Γ. ΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ, ΜΟΝΙΣΜΟΣ
Καθόλου λιγότερο μεθίσταται ο Σέλλινγκ, υπακούοντας στη λογική των ίδιων του των ιδεών, απ’ τον κριτικό ιδεαλισμό κι απ’ τη φυσική φιλοσοφία ήδη στη θεολογία, και το πρόβλημα της απαγωγής της απόλυτης ταυτότητας υποκειμένου-αντικειμένου εκβάλλει ήδη σ’ αυτόν στο ερώτημα για τη δημιουργία του κόσμου δια του Θεού, ακριβέστερα: για τη γένεση του κόσμου στον Θεό. Μολονότι μεταφέρεται έτσι το πρόβλημα απ’ τον Σέλλινγκ σε θρησκευτικο-φιλοσοφική περιοχή, διατηρεί το αρχικό του περιεχόμενο. Ο Σέλλινγκ αντιπροσωπεύει εδώ μια φιλοσοφία της ταυτότητας, που εκτείνεται και στην ίδια τη θεότητα και περιγράφει, εφ’ όσον το κάνει αυτή αυτό, μια χριστιανική αίρεση (Hӓresie) με την καθαυτό έννοια, έναν γνωστικό σαβελλιανισμό. Παρέχει εξάλλου εδώ ο Σέλλινγκ απλώς και μόνο μια φιλοσοφική μεταγραφή της διδασκαλίας του J. Bőhme, προς την οποία βρήκε, προφανώς δια του Baader, μιαν είσοδο.. Το ερώτημα, πώς γεννάται στο εσωτερικό της απόλυτης ταυτότητας ο χωρισμός σε υποκείμενο και αντικείμενο, γίνεται εδώ ερώτημα για τη γένεση του σχετικού απ’ το απόλυτο ή στο απόλυτο, ερώτημα δηλ. για τη γένεση του κόσμου. Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Σέλλινγκ, που διακρίνει στον Θεό μεταξύ του ίδιου του Θεού και της φύσης του ή του λόγου (της αιτίας) του, γενάται ο κόσμος απ’ τη φύση ή τον λόγο (την αιτία) του Θεού. Αυτή η σκοτεινή πρώτη αιτία παριστάνει ούτως ειπείν το υλικό για τη γένεση του Θεού (παρόμοια όπως δηλώνει στον Χέγκελ η αλυσίδα της διαλεκτικής της έννοιας το λογικό υλικό για τη γένεση του ίδιου του λόγου, Logos , της έννοιας). Αυτή η σκοτεινή και μη διασαφηνισθείσα (φωτισθείσα) ακόμη φύση του απολύτου διασώζει τη δυνατότητα μιας αυθαιρεσίας (εκλογής, ελεύθερης βούλησης), μιας πτώσης (αποστασίας), έτσι όμως και μιας εξατομίκευσης και συνεπώς και ενός χωρισμού σε υποκείμενο και αντικείμενο. Μ’ αυτήν όμως την πτώση ξεκινά να τείνη το Είναι (η ύπαρξη) προς τον δοξασμό, την επικαιροποίησή του, να γίνεται ένα λογικό είδωλο της θεότητας. Γεννιέται έτσι στη σκοτεινή πρώτη αιτία του Πατέρα το φως του Υιού, η δύναμη της λογικής, γενάται όμως έπειτα με την υπερνίκηση του χάους (Chaos) και το βασίλειο του Πνεύματος. Ο κόσμος είναι συνεπώς ένας καθιστάμενος Θεός, ο Deus implicitus (υπονοούμενος, απεριόριστος Θεός) γίνεται ένας Deus explicitus (σαφής, ρητός Θεός). Μ’ αυτήν τη μεταβολή, και με τη σκέψη, ότι εισάγει έτσι μιαν πραγματική και θεμελιωμένη θέση, θέλει να οροθετηθή ο Σέλλινγκ απέναντι στον πανθεϊσμό. Η σκοτεινή σοπεναουερική θέληση (βούληση), που είναι στον Θεό ως ένα προηγούμενο (Prius) του ίδιου του Θεού, και που ενδίδει στο κομμάτιασμά της και στην πτώση της απ’ τον Θεό όχι μόνο στον κόσμο, αλλά μαζί μ’ αυτόν ταυτόχρονα και στον Θεό, είναι μια αρχική ταυτότητα. Μ’ έναν διαφορετικό βαθμό βάθους, οξύνοιας και εντέλειας ανέπτυξε ο Σέλλινγκ αυτό το σχήμα στις τελευταίες του πραγματείες, αρχίζοντας με τις «Φιλοσοφικές» του «αναζητήσεις για τη φύση (ουσία) της ανθρώπινης ελευθερίας» και εντελώς ιδιαίτερα στη «Φιλοσοφία» του «της αποκάλυψης».
Η φιλοσοφία της ουσιαστικότητας εμφανίζεται σε διαφορετική μορφή, κι αυτό είναι εντελώς κατανοητό, γιατί αυτή έχει να κάνη με τη συγκεκριμένη πραγματικότητα, της οποίας το βάθος είναι το βάθος της ζωής και ο πλούτος της ο πλούτος τής ζωής. Δεν υπάρχει εδώ εκείνος ο περιορισμός των δυνατοτήτων, που δεσπόζει στη φιλοσοφία της υποστατικότητας και της καθαρής λογικής μορφής, του αντικειμένου της πρότασης (υποκειμένου) και του κατηγορούμενου. Στο μέτρο, που είναι ανεξερεύνητο (ανεξιχνίαστο) το βάθος κι η πολλαπλότητα της εμπειρίας, είναι ανεξάντλητη κι η δυνατότητα διαφόρων προσανατολισμών στην εμπειρία. Αυτή η δυνατότητα προσδιορίζεται με τον χαρακτήρα της επιδεκτικότητας, με την ιδιαίτερη κατεύθυνση της προσοχής του καθ’ οιονδήποτε τρόπο εγερμένου φιλοσοφικού «θαυμασμού» («έκπληξης»). Εδώ είναι περαιτέρω, κοντά στη γενική κατεύθυνση, ακόμα και η ιδιαίτερη εκλογή του θέματος καθοριστική, η «αίρεση» μέσα στην «αίρεση», όπως εμφανίζεται αναπόφευκτα και με φυσικό τρόπο κάθε σύστημα της ουσιαστικότητας, το οποίο αποπειράται να αποδώση το πολύ σε μιαν ενότητα και το περίπλοκο σ’ ένα απλό. Στα συστήματα της ουσιαστικότητας δεσπόζει μια νόμιμη ποικιλοχρωμία και ανομοιομορφία, και είναι εντελώς λανθασμένο να υποθέσουμε, πως θα μπορούσε να μεταβάλη κάτι σ’ αυτό η «πρόοδος» της σκέψης και να οδηγήση σε μιαν ενότητα και συμφωνία. Η «πρόοδος» της σκέψης (εφ’ όσον είναι γενικώς δυνατή και διαθέσιμη, υπάρχουσα) εκδηλώνεται απλώς και μόνο, στο ότι καθιστά αδύνατες ορισμένες κατευθύνσεις της σκέψης στην αδρή (χονδροειδή) τους μορφή. Έτσι είναι αδύνατος π.χ. για τη σοβαρή φιλοσοφική σκέψη ο χυδαίος υλισμός (που πανηγυρίζει κατά τα άλλα ποσοτικά, χάρις στον ζήλο των διαφωτιστών, ανήκουστους θριάμβους στο «δημοκρατικό» σοκκάκι, έτσι ώστε θα μπορούσε να μιλήση κανείς μ’ αυτήν την έννοια μάλλον για μιαν παρακμή, παρά για μιαν πρόοδο), κάτι που δεν τον εμποδίζει ωστόσο, να γενάται εκ νέου σε μιαν εκλεπτυσμένη μορφή. Όπως είναι όμως ανεξάντλητη η θάλασσα της εμπειρίας και ανεξερεύνητος ο ωκεανός της πραγματικότητας, τόσο απεριόριστες είναι κι οι δυνατότητες, που προσφέρονται στη φιλοσοφία της ουσιαστικότητας και που αναπτύσσονται ταυτόχρονα, σε συνάρτηση με τις επιτυχίες των εμπειρικών επιστημών, στο αναρίθμητο (άπειρο).
Μας έδειξε ήδη η αρχαιότητα στην απλοϊκή μορφή των κοσμολογιών της σχολής της Μιλήτου κι αργότερα και των υπόλοιπων προσωκρατικών αυτές τις δυνατότητες, που ο αριθμός τους δεν ελαττώθηκε κατά κανέναν τρόπο στη νέα εποχή. Γι’ αυτό φαίνεται να έχη επιτευχθή η παράβλεψη ενός εξαντλητικού και εισερχομένου σε λεπτομέρειες χαρακτηρισμού και η ικανοποίηση με μερικές γενικές αναφορές στη διάρθρωση (δομή) αυτών των δυνατοτήτων. Το κύριο ζήτημα, ταυτόχρονα όμως και η κύρια δυσκολία, που εγείρεται εδώ, συνίσταται προπάντων στην παραγωγή του υποκειμένου απ’ το αντικείμενο, στη σύνδεση συνείδησης και Είναι το ένα με το άλλο και στην εξήγηση της διανοητότηταςεννόηση του Μη-Εγώ απ’ το Εγώ. Γιατί ο κόσμος είναι βέβαια πράγματι ένα Μη-Εγώ, παρ’ όλο που δεν εξαντλείται κατά κανέναν τρόπο μ’ αυτήν τη σχέση προς το Εγώ η μεταφυσική του φύση. Δεν είναι αντίθετα σε καμμιάν περίπτωση δυνατό, να εννοήσουμε το Εγώ, παράγοντάς το απ’ την αδιαφοροποίητη ταυτότητα ή το αντικείμενο, ως ένα Μη-Μη-Εγώ. Και δηλώνουν οι αδιαφόρως αν επιστημονικές ή μεταφυσικές παραγωγές αυτού του είδους είτε μιαν καταστρατήγηση του προβλήματος με ομιχλώδεις (ασαφείς) φράσεις (κενολογίες), ή δεν είναι όμως τίποτα περισσότερο από γυμνός δογματισμός και αυταπάτη. Έρχεται εδώ καθαρά στο φως η συνέπεια, που υποχρεούται αναπόφευκτα να παρουσιαστή, όταν δηλώνεται ο τ ρ ί τ ο ς προσδιορισμός της ουσίας, η τρίτη υπόσταση, ως πρώτη και μοναδική. Φιλοσοφικά σημαίνει αυτό, κατά τη γνωστή ρήση του Χέγκελ, να προχωράς με το κεφάλι και να ανατρέπης τις φυσικές σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων. Εδώ είναι όμως οι δελεασμοί αυτού του δρόμου, αυτών των συνεχώς και εκ νέου αναλαμβανομένων επαναλήψεων της ίδιας απόπειρας πάρα πολύ μεγάλοι, γιατί εδώ παραδίδεται, όπως φαίνεται, η σκέψη εντελώς στην πραγματικότητα και δοκιμάζει να πληροφορηθή (να μάθη) απ’ αυτήν, αυτό που είναι πραγματικά μπροστά απ’ τη σκέψη και έξω απ’ το Εγώ, αυτό που υπάρχει στο δωμάτιο, όταν δεν βρισκόμαστε εντός του, πώς είναι ο κόσμος χωρίς να έχη μετατραπή το υποκείμενο, μάλιστα, κατά βάθος ούτε και το αντικείμενο, σ’ ένα άχρωμο, άμορφο (amorphes) Αυτό. Και ο δ α ι μ ο ν ι σ μ ό ς (Dӓmonie) τ η ς π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α ς , αν μπορή να το ονομάση κανείς έτσι, αυξάνεται στη νέα εποχή όλο και περισσότερο. Την εξωτερική του αιτία την έχει αυτό στις ποσοτικές επιτυχίες της επιστημονικής γνώσης, την εσωτερική του σε ένα ιδιάζον αίσθημα για τον κόσμο, στη γενική ένταση του κοσμικού βιώματος. Ο κόσμος ποθεί, να αποκαλυφθή ως ένα νέο δημιούργημα, αλλά πριν εκπληρωθή αυτή η αποκάλυψη, εκφράζεται στη φιλοσοφούσα ειδωλολατρεία η επιδίωξη προς αυτήν, η διαίσθηση του Αγίου Πνεύματος σε άσχημα και αξιοθρήνητα υποκατάστατα, σε αναρίθμητα διχαζόμενες αιρέσεις, που δεν είναι τίποτα περαιτέρω από είδη της γενικής αίρεσης, της φιλοσοφίας δηλ. της ουσιαστικότητας ως ενός ακίνητου ή κινούμενου, κλεισμένου ωστόσο στον εαυτό του, αφηρημένου, χωρίς υπόσταση και εκτός λογικής, γεννώντος ωστόσο απ’ τον εαυτό του το ένα όπως και το άλλο (τα πάντα δηλ.…) Είναι. Κι εν τούτοις συνίσταται η δύναμη αυτής της αίρεσης, η αλήθεια της και η μαγεία της ακριβώς στο ότι εμμένει στην πραγματικότητα και οιονεί την εξουσιάζει, στο ότι θέλει να ξεσκεπάση τα μυστικά της ζωής. Και δεν μπορεί να υπερνικηθή σ’ αυτήν την εξουσιαστική της θέση από κανέναν ιδεαλισμό, που εξουσιάζει τον κόσμο μόνο με το κύρος μιας έκδοσης της επιστημονικής διδασκαλίας, κι από κανέναν πανλογισμό (Panlogismus), που θεωρεί περήφανα τους συνδυασμούς και τις διακλαδώσεις των αφηρημένων του σχημάτων για πραγματικότητα. Η ισχύς και η υπεροχή της φιλοσοφίας της ουσιαστικότητας βασίζεται, με άλλα λόγια, στον εμπειρισμό (Empirismus) της, στο ότι δεν χάνει τη συνάρτηση με το συγκεκριμένο, με τα χρώματα και τους ήχους της ζωής (όπως ανταποκρίνεται αυτό στη μορφή της τρίτης υπόστασης). Φέρνει όμως ταυτόχρονα την αδυναμία και το ανεκπλήρωτο των ζητημάτων, που έθεσε στον εαυτό του ο ρεαλισμός, μαζί της, ότι επανέρχεται η σκέψη ακούσια συνεχώς και πάντοτε στη μιά και την ίδια αφετηρία και πρέπει να αρχίζη πάντοτε την εργασία της εκ νέου, ένεκα του οποίου διακρίνεται η ιστορία της ρεαλιστικής φιλοσοφίας, περισσότερο κι από κείνη κάθε άλλης φιλοσοφίας, ως η ιστορία μιας σειράς από μεμονωμένες αποτυχίες και απογοητεύσεις. Κι αν δεν το αισθανόμαστε αυτό εδώ τόσο ισχυρά και φτάνει με λιγότερη οξύτητα στη συνείδηση, αυτό δεν εξηγείται μόνο με τη μη χειροπιαστή πνοή του Π α ρ α κ λ ή τ ο υ , με τη μαγεία της πραγματικότητας, αλλά και με την επελθούσα εδώ άμβλυνση της φιλοσοφικής συνείδησης, με το βύθισμά της, όπως ανταποκρίνεται βέβαια αυτό στην άλογη (alogisch) φύση της πραγματικότητας, που πρέπει να υπερνικηθή ακόμα λογικά.
Ποιο είναι τώρα το εξαγόμενο αυτής της επισκόπησης για τις φιλοσοφικές αιρέσεις; Όλες αποδεικνύονται άδικες (εσφαλμένες), παντού κατάρρευση και ήττα – προς θρίαμβο του δίχως δόντια σαρκάζοντος σχετικισμού, αυτού του φιλοσοφικού ξεκουτιάρη. Ταυτόχρονα έχουν όμως και όλες δίκαιο, και καμμιά απ’ αυτές δεν μπορεί να υποχωρήση απ’ την άποψή της, να παραιτηθή απ’ το βασικό της θέμα, απ’ τη φιλοσοφική της κατάκτηση. Ένα παράδοξο και δύσκολο εξαγόμενο, το οποίο εξαναγκάζει τη σκέψη, να αποδεχθή συγχρόνως και τις τρεις δυνατότητες της σκέψης στην ολότητά τους και να αρνηθή ωστόσο επιπλέον πάλι και την κάθε μια απ’ αυτές χωριστά στην ιδιορρυθμία της. Η κάθαρση (Katharsis) της σκέψης, που προκύπτει ως αποτέλεσμα αυτής της τραγωδίας της φιλοσοφίας, οδηγεί μέσα από μιαν εμβάθυνση της αυτοσυνείδησης σε μιαν ανανέωση της φιλοσοφίας στη φύση της, στη δημιουργική της δύναμη και τον αυτοπεριορισμό της. Κι η βασική συνέπεια, που προκύπτει απ’ αυτό, είναι ότι η σκέψη, που εκφράζει την ουσία, είναι αναγκαίως αντινομική στον εαυτό της: η ενιαία αρχή πραγματοποιείται σε μιαν τριαδικότητα, κι η σκέψη είναι καταδικασμένη σ’ αυτήν τη συνειδητή αυτοκαταστροφή. Κι αποκαλύπτεται εδώ με μιαν καινούργιαν έννοια η αλήθεια του Λόγου απ’ το Ευαγγέλιο: «Αν δεν πέση ο σπόρος του σίτου στη γη και δεν αποθάνη, δεν υπάρχουν καθόλου καρποί».
Η διέξοδος απ’ αυτές τις αντιφάσεις δεν μπορεί να αναζητηθή ούτε σ’ έναν εκλεκτικισμό (Eklektizismus), που θέλει να τα αποδεχθή όλα και να τα συνδέση το ένα με το άλλο, αποσπώντας τις αιχμές των σκέψεων και μη εξευρίσκοντας την αποφασιστικότητα ή το θάρρος, να αποφασίση για μιαν «αίρεση», αλλά ούτε και σε μια «διαλεκτική» (“Dialektik”), που ηχεί βέβαια (ως μέταλλο, ως κύμβαλλο…) με τους σπόρους των «αντιφάσεών» της, προσπαθεί όμως πραγματικά με μεγάλο ζήλο, να τα καταλάβη και να τα εξηγήση όλα, να εξορίση (να αποβάλη) οριστικά απ’ τη σκέψη κι απ’ το Είναι κάθε αληθινά αυτο-αντιφατικό, κάθε δηλ. αντινομισμό (Antinomismus). Η διέξοδος μπορεί να είναι μόνον η αναζήτηση της γνώσης κι η παραδοχή (ομολογία) της πραγματικής δομής της σκέψης, ότι η ουσία είναι απρόσφορη στη σκέψη με τη μονιστική της επιδίωξη και οδηγεί γι’ αυτό, εφ’ όσον διανοείται, σε νόμιμες στο εσωτερικό της σκέψης και αναπόφευκτες έτσι, αν και αφόρητες για τη σκέψη αντιφάσεις, αντινομίες. Και δεν σημαίνει παρ’ όλ’ αυτά αυτή η παραδοχή ουδόλως μιαν απόγνωση της σκέψης για τον εαυτό της, αλλά μαρτυρά μάλλον για την ωριμότητά της. Γι’ αυτό και είναι αυτό δυνατό μόνο στην εποχή μιας σημαντικής ιστορικής ωριμότητας, αφού έχει διανυθή ήδη ένας μακρύς και σε ορισμένον βαθμό κλειστός στον εαυτό του δρόμος - και μια τέτοια εποχή είναι αναμφισβήτητα αυτή, στην οποίαν ζούμε. Αυτή η παραδοχή μπορεί να γεννηθή όμως και στο έδαφος μιας μη φιλοσοφικής, αλλά υπερ-φιλοσοφικής συνείδησης, στο έδαφος δηλ. της θρησκευτικής έκστασης, του μύθου (Mythos) και της θρησκευτικής θεωρίας, του δόγματος (Dogma), στο έδαφος δηλ. της αποκάλυψης και στο έδαφος, επομένως, μιας φιλοσοφίας της αποκάλυψης. Κι αυτό είναι που πρέπει να γίνη το ριζικώτατο φιλοσοφικό σύνθημα των ημερών μας, ένα σύνθημα, που έχει απαγγελθή για πρώτη φορά στην ιστορία απ’ τον Σέλλινγκ στην πιο ώριμη περίοδο της δημιουργίας του. Ο περιορισμός κι η αυταρέσκεια της φιλοσοφικής σκέψης, απ’ την οποία λείπει κάθε συνείδηση του τραγικού, και που, σαν να μην ήταν αρκετό, δεν αμφιβάλλει στο παραμικρό για τη λύση και τη λογική λυτότητα όλων των ερωτημάτων, παρέσυρε, όπως γνωρίζουμε, τη φιλοσοφία στην πεποίθηση, πως η φιλοσοφία βρίσκεται υψηλότερα απ’ τη θρησκεία, πως είναι η αλήθεια πάνω απ’ τη θρησκεία, πως είναι η εξήγησή της. Στην πραγματικότητα είναι τα πράγματα ακριβώς αντίστροφα: η φιλοσοφία εξέρχεται απ’ τη θρησκεία και επιστρέφει πάλι σ’ αυτήν, στον μύθο δηλ. και στο δόγμα, και προσδιορίζει αυτό, και όχι η ίδια η σκέψη, το πρόβλημά της και τον δρόμο προς τη λύση του. Και το θρησκευτικό μυστικό φυλλάσσεται με το πύρινο ξίφος του Χερουβείμ, που το όνομά του διατυπώνεται στη γλώσσα της φιλοσοφίας ως: α ν τ ι ν ο μ ί α . Πώς πρέπει να συνδεθούν τα τρία κομματιασμένα σημεία, ώστε να σχηματισθή ένα τρίγωνο, και είναι αυτό γενικώς δυνατό; Επ’ αυτού μπορεί να υπάρξη μόνο μ ι ά έντιμη απάντηση: είτε είναι αδύνατη η φιλοσοφία, κι είναι η μοίρα της, να πορεύεται εκ νέου πάλι και πάλι τους παλιούς και ήδη καταπατημένους δρόμους, να είναι καταδικασμένη όπως ο σκίουρος στη ρόδα σ’ αυτήν την αιώνια επανάληψη, ή είναι όμως δυνατή ως μια αντινομικά θεμελιωμένη και θρησκευτικά, δογματικά δηλ. προσδιορισμένη φιλοσοφία. Και δεν δηλώνει κανέναν υποβιβασμό αυτό, αλλά μάλλον τη missio suprema (ανώτατη αποστολή) της φιλοσοφίας: να είναι θεολογία, ancilla (υπηρέτρια;…), όχι όμως των θεολογιών, αλλά των θρησκειών, να γίνη ένας ειλικρινής και συνειδητός (και μ’ αυτήν την έννοια: κριτικός) θρησκευτικός εμπειρισμός (Empirismus).
(τέλος υποκεφαλαίου 2Γ – συνεχίζεται)
ΣΧΟΛΙΟ: Εδώ ολοκληρώνει, κατ’ αρχάς, ο Μπουλγκάκοφ την κριτική του παρουσίαση των σύγχρονων φιλοσοφικών ρευμάτων. Στη συνέχεια θα ασχοληθή με το κυρίως θέμα που τον ενδιαφέρει, την παρουσίαση της λεγόμενης «φιλοσοφίας της Αγίας Τριάδος», η οποία καθόρισε αποφασιστικά την ονομαζόμενη «σύγχρονη ρωσική θεολογία», προετοίμασε, φευ, τη «θεολογία του προσώπου» και αξίζει να αντιπαραβληθή, από πλευράς ομοιότητας (!), με τη μελέτη που ήδη παρουσιάζουμε στο ιστολόγιό μας, του καθηγητή τότε και πάπα σήμερα Γιόζεφ Ράτζινγκερ.
Κι ακόμη περισσότερο με τα κεφάλαια τού Φλωρένσκι τα αφιερωμένα στην Αγία Τριάδα, διότι οι δύο αυτοί Ρώσοι δάσκαλοι άλλαξαν τό χριστιανικό δόγμα, ακολουθούμενοι από το σύνολο των Ελλήνων θεολόγων. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι οι αφορμές της αλλαγής ήλθαν από την ιστορία της Ευρώπης καί συγκεκριμένα από τα ολοκληρωτικά της καθεστώτα, τα οποία ανάγκασαν τους θεολόγους να υπερβούν τον μονοθεϊσμό, τον έναν δηλ. και μοναδικό Θεό, δηλ. την ουσία, διότι στήριζε την τυρρανία τού ενός. Έκτοτε, όπως θα δούμε και στο μέλλον, η θεολογία έγινε μέρος της πολιτικής και η Εκκλησία τάχθηκε να λύνη τα προβλήματα της εποχής, σαν να είναι η πρόνοια του Θεού, ενός προχριστιανικού, πολιτικού Θεού.
Αμέθυστος
1 σχόλιο:
Πάλι καλά, που έβαλες και μια ...
μετάφραση...
Δημοσίευση σχολίου