Του Ernst Lewalter
Στον τόμο: Zeitschrift für Kirchengeschichte 53, 1934
Ι. Εσχατολογία και τελεολογία από απόψεως ιστορίας της σωτηρίας α
Οι εσχατολογικές προσδοκίες διακρίνονται σε δυο θεμελιώδεις κατηγορίες: προσδοκίες που αφορούν στα επέκεινα της ιστορίας και προσδοκίες που αφορούν στο τέλος της ιστορίας. Το ποια κατηγορία έχουμε εξαρτάται από το εάν η εικόνα της Βασιλείας του Θεού σχεδιάζεται με την προϋποθεση πώς προηγείται ένα finis saeculi, τελος του κόσμου, ή εάν την θεωρούμε (την Βασιλεία) ως την τελική βασιλεία τής ιστορίας τού κόσμου, δηλαδή ως μια συνέπεια τής παγκόσμιας ιστορίας στα πλαίσια της παγκόσμιας ιστορίας.
Το ότι αυτή η διαφορά, η οποία είναι αποφασιστικής σημασίας για την συστηματική τής ιστοριας, δεν τονίστηκε και δεν εφαρμόστηκε πάντα, είχε αρνητικές συνέπειες για την κατανόηση της ιστορίας της εχατολογίας. Κατ’αρχάς λοιπόν, πρέπει να προσπαθήσουμε να διαφωτίσουμε την σημασια αυτης της διαφοράς. Κατά την θεώρηση αυτή, μένει απ’έξω το πρόβλημα της αλήθειας τών εσχατολογικών βημάτων σκέψης-με την θεολογική ή με την φιλοσοφική έννοια. Εμείς απλώς θα σκιαγραφήσουμε το πλαίσιο για την κατανόηση της ιστορίας της εσχατολογίας.
Η προσδοκία για την εσχατολογία τής Καινής Διαθήκης βρίσκεται σε μια Βασιλεία του Θεού επέκεινα της ιστορίας, πράγμα που είναι ένα στοιχείο της ζωής της παλιάς Εκκλησίας. Στον Παύλο διαφοροπιούνται τα έσχατα (ελληνικά στο κείμενο) έτσι, ώστε μεταξύ τής παρουσίας και τής Βασιλείας του Θεού να θεωρείται πως υπάρχει ένας ιδιαίτερος αιών (ελλ.). Αλλά και ο αιών της Βασιλείας τού Χριστού είναι υπερβατικός. Αυτά που συμβαίνουν στον αιώνα αυτόν δεν τα ενεργεί ο κόσμος. Αντιθέτως, κατά τον αιώνα αυτό, οι αρχοντες του κόσμου τούτου, παραλύουν ενώπιον του ελθόντος Χριστού.
Η σχέση των γεγονότων που θα λάβουν χώρα στα έσχατα προς τα γεγονότα που συμβαίνουν τώρα στον κόσμο, καθορίζεται από εμάς. Εμείς, που είμαστε εν Χριστώ και μέσα στους οποίους είναι ο Χριστός, ζούμε, τόσο σε αυτόν τον αιώνα για τον οποίο έχουμε πεθάνει δια του βαπτίσματος, όσο και στον άλλο αιώνα.
Με τον τρόπο αυτό οριοθετείται μια περιοχη γεγονότων, που κατά κάποιο τρόπο είναι και τα τελικά γεγονότα αυτού του κόσμου. Στην αρχή δεν έχουμε μια κριτική θεώρηση των γεγονότων αυτών, δηλαδή ιστορία της σωτηριας. Γιατί στην αποστολική εποχή, με το άμεσο δεδομένο του εμείς, η ελπίδα παραμένει αρραγής.
Τώρα, όσον αφορά στον διανοητικό κόσμο των επόμενων χριστιανικών αιώνων, προσπάθησαν να τον κατονοήσουν υπό το πρίσμα μιας «άμβλυνσης της πρωτοχριστιανικης προσδοκίας». Προφανώς χωρίς κανένα λόγο. Γιατί η προσδοκία δεν αφορούσε στα εντός της ιστορίας αλλά στα επέκεινα της ιστορίας, και επομένως της έλειπε ο χρονικός καθορισμός. Με τον τρόπο αυτό, η προσδοκία μπόρεσε να διατηρηθεί δια μέσου των αιώνων εσχατολογική. Παρουσία, ανάσταση, τελική κρίση, Βασιλεία του Θεού παρέμειναν αντικείμενα της προσδοκίας, και μάλιστα, όπως είναι χαρακτηριστικό για τα πράγματα αυτά, παρέμειναν «εγγύς» προσδοκία. Γιατί, τι μπορεί να είναι πιο κοντά, παρά αυτό που δεν έχει χρονικό προσδιορισμό. Αυτό που στις καταιγίδες των πρώτων αιώνων δεν διατηρήθηκε, είναι η άμεση βεβαιότητα του «εμείς». Στον αγώνα για την ενότητα του εμείς δημιουργείται μια κριτική έννοια της Εκκλησίας, που είναι μεν μια ζωντανή σκέψη, αλλά ταυτόχρονα και πρόβλημα. Με τον τρόπο αυτό κατέληξε πρόβλημα και η ιστορία της σωτηρίας, εκείνη η περιοχή της ιστορίας, που στον παρόντα αιώνα κατατάσσεται στην Βασιλεία του Θεού. Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα, που είναι το θεμελιώδες ερώτημα για την κατανόηση της ιστορίας της σωτηρίας: ποια σχέση έχουν τα γεγονότα της σωτηρίας προς τα γεγονότα στον κόσμο αυτό και προς τα γεγονότα των εσχάτων;
Το ερώτημα αυτό μπορεί να απαντηθεί με δυο τρόπους.
Δηλαδή: μπορούμε να υποθέσουμε πως το συνολικό γίγνεσθαι αποτελεί ένα προκαταρκτικό γίγνεσθαι των εσχάτων. Η είσοδος στα έσχατα-αυτοδιδάσκεται-εκδηλώνεται με σημεία, την σημασία των οποίων πρέπει να συλλαβουμε. Και έτσι, η εσχατολογία είναι σε θέση να ασχοληθεί με την ερμηνεία του συνολικού παρόντος γίγνεσθαι ως γίγνεσθαι των εσχάτων, αν και η ίδια είναι υπερβατική ως προς την ιστορία. Αυτή η εσχατολογική ερμηνεία της ιστορίας αντλεί το προς ερμηνεία υλικό της από τις φράσεις περί προσδοκίας των εσχάτων στην Καινή Διαθήκη. Θεωρεί λοιπόν (η ερμηνετική αυτή σχολή) πως όσα προφητεύονται στην Αποκάλυψη του Ιωάννου ή στην β’ προς Θεσσαλονικείς επιστολή, ήδη συμβαίνουν (ο αντίχριστος έχει ήδη έρθει, ο διάβολος έχει εξαπολυθεί).
Όποιος βιώνει έτσι το παρόν γίγνεσθαι, ζει ήδη κατά κάποιον τρόπο στα έσχατα. Η εποχή του, τού παρουσιάζεται ως η πραγμάτωση του νέου αιώνος, ο οποίος επηρεάζει όλον τον κόσμο πια. Η ζωή σαν να έχει χάσει την κοσμικότητα της και βρίσκεται στον τελικό αγώνα.
Πέραν αυτής της εσχατολογικής ερμηνείας της ιστορίας, που ως γνωστόν, εκπτύσσει την τεράστια διαμορφωτική τής ιστορίας δύναμή της, κυρίως με τον χαρακτηρισμό συγχρόνων της προσώπων ως εικόνες του αντιχρίστου, παρουσιάστηκε πολύ νωρίς και μαζί καί μια δεύτερη απάντηση στο παραπάνω ερώτημα (ποια σχέση έχουν τα γεγονότα της σωτηρίας προς τα γεγονότα στον κόσμου αυτό και προς τα γεγονότα των εσχάτων;).
Η απάντηση αυτή θεωρεί, πως η τελείωση της ιστορίας της σωτηρίας είναι προϋπόθεση για την εμφάνιση των έσχατων γεγονότων.
Στο 4. Βιβλίο του Εσδρά (απόκρυφο) λέει ο άγγελος Ουριήλ: «Θες πράγματι να βιαστείς περισσότερο από τον Ύψιστο; Γιατί εσύ βιάζεσαι για τον εαυτό σου, ενώ ο Ύψιστος για πολλούς» 4. Εσδρά (4,34). Και παρακάτω λέει: «Πότε θα εμφανιστεί επιτέλους ο καρπός του μισθού μας; Όταν ο αριθμός των ομοίων σας γίνει πλήρης».
Στο σημείο αυτό αναπτύσσεται μια ιδέα, που είναι αντίθετη προς την εσχατολογική ερμηνεία της ιστορίας. Ο καιρός είναι βέβαια κρυμμένος στην απόφαση του Θεού. Αλλά μέσα σε αυτή την απόφαση, ο καιρός είναι καθορισμένος δια της σύνδεσής του με την τελείωση τού «αριθμού των δικαίων». Από αυτή την ιδέα ζει η αποστολή και η προσπάθεια για το γενικό κήρυγμα σε «πάντα τα έθνη».
Μέσω αυτής της διάθεσης, το παρόν γίγνεσθαι δεν βιώνεται ως εσχατολογικό, αλλά ως ενδοϊστορικό με χαρακτήρα ιστορίας της σωτηρίας.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου