ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΟΥ ΑΘΕΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ (14)
HENRI DE LUBAC
Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Ο μύθος τον οποίο συνέλαβε ο Μαρξ, σαν
ταυτόχρονη μετάθεση του «τέλειου ανθρώπου» του Απ. Παύλου και της «απολύτου
γνώσεως» του Χέγκελ, είναι μεγαλειώδης στα σίγουρα. Δεν είναι αυτό που γενικώς
ονομάζουμε ουτοπία, με την έννοια δηλ. πως δεν επικαλείται καμμία αυθαίρετη
εικόνα, αλλά θέλει μόνον να «βρει τον νέο κόσμο με την κριτική του παλαιού
κόσμου» (Γράμμα στον Ένγκελς, 1843). Συνεχώς αρνείται να μπει σε λεπτομέρειες
που θα αφορούσαν την οργάνωση της μελλοντικής πόλεως. Γι’ αυτό και, ανάμεσα σε
πάρα πολλές άλλες αιτίες, ο Μαρξ πίστευε πως έπρεπε να απορρίψει με
αποτροπιασμό τα συστήματα των «ουτοπιστών» σοσιαλιστών, οι οποίοι προσπαθούσαν
να χαράξουν με κάθε λεπτομέρεια τους πιο θαυμαστούς πίνακες, για το μέλλον και
την μελλοντική ζωή. Από αυτήν την άποψη δεν υπάρχει καμμία ομοιότης ανάμεσα σ’
αυτόν, για παράδειγμα, και τον Fourier.
Σαν σοσιαλιστής ο Μαρξ δεν είναι ουτοπιστής. Υπήρξε ο πρώτος που διέρρηξε τους
δεσμούς του με την παλιά παράδοση των «Ουτοπιών», που χαρακτήριζαν την
σοσιαλιστική κίνηση στο ξεκίνημά της. Αυτό ακριβώς το στοιχείο επιτρέπει και σ’
αυτόν και στους απογόνους του, τους μαθητές του, να συγκεντρώσουν όλη τους την
προσοχή στην ανάλυση της πραγματικής κοινωνίας, στην συνέχεια στην μέθοδο και
στην επαναστατική πράξη, αρνούμενος την κατηγορία πως ο μαρξισμός είναι ένα
θεωρητικό δόγμα, με την πλήρη και παραδοσιακή σημασία του όρου. Από αυτό το
χαρακτηριστικό μερικοί συμπεραίνουν πως ο πιστός μαρξιστής μπορεί να υιοθετήσει
ολόκληρο τον μαρξισμό, να υιοθετήσει τουλάχιστον όλο το σύστημα που αφορά το
«χρονικό», και στην συνέχεια, εάν κάποιος το επιθυμεί, να το επιμηκύνει ή να το
διορθώσει, στο επίπεδο της μεταφυσικής.
Αυτό υπήρξε στ’ αλήθεια ένα μοιραίο λάθος,
διότι αυτό το λάθος παρήγαγε θανάσιμους συμβιβασμούς, στην ιστορία.
Και πραγματικά, έτσι όπως τον έχουν σκεφτεί
και τον έχουν ζήσει ταυτόχρονα, στην εσωτερική του συνέχεια, ο δυνατός του
πυρήνας ο οποίος με τάξη και οργάνωση θέλει να κατακτήσει τον κόσμο και να του
τον προσφέρει, ο μαρξισμός δεν είναι ένα δόγμα καθαρά εμπειρικό, ούτε ένας σωρός
εμπειριών χωρίς κανέναν εσωτερικό δεσμό. Είναι ένα όλον με τα μέρη του στενά
δεμένα μεταξύ τους. Το «χρονικό» του πρόγραμμα είναι ολοκληρωτικώς ποτισμένο με
τις πνευματικές του αρνήσεις.
Μεταφυσικό σύστημα ή όχι, ο Μαρξισμός, όπως
και αν τον ονομάσουμε, είναι ένα πλήρες δόγμα, το οποίο όπως και όλα τα
υπόλοιπα, παρουσιάζει τις συνέπειές του και τις προϋποθέσεις του. Όπως έχει πει
και ο Μαρξ, τείνει στην «θετική καταπίεση της θρησκείας». Και παρότι
παρουσιάζεται αυτό το σύστημα εξ ολοκλήρου σχετικό, τοποθετεί ένα απόλυτο,
ανάλογο και ανταγωνιστικό του Απόλυτου στο οποίο πιστεύουν οι Χριστιανοί. Αλλ’
όμως εάν αυτό το απόλυτο δεν είναι μια ουτοπία με την παλιά σημασία τού όρου,
εάν δεν επιθυμεί να δώσει καμμία περιγραφή σχετική με το μέλλον, αυτό δεν είναι
μάλλον η απόδειξη πως στην πραγματικότητα είναι η ριζική ουτοπία, η ουτοπία της
ουτοπίας; Μια τέτοια απόρριψη δεν είναι μόνον πρακτική σύνεση και μετριοπάθεια,
σοφή κατανόηση τού πόσο απρόβλεπτοι είναι οι συσχετισμοί δύναμης στην Ιστορία.
Είναι περισσότερο ένα πρόβλημα πίστεως. Προέρχεται από το γεγονός πως αυτή η
τελευταία κατάσταση προς την οποία βαδίζει η ανθρωπότης τίθεται σαν ουσιαστικώς
απερίγραπτη, σαν κάτι το οποίο κατ’ ουσίαν ξεφεύγει από τις δυνατότητες της
φαντασίας, διότι είναι ριζικώς διαφορετικό από όλα τα σχετικά επίπεδα μέσω των
οποίων διέρχεται η ανθρωπότης στην διάρκεια της Ιστορίας της. Το τέλος της
Ιστορίας δεν μπορεί να αποτελείται από τα ίδια στοιχεία που συνιστούν το σώμα
της. Παρότι μεταφέρεται στην γη και μειώνεται στα μέτρα της Εμμένειας, το
Απόλυτο στο οποίο τείνουμε παραμένει το ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΩΣ ΑΛΛΟ…
Έτσι λοιπόν ακριβώς αυτή η μείωση στην
Εμμένεια (Ενύπαρξη), αυτή η χρονικότης της Βασιλείας, φαίνεται αντιφατική. «Το
ιδανικό του Μαρξ φαίνεται πολύ ωραίο, αλλά είναι καθαρά υπερ-ιστορικό, (J. Lacroix, περί Μαρξισμού, Le Monde, 11 Ιουλίου 1947). Ο Μαρξισμός συνίσταται από
ένα είδος κοινωνικής προβολής του χριστιανικού ιδεώδους. Είναι μια Εμμένεια (immanence) η οποία ώθησε στις πιο
ακραίες της συνέπειες την ριζική άρνηση κάθε υπερβάσεως. Είναι δυνατή όμως αυτή
η άρνηση της υπερβάσεως στο επίπεδο της ιστορίας και της σκέψης; Η ανθρώπινη
κατάσταση περιέχει άραγε, μαζί με το πρόβλημά της, και την λύση του
προβλήματος; [Αυτό είναι το πρόσωπο και η προσκόλληση της θεολογίας σήμερα στο
κατ’ εικόνα. Η πεποίθηση πως η ανθρωπότης περιέχει και την λύση του
προβλήματος].
Ο Ένγκελς έγραψε για να κρίνει τις Εγελιανές
απαιτήσεις: «Με τον Χέγκελ φτάνουμε στην λεγόμενη απόλυτη αλήθεια, η Ιστορία
του κόσμου τελειώνει, και όμως είναι απαραίτητο να συνεχίσει, παρότι δεν της
απομένει τίποτε πλέον να κάνει». (Για τον Φωυερμπαχ). Δεν ισχύει το ίδιο πράγμα
και με τον Μαρξ; Δεν είχε βεβαίως την αγαθότητα του Χεγκελ, την εποχή που
αναμασούσε την σκέψη του, ώστε να πιστέψει πως το γεγονός της εμφανίσεως τού
δόγματός του θα σήμαινε και το τέλος της Ιστορίας, ούτε πίστευε πως η Ιστορία
θα μπορούσε να καθορισθεί από κάποια λύση καθαρής σκέψης, από κάποιο διανοητικό
σύστημα. Για να παραπέμψει όμως για πολύ αργότερα αυτό το τέλος και για να του
επιβάλει πιο πραγματικές συνθήκες, αναγκάζεται να τοποθετήσει αυτό το τέλος
μέσα στον Χρόνο. Και γι’ αυτό δεν θα χρειαστεί να πούμε, όπως έλεγε ο Ένγκελς:
η Ιστορία τελείωσε και όμως, επειδή ο Χρόνος συνεχίζει, πρέπει και αυτή να
συνεχίσει, αλλά δεν μπορεί να συνεχίσει, διότι η κινητήρια δύναμή της είναι η
αντίφαση και κάθε αντίφαση έχει πλέον αφομοιωθεί στην αρμονία…! Δεν μπορούμε να
κατανοήσουμε πώς ένα ον που είναι ακόμη στον Χρόνο μπορεί να συνεχίσει να
υπάρχει στον Χρόνο χωρίς καμμία αρνητικότητα! Όλοι οι μαρξιστές το κατανοούν αυτό
το πρόβλημα. Και οι περισσότεροι βρίσκονται διχασμένοι ανάμεσα στην νοησιαρχία
της συνεχούς προόδου, και τον μυστικισμό του αληθινού τέλους. Άλλοι
εγκαταλείπουν το τέλος της Ιστορίας. Αλλά τελικώς μειώνουν πολύ τον ανθρωπισμό
τους.
Ας σημειώσουμε δε πως έχουμε να κάνουμε μ’
έναν μπασταρδεμένο μαρξισμό, έναν μαρξισμό, αυτόν των δύο τελευταίων αιώνων,
που στριφογυρίζει γύρω από τις ανυπόστατες ιδέες μιας αόριστης προόδου, έναν
μαρξισμό που δεν παρουσιάζεται πλέον σαν ένα δόγμα σωτηρίας, και επομένως δεν είναι
μια πλήρης θεωρία του ανθρώπου, και ο οποίος πρέπει πλέον να αποδεχθεί πως
κρίνεται από ένα δόγμα πιο πλήρες και πιο υψηλό. Διότι είναι αδύνατον να
μιλήσουμε για πρόοδο χωρίς να την παραπέμψουμε σε μια υπερβατικότητα. Και για
τον Μαρξ αυτή η υπερβατικότης είναι η πλήρης εξαφάνιση της αλλοτριώσεως η οποία
θα πραγματοποιούσε το τέλος της Ιστορίας. Το τέλος των αντιφάσεων, σε μια
πραγματική σύνθεση στην οποία η ιδέα και η πραγματικότης θα είναι ένα μόνον
πράγμα, εδώ κάτω. Μια αρμονία, ένα Νιρβάνα.
Ας υποθέσουμε όμως πως σχεδιάζοντας την
οικονομία ενός «τέλους του κόσμου» - χωρίς τον Χριστό ο οποίος πραγματοποιεί
την ενότητα του μυστικού του σώματος και μέσω του οποίου ο Θεός θα είναι όλος
σε όλους – ο άνθρωπος μπορεί να φθάσει σ’ αυτό το μακάριο τέλος που ονειρεύθηκε
ο Μαρξ γι’ αυτόν. Και εδώ όμως, μ’ έναν άλλο τρόπο, όπως οι Πλατωνιστές μιας
άλλης εποχής, ο Μαρξ δεν αναγνωρίζει την οδό η οποία θα μπορούσε να μας
οδηγήσει σ’ αυτό το τέλος!
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου