητώς. «Και εξελέξαντο Στέφανον, άνδρα πλήρη πίστεως και Πνεύματος Αγίου» (Πραξ. στ , 5). Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ερμηνεύει ότι ο άγιος Στέφανος είχε Άγιον Πνεύμα προ της χειροτονίας, αλλά προσέλαβε και την Χάρη για να είναι Διάκονος. Γράφει ότι ο Πρωτομάρτυς Στέφανος ήταν πλήρης Πνεύματος Αγίου, αλλά μετά την χειροτονία του «επεσπάσατο χάριν πλείονα». Μετά δε την χειροτονία του έκανε θαύματα, «ίνα δεχθή ότι ουκ αρκεί μόνη η χάρις, αλλά δει και της χειροτονίας· ώστε προσθήκη Πνεύματος εγένετο». Είχε Χάρη από το Βάπτισμα, αλλά έλαβε Χάρη και από την Ιερωσύνη. «Ει δε και προ τούτου πλήρης Πνεύματος ήσαν (οι Διάκονοι), αλλά του από του λουτρού».

Οι βαθμοί της Ιερωσύνης έχουν σχέση με τους βαθμούς της πνευματικής ζωής. Αυτό δεν είναι «πρωτοτυπία» του π. Ιωάννου Ρωμανίδη, ούτε δική μου, αλλά ανευρίσκεται σε όλη την Παράδοση της Εκκλησίας, από τα συγγράμματα του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, όπως τα σχολιάζει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, μέχρι τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη.

Κατά τον άγιο Μάξιμο, που σχολιάζει και ερμηνεύει τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, «διαιρείται η ιερατική διακόσμησις εις καθαρτικήν, φωτιστικήν, τελειωτικήν». Επιμένοντας στο θέμα αυτό γράφει: «Διαιρείται η των τελείων ιερουργία εις κάθαρσιν, μύησιν, τελείωσιν. Η των ιερουργών διακόσμησις εις κάθαρσιν των ατελέστων, εις φωταγωγίαν των καθαιρομένων, εις τελείωσιν των φωτισθέντων. Η των τελουμένων δύναμις εις καθαιρομένους, εις φωτιζομένους, εις τελειουμένους». Πρόκειται για την ιερουργία (κάθαρση, μύηση, τελείωση), τους ιερουργούς (Διάκονοι, Πρεσβύτεροι, Επίσκοποι) και τους δεχομένους την ιερουργία (καθαιρόμενοι, φωτιζόμενοι, τελειούμενοι).

Σε άλλο κείμενό του συνδέει τις βαθμίδες τελειώσεως με τους βαθμούς της Ιερωσύνης: «Διακόνου λόγον επέχει ο προς τους ιερούς αγώνας αλείφων τον νουν, και τους εμπαθείς λογισμούς απελαύνων απ' αυτού· Πρεσβυτέρου δε, ο εις την γνώσιν των όντων φωτίζων· Επισκόπου δε, ο τω αγίω μύρω τελειών της γνώσεως της προσκυνητής και Αγίας Τριάδος».

Ο Κληρικός (Επίσκοπος-Ιερεύς-Ηγούμενος) δεν είναι απλώς προεστώς της κοινότητας και της ευχαριστιακής ζωής της Εκκλησίας, ούτε εκείνος που βάζει τάξη στα χαρίσματα, αλλά είναι ο καθοδηγός, ο ποιμήν, ο νέος Μωϋσής που οδηγεί τους πιστούς στην βασιλεία του Θεού, την οποία συγχρόνως γεύεται.

Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του αγίου Ιωάννου του συγγραφέως της Κλίμακος «Προς τον Ποιμένα», στον οποίο αναλύεται ο ρόλος του Ποιμένος, ήτοι είναι «ποιμήν», «κυβερνήτης», «ιατρός», «διδάσκαλος» και αναλύει το έργο του σύμφωνα με τους προσδιορισμούς αυτούς. Ο Ποιμένας πρέπει να έχη πρότυπο τον Μωϋσή: «Τύπος σοι και εν τούτω ο Μωϋσής, ο Μέγας, έστω, πάνσοφε».

Σημαντικό βιβλίο που αναλύει αυτήν την ζωή του Επισκόπου είναι το βιβλίο του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, το οποίο έγραψε για τον εξάδελφό του Επίσκοπο Ευρίπου Ιερόθεο, ο οποίος του το είχε ζητήσει, και είναι βιβλίο που εκφράζει την εμπειρία των Αγίων.

Οι «πείρα μεμυημένοι» γνωρίζουν καλώς ότι, όταν ο νους απομακρυνθή από το κοσμικό και σαρκικό φρόνημα, δηλαδή γίνεται η συνέλιξη του νου και εισέλθη στο βάθος της καρδιάς, εκεί συναντά την Χάρη του Αγίου Βαπτίσματος και Χρίσματος στο λεγόμενο θυσιαστήριο του ναού της ψυχής. Εκεί στα «άγια των αγίων» τελείται μια εσωτερική θεία λειτουργία, υμνείται το όνομα του Θεού.

Επίσης, γνωρίζουν ότι αυτή η εσωτερική λειτουργία στο θυσιαστήριο της καρδιάς, που εκφράζεται με αγάπη και θείο έρωτα, γίνεται παράλληλα με την θεία Λειτουργία στον Ναό. Έτσι, αυτός που μετέχει αυτής της εσωτεριής θείας Λειτουργίας αναμένει με πόθο την μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, ψάλλοντας «εδίψησεν η ψυχή προς τον Θεό τον ζώντα» (Ψαλμ. μα , 3) και «έθελξας πόθω με, Χριστέ, και ηλλοίωσας τω θείω σου έρωτι, αλλά κατάφλεξον πυρί αΰλω τας αμαρτίας μου, ίνα τας δύο σκιρτών μεγαλύνω, αγαθέ, παρουσίας σου». Αυτή είναι πνευματική εμπειρία των ζώντων κατά Χριστό και όχι των «φανταζομένων» ότι ζουν πνευματικά.

Διασώζεται η μαρτυρία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου για το ποιός πρέπει να είναι ο καλός Κληρικός και τι γίνεται κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας, ουσιαστικά πως συνδέεται η πνευματική ιερωσύνη με την ειδική Ιερωσύνη.

Ρωτήθηκε ο άγιος Συμεών «οποίος είναι οφείλει ο Ιερεύς» και απάντησε: «Εγώ μεν ουκ ειμί άξιος είναι Ιερεύς· πλην ποταπώς είναι οφείλει ο μέλλων ιερουργείν τω Θεώ, ασφαλώς έγνωκα». Στην συνέχεια κάνει λόγο για το ότι πρέπει να είναι αγνός όχι μόνον στο σώμα, αλλά και στην ψυχή, και να είναι αμέτοχος από κάθε αμαρτία.

Έπειτα, να είναι ταπεινός και ως προς το έξω ήθος και ως προς την εσωτερική κατάσταση της ψυχής. Ακόμη, όταν παρίσταται στην Αγία Τράπεζα «οφείλει αναμφιβόλως» να βλέπη νοερώς την θεότητα, αισθητώς δε τα προκείμενα Άγια. Αλλά και Αυτόν που είναι παρών αοράτως στα δώρα πρέπει να τον έχη «γνωστώς» ενοικούντα μέσα στην καρδία του, ώστε να μπορή «μετά παρρησίας τας ικετηρίας προσφέρειν» και να διαλέγεται με τον Θεό «ως φίλος προς φίλον» και έτσι να λέγη την προσευχή «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου». Και μετά την απάντηση αυτή έδωσε την μαρτυρία: «Τοιούτους είδον Πρεσβυτέρους· συγχωρήσατέ μοι, Πατέρες και αδελφοί».

Στην συνέχεια κρύπτοντας τον εαυτό του και φεύγοντας την δόξα των ανθρώπων, αναγκάσθηκε, λόγω φιλανθρωπίας, να αναφέρη μια περίπτωση ενός άλλου Πρεσβυτέρου, ενώ φανέρωσε έτσι τον εαυτό του. Είπε, λοιπόν, ότι κάποιος Πρεσβύτερος του αποκάλυψε ότι ουδέποτε λειτούργησε χωρίς να δη το Άγιον Πνεύμα, όπως Αυτό κατέβηκε την ώρα της χειροτονίας του, όταν ο Μητροπολίτης διάβαζε την ευχή με το ευχολόγιο πάνω στην κεφαλή του.

Και όταν τον ρώτησε πως το είδε και με ποιά μορφή, του απήντησε ότι ήταν «απλούν και ανείδεον, πλην ως φως». Και ενώ θαύμαζε για το γεγονός αυτό και διαλογιζόταν μέσα του τι ήταν το Άγιον Πνεύμα, του έλεγε μυστικώς στην καρδία του, ως μια εν γνώσει φωνή: «Εγώ ούτω πάσι Προφήταις και Αποστόλοις και τοις νυν εκλεκτοίς του Θεού και Αγίοις επιφοιτώ· το γαρ Άγιον Πνεύμα ειμι του Θεού».

Εδώ φαίνεται καθαρά πως συνδέεται το χάρισμα της πνευματικής ιερωσύνης με το χάρισμα της ειδικής Ιερωσύνης και τι ζη στην θεία Λειτουργία ο Ιερεύς, ο οποίος εμπνέεται από αυτήν την ατμόσφαιρα, καθώς επίσης πως λειτουργεί μέσα στον Ναό εκείνος που είναι ήδη ναός του Αγίου Πνεύματος.

Επομένως, η παράδοση της Εκκλησίας συνδέει την πνευματική ιερωσύνη με την ειδική μυστηριακή Ιερωσύνη. Η πρώτη δίδεται με το Βάπτισμα και το Χρίσμα, όταν, όπως ενεργοποιούνται με την συνέργεια Θεού και ανθρώπων και από αυτούς τους ανθρώπους, εκλέγωνται εκείνοι που θα γίνουν Κληρικοί. Δεν λαμβάνουν την Χάρη της Ιερωσύνης και στην συνέχεια αναπτύσσουν την πνευματική τους ζωή, αλλά ήδη θα έπρεπε να είχαν ενεργούσα την Χάρη του Αγίου Πνεύματος.

Βεβαίως, η εκκοσμίκευση η οποία παρατηρείται στους Χριστιανούς έχει αλλοιώσει όλη αυτήν την παράδοση, γι' αυτό και, προκειμένου να χειροτονήσουμε Κληρικούς στην Εκκλησία επιδιώκουμε να έχουν τουλάχιστον τα πιο βασικά κανονικά προσόντα. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί την παράδοση της Εκκλησίας μας, όπως η μη ενασχόληση της πλειονότητας των ανθρώπων με τον αθλητισμό δεν σημαίνει ότι πρέπει να καταργηθή ο πρωταθλητισμός.

6. Η συμμετοχή Κληρικών και λαϊκών στην Λατρεία και την θεία Λειτουργία

Οπωσδήποτε η λατρεία είναι ο χώρος εκείνος στον οποίον ζουν τα μέλη της Εκκλησίας και δοξάζουν τον Θεό, όπως επίσης και μετέχουν του Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας και των άλλων Μυστηρίων.

Στο κείμενό του ο π. Βασίλειος Θερμός αναφέρεται στην μετοχή όλων των πιστών στην θεία Λατρεία, λόγω του Βαπτίσματος και του Χρίσματος.

«Όμως όλοι οι πιστοί είναι ίσοι κατά τη Λατρεία (εκτός αν έχουν εξωεκκλησιασθή λόγω επιτιμίου) ως χρισμένοι με το ίδιο Άγιο Πνεύμα και οι οποιεσδήποτε διαφορές πνευματικού επιπέδου αποβαίνουν προς όφελος των ιδίων, φυσικά, αλλά δεν συνεπάγονται διαφορετική μεταχείριση κατά τη Λατρεία».

Επομένως, όλοι οι πιστοί, κατ' αυτόν, που μετέχουν στην λατρεία είναι ίσοι, διότι χρίσθηκαν από το ίδιο το Άγιον Πνεύμα. Βεβαίως υπάρχουν «διαφορές επιπέδου», αλλά αυτό ωφελεί μόνον τους ίδιους. Διερωτώμαι: Δεν είναι οι πιστοί μέλη του Σώματος του Χριστού; Η πνευματική κατάσταση του ενός δεν επιδρά και στην ζωή των άλλων; Γιατί τότε λέγει ο Απόστολος Παύλος: «και είτε πάσχει εν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη, είτε δοξάζεται εν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη» (Α Κορ. ιβ , 26) και «ηγίασται γαρ ο ανήρ ο άπιστος εν τη γυναικί, και ηγίασται η γυνή η άπιστος εν τω ανδρί· επεί άρα τα τέκνα υμών ακάθαρτά εστι, νυν δε άγιά εστιν» (Α Κορ. ζ , 14).

Έπειτα, ποιός μίλησε για διαφορετική μεταχείριση κατά την διάρκεια της λατρείας; Εγώ εκείνο που υποστήριξα είναι ότι οι Ιερείς εισέρχονται στο ιερό Βήμα και οι πιστοί παραμένουν στον κυρίως Ναό. Επίσης υποστήριξα ότι ο Ιερεύς απευθύνει στον Θεό άλλες ευχές για τους κατηχουμένους, άλλες για τους προς το φώτισμα ευτρεπιζομένους, άλλες για τους πιστούς. Και επίσης υπάρχουν οι ευχές, όπως του Χερουβικού ύμνου και της Αναφοράς, τις οποίες λέγει μόνον ο πρώτος των Ιερέων, γιατί αυτός τελεί την θεία Λειτουργία.

Αλλού γράφει: «Με τη διαφορά πως ο βαπτισμένος και χρισμένος πιστός αναπνέει τη Βασιλεία του Θεού, η οποία "ήγγικεν"». Διερωτώμαι: Τόσο εύκολα αναπνέει κανείς την Βασιλεία του Θεού, που κατά την διδασκαλία των Πατέρων είναι η θεωρία του ακτίστου Φωτός; Τι είναι η Βασιλεία του Θεού; Είναι μια κτιστή πραγματικότητα, μια ηθική ζωή, όπως διαλαλούν οι Προτεστάντες;

Σε άλλο σημείο των γραπτών του αναφέρεται στο ότι «κατά την Λειτουργία ο πιστός βρίσκεται ήδη στα Άγια των Αγίων και δεν υπάρχει κάτι να του κρυφθή, πέρα από εκείνα που η αγάπη του Θεού του επιφυλάσσει για τον μέλλοντα αιώνα. Ακρόαση (με κατανόηση) των ευχών και Θεία Κοινωνία είναι αλληλένδετα, το ένα προϋποθέτει το άλλο».

Επομένως, κατά τον π. Βασίλειο, το ότι εκκλησιαζόμαστε είμαστε «ήδη στα Άγια των Αγίων», κατέχουμε όλη την γνώση του Θεού και περιμένουμε τον μέλλοντα αιώνα για να μας αποκαλύψη κάτι άλλο!

Ακόμη, η ακρόαση των ευχών της θείας Λειτουργίας με κατάνυξη είναι αλληλένδετο με την θεία Κοινωνία και το ένα προϋποθέτει το άλλο. Τώρα, το πως γίνεται να κοινωνούν τα βρέφη χωρίς να καταλαβαίνουν τις ευχές, το πως συμμετέχουμε στην θεία Λειτουργία και κοινωνούμε όταν αυτή τελήται σε μια ξένη γλώσσα, που δεν καταλαβαίνουμε, το πως κοινωνούμε τους αρρώστους στα νοσοκομεία χωρίς να προηγηθή θεία Λειτουργία, το πως δημιουργείται κατάνυξη μόνον με την κατανόηση των ευχών εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ να το καταλάβω.

Σε άλλο σημείο γράφει: «Δεν γνωρίζω κανέναν να ταυτίζει τη λογική κατανόηση με την μέθεξη και κοινωνία». Αυτό μου ακούγεται υπερβολικό και απόλυτο. Εγώ από πολλούς ακούω ότι πρέπει να μεταφρασθούν οι ευχές της θείας Λειουργίας για να τις καταλαβαίνουμε και να μετέχουμε στο Μυστήριο.

Πέρα από όλα αυτά, οι βαπτισμένοι και χρισμένοι στην θεία Λειτουργία δεν κοινωνούν μόνο από το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, αλλά κοινωνούν και «με τα ιερά λόγια των ακολουθιών». Γράφει: «Ο βαπτισμένος και χρισμένος πιστός κοινωνώντας με τα ιερά λόγια των ακολουθιών διεγείρεται προς ζήλο ένθεο και κατάνυξη, διότι συναντάται ως υπόσταση με την Υπόσταση του Αγίου Πνεύματος και με τις υποστάσεις των προ ημών αγίων».

Κατά τους «πείρα μεμυημένους» κατάνυξη είναι μια δωρεά της Χάριτος του Θεού και όχι μια κατανόηση, πολύ δε περισσότερο «κοινωνία με τα ιερά λόγια των Ακολουθιών». Έπειτα, δεν μπορώ να καταλάβω πως κανείς όταν κατανοή τα «ιερά λόγια», «συναντάται ως υπόσταση με την Υπόσταση του Αγίου Πνεύματος και με τις υποστάσεις των προ ημών αγίων». Γνωρίζω από την μελέτη των πατερικών κειμένων ότι οι άνθρωποι μετέχουν της ακτίστου ουσιώδους ενεργείας του Τριαδικού Θεού, και όχι της Υποστάσεως του Αγίου Πνεύματος, καθώς επίσης η κοινωνία με τους Αγίους γίνεται μέσα από την ησυχαστική ζωή, η οποία όμως συνδυάζεται με την όλη εκκλησιαστική ζωή και όχι μέσα από κατανόηση μερικών λέξεων.

Ο π. Βασίλειος Θερμός ενώ κάνει λόγο για κοινωνία «με τα ιερά λόγια των Ακολουθιών», τα οποία διεγείρουν τον άνθρωπο «προς ζήλο ένθεο και κατάνυξη», εν τούτοις σε άλλο σημείο καταφέρεται εναντίον της ιερότητας σε εξωτερικούς γλωσσικούς παράγοντες, διότι με αυτό λησμονείται η δυναμική των σταθμών της δημιουργίας-ενανθρώπησης-αγίου Χρίσματος και στην «ιδρυματοποίηση της Εκκλησίας». Γράφει: «Το θλιβερό αυτό φαινόμενο (να αναζητούμε την ιερότητα των λατρευτικών λόγων σε εξωτερικούς γλωσσικούς παράγοντες, που μας εμποδίζει να αντιληφθούμε πως η ιερότητα βρίσκεται στον ίδιο τον άνθρωπο-ναό του Αγίου Πνεύματος) αποτελεί καρπό της μακραίωνης ιδρυματοποιήσεως της Εκκλησίας μας και της λησμοσύνης της δυναμικής που διαθέτουν οι τρεις μνημειώδεις σταθμοί: Δημιουργία-Ενανθρώπηση-Άγιο Χρίσμα».

Διερωτώμαι, ποιός από μας αρνείται την διδασκαλία περί δημιουργίας, ενανθρωπήσεως, αγίου Χρίσματος για να ανήκουμε σε αυτό «το θλιβερό φαινόμενο»;

Οπωσδήποτε, η θεία Λειτουργία αποτελεί το κέντρο της εν Χριστώ ζωής. Από αυτήν απορρέουν όλα τα αγαθά και σε αυτήν καταλήγουν η πρέπει να καταλήγουν όλα τα έργα τα οποία επιτελούνται στην Εκκλησία. Αυτό είναι δεδομένο και αδιαπραγμάτευτο και όλα τα Μυστήρια συνδέονται στενά με αυτήν. Όπως έχει επισημανθή στο προηγούμενο άρθρο μου, όλοι συμμετέχουν στην θεία Λειτουργία, διαφοροτρόπως, ανάλογα με τα χαρίσματα που ο καθένας έχει και το έργο που επιτελεί στην Εκκλησία. Όλοι οι βαπτισμένοι και χρισμένοι έχουν την δυνατότητα να φθάσουν στην θέωση και να συμμετάσχουν στο «ουράνιο συλλείτουργο», αλλά στην θεία Λειτουργία δεν είναι όλοι «οι πιστοί ίσοι» και βεβαίως, υπάρχει «διαφορετική μεταχείριση».

Κατ' αρχάς υπάρχει διαφορά μεταξύ Κληρικών και λαϊκών. Οι Κληρικοί εισέρχονται στο Ιερό Βήμα, ο Προεστώς τελεί την θεία Λειτουργία και οι άλλοι Κληρικοί μετέχουν σε αυτήν· οι έχοντες ειδική διακονία με την χειροθεσία «υπηρετούν» στα Μυστήρια, όπως οι ψάλτες, οι αναγνώστες, και οι λαϊκοί προσεύχονται στον κυρίως Ναό. Σε αυτούς προστίθενται και οι μοναχοί.

Ο νη τῆς Πενθέκτης αναφέρεται στην τάξη των λαϊκών στην θεία Λειτουργία και αφορίζονται αυτοί που υπερβαίνουν την τάξη τους. Τον καταγράφω σε μετάφραση:

«Κανείς από τους λαϊκούς να μη δίνει στον εαυτό του τα θεία μυστήρια, όταν είναι παρών επίσκοπος η πρεσβύτερος η διάκονος. Κι όποιος τολμάει κάτι τέτοιο, να αφορίζεται για μια εβδομάδα, γιατί πράττει αντίθετα από όσα ορίστηκαν, ώστε έτσι να διαπαιδαγωγείται και να μη φρονεί αντίθετα από εκείνο που πρέπει να φρονεί».

Εδώ γίνεται λόγος για Κληρικούς και λαϊκούς. Οι λαϊκοί δεν μπορούν να κοινωνήσουν μόνοι τους, ενώ είναι παρόντες Κληρικοί, διαφορετικά αφορίζονται. Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται από τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη ότι οι ερημίτες Μοναχοί μπορούσαν τότε να κοινωνούν μόνοι τους, όταν ήταν ανάγκη, από τα Προηγιασμένα Δώρα. Δεν μπορούν, όμως, να κάνουν κάτι τέτοιο, όταν είναι παρόντες Κληρικοί. Κατά τον Ζωναρά αφορίζεται από τον ιερό Κανόνα αυτός που μεταλαμβάνει μόνος του, γιατί με την πράξη αυτή «ιερωσύνης αυτώ δοκεί περιτιθέναι αξίωμα». Μια τέτοια πράξη «οίησιν εκείνω προσμαρτυρεί».

Ο ξδ Κανών της Πενθέκτης έχοντας υπ' όψη σημαντικό χωρίο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, περί της ιεραρχικής δομής του εκκλησιαστικού πολιτεύματος, αναφέρεται στην δημόσια διδασκαλία. Τον καταγράφω σε μετάφραση:

«Δεν πρέπει να μιλάει η να διδάσκει δημόσια ένας λαϊκός οικειοποιούμενος έτσι διδασκαλική ιδιότητα, αλλά (πρέπει) να υποχωρεί στη διαταγή που παραδόθηκε από τον Κύριο και ν' ανοίγει καλά το αφτί του σ' αυτούς που έλαβαν τη χάρη του διδασκαλικού λόγου και να διδάσκεται απ' αυτούς τις θείες εντολές. Γιατί μέσα στη μία εκκλησία ο Θεός έχει δημιουργήσει διάφορα μέλη, σύμφωνα με το λόγο του Αποστόλου, τον οποίο ερμηνεύοντας ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, παρουσιάζει με σαφήνεια την τάξη μεταξύ των μελών λέγοντας: "αυτήν την τάξη να σεβόμαστε, αδέλφια, αυτή να τηρούμε. Ο ένας να είναι αφτί, ο άλλος γλώσσα, ο άλλος χέρι, ο άλλος κάτι άλλο· ο ένας να διδάσκει, ο άλλος να μαθαίνει"· και λίγο πιο κάτω: "και αυτός που μαθαίνει να μαθαίνει υπάκουα και αυτός που διδάσκει να προσφέρει τη διδασκαλία χαρούμενος και αυτός που υπηρετεί, να υπηρετεί με προθυμία και να μην είμαστε όλοι γλώσσα, που είναι το πιο εύκολο· μην είμαστε όλοι Απόστολοι μήτε όλοι προφήτες μήτε όλοι να ερμηνεύουμε"· και ύστερα από λίγο: "γιατί κάνεις τον εαυτό σου ποιμένα, ενώ είσαι πρόβατο; Γιατί γίνεσαι κεφάλι, ενώ είσαι πόδι; Γιατί προσπαθείς να είσαι στρατηγός, ενώ βρίσκεσαι ανάμεσα στους στρατιώτες;"· και αλλού: "η σοφία συμβουλεύει: να μην είσαι γρήγορος στα λόγια· να μην απλώνεσαι δίπλα στον πλούσιο, ενώ είσαι φτωχός και να μη ζητάς να είσαι σοφότερος απ' τους σοφούς". Κι αν κάποιος βρεθεί να μη συμμορφώνεται σ' αυτόν τον κανόνα, να αφορίζεται για σαράντα μέρες».

Επομένως, κατά τον ιερό αυτό Κανόνα, ο λαϊκός δεν πρέπει να διδάσκη δημοσία, δηλαδή στην Λατρεία, γιατί έτσι οικειοποιείται την διδασκαλική ιδιότητα που ανήκει στους Κληρικούς, ενώ αυτός πρέπει να διδάσκεται. Αυτό στηρίζεται στους λόγους του Αποστόλου Παύλου και του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ότι, δηλαδή, υπάρχουν διάφορα χαρίσματα μέσα στην Εκκλησία.

Ο Ζωναράς ερμηνεύοντας τον Κανόνα λέγει: «Έκαστος, εν η εκλήθη τάξει, εν ταύτη μενέτω». Ο Βαλσαμών ερμηνεύει: «Το διδάσκειν τον του Κυρίου λαόν, και ερμηνεύειν τα θεία δόγματα, μόνοις εδόθη παρά της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος τοις αρχιερεύσιν, και τοις παρά τούτων επιτρεπομένοις». Οι Πατέρες με τον Κανόνα αυτό, επειδή μερικοί «διδασκαλικόν υπεκρίνοντο αξίωμα», απαγόρευσαν να διδάσκουν οι λαϊκοί, γιατί «οι λαϊκοί διδάσκεσθαι ετάχθησαν, ουχί διδάσκειν». Προέτρεψαν δε «μηκέτι τι γίνεσθαι, και συγχέεσθαι την εκκλησιαστικήν ευταξίαν». Πόσο σημαντικός είναι αυτός ο Κανών σήμερα που Πρεσβύτεροι και λαϊκοί διδάσκουν όχι μόνον τον λαό, αλλά και τους Επισκόπους και τους κρίνουν αδίκως και με τον τρόπο αυτό συγχέεται «η εκκλησιαστική ευταξία»! Αλλά αν αυτό ισχύη για την διδασκαλία, πόσο μάλλον για την «συλλειτουργία», όπως την εννοούν μερικοί.

Οι δύο αυτοί Κανόνες είναι χαρακτηριστικοί του «πνεύματος» της Ορθοδόξου Παραδόσεως, σύμφωνα με την οποία μέσα στην Εκκλησία υπάρχουν χαρίσματα διακονιών «κατά τάξιν» τα οποία δεν μπορούν να υπερβαίνωνται λόγω της Χάριτος του Βαπτίσματος και του Χρίσματος. Όλοι οι βαπτισθέντες και χρισθέντες, που ζουν με μετάνοια και προσευχή, συμμετέχουν στο «Βασίλειο Ιεράτευμα», αλλά ποτέ δεν υπερβαίνουν την τάξη των λαϊκών, καίτοι είναι χαρισματούχοι. Τελικά, οι λαϊκοί μέσα στην Εκκλησία είναι χαρισματούχοι, αλλά ανήκουν στους ποιμαινομένους και όχι στους ποιμένες. Δεν μπορεί ένας που είναι πρόβατο μέσα στην Εκκλησία να κάνη τον ποιμένα και να αρνήται να ποιμαίνεται, ούτε ο πους μέσα στο Σώμα της Εκκλησίας μπορεί να αντικαθιστά η να τίπτη την κεφαλή!

Έπειτα, στον Ναό υπάρχουν και οι μετανοούντες οι οποίοι σε μια συγκεκριμένη στιγμή καλούνται να εξέλθουν από τον Ιερό Ναό μαζί με τους κατηχουμένους και τους προς το φώτισμα ευτρεπιζομένους. Στην αρχαία Εκκλησία εξέρχονταν από τον Ναό και οι μετανοούντες, διότι με την αμαρτία έχασαν την ενεργοποίηση του χαρίσματος και έπρεπε να επανέλθουν στην προηγούμενη κατάσταση, προκειμένου να εισέλθουν πάλι στον Ιερό Ναό και να συνευχηθούν με τους πιστούς.

Η αμαρτία, κατά την βιβλικοπατερική παράδοση, δεν είναι μια ψυχολογική συναισθηματική και νομική κατάσταση, αλλά είναι στέρηση «της δόξης του Θεού» (Ρωμ. γ , 23). Δια της μετανοίας, κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, ο άνθρωπος «εαυτόν προς την Εκκλησίαν του Θεού επανάγοι» (στ Κανών Γρηγορίου Νύσσσης). Στην θεία Λειτουργία, κατά τους ιερούς Κανόνες, υπάρχουν τρεις επάλληλοι κύκλοι ενότητας. Στον στενότερο κύκλο ανήκουν οι κοινωνούντες των Αχράντων Μυστηρίων, στον αμέσως επόμενο οι προσευχόμενοι και στον ευρύτερο κύκλο ανήκουν οι ακούοντες τον λόγο του Θεού και μετανοούντες. Όλοι αυτά φαίνονται ευδιάκριτα στην Παράδοση της Εκκλησίας.

Σε Κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου φαίνεται ότι οι βαπτισθέντες και χρισθέντες Χριστιανοί συμμετέχουν στην θεία Λειτουργία αναλόγως της πνευματικής τους καταστάσεως και της μετανοίας τους. Σύμφωνα με την διδασκαλία αυτή οι Χριστιανοί διαιρούνται σε προσκλαίοντες, ακροωμένους, υποπίπτοντες, συνισταμένους και κοινωνούντες.

Ο Μ. Βασίλειος «κανονίζει» να περνούν οι μετανοούντες μέσα από διάφορα στάδια μετάνοιας, ώστε να διαπιστωθή η μετάνοιά τους. Άλλωστε, η μετάνοια δεν είναι μια διανοητική και συναισθηματική κατάσταση, αλλά μια ολοκληρωτική αλλαγή του ανθρώπου.

Υπήρχαν τα εξής στάδια μετανοούντων: οι προσκλαίοντες, που όφειλαν να παραμένουν έξω από την θύρα του Ναού και να ζητούν από τους εισερχομένους να προσευχηθούν γι’ αυτούς εξομολογούμενοι την αμαρτία τους· οι ακροώμενοι τα ιερά αναγνώσματα, που εξέρχονταν από τον Ναό μαζί με τους κατηχουμένους· οι υποπίπτοντες που προσεύχονταν γονατιστοί και εξέρχονταν του Ναού μαζί με τους κατηχουμένους· οι συνιστάμενοι οι οποίοι παρέμεναν μαζί με τους πιστούς μέχρι το τέλος της θείας Λειτουργίας, χωρίς, όμως, να κοινωνούν των Τιμίων Δώρων· και τέλος οι κοινωνούντες του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Οι μετανοούντες παρέμειναν σε αυτές τις κατηγορίες διαδοχικά και σε κατάλληλο χρονικό διάστημα (βλ. Κανόνες 56, 57, 58, 59 του Μ. Βασιλείου).

Το ότι οι αμαρτήσαντες δεν εξέρχονται σήμερα από τον Ναό και παραμένουν σε αυτόν είναι μια οικονομία της Εκκλησίας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι είναι «ίσοι κατά την Λατρεία» και δεν συνεπάγεται «διαφορετική μεταχείριση κατά τη Λατρεία». Άλλωστε, οι πιστοί δεν είναι μόνον όσοι έχουν την πίστη εξ ακοής, αλλά κυρίως όσοι έχουν την πίστη εκ θεωρίας. Για όλους αυτούς τους ανθρώπους απευθύνονται ειδικές προσευχές στον Θεό από τον λειτουργό Ιερέα.

Αυτή η ποικιλότροπη συνύπαρξη και συμμετοχή Κληρικών και λαϊκών στην θεία Λειτουργία φαίνεται σε όλη την Παράδοσή μας. Είναι χαρακτηριστικά όσα λέγει ο ιερός Νικόλος Καβάσιλας στην ερμηνεία του Εις την θείαν Λειτουργίαν.

Στην αρχή του έργου αυτού ο ιερός Νικόλαος Καβάσιλας αναλύει ότι το έργο της αγίας τελετής του ιερού Μυστηρίου είναι η μεταβολή των δώρων εις θείο Σώμα και Αίμα, τέλος δε να αγιασθούν οι πιστοί και να λάβουν άφεση αμαρτιών και κληρονομία της Βασιλείας των ουρανών.

Οι ευχές, οι ψαλμωδίες, τα αναγνώσματα των Αγίων Γραφών και όλα όσα γίνονται και λέγονται ιερώς πριν και μετά τον αγιασμό των Δώρων είναι προετοιμασμένα και συντελούν προς τον σκοπό αυτό. Γράφει δε ότι ο Θεός δίνει τα δώρα Του ως δωρεά («προίκα») αλλά απαιτεί από μας να είμαστε άξιοι να τα λάβουμε και να τα φυλάξουμε, καθώς επίσης δεν μεταδίδει αγιασμό σε αυτούς που δεν έχουν τέτοια διάθεση.

Όλα όσα γίνονται στην θεία Λειτουργία μας αγιοποιούν με δύο τρόπους, αφ' ενός μεν «προς το δέξασθαι καλώς» το Σώμα, αφ' ετέρου δε «προς το συντηρήσαι τον αγιασμόν και μείναι κατέχοντας».

Από όλη την ανάλυση της θείας Λειτουργίας που κάνει θα σημειωθούν τρία σημεία που είναι σημαντικά για το θέμα που μας απασχολεί εδώ.

Το πρώτο ότι κατά την θεία Λειτουργία ωφελούμαστε και αγιαζόμαστε «διχώς»-διττώς. Ο ένας τρόπος είναι από τις ευχές, τους ψαλμούς, τα αναγνώσματα, και ο άλλος τρόπος είναι από τα τελούμενα στην ιερουργία. Με όλα όσα τελούνται από τον Ιερέα «η οικονομία του Σωτήρος σημαίνεται». Δεν ωφελούν μόνον οι ευχές στην θεία Λειτουργία, «αλλά και τα τελούμενα ταύτα έχει τον τρόπον· και γίνεται μεν έκαστον της χρείας ένεκα της επισταμένης σημαίνει δε και τι των του Χριστού έργων η πράξεων η παθών».

Αυτό σημαίνει ότι όλοι ωφελούνται στην θεία Λειτουργία, Κληρικοί και λαϊκοί, εγγράμματοι και αγράμματοι, ενήλικες και ανήλικοι. Όλοι αγιαζόμαστε και από όσα λέγονται και από όσα γίνονται. Δηλαδή, εκτός από την γλώσσα με την οποία επικοινωνούμε, υπάρχει και η γλώσσα των συμβόλων.

Το δεύτερο σημείο είναι ότι ο Νικόλαος Καβάσιλας, αναλύοντας την θεία Λειτουργία, αναφέρεται στο ότι τελείται υπό του Ιερέως και όχι από την κοινότητα και αυτό φαίνεται από τις συχνές δεήσεις και προτροπές του Ιερέως και του Διακόνου προς τον λαό. Προσεύχεται ο Ιερεύς για να αξιωθή της μεγάλης δωρεάς, και προσεύχεται υπέρ του λαού και παραγγέλλει στον λαό να προσεύχεται.

Ο Ιερεύς τελεί τα Μυστήρια «και εύχεται (ο ιερεύς) μη ανάξιος οφθήναι του προκειμένου, αλλά καθαραίς χερσί και ψυχή και γλώττη τω μυστηρίω διακονήσαι». «Ο δε ιερεύς τα μεν δώρα τίθησι επί της τραπέζης· αυτός δε ως ήδη προς τη τελετή γενόμενος και μέλλων της φρικτής άπτεσθαι θυσίας, έτι εαυτού ευτρεπίζει και δια των ευχών καθαίρει και προς των ιερουργίαν παρασκευάζει, και ουχ εαυτόν μόνον αλλά και το περιστώς πλήθος καταρτίζει και διατίθησι προς την χάριν ευχή και τη προς αλλήλους αγάπη και τη ομολογία της πίστεως».

Υπάρχουν πολλές παρόμοιες φράσεις στην ερμηνεία της θείας Λειτουργίας του Νικολάου Καβάσιλα: «Περί δε τούτων (ο ιερεύς) τους περιεστώτας πιστούς εύχεσθαι κελεύει υπέρ ων εύχεσθαι τότε δει».

Το τρίτο σημείο είναι ότι, καίτοι ο Ιερεύς τελεί την θεία Λειτουργία, όμως η Χάρη του Θεού ενεργεί κατά διττόν τρόπο στα Τίμια Δώρα: «Ένα μεν τρόπον καθ' ον αυτά αγιάζεται, έτερον δε καθ' ον η χάρις δι' αυτών ημάς αγιάζει». Ο πρώτος τρόπος είναι ότι ο Θεός αγιάζει τα Δώρα, δια του Ιερέως, ανεξάρτητα από τα ανθρώπινα πάθη, ο δεύτερος τρόπος είναι ότι η Χάρη αγιάζει τον Ιερέα και τους πιστούς δια των Δώρων, όταν υπάρχη δική μας σπουδή, γιατί διαφορετικά δεν μας αγιάζει: «Αγιάζει γαρ η χάρις δια των δώρων ημάς, εάν προς τον αγιασμόν επιτηδείως έχοντας λάβη, αν δε απαρασκευάστοις εμπέση, ούτε όφελος ήνεγκεν ουδέν και μυρίων ημίν ενέθηκε βλαβών».

Έτσι στην θεία Λειτουργία συμμετέχουν οι Χριστιανοί διαφοροτρόπως. Άλλο είναι το έργο των Κληρικών και άλλο των λαϊκών. Όπως η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού που έχει διάφορα μέλη και κάθε μέλος έχει διαφορετικό έργο να επιτελέση, έτσι και η λειτουργική κοινότητα είναι ένα σώμα, το Σώμα του Χριστού που προσεύχεται και κάθε μέλος έχει το δικό του έργο να επιτελέση. Όπως το ανθρώπινο σώμα έτσι και στο σώμα της Εκκλησίας υπάρχει ενότητα εν τη ποικιλία και ποικιλία εν τη ενότητι. Αυτή η ενότητα διασαλεύεται όταν παρατηρούνται διαφοροποιήσεις και υπερβάσεις των χαρισμάτων διακονίας.

Στον δυτικό Χριστιανισμό διαπιστώνουμε ότι στους μεν «Καθολικούς» παρατηρείται η κληρικοκρατία, στους δε Προτεστάντες η λαϊκοκρατία. Για να είμαστε ειλικρινείς πρέπει να πούμε ότι αυτές οι δύο τάσεις κατά καιρούς επηρέασαν και τον ορθόδοξο χώρο. Επομένως, η αυθεντική εκκλησιαστική ζωή δεν υιοθετεί ούτε την κληρικοκρατία ούτε την λαϊκοκρατία.

Στα γραπτά του π. Βασιλείου Θερμού παρατηρώ ότι υπάρχει ένας έντονος λαϊκισμός, γίνεται λόγος για τα «δικαιώματα» και τις «υποχρεώσεις» των λαϊκών λόγω της «χειροτονίας του Βαπτίσματος και του Χρίσματος». Φυσικά, οι λαϊκοί δεν είναι οι μη χαρισματούχοι, αλλά εκείνοι που έχουν χαρίσματα, που έχουν λάβει το Βάπτισμα και το Χρίσμα και έτσι αποτελούν την «αγρυπνούσα συνείδηση της Εκκλησίας». Όπως χάρισμα είναι το «ποιμαίνειν», έτσι χάρισμα είναι και το «ποιμαίνεσθαι». Αλλά ο λαός μέσα στην Εκκλησία, κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, είναι «η θεωρητική τάξις», που σημαίνει ενεργοποιείται σε αυτούς το χάρισμα της γνώσεως της αληθείας, της ομολογίας της πίστεως, της προσευχής. Ο Γέροντας Σωφρόνιος σαφώς δίδασκε ότι το Βασίλειο Ιεράτευμα των πιστών είναι στην πραγματικότητα η προσευχή υπέρ όλου του κόσμου, που γίνεται και από τους λαϊκούς και είναι μια ιδιαίτερη ιερουργία.

Στο ερώτημα που τίθεται είναι: γιατί μερικοί με τις απόψεις περί «γενικής ιερωσύνης» ανατρέπουν αυτήν την τάξη, συνειδητά η ασυνείδητα, αφού προσπαθούν να συνδέσουν τους πιστούς με τους Κληρικούς, και όχι τους πιστούς με τους Ιεροψάλτες, οι οποίοι είναι βασικά οι εκπρόσωποι του λαού στην ανταπόκριση των δεήσεων και των ευχών του Ιερέως; Εδώ υπάρχει ένα σαφέστατο πρόβλημα.

Επομένως, προκειμένου να βελτιώσουμε την λατρεία μας δεν πρέπει απλώς να εξυψώσουμε και να οδηγήσουμε τους πιστούς προς τους Κληρικούς που εισέρχονται στο Ιερό Βήμα για να τελέσουν την θεία Λειτουργία, αλλά να βελτιώσουμε τον τρόπο της ψαλμωδίας, της αξίας προσελεύσεως των Χριστιανών στα Μυστήρια, και ιδίως στο Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.

Τόσο οι Κληρικοί όσο και λαϊκοί θα πρέπει να καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια όχι απλώς να κατανοούν όσα λέγονται και γίνονται στην θεία Λειτουργία, αλλά για να βιώσουν το «πνεύμα» της θείας Λειτουργίας, που είναι το «πνεύμα» της κενωτικής αγάπης, της θυσίας και της προσφοράς, κατά το πρότυπο του Χριστού.

Αυτό διασώζεται στον λόγο του προφήτου Ησαΐα, που λέμε οι Κληρικοί στην προσκομιδή, «ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη, και ως αμνός άμωμος, εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος, ούτως ουκ ανοίγει το στόμα αυτού. Εν τη ταπεινώσει η κρίσις αυτού ήρθη· Την δε γενεάν αυτού τις διηγήσεται; ότι αίρεται από της γης η ζωή αυτού, από των ανομιών του λαού μου ήχθη εις θάνατον» (Ησ. νγ , 7-8), αλλά και στην εκφώνηση του Ιερέως: «τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα».

Η παρουσία των λαϊκών πιστών τον Ναό δεν είναι τυπική και μηχανική, αλλά πρέπει να επιφέρη αλλοίωση πνευματική. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι αυτό γίνεται με το να συνάζη ο Χριστιανός «τον οικείον νουν» και να τον ανυψώνη «προς τον Θεόν» και να μελετά και να προσέχη με την διάνοιαν «τα ιερά άσματα απ' αρχής άχρι τέλους». Τότε αλλοιώνεται πνευματικά «αναλόγως τη προς τον Θεόν και τα θεία λόγια μελέτη». Και έτσι «θέρμη τις εγγίνεται τη καρδία δια της μελέτης ταύτης», η οποία εκδιώκει ως μύγες τους πονηρούς λογισμούς, προκαλεί πνευματική ειρήνη και παρηγοριά στην ψυχή και παρέχει στο σώμα τον αγιασμό.

Η μαρτυρία αυτή είναι πολύτιμη, γιατί περιέρχεται από έναν πεπειραμένο θεολόγο. Η ψυχή και το σώμα των πιστών αγιάζεται κατά την διάρκεια της παρουσίας του στον Ναό, και αυτό συνδέεται με την συνέλιξη του νου και την ανύψωση στον Θεό (νοερά προσευχή) και την συγκέντρωση της διανοίας στα «ιερά άσματα».

Η προσπάθεια όλων μας έγκειται στο να ζήσουμε τον ευχαριστιακό τρόπο ζωής, να μάθουμε τον κενωτικό τρόπο ζωής, δηλαδή να προσφερόμαστε με θυσία στον Θεό και τους αδελφούς μας, να αποβάλλουμε την φιλαυτία και να αποκτήσουμε την φιλοθεΐα και την φιλανθρωπία.

Όταν ζούμε κατ' αυτόν τον τρόπο, λίγο ενδιαφέρει το ποιά θέση κατέχουμε μέσα στον Ναό κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας, αφού μπορεί ένας λαϊκός να φύγη ωφελημένος από τον Ιερό Ναό, όπως ο Τελώνης της παραβολής, πράγμα το οποίο να μη συμβή με τον Ιερέα, όπως έγινε στον Φαρισαίο.

Γι' αυτό «προς Θεού» δεν πρέπει να ανοίξουμε «πόλεμο», έριδες και διαμάχες για τα «δικαιώματά» μας μέσα στην Εκκλησία και την Λατρεία, ιδίως στην θεία Λειτουργία. Άλλωστε, έχουμε μάθει να προσευχόμαστε στον Θεό «δίδαξόν με τα δικαιώματά ΣΟΥ» και όχι «δίδαξόν με τα δικαιώματά ΜΟΥ», «ελθέτω η Βασιλεία ΣΟΥ» και όχι «ελθέτω η βασιλεία ΜΟΥ».

7. Ναός του Αγίου Πνεύματος και «μαγική θρησκευτικότητα»

Ο π. Βασίλειος Θερμός στο κείμενό του κρίνει τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη και κατ' επέκταση και εμένα, επειδή δεν αναφερόμαστε στην «ουσιώδη επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος» σε κάθε άνθρωπο, ο οποίος είναι ναός του Αγίου Πνεύματος.

Διαφωνεί με τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη που λέγει: «απόδειξη ότι κάποιος έχει το Άγιο Πνεύμα είναι ότι ο άνθρωπος αυτός προσεύχεται». Αρνείται αυτήν την σκέψη του, γιατί πιστεύει ότι «πλήθος ανθρώπων που δεν προσεύχονται και δεν ασκούνται πνευματικά (η το πράττουν διαλειπόντως) ουχ ήττον Το έχουν λάβει ουσιωδώς κατά τα εισαγωγικά μυστήρια».

Για μένα γράφει: «Εκείνο που δεν συναντούμε στα γραπτά του είναι η πίστη στην ουσιώδη εγκατάσταση του Αγίου Πνεύματος στον χριόμενο άνθρωπο». Και σε άλλο σημείο γράφει ότι υπερτονίζω «τη σημασία των διαφορών στη πνευματική πρόοδο των πιστών» και στηρίζομαι σε αυτές «προκειμένου να οριοθετήση την θέση του καθενός στη Λατρεία». Και συνεχίζει: «Έτσι όμως ακυρώνεται η "ουσιώδης" εγκατάσταση του Αγίου Πνεύματος στον άνθρωπο μέσω του Χρίσματος, η οποία του δίνει την ξεχωριστή θέση στη Λατρεία».

Χρησιμοποιεί στα κείμενά του επτά φορές την λέξη «ουσιώδη» επιφοίτηση η εγκατάσταση του Αγίου Πνεύματος στον χριόμενο άνθρωπο. Κανείς δεν αρνείται, όπως ανέπτυξα προηγουμένως, την μεγάλη σημασία του Βαπτίσματος και του Χρίσματος για την πνευματική ζωή, αλλά εκείνο το οποίο επισημαίνουμε είναι ότι δεν είναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο "ενεργεία" ναό του Αγίου του Πνεύματος, αν το χάρισμα δεν ενεργοποιήται με την άσκηση, την τήρηση των εντολών του Χριστού και την προσευχή σε συνδυασμό, βέβαια, με τα Μυστήρια της Εκκλησίας.

Θεωρώ ότι αποτελεί μεγάλο δογματικό λάθος η λέξη «ουσιώδης εγκατάσταση του Αγίου Πνεύματος» μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, όπως την χρησιμοποιεί ο π. Βασίλειος, που την επαναλαμβάνει πολλές φορές, παρερμηνεύοντας το χωρίο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Επειδή το θέμα είναι σοβαρό, γι' αυτό θα επεκτείνω τον λόγο.

Πρώτον. Γνωρίζουμε από την θεολογία ότι ο Θεός έχει ουσία και ενέργεια και ότι ως προς την ουσία είναι αμέθεκτος από τον άνθρωπο, ενώ είναι μεθεκτός κατά τις ενέργειές Του. Το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται κατ' ουσίαν εκ του Πατρός και πέμπεται κατ' ενέργεια και δια του Υιού.

Υπάρχουν τρεις τρόποι ενώσεως, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, ήτοι μεταξύ των Προσώπων της Αγίας Τριάδος, στην ένωση των δύο φύσεων στον Χριστό και στην ένωση του ανθρώπου με τον Θεό.

Τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος μετέχουν της ουσίας του Θεού (κατ' ουσίαν ένωσις), η θεία και ανθρώπινη φύση στον Χριστό συνδέονται καθ' υπόσταση (καθ' υπόστασιν ένωσις) και ο άνθρωπος κοινωνεί της ενεργείας του Τριαδικού Θεού (κατ' ενέργειαν ένωσις). Επομένως, ο άνθρωπος είναι ναός του Αγίου Πνεύματος κατ' ενέργεια και όχι κατ' ουσία και καθ' υπόσταση.

Δεύτερον. Το χωρίο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά το οποίο χρησιμοποιεί ο π. Βασίλειος Θερμός και καταλήγει ότι στα γραπτά μου, όπως και στον π. Ιωάννη Ρωμανίδη, δεν συναντούμε την «πίστη στην ουσιώδη εγκατάσταση του Αγίου Πνεύματος στον χριόμενο άνθρωπο...», το παρερμηνεύει. Αν διαβάση κανείς προσεκτικά το χωρίο αυτό, θα διαπιστώση τα εξής:

α) Η όλη θεολογική ανάλυση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά αφορά την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός και την πέμψη δια του Υιού. Άλλωστε, πρόκειται για χωρίο προερχόμενο από το έργο του «Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος», στο οποίο ανατρέπει την κακοδοξία των Λατίνων για το Filioque.

Οι Λατίνοι υποστήριζαν ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και του Υιού. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ερμηνεύοντας χωρία του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας και του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ανατρέπει αυτήν την κακοδοξία, διδάσκοντας ότι και τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν την ίδια ενιαία ουσία. «Ει δε και ουσιωδώς εξ αμφοίν είπε προχεόμενον, ουδέν καινόν». Άλλο είναι η κατ' ουσία εκπόρευση του Πνεύματος μόνον από τον Πατέρα και άλλο είναι η κατ' ενέργεια πέμψη που γίνεται και δια του Υιού.

Έτσι, το Άγιον Πνεύμα επιδημεί στους Αποστόλους και ενεργεί τελειότερον, κατά τον Γρηγόριο τον Θεολόγο «ουσιωδώς ως αν είποι τις παρόν και συμπολιτευόμενον», δηλαδή, δεν χωρίζεται από τα άλλα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Το ίδιο συνέβη και με την αποστολή του Λόγου, που ήταν «ουσιώδης» από τα δύο άλλα Πρόσωπα, δηλαδή τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα. Επομένως, η περί ουσιώδους διδασκαλία αναφέρεται στον Τριαδικό Θεό.

β) Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στις μετέπειτα αναλύσεις του αναφέρθηκε διεξοδικώς στο περί της ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Σύμφωνα με αυτήν την διδασκαλία η ουσία του Θεού είναι η άκτιστη φύση, η δε ενέργειά Του είναι τα φυσικά προσόντα περί την φύση θεωρούμενα η η ουσιώδης κίνηση και δύναμη και ενέργεια της φύσεως. Έτσι, η ενέργεια του Θεού λέγεται ουσιώδης ενέργεια.

Ο άγιος Γρηγόριος υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει ανενέργητος ουσία ούτε ανούσιος ενέργεια, καθώς επίσης η ενεργής ουσία και η ουσιώδης ενέργεια είναι «εν ταυτώ το Είναι» και η φανέρωση του Είναι του τρισυποστάτου Θεού και όχι ενός απροσώπου Θεού, όπως επεξηγεί ο Ιερομόναχος (νυν Μητροπολίτης) Αμφιλόχιος Ράντοβιτς. Γιατί ο ανούσιος η ανυπόστατος η ανενέργητος Θεός είναι ανύπαρκτος Θεός.

Έτσι η άκτιστη ενέργεια του Θεού λέγεται «ένωσις» επί της Τριάδος, κυρίως, στα Πρόσωπα, αλλά και ο Τριαδικός Θεός όταν ενεργή προς τα έξω δια της κοινής και ενιαίας ενεργείας «μεριζόμενος κατ' αυτήν αμερίστως, δεν εκπίπτει του ενιαίου Αυτού». Η άκτιστη ουσιώδης ενέργεια και όταν μερίζεται «μερίζεται ουχί υποστατικώς». Οπότε, τα Τρία Πρόσωπα έχουν μία και την αυτήν ουσία, μία και την αυτήν ενέργεια η οποία πηγάζει αρρήτως από την ουσία.

Από αυτό εξάγεται ότι στο χωρίο αυτό του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά το «ουσιωδώς» αναφέρεται και στην ουσιώδη ενέργεια του Θεού, της οποίας μετέχει ο άνθρωπος, και όχι στην κατ' ουσίαν ένωση του Θεού με τον άνθρωπο.

γ) Στο συγκεκριμένο χωρίο φαίνονται καθαρά οι τρεις ενώσεις, η κατ' ουσίαν που συμβαίνει στα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, η καθ' υπόστασιν, που συμβαίνει στον Θεάνθρωπο Χριστό, και η κατά την ουσιώδη ενέργεια, της οποίας μετέχει ο άνθρωπος. Έτσι, εξηγείται το χωρίο για την δύναμη του Αγίου Πνεύματος «αλλά και πάρεστιν αεί ουσιωδώς ημίν, πάντως δε και καθ' υπόστασιν, καν ημείς της ουσίας η της υποστάσεως ήκιστα μετέχωμεν, αλλά της Χάριτος». Εμείς μετέχουμε της ουσιώδους ενεργείας, η οποία είναι και υποστατική (όχι η καθ' υπόστασιν ένωσις), διότι το ενεργούν είναι το Πρόσωπο, αλλά ποτέ της ουσίας του Θεού, γιατί αυτό θα ήταν πανθεϊσμός.

Κατόπιν των ανωτέρω θεωρώ ότι ο π. Βασίλειος παρερμηνεύει το χωρίο η δίνει την δυνατότητα να εκληφθή ότι «ουσιωδώς», κατά την ουσία, εγκαθίσταται το Άγιον Πνεύμα στον χριόμενο.

Τέταρτον. Επειδή ο π. Βασίλειος αναφέρθηκε σε χωρίο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά περί εγκαταστάσεως του Αγίου Πνεύματος μέσα στον άνθρωπο, το οποίο παρερμήνευσε, και επειδή αυτό έχει σχέση με τις απόψεις του για την συμμετοχή των πιστών στην Λατρεία, θα αναφερθώ στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά για το θέμα αυτό, όπου φαίνεται πως φανερώνεται το Άγιον Πνεύμα στον άνθρωπο, αλλά και πως αφίπταται από αυτόν.

Κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, το Άγιον Πνεύμα ενεργεί διαφοροτρόπως στους βαπτισθέντες. Χρησιμοποιεί χωρίο του Μ. Βασιλείου σύμφωνα με το οποίο το Άγιον Πνεύμα είναι «ενυπάρχον τοις μεν ατελέσιν έτι, ώσπερ τις διάθεσις "δια το της γνώμης ανίδρυτον", τοις δε τελειωτέροις ως έξις επίκτητος, εστι εφ' ων ενερριζωμένη και ταύτης μάλλον· "ως γαρ η δύναμις", φησί, "του οράν εν τω υγιαίνοντι οφθαλμώ, ούτως η ενέργεια του Πνεύματος εν τη κεκαθαρμένη ψυχή"». Έτσι ενεργεί αλλιώς στους ατελείς, αλλιώς στους τελειοτέρους που έχουν οφθαλμό για να το δουν και κεκαθαρμένη ψυχή, γιατί τελικά «όργανά εισι του Αγίου Πνεύματος οι άγιοι».

Σε άλλο σημείο, μιλώντας για τον τρόπο ενεργείας του Αγίου Πνεύματος στους ανθρώπους, ανάλογα με την πνευματική τους κατάσταση, λέγει ότι «το τοιούτον επιλάμπει φως και τοις τελείοις γίνεται προσθήκη ταπεινώσεως, αλλ' ετέρα τω είδει παρά την των εισαγομένων». Αναφέροντας δε χωρία διαφόρων Αγίων, ήτοι του αγίου Διαδόχου Φωτικής, του οσίου Νείλου και του αγίου Μακαρίου, ομιλεί για την ποικίλη ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου και την εσωτερική δια του νοός προσευχή.

Αναφερόμενος στην λήψη της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος με τα Μυστήρια του Βαπτίσματος, του Χρίσματος, της θείας Κοινωνίας, λέγει ότι συμβαίνει ο,τι και με τους τύπους των μυστηρίων στην Παλαιά Διαθήκη. Όπως στους Ισραηλίτες, που εξέκλιναν σε σαρκικές επιθυμίες, δεν ωφέλησαν τίποτε οι τύποι των μυστηρίων που τους δόθηκαν, ούτε εξαιρέθηκαν της θείας εγκαταλείψεως και γι' αυτό δεν έφθασαν στην γη της επαγγελίας, το ίδιο συμβαίνει και με τα αληθή Μυστήρια στην Καινή Διαθήκη. «Είπερ εν αμαρτίαις ζην προαιρούμεθα, το θείον βάπτισμα και τα επόμενα τούτω θεία μυστήρια της αιωνίου καταδίκης ου ρύσεται, αλλ' εκπεσούμεθα της ουρανίου κληρονομίας ως εκείνοι (οι Ισραηλίτες) της γης της επαγγελίας αμετανοήτως πολιτευόμενοι και ταις θείαις εντολαίς μη πειθόμενοι».

Το σημαντικό είναι ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μιλώντας την ημέρα των Θεοφανείων για το Μυστήριο του Αγίου Βαπτίσματος και για την μετάνοια, κάνει λόγο για το ότι το Άγιον Πνεύμα «και εφίσταται και αφίπταται» από τον άνθρωπο, «αυτεξουσίως ως ομοσθενές Πατρί τε και Υιώ». Αναφερόμενος σε όσα τελούνται κατά το θείο Βάπτισμα και στην μετάνοια, αναλύει στο ποίμνιό του στην Θεσσαλονίκη ότι το Άγιον Πνεύμα και «επέρχεται και απέρχεται αυτεξουσίως ως ομοδύναμο με τον Πατέρα και τον Υιόν». Έτσι, παραμένει σε όσους ζουν με μετάνοια, ακόμη και αν αμαρτήσουν, όπως συνέβη στον Δαυίδ, και «απανίσταται», δηλαδή απομακρύνεται «των αμετανοήτως αμαρτανόντων», όπως συνέβη στον Σαούλ. Γι' αυτό εύχεται στους βαπτισθέντες πιστούς: «Γένοιτο ημάς πάντας έργοις και λόγοις και λογισμοίς δια βίου της μετανοίας αντεχομένους ένοικον τούτ' έχειν δια παντός συνετίζον και περιέπον και την ανωτάτην σωτηρίαν παρέχον».

Εάν δεν μετατρέψουμε τις υποσχέσεις που δώσαμε στο Βάπτισμα σε έργο, τότε «τα ιερά εκείνα σύμβολα» και οι υποσχέσεις που δόθηκαν «ου μόνον ουκ ωφελούσι τον άνθρωπον, αλλά και καταδίκη δικαίως καθυποβάλλουσιν».

Ένα άλλο σημείο είναι αξιοπρόσεκτο. Η γνώση των θείων ελλάμψεων είναι εμπειρικό φαινόμενο. Επειδή ο Βαρλαάμ υποστήριζε ότι οι οράσεις των Προφητών είναι χειρότερες της φιλοσοφικής νοήσεως, ο άγιος Γρηγόριος αντικρούει αυτήν την άποψη λέγοντας ότι «ο πείρα μαθών μόνος οίδε τας ενεργείας του Παναγίου Πνεύματος», οπότε ο Βαρλαάμ, που ομιλεί χωρίς να έχη πείρα και χωρίς να παραδέχεται αυτούς που γνώρισαν τα θέματα αυτά από πείρα είναι ψευδολόγος και διακρίνεται από αδολεσχία: «ψευδολογίαν είναι πάσαν την περί της θεοποιού του Πνεύματος ενεργείας αυτώ γεγενημένην αδολεσχίαν». Μάλιστα, όποιοι δεν γεύθηκαν με την πείρα τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος και αντιλέγουν σε αυτούς που έχουν γευθή, θα φανούν ψευδηγόροι και καταγέλαστοι. Θα μπορούσε δε κανείς τον άνθρωπο αυτό όχι μόνον να τον αποκαλέση «ψευδογράφον», αλλά και ότι συντάσσει τους Αγίους με τους αιρετικούς και να τον αποδείξη κατήγορο «και των μετά Χριστόν αγίων».

Το συμπέρασμα είναι ότι είναι πολύ επικίνδυνο να ομιλή κανείς αυθεντικώς περί της παρουσίας και ενεργείας του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά, αν δεν έχη σχετική πείρα και αν δεν ακολουθή την μαρτυρία των «πείρα μεμυημένων». Η Χάρη του Θεού μέσα στον βαπτιζόμενο ενεργεί με αυξομειώσεις και, όπως είδαμε στον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, «και εφίπταται και αφίπταται αυτεξουσίως». Ο Θεός δεν είναι δέσμιος του ανθρώπου, ούτε είναι ένα ον που κυριαρχείται από την αναγκαιότητα και δεν μπορεί να ενεργήση ελεύθερα.

Στο βιβλίο μου Το μυστήριον της παιδείας του Θεού αναφέρομαι σε αυτό το «παιχνίδι της θείας Χάριτος», που συνίσταται στην έλευσή της στον άνθρωπο, την άρση της και την εκ νέου έλευσή της μέσα από συγκεκριμένη πείρα, την οποία συνήντησα σε «ζωντανούς οργανισμούς».

Πέμπτον. Όταν οι Πατέρες μας κάνουν λόγο, όπως ο άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ, ότι σκοπός της εκκλησιαστικής ζωής είναι να λάβουμε το Άγιον Πνεύμα, εννοούν να ενεργοποιηθή ακόμη και αισθητώς το Άγιον Πνεύμα μέσα στον άνθρωπο, να αναζωπυρωθή το χάρισμα που έλαβε με το Βάπτισμα και το Χρίσμα.

Το πρόβλημα πολλών θεολόγων και του π. Βασιλείου Θερμού είναι ότι θεωρούν δεδομένη την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος που λαμβάνει ο άνθρωπος μόνον από το Βάπτισμα και το Χρίσμα. Βεβαίως, άλλο είναι η ύπαρξη του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου με το Χρίσμα και άλλο είναι η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος που γίνεται γνωστή από τον άνθρωπο που ζη όπως συνιστά η Ορθόδοξη Παράδοση. Θα μπορούσα να αναφέρω πληθώρα χωρίων του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου που λένε τα αντίθετα από αυτά που υποστηρίζει ο π. Βασίλειος.

Ο άγιος Συμεών σε μια ομιλία του θεωρεί ότι βλασφημεί εκείνος που νομίζει ότι έχει την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος αγνώστως και αναισθήτως: «Ει δε λέγοι τις αγνώστως τούτο και αναισθήτως λαβείν και έχειν έκαστον ημών των πιστών, βλασφημείν, ψεύστην ποιών τον ειπόντα Χριστόν ότι "γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον"».

Σε άλλη ομιλία του διδάσκει ότι δεν μπορεί κανείς να θεωρή ότι έχει το Άγιον Πνεύμα μέσα του ενεργούν χωρίς πνευματικό αγώνα: «Είτε γαρ προ του την χάριν λαβείν του Πνεύματος, είτε και μετά το ταύτην λαβείν, τέως άνευ κόπων και πόνων πολλών και ιδρώτων βίας τε και στενοχωρίας και θλίψεως ουδείς διήλθε του σκοτασμού της ψυχής, ουδέ το Φως του Παναγίου Πνεύματος εθεάσατο... Μη ουν λεγέτωσαν οι εκτός όντες της διηνεκούς βίας και στενοχωρίας και ευτελείας και θλίψεως ότι εντός ημών έχομεν το Πνεύμα το Άγιον· άνευ γαρ έργων και ιδρώτων και πόνων και αρετής ο μισθός ούτος ου δίδοταί τισι».

Σε άλλο σημείο αναφέρεται στην όραση του Αγίου Πνεύματος, πράγμα το οποίο καθιστά τον άνθρωπο ναό του Αγίου Πνεύματος. Λέγει: «Ούτε ουν Πνεύμα άγιον λαμβάνει τις, μη αποκαλυπτόμενον και ορώμενον νοερώς, ούτε αποκάλυψιν βλέπει ει μη εν αγίω Πνεύματι φωτισθή, ούτε πιστός τελείως δύναται λέγεσθαι, ει μη το του Θεού Πνεύμα λάβη».

Αναφερόμενος δε στο μαρτύριο του αγίου Ευστρατίου, κατά το οποίο έλεγε ο Άγιος ότι «ναός Θεού ειμι και το Πνεύμα αυτού οικεί εν εμοί», λέγει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος ότι πριν το μαρτύριο είχε πίστη χωρίς να έχη το Άγιον Πνεύμα, αλλά, όταν υπέστη το μαρτύριο, τότε γνώρισε το Άγιον Πνεύμα: «Προ γαρ του εισελθείν εις τους του μαρτυρίου αγώνας τον άγιον (Ευστράτιον), επειδή την πίστιν μόνην είχεν, ουκ είχε το Πνεύμα το άγιον εν εαυτώ, ότε δε εκ των έργων την πίστιν έδειξε, τότε και ναόν εαυτόν Θεού επέγνω και το Πνεύμα αυτού το άγιον οικείν εν εαυτώ γνωστώς τοις νοεροίς όμμασιν εθεάσατο. Τι ταύτης της μαρτυρίας εκδηλότερον γένοιτ' αν;».

Στον Ε δέ Ηθικό λόγο του ομιλεί εναντίον εκείνων που νομίζουν ότι το Άγιον Πνεύμα κατοικεί στην ψυχή και ενυπάρχει μέσα τους «από του θείου βαπτίσματος μέχρι του νυν» «αγνώστως και ανεπαισθήτως» και δεν αισθάνονται καθόλου τις ενέργειές Του με θεωρία και αποκάλυψη, αλλά μόνον με την πίστη και τον λογισμό.

Γενικά, όλος αυτός ο λόγος του αγίου Συμεών ανατρέπει την νοοτροπία μερικών που νομίζουν, αφελώς, ότι με το Βάπτισμα και το Χρίσμα εξασφάλισαν την σωτηρία τους, χωρίς να έχουν προσωπική εμπειρία της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος που εκφράζεται με την αγάπη προς τον Θεό, την προσευχή, τον ζήλο να διαφυλάξη κανείς τις εντολές του Θεού κλπ.

Ευτυχώς που η Εκκλησία ανέδειξε τον άγιο Συμεών Άγιο και τον επωνόμασε Νέο Θεολόγο και υπάρχει εμπειρική μαρτυρία, εκτός των άλλων, για το τι είναι μέθεξη του Αγίου Πνεύματος και ποιός είναι ναός του Αγίου Πνεύματος. Όπως διδάσκει ο άγιος Συμεών, με το άγιο Χρίσμα λαμβάνουμε το Άγιον Πνεύμα, αφού ο Ιερεύς μας χρίει λέγοντας «σφαγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου», αλλά αυτό δεν αρκεί για την σωτηρία, αφού αυτή η Χάρη πρέπει να ενεργοποιηθή δια των έργων της ασκήσεως. Με την κατά Χριστό άσκηση, με την νοερά προσευχή, με το μαρτύριο, ο άνθρωπος γίνεται ναός του Αγίου Πνεύματος.

Έκτον. Επειδή τα σχετικά με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά του ανθρώπου συνδέονται με την θεολογική αλήθεια ότι ο άνθρωπος είναι ναός του Αγίου Πνεύματος θα γραφούν μερικά για το θέμα αυτό.

Είναι διάχυτη μέσα στην παράδοσή μας η αλήθεια ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνη ναός του Αγίου Πνεύματος, όχι μαγικά, αλλά μυστηριακά και ασκητικά.

Ο Απόστολος Παύλος γράφει στις προς Κορινθίους επιστολές: «η ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματός εστιν, ου έχετε από Θεού, και ουκ εστέ εαυτών; ηγοράσθητε γαρ τιμής· δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινά εστι του Θεού» (Α Κορ. στ , 19-20), «υμείς γαρ ναός Θεού εστε ζώντος, καθώς είπεν ο Θεός ότι ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω, και έσομαι αυτών Θεός, και αυτοί έσονταί μοι λαός» (Β Κορ. στ , 16). Αυτό πρέπει να συνδεθή με την όλη θεολογία του Αποστόλου Παύλου που διατυπώνεται στις επιστολές του και ειδικά στις επιστολές του προς Κορινθίους.

Βεβαίως, το Άγιον Πνεύμα με το Βάπτισμα παραμένει μονίμως στην καρδιά του ανθρώπου, αλλά η Χάρη αυτή σκεπάζεται από τα πάθη και χρειάζεται κάθε φορά μετάνοια για να αναζωπυρωθή. Ο άνθρωπος με την άρνηση του Χριστού χάνει την δωρεά του Χρίσματος, γι' αυτό, ενώ το Βάπτισμα δεν επαναλαμβάνεται, το Χρίσμα επαναλαμβάνεται. Και για το χάρισμα της Ιερωσύνης χρειάζεται αναζωπύρωση. Ο Απόστολος Παύλος, αναφερόμενος στο χάρισμα της Ιερωσύνης, γράφει: «αναμιμνήσκω σε αναζωπυρείν το χάρισμα του Θεού, ο εστιν εν σοι δια της επιθέσεως των χειρών μου» (Β Τιμ. α , 6).

Η εργασία των εντολών του Θεού, η μετάνοια και, κυρίως, η προσευχή, που είναι συνέργεια Θεού και ανθρώπου, αναζωπυρώνουν το χάρισμα του Αγίου Πνεύματος και τότε ο άνθρωπος είναι πραγματικός ναός του Αγίου Πνεύματος. Κλασσικό είναι το χωρίο του Μεγάλου Βασιλείου που ερμηνεύει ποιός είναι ναός του Αγίου Πνεύματος: «Και τούτό εστι του Θεού ενοίκησις, το δια της μνήμης ενιδρυμένον έχειν εν εαυτώ τον Θεόν. Ούτω γινόμεθα ναός του Θεού, όταν μη φροντίσι γηίναις το συνεχές της μνήμης διακόπτηται, όταν μη τοις απροσδοκήτοις πάθεσιν ο νους εκταράττηται, αλλά πάντα αποφυγών ο φιλόθεος επί Θεόν αναχωρή και, εξελαύνων τα προσκαλούμενα ημάς εις κακίαν, τοις προς αρετήν άγουσιν επιτηδεύμασιν ενδιατρίβη».

Στο χωρίο αυτό ο Μέγας Βασίλειος δεν λέγει «είμεθα» ναός του Αγίου Πνεύματος από το Χρίσμα, αλλά «γινόμεθα... όταν...». Και όταν διαβάση κανείς προσεκτικά αυτό το κείμενο, διαπιστώνει ότι πρόκειται για την νοερά καρδιακή προσευχή που γίνεται μέσα στην καρδιά και εκδηλώνεται και στο σώμα, αφού και αυτό μεταμορφώνεται. Επίσης, συνδέεται με τον νου που δεν συγχέεται με τους λογισμούς και τα απροσδόκητα πάθη που είναι οι ασθένειες, ο θάνατος κλπ.

Διαφορετικές ερμηνείες περί του ναού του Αγίου Πνεύματος ως μιας μονίμου καταστάσεως που εξαρτάται μόνον από το Βάπτισμα και το Χρίσμα, χωρίς την έντονη νοερά εργασία και φιλοκαλική ζωή είναι ξένες προς την Ορθόδοξη Παράδοση. Τα όσα γράφει ο π. Βασίλειος Θερμός αφήνουν την εντύπωση ότι όλοι όσοι έχουν βαπτιθή και χρισθή, ανεξάρτητα αν ζουν εκκλησιαστικά, είναι στην Βασιλεία του Θεού. Γράφει: «Με τη διαφορά πως ο βαπτισμένος και χρισμένος πιστός αναπνέει ήδη τη Βασιλεία του Θεού η οποία "ήγγικεν"». Μια τέτοια νοοτροπία μπορεί να δικαιολογήση τα όσα έλεγε ο π. Ιωάννης ο Ρωμανίδης για μια «μαγική θρησκευτικότητα».

Στο κείμενό του ο π. Βασίλειος Θερμός αναφέρεται στο ότι «όλοι γνωρίζουμε ότι ένας ναός εγκαινιασθεί με άγιο μύρο είναι για πάντα ναός, ακόμη και αν δεν τελεσθή σε αυτόν ποτέ καμμία Λειτουργία! Αυτό συμβαίνει και με τους βαπτιζομένους και χριομένους αδελφούς μας».

Αυτό δεν είναι απόλυτο, γιατί όταν η εγκαινισμένη Αγία Τράπεζα για διαφόρους λόγους μιαίνεται, διασαλεύεται κλπ., τότε γίνεται ειδική ακολουθία και διαβάζεται ειδική ευχή: –«Επί σαλευθείσης Αγίας Τραπέζης», «επί ανοίξει Ναού, εν ω συνέβη θανείν άνθρωπον βιαίως», «επί ανοίξει Ναού βεβηλωθέντος υπό Εθνικών, αλλά δη και αιρετικών», «επί ανοίξει Εκκλησίας υπό αιρετικών βεβηλωθείσης» κλπ. Επίσης, όταν οι Χριστιανοί αρνηθούν τον Χριστό και προσχωρούν σε άλλες αιρετικές ομάδες, τότε η επιστροφή τους γίνεται με χρίσμα. Δηλαδή το Βάπτισμα γίνεται εφ' άπαξ, ενώ το Χρίσμα επαναλαμβάνεται. Δηλαδή, ο άνθρωπος μπορεί να μην είναι «για πάντα» ναός του Αγίου Πνεύματος.

Έβδομον. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, παρά τα αντίθετα λεγόμενα, ομιλούσε συχνά για «βασίλειο ιεράτευμα» και για τον άνθρωπο ως ναό του Αγίου Πνεύματος, συντονιζόμενος στην παράδοση της Εκκλησίας. Από τα κείμενά του και από τις προφορικές ομιλίες του, οι οποίες θα δημοσιευθούν προσεχώς, φαίνεται καθαρά ότι ο π. Ιωάννης έλεγε πολλές φορές ότι με το Βάπτισμα και το Χρίσμα ο άνθρωπος γίνεται ναός του αγίου Πνεύματος, γι' αυτό και το Χρίσμα στα λατινικά λέγεται confirmatio, δηλαδή επιβεβαίωση, που σημαίνει ότι με το Χρίσμα επιβεβαιωνόταν ότι είναι κανείς μέλος της Εκκλησίας. Η δε νοερά προσευχή είναι έκφραση ότι ο άνθρωπος είναι ναός του αγίου Πνεύματος.

Απορώ πως άνθρωποι, που δεν γνώρισαν τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη και την θεολογία του, εκφράζονται με τόση απολυτότητα εναντίον του και αμφισβητούν την θεολογία του, η οποία στην πραγματικότητα –τουλάχιστον στα βασικά σημεία– είναι θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Άλλωστε είναι γνωστόν ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, για διαφόρους λόγους, έγραψε λιγότερα από όσα δίδασκε, γι' αυτό και δεν είναι δυνατόν να τον κρίνη κανείς αποσπασματικά, εάν δεν γνωρίζη όλη την θεολογία του από προσωπική επικοινωνία η από την μαθητεία κοντά του. Για παράδειγμα, από πλευράς δογματικής έγραψε μόνο τον πρώτο τόμο περί Τριαδολογίας και δεν πρόλαβε να γράψη για την Εκκλησιολογία, την Εσχατολογία κλπ. Νομίζω ότι αυτό το κενό θα το καλύψουν οι δύο τόμοι, τους οποίους θα εκδόσω.

Επίσης, απορώ πως θεολόγοι και Κληρικοί ομιλούν για τα θέματα αυτά και περί του Ναού του Αγίου Πνεύματος, χωρίς να έχουν γνώση της θεολογίας των Πατέρων της Εκκλησίας και χωρίς να έχουν δοκιμάσει έστω και επ' ελάχιστον μερικές ανταύγειες αυτής της ζωής. Εάν είχαν μια σχετική πείρα, θα μιλούσαν με μεγαλύτερο σεβασμό για την Παράδοση της Εκκλησίας και για την αλήθεια ότι ο άνθρωπος είναι ναός του Αγίου Πνεύματος. Αλλά ισχύει και εδώ «η κρίση κρίνει τον κρίναντα».

Θα μπορούσαν πολλά να γραφούν γύρω από τα σοβαρά αυτά θέματα, αλλά το ερώτημα είναι: Γιατί αγνοείται όλη αυτή η παράδοση, η οποία διατυπώθηκε επακριβώς τον 14ο αιώνα από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και τον 18ο αιώνα από τους λεγομένους φιλοκαλικούς Πατέρες, ιδίως τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη;

Η απάντηση είναι ότι σήμερα υπάρχει ένα έλλειμμα ορθοδόξου θεολογίας από μερικούς συγχρόνους θεολόγους. Υπάρχουν πολλές προσωπικές αναλύσεις, εκφράζεται πολλές φορές μια «θεολογία των παθών», μια θεολογία για την οποία ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής είχε πει: «δαιμόνων εστί θεολογία η δίχα πράξεως γνώσις». Τουλάχιστον θα έπρεπε να υπάρχη ταπείνωση και αυτομεμψία, αλλά και διάθεση σπουδής στην Ορθόδοξη Παράδοση, όπως ακριβώς εκφράζεται από τους θεουμένους Πατέρες και δεν υπάρχει προσωπική αγωνία για την εφαρμογή της σε προσωπικό επίπεδο. Και το χειρότερο είναι ότι γίνεται λόγος για «δικτατορία στο όνομα των θεουμένων», ενδεχομένως γιατί η διδασκαλία των θεουμένων Αγίων ξεσκεπάζει όλη την στοχαστική και αισθητική μοντέρνα θεολογία, γι' αυτό και θεωρείται «επικίνδυνη» γι' αυτούς.

Σε επόμενο κείμενο θα ασχοληθώ με τα αίτια τα οποία προκάλεσαν την αντίδραση αυτή, που είναι η λεγόμενη «μεταπατερική και συναφειακή θεολογία».
 
Πηγή: ΡΟΜΦΑΙΑ

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Πολύ ωραίο κείμενο και αυτό και το α΄ μέρος.

Φίλος του Παμβώ