Παρασκευή 9 Ιουνίου 2023

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (177)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Τρίτη, 6 Ιουνίου 2023


Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ:
ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ
IV. Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΚΤΟΣ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ ΕΞΑΜΕΤΡΟΥ

3. Ε Π Ι Γ Ρ Α Μ Μ Α


Παρότι η αυθεντική ελεγεία, αυτή η δημιουργία των «Ιώνων με τα μεγάλα ιστία» μοιάζει, όπως λέγεται, να εκλείπει σύντομα, ποιητές συνέχισαν να συνθέτουν πλήθος ελεγειών για μεγάλο χρονικό διάστημα, των οποίων το βαθμιαία συρρικνωμένο περιεχόμενο κατέληξε ως επίγραμμα, ή στην περίπτωση του βακχικού χαρακτήρα τους, ως σύντομο σχόλιο. Θα πρέπει να διατηρήσουμε στη μνήμη μας αυτή την ελεγειακή προέλευση του επιγράμματος, διότι δεν προέρχεται απλώς, όπως ίσως υποδεικνύει η ονομασία του, από την επιτάφια επιγραφή, από την επιτύμβια στήλη ή από κάποιο άλλο μνημείο. Αλλά ακόμη και αυτές οι επιτύμβιες επιγραφές, δεν διίσταντο κατά την προέλευσή του και πολύ από την ελεγεία: εκτός από το γεγονός ότι είχαν μορφή διστίχου, δηλαδή μια μορφή εκλεπτυσμένη, οι σύντομες και ακριβείς αυτές περιγραφές παραχώρησαν τη θέση τους σε άλλες, με υψηλότερο ηθικό περιεχόμενο, υψηλότερο στοχασμό ή συναίσθημα. Η ακρίβεια και η συνοπτικότητά τους τις διαχώριζε ασφαλώς από την ελεγεία που είχε την άνεση να μακρηγορεί· δεν είχε όμως έρθει ακόμη η στιγμή της εντυπωσιακής αναπάντεχης κορύφωσης για του αρχαίους Έλληνες. Η εγχάρακτη επιγραφή έδωσε τη θέση της σε ένα απαγκιστρωμένο από τον λίθο και το χαλκό λογοτεχνικό δημιούργημα· ο διαχωρισμός αυτός από το καθαυτό μνημείο κατέστη απαραίτητος όταν δίπλα στο υφιστάμενο επίγραμμα ερχόταν να προστεθεί μια διαφορετική έμπνευση του ποιητή, όπως ακριβώς και δίπλα στις επίσημες επιγραφές του Σιμωνίδη προστέθηκαν πολλές άλλες, με διαφορετικό πνεύμα, στο ίδιο ασφαλώς μνημείο και σε σχέση με τα ίδια συμβάντα. Έτσι το επίγραμμα απέκτησε ένα πλήρως ευμετάβλητο ύφος, επεκτεινόμενο προς πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις, και εκτός από τα μνήματα και τους τόπους της θυσίας, τέθηκε και στην υπηρεσία της ελεύθερης έκφρασης, αλλά κυρίως του έρωτα, της σάτιρας, της συμποσιακής ευωχίας. Πολύ γρήγορα μετατράπηκε σε μια πλούσια δεξαμενή αποθησαύρισης του ελληνικού πνεύματος, και απόδειξη του ότι εξέφρασε πλήρως το περιεχόμενο της ψυχής του έθνους αποτελεί η επίμονη διατήρηση αυτής της παράδοσης μέχρι τα βάθη των βυζαντινών χρόνων. Είναι ζήτημα αν ολόκληρη η Ανατολική παράδοση κατόρθωσε αντιπαραβάλει σε αυτόν τον πλούτο έστω ένα επίγραμμα.

Στην Ελλάδα πάντως το είδος είναι αρχαίο. Ήδη ο Αρχίλοχος μας παρέδωσε ένα θαυμαστό θρηνητικό δίστιχο, ένα δίστιχο προοριζόμενο για την προσφορά θυσίας και ένα άλλο αρκετά πικρόχολο, ενώ υπάρχουν και αρκετά του Ανακρέοντα. Αλλά ο πρώτος φημισμένος για τα επιγράμματά του ποιητής είναι ο Σιμωνίδης ο Κείος, που έζησε λίγα χρόνια πριν από τον Πίνδαρο και τον Αισχύλο, και είναι ακριβώς αυτός ο οποίος διέπρεψε επίσης και στην ελεγεία, και τίμησε τους νεκρούς του Μαραθώνα και των Πλαταιών, γεγονός που αναδεικνύει τη σχέση ανάμεσα στα δύο είδη ποίησης, δεδομένου ότι πολλά από τα επιγράμματά του έχουν περισσότερο τη μορφή αποσπασμάτων ελεγείας. Αλλά τα επιγράμματα αυτά αποτελούν επίσης προάγγελο όλων των ουσιαστικών αποχρώσεων της ποίησης που επρόκειτο να ακολουθήσει. Υπήρξε τόσο διάσημος για τις επιτύμβιες επιγραφές του ώστε πολλά Κράτη του ανέθεταν να συνθέσει επιγράμματα για τους νεκρούς των Μηδικών Πολέμων, και όπως γνωρίζουμε υπήρξε ο δημιουργός της επιτάφιας επιγραφής των Θερμοπυλών (92): «Ὦ ξεῖν', ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις, ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι», (Διαβάτη, [πάντα] να αναγγέλλεις στους Λακεδαιμόνιους, ότι βρισκόμαστε θαμμένοι σ' αυτήν εδώ τη γη, έχοντας υπακούσει στα δικά τους κελεύσματα). Αλλά και σε άλλες περιπτώσεις γίνεται εμφανής η αναδυόμενη ισχύς του επιγράμματος. Αρκετές από τις επιτάφιες επιγραφές του είναι καλαίσθητες και εύστοχες, όπως το δίστιχο στο μνήμα ενός θύματος δολοφονίας (128) και τα λόγια που μια ετοιμοθάνατη κόρη απευθύνει στη μητέρα της, καλώντας την να προσφέρει ένα άλλο παιδί στον πατέρα της (116). Υπάρχουν όμως και άλλες κακόγουστες. Δεν είναι απαραίτητα βλαβερό κάποιο θράσος, όπως όταν αντιπαραθέτει 4.000 Πελοποννησίους σε 300 μυριάδες Πέρσες· η αντίθεσή όμως που χρησιμοποιεί δεν είναι και τόσο πετυχημένη όταν τοποθετεί στο στόμα του δυστυχούς Γόργιππου τα ακόλουθα λόγια (124): «Αυτός που βλέπεις εδώ άνθρωπε δεν είναι ο τάφος του Κροίσου, είναι αυτός ενός μικρού ανθρώπου, εμένα όμως μου αρκεί». Σε ένα άλλο μνήμα δίνει το λόγο σε ένα λιοντάρι (110), ή αναφέρεται σε πρώτο πρόσωπο (112), ή αναμειγνύει γεωγραφικές γνώσεις, στο κενοτάφιο ενός ναυαγού (117) λέγοντας ότι θα προτιμούσε να βλέπει από μακριά τον Ίστρο ποταμό και την μεγάλη πόλη Τάναη από τη χώρα των Σκύθων, παρά να κατοικεί εδώ, κοντά στις σκιρωνικές ακτές, κ.τ.λ. Αρκετά εντυπωσιακά και πλούσια στη διατύπωσή τους, πιθανότατα επίσης υποδείγματα για πολλά μεταγενέστερα, είναι τα Αναθηματικά επιγράμματά του, στο βαθμό που μνημονεύουν νίκες των Ελλήνων, περιέργως επίσης αντίγραφα των επιγραφών του περσικού Bisoutoun. Όπως η επιγραφή με την αφιέρωση (133)

«Εμένα, τον τραγοπόδαρο Πάνα, τον Αρκάδα, που πολέμησα

Εναντίον των Περσών, και υπέρ των Αθηναίων, ο Μιλτιάδης με τίμησε»

που έχει όλες τις ιδιότητες της διαβάθμισης, και τοποθετεί επιτυχώς το όνομα στο τέλος του στίχου. Συχνά χρησιμοποιεί αποστροφές που άλλοτε προορίζονται για αντικείμενα στα οποία απευθύνει το λόγο, όπως στην αρχαία λόγχη, αφιέρωμα σε ένα ναό του Δία (144), άλλοτε για πρόσωπα στα οποία ομιλούν τα πράγματα, όπως στον δωρητή (150), στον «ξένο» (149), ή στον ίδιο τον ποιητή (145). Ορισμένα δίστιχα προς τιμήν των νικητών στους αγώνες, αναφέρουν συνοπτικά την τοποθεσία της νίκης, το είδος του αγώνα, το όνομα και την πατρίδα του νικητή· κάποια άλλα που αναφέρονται σε έργα τέχνης, περιέχουν πληροφορίες για τα ονόματα των δημιουργών τους, είτε χωρίς άλλη προσθήκη, είτε με κάποια προσωπική εξύμνηση (162), ή ακόμη με την προσθήκη του ύψους των απολαβών του καλλιτέχνη (157)· μία φορά μάλιστα (165)επιχειρεί ένα λογοπαίγνιο χωρίς προηγούμενο, (Σῶσος μεν σωθείς…). Μαζί όμως με τα επιτάφια και τα προοριζόμενα για θυσιαστικές προσφορές επιγράμματα, ο Σιμωνίδης ασκήθηκε επίσης στην ελεύθερη σάτιρα και τους εμπαιγμούς· στον εχθρό του Τιμοκρέοντα απευθύνει μια παρωδία θρηνητικής επιτάφιας στήλης.

Μετά από αυτή τη σύντομη αναφορά στον ποιητή με τα πολλά πρόσωπα, ας θυμίσουμε την επιτάφια επιγραφή στη μνήμη της μάχης του Μαραθώνα που συνέθεσε ο Αισχύλος για τον εαυτό του:

«Τον Αισχύλο, τον γιο του Ευφορίωνα, τον Αθηναίο, που πέθανε στη σιτοφόρα Γέλα, σκεπάζει τούτο το μνήμα· για την πολυθρύλητη ανδρεία του ας μιλήσει το δάσος του Μαραθώνα και ο βαθυχαίτης Μήδος που τη γνώρισε»,

Καθώς και το ασύγκριτο επίγραμμα του Ευριπίδη που επικαλείται τον Ήλιο και τον ρωτάει αν είδαν ποτέ τα μάτια του τέτοια τραγωδία σαν τον θάνατο μιας μητέρας και των τριών παιδιών της σε μια μέρα, αλλά και τα επιγράμματα του Πλάτωνα, στα οποία η επιτάφια αναφορά μετατρέπεται σε ένα «απλό παίγνιο ευγενούς πνεύματος», και όπου οι αστεϊσμοί, οι ερωτικές αναφορές, τα λογοπαίγνια και δύο περιγραφές τοπίου, αναδεικνύουν ήδη πλήρως το ύφος της κατοπινής Ανθολογίας, και ας προσεγγίσουμε τώρα το βασικό απόθεμα επιγραμμάτων που διαθέτουμε, αυτήν την ίδια τήν Ανθολογία.

Θα πρέπει αρχικά να επιστρέψουμε στις επιτάφιες επιγραφές. Η αβεβαιότητα των Ελλήνων για τη μετά θάνατον ζωή τους οδήγησε στην ανάγκη οικοδόμησης μιας οικειότητας με τον Υπερπέραν. Γνώριζαν πάντως ότι δια του μνήματος και της επιτάφιας στήλης επεδείκνυαν την στοργή τους και ευαρεστούσαν τους νεκρούς. Και ενώ εμείς αποφεύγουμε κάθε είδους αναφορές στην προηγούμενη ζωή των νεκρών για να μην φανούμε ματαιόδοξοι, οι Έλληνες επιθυμούσαν πάντοτε να αναφέρουν κάτι περισσότερο από το όνομα και έναν απλό χαιρετισμό, και τούτο μπορούσε να εκφραστεί μόνο με ποιητικό λόγο, με την ευγενή αυτή μορφή έκφρασης που υπαγόρευε το κύρος του διστίχου. Το ευτύχημα είναι ότι η κοινωνική καταγωγή και ο πλούτος, που θα μπορούσαν να αποτυπωθούν στην εμφάνιση του μνήματος, δεν έπαιξαν κανένα ρόλο, τουλάχιστον κατά την προ-ρωμαϊκή και την προ-βυζαντινή εποχή. Η πέτρα δεν στοίχιζε ακριβά, αφού δεν απαιτούσε κάποια επεξεργασία, και έτσι ακόμη και ο τάφος μιας απλής εργάτριας μπορούσε να κοσμείται με ένα ποίημα, αν είχε κληροδοτήσει κάποιο ελάχιστο ενθύμιο στους απογόνους της. Δεν χρειαζόταν επίσης κάποιος φημισμένος ποιητής, και ο δημιουργός της επιγραφής θα μπορούσε να εξασφαλίσει τη διαρκή δόξα που θα του προσέφερε το αποτύπωμα του στην πέτρα· επιπλέον είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα οποιοσδήποτε ήταν σε θέση να εμπνευστεί μια κατάλληλη έκφραση οδύνης· οι πάντες είχαν γνώση του ποιητικού ύφους και του μέτρου, διότι διατηρούσαν από στήθους πολλές μνήμες από τον Όμηρο.

Σε ότι αφορά τη συλλογή που μας παραδόθηκε δεν αξίζει να αναλωθούμε στο ερώτημα αν τα επιγράμματα αυτά κοσμούσαν πραγματικά μνήματα. Πολλά αποτελούν αντίγραφα επιτάφιων επιγραφών, και κυρίως όσα ανήκουν στον αρχαίο κόσμο των ηρώων, των μεγάλων πολεμιστών και των ποιητών. Αλλά αυτό που προέχει για εμάς είναι η θέαση του βίου των Ελλήνων και ολόκληρης της ελληνικής νοοτροπίας. Κυρίαρχη θέση κατέχει η επίκληση των θεών· και παρότι ορισμένες φορές μοιάζει ρητορική, εμφανίζεται σε μερικά από τα καλύτερα επιγράμματα, σαν μια ύστατη κραυγή οδύνης γι αυτούς που χάθηκαν. Παρόμοια και η επίκληση που αφορά το ίδιο το μνήμα, που αιτείται προς τα δέντρα και τα υπόλοιπα στοιχεία που το περιβάλλουν να φροντίζουν για τον καλλωπισμό του, προς την πόλη και τη γύρω περιοχή να το τιμήσουν, η ακόμη και προς κάτι το ιερό. Μερικές φορές ο νεκρός απευθύνεται προς τον αναγνώστη, ή απαντά στις ερωτήσεις του περαστικού. Δεν λείπουν οι υπερβολές, τα λογοπαίγνια, οι αντιθέσεις· οι ακατανόητες υπερβολές ανήκουν κυρίως στους Βυζαντινούς που τρέφονταν από τις ενθυμίσεις και τις αντιθέσεις, ορισμένα επιγράμματα των οποίων μπορούν να μας φανούν ανάρμοστα, κυρίως όταν τιμούν ρήτορες και γραφειοκράτες. Στους αρχαίους Έλληνες, εκτός από τους ποιητές και τους πολεμιστές οι επιτάφιες επιγραφές απευθύνονταν κυρίως σε κυνηγούς, ποιμένες και χωρικούς, και όπως είπαμε ήδη σε πένητες, όπως οι αλιείς, οι μισθωτοί, η υφάντριες κ.τ.λ., αλλά και σ’ αυτούς που χάθηκαν στη θάλασσα· υπάρχουν επίσης σαρκαστικά επιγράμματα για φιλοσόφους, ποιητές και ανθρώπους σκοτεινούς, των οποίων ο θάνατος συνδέεται με ανεξήγητα αίτια· εκείνος όμως που στερείται παντελώς αυτού του είδους της επιγραμματικής αφιέρωσης την «καλή εποχή» είναι ο πραγματικά άξεστος, ο βάρβαρος και ακαλλιέργητος άνθρωπος· αν δεν υπήρχε αξιομνημόνευτο περιεχόμενο δεν υπήρχε και επιγραφή. Αντίθετα υπήρξαν αφιερώματα σε ζώα από τα οποία διαθέτουμε αρκετά επιγράμματα.

Χαρακτηριστικές είναι συχνά η ειλικρίνεια και η ακεραιότητα που αναδύεται από αυτά τα ταφικά αφιερώματα. Το γαλήνιο βλέμμα, με το οποίο ατενίζει κανείς το άδειο ακόμη προσωπικό του μνήμα, μετατρέπεται σε ασυγκράτητη κραυγή οδύνης για το θάνατο των γονέων του· το παράπονο και ο θρήνος για το αδυσώπητο τέλος είναι απολύτως θεμιτά, και δεν χρειάζεται να συγκρατεί κανείς τον αβάσταχτο πόνο του. Από μιαν άλλη σκοπιά, είναι επίσης φυσικό να θεωρούνται τυχεροί όσοι αναχώρησαν πλήρεις ημερών, και να διδάσκονται οι ζώντες από τους τεθνεώτες την αξία της ζωής και της ευτυχίας, αναθυμούμενοι τις επίγειες χαρές στις οποίες μετείχαν. Είναι επίσης θεμιτή η έκφραση της απλότητας και της αφέλειας. Δεν διανοείται για παράδειγμα, ο συγγραφέας ενός επιγράμματος, που τοποθετήθηκε ασφαλώς από τους ντόπιους (444), να αποκρύψει τη μέθη που υπήρξε η αιτία μιας μεγάλης πυρκαγιάς, επειδή δεν υφίσταται ακόμη κοινωνική υποκρισία, ώστε να διασύρονται τα θύματα. Αλλά και η απαισιοδοξία δεν αποκρύπτεται. Παρότι η φήμη του Τίμωνα προκάλεσε σχεδόν αποκλειστικά σκωπτικά σχόλια, ο τρόμος απέναντι στο μυστήριο της ύπαρξης, και η αντίληψη ότι μπορεί να είναι προτιμότερη η ανυπαρξία εκφράζονται με έμφαση, και οι αυτόχειρες δικαιώνονται (470). Υπάρχουν εξ αρχής υπαινιγμοί σχετικά με φημισμένες προσωπικότητες για τη συμπεριφορά τους μεταξύ των νεκρών, και αυτούς που μπορεί να συναντήσουν εκεί, ενώ ο ουρανός της ειδωλολατρίας εμφανίζεται πολύ αργότερα, όταν η ψυχή, που αποχωρίζεται από το σώμα, ατενίζει τις ουράνιες οδούς (337), ή αναζητά το ενδιαίτημά της στον ουρανό, εκεί όπου βρίσκονται ο Ορφέας και ο Πλάτων (338). Ο Άδης αντιθέτως είναι απέραντος, και δεν τίθεται θέμα συναπάντησης· μόνο η μητέρα και το παιδί απολαμβάνουν αυτό το προνόμιο (378, 464). Ο Κάτω Κόσμος είναι ένας τόπος όπου ο Θερσίτης και ο Μίνωας είναι ισότιμοι, όπου είναι δηλαδή όλοι ίδιοι (727), και δεν θεωρείται δυστυχία να κατοικεί κανείς εκεί (727). Παράλληλα όμως εκφράζεται επίσης και η άρνηση κάθε δυνατότητας επιστροφής από τον Άδη (524).

(συνεχίζεται)

ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΛΟΙΠΟΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΜΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ Τ.Ν. ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΠΟΥ ΜΕΤΑΛΑΜΠΑΔΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟΥΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΔΟΞΑΣΤΗΚΕ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ. Ο ΛΟΓΟΣ. Η ΕΥΘΥΝΗ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: