Κεφάλαιο 4ο (B Μέρος)
Οι ληστές οδηγούν τον Λούκιο σ’ ένα δάσος και του στερούν κάθε είδους ανθρώπινη επαφή. Πρέπει να φανταστούμε ως ληστές αυτής της εποχής άλλους ανθρώπους, απ’ αυτούς που θα χαρακτηρίζαμε σήμερα μ’ αυτήν τη λέξη. Η τότε αστυνομία δεν ήταν ανεπτυγμένη σε μεγάλη έκταση για τις ανάγκες και τις επιθυμίες του λαού και δεν μπορούσε να προστατεύση τους ανθρώπους˙ το μεγαλύτερο μέρος της κρατικής υπόστασης αποτελείτο επίσης από κατακτημένες χώρες, που δεν ανήκαν οικειοθελώς στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Χιλιάδες και χιλιάδες άνθρωποι, που κατείχαν στην προηγούμενή τους χώρα σημαντικές κοινωνικές και πολιτιστικές θέσεις, είχαν υποβιβαστή σε σκλάβους. Σ’ ένα τέτοιο κράτος, στο οποίο ολόκληρο το δίκτυο της αστυνομίας και της μυστικής αστυνομίας δεν λειτουργούσε ακριβώς όπως σήμερα, διέφευγαν πολλοί άνθρωποι στα δάση και συνενώνονταν σε συμμορίες. Μπορεί να είχαν έναν Κέλτη βασιλιά ανάμεσά τους, που είχε γίνει σκλάβος και είχε δραπετεύσει, γιατί δεν ήθελε να μείνη να ξυλοκοπιέται από έναν απλό κοινό Ρωμαίο μέχρι θανάτου, αλλά δεν μπορούσε και να γυρίση στην πατρίδα του. Οι ληστές αυτής της εποχής δεν ήταν γι’ αυτό όλοι εγκληματίες, αλλά ομάδες απ’ όλες τις τάξεις ή μεμονωμένοι, που δεν ήθελαν να έχουν καμμιά σχέση με τη ρωμαϊκή αστυνομία, ή ακόμα άνθρωποι, που είχαν περιέλθει καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε σύγκρουση με τον νόμο. Οι άνθρωποι αυτοί ανήκαν περισσότερο στην κατηγορία του «ευγενούς ληστού» στο ρομαντικό παιδικό βιβλίο, που δεν θέλει να υποταγή στον πατέρα κράτος και να ζη ελεύθερος στα βουνά. Κάτι απ’αυτό το πνεύμα ζη ακόμα στους λαθρέμπορους της Μεσογείου, όπου υπάρχουν σχετικά ευπρεπείς περιπέτειες ληστών, που το θεωρούν ένα είδος σπορ, να εξαπατούν την αστυνομία και το τελωνείο.
Ιδωμένο ψυχολογικά σημαίνει αυτό το θέμα (μοτίβο), πως κατανίκησαν οι επονομαζόμενες μορφές της σκιάς, τον Λούκιο. Θα δούμε αργότερα με μεγαλύτερη σαφήνεια και στα ονόματα, πως αντιπροσωπεύουν οι ληστές όλες τις διαφορετικές όψεις ενός είδους ανώριμου πρωτόγονου ανδρισμού, κάτι που λείπει σε σημαντικό βαθμό απ’ τον Λούκιο, τον γυιό της μητέρας του. Ολόκληρη η ζωή του, καθώς και η ανατροφή του ως γυιού από καλήν οικογένεια, τον έχει κάνει αυτό που είναι, και το μητρικό του σύμπλεγμα τον απέκοψε απ’ αυτήν την όψη του ανδρισμού. Γνωρίζουμε απ’ τον Απουλήιο, πως ήταν τουλάχιστον στη νεότητά του ομοφυλόφιλος. Αυτό θα σήμαινε, πως είχε αποκοπή από συγκεκριμένες όψεις της ίδιας του της ανδρικότητας, που την αναζητούσε στους νεαρούς του φίλους. Ο Λούκιος κατανικάται τώρα απ’ την αυτόνομη όψη αυτής της πρωτόγονης ανδρικότητας, που τον κατέχει παρά τη θέλησή του. Ο ψυχρός, κτηνώδης, πρωτόγονος άντρας είναι γενικά μια συμψηφιστική, τυπική, αρχετυπική μάλιστα σκιά του γυιού της μάνας του.
Η περιπέτεια έχει όμως κι ένα βαθύτερο νόημα: αυτοί οι ληστές συμβιώνουν με μια φιλόποτη ηλικιωμένη γυναίκα, που την αποκαλούν συμπτωματικά «μητέρα». Πρόκειται προφανώς για μιαν αντρική κοινότητα με μιαν ηλικιωμένη πότισσα οικονόμο. Αυτή η παράξενη ομάδα νεαρών αντρών γύρω από μια θηλυκή μορφή θυμίζει τη λατρεία της μητέρας στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία. Στους Έλληνες έφεραν το όνομα Κουρήτες. Αγρυπνούσαν πάνω απ’ το θεϊκό παιδί, τον Δία, και το προστάτευαν. Δεν τους θεωρούσαν ανθρώπους, αλλά δαίμονες. Αποτελούσαν, όπως αργότερα οι Σάτυροι, έναν όμιλο, που συναθροίζεται γύρω απ’ τη «Μεγάλη Μητέρα». Αντιπροσωπεύουν ταυτόχρονα τα προγονικά πνεύματα, και πίστευαν, πως προκαλούσαν τρέλα, μπορούσαν όμως και να θεραπεύουν. Ταυτίζονταν περαιτέρω και με τους δαίμονες που προστάτευαν τους σιδηρουργούς και τους μεταλλουργούς, τους Κάβειρους. Στο βιβλίο της «Θέμις» ασχολείται η Τζέιν Χάρισον μ’ αυτήν την κατάσταση από κοινωνιολογικής πλευράς και παραθέτει παρομοιώσεις με παλιά, πρωτόγονα τελετουργικά. Γιατί μπορεί να παρατηρήση κανείς παρόμοιες συμπεριφορές στις κοινότητες νεαρών ανύμφευτων ανδρών σ’ ολόκληρη τη γη. Στους πρωτόγονους πολιτισμούς απομακρύνονταν οι νεαροί άντρες απ’ το σπίτι, δεν επιτρεπόταν να τρώνε απ’ τα φαγητά που παρασκεύαζαν οι μητέρες τους, και μάλιστα ούτε να τους απευθύνουν τον λόγο. Έπρεπε να ζουν μέχρι να νυμφευτούν στο σπίτι των αντρών και να δοκιμάσουν όλων των ειδών τα βάσανα. Τους επιτρεπόταν να συμπεριφέρονται επιθετικά, πρωτόγονα και «αρσενικά». Στην αρχαία Σπάρτη προστάζονταν κιόλας να κλέβουν και να ληστεύουν, για να δοκιμάζουν την ανεξαρτησία και τον ανδρισμό τους: αυτή ήταν η μύησή τους στην ωριμότητα για τον γάμο. Μια τέτοια όμως μύηση δεν περιλαμβάνει μόνο την ενστικτώδη συμπεριφορά, παίζει ταυτόχρονα έναν ρόλο και στο πνευματικό πεδίο: αφορά απ’ τη μια στο ζωώδες, σημαίνει όμως απ’ την άλλη μιαν αφιέρωση στην πνευματική ζωή της φυλής. Πρόκειται λοιπόν για μια διεύρυνση της προσωπικότητας ανάμεσα στους δυό ακραίους πόλους του ενστίκτου και του πνεύματος.
Θα μπορούσε γι’ αυτό να πη κανείς, πως παραδίδεται ο Λούκιος, μόλις πέφτει στα χέρια των ληστών, στις δυνάμεις, που έπρεπε να τον μυήσουν σε μια νέα ανδρικότητα. Είναι η μύησή του στην ωριμότητα για γάμο, έστω κι από μιαν αρνητική κατ’ αρχάς όψη.
Αφού έχουν φάει, διηγούνται οι ληστές τις εμπειρίες τους: Μια συμμορία έχει χάσει τον αρχηγό της, που ονομαζόταν Λάμαχος. Είχε προσπαθήσει να ληστέψη έναν πλούσιο άντρα που ζούσε σαν ζητιάνος, τον συνέλαβαν όμως και κάρφωσαν το χέρι του σε μια πόρτα. Για να τον σώσουν, έκοψαν οι ληστές τον βραχίονά του, φεύγοντας όμως έγινε πολύ αδύναμος για να ακολουθή τους άλλους, και αυτοκτόνησε, διαπερνώντας με το ξίφος του τον εαυτό του. Ένας άλλος αρχηγός, ο Άλκιμος, είχε προσπαθήσει να ληστέψη μιαν ηλικιωμένη γυναίκα, αυτή όμως τον ξεγέλασε και τον πέταξε απ’ το παράθυρο, έτσι ώστε να πεθάνη. Ένας τρίτος άντρας, ο Θρασύλεως, είχε βοηθήσει, σκεπασμένος με μιαν αρκουδίσια προβειά, τους συντρόφους του να κλέψουν χρυσό και ασήμι απ’ το σπίτι ενός κάποιου Δημοχάρη, όρμησαν ωστόσο επάνω του τα σκυλιά και τον ταχτοποίησαν έτσι, ώστε τον διαπέρασε στο τέλος ένας άντρας με το ακόντιο και τον σκότωσε, ενώ κατάφερναν να διαφύγουν οι άλλοι ληστές με τη λεία τους.
Μπορεί έτσι να δη κανείς, πως αυτοί οι ληστές αποτυγχάνουν παρά τη θετική τους όψη και πολλοί απ’ αυτούς καταστρέφονται. Έχουν βέβαια ξαφνικές παρορμήσεις, να αναλάβουν κάτι, και γυρίζουν στη συνέχεια ξανά «στη μαμά» στο σπίτι, για να απολαύσουν για λίγο την ζωή, δεν έχουν όμως καμμιά νοημοσύνη, κανέναν σχεδιασμό και γι’ αυτό αποτυγχάνουν στο τέλος. Ο ασυνείδητος ανδρισμός έχει κατ’ αυτόν τον τρόπο μικρήν αξία, αν εμφανίζεται μόνο σποραδικά. Μπορεί να διακρίνη κανείς απ’ αυτό, ότι ο κόσμος των ληστών περιγράφει ένα δευτερεύον μοτίβο. Προσφέρει στον Λούκιο μιαν ευκαιρία, να αφομοιώση τον ανδρισμό του ή και να τον χάση όμως ακόμα περισσότερο και με δυσάρεστο τρόπο. Στέκεται στην κόψη του ξυραφιού, κι η μοίρα του κρέμεται απ’ το αν μαθαίνη να κατανοή περί τίνος πρόκειται. Είναι σαν να του είχε προσφέρει η μοίρα μια διφορούμενη δυνατότητα, είτε τη μύησή του στην ωριμότητα για γάμο ή την περαιτέρω απώλεια της ταυτότητάς του, με την οποία και θα έπεφτε με μια βαθύτερη, δυσάρεστη έννοια στα νύχια της Μεγάλης Μητέρας. Αυτό που λείπει εδώ ακόμα είναι το ένα και ουσιαστικό στοιχείο του αληθινού ανδρισμού – η διάρκεια. Ένας άντρας, που μπορεί να είναι μόνον επιθετικά θαρραλέος και να πράττη κάτι μόνο σποραδικά, δεν είναι κανένας άντρας.
Ένας τέτοιος επιθετικότροπος ανδρισμός χωρίς διάρκεια ή συνείδηση που να σχεδιάζει είναι καταδικασμένος απ’ την αρχή σε αποτυχία. Ανήκει τυπικά σε μια συγκεκριμένη φάση στον αγώνα του άντρα με το μητρικό σύμπλεγμα. Αυτό μοιάζει με τις ξαφνικές εκρήξεις, που ζούμε σήμερα σε κείνες τις τρομερές ενέργειες, στις οποίες συμμετέχουν οι νέοι. Προκαλούν π.χ. ο ένας τον άλλον, να περιχύσουν έναν άντρα με πετρέλαιο και να τον πυρπολήσουν, και πιστεύουν, πως αυτό είναι μια επίδειξη του ανδρισμού τους. Στην πραγματικότητα τους οδηγεί όμως απλώς σε μιαν ακόμα πιο δυσάρεστη κατάρρευση από προηγουμένως. Αυτό το είδος της μορφής του ληστή-σκιάς, που αναπτύσσει μόνον αυτόνομα τη δραστηριότητά της, είναι καταδικασμένο να συγκρουστή με την παραδοσιακή κοινότητα, που έχει δίκιο να αντιστέκεται σ’ αυτήν τη συμπεριφορά. Πρόκειται για ένα τυπικό στάδιο μιας καθυστερημένης υπέρβασης της εφηβείας. Στην Ελβετία είναι για παράδειγμα οι περισσότεροι νεαροί άντρες των καλύτερων οικογενειών μέλη στους προσκόπους. Απ’ τη μια μεριά διάγουν μιαν αξιοπρεπή προσκοπική ζωή. Μαθαίνουν ποδήλατο και να δένουν κόμπους, παίζουν ποδόσφαιρο και άλλα και κάνουν καθημερινά μιαν καλή πράξη. Πολλές προσκοπικές ομάδες διάγουν ωστόσο παράπλευρα μιαν άκρως διασκεδαστική «νυχτερινή ζωή»: τα μεγαλύτερα αγόρια προκαλούν, μεταμφιεσμένα σε πνεύματα ή άγρια ζώα, φόβο και τρόμο στα μικρότερα, και παρά τρίχα δεν γίνεται πολλές φορές κάποιο δυστύχημα. Γενικώς όμως δεν συμβαίνει δόξα τω Θεώ τίποτα! Εξαίρετες είναι πράγματι οι προσκοπικές νύχτες, όταν πηδούν τ’ αγόρια γύρω στα μεσάνυχτα σε μιαν παγωμένη λίμνη ή κάνουν παρόμοια, για να παρακινηθούν αναμεταξύ τους σ’ ακόμα μεγαλύτερη τόλμη. Τα διηγούνται μόνον όταν μεγαλώσουν στους γονείς τους που φρίττουν, και που είναι ευγνώμονες για το ότι δεν είχαν μάθει τίποτα στον καιρό του. – Μπορούμε λοιπόν να πούμε, πως ένας ορισμένος βαθμός έπαρσης είναι φυσικός σε μια συγκεκριμένη ηλικία και πως απαιτείται για την ωρίμανση του νεαρού άντρα καθώς και για την αφομοίωση του ανδρισμού του. Είναι όμως αξιοθρήνητο ή δύσκολο, να αναπληρώνης αυτήν την περιπέτεια. Γιατί οι νεαροί άντρες δεν συνεχίζουν να είναι βέβαια παράτολμοι, αρχίζουν όμως να προκαλούνται αργότερα με πολύ πιο εκλεπτυσμένο τρόπο. Το να αντέχης μέχρι τέλους μια δυσάρεστη κατάσταση συνιστά μιαν υψηλότερη βαθμίδα εξέλιξης, αφού έχει περάσει η βαθμίδα της αποκοτιάς και του παράτολμου. Εδώ ακριβώς αποτυγχάνουν οι ληστές μας. Οδηγούνται μόνο σε παρορμητικές πράξεις. Πίσω τους όμως βρίσκεται πάντοτε η μεθυσμένη ηλικιωμένη γυναίκα, που ξεύρει τόσο υπέροχα παραμύθια και αποκαλύπτει για πρώτη φορά στον Λούκιο το αρχετυπικό βάθος και το βαρυσήμαντο μυστικό πίσω απ’ τη μοίρα του.
Αξίζει τώρα να ερευνήσουμε, γιατί πίνει η γριά μάγισσα. Σ’ αυτήν τη διεστραμμένη μορφή συναντάμε πάλι ένα διφορούμενο στοιχείο, που θα μπορούσε να εξελιχθή θετικά. Το μυστικό κίνητρο για το πιοτό όπως και για το πάθος των ναρκωτικών είναι στις περισσότερες περιπτώσεις η επιθυμία για συγκινησιακή εμπειρία ή για έκσταση, που ήταν αρχικά και ιστορικά ένα βασικό στοιχείο της θρησκευτικής εμπειρίας. Όποτε έχουν αποκοπή άνθρωποι απ’ αυτό, για λόγους πολύ ισχυρής διανοητικότητας ή από άλλες αιτίες, παίρνει η λαχτάρα για το πνεύμα μερικές φορές αυτήν την πολύ συγκεκριμένη όψη και αναζητείται στο οινόπνευμα. Θα μπορούσαμε γι’ αυτό να πούμε, πως πίσω απ’ το μητρικό σύμπλεγμα, όπως αντιπροσωπεύεται με τη μητέρα των ληστών, υπάρχει μια μυστική λαχτάρα του Λούκιου για κάτι πνευματικό, το οποίο δεν έχει εκπληρωθή. Το πρόβλημα βρίσκεται στο αποκομμένο μέρος της προσωπικότητας, αποκομμένο, επειδή δεν έχει συνδεθή με τη συνείδηση και του λείπει η αντίληψη και το πνεύμα. Εκφρασμένο με τη γλώσσα της Βίβλου: οι δυνάμεις του σκότους λαχταρούν το φως. Η μητέρα των ληστών έχει μεν επιθυμία για κάτι πνευματικό, αλλά το λαμβάνει στην τόσο γνωστή μορφή υποκατάστασης του οινοπνεύματος. Ιδωμένο στη συνολική συνάφεια του βιβλίου, γίνεται όλο και πιο σαφές, πως πίσω απ’ το μητρικό σύμπλεγμα, ακόμα και στην καταστροφική μορφή του που καταλαμβάνει τώρα σιγά-σιγά τον Λούκιο, υπάρχει εντέλει μια μυστική λαχτάρα για θρησκευτική εμπειρία.
Αλλά δεν είναι και κατά τα άλλα εντελώς αρνητική η ηλικιωμένη γυναίκα, αφού διηγείται μάλιστα στο φυλακισμένο κορίτσι, την Charité, για παρηγοριά εκείνη τη θαυμάσια ιστορία του Έρωτα και της Ψυχής. Πρέπει να διευκρινίσουμε όμως πρώτα σ’ αυτό το σημείο, τί οδήγησε στην αφήγηση τής ιστορίας: Οι ληστές εισέβαλαν σε μια γαμήλια γιορτή, όπου επρόκειτο να παντρευτή η Charité, η καλοαναθρεμμένη κόρη από καλήν οικογένεια, μ’ έναν νεαρό άντρα με το όνομα Τλεπόλεμος. Τλε σημαίνει υπομένω, είμαι σταθερός… Θα ήταν λοιπόν αυτός ο αληθινός πολεμιστής, εκείνος που αποδεικνύεται καρτερικός στον πόλεμο, γι’ αυτό και φέρει ένα διάσημο ελληνικό ηρωϊκό όνομα. Η γαμήλια γιορτή της Charité και του Τλεπόλεμου εμποδίζεται τώρα απ’ τους ληστές. Έτρεψαν τους καλεσμένους σε φυγή, σκότωσαν φαινομενικά τον γαμπρό, έκλεψαν όλα τα γαμήλια δώρα και απήγαγαν τη νύφη, χωρίς να την πειράξουν ωστόσο καθόλου, γιατί τους ενδιαφέρει μόνο, να απαιτήσουν λύτρα απ’ τους πλούσιους γονείς της. Το κορίτσι περιέρχεται σε άκρα απελπισία, και για να την καθησυχάση, της διηγείται τώρα η ηλικιωμένη, φαυλόβια γυναίκα την αναφερθείσα ιστορία.
Είχε τονισθή ήδη απ’ τον Ράινχολντ Μέρκελμπαχ, πως τα δυό ζευγάρια, η Charité κι ο Τλεπόλεμος όπως κι ο Έρως και η Ψυχή, υφίστανται κατ’ αρχάς την ίδια μοίρα, αφού χωρίζεται –όπως θα δούμε– και η Ψυχή απ’ τον μνηστήρα της, καί πρέπει να περάση μέσα από έναν τρομαχτικό βαθμό πόνου και ενώνεται ξανά στο τέλος με τον αγαπημένο. Η Charité, η ακροάτρια του μύθου, υποφέρει τα ίδια συμβάντα, μόνο που τελειώνουν όμως αργότερα όλα άσχημα γι’ αυτήν. Υπάρχουν έτσι εδώ δυό ζευγάρια, η Charité κι ο Τλεπόλεμος, δυό ανθρώπινες υπάρξεις, και ως αντίθετο οι δυό θεϊκές μορφές, η Ψυχή κι ο Έρως. Έχουμε μ’ αυτό τη συνθήκη του περίφημου «γαμήλιου τετράγωνου». Ο Κ.Γκ.Γιουνγκ έχει επισημάνει, πως σε κάθε βαθύτερη σχέση ανάμεσα σ’ έναν άντρα και μια γυναίκα υπάρχουν πράγματι τέσσερα στοιχεία στο παιχνίδι: το συνειδητό Εγώ του άντρα κι αυτό της γυναίκας και η anima του καθώς κι ο δικός της animus.
Οι μορφές του animus και της anima είχαν προβληθή μέχρι τώρα λόγω του κυριαρχικού (numinoses) χαρακτήρα τους (π.χ. στην αλχημεία) σε βασιλικές φιγούρες ή σ’ ένα βασιλικό ζευγάρι. Αντιπαρατιθέμεθα σήμερα για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας με το πρόβλημα τής ολοκλήρωσης αυτών των «θεϊκών» στοιχείων ή αυτών των ισχυρών όψεων του ασυνείδητου. Όταν δεν επιτυγχάνεται αυτή η ολοκλήρωση, κατακλύζουν τα ετεροσεξουαλικά στοιχεία του ασυνείδητου το Εγώ: αυτός είναι ένας απ’ τους λόγους για την τόσο εντυπωσιακή αύξηση σήμερα των διαζυγίων. Στο μυθιστόρημα του Απουλήιου αντιπροσωπεύονται οι λειτουργίες του animus και της anima ακόμα από θεϊκές μορφές. Υποβάλλει όμως η πολύ «ανθρώπινη» συμπεριφορά αυτών των μορφών ήδη το συμπέρασμα, πως είναι πράγματι εντέλει όψεις της ανθρώπινης ψυχής.
Ενώ διάφοροι σχολιαστές δεν έχουν παρατηρήσει τη βαθειά σχέση αυτού του παραμυθιού προς την ιστορία του Λούκιου στη γενική της συνάφεια, αναγνώρισαν άλλοι, όπως ιδιαιτέρως ο Μέρκελμπαχ, τη μυστική σύνδεση με τη μύηση στα μυστήρια της Ίσιδας, που περιγράφεται στο τέλος του μυθιστορήματος. Μόλις αντικρύζει ο Λούκιος τη Charité, ένα όμορφο, αθώο κορίτσι, ξυπνούν μέσα του ενδιαφέρον και συμπάθεια γι’ αυτήν. Ακόμα κι η μέθυση, ηλικιωμένη γυναίκα τη συμπονά. Στην ελληνική μυθολογία είναι η Charité μιά απ’ τις τρεις Χάριτες, τις ημίθεες που παριστάνονται συνήθως κι οι τρεις μαζί, και ενσαρκώνουν τη χάρι και την ομορφιά. Ήταν οι συνοδοί του Διόνυσου. Στα ελληνικά σημαίνει η λέξη χάρις – μαγικό θέλγητρο, ανέγγιχτη ομορφιά όπως των δέντρων, που τα φύλλα τους είναι ακόμα εντελώς νέα, ή ενός λουλουδιού που μόλις ανοίγει. Αυτό το όνομα κι εκείνο του Τλεπόλεμου θα αποδειχθούν αργότερα ακόμα πιο βαρυσήμαντα.
Το κορίτσι θρηνεί στην παρούσα κατάσταση όχι μόνον εξαιτίας των ληστών, αλλά επίσης, επειδή είχε ένα τρομαχτικό όνειρο, όπου είδε, πώς σκότωσαν οι ληστές τον μνηστήρα της με μιάν πέτρα καί είναι γι’ αυτό πεπεισμένη, πως δεν ζη πια. Ξεύρουμε, πως αυτό δεν ισχύει, γιατί εμφανίζεται αργότερα και θα σκοτωθή κατ’ αρχάς στο τέλος απ’ τον Θράσυλλο σ’ ένα κυνήγι αρκούδας. Παρ’ όλο που το όνειρο δεν αντιστοιχεί ακόμα απ’ αυτήν την άποψη στην αλήθεια, θα εκπληρωθή στο μέλλον. Αν αναλογιστούμε εξάλλου, πως η Charité αυτοκτονεί αργότερα, τότε έχουν καταδικασθή ήδη πράγματι κι οι δυό από τώρα σ’ ένα τραγικό τέλος.
Το μοτίβο (το θέμα) του ευτυχισμένου ζευγαριού και μιας ανδρικής μορφής, που καταστρέφει και τους δυό, εμφανίζεται και στην αλχημιστική συμβολική. Στο βιβλίο «Chymische Hochzeit» του Ρόζενκροιτς κλέβει π.χ. ένας νέγρος τη νύφη, και πρέπει να τη φέρη πίσω ο γαμπρός. Το ίδιο θέμα υπάρχει και στην ερμηνευμένη απ’ τον Γιουνγκ αλχημιστική παραβολή στο «Mysterium Coniuctionis», όπου ο ληστής που καταστρέφει την ευτυχία του ζευγαριού ονομάζεται Σουλφούρ, το θειάφι. Είναι το κλασσικό θέμα μιας καταστροφικής ανδρικής μορφής, που μπορεί να παριστάνη τη σκιά του άντρα ή τον animus στη γυναίκα και καταστρέφει τη σχέση των δύο. Ο Γιουνγκ την ερμηνεύει (αν είναι η σκιά) ως την απληστία, την απαίτηση ιδιοκτησίας του Εγώ, που καθιστά αδύνατη την εσωτερική ένωση (coniunctio). Ένα απ’ τα πιο αποφασιστικά προβλήματα συνίσταται στο ότι, κάθε φορά που πλησιάζει κάποιος στην ένωση των αντιθέτων, εμφανίζεται επίσης η άπληστη πλευρά του Εγώ και ματαιώνει την εσωτερική εμπειρία. Αυτό ισχύει τόσο για τον κάθε μεμονωμένο άνθρωπο όσο και στο επίπεδο του ζευγαριού. Το στοιχείο αυτό καταστρέφει την αγάπη δύο ανθρώπων ακριβώς τότε, όταν όλα φαίνονται να πηγαίνουν καλά, γιατί ο «ληστής» εμφανίζεται τότε και ανατινάζει τη σχέση. Αν θυμηθούμε τη στάση του Λούκιου, μπορούμε να πούμε, πως αυτή η ανδρική μορφή, που παρακωλύει σ’ ένα ζευγάρι τη σχέση προς το θηλυκό, υποδηλώνει την εικόνα του ίδιου του του κτηνώδους, σκιώδους εγωϊσμού, που παρεμποδίζει τις σχέσεις του προς τις γυναίκες. Πρόκειται ακόμα μια φορά για τον ανολοκλήρωτο ανδρισμό του. Η κλεμμένη απ’ τους ληστές νύφη μπορεί να ιδωθή ως ένα σύμβολο της anima του Λούκιου, που προσβάλλεται απ’ το χθόνιο ανδρικό στοιχείο. Παριστάνει το παθητικό αίσθημα στην ψυχή του Λούκιου. Όταν περιπίπτει ένας άντρας στη μονόπλευρη σεξουαλικότητα, πληγώνει τόσο τη γυνακα μέσα στον ίδιον όσο και την πραγματική γυναίκα.
Υπάρχει κι άλλη μια πολύ διδακτική πρόταση, γιατί λέει το κορίτσι, πως οι ληστές την «είχαν αποσπάσει απ’ την αγκαλιά της μητέρας της» κι είχαν εμποδίσει έτσι την παντρειά της. Θα μπορούσε να περιμένη κανείς να πη, «απ’ την αγκαλιά του μνηστήρα της». Αν το λάβουμε ως ένα όνειρο, τότε θα σήμαινε, πως κάθε αίσθημα του Λούκιου-Απουλήιου παραμένει ακόμα, με την όψη της Charité, στη μητέρα. Για την Φώτιδα υπήρχε μόνον ηδυπάθεια, το αίσθημά του όμως εξακολουθεί να κάθεται ούτως ειπείν στην αγκαλιά της μητέρας. Άντρες με μητρικό σύμπλεγμα προτιμούν συχνά πόρνες από άλλες γυναίκες, κι οι μητέρες που παραπονούνται για τέτοιους γυιους, είναι στην πραγματικότητα εκείνες που συμφωνούν το πιο πολύ, γιατί μπορούν να κρατήσουν μ’ αυτόν τον τρόπο τον γυιο κοντά τους. Μια κατάλληλη γυναίκα, που αυτός την αγαπά, θα ήταν βέβαια μια αντίπαλος! Σε μιαν τέτοια περίπτωση θα πη η μητέρα, πως πάντα επιθυμούσε να νυμφευτή ο γυιος της, αλλά μόνο όχι ακριβώς μ’ α υ τ ή ν τη γυναίκα. Γιατί αισθάνεται καθαρά, πως δεν πρόκειται πια τώρα μόνο για σεξουαλικότητα, αλλά πως της παίρνουν την καρδιά του. Εδώ γίνεται σαφές, πως ο Λούκιος εξαρτάται ακόμα απ’ τη μητέρα και πως οι ληστές έχουν τελικά κάνει, παρ’ όλη την τρομερή τους πράξη, κάτι θετικό γι’ αυτόν: το αίσθημά του αποσπάστηκε τουλάχιστον με την εισβολή τους βίαια απ’ τη μητέρα, μια απαραίτητη βαθμίδα, για να μπορέση να κοιτάξη κατά μέτωπο τα προβλήματα της ζωής.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου