Τρίτη 9 Απριλίου 2024

Οι δύο θελήσεις του Κυρίου διέφεραν μεταξύ τους όχι στη γνώμη αλλά στη δυνατότητα της φύσεώς τους!

 

Η υπερφυής προσευχή. Τοιχογραφία πρόναος καθολικού Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

                                                              Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού
                                                     Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως

                                                             Απόδοση στην νέα ελληνική
                                Αρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης (νυν Μητροπολίτης Δράμας)

 

Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=396217

Και άλλα για τα θελήματα, για το αυτεξούσιο, για τις σκέψεις, τις γνώσεις και τις σοφίες
(μέρος β’)


(Ο Χριστός), λοιπόν, σαν Θεός και άνθρωπος, είχε με φυσικό τρόπο τη θέληση· αλλά η ανθρώπινη φύση του, χωρίς να κινείται αυτόνομα, ακολουθούσε και υποτασσόταν στο (θείο) θέλημά του· ήθελε όσα ήθελε και το θείο θέλημά του.

Η θεία θέληση, δηλαδή, επέτρεπε στην ανθρώπινη να πάσχει με φυσικό τρόπο τα δικά της.

Όταν, για παράδειγμα, ήθελε ν’ αποφύγει το θάνατο, η θεία του θέληση με φυσικό τρόπο θέλησε και παραχώρησε ν’ αποφύγει το θάνατο· γι’ αυτό ένιωσε αγωνία και δείλιασε. Και όταν η θεία θέληση θέλησε η ανθρώπινη θέλησή του να προτιμήσει το θάνατο, τότε δέχθηκε εκούσια το πάθος του.


Διότι παράδωσε θεληματικά τον εαυτό του στο θάνατο όχι μόνο σαν Θεός, αλλά και σαν άνθρωπος· γι’ αυτό και μας χάρισε την τόλμη απέναντι στο θάνατο.

Έτσι, λίγο πριν από το σωτήριο πάθος του, λέει:
«Πατέρα μου, αν γίνεται, ας αποφύγω να πιω αυτό το (πικρό) ποτήρι»· είναι φανερό ότι σαν άνθρωπος και όχι σαν Θεός, πρόκειτο να πιει αυτό το ποτήρι.

Σαν άνθρωπος, λοιπόν, θέλει να το αποφύγει· αυτά τα λόγια δείχνουν τη δειλία της (ανθρωπίνης) φύσεως. «Παρ’ όλ’ αυτά όμως, ας μη γίνει το θέλημά μου», δηλαδή αυτό στο οποίο είμαι διαφορετικός από σένα στην ουσία (σαν άνθρωπος), «αλλά να γίνει το δικό σου», δηλαδή το δικό μου και δικό σου, διότι (σαν Θεός) είμαι ομοούσιος με σένα.

Αυτά είναι λόγια τολμηρά.

Προηγουμένως, δηλαδή, η ψυχή του Κυρίου αισθάνθηκε το φυσικό φόβο για το χωρισμό του σώματος· ένιωθε τη φυσική συμπάθεια προς το σώμα, καθώς έγινε πραγματικά άνθρωπος σύμφωνα με τη θέλησή του· αμέσως μετά, όμως, το θείο θέλημα τής έδωσε δύναμη ν’ αψηφά το θάνατο.

Επειδή, δηλαδή, ο ίδιος ήταν όλος Θεός μαζί με την ανθρώπινη φύση του και όλος άνθρωπος με τη θεία φύση του, αυτός σαν άνθρωπος έκανε στον εαυτό του το ανθρώπινο θέλημα να υπακούσει στο Θεό και Πατέρα.

Έτσι, μας άφησε τον εαυτό του άριστο τύπο και παράδειγμα υπακοής στον Πατέρα.

Το θείο μάλιστα και το ανθρώπινο θέλημά του (του Χριστού) επιθυμούσε ελεύθερα· καθώς κάθε λογική ύπαρξη έχει από τη φύση της αυτεξούσιο (ελεύθερο) θέλημα. Διότι, τι να το κάνει το λογικό, εάν δεν σκέφτεται ελεύθερα;

Ο Δημιουργός, δηλαδή, έβαλε τη φυσική επιθυμία μέσα στα άλογα ζώα, για να τα οδηγεί στην αναπαραγωγή της φύσεώς τους· επειδή όμως στερούνται τη λογική, αδυνατούν να εξουσιάζουν και τα εξουσιάζει η φυσική επιθυμία.

Γι’ αυτό, μόλις ανάψει η επιθυμία, αμέσως έρχεται και η ορμή για την εκπλήρωσή της· (τα άλογα ζώα) δεν κάνουν χρήση του λογικού ή της αποφάσεως ή της σκέψεως ή της κρίσεως.

Κι έτσι ούτε επαινούνται για την αρετή τους ούτε τιμωρούνται για την κακία τους.

Η λογική όμως φύση έχει βέβαια τη φυσική επιθυμία που την παρακινεί, αλλά, όσοι διατηρούν τη διαγωγή στα όρια της φύσεως, την κατευθύνουν και τη ρυθμίζουν με τη λογική.

Το προσόν της λογικής είναι αυτό, η αυτεξούσια θέληση, την οποία την ονομάζουμε φυσική κίνηση του λογικού όντος. Γι’ αυτό την επαινούμε και μακαρίζουμε, όταν επιδιώκει την αρετή και την τιμωρούμε, όταν επιδιώκει την κακία.

Επομένως, η ψυχή του Κυρίου ήθελε ελεύθερα· ήθελε βέβαια ελεύθερα αυτά που και η θεία θέλησή του επιθυμούσε αυτή να θέλει· ο Λόγος, δηλαδή, δεν κινούσε τη σάρκα του με νεύμα (σαν μαριονέτα) -αφού και ο Μωυσής και όλοι οι Άγιοι με θείο νεύμα κινούνταν-, αλλά ο ίδιος όντας ένας, και Θεός και άνθρωπος, ήθελε σύμφωνα με τη θεία και ανθρώπινη θέλησή του.

Έτσι, οι δύο θελήσεις του Κυρίου διέφεραν μεταξύ τους όχι στη γνώμη αλλά στη δυνατότητα της φύσεώς τους.

Η θεία, δηλαδή, θέλησή του ήταν άναρχη και δημιουργός όλων, παντοδύναμη και απαθής· ενώ η ανθρώπινη θέλησή του είχε χρονική αφετηρία και είχε δεχθεί τα φυσικά και αδιάβλητα πάθη· δεν ήταν παντοδύναμη στη φύση της, αλλά, επειδή έγινε φυσικά και πραγματικά θέληση του Θεού Λόγου, έγινε και παντοδύναμη.

Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, «Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως», απόδοση στην νέα ελληνική, Αρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης. Από: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/paterikon/iwannhs_damaskhnos_ekdosis_akribhs.htm

Οι δύο θελήσεις του Κυρίου διέφεραν μεταξύ τους όχι στη γνώμη αλλά στη δυνατότητα της φύσεώς τους! | Πεμπτουσία (pemptousia.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια: