Σάββατο 7 Αυγούστου 2010

Β' απάντηση Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθέου στον π. Βασίλειο Θερμό

Διάβασα το νέο κείμενο του π. Βασιλείου Θερμού με τίτλο «Οι λαϊκοί αδελφοί μας στην Λατρεία», σε συνδυασμό με το προηγούμενο κείμενό του με τίτλο «Συνέχεια του διαλόγου για την μετάφραση στην Λατρεία», και αισθάνθηκα έντονο προβληματισμό για το εάν θα έπρεπε να απαντήσω.

Απαντά κανείς όταν υπάρχη ειδικός λόγος και υπάρχη δυνατότητα διαλόγου. Στην περίπτωση αυτή νομίζω ότι ο διάλογος γίνεται με προκαταλήψεις και με άγνοια των βασικών σημείων της ορθοδόξου πνευματικής ζωής, αλλά και σε θέματα που ήδη έχουν απαντηθή στο προηγούμενο κείμενο.

Η συζήτηση ξεκίνησε από την μετάφραση των λειτουργικών ευχών και είναι ένα ζήτημα προς ερμηνεία –από οποιαδήποτε πλευρά και αν το εξετάση κανείς– για το πως έφθασε το θέμα σε άλλες περιοχές.

Τουλάχιστον εγώ την ερμηνεία την οποία μπορώ να δώσω, βασιζόμενος στα κατά καιρούς κείμενα που έχει γράψει ο π. Βασίλειος Θερμός, είναι ότι κινείται με αυτάρκεια βάσει της οποίας κρίνει, διαρκώς, κείμενα διαφόρων και μάλιστα «προσώπων που διακρίθηκαν για σημαντική θεολογική δημιουργία», όπως γράφει.

Αλλά πρέπει να καταλάβουμε όλοι μας ότι δεν είμαστε «σωτήρες» της Εκκλησίας, αφού πραγματικός Σωτήρ της Εκκλησίας είναι ο Χριστός και εμείς παραμένουμε μέσα στην Εκκλησία για να σωθούμε και όχι για να την σώσουμε. Οπότε, οποιεσδήποτε ενέργειές μας πρέπει να διακρίνωνται από την ταπείνωση και την υπακοή στον ευλογημένο «θεσμό της Εκκλησίας».

Επίσης, παρατηρεί κανείς μια εμπάθεια, η οποία φαίνεται και στο νέο κείμενό του, γιατί, εκτός από το ύφος, συγχρόνως ενθυμείται ένα γεγονός που συνέβη πριν είκοσι δύο (22) χρόνια και ξεκίνησε από κριτική που ο ίδιος άσκησε σε ένα βιβλίο μου και την δική μου απάντηση.

Στο αρχείο διασώζω την αλληλογραφία που διεξήχθη μεταξύ μας το έτος 1988 και είναι πολύ αποκαλυπτική. Όμως, από τότε μέχρι σήμερα, αμέσως η εμμέσως, κρίνει διάφορα κείμενά μου, χωρίς να απαντώ. Προτιμώ να γράφω θετικά, παρά να κρίνω και να αντικρούω διαφόρους συγγραφείς.

Και πραγματικά διερωτώμαι: τόσα χρόνια δεν μπόρεσε να ειρηνεύση από τον διάλογο εκείνο, για τον οποίο άλλωστε δεν ευθύνομαι προσωπικά, αφού εκείνος τον άνοιξε; Δεν θεραπεύθηκε εκείνη η «πληγή» και παραμένει ακόμη χαίνουσα, ενώ θα έπρεπε κανονικά εγώ να είχα στενοχωρηθή με εκείνον τον διάλογο, διότι θεωρώ ότι αδικήθηκα; Τουλάχιστον ως ψυχίατρος γνωρίζει τους τρόπους θεραπείας ενός απωθημένου βιώματος.

Έπειτα, βλέπει κανείς στα γραπτά του μια εριστικότητα, κυρίως στην διασταλτική ερμηνεία διαφόρων φράσεων και λέξεων που ούτε καν τις είχα σκεφθή, αλλά και με το να συντηρή την συζήτηση για θέματα τα οποία έχουν απαντηθή.

Σε ένα σημείο του νέου κειμένου του γράφει: «Ίσως τα σφάλματα αυτά (τα οποία θεωρεί ότι εντοπίζει στα γραπτά μου) να αποτελούν ελάχιστες σταγόνες στο ωκεανό των κατά τα άλλα πολυτίμων γραπτών του, αλλά εφ' όσον επηρεάζουν σοβαρά την κατανόηση των θεμάτων ...».

Πραγματικά διερωτώμαι: πως μπορεί κανείς να ερμηνεύση το γεγονός ότι δεν χαίρεται από «τον ωκεανό» των «πολύτιμων γραπτών», όπως εκείνος τα χαρακτηρίζει, και ενοχλείται από «τις ελάχιστες σταγόνες»; Και πως είναι δυνατόν οι «ελάχιστες αυτές σταγόνες» να έχουν συνέπεια στον χώρο της λατρείας, που τον κάνουν να εξανίσταται, και να μην έχη συνέπεια «ο ωκεανός» των «πολύτιμων γραπτών»;

Μου θυμίζει τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, σύμφωνα με τον οποίον οι αιρετικοί κριτές του χρησιμοποιούσαν «λεξίδια» τα οποία τα μετέτρεπαν σε «ξιφίδια» εναντίον του.

Πως μπορεί να γράφη ότι «ο Σεβασμιώτατος Ναυπάκτου, εγκρατής μελετητής της πατερικής παραδόσεως, την οποία ανέδειξε προς όφελος όλων μας έχει παρασυρθεί εδώ σε έναν ολισθηρό δρόμο που εγκαινίασε ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης», ο οποίος, π. Ιωάννης, είναι «κατά τα άλλα μεγάλος θεολόγος και πνευματικός άνθρωπος στον οποίον χρωστάμε πολλά»;

Δηλαδή, αναγνωρίζει τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη ως μεγάλο θεολόγο και πνευματικό άνθρωπο, αλλά τον θεωρεί ως διακατεχόμενο από προτεσταντικές ιδέες!! Αναγνωρίζει εμένα ως εγκρατή μελετητή της πατερικής παραδόσεως, αλλά με παρουσιάζει ως «παρασυρμένο», που καταλήγει σε αρνητική επίδραση στην λατρεία!

Επίσης, πως είναι δυνατόν να απαντά σε μένα και να αναφέρεται σε έναν σχολαστικισμό, που είναι «η εισαγωγή μιας τρόπον τινά "δικτατορίας" στο όνομα των θεουμένων, φυσικά ερήμην τους»; Φοβερός και ασεβής ο λόγος «δικτατορία» «στο όνομα των θεουμένων»!!

Επανειλημμένως, διαβάζοντας το νέο κείμενό του διερωτήθηκα: Γιατί τόση αλλοίωση της σκέψεως και των νοημάτων μου; Γιατί γίνεται τέτοια διασταλτική ερμηνεία διαφόρων φράσεων; Ποιός αρνήθηκε, για παράδειγμα, την σημαντική παρουσία των λαϊκών αδελφών μέσα στην λατρεία, με τα ιδιαίτερα χαρίσματά τους;

Ποιός αρνήθηκε την παρουσία των Ιεροψαλτών, των παιδιών του Ιερού, των Επιτρόπων, των Νεωκόρων, των γυναικών και όλου του πληρώματος της Εκκλησίας στην τέλεση της θείας Λειτουργίας και ποιός δεν χαίρεται γι' αυτό; Ποιός υποτίμησε την αξία των Μυστηρίων της Εκκλησίας;

Επανειλημμένως έχω αναφέρει τον λόγο του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου ότι η Εκκλησία, και κατ' επέκταση η θεία Λειτουργία, είναι «σύνοδος ουρανού και γης», ζώντων και κεκοιμημένων, αγγέλων και ανθρώπων κλπ. Όμως, ο καθένας έχει τον ρόλο του μέσα στην Εκκλησία· ο Ιερεύς να λειτουργή, ο Διάκονος να διακονή, οι ψάλτες να ψάλλουν, ο λαός να προσεύχεται και να συμψάλλη, κλπ. και έτσι γίνεται ένα «συλλείτουργο».

Την θυσία την κάνει ο προεστώς Ιερεύς η ο Επίσκοπος και ουδείς έτερος. Η θεία Λειτουργία γίνεται μετά του λαού, αλλά ο Χριστός τελεί την θεία Λειτουργία στο πρόσωπο του προεστώτος. Στην ευχή του Χερουβικού ύμνου ο Ιερεύς εύχεται στον Θεό: «Και ικάνωσόν με τη δυνάμει του αγίου Σου Πνεύματος, ενδεδυμένον την της ιερατείας χάριν, παραστήναι τη αγία σου ταύτη τραπέζη και ιερουργήσαι το άγιον και άχραντόν σου σώμα και το τίμιον αίμα».

Πραγματικά διερωτώμαι, αν αξίζη τον κόπο να συνεχίσω αυτόν τον διάλογο, όταν υπάρχη τέτοια διαχρονική προκατάληψη για το έργο μου, ήτοι από το 1988 μέχρι σήμερα, ακόμη και όταν δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις.

Εν πάση περιπτώσει, επειδή δεν επιθυμώ να μείνουν αναπάντητα μερικά σημεία, ιδίως σε δογματικά και εκκλησιαστικά ζητήματα και επειδή πολλοί αναγνώστες περιμένουν μια απάντηση, για μια ακόμη φορά θα υπογραμμίσω μερικές αλήθειες, οι οποίες διαπνέουν το συγγραφικό μου έργο και αποτελούν τα κέντρα της θεολογικής μου σκέψεως και της εκκλησιαστικής μου διακονίας.

Και θα το κάνω αυτό παρά τις δυσχέρειες που προξενούν τα δύο κείμενα του π. Βασιλείου Θερμού, στα οποία συμβαίνει ένα περίεργο πράγμα. Μπορώ να συμφωνήσω σε μερικά βασικά σημεία, με τον τρόπο που τα γράφει, όπως για παράδειγμα την σχέση μεταξύ Μυστηρίων και ησυχασμού, μπορώ να αισθανθώ σε άλλα σημεία μια κοινή γλώσσα, αλλά αφ' ενός μεν απορώ γιατί τα στρέφει εναντίον του π. Ιωάννη Ρωμανίδη και εμού, αφ' ετέρου δε αντιλαμβάνομαι, από άλλα σημεία που υπάρχουν στο κείμενο, ότι εσωτερικά υποκρύπτεται μια «άλλη γλώσσα», οπότε κρύβεται μια διγλωσσία.

Έτσι, χρειάζεται κόπος να αποκαλυφθή αυτή η «άλλη γλώσσα» και να απαντηθή με έναν καθαρό λόγο, γιατί «το σοφόν σαφές». Δεν ξέρω αν αυτό γίνεται εσκεμμένα η από άγνοια της ορθοδόξου ασκητικής η και από σύγχυση.

Έτσι, διαβάζοντας τα κείμενά του, πολλές φορές θυμήθηκα τον λόγο του Αντισθένους, «αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις» και αισθάνθηκα σαν να υπάρχη ανάγκη να δοθούν μερικά μαθήματα ορθοδόξου πατερικής θεολογίας και από εκεί να αρχίση ο διάλογος, γιατί αισθάνθηκα σαν να διαβάζω μια άλλη γλώσσα, διαφορετική από την μητρική θεολογική γλώσσα, όπως την συναντούμε στα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας.

Ούτως η άλλως θα προσπαθήσω στα επόμενα να καταθέσω μερικές βασικές πατερικές διδασκαλίες, απαντώντας στα κεντρικά σημεία της κριτικής του.

1. Σχολαστικισμός και ησυχασμός

Αρχικά πρέπει να σημειώσω ότι ο π. Βασίλειος Θερμός στα κείμενά του αναφέρεται σε «ιδιομορφίες» της θεολογίας την οποία εκφράζω. Γράφει: «Οι τοποθετήσεις του Σεβ. Ναυπάκτου στα λειτουργικά θέματα είναι απότοκες άλλων ιδιομορφιών της θεολογίας του», η οποία κατά τα άλλα είναι «ωκεανός πολυτίμων γραπτών»!

Όταν διάβασα αυτήν την έκφραση αισθάνθηκα βαθύτατη λύπη. Δεν έχω την αίσθηση ότι εκφράζω μια δική μου θεολογία, ούτε ότι έχω «ιδιομορφίες» στην θεολογική μου σκέψη. Μελέτησα με επιμέλεια, εκτός από την Αγία Γραφή, σχεδόν όλους τους Αποστολικούς Πατέρες, τους Πατέρες του 4ου αιώνος, τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, τους Πατέρες της Φιλοκαλίας, ιδιαιτέρως τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη και άλλους, τους οποίους αποδελτίωσα, και προσπαθώ να μεταφέρω το «πνεύμα» τους.

Δεν αισθάνομαι ότι έχω κάποια «ιδιομορφία» στην θεολογία. Αυτό θα γινόταν, αν ήμουν υπέρμαχος της λεγομένης «μεταπατερικής και συναφειακής θεολογίας». Αν με τον λόγο αυτό εννοούνται τα περί καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως, θα διαβάση ο αναγνώστης τα σχετικά που θα γράψω σε άλλη ενότητα, που είναι η πεμπτουσία της ορθοδόξου ασκητικής και θα πρέπει κανείς να είναι εντελώς απαίδευτος θεολογικά για να την χαρακτηρίση «ιδιόμορφη» θεολογία.

Πάντως, θεωρώ ιδιαίτερη ευλογία του Θεού που στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης από τον Καθηγητή μου Παναγιώτη Χρήστου και τους μαθητές του μυήθηκα στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, η οποία είναι θεολογία της Εκκλησίας και την οποία συνάντησα ενσαρκωμένη στα πρόσωπα συγχρόνων, εξαγιασμένων μοναχών.

Αλάθητοι δεν είμαστε και, ενδεχομένως, να παρατηρούνται διάφορα μικρά λάθη, αλλά προσπαθώ να ακολουθώ την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, ως ορθόδοξος θεολόγος και όχι ως «μεταπατερικός και συναφειακός» θεολόγος. Οπότε και απορρίπτω μετά βδελυγμίας την φράση που μου αποδίδει ο κριτής μου και την οποία θα έπρεπε να ανακαλέση. Εάν δε επιμείνη, σημαίνει ότι έχει πρόβλημα με τον ιερό ησυχασμό και με τους Πατέρας της Εκκλησίας, με όλες τις εκκλησιαστικές συνέπειες.

Είναι γνωστόν από διάφορες θεολογικές μελέτες ότι από τον 9ο μέχρι τον 13ο αιώνα αναπτύχθηκε στην Δύση μια ιδιαίτερη θεολογία, η οποία διέφερε από την θεολογία που προϋπήρχε και εκφράσθηκε μέχρι τις αρχές του 7ου αιώνος από τον άγιο Γρηγόριο τον Διάλογο. Αυτή η νέα θεολογία ονομάσθηκε σχολαστική.

Οι σχολαστικοί θεολόγοι προσπαθούσαν να κατανοήσουν τον Θεό με την λογική επεξεργασία, μη διακρίνοντας την διπλή μεθοδολογία γνώσις περί του Θεού και των ανθρωπίνων και αμφισβητώντας την δυνατότητα του ανθρώπου να μετάσχη των ακτίστων ενεργειών του Θεού, λόγω της διδασκαλίας περί actus purus. Πρόκειται για μια θεολογία η οποία είναι αντίθετη με την ορθόδοξη θεολογία, η οποία είναι εμπειρική, γιατί στηρίζεται στον ησυχασμό.

Τον 14ο αιώνα έγινε έντονος διάλογος γύρω από τα θέματα αυτά μεταξύ του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του Βαρλαάμ και ακολούθησε στους μετέπειτα αιώνες. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα γράφονται και από τον Κάλλιστο Αγγελικούδη για την σχολαστική θεολογία του Θωμά του Ακινάτη. Έτσι, φάνηκε η διαφορά των προϋποθέσεων της θεολογίας τόσο της ανατολικής όσο και της δυτικής παραδόσεως.

Η πρόσφατη συζήτηση για την μετάφραση των λειτουργικών ευχών αποκάλυψε μια άλλη θεολογική αρρώστια που υποπτευόμουν μέχρι τώρα και μερικές φορές την έβλεπα φανερά να διατυπώνεται η να υπονοήται σε διάφορα κείμενα. Έγινε αφορμή να αποκαλυφθούν «εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί».

Αισθάνομαι ότι το ίδιο έγινε και στο 14ο αιώνα, την εποχή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Στην αρχή η συζήτησή του με τον Βαρλαάμ είχε αντικείμενο το περί του Αγίου Πνεύματος θέμα, αφού ο Βαρλαάμ, ενώ αντέκρουε την αίρεση του Filioque, εν τούτοις εξέφραζε έναν αγνωστικισμό.

Έπειτα, η συζήτηση οδηγήθηκε στην διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, και τέλος έφθασε στον ησυχασμό, στον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος μετέχει της ακτίστου ενεργείας του Θεού. Ο Βαρλαάμ δεν μπορούσε να αποδεχθή τις απόψεις των ησυχαστών για την άσκηση, την νοερά προσευχή και την εμπειρία του ακτίστου Φωτός.

Τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο βλέπουμε και στην δική μας περίπτωση. Άλλωστε, σε όλους τους αιώνες παρατηρούνται οι δύο αυτές παραδόσεις, ήτοι η σχολαστική παράδοση και η ησυχαστική-νηπτική παράδοση. Είναι επόμενο ότι κάθε φορά που το θέμα ετίθετο στην συνοδική διάστασή του, πάντοτε οι αποφάσεις έκλειναν υπέρ του ησυχασμού, γιατί αυτός είναι η βάση της ορθοδόξου θεολογίας.

Ο λόγος για την δυνατότητα η μη μετάφρασης των λειτουργικών ευχών οδήγησε στην φανέρωση ότι υπάρχει μια άλλη θεολογική παράδοση, που διακρίνεται από την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως εκφράσθηκε από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και τους ησυχαστές Πατέρες.

Το θέμα, λοιπόν, δεν είναι τόσο η μετάφραση των κειμένων, όσο ότι αυτοί που την επιχειρούν η τουλάχιστον αυτοί που την υποστηρίζουν –όχι όλοι, εξαιρώ τον Σεβ. Μητροπολίτη Νικοπόλεως κ. Μελέτιο, που μας άφησε ένα πατερικό ορθόδοξο έργο– το κάνουν αφ’ ενός μεν έχοντας ειδικές απόψεις σε θεολογικά ζητήματα, αφ’ ετέρου δε αντιδρώντας αμέσως η εμμέσως στην ησυχαστική παράδοση, η οποία πλέον κατοχυρώθηκε συνοδικώς, ως η πραγματική προϋπόθεση του ορθοδόξου δόγματος.

Ως μέλος της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου έπρεπε να εκφέρω άποψη για το θέμα των μεταφράσεων της θείας Λειτουργίας, που τέθηκε ύστερα από αναφορές που έγιναν, και για την μετάφραση και για την δημιουργία νέων λειτουργικών ευχών με προσθήκη ομηρικών εκφράσεων.

Αφού έγινε ειδική εισήγηση από Συνοδικό Μητροπολίτη ακολούθησε συζήτηση στην οποία, όπως είχα καθήκον, έλαβα μια συγκεκριμένη θέση, με θεολογικά επιχειρήματα, γιατί σε όλα τα θέματα πρέπει να θεολογούμε. Η Ιερά Σύνοδος έλαβε ομοφώνως μια συγκεκριμένη θέση, που είναι γνωστή, και την απόφαση αυτή έπρεπε να στηρίξω στην συνέντευξη με τους δημοσιογράφους, ως εκπρόσωπος Τύπου.

Σύμφωνα με αυτήν η Ιερά Σύνοδος «εμμένει στην παράδοση του γλωσσικού ιδιώματος του παραδεδομένου τρόπου τελέσεως της θείας Λειτουργίας και των Ιερών Μυστηρίων» και συγχρόνως συνιστά «ο Αρχιερεύς που ενδεχομένως έχει έναν ειδικό λόγο αναγνώσεως κάποιων κειμένων σε μετάφραση, θα πρέπει να λαμβάνει άδεια από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο» και το θέμα θα έλθη στην Ιεραρχία, όταν και εάν ωριμάση.

Οι θέσεις που έλαβα πάνω στο θέμα αυτό κατεγράφησαν σε κείμενο το οποίο κατατέθηκε και στα Πρακτικά της Συνόδου, και λόγω της διαστάσεως, που έλαβε το θέμα, θεώρησα καλό να το δημοσιοποιήσω. Ο,τι έχει σχέση με την θεία Λειτουργία είναι κοινό κτήμα όλης της Εκκλησίας και γι’ αυτό είναι σοβαρό θέμα.

Στην συνέχεια εγράφησαν αντίθετες απόψεις, με το αιτιολογικό ότι, σύμφωνα με την απόφαση της Ιεράς Συνόδου έπρεπε να γίνη γόνιμος δημόσιος διάλογος. Είναι αλήθεια ότι πολλές από τις απόψεις διατυπώθηκαν με ευπρέπεια και σεβασμό, όπως άρμοζε, στο μεγάλο αυτό ζήτημα.

Επεκτείνοντας τις σκέψεις μου, χωρίς να αναφερθώ σε συγκεκριμένα πρόσωπα, δημοσίευσα ένα άλλο ευρύτερο κείμενο με τίτλο «Σεβασμός στην θεία Λειτουργία», στο οποίο αναφέρθηκα στην αξία της λειτουργικής γλώσσης, στην διαφορά μεταξύ των όρων "μετάφραση και ερμηνεία", στις μεταφραστικές αλλοιώσεις, στις ευχές της θείας Λειτουργίας, στο θεολογικό πρόβλημα που δημιουργείται με την ταύτιση της μετοχής στην θεία Λειτουργία και της λογικής κατανόησης της λειτουργικής γλώσσας, στην μεταφραστική κίνηση κατά την Τουρκοκρατία και την λειτουργική γλώσσα κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο.

Αυτό το κείμενο και ιδιαίτερα μια θέση μου, που αναφερόταν στις ευχές που απευθύνει ο λειτουργός στον Θεό, έδωσαν αφορμή στον Καθηγητή κ. Πέτρο Βασιλειάδη και στον π. Βασίλειο Θερμό να απαντήσουν και να εκφράσουν τις απόψεις τους, που ήταν γνωστές από πολύ καιρό.

Ο πρώτος ήταν πιο ευπρεπής στην απάντησή του, αντίθετα με τον δεύτερο. Και οι δύο ανέφεραν το όνομά μου, κάνοντας διάφορες αντίθετες προεκτάσεις, ιδιαιτέρως ο π. Βασίλειος Θερμός προέβη σε ανεπίτρεπτους χαρακτηρισμούς με «σεβασμό»! Ο μεν πρώτος έκανε λόγο για τον σακραμενταλισμό, ο δε δεύτερος προχώρησε ακόμη περισσότερο για να ισχυρισθή ότι δήθεν παρασύρθηκα από κάποιες προτεσταντικές απόψεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη, και ότι υποτιμώ τα Μυστήρια του Βαπτίσματος και του Χρίσματος. Φάνηκε σαν να έλαβε αφορμή για να εκφράση δημοσίως αυτά που σκεπτόταν από καιρό.

Το βασικό των κειμένων αυτών είναι ότι υποτιμάται η διαχρονική παράδοση της Εκκλησίας, κυρίως η ησυχαστική, που είναι η βασική προϋπόθεση για την μέθεξη της Χάριτος των Μυστηρίων.

Φαίνεται, λοιπόν, καλά ότι η λεγομένη λειτουργική αναγέννηση, για την οποία τα τελευταία χρόνια έχουν γραφή πολλά, στηριζόταν –όχι από όλους– στην λεγομένη «ιερωσύνη των πιστών», την «ιερωσύνη της κοινότητος», στην παραγνώριση της Χάριτος της ειδικής ιερωσύνης, κυρίως, γινόταν λόγος για το «βασίλειον ιεράτευμα», χωρίς να δίνεται η πρέπουσα ορθόδοξη ερμηνεία στο θέμα αυτό.

Με άλλα λόγια φάνηκε καθαρά ότι το πρόβλημα στην βάση του είναι ο αντιησυχασμός, αφού μερικοί μοντέρνοι θεολόγοι δεν δέχονται την διδασκαλία των Πατέρων περί καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως.

Κατόπιν τούτου απάντησα με το άρθρο «Βασίλειον ιεράτευμα και ιερωσύνη», αναλύοντας, όσον είναι δυνατόν, συντομώτερα το σοβαρό αυτό θέμα, ότι δηλαδή το Βασίλειο Ιεράτευμα συνδέεται με την πνευματική ιερωσύνη που εκφράζεται κυρίως με την βίωση της μυστηριακής και νηπτικής παραδόσεως.

Τα επί μέρους κεφάλαια αναφέρονταν στην Αγία Γραφή και Παράδοση, στο «Ιεράτευμα άγιον»-«βασίλειον ιεράτευμα»-«βασιλεία του Θεού», στην Πνευματική και μυστηριακή Ιερωσύνη, την ησυχαστική παράδοση ως την ευαγγελική ζωή, και την έκπληξη του π. Ιωάννου Ρωμανίδη για το θεολογικό «μικρόβιο».

Η συζήτηση, λοιπόν, «κτύπησε κέντρο», αφού ο ησυχασμός βρίσκεται στον αντίποδα του δυτικού σχολαστικισμού και ηθικισμού. Ξέρουμε δε καλά από την διδασκαλία των Πατέρων μας ότι η Ορθοδοξία είναι ασκητική-ησυχαστική και όχι στοχαστική, συναισθηματική και ηθικιστική.

Πάντως, από την έως τώρα συζήτηση φάνηκε έντονα ότι μερικοί εκλαμβάνουν την λειτουργική αναγέννηση διαφορετικά από το νόημα που έχει δοθή από την Εκκλησία.

Η ουσία της λειτουργικής αναγέννησης πρέπει να είναι η προσπάθεια να γνωρίσουν οι πιστοί τι γίνεται κατά τα Μυστήρια, να εκκλησιάζωνται και να μυούνται στον χώρο της λατρείας, ανάλογα με την θέση που κατέχει ο καθένας στην Εκκλησία και όχι η εξουδετέρωση της ιερωσύνης των Κληρικών και η αμφισβήτηση της ησυχαστικής παραδόσεως της Εκκλησίας.

Βεβαίως, χρειάζεται οπωσδήποτε προσπάθεια για την συμμετοχή των λαϊκών στην θεία Λειτουργία και γενικά στην λατρεία της Εκκλησίας και, επομένως, η αρμόδια Συνοδική Επιτροπή της Εκκλησίας έκανε ένα σημαντικό έργο. Αλλά δεν μπορώ να αποδεχθώ τις προεκτάσεις που δίνονται από μερικούς και οι οποίες αλλοιώνουν το «πολίτευμα της Εκκλησίας», όπως φαίνεται στα κείμενα που κρίνω εδώ.

Πως μπορεί κανείς να κάνη λόγο για την συμμετοχή των πιστών στις λατρευτικές συνάξεις, όταν υποτιμάται ο ρόλος του Επισκόπου και των Κληρικών, όταν μάλιστα κατά πάγια εκκλησιαστική και θεολογική θέση ο Επίσκοπος είναι «εις τύπον και τόπον της παρουσίας Χριστού» και όχι ο αντιπρόσωπος του Θεού στην γη, ούτε απλώς εκείνος που ρυθμίζει την λειτουργία των χαρισμάτων στην Εκκλησία;

Και πως μπορεί κανείς να γράφη για την μετάφραση των λειτουργικών κειμένων και ευχών, όταν παραθεωρήται το βαθύτερο γνώρισμα της ανακαινίσεως των πιστών, που είναι η μετάνοια, η ταπείνωση, η προσευχή, η νήψη, η ησυχαστική ζωή μέσα, βέβαια, στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας;

Συμμετέχει κανείς στην λατρεία πραγματικά και ωφελείται κατά τον βαθμό της διακονίας του, της μετανοίας του, της ταπεινώσεώς του, κατά τον βαθμό που εκφράζει την αγάπη του στον Χριστό και αυτό δηλώνεται με την προσευχή. Ο Γέροντας Σωφρόνιος με δίδαξε ότι, όσο κανείς ζη το «βασιλικό χάρισμα», δηλαδή το «Βασίλειο Ιεράτευμα», καθ' όλη την διάρκεια της εβδομάδος, τόσο μπορεί να ζήση ευχαριστιακά κατά την θεία Λειτουργία της Κυριακής.

Έτσι, δεν μπορούμε να γράφουμε –ούτε για αστεία– για κάποιον που έχει εντρυφήσει στην πατερική θεολογία ότι δήθεν έχει μια «ιδιομορφία» στην θεολογία του.

Δεν μπορεί να υπάρχη «ιδιωτική» θεολογία μέσα στην Εκκλησία. Αν μπορή κανείς να μιλάη για «ιδιόμορφη» θεολογία, αυτό ισχύει γι' αυτούς που στοχάζονται πάνω σε θεολογικά ζητήματα και επιδιώκουν να υπερβούν τις πατερικές διδασκαλίες, οπότε εκφράζουν την λεγομένη μεταπατερική θεολογία. Αυτή είναι «ιδιόμορφη και ιδιωτική» θεολογία. Δεν φιλοδοξώ να ακολουθώ μια τέτοια θεολογία.
Με την Χάρη του Θεού και την καθοδήγηση των Πνευματικών μου Πατέρων προσπαθώ να διδάσκω και να γράφω «κατά τας των αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το της Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα», κατά την εύστοχη φράση του «Συνοδικού της Ορθοδοξίας».

Αν κάποτε αστοχήσω στην έκφραση, ελπίζω ο Θεός να φανή ίλεως, βλέποντας την αγαθή μου πρόθεση. Επιδιώκω να συντονίζομαι με το consensus patrum, το οποίο σύμφωνα με την ερμηνεία του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ «ήταν κάτι πολύ περισσότερον από απλήν εμπειρικήν συμφωνίαν ατόμων», αλλά «το αληθές και αυθεντικό consensus ήταν εκείνο που αντανακλά το "εκκλησιαστικό φρόνημα"». Τελικά, το αληθές consensus δεν είναι μια συμφωνία μεταξύ μερικών θεολόγων, αλλά «είναι εκείνο που φανερώνει και αποκαλύπτει αυτήν την αιωνίαν ταυτότητα της πίστεως της Εκκλησίας».

Επανειλημμένως έχω κάνει την σαφή διάκριση μεταξύ της εμπειρικής θεολογίας κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας και της επιστημονικής-ακαδημαϊκής θεολογίας,. Υπάρχουν πολλά πατερικά χωρία που δίνουν την ακριβή έννοια της εμπειρικής θεολογίας. Εδώ θα αναφέρω τον λόγο του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος για την ορθόδοξη θεολογία και πως γίνεται κανείς θεολόγος. Γράφει: «Αύξησις φόβου, αρχή αγάπης· τέλος δε αγνείας, θεολογίας υπόθεσις. Ο Θεώ τελείως τας αισθήσεις ενώσας, τους λόγους αυτού μυσταγωγείται υπ' αυτού· τούτων γαρ μη συναφθέντων, χαλεπόν περί Θεού διαλέγεσθαι».

Όταν κανείς δεν έχη αυτές τις προϋποθέσεις για να θεολογή, τότε κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος εκφράζει «την των δαιμόνων θεολογίαν», αφού οι ακάθαρτοι δαίμονες στις καρδιές των κενοδόξων και των εξασκημένων στην κοσμική σοφία, «την των θείων γραφών (προσθέτω και των Πατέρων) ερμηνείαν εν προοιμίοις ημίν υφηγούμενοι».

Επ' ουδενί λόγω θέλω να εκφράζω μια τέτοια δαιμονική θεολογία που δημιουργεί σύγχυση στην Εκκλησία και ανατρέπει την διαχρονική παράδοσή της!

Σε ένα σημείο γράφει ο π. Βασίλειος Θερμός: «Όμως θα χρειαστή εδώ να δηλώσω πως η θεολογική σκέψη δεν αποτελεί προνόμιο μόνο όσων σκέφτονται όπως εμείς».

Στην παράγραφο αυτή δεν υπάρχει σαφής προσδιορισμός του είδους της θεολογίας, αν εννοή την εμπειρική θεολογία η την ακαδημαϊκή, επιστημονική θεολογία. Μάλλον εννοεί την δεύτερη.

Αλλά πρέπει να υπογραμμισθή ότι στην θεολογία των Πατέρων, όταν διατυπώνεται συνοδικώς, δεν χωρούν δεύτερες σκέψεις, ενώ στην «θεολογία των στοχαστών» οπωσδήποτε υπάρχουν διαφορετικές απόψεις. Όμως και σε αυτήν την περίπτωση πράγματι δεν είναι προνόμιο κανενός η οποιαδήποτε «θεολογική σκέψη». Αλλά πως δικαιολογείται που μερικοί δεν ανέχονται άλλες «θεολογικές σκέψεις» και είναι έτοιμοι να δώσουν προσβλητικούς χαρακτηρισμούς σε αυτούς που την εκφράζουν;

2. Μυστήρια και άσκηση

Στα δύο κείμενά του ο π. Βασίλειος Θερμός φαίνεται καθαρά ότι δίνει μεγάλη έμφαση στα Μυστήρια (Βάπτισμα, Χρίσμα, θεία Ευχαριστία), τα οποία θεωρεί ως μια δεδομένη κατάσταση στον άνθρωπο, γι' αυτό και δεν αναφέρεται τόσο στις προϋποθέσεις που προηγούνται και την αναγκαία ζωή που πρέπει να ακολουθή, σύμφωνα με την εντολή του Χριστού στους Μαθητές «βαπτίζοντες» και «διδάσκοντες τηρείν» (Ματθ. κη , 19-20).

Έτσι, δεν ομιλεί τόσο για τις καθημερινές πτώσεις και τις άρσεις της Χάριτος, ούτε για την μετάνοια ούτε, φυσικά, για την ενεργοποίηση των χαρισμάτων που γίνεται με την συνέργεια Θεού και ανθρώπου.

Όμως, ο Απόστολος Παύλος σε πολλά κείμενά του κάνει λόγο για τις αναγκαίες προϋποθέσεις, γι' αυτό συνιστά στους Χριστιανούς: «Συνεργούντες δε και παρακαλούμεν μη εις κενόν την χάριν του Θεού δέξασθαι υμάς» (Β Κορ. στ , 1). Και αλλού γράφει: «μέτοχοι γαρ γεγόναμεν του Χριστού, εάνπερ την αρχήν της υποστάσεως μέχρι τέλους βεβαίαν κατάσχωμεν» (Εβρ. γ , 14). Δηλαδή, δεν είναι τίποτε εξασφαλισμένο με το Βάπτισμα, αλλά χρειάζεται αγώνας, άσκηση, σπουδή, «μέχρι τέλους».

Στην εισαγωγή έγραψα ότι ενώ σε μερικά σημεία των κειμένων του π. Βασιλείου Θερμού φαίνεται ότι συμφωνούμε, εν τούτοις όμως δεν καταλαβαίνω γιατί τα στρέφει εναντίον του π. Ιωάννου Ρωμανίδη και εναντίον εμού, καθώς επίσης δεν καταλαβαίνω τις αντιφάσεις η υπονομεύσεις αυτών που φαίνεται κατ' αρχήν ότι συμφωνούμε. Οπότε αισθάνομαι ότι υπάρχει μια διγλωσσία και τελικά τα κείμενά του δεν έχουν σαφήνεια.

Αυτό θα φανή έκδηλα από τα όσα θα γράψω στην συνέχεια για την «ορθόδοξη πνευματικότητα» και πως δηλαδή στην πραγματικότητα υπονομεύεται η ασκητική-ησυχαστική παράδοση, ενώ επαινείται.

Αναφερόμενος στην μία ορθόδοξη πνευματικότητα που έχει δύο «συνιστώσες», ήτοι την «ευχαριστιακή εκκλησιολογία» και την «ησυχαστική-θεραπευτική πράξη», γράφει: «Η ορθόδοξη πνευματικότητα είναι μία: είτε ασκητική την ονομάσει κανείς είτε αγαπητική θα πει το ίδιο. Όμως χαρακτηρίζεται πάντοτε από δυό συνιστώσες: την ευχαριστιακή εκκλησιολογία (αγάπη/ενότητα) και την ησυχαστική/θεραπευτική πράξη (η οποία, φέρνοντας με την άσκηση σε εσωτερική ενότητα το πρόσωπο, απεργάζεται την εξωτερική ενότητα)».

Τονίζει ότι «καμιά από τις δυό συνιστώσες δεν επαρκεί μόνη της για να περικλείσει το σωστικό έργο του Χριστού και της Εκκλησίας. Είναι απαραίτητες και οι δυό για να ονομασθή η Εκκλησία και να φανερωθή η δύναμή της».

Συμφωνώ με την άποψή του αυτή, πέρα από την ιδιαίτερη φρασεολογία που χρησιμοποιεί. Πράγματι, πολλές φορές γράφω ότι η πνευματική ζωή, εκτός του ότι είναι συνάρτηση Θεού και ανθρώπων, συγχρόνως είναι συνάρτηση Μυστηρίων και ασκήσεως. Ούτε από τα Μυστήρια μπορεί κανείς να ωφεληθή, αν δεν εφαρμόζη τις εντολές του Θεού, ούτε η άσκηση είναι ορθόδοξη, αν δεν συνδέεται με τα Μυστήρια.

Σε άλλο σημείο αναφέρεται στην «βαβυλώνεια αιχμαλωσία» της θεολογίας μας, εννοείται από δυτικές επιδράσεις. Γράφει: «Είναι πράγματι αλήθεια ότι, υπό την επίδραση της «βαβυλωνείου αιχμαλωσίας» της Θεολογίας μας, είχαμε χάσει τον πυρήνα της ησυχαστικής/θεραπευτικης παραδόσεως». «Αλλά δεν ήταν το μόνο που χάσαμε στην αιχμαλωσία. Λησμονήσαμε εξ ίσου και την δύναμη της άλλης συνιστώσας, της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας».

Και εδώ δεν υπάρχει καμμία διαφωνία. Η παρατήρησή του είναι σημαντική. Εκφράζω την χαρά μου επειδή συνδέει την ησυχαστική παράδοση με την «θεραπευτική παράδοση».

Μετά όμως από αυτές τις ορθές επισημάνσεις του αρχίζουν κατά κάποιον τρόπο οι αμφισβητήσεις και υπονομεύσεις της ησυχαστικής παραδόσεως. Θα αναφέρω μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Για τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη γράφει: «Στην ανακάλυψή του (δηλαδή, του πυρήνα της ησυχαστικής/θεραπευτικής παραδόσεως) μάλιστα συνέτεινε και ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης».

Είναι σημαντική αυτή η επισήμανση. Όμως, σε άλλα σημεία του κειμένου γράφει ότι «ο κατά τα άλλα μεγάλος αυτός θεολόγος και πνευματικός άνθρωπος, στον οποίο χρωστάμε πολλά, διατύπωσε κάποιες προτεσταντίζουσες θέσεις σε εκκλησιολογικά θέματα, με ενδεικτικό παράδειγμα στο υπό συζήτηση θέμα την προτεραιότητα στις γνωστικές εμπειρίες της ψυχής», εννοώντας, όπως φαίνεται, τα περί καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως, που όμως είναι η πεμπτουσία της ησυχαστικής θεραπευτικής παραδόσεως.

Σε άλλο σημείο του κειμένου του γράφει: «Δεν γνωρίζω πολλούς οι οποίοι να αμφισβητούν στην εποχή μας τη σημασία της ησυχαστικής ζωής», ενώ κατά την άποψή μου είναι πολλοί αυτοί που εμμέσως η αμέσως εκφράζονται αρνητικά για τον ιερό ησυχασμό.

Και λίγο πιο κάτω αναγνωρίζει ότι υπάρχουν διάφοροι θεολόγοι που παραθεωρούν την ασκητική παράδοση: «Είμαι έτοιμος να δεχθώ πάντως ότι σήμερα ορισμένοι θεολογικοί κύκλοι τονίζουν μονομερώς τη συνιστώσα της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας παραθεωρώντας την ασκητική». Λίγο, όμως, πιο κάτω γράφει: «Γνωρίζω όμως πάμπολλους (και συντάσσομαι μαζί τους) οι οποίοι δεν επιθυμούν να γίνει η ησυχαστική ζωή άλλοθι μειώσεως της εκκλησιολογίας η αλλοιώσεως του νοήματος της Λατρείας».

Το ότι συντάσσεται με τους «πάμπολλους» στο να μη γίνη η ησυχαστική ζωή «άλλοθι» για να αλλοιωθή το νόημα της λατρείας, φανερώνει μια υπονόμευση της ησυχαστικής ζωή. Γιατί δεν είναι δυνατόν κάποιος, ο οποίος ζη τον αληθινό τρόπο ησυχασμού, όπως τον εκφράζει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, να υπονομεύη η να αλλοιώνη το νόημα της λατρείας.

Όσοι αγαπούν τον ησυχασμό, ζουν την Εκκλησία ως Σώμα Χριστού και κοινωνία θεώσεως και αγαπούν την θεία Ευχαριστία και διψούν να κοινωνούν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, όπως και ο ίδιος γράφει σε άλλο σημείο.

Το ότι υπονομεύεται το νόημα της ασκητικής ζωής, φαίνεται από τα γραφόμενά του: «Δυστυχώς έχει ατονήσει η αίσθηση της κοινότητας στην Εκκλησία μας σήμερα, προφανώς υπό τη μακρά επίδραση του μοναχισμού ο οποίος τόνισε ιδιαίτερα την ασκητική συνιστώσα, αλλά και εξ αιτίας λόγων κοινωνικών και ιστορικών».

Με την φράση αυτή όχι μόνον υπονομεύεται η «μία συνιστώσα» της ορθοδόξου πνευματικότητος, αλλά και προσβάλλεται ο μοναχισμός ότι δήθεν δεν ζη την αίσθηση της κοινότητας στην Εκκλησία, ο οποίος μάλιστα μοναχισμός είναι κατ' εξοχήν κοινοβιακός τρόπος ζωής. Και όσοι αγαπούν τον ορθόδοξο μοναχισμό, εκκλησιάζονται ανελλιπώς και ζουν την ενότητα μεταξύ Θεού και ανθρώπων.

Επίσης θεωρώ ότι υπονομεύνονται τα περί ασκητικής-ησυχαστικής παραδόσεως με όσα γράφονται για την μύηση: «Οι μεμυημένοι είναι ένα συχνό συνώνυμο για τους αγωνιζομένους «πρακτικούς» πιστούς και ο χαρακτηρισμός δεν περιορίζεται στους θεόπτες». Εδώ γίνεται μια εξίσωση των «πρακτικών» με τους θεόπτες, ως προς την μύηση, αφού δεν γίνεται η διαβάθμιση πνευματικής πείρας. Βεβαίως και οι πρακτικοί έχουν ένα βαθμό πνευματικής πείρας, η οποία δεν συγκρίνεται με την πείρα των θεοπτών.

Ενδεικτικά στην περίπτωση αυτή είναι και όσα λέγονται περί θεωρίας και πίστεως, που σχετίζονται με το Βάπτισμα και το Χρίσμα. «Αρχή της «θεωρίας» αποτελεί η πίστη, ενεργοποιούμενη με το Βάπτισμα και το Χρίσμα· η πίστη στο κρυμμένο βάθος των Μυστηρίων συνιστά το πρώτο στάδιο της «θεωρίας», αρκετό για να χαρακτηρίζονται ιεροί οι μυημένοι πιστοί». Δηλαδή, η πίστη ενεργοποιείται με το Βάπτισμα και το Χρίσμα, βρίσκεται μέσα στα Μυστήρια αυτά και καθιστά τους πιστούς μυημένους! Δεν ξέρω τι πίστη είναι αυτή. Πάντως με αυτή την σκέψη τι χρειάζεται η άσκηση και η ησυχαστική παράδοση;

Είναι τόσο ασαφή τα όσα λέγονται που δεν μπορεί να εκφράζουν την ορθόδοξη πνευματική ζωή. Πόσο σαφέστατη είναι η διδασκαλία των Πατέρων που κάνει λόγο για πίστη εξ ακοής και πίστη εκ θεωρίας και για «πείρα μεμυημένους» που έχουν φθάσει στην προσωπική γνώση του Θεού, ύστερα από νόμιμη άσκηση, και καθοδηγούν τους πιστούς για να αποκτήσουν και εκείνοι την εμπειρία.

Το συμπέρασμά του για το τι είναι πνευματική ζωή είναι: «Η πνευματική ζωή λοιπόν είναι ασκητική, επειδή εμείς είμαστε πνευματοφόροι και όχι το αντίστροφο». Η λέξη πνευματοφόρος έχει βαρύτατο περιεχόμενο στην πατερική παράδοση. Και αν καταλαβαίνω καλά, μόνον ο πνευματοφόρος μπορεί να κάνη ασκητική. Αν δεν είσαι πνευματοφόρος δεν μπορείς να βιώσης την ασκητική η την ησυχαστική ζωή την οποία αλλού ταυτίζει με την θεραπευτική. Και η φράση «όχι το αντίστροφο» σημαίνει ότι η άσκηση δεν οδηγεί τον άνθρωπο στο να γίνη πνευματοφόρος.

Στα αντιφατικά αυτά αποσπάσματα φαίνεται ευδιάκριτα μια τάση υπερτονισμού των Μυστηρίων σε βάρος της ασκητικής ζωής. Αυτό θα φανή καλύτερα στο επόμενο κεφάλαιο, στο οποίο γίνεται λόγος για τις βαθμίδες της πνευματικής ζωής, ήτοι την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση, για τα οποία έχει σοβαρές επιφυλάξεις ο π. Βασίλειος Θερμός.

Μια τέτοια όμως θεώρηση περί Μυστηρίων με υπονόμευση της ασκητικής ζωής, η οποία συνίσταται στην τήρηση των εντολών του Χριστού, δεν συνιστά ορθόδοξη θεώρηση των Μυστηρίων. Όταν διαβάση κανείς τα βιβλικοπατερικά κείμενα με «καθαρό μυαλό» κυρίως με «καθαρή καρδιά», θα διαπιστώση ότι τα πράγματα είναι πιο απλά.

Η Εκκλησία δεν είναι μια αφηρημένη και ιδεατή κοινωνία, ούτε μια κοινωνική, ηθική και θρησκευτική ομάδα ανθρώπων, αλλά το Σώμα του Χριστού. Αυτό το συναντάμε σε όλη την βιβλικοπατερική Παράδοση. Το Άγιον Πνεύμα «όλον συγκροτεί τον θεσμό της Εκκλησίας», με τα Μυστήρια του Βαπτίσματος, του Χρίσματος, της θείας Ευχαριστίας, της Ιερωσύνης κλπ. Συγχρόνως είναι και «κοινωνία θεώσεως», γιατί κατά τον Απόστολο Παύλο «Αυτός έδωκε τους μεν αποστόλους, τους δε προφήτας, τους δε ευαγγελιστάς, τους δε ποιμένας και διδασκάλους, προς τον καταρτισμόν των αγίων εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού, μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. δ , 11-13).

Οι Κληρικοί, ιδίως ο Επίσκοπος, έχουν βασικό ρόλο να καταρτίζουν τα μέλη της Εκκλησίας για να ολοκληρώνωνται και να τελειοποιούνται πνευματικά, δηλαδή, να φθάσουν στο μέτρο της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού, ήτοι την θέωση.

Στους ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας, ιδίως στον ζ Κανόνα της Β Οἰκουμενικῆς Συνόδου, εκτίθεται η ποιμαντική της Εκκλησίας στους κατηχουμένους πριν το Βάπτισμα.

Το ίδιο παρατηρείται και στις Κατηχήσεις του αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, ότι δηλαδή του ιερού Βαπτίσματος προηγείτο κατήχηση, η οποία συνίστατο και στην διδασκαλία των βασικών σημείων της πίστεως, αλλά και στην κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη. Αλλά απαιτείται πνευματικός αγώνας και μετά το Βάπτισμα και το Χρίσμα.

Τίποτε δεν είναι δεδομένο και απηρτισμένο και κανείς δεν σώζεται μόνον με την θεία Χάρη, χωρίς και την δική του συνέργεια, που συνδέεται σε όλη την ζωή του.

Για να είμαι συνοπτικός θα παραθέσω συντόμως την διδασκαλία μερικών συγκεκριμένων Πατέρων και διδασκάλων της Εκκλησίας στο θέμα αυτό.

Ο άγιος Διάδοχος Φωτικής ομιλώντας για το άγιο Βάπτισμα και τον μετέπειτα αγώνα του Χριστιανού γράφει: «Ο Σατανάς δια μεν του αγίου Βαπτίσματος εκβάλλεται από της ψυχής, συγχωρείται δε αυτώ ένεκεν των προειρημένων αιτιών ενεργείν αυτή δια του σώματος· ημίν γαρ χάρις του Θεού εις αυτό το βάθος της ψυχής, τούτ' έστιν εις τον νουν, κατασκηνοί... τα δε πονηρά πνεύματα λοιπόν τοις αισθήσεσι του σώματος ενάλλεταί τε και εμφωλεύει δια της ευχερείας της σαρκός ενεργούντα επί των έτι νηπιαζόντων τη ψυχή».

Αυτό σημαίνει ότι με το άγιο Βάπτισμα εισέρχεται η Χάρη του Θεού στο βάθος της καρδιάς και δεν αναχωρεί ποτέ από αυτήν, και από εκεί αναβλύζει ο θείος πόθος, όταν ενθυμούμαστε τον Θεό, αλλά ο διάβολος εμφωλεύει στις αισθήσεις του σώματος και από εκεί ενεργεί σε εκείνους που είναι νήπιοι πνευματικώς.

Έτσι ο άνθρωπος από νήπιο πρέπει να ανδρωθή πνευματικώς και να πολεμήση τον διάβολο που ενεργεί δια των αισθήσεων του σώματος. Σε αυτόν τον αγώνα έχει βοηθό την Χάρη του Θεού που ενεργεί και δια της Χάριτος του Βαπτίσματος και του Χρίσματος, αλλά και δια της προσευχής, της μετανοίας και της θείας Κοινωνίας.

Όταν, όμως, ο διάβολος βρη τους ανθρώπους «ολιγώρως τον δρόμον της ευσεβείας τρέχοντας», τότε «δια των αισθήσεων του σώματος» «την ψυχήν αιχμαλωτίζουσι βιαίως» και την γλυκαίνουν αυτοί «οι φόνιοι» σε εκείνα που δεν θέλει.

Μέσα σε αυτήν την προοπτική εντάσσονται οι ασκητικοί αγώνες, ο πόλεμος υπό του διαβόλου και κατά του διαβόλου, ο αγώνας κατά των λογισμών και των παθών, η άσκηση και η βία, η κακοπάθεια, η νηστεία, η αγρυπνία, η υπομονή, η υποστολή της θείας Χάριτος, οι πτώσεις και οι ήττες, η μετάνοια κ.λ.π., όπως καταγράφονται σε όλα τα ασκητικά συγγράμματα.

Όποιος αγνοεί αυτήν την πραγματικότητα παραθεωρεί ένα σημαντικό τμήμα της εκκλησιαστικής ζωής και ομοιάζει με τους Προτεστάντες που αρνήθηκαν αυτήν την διδασκαλία, λόγω μιας κακώς εννοούμενης προσωπικής αναγέννησης.

Κατά συνέπειαν χρειάζεται εντατικός αγώνας σε όλη την ζωή μας, γιατί όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, «ότι ουκ έστιν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (Εφ. στ , 12).

Το να γίνη κανείς Χριστιανός, και όχι μόνον να λέγεται, λόγω του Βαπτίσματος και του Χρίσματος, είναι μεγάλη υπόθεση και συνδέεται με τον αγώνα που κάνει εναντίον του διαβόλου, με την Χάρη του Θεού. Πρόκειται για μια παιδεία που συνδέεται με την όλη ζωή του ανθρώπου και περιγράφεται στην προς Εβραίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου.

Υπάρχει ένα καταπληκτικό χωρίο του αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου, στο οποίο λέγεται ότι έρχεται κανείς σε κατάνυξη δια της θείας Χάριτος, στην συνέχεια υποστέλλεται η Χάρη του Θεού, ο άνθρωπος αγωνίζεται εναντίον του Σατανά και μετά από πολλή προσπάθεια «αποφέρεται τα νικητήρια και γίνεται Χριστιανός».

Συγκεκριμένα γράφει ο άγιος Μακάριος: «Ο ακούων λόγον έρχεται εις κατάνυξιν, και μετά τούτο, υποστελλούσης της Χάριτος κατ' οικονομίαν προς το συμφέρον τω ανθρώπω, εισέρχεται εις γυμνασίαν και παιδείαν πολέμου και ποιεί πάλην και αγώνα προς τον σατανάν, και μετά πολλού δρόμου και αγώνος αποφέρεται τα νικητήρια και γίνεται Χριστιανός».

Από το χωρίο αυτό φαίνεται σαφέστατα ότι το να είναι κανείς Χριστιανός είναι συνάρτηση της μυστηριακής και ασκητικής ζωής. Δεν είναι κάτι δεδομένο με το Βάπτισμα και το Χρίσμα.

Βεβαίως, από εκεί αρχίζει, αλλά χρειάζεται εντατικός αγώνας εναντίον των δυνάμεων του σκότους· θα πρέπει να περάση ο άνθρωπος μέσα από άρσεις και ελεύσεις της θείας Χάριτος και να δεχθή «παιδεία πολέμου», ώστε να είναι στην ουσία Χριστιανός. Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν έχουν υπ' όψη τους έναν «χαζοχαρούμενο» και ευσεβιστή Χριστιανό.

Ο ιερός Νικόλαος Καβάσιλας στο βιβλίο του Περί της εν Χριστώ ζωής αναλύει διεξοδικώς την θαυμαστή σχέση μεταξύ Μυστηρίων και ασκήσεως. Το βιβλίο αυτό διαρθρώνεται σε επτά λόγους, των οποίων οι τίτλοι είναι χαρακτηριστικοί.

Στον πρώτο λόγο ο Νικόλαος Καβάσιλας αναλύει ότι η εν Χριστώ ζωή σημαίνεται-συνίσταται δια των Μυστηρίων του Βαπτίσματος, του Μύρου (Χρίσματος) και της ιεράς Κοινωνίας. Στην πραγματικότητα αναλύει ότι η εν Χριστώ ζωή συνδέεται αναπόσπαστα με τα τρία αυτά Μυστήρια. Όμως, επισημαίνει ότι η εν Χριστώ ζωή φυτρώνει από αυτόν τον βίο και ότι εδώ λαμβάνει τις αρχές, αλλά «τελειούται επί του μέλλοντος».

Επίσης, επισημαίνει ότι αυτό γίνεται με την συνδρομή δύο παραγόντων, του Θεού και του ανθρώπου. «Έστι τοίνυν το μεν θεόθεν, το δε της ημετέρας σπουδής, και το μεν εκείνου καθαρώς έργον, το δε και ημίν έχει φιλοτιμίαν». Επομένως, υπάρχει το δώρο του Θεού, δια των Μυστηρίων, και η φιλοτομία του ανθρώπου, δια της ασκήσεως.

Στον ίδιο λόγο αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ του οφθαλμού και του ηλίου. Δηλαδή, όταν ανατέλλη το φως και ο ήλιος παρέχη καθαρά την ακτίνα του, πρέπει ήδη να υπάρχη ο οφθαλμός για να δη, και όχι να δημιουργηθή εκείνη την στιγμή.

Το ίδιο γίνεται και με όλες τις αισθήσεις του σώματος, δηλαδή υπάρχουν αισθήσεις που συλλαμβάνουν διάφορα γεγονότα που γίνονται στον εξωτερικό χώρο. Αυτό θα γίνη και κατά τον καιρό που θα έλθη ο Χριστός, κατά την Δευτέρα Παρουσία Του, και θα ανατείλη ο Ήλιος της δικαιοσύνης. Τότε θα Τον δουν μόνον όσοι έχουν αποκτήσει πνευματικό οφθαλμό από την ζωή αυτή. «Τούτων απάντων εργαστήριον ούτος ο βίος· και οις ουκ εγένετο ταύτα πριν απελθείν, κοινόν ουδέν εις εκείνην εστι την ζωήν».

Στους τρεις επομένους λόγους, ήτοι τον δεύτερο, τρίτο και τέταρτο, κάνει λόγο για τα τρία βασικά Μυστήρια, ήτοι το Βάπτισμα, το θείο Μύρο και την ιερά Κοινωνία, παρουσιάζοντας την αξία τους για την πνευματική ζωή.

Στον πέμπτο λόγο αναφέρεται στην ωφέλεια που παρέχει στην εν Χριστώ ζωή «η καθιέρωσις του ιερού θυσιαστηρίου», και αυτό στην πραγματικότητα φανερώνει τους τρεις άξονες της εν Χριστώ ζωής, που είναι ο Επίσκοπος, οι Άγιοι και το Θυσιαστήριο.

Η παραθεώρηση του ενός σε βάρος των άλλων δεν συνιστά εκκλησιαστικό ήθος και δεν βοηθά τον άνθρωπο στην πνευματική του πορεία. Επομένως, τα Μυστήρια συνδέονται στενότατα με τους βασικούς άξονες της πνευματικής ζωής, με την υπακοή στον Επίσκοπο και τους Αγίους, με την όλη παράδοση της Εκκλησίας.

Στον έκτο λόγο αναπτύσσεται το θέμα πως θα διαφυλάξουμε την Χάρη του Θεού που λάβαμε από τα Μυστήρια. Χρειάζεται ανύστακτη προσοχή και «σπουδή» για να μείνουμε «ζώντες», «ώστε μη διαφθείραι» την Χάρη που λάβαμε δια των Μυστηρίων. Η ανάλυση αυτή αναφέρεται στην μεταμόρφωση των λογισμών δια της νήψεως, με την Χάρη του Χριστού.

Στον έβδομο λόγο αναλύεται διεξοδικά τι γίνεται ο μυημένος από τα Μυστήρια, αφού διαφυλάξει με την δική του σπουδή την Χάρη των Μυστηρίων. Στον λόγο αυτό γίνεται μια ανάλυση για την μεταμόρφωση της θελήσεως της ψυχής με την τήρηση των εντολών του Χριστού.

Το όλο έργο ολοκληρώνεται με το συμπέρασμα ότι η εν Χριστώ ζωή κρύπτεται δια των Μυστηρίων και φαίνεται δια των καλών έργων και της αγάπης. «Τοιούτως η εν Χριστώ ζωή και ούτω κρύπτεται και ούτω φαίνεται φωτί των καλών έργων, όπερ εστίν η αγάπη. Εν ταύτη γαρ η λαμπρότης πάσης εστίν αρετής, και την εν Χριστώ ζωήν, όσον εις την ανθρωπίνην φέρει σπουδήν, εκείνη συνίστησιν».

Ύστερα από αυτά διερωτώμαι, πολύ εύλογα νομίζω: Γιατί μερικοί που αναφέρονται στον ιερό Νικόλαο Καβάσιλα και στο έργο του Περί της εν Χριστώ ζωής, επικεντρώνονται, κυρίως, στα τρία Μυστήρια (Βάπτισμα, Χρίσμα, θεία Ευχαριστία) και δεν ομιλούν για τους τρεις άξονες της πνευματικής ζωής (Επίσκοπος, Άγιοι, Θυσιαστήριο), και δεν αναφέρονται στην μεταμόρφωση του νου και την μεταμόρφωση της θελήσεως, που είναι η ασκητική παράδοση της Εκκλησίας;

Είναι αρκετά αυτά για να φανή ότι τα Μυστήρια είναι η βάση της εν Χριστώ εν Πνεύματι ζωής, αλλά απαιτείται και η άσκηση δια της οποίας μεταμορφώνεται ο νους και η θέληση, επί πλέον απαιτείται και σεβασμός σε όλη την δομή του εκκλησιαστικού πολιτεύματος, που συγκροτεί ο Επίσκοπος, οι Άγιοι και το Θυσιαστήριο.

Σε ένα παλαιότερο κείμενό μου που γράφηκε με τίτλο «Η θεραπεία της ψυχής», ανέλυσα την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά για την στενή σχέση που υπάρχει μεταξύ των Μυστηρίων και της ασκητικής- ησυχαστικής Παραδόσεως, και με τον τρόπο αυτό αντιμετωπίζει τις αιρετικές τάσεις της εποχής του, που εκφράζονταν με τους Μασσαλιανούς, οι οποίοι υπερτόνιζαν την νοερά προσευχή σε βάρος των Μυστηρίων, και με τους δυτικούς Χριστιανούς που υπερτόνιζαν τα Μυστήρια σε βάρος τη νηπτικής-ησυχαστικής Παραδόσεως.

Αν θέλουμε να είμαστε Ορθόδοξοι πρέπει να αποφεύγουμε στην πράξη τέτοιες μονομερείς, αιρετικές απόψεις και πρέπει να εκφράζουμε την ορθόδοξη διδασκαλία που συνδέει στενά τα Μυστήρια με την διαρκή ασκητική ζωή.

3. Βάπτισμα, Χρίσμα, θεία Κοινωνία, Μετάνοια

Στα δύο κείμενά του ο π. Βασίλειος Θερμός φθάνει στο σημείο, κατά παρόδοξο τρόπο, να υποστηρίξη ότι στις απόψεις μου για τις λειτουργικές προτάσεις υποβαθμίζω έμμεσα την αξία του Βαπτίσματος και του Χρίσματος.

Βέβαια, ως Κληρικός και δη ως Επίσκοπος αισθάνομαι την ανάγκη να θεολογώ ποιμαίνοντας και να ποιμαίνω θεολογώντας. Δεν είμαι ένας ακαδημαϊκός θεολόγος που κάθομαι στο γραφείο και ασχολούμαι θεωρητικά και διανοητικά με τα έργα των Πατέρων, αλλά ασκώ συγκεκριμένη ποιμαντική στο ποίμνιο, και τα κείμενα που δημοσιοποιώ είναι ομιλίες και εισηγήσεις σε διάφορα ακροατήρια, οπότε, συνήθως, επεξεργάζομαι θέματα των οποίων οι τίτλοι μου δίνονται. Έτσι θεωρώ δεδομένη την αξία των Μυστηρίων της Εκκλησίας και περισσότερο με ενδιαφέρει η ποιμαντική των ανθρώπων.

Αυτό το βλέπουμε στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος ανάλογα με τα προβλήματα που δημιουργούνταν στις κατά τόπους Εκκλησίες έγραψε τις επιστολές του, οι οποίες κατά αυτόν τρόπο ήταν περιστασιακές.

Για παράδειγμα, εάν στην Εκκλησία της Κορίνθου δεν υπήρχαν διενέξεις για τα χαρίσματα που εκδηλώνονταν κατά το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και δεν θα χρειαζόταν να επιβάλη μια τάξη, ενδεχομένως, όπως έχει υποστηριχθή, θα εύρισκαν οι Προτεστάντες επιχειρήματα ότι ο Απόστολος Παύλος δεν γνώριζε περί της θείας Λειτουργίας, επειδή δεν αναφέρεται στις επιστολές του.

Επίσης, στην «Φιλοκαλία» ελάχιστες φορές γίνεται λόγος για την θεία Λειτουργία και, ενδεχομένως, μερικοί από άγνοια η προκατάληψη να υποστηρίζουν ότι οι Πατέρες της Φιλοκαλίας υποτιμούν και παραθεωρούν τα Μυστήρια. Αυτό όμως δεν είναι αληθές, διότι οι Πατέρες θεωρούσαν δεδομένη την μυστηριακή πράξη της Εκκλησίας. Αυτό, όμως, που παρατηρείτο στην εποχή τους, ήταν η άγνοια των προϋποθέσεων στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας και γι' αυτό χρειάσθηκε να γίνη αυτή η συλλογή των φιλοκαλικών κειμένων.

Όλα αυτά τα αγνοεί ηθελημένα ο π. Βασίλειος, γι' αυτό στο πρώτο κείμενό του γράφει:

«Το αποτέλεσμα των λειτουργικών του προτάσεων (εννοεί εμένα) καταλήγει να είναι (παρά τις προθέσεις του, είμαι βέβαιος) η έμμεση υποβάθμιση του Βαπτίσματος και του Χρίσματος, η απώλεια του δυναμικού και μεταβαλλόμενου χαρακτήρα της πνευματικής ζωής, και η μετάθεση της καθοριστικής διαχωριστικής γραμμής στο εσωτερικό της Εκκλησίας πλέον, ανάλογα με την πνευματική πρόοδο».

Στο δεύτερο κείμενό του γράφει: «ουδείς αμφισβήτησε τις συνειδητές προθέσεις του Σεβασμιωτάτου. Μάλιστα θυμάμαι την ωραία του εισήγηση για το Βάπτισμα σε λειτουργικό Συνέδριο και την εμπειρία Χάριτος εκ μέρους μιας μεταστραφείσης και βαπτισθείσης την οποία παρέθεσε».

Επίσης, ύστερα από δική μου παρέμβαση, γράφει: «Ίσως έκανα λάθος. Η αθέλητη υποβάθμιση των εισαγωγικών Μυστηρίων δεν είναι τελικά το αποτέλεσμα, αλλά το αίτιο των λειτουργικών του προτάσεων».

Φαίνεται, όμως, ότι δεν θεωρεί ότι έκανε λάθος, γιατί με την αιτιολογία που δίνει, αν δεν εκληφθή ως ειρωνεία, το καθιστά χειρότερο.

Και λίγο πιο κάτω γράφει: «Εκείνο που δεν συναντούμε στα γραπτά του είναι πίστη στην ουσιώδη εγκατάσταση του Αγίου Πνεύματος στον χριόμενο άνθρωπο».

Διαβάζω τα αποσπάσματα αυτά με περίσκεψη και απορία για την αντιφατικότητά τους. Δηλαδή, έκανα «ωραία εισήγηση για το βάπτισμα σε λειτουργικό Συνέδριο», αλλά υποβαθμίζω το Βάπτισμα και το Χρίσμα και δεν ομιλώ για «την ουσιώδη εγκατάσταση του Αγίου Πνεύματος στον χριόμενο άνθρωπο». Χάνεται από τα κείμενά μου «ο δυναμικός και μεταβαλλόμενος χαρακτήρας της πνευματικής ζωής», ενώ μεταθέτω «την καθοριστική διαχωριστική γραμμή στο εσωτερικό της Εκκλησίας» (!) «ανάλογα με την πνευματική πρόοδο».

Αλλού γράφει: «Όλοι όμως οι πιστοί, είτε αγωνίζονται λίγο είτε πολύ, είτε έχουν ολοκληρωτικά εξαγιασθή είτε είναι αρχάριοι, βρίσκονται σε μια νέα οντολογική κατάσταση λόγω των εισαγωγικών Μυστηρίων, η οποία τους επιτρέπει να μην είναι ξένοι μέσα στην Εκκλησία αλλά να βρίσκονται κυριολεκτικά στο σπίτι τους».

Εντοπίζεται «η νέα οντολογική κατάσταση λόγω των εισαγωγικών μυστηρίων» και οι βαπτισμένοι-χρισμένοι «βρίσκονται κυριολεκτικά μέσα στο σπίτι τους», αφού «έχουν ολοκληρωτικά εξαγιασθεί», «είτε αγωνίζονται λίγο είτε πολύ», αλλά αγνοείται όλος ο αγώνας για να παραμείνουν οι πιστοί στο σπίτι! Τότε πως ερμηνεύεται το γεγονός ότι κατά τους Κανόνες της Εκκλησίας, εάν κανείς απολείπεται τρεις συνεχόμενες Κυριακές από την Εκκλησία, έχει εκκλησιαστικές συνέπειες (Π Πενθέκτης);

Η πράξη όμως της Εκκλησίας έχει διαφορετική άποψη. Ο Ιερεύς μετά το Βάπτισμα και το Χρίσμα εύχεται στον Θεό να ενισχύη τον βαπτισθέντα και χρισθέντα διαρκώς: «Αυτός, Δέσποτα Κύριε, τον φωτισμόν του προσώπου σου εν τη καρδία αυτού εναυγάζειν δια παντός ευδόκησον· τον θυρεόν της πίστεως αυτού ανεπιβούλευτον εχθροίς διατήρησον· το της αφθαρσίας ένδυμα, ο περιεβάλετο, αρρύπωτον εν αυτώ και αμόλυντον διαφύλαξον· άθραυστον εν αυτώ την πνευματική σφραγίδα τη χάριτί σου διατηρών, και ίλεως αυτώ τε και ημίν γενόμενος κατά το πλήθος των οικτιρμών σου».

Πιο κάτω εύχεται: «και φύλαξον αυτόν εν τη δυνάμει της σης αγαθότητος· άσυλον τον αρραβώνα διαφύλαξον· και αξίωσον αυτόν εις την ζωήν την αιώνιον, και εις την σην ευαρεστίαν».

Και πιο κάτω: «Ο ενδυσάμενος σε, τον Χριστόν και Θεόν ημών, σοι υπέκλινε συν ημίν την εαυτού κεφαλήν· ον διαφύλαξον αήττητον αγωνιστήν διαμείναι κατά τον μάτην έχθραν φερομένων κατ’ αυτού τε και ημών· τω δε σω αφθάρτω στεφάνω μέχρι τέλους νικητάς πάντας ανάδειξον».

Με τις ευχές αυτές ο Ιερεύς ζητά από τον Θεό να διαφυλάξη μέχρι τέλους τον βαπτισθέντα και χρισθέντα, να διατηρή τον αρραβώνα άσυλον και καθαρό το ένδυμα της ψυχής, να λάμπη το φως στην καρδιά, να διατηρή άθραυστη την πνευματική σφραγίδα κλπ. που σημαίνει η Χάρη αυτή που έλαβε επιδέχεται αλλοίωση.

Είναι πολύ σημαντικά τα όσα λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος πάνω στο θέμα της Χάριτος του Βαπτίσματος, ότι δηλαδή με το Βάπτισμα «υπέρ τον ήλιον η ψυχή λάμπει, τω Πνεύματι καθαιρομένη» και όχι μόνο βλέπουμε την δόξα του Θεού, αλλά και δεχόμαστε από τον Θεό κάποια «αίγλη» την οποία αντανακλούμε, όπως ο καθέπτρης δέχεται τις ακτίνες του ηλίου και τις αντιπέμπει.

Αναφέρεται στην περίπτωση του Στεφάνου που έλαμπε το πρόσωπό του ως πρόσωπο αγγέλου και του Μωϋσέως. Όμως ο Άγιος γνωρίζει ότι αυτή η «ευγένεια», αλλά και «η δόξα η απόρρητος και φρικώδης» μένει μέσα μας μέχρι «μιας και δευτέρας ημέρας», αφού εμείς την κατασβύνουμε με «τον χειμώνα επάγοντες των βιωτικών πραγμάτων, και τη πυκνότητι των νεφών αποκρουόμενοι τας ακτίνας». Και λέγοντας αυτά αναστενάζει: «Οίμοι· καλόν γαρ ενταύθα και στενάξαι πικρόν».

Έχοντας όλα αυτά υπ' όψη μου, πραγματικά δεν ξέρω πως να σχολιάσω τα αντιφατικά, τα ειρωνικά και τα πραγματικά. Πιο κάτω θα αναφερθώ στην φράση του για την αντορθόδοξη φράση «ουσιώδη εγκατάσταση του Αγίου Πνεύματος στον χριόμενο άνθρωπο». Εδώ θα αναφερθώ στο θέμα της δήθεν υποβάθμισης του Βαπτίσματος και του Χρίσματος στα γραπτά μου.

Σε όλα τα κείμενά μου αναφέρομαι στην εκκλησιαστική ζωή και το ότι θα πρέπει να διαπνεόμαστε από το εκκλησιαστικό φρόνημα. Αυτό φαίνεται και στην ομιλία την οποία ο ίδιος υπενθύμισε, αφού κάνω λόγο για την σημασία του Βαπτίσματος στην εν Χριστώ ζωή, στο βιβλίο μου Το εκκλησιαστικό φρόνημα, στο βιβλίο Μικρά Είσοδος, που είναι εισαγωγή στην ορθόδοξη πνευματικότητα και αλλού.

Ακόμη, σποραδικώς, αναφέρομαι στα Μυστήρια ως βάση της εκκλησιαστικής ζωής. Διερωτώμαι, πως είναι σίγουρος ο π. Βασίλειος Θερμός ότι διάβασε τις πάνω από 21.000 σελίδες των βιβλίων μου στην ελληνική γλώσσα, για να μη αναφερθώ στις πολλαπλάσιες σελίδες των ανατύπων, και αποφαίνεται ότι υποτιμώ τα Μυστήρια;

Για χάρη δε των αναγνωστών αυτού του κειμένου μου θα παραθέσω τα γραπτά κηρύγματά μου, τα οποία διαβάζονταν σε όλες τις Ενορίες της Μητροπόλεώς μου τους μήνες του θέρους 2002 και δημοσιεύθηκαν στο Βιβλίο Ενιαύσιο 2002 και στην Εφημερίδα Εκκλησιαστική Παρέμβαση, η οποία κυκλοφορεί σε χιλιάδες αντίτυπα και είναι αναρτημένη στο διαδίκτυο, για να βρίσκονται ευκαίρως για κάθε αναγνώστη.

Η αξία των Μυστηρίων της Εκκλησίας

«Τα σύντομα κηρύγματα που θα γίνωνται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες στους Ιερούς Ναούς της Μητροπόλεώς μας, κατά την θεία Λειτουργία, όπως υπάρχει συνήθεια, θα αναφερθούν στο μέγα θέμα των μυστηρίων της Εκκλησίας μας και με μεγάλη συντομία θα παρουσιάσουν τα βασικά σημεία κάθε μυστηρίου τόσο για να τονισθή η αξία τους όσο και για να συμμετάσχουμε σε αυτά.

Το σημερινό εισαγωγικό κήρυγμα θα αναφερθή στο θέμα «Εκκλησία και Μυστήρια».

Το έχουμε τονίσει επανειλημμένως ότι η Εκκλησία δεν είναι μια ανθρώπινη οργάνωση αλλά Θεανθρώπινος οργανισμός, δεν είναι ένα ανθρώπινο σωματείο αλλά το Θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού. Ο,τι γίνεται μέσα στην Εκκλησία είναι γεμάτο από την Χάρη του Θεού και ολόκληρη η ζωή μέσα στην Εκκλησία είναι ευλογημένη.

Και μια προσευχή που απευθύνει κανείς, ως μέλος της Εκκλησίας στον Θεό, με κατάνυξη και συντριβή, είναι αιτία ευλογίας και βιώσεως, κατά διαφόρους βαθμούς, της Χάριτος του Θεού. Έχει επικρατήσει να λέγεται ότι υπάρχουν επτά μυστήρια, ήτοι το Βάπτισμα, το Χρίσμα, η θεία Κοινωνία, η Εξομολόγηση, η Ιερωσύνη, ο Γάμος, το Ευχέλαιο, από τα οποία τα τέσσερα είναι υποχρεωτικά και τα άλλα τρία προαιρετικά.

Όμως η αλήθεια είναι ότι τρία είναι τα βασικά μυστήρια της Εκκλησίας, ήτοι το Βάπτισμα που λέγεται εισαγωγικό μυστήριο, δια του οποίου εισαγόμαστε στην εκκλησιαστική ζωή, το Χρίσμα που είναι η σφραγίδα της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος και η θεία Κοινωνία δια της οποίας κοινωνούμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.

Ο ιερός Νικόλαος Καβάσιλας λέγει ότι το Βάπτισμα είναι η πνευματική γέννηση του ανθρώπου, το Χρίσμα είναι η κίνηση και η θεία Κοινωνία είναι η ζωή.

Τελικά πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι τα Μυστήρια είναι οι κρουνοί δια των οποίων λαμβάνουμε το ύδωρ της Χάριτος του αγίου Τριαδικού Θεού, και βέβαια μετέχουμε των δωρεών του Θεού ανάλογα με την πνευματική μας κατάσταση, δηλαδή ανάλογα με τον βαθμό της μεθέξεως της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας του Θεού.

Ο ιερός Νικόλαος Καβάσιλας γράφει ότι η Εκκλησία «σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις», δηλαδή η Εκκλησία φανερώνεται δια των μυστηρίων, που σημαίνει ότι δια των μυστηρίων βιώνουμε ότι είμαστε μέλη της Εκκλησίας.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφει ότι η Εκκλησία μας τρέφει ως υπομάζια βρέφη με τους δυό μαστούς της που είναι το Βάπτισμα και η θεία Ευχαριστία. Χωρίς αυτά δεν μπορούμε να ζήσουμε, ούτε μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι είμαστε πραγματικά μέλη της Εκκλησίας.

Και, βέβαια, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε καλά ότι η μετοχή μας στα μυστήρια αυτά γίνεται με προϋποθέσεις, δηλαδή με πίστη στην θεότητα του Χριστού και την σωτηρία μας, με κατάλληλη πνευματική προετοιμασία και αίσθηση ότι είμαστε μέλη της Εκκλησίας του Χριστού.

Πρέπει να μετέχουμε των μυστηρίων της Εκκλησίας για να είμαστε πραγματικά μέλη και να αισθανόμαστε ότι ανήκουμε σε μια πνευματική οικογένεια».

Το Μυστήριο του Βαπτίσματος

«Απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνη κανείς Χριστιανός είναι το μυστήριο του Βαπτίσματος, το οποίο από τους αγίους Πατέρες λέγεται «εισαγωγικό μυστήριο», γιατί δι’ αυτού εισαγόμαστε στην εκκλησιαστική ζωή και γινόμαστε μέλη του Σώματος του Χριστού και ταυτόχρονα μέλη της Εκκλησίας.

Το άγιο Βάπτισμα ακόμη λέγεται «γέννηση», διότι δι’ αυτού αναγεννιόμαστε πνευματικά. Ο άνθρωπος γεννιέται δυό φορές, την μία βιολογικά από την μητέρα του και την άλλη πνευματικά από την πνευματική του μητέρα που είναι η Εκκλησία. Και στις δυό περιπτώσεις υπάρχει μια μήτρα· στην πρώτη είναι η μήτρα της μητέρας, στην δεύτερη περίπτωση είναι η πνευματική μήτρα, που είναι η ιερά Κολυμβήθρα. Υπάρχει και μια τρίτη γέννηση που προέρχεται από την μετάνοια και από τον πνευματικό αγώνα που γίνεται με την Χάρη του Θεού και την ενσυνείδητη και ελεύθερη ανταπόκρισή μας σε αυτήν.

Με το άγιο Βάπτισμα αποκτούμε μια πνευματική οικογένεια, που διαφέρει από την σαρκική μας οικογένεια. Η σαρκική οικογένεια έχει περιορισμούς αίματος, φυλής, πατρίδος, ενώ η πνευματική οικογένεια δεν έχει τέτοιους φυλετικούς περιορισμούς, αφού μέλη της Εκκλησίας είναι όσοι είναι Ορθόδοξοι σε ολόκληρη την γη, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου, φυλής, εθνότητος. Αλλά ακόμη μέλη είναι και οι άγιοι που έχουν φύγει από τον κόσμο αυτό και ζουν στον Ουρανό.

Πρέπει όμως να υπογραμμίσουμε ότι του Βαπτίσματος, όπως το βλέπουμε και στην αρχαία παράδοση, προηγείται η κατήχηση. Και όταν λέμε κατήχηση δεν εννοούμε μόνον την προσφορά της διδασκαλίας της πίστεως προφορικώς, αλλά και την κάθαρση από τα πάθη. Δηλαδή στην αρχαία Εκκλησία υπήρχε η τάξη κατηχουμένων, στην οποία βρίσκονταν όσοι ήθελαν να βαπτισθούν και οι οποίοι μάθαιναν τον τρόπο να καθαρίσουν την καρδιά από τα πάθη και να αποκτήσουν, με την Χάρη του Θεού, τον φωτισμό του νοός. Όταν ο άνθρωπος έφθανε σε μια τέτοια πνευματική κατάσταση δεχόταν το άγιο Βάπτισμα και γινόταν πραγματικό μέλος της Εκκλησίας.

Όταν, όμως, με το Βάπτισμα αμάρτανε τότε περιέπιπτε πάλι στην τάξη των μετανοούντων. Με την πάροδο του χρόνου εισήχθη ο νηπιοβαπτισμός, γιατί η Εκκλησία είχε την βεβαιότητα ότι οι χριστιανικές οικογένειες θα βοηθήσουν τα παιδιά τους να αναπτυχθούν χριστιανικά. Έτσι τους έδινε την δωρεά του αγίου Βαπτίσματος, ως πνευματικό εμβόλιο, ώστε να αντιμετωπίζουν με την Χάρη και ενέργεια του Θεού νικηφόρα τις επιθέσεις του εχθρού.

Κατά την τελετή της κατήχησης που προηγείται του Βαπτίσματος υπάρχουν τρεις πράξεις, οι οποίες δείχνουν την μεγάλη αξία του μυστηρίου του Βαπτίσματος. Η πρώτη είναι η αποταγή του Σατανά με όλη την λατρεία του, η δεύτερη είναι η σύνταξη με τον Χριστό και η τρίτη είναι η προσκύνηση του Χριστού.

Τελικά με το άγιο Βάπτισμα γεννιόμαστε σε μια νέα ζωή, αποκτούμε την δυνατότητα να αναπτυχθούμε πνευματικά, καθαρίζεται το κατ’ εικόνα και έχουμε την δυνατότητα να φθάσουμε στο καθ’ ομοίωση. Με την Χάρη του Βαπτίσματος μπορούμε να προσευχηθούμε και να αποκαλέσουμε τον Θεό Πατέρα και τους άλλους ανθρώπους αδελφούς μας, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις μεθοδείες του διαβόλου, έχουμε την δυνατότητα να κοινωνήσουμε των αχράντων μυστηρίων και βέβαια ανάλογα με την πνευματική κατάσταση μπορούμε να εκπληρώσουμε τον σκοπό της δημιουργίας μας.

Να δοξολογούμε τον Θεό για την μεγάλη δωρεά που είμαστε βαπτισμένοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί».

Το Μυστήριο του Χρίσματος

«Αμέσως μετά την ανάδυση από την Κολυμβήθρα στην οποία ο Χριστιανός βαπτίσθηκε στο «όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», γίνεται το μυστήριο του Χρίσματος, δηλαδή ο ιερεύς χρίει τον νεόφυτο Χριστιανό με το άγιο Μύρο στα κεντρικά σημεία του σώματός του, λέγοντας την φράση «σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου. Αμήν».

Η ενέργεια αυτή συναντάται στις «Πράξεις των Αποστόλων» αφού εκεί βλέπουμε ότι οι άνθρωποι βαπτίζονταν και στην συνέχεια οι Απόστολοι που είχαν λάβει το Άγιον Πνεύμα από τον Χριστό, έθεταν τα χέρια τους στις κεφαλές τους και έτσι άρχιζαν να προφητεύουν αφού λάμβαναν το Άγιον Πνεύμα.

Κατά την ερμηνεία του Νικολάου Καβάσιλα το άγιο Χρίσμα δίνει στον άνθρωπο την κίνηση. Εάν δια του αγίου Βαπτίσματος ο άνθρωπος γεννάται πνευματικά, με το άγιο Χρίσμα κινείται. Δεν αρκεί το βρέφος να γεννηθή, αλλά πρέπει και να έχη ενέργεια, κίνηση. Αυτό το έργο επιτελεί το άγιο Χρίσμα.

Πέρα από αυτά το άγιο Χρίσμα λέγεται και «σφραγίδα». Γι’ αυτό όταν χρίει ο Ιερεύς τον βαπτισθέντα λέγει την φράση «σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου. Αμήν». Η σφραγίδα σε ένα δημόσιο έγγραφο επικυρώνει το περιεχόμενό του, ακόμα και αυτήν την ίδια την υπογραφή.

Έτσι και εδώ το άγιο Χρίσμα είναι η επικύρωση της πνευματικής γεννήσεως που έγινε με το Βάπτισμα. Αυτή δε η επικύρωση έχει και την έννοια ότι επικυρώνει την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου, ότι δηλαδή προηγήθηκε η κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη και στην συνέχεια ο άνθρωπος έφθασε στον φωτισμό του νου, οπότε απέκτησε νοερά καρδιακή προσευχή. Έτσι το άγιο Χρίσμα είναι επιβεβαίωση αυτής της πνευματικής καταστάσεως.

Το υλικό στοιχείο της φύσεως που χρησιμοποιείται στο Βάπτισμα, μέσα στο οποίο εμβαπτίζεται ο Χριστιανός, είναι το νερό. Και το υλικό στοιχείο του μυστηρίου του Χρίσματος δια του οποίου μεταδίδονται τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος είναι το άγιο Μύρο που αποτελείται από διάφορα ευώδη υλικά και κατασκευάζεται, όταν χρειασθή, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και ευλογείται από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Μάλιστα χορηγείται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις άλλες Εκκλησίες και είναι ένα ορατό στοιχείο της πνευματικής ενότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Είναι μεγάλη η δωρεά του αγίου Χρίσματος την οποία αισθανόμαστε σε κρίσιμες στιγμές της ζωής μας, όταν μετά την διάπραξη μιας αμαρτίας αναπτύσσεται η μετάνοια μέσα στην καρδιά μας και χύνουμε καυτά δάκρυα, ζητώντας το έλεος του Θεού. Τότε ενεργεί η Χάρη του αγίου Χρίσματος, όπως λέγει ο Νικόλαος Καβάσιλας. Κάποιος μοναχός μου έλεγε ότι όταν διέπραξε μια αμαρτία, κατά την διάρκεια του ύπνου του άκουσε μέσα στην καρδιά του μια φωνή: «και το πνεύμα σου το άγιον μη αντανέλης απ’ εμού». Αυτή είναι η δωρεά της Χάριτος του αγίου Χρίσματος.

Βέβαια όταν κανείς αρνείται τον Χριστό η προσχωρή σε άλλες θρησκείες και αιρέσεις, τότε όταν επιστρέψη στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν γίνεται το άγιο Βάπτισμα, αφού αυτό γίνεται εφ’ άπαξ, αλλά επαναλαμβάνεται το άγιο Χρίσμα. Και αυτό είναι δείγμα ότι δια του αγίου Χρίσματος επιβεβαιώνεται ότι είμαστε μέλη του Σώματος του Χριστού.

Γενικά πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι το άγιο Χρίσμα εκδηλώνεται με την μετάνοια, τα δάκρυα της μετανοίας, την αγάπη προς τον Θεό, την νοερά καρδιακή προσευχή και όλες τις εμφανείς ενέργειες του Αγίου Πνεύματος. Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος λέγει ότι για να σωθή κανείς πρέπει να είναι βεβαπτισμένος αλλά και βεβαιόπιστος. Οι βεβαπτισμένοι, εάν δεν ανταποκρίνωνται στην όλη προοπτική της χριστιανικής ζωής δεν σώζονται, ενώ οι βεβαπτισμένοι και βεβαιόπιστοι, όσοι, δηλαδή, έχουν βαπτισθή και μέσα τους ενεργεί το Άγιον Πνεύμα, σώζονται.

Θα πρέπη να αγωνιζόμαστε ώστε με την Χάρη του Θεού να κρατούμε μέσα στην καρδιά μας την σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος, την Χάρη του αγίου Χρίσματος σε μια ενεργή κατάσταση».

Το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας

«Αφού μέχρι τώρα αναλύσαμε το Βάπτισμα και το Χρίσμα, θα πρέπη σήμερα να υπογραμμίσουμε μερικά σημεία για το μεγάλο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Βέβαια, για το μυστήριο αυτό υπογραμμίσαμε τα δέοντα στα περυσινά λειτουργικά κηρύγματα. Τώρα όμως θα πρέπη να τονίσουμε μερικά σημεία που έχουν σχέση με την πνευματική ζωή και την θεία Ευχαριστία.

Ο άνθρωπος πρώτα γεννιέται, στην συνέχεια πρέπει να έχη μέσα του κίνηση και ενέργεια και βέβαια για να ζήση χρειάζεται να τραφή. Αν κάποιος μετά την γέννησή του δεν έχει ενέργεια και δεν τρέφεται θα έλθη στιγμή που θα πεθάνη. Το ίδιο συμβαίνει και με την πνευματική γέννηση. Πρώτα κανείς αναγεννιέται από την πνευματική μήτρα της Εκκλησίας που είναι η Κολυμβήθρα, έπειτα χρίεται με το άγιο Χρίσμα και αποκτά κίνηση και στην συνέχεια προσέρχεται στην θεία Κοινωνία και κοινωνεί του Σώματος και του Αίματος του Χριστού για να ζήση.

Αυτός ο συνδυασμός μεταξύ του Βαπτίσματος, του Χρίσματος και της θείας Κοινωνίας φαινόταν έκδηλα στους πρώτους αιώνες της Εκκλησίας, τότε που το Βάπτισμα γινόταν κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας, οπότε αμέσως ο άνθρωπος λάμβανε για πρώτη φορά το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Σήμερα η θεία Κοινωνία, αφού το μυστήριο του Βαπτίσματος γίνεται έξω από την θεία Λειτουργία, λαμβάνεται στην πρώτη θεία Ευχαριστία. Πάντως βαπτιζόμαστε και χριόμαστε για να κοινωνήσουμε των αχράντων μυστηρίων. Δεν νοείται πνευματική ζωή χωρίς θεία Κοινωνία, χωρίς τον Χριστό.

Η θεία Λειτουργία είναι το υπερφυέστατο μυστήριο, το κέντρο της πνευματικής ζωής, ο σκοπός όλων των μυστηρίων, το τέλος της πορείας μας προς τον Θεό. Πολλοί Χριστιανοί είναι βαπτισμένοι και χρισμένοι, θεωρούν τον εαυτό τους ως Χριστιανό, αλλά όμως δεν κοινωνούν. Είναι σαν να ετοιμάζεται ένα δείπνο και ενώ κληθήκαμε σε αυτό δεν προσερχόμαστε η προσερχόμαστε στο δείπνο και δεν τρώμε από τα παρατιθέμενα.

Η μετάληψη, όμως, των Τιμίων Δώρων δεν γίνεται απροϋπόθετα, δηλαδή χρειάζονται οι απαραίτητες προϋποθέσεις. Μια προϋπόθεση είναι να έχη κανείς δεχθή ορθόδοξο βάπτισμα. Εάν έχη βαπτισθή με το τυπικό μιας άλλης ομολογίας, όπως το κάνουν οι Λατίνοι και οι Προτεστάντες, και ανήκει σε μια άλλη θρησκευτική παράταξη, δεν μπορεί να κοινωνήση. Επίσης πρέπει να ενεργή μέσα στην καρδιά του το χάρισμα του Χρίσματος, δηλαδή να έχη μετάνοια, συναίσθηση της καταστάσεώς του και βέβαια η μετάνοια να είναι ενεργούσα και βεβαιωμένη από πνευματικό πατέρα. Και αυτό είναι απαραίτητο, γιατί η θεία Κοινωνία ενεργεί ανάλογα με την κατάσταση του κάθε Χριστιανού.

Βεβαίως, η θεία Κοινωνία είναι φάρμακο, αλλά και τα φάρμακα ενεργούν και λαμβάνονται ανάλογα με την κάθε περίσταση. Μπορεί να βοηθήσουν στην θεραπεία του ανθρώπου, όταν λαμβάνωνται με τις απαραίτητες δόσεις και όσο τα αντέχη ο οργανισμός, το στομάχι, ενώ όταν δεν λαμβάνωνται με αυτές τις προϋποθέσεις, τότε δημιουργούν παρενέργειες. Το ίδιο συμβαίνει και με την θεία Κοινωνία.

Πρέπει να κοινωνούμε με την άδεια του Πνευματικού μας Πατέρα. Ακόμη, όμως, θα πρέπη πριν την θεία Κοινωνία να διαβάζουμε την ακολουθία της θείας Μεταλήψεως για να ενισχυθή ο πνευματικός μας οργανισμός ώστε να αντέξη στην λήψη της στερεάς αυτής πνευματικής τροφής, αλλά και μετά την θεία Κοινωνία θα πρέπη, να διαβάζουμε την ειδική ακολουθία που έχουν συγγράψει άγιοι άνθρωποι, ώστε με την κατάνυξη και την μετάνοιά μας να επενεργήση μέσα μας το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.

Πρέπει να θυμηθούμε τον λόγο του Χριστού: «εάν μη φάγητε την σάρκα του Υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς» (Ιώ. ς', 53). Την πραγματική ζωή χορηγεί ο Χριστός που είναι η αληθινή ζωή των ανθρώπων. Έξω από τον Χριστό βασιλεύει ο πνευματικός θάνατος».

Το Μυστήριο της Μετανοίας

«Με το άγιο Βαπτισμα όπως είδαμε σε άλλο κήρυγμα, καθαρίζεται το κατ εἰκόνα, ο άνθρωπος αποκαθίσταται στην προηγουμένη θέση του και ανεβαίνει ακόμη υψηλότερα, ενώνεται με τον δεύτερο Αδάμ, τον Χριστό και μπορεί να αποκτήση την θέωση. Ομως, επειδή η ανθρώπινη φύση είναι εθελότρεπτη και ακόμη επειδή ο διάβολος πολεμά τον άνθρωπο από φθόνο, γι αὐτόν τον λόγο και περιπίπτει στην αμαρτία. Ετσι, η Εκκλησία μας έχει θεσπίσει το μυστήριο της μετανοίας, που αποκαλείται και δεύτερο βάπτισμα, διότι δι αὐτοῦ αναγεννάται ο άνθρωπος.

Για να δούμε την ουσία της μετανοίας πρέπει να υπογραμμισθή ότι η αμαρτία δεν είναι απλώς μια άρνηση ενός νόμου, ούτε μια ψυχολογική και ηθική κατάσταση, αλλά είναι η διακοπή της σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεο. Οταν χάνεται το κέντρο και η αναφορά που είναι ο Θεός, τότε αποδιοργανώνεται ολόκληρος ο άνθρωπος, ήτοι οργιάζουν τα πάθη, δημιουργούνται ανωμαλίες στην οικογένεια και την κοινωνία, πέφτει το κακό και στην υλική κτίση με συνέπεια να δημιουργηθούν ανθρωπολογικά, κοινωνιολογικά και οικολογικά προβλήματα.

Οπότε η μετάνοια είναι η επιστροφή του ανθρώπου στον Θεο, η αποκατάσταση των σχέσεων μαζί Του, η εύρεση του πραγματικού κέντρου. Ετσι, με την μετάνοια ο άνθρωπος αποκαθιστά τις σχέσεις του με τον Θεο, με συνέπεια να αποκαθίστανται και οι σχέσεις με τον εαυτό του, το περιβάλλον και την κτίση ολόκληρη. Οι δυνάμεις της ψυχής και του σώματος αντι να στρέφονται προς την κτίση, τώρα στρέφονται προς τον Θεο και δια του Θεού ο άνθρωπος απολαμβάνει πραγματικά ολόκληρο τον κόσμο, που είναι δημιούργημα του Θεού.

Η ζωη έξω από τον Θεο λέγεται από τούς αγίους Πατέρας παρά φύση κατάσταση, και η ζωη με τον Θεο χαρακτηρίζεται ως κατά φύση κατάσταση, γιατί αυτή ήταν η αρχική ζωη του ανθρώπου και για μια τέτοια ζωη δημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο. Ετσι, η πορεία από το παρά φύση στο κατά φύση, που είναι η ζωη της μετανοίας, έχει διάφορα στάδια και διαφόρους βαθμούς. Ο πρώτος βαθμός είναι η αναγνώριση της καταστάσεως στην οποία μας οδήγησε ο διάβολος με την ελεύθερη συγκατάθεσή μας. Και αυτή η αναγνώριση γίνεται με τον φωτισμό της θείας Χαριτος, γιατί μόνον δια του τρόπου αυτού μπορούμε να αντιληφθούμε σε ποια κατάσταση βρισκόμασταν πρώτα και πως μας κατήντησε η αμαρτία. Ο δεύτερος βαθμός μετανοίας είναι η διάθεση για αλλαγή τρόπου ζωής, για απόκτηση εκ νέου της κοινωνίας με τον Θεο. Ο τρίτος βαθμός μετανοίας είναι η εξομολόγηση ενώπιον του Πνευματικού Πατρός, ώστε αφ ἑνός μεν να λάβουμε την άφεση των αμαρτιών με την συγχωρητική ευχή, αφ ἑτέρου δε να λάβουμε την κατάλληλη θεραπεία. Και τέλος, ο τέταρτος βαθμός μετανοίας είναι η αλλαγή ζωής, η διόρθωση του βίου, ακολουθώντας την αγωγή την οποία μας έδωσε ο πνευματικός πατέρας και λαμβάνοντας τα πνευματικά φάρμακα που μας υπέδειξε.

Γινεται αντιληπτό ότι το μυστήριο της μετανοίας ερμηνεύεται μέσα από όρους και προϋποθέσεις της ιατρικής επιστήμης. Ο,τι γίνεται για την θεραπεία του σώματος, αυτό γίνεται και για την θεραπεία της ψυχής. Πρέπει να αισθανθούμε την πνευματική μας ασθένεια, να αναζητήσουμε πνευματικό θεραπευτή, που είναι ο Χριστός και κατ ἐπέκταση Πνευματικό Πατέρα, αφού ο Χριστός προσφέρει την Χαρη Του δια των Κληρικών που επιτελούν τα μυστήρια, και να έχουμε διάθεση για να συνεχίσουμε σε όλη μας την ζωη την πραγματική θεραπεία, που θα μας δώση ο Πνευματικός Πατέρας.

Ολα τα ανθρώπινα, κοινωνικά και οικολογικά προβλήματα στο βάθος τους είναι προβλήματα εσωτερικά, υπαρξιακά. Ο άνθρωπος αρρωσταίνει και στην συνέχεια αρρωσταίνουν και οι κοινωνικοί θεσμοί, αλλά και ολόκληρη η κτίση, γιατί ο άνθρωπος σχετίζεται με την κτίση. Και όταν ο άνθρωπος θεραπεύεται, δια της μετανοίας, τότε αποκαθίσταται και η κτίση στην αρχική της κατάσταση. Και βέβαια η πλήρης αποκατάσταση θα γίνη κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, γιατί τότε θα νικηθή τελείως ο θάνατος.

Επομένως, χρειαζόμαστε μετάνοια για να φθάσουμε στην φυσική μας κατάσταση».

Τελικά, τα Μυστήρια της Εκκλησίας με όλη την ασκητική ζωή βοηθούν τον Χριστιανό να ζη πραγματικά μέσα στον χώρο της Εκκλησίας. Είναι γνωστή η ερμηνεία την οποία δίνει ο ιερός Νικόλαος Καβάσιλας στο χωρίο του Αποστόλου Παύλου: «ει τις ου θέλει εργάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω» (Β Θεσ. γ , 10), ότι δηλαδή αυτό το χωρίο αναφέρεται και στον Ευχαριστιακό Άρτο, που σημαίνει εάν κανείς παραμένη αργός και δεν εργάζεται πνευματικά, δεν πρέπει και να τρώγη από το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.

πηγή : ΡΟΜΦΑΙΑ

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: