Συνέχεια από Δευτέρα 6 Μαΐου 2013
Η ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ: Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ.
RAIMON PANIKKAR.
Διά-λογος δεν σημαίνει μόνον βαδίζω μέσω του λόγου, έχω να κάνω μόνο με τον λόγο, σημαίνει επίσης ανοίγω ένα άνοιγμα μέσω του λόγου – διά τον λόγον, περνώντας μέσω του λόγου στον μύθο. Ίσως ο πιο αδύναμος στύλος του διαφωτισμού, που περνά από τον Ντεκάρτ στον Μπούλτμαν μέσω Κάντ και τις μοντέρνες επιστήμες της Φύσης, είναι η αγαθή πίστη πως, όσον αφορά την αρχή, κάθε πράγμα μπορεί να ξεκαθαρίσει μέσω της λογικής, ανθρώπινης ή θείας. Πολλοί ονειρεύονται ακόμη μια mathesis universalis, υποστηρίζοντας την θεωρητική δυνατότητα κατανοήσεως της πραγματικότητος με την γλώσσα των μαθηματικών, σαν να ήταν δυνατόν η πραγματικότης να γνωρισθεί από ένα υπερκομπιούτερ. Η λογική είναι η κριτική δύναμις του ανθρώπου που του επιτρέπει να είναι αυτοσυνειδητός. Έχει σημασία που ο Kant, με τρόπο ασυνείδητα αντιφατικό, μίλησε για καθαρή λογική, η οποία, για να αρχίσουμε, είναι τόσο αγνή που υπάρχει πάνω και πέρα από κάθε κριτική. Ας αναφερθούμε εδώ στην κριτική της κριτικής του M. Tanabe, Philoshophy as Metanoetics, California Press, Berkeley 1986: «Όσο εμπλέκεται η κριτική του καθαρού λόγου, η λογική σαν υποκείμενο που κρίνει παραμένει πάντοτε σε μια ήσυχη ζώνη, όπου διασώζει την βεβαιότητά της χωρίς να πρέπει να θέσει σε κριτική την δυνατότητα της ίδιας της κριτικής. Όμως, ακριβώς επειδή η λογική δεν μπορεί εξ’ αιτίας αυτού να αποφύγει τον αυτοκερματισμό, η λογική που πραγματοποιεί την ενέργεια της κριτικής και η λογική η οποία πρέπει να κριθεί, πρέπει αναπόφευκτα να είναι χωρισμένες η μία από την άλλη… Η λογική πρέπει να αναγνωρίσει πως της λείπει η ικανότητα της κριτικής, διαφορετικά η λογική που κρίνει, μπορεί να διακριθεί μόνον από την λογική προς κρίση. Και στις δύο περιπτώσεις δεν υπάρχει τρόπος να αποφευχθεί ο αυτοακρωτηριασμός της λογικής τελικώς. Με άλλα λόγια, η λογική η οποία προσπαθεί να εξασφαλίσει το πεδίο της μέσω της αυτοκριτικής πρέπει στο τέλος, αντίθετα από τις ίδιες της τις προθέσεις, να αναγνωρίσει την απόλυτη αυτοδιάλυσή της».
Η λογική προσφέρεται στο ξεκίνημα. Στέκεται εκεί σαν μια μυθική Gestalt. Ξεχνά πάντοτε ή αδιαφορεί για τον δικό της μύθο. Και εκτός των άλλων, μύθος και λόγος κατοικούν μαζί. Ο διάλογος των θρησκειών, εάν είναι στ’ αλήθεια ζωντανός, δεν μπορεί να αφήσει τον μύθο έξω από τον διάλογο.
Και εδώ επίσης μπορούν να τονιστούν τρεις πλευρές του θέματος.
Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΕΡΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΚΑΙ ΑΦΗΝΕΙ ΧΩΡΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΥΘΟ
Οι έννοιες είναι σημαντικές, ακόμη και απαραίτητες, αλλά δεν είναι ποτέ αρκετές να οδηγήσουν σε κάποιο συμπέρασμα μια συνάντηση ανάμεσα σε πρόσωπα ή ανάμεσα σε θρησκευτικές παραδόσεις. Ένας διάλογος μόνον εννοιών παραμένει καθαρή διαλεκτική. Ο διαλογικός διάλογος είναι κάτι παραπάνω από μια συζήτηση ή μια λογική ανταλλαγή απόψεων. Στον διαλογικό διάλογο είμαστε συνειδητοί του γεγονότος πως οι έννοιες που χρησιμοποιούμε προέρχονται από μια πιο βαθειά πηγή. Όχι μόνον επιτρέπω στον άλλον να με γνωρίσει, αλλά φτάνω να γνωρίζω καλύτερα τον ίδιο μου τον μύθο μέσω των κριτικών και των ανακαλύψεων του συνομιλητού μου. Ο διαλογικός διάλογος δεν τείνει ούτε στην νίκη μέσα στο πλαίσιο των ιδεών, ούτε σε μια συμφωνία που πιέζει μια αυθεντική διαφορά απόψεων. Ο διάλογος αυτός προσπαθεί να επεκτείνει το ίδιο το πεδίο της κατανοήσεως, με την εμβάθυνση εκ μέρους κάθε συμμετέχοντος του ίδιου του πεδίου κατανοήσεως και το άνοιγμα ενός τόπου εφικτού για αυτό που δεν έχει κατανοηθεί ακόμη. Αυτό δεν είναι το σκάνδαλο του Ντεκάρτ, διότι κανένα μέρος δεν απολυτοποιεί την θέση του. [Η αμφιβολία είναι μια έλλειψη κατανοήσεως].
Κάθε θρησκεία ζει χάριν του μύθου της, εκείνο το μυστηριώδες μάγμα από το οποίο εξέρχεται ο λόγος για να στερεωθεί σε εννοιολογικές δομές και σε δόγματα. Αυτός ο μύθος, σαν ένα σημείο εκκίνησης, δεν είναι ένα λογικό αξίωμα. Περισσότερο κυκλώνει, θα λέγαμε, και στηρίζει τις αυτονόητες προϋποθέσεις που καθορίζουν τον νοητό ορίζοντα κάθε παραδόσεως, στο βάθος του οποίου οι ιδέες του φαίνονται γεμάτες νόημα.
Ένας διάλογος των θρησκειών που δεν θα υπολόγιζε αυτή την ανισότητα των Οριζόντων θα βρισκόταν μονίμως μπλεγμένος σε ασυνεννοησίες και δεν θα μπορούσε να φτάσει ποτέ το έδαφος από το οποίο κάθε θρησκεία αντλεί την αυτοκατανόησή της.
Αυτό σημαίνει πως η συνάντηση των θρησκειών δεν μπορεί να μειωθεί σε μια αντιπαράθεση δογμάτων. Κάθε θρησκεία είναι σαν ένας γαλαξίας, που δίνει μορφή αυτομάτως στα κριτήριά μας και στις σκέψεις μας και στα κριτήρια της αλήθειας και της πραγματικότητος μαζί. Και για να χαράξουμε αξιόπιστα παράγωγα, πρέπει οπωσδήποτε να γνωρίσουμε εκείνα που ονομάζω “ομοιομορφικά ισάξια”. Μια αναλογία δηλαδή τρίτου βαθμού που εξυπηρετεί αντίστοιχες λειτουργίες στα αντίστοιχα συστήματα.
Για να μιλήσουμε ξεκάθαρα, δεν μπορεί να υπάρξει συγκρητική επιστήμη των θρησκειών και ούτε μια συγκρητική φιλοσοφία. Δεν υπάρχει ένα ουδέτερο σημείο παρατηρήσεως (άθρησκο ή αφιλοσόφητο). Όλο αυτό όμως μας ανοίγει στον μύθο. Και οι μύθοι με αυτή την έννοια δεν μπορούν να συγκριθούν. Αυτοί οι μύθοι κάνουν εφικτή κάθε σύγκριση, προσφέροντας τον ορίζοντα μέσα στον οποίο κάθε σύγκριση μπορεί να πραγματοποιηθεί. Φυσικά, έννοιες και δόγματα μπορούν να τεθούν σε αντιπαράθεση, αλλά μόνον ενάντια σε κάθε προνοητική αποδοχή ενός θεμελιώδους σημείου παρατηρήσεως.
Γι’ αυτό και συναντήσεις οι οποίες δεν έχουν άμεσες σκοπιμότητες για σχολαστικά ή δογματικά αποτελέσματα, είναι τόσο σημαντικές. Satsang, φεστιβάλ, κοινά γεύματα, και συναντήσεις κάθε είδους, φιλοξενία, ακόμη και οι πιο μικρές πράξεις κοινωνίας, πολύ συχνά αποκαλύπτονται πιο σημαντικές και από τα πιο δυνατά παραδείγματα του διαλόγου.
ΜΕΤΕΧΕΙ ΤΩΝ ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΝ ΜΑΣ ΠΙΣΤΕΥΜΑΤΩΝ
Η ζωή των θρησκειών, που φανερώνεται σε διαρρυθμισμένα δόγματα, σε γενικές εμπνεύσεις, σε ερμηνευμένες εμπειρίες, σε τελετουργίες ή σε εφαρμοσμένα σύμβολα, μπορεί να συμπυκνωθεί σε μία και μοναδική λέξη: ΠΙΣΤΗ. Η θρησκεία είναι ένα θέμα πίστεως. Η πίστη είναι ο μύθος που μας περιτυλίγει και καθιστά δυνατές τις διάφορες φανερώσεις που συνιστούν την θρησκεία. Ο μύθος θα μπορούσε να θεωρηθεί το σύνολο των σιωπηλών συνθηκών των δυνατοτήτων (και επομένως της πιστότητος) μιας συγκεκριμένης καταστάσεως πραγμάτων. Επομένως ο διάλογος των θρησκειών πρέπει να είναι ένας διάλογος πίστης. Για να γίνει κατανοητή μια θρησκεία, πρέπει λοιπόν να γνωρίσω το πιστεύω της. Ο διάλογος πηγάζει από την πίστη αλλά ξετυλίγεται στο επίπεδο των πεποιθήσεων. Και πώς μπορεί να υποστηριχθεί ένας τέτοιος διάλογος; Μπορεί κάποιος να βρει το νόημα δηλώσεων πίστεως χωρίς να συμφωνεί, έστω κατά ένα μέρος με εκείνη την πίστη;
Παρακινούμενος από την φαινομενολογία του Χούσσερλ, ο οποίος μιλά για νόημα, σαν ένα καθαρό περιεχόμενο της ειδητικής εμπνεύσεως, τόλμησα να εισάγω την έννοια του πιστεύματος. Εμείς σκεπτόμαστε (νοείν) την σκέψη (νόημα) μέσα από την ενέργεια της σκέψης (νόησις), δηλαδή μέσω της λειτουργίας της νοήσεως φτάνουμε το νόημα σαν καθαρό προθετικό περιεχόμενο της συνειδήσεώς μας. Αλλά το νόημα δεν επιτρέπει να του αποδοθεί καμμία αντικειμενική αλήθεια ή υπαρκτική πραγματικότης σε αυτό το ίδιο. Παραλλήλως δε με αυτό, η πίστις είναι επίσης και μια συνειδητοποίηση γενική ας πούμε, sui generis, η οποία φανερώνεται στο πίστευμα του πιστού. Εκείνο που ο πιστός εκλαμβάνει σαν αληθινό. Αλλά το πίστευμα του πιστού θα φάνει σαν το νόημα του πιστεύοντος στα μάτια του εξωτερικού παρατηρητού. Με άλλα λόγια ο άπιστος μπορεί να αντιληφθεί αυτό που λέει ο πιστός (π.χ. Tara είναι η φιλεύσπλαχνη θεία μητέρα που πρέπει να λατρεύεται) αλλά ο άπιστος δεν μπορεί να μοιραστεί μια τέτοια πεποίθηση. Ο άπιστος στην Tara δεν θα αντιληφθεί το πίστευμα του πιστού. Το πολύ-πολύ να συλλάβει ένα κάποιο νόημα, διαφορετικό του πιστεύματος. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε με κάποια σημασία για το πίστευμα εάν δεν μετέχουμε: Αυτό που μπορούμε να περιγράψουμε είναι το περιεχόμενο της συνειδήσεώς μας, δηλαδή το νόημα, αλλά όχι το πίστευμα του πιστού.
Αυτό που ο πιστός πιστεύει δεν είναι ένα λογικό νόημα που μπορεί να μεσολαβηθεί (από την κατανόηση του ξένου), αλλά το ιδιαίτερο πίστευμα, που είναι αυτό που πιστεύει ο πιστός. Εάν δεν εισχωρήσω σε αυτό το πίστευμα, δεν μπορώ να περιγράψω τι πιστεύει ο πιστός, αλλά μόνον αυτό που εγώ, από το δικό μου σημείο παρατήρησης, υποθέτω πως ο πιστός εκλαμβάνει σαν αληθινό. Αλλά εγώ δεν μπορώ να φτάσω το πίστευμα σαν πίστευμα εάν δεν πιστεύω σε αυτό που ο πιστός πιστεύει.
Αυτό σημαίνει πως κάθε θησαυρός πίστεως, όπως τον εκφράζουν μερικές θρησκείες, θα παραμείνει αδιαμεσολάβητος και ακατανόητος; Όχι σίγουρα! Σημαίνει μόνον πως χωρίς διάλογο ο δρόμος θα είναι κλειστός. Για να φτάσουμε το πίστευμα του άλλου Εγώ πρέπει κατά κάποιο τρόπο να εκλάβω εκείνο το πίστευμα σαν αληθινό, δηλαδή πρέπει να διαθέτω μια κάποια πρόσβαση στο μυθικό σύμπαν στο οποίο πιστεύει ο άλλος. Με άλλα λόγια, η πίστη του πιστού, η οποία εκφράζεται στην πεποίθησή του, ανήκει ουσιωδώς σε αυτό που ο πιστός πιστεύει. Εάν δεν συμμετέχει ο ένας στην πίστη του άλλου, οι συζητήσεις θα αναπτυχθούν σε άνισα επίπεδα: η πίστη μου και η πίστη του, το δικό μου νόημα και το πίστευμα του άλλου. Τα νοήματα της θρησκευτικής φαινομενολογίας είναι στην πράξη πιστεύματα.
Εδώ λοιπόν η διάκριση ανάμεσα στην πίστη και στην πεποίθηση είναι απολύτως απαραίτητη. Η πεποίθηση εκφράζεται σε διαβεβαιώσεις. Με ομολογίες. Η πίστη φανερώνεται στην ζωή. Η πίστη είναι μια συστατική διάσταση του ανθρώπου. Η πεποίθηση είναι μια ιδιαίτερη διατύπωση εκείνης της πίστεως. Με αυτή την έννοια το γεγονός πως ο κόσμος μπορεί να εκφράσει τίμια την πίστη του σε διαφορετικές διατυπώσεις των πεποιθήσεών του, δεν είναι παρά η φυσική φανέρωση της διαφορετικότητος των πολιτισμών και των θρησκειών.
ΕΙΝΑΙ ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ ΣΤΟΝ ΜΥΘΟ
Ο αγνός διάλογος και ο βαθύς με κάποιον άλλον δεν είναι πάντοτε δυνατός. Οι μετέχοντες του διαλόγου πρέπει να συμμετέχουν στον ίδιο μύθο, τοποθετούμενοι κατά ένα μέρος τουλάχιστον μέσα στον ίδιο νοητικό ορίζοντα. Οπωσδήποτε αυτός ο κοινός μύθος πρέπει να αναδυθεί σιγά-σιγά από την ίδια την συνάντηση, αλλά μέχρις ότου υπάρξει συμμετοχή η θρησκευτική επικοινωνία δεν θα είναι δυνατή. Ένα δένδρο είναι πάντοτε ένα δένδρο μέχρις ότου οι άνθρωποι το βρουν στην πεδιάδα της αισθητηριακής τους αντιλήψεως. Αλλά καμμιά βαθειά κατανόηση δεν μπορεί να προκύψει εάν για τον έναν το δέντρο είναι μόνον ένα φυτικό κομπιούτερ, ενώ για τον άλλον είναι ένα σώμα κατοικημένο από ένα πνεύμα.
Η νεωτερικότης γεννά μύθους διαπολιτισμικούς. Για παράδειγμα η δημοκρατία, η ειρήνη, η εκκοσμίκευση και πάει λέγοντας, είναι μύθοι που έχουν μια κάποια διαθρησκειακή αξία. Μόνον στο μέτρο που συμμετέχουμε σε τέτοιους μύθους μπορούμε να επικοινωνήσουμε πραγματικά μεταξύ μας. Από το άλλο μέρος, ένας κοινός μύθος τείνει να κάνει πιο φανερές τις δογματικές διαφορές. Όπως π.χ. Χριστιανοί και Εβραίοι είναι πολύ συχνά θύματα αμοιβαίας αντιπάθειας, παρά τις βασικές ομοιότητες των πεποιθήσεών τους. Αντιθέτως η αλληλοκατανόηση είναι πολύ πιο εύκολη ανάμεσα σε μακρυνές μεταξύ τους θρησκείες, όταν έχει καλλιεργηθεί κάποια συμπάθεια.
Γι’ αυτό εάν ομολογούμε, όταν συμβαίνει, πως δεν κατανοούμε τον άλλον, πλησιάζουμε πιο κοντά στην επικοινωνία, από όταν είμαστε βέβαιοι πως έχουμε κατανόηση. Όταν είμαστε συνειδητοί των δυσκολιών βρισκόμαστε σε διάλογο. Η επιτυχία του διαλόγου δεν είναι ποτέ εξασφαλισμένη, αλλά η προσπάθεια είναι καθαυτή διάλογος.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Η ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ: Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ.
RAIMON PANIKKAR.
Ο διάλογος πρέπει να είναι ΜΥΘΙΚΟΣ.
Διά-λογος δεν σημαίνει μόνον βαδίζω μέσω του λόγου, έχω να κάνω μόνο με τον λόγο, σημαίνει επίσης ανοίγω ένα άνοιγμα μέσω του λόγου – διά τον λόγον, περνώντας μέσω του λόγου στον μύθο. Ίσως ο πιο αδύναμος στύλος του διαφωτισμού, που περνά από τον Ντεκάρτ στον Μπούλτμαν μέσω Κάντ και τις μοντέρνες επιστήμες της Φύσης, είναι η αγαθή πίστη πως, όσον αφορά την αρχή, κάθε πράγμα μπορεί να ξεκαθαρίσει μέσω της λογικής, ανθρώπινης ή θείας. Πολλοί ονειρεύονται ακόμη μια mathesis universalis, υποστηρίζοντας την θεωρητική δυνατότητα κατανοήσεως της πραγματικότητος με την γλώσσα των μαθηματικών, σαν να ήταν δυνατόν η πραγματικότης να γνωρισθεί από ένα υπερκομπιούτερ. Η λογική είναι η κριτική δύναμις του ανθρώπου που του επιτρέπει να είναι αυτοσυνειδητός. Έχει σημασία που ο Kant, με τρόπο ασυνείδητα αντιφατικό, μίλησε για καθαρή λογική, η οποία, για να αρχίσουμε, είναι τόσο αγνή που υπάρχει πάνω και πέρα από κάθε κριτική. Ας αναφερθούμε εδώ στην κριτική της κριτικής του M. Tanabe, Philoshophy as Metanoetics, California Press, Berkeley 1986: «Όσο εμπλέκεται η κριτική του καθαρού λόγου, η λογική σαν υποκείμενο που κρίνει παραμένει πάντοτε σε μια ήσυχη ζώνη, όπου διασώζει την βεβαιότητά της χωρίς να πρέπει να θέσει σε κριτική την δυνατότητα της ίδιας της κριτικής. Όμως, ακριβώς επειδή η λογική δεν μπορεί εξ’ αιτίας αυτού να αποφύγει τον αυτοκερματισμό, η λογική που πραγματοποιεί την ενέργεια της κριτικής και η λογική η οποία πρέπει να κριθεί, πρέπει αναπόφευκτα να είναι χωρισμένες η μία από την άλλη… Η λογική πρέπει να αναγνωρίσει πως της λείπει η ικανότητα της κριτικής, διαφορετικά η λογική που κρίνει, μπορεί να διακριθεί μόνον από την λογική προς κρίση. Και στις δύο περιπτώσεις δεν υπάρχει τρόπος να αποφευχθεί ο αυτοακρωτηριασμός της λογικής τελικώς. Με άλλα λόγια, η λογική η οποία προσπαθεί να εξασφαλίσει το πεδίο της μέσω της αυτοκριτικής πρέπει στο τέλος, αντίθετα από τις ίδιες της τις προθέσεις, να αναγνωρίσει την απόλυτη αυτοδιάλυσή της».
Η λογική προσφέρεται στο ξεκίνημα. Στέκεται εκεί σαν μια μυθική Gestalt. Ξεχνά πάντοτε ή αδιαφορεί για τον δικό της μύθο. Και εκτός των άλλων, μύθος και λόγος κατοικούν μαζί. Ο διάλογος των θρησκειών, εάν είναι στ’ αλήθεια ζωντανός, δεν μπορεί να αφήσει τον μύθο έξω από τον διάλογο.
Και εδώ επίσης μπορούν να τονιστούν τρεις πλευρές του θέματος.
Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΕΡΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΚΑΙ ΑΦΗΝΕΙ ΧΩΡΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΥΘΟ
Οι έννοιες είναι σημαντικές, ακόμη και απαραίτητες, αλλά δεν είναι ποτέ αρκετές να οδηγήσουν σε κάποιο συμπέρασμα μια συνάντηση ανάμεσα σε πρόσωπα ή ανάμεσα σε θρησκευτικές παραδόσεις. Ένας διάλογος μόνον εννοιών παραμένει καθαρή διαλεκτική. Ο διαλογικός διάλογος είναι κάτι παραπάνω από μια συζήτηση ή μια λογική ανταλλαγή απόψεων. Στον διαλογικό διάλογο είμαστε συνειδητοί του γεγονότος πως οι έννοιες που χρησιμοποιούμε προέρχονται από μια πιο βαθειά πηγή. Όχι μόνον επιτρέπω στον άλλον να με γνωρίσει, αλλά φτάνω να γνωρίζω καλύτερα τον ίδιο μου τον μύθο μέσω των κριτικών και των ανακαλύψεων του συνομιλητού μου. Ο διαλογικός διάλογος δεν τείνει ούτε στην νίκη μέσα στο πλαίσιο των ιδεών, ούτε σε μια συμφωνία που πιέζει μια αυθεντική διαφορά απόψεων. Ο διάλογος αυτός προσπαθεί να επεκτείνει το ίδιο το πεδίο της κατανοήσεως, με την εμβάθυνση εκ μέρους κάθε συμμετέχοντος του ίδιου του πεδίου κατανοήσεως και το άνοιγμα ενός τόπου εφικτού για αυτό που δεν έχει κατανοηθεί ακόμη. Αυτό δεν είναι το σκάνδαλο του Ντεκάρτ, διότι κανένα μέρος δεν απολυτοποιεί την θέση του. [Η αμφιβολία είναι μια έλλειψη κατανοήσεως].
Κάθε θρησκεία ζει χάριν του μύθου της, εκείνο το μυστηριώδες μάγμα από το οποίο εξέρχεται ο λόγος για να στερεωθεί σε εννοιολογικές δομές και σε δόγματα. Αυτός ο μύθος, σαν ένα σημείο εκκίνησης, δεν είναι ένα λογικό αξίωμα. Περισσότερο κυκλώνει, θα λέγαμε, και στηρίζει τις αυτονόητες προϋποθέσεις που καθορίζουν τον νοητό ορίζοντα κάθε παραδόσεως, στο βάθος του οποίου οι ιδέες του φαίνονται γεμάτες νόημα.
Ένας διάλογος των θρησκειών που δεν θα υπολόγιζε αυτή την ανισότητα των Οριζόντων θα βρισκόταν μονίμως μπλεγμένος σε ασυνεννοησίες και δεν θα μπορούσε να φτάσει ποτέ το έδαφος από το οποίο κάθε θρησκεία αντλεί την αυτοκατανόησή της.
Αυτό σημαίνει πως η συνάντηση των θρησκειών δεν μπορεί να μειωθεί σε μια αντιπαράθεση δογμάτων. Κάθε θρησκεία είναι σαν ένας γαλαξίας, που δίνει μορφή αυτομάτως στα κριτήριά μας και στις σκέψεις μας και στα κριτήρια της αλήθειας και της πραγματικότητος μαζί. Και για να χαράξουμε αξιόπιστα παράγωγα, πρέπει οπωσδήποτε να γνωρίσουμε εκείνα που ονομάζω “ομοιομορφικά ισάξια”. Μια αναλογία δηλαδή τρίτου βαθμού που εξυπηρετεί αντίστοιχες λειτουργίες στα αντίστοιχα συστήματα.
Για να μιλήσουμε ξεκάθαρα, δεν μπορεί να υπάρξει συγκρητική επιστήμη των θρησκειών και ούτε μια συγκρητική φιλοσοφία. Δεν υπάρχει ένα ουδέτερο σημείο παρατηρήσεως (άθρησκο ή αφιλοσόφητο). Όλο αυτό όμως μας ανοίγει στον μύθο. Και οι μύθοι με αυτή την έννοια δεν μπορούν να συγκριθούν. Αυτοί οι μύθοι κάνουν εφικτή κάθε σύγκριση, προσφέροντας τον ορίζοντα μέσα στον οποίο κάθε σύγκριση μπορεί να πραγματοποιηθεί. Φυσικά, έννοιες και δόγματα μπορούν να τεθούν σε αντιπαράθεση, αλλά μόνον ενάντια σε κάθε προνοητική αποδοχή ενός θεμελιώδους σημείου παρατηρήσεως.
Γι’ αυτό και συναντήσεις οι οποίες δεν έχουν άμεσες σκοπιμότητες για σχολαστικά ή δογματικά αποτελέσματα, είναι τόσο σημαντικές. Satsang, φεστιβάλ, κοινά γεύματα, και συναντήσεις κάθε είδους, φιλοξενία, ακόμη και οι πιο μικρές πράξεις κοινωνίας, πολύ συχνά αποκαλύπτονται πιο σημαντικές και από τα πιο δυνατά παραδείγματα του διαλόγου.
ΜΕΤΕΧΕΙ ΤΩΝ ΙΔΙΑΙΤΕΡΩΝ ΜΑΣ ΠΙΣΤΕΥΜΑΤΩΝ
Η ζωή των θρησκειών, που φανερώνεται σε διαρρυθμισμένα δόγματα, σε γενικές εμπνεύσεις, σε ερμηνευμένες εμπειρίες, σε τελετουργίες ή σε εφαρμοσμένα σύμβολα, μπορεί να συμπυκνωθεί σε μία και μοναδική λέξη: ΠΙΣΤΗ. Η θρησκεία είναι ένα θέμα πίστεως. Η πίστη είναι ο μύθος που μας περιτυλίγει και καθιστά δυνατές τις διάφορες φανερώσεις που συνιστούν την θρησκεία. Ο μύθος θα μπορούσε να θεωρηθεί το σύνολο των σιωπηλών συνθηκών των δυνατοτήτων (και επομένως της πιστότητος) μιας συγκεκριμένης καταστάσεως πραγμάτων. Επομένως ο διάλογος των θρησκειών πρέπει να είναι ένας διάλογος πίστης. Για να γίνει κατανοητή μια θρησκεία, πρέπει λοιπόν να γνωρίσω το πιστεύω της. Ο διάλογος πηγάζει από την πίστη αλλά ξετυλίγεται στο επίπεδο των πεποιθήσεων. Και πώς μπορεί να υποστηριχθεί ένας τέτοιος διάλογος; Μπορεί κάποιος να βρει το νόημα δηλώσεων πίστεως χωρίς να συμφωνεί, έστω κατά ένα μέρος με εκείνη την πίστη;
Παρακινούμενος από την φαινομενολογία του Χούσσερλ, ο οποίος μιλά για νόημα, σαν ένα καθαρό περιεχόμενο της ειδητικής εμπνεύσεως, τόλμησα να εισάγω την έννοια του πιστεύματος. Εμείς σκεπτόμαστε (νοείν) την σκέψη (νόημα) μέσα από την ενέργεια της σκέψης (νόησις), δηλαδή μέσω της λειτουργίας της νοήσεως φτάνουμε το νόημα σαν καθαρό προθετικό περιεχόμενο της συνειδήσεώς μας. Αλλά το νόημα δεν επιτρέπει να του αποδοθεί καμμία αντικειμενική αλήθεια ή υπαρκτική πραγματικότης σε αυτό το ίδιο. Παραλλήλως δε με αυτό, η πίστις είναι επίσης και μια συνειδητοποίηση γενική ας πούμε, sui generis, η οποία φανερώνεται στο πίστευμα του πιστού. Εκείνο που ο πιστός εκλαμβάνει σαν αληθινό. Αλλά το πίστευμα του πιστού θα φάνει σαν το νόημα του πιστεύοντος στα μάτια του εξωτερικού παρατηρητού. Με άλλα λόγια ο άπιστος μπορεί να αντιληφθεί αυτό που λέει ο πιστός (π.χ. Tara είναι η φιλεύσπλαχνη θεία μητέρα που πρέπει να λατρεύεται) αλλά ο άπιστος δεν μπορεί να μοιραστεί μια τέτοια πεποίθηση. Ο άπιστος στην Tara δεν θα αντιληφθεί το πίστευμα του πιστού. Το πολύ-πολύ να συλλάβει ένα κάποιο νόημα, διαφορετικό του πιστεύματος. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε με κάποια σημασία για το πίστευμα εάν δεν μετέχουμε: Αυτό που μπορούμε να περιγράψουμε είναι το περιεχόμενο της συνειδήσεώς μας, δηλαδή το νόημα, αλλά όχι το πίστευμα του πιστού.
Αυτό που ο πιστός πιστεύει δεν είναι ένα λογικό νόημα που μπορεί να μεσολαβηθεί (από την κατανόηση του ξένου), αλλά το ιδιαίτερο πίστευμα, που είναι αυτό που πιστεύει ο πιστός. Εάν δεν εισχωρήσω σε αυτό το πίστευμα, δεν μπορώ να περιγράψω τι πιστεύει ο πιστός, αλλά μόνον αυτό που εγώ, από το δικό μου σημείο παρατήρησης, υποθέτω πως ο πιστός εκλαμβάνει σαν αληθινό. Αλλά εγώ δεν μπορώ να φτάσω το πίστευμα σαν πίστευμα εάν δεν πιστεύω σε αυτό που ο πιστός πιστεύει.
Αυτό σημαίνει πως κάθε θησαυρός πίστεως, όπως τον εκφράζουν μερικές θρησκείες, θα παραμείνει αδιαμεσολάβητος και ακατανόητος; Όχι σίγουρα! Σημαίνει μόνον πως χωρίς διάλογο ο δρόμος θα είναι κλειστός. Για να φτάσουμε το πίστευμα του άλλου Εγώ πρέπει κατά κάποιο τρόπο να εκλάβω εκείνο το πίστευμα σαν αληθινό, δηλαδή πρέπει να διαθέτω μια κάποια πρόσβαση στο μυθικό σύμπαν στο οποίο πιστεύει ο άλλος. Με άλλα λόγια, η πίστη του πιστού, η οποία εκφράζεται στην πεποίθησή του, ανήκει ουσιωδώς σε αυτό που ο πιστός πιστεύει. Εάν δεν συμμετέχει ο ένας στην πίστη του άλλου, οι συζητήσεις θα αναπτυχθούν σε άνισα επίπεδα: η πίστη μου και η πίστη του, το δικό μου νόημα και το πίστευμα του άλλου. Τα νοήματα της θρησκευτικής φαινομενολογίας είναι στην πράξη πιστεύματα.
Εδώ λοιπόν η διάκριση ανάμεσα στην πίστη και στην πεποίθηση είναι απολύτως απαραίτητη. Η πεποίθηση εκφράζεται σε διαβεβαιώσεις. Με ομολογίες. Η πίστη φανερώνεται στην ζωή. Η πίστη είναι μια συστατική διάσταση του ανθρώπου. Η πεποίθηση είναι μια ιδιαίτερη διατύπωση εκείνης της πίστεως. Με αυτή την έννοια το γεγονός πως ο κόσμος μπορεί να εκφράσει τίμια την πίστη του σε διαφορετικές διατυπώσεις των πεποιθήσεών του, δεν είναι παρά η φυσική φανέρωση της διαφορετικότητος των πολιτισμών και των θρησκειών.
ΕΙΝΑΙ ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ ΣΤΟΝ ΜΥΘΟ
Ο αγνός διάλογος και ο βαθύς με κάποιον άλλον δεν είναι πάντοτε δυνατός. Οι μετέχοντες του διαλόγου πρέπει να συμμετέχουν στον ίδιο μύθο, τοποθετούμενοι κατά ένα μέρος τουλάχιστον μέσα στον ίδιο νοητικό ορίζοντα. Οπωσδήποτε αυτός ο κοινός μύθος πρέπει να αναδυθεί σιγά-σιγά από την ίδια την συνάντηση, αλλά μέχρις ότου υπάρξει συμμετοχή η θρησκευτική επικοινωνία δεν θα είναι δυνατή. Ένα δένδρο είναι πάντοτε ένα δένδρο μέχρις ότου οι άνθρωποι το βρουν στην πεδιάδα της αισθητηριακής τους αντιλήψεως. Αλλά καμμιά βαθειά κατανόηση δεν μπορεί να προκύψει εάν για τον έναν το δέντρο είναι μόνον ένα φυτικό κομπιούτερ, ενώ για τον άλλον είναι ένα σώμα κατοικημένο από ένα πνεύμα.
Η νεωτερικότης γεννά μύθους διαπολιτισμικούς. Για παράδειγμα η δημοκρατία, η ειρήνη, η εκκοσμίκευση και πάει λέγοντας, είναι μύθοι που έχουν μια κάποια διαθρησκειακή αξία. Μόνον στο μέτρο που συμμετέχουμε σε τέτοιους μύθους μπορούμε να επικοινωνήσουμε πραγματικά μεταξύ μας. Από το άλλο μέρος, ένας κοινός μύθος τείνει να κάνει πιο φανερές τις δογματικές διαφορές. Όπως π.χ. Χριστιανοί και Εβραίοι είναι πολύ συχνά θύματα αμοιβαίας αντιπάθειας, παρά τις βασικές ομοιότητες των πεποιθήσεών τους. Αντιθέτως η αλληλοκατανόηση είναι πολύ πιο εύκολη ανάμεσα σε μακρυνές μεταξύ τους θρησκείες, όταν έχει καλλιεργηθεί κάποια συμπάθεια.
Γι’ αυτό εάν ομολογούμε, όταν συμβαίνει, πως δεν κατανοούμε τον άλλον, πλησιάζουμε πιο κοντά στην επικοινωνία, από όταν είμαστε βέβαιοι πως έχουμε κατανόηση. Όταν είμαστε συνειδητοί των δυσκολιών βρισκόμαστε σε διάλογο. Η επιτυχία του διαλόγου δεν είναι ποτέ εξασφαλισμένη, αλλά η προσπάθεια είναι καθαυτή διάλογος.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου