Συνέχεια απο : ΤΡΙΤΗ 17 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
Του Alfredo Marranzini.
Το καλοκαίρι του 1937, προσκαλεσμένος να δώσει, στις πανεπιστημιακές
εβδομάδες του Salisburgo, δέκα πέντε μαθήματα στο θεμέλιο μίας φιλοσοφίας της θρησκείας,
ο Ράνερ είχε την ευκαιρία να μελετήσει την θέση του ανθρώπου απέναντι στην
αποκάλυψη και να συνθέσει τα συμπεράσματα του σε έναν τόμο με τον τίτλο: «Ακροατές
του Λόγου». Και σ’αυτό του το έργο θέλει να είναι πιστός στην θωμιστική σκέψη
και προσεκτικός στις προκλήσεις της συγχρόνου φιλοσοφίας. Μάλιστα, θα
σημειώσει αργότερα: «Και στην μοντέρνα φιλοσοφία υπάρχει μία σειρά από κλασσικούς
(Καρτέσιος, Λάϊμπνιτς, Κάντ, Φίχτε, Σέλλινγκ, Χέγκελ, Σοπενάουερ, Νίτσε,
Κίρκεγκαρντ. Κ.τ.λ.) η σκέψη των οποίων, προερχόμενη από το πνευματικό ρήγμα της
μοντέρνας εποχής, είναι μίας τέτοιας πρωτοτυπίας, ζωτικότητος και βάθους, ώστε
μία επαφή μ’αυτή θα μπορούσε να είναι αναγκαία και να ωφελήσει μία φιλοσοφία
ζωντανή και σύγχρονη. Αυτό δεν απαιτεί από τον Χριστιανό φιλόσοφο την αποδοχή
οποιουδήποτε λάθους, αλλά θα τον υποχρέωνε να οικοδομήσει το σύστημα του με νέο
και πρωτότυπο τρόπο, να ξεπεράσει κάθε στερεότυπο φορμαλισμό και κάθε
βερμπαλισμό, να ξαναδεί τα προβλήματα που είναι διαχρονικώς νέα και να μάθει να
μεταφράζει την γλώσσα μίας φιλοσοφίας σε εκείνη των άλλων».
Στο Ακροατές του Λόγου, ο Ράνερ, λαμβάνοντας υπ’όψιν
ξεχωριστές δραστηριότητες της ανθρώπινης υπάρξεως, την γνώση και την βούληση, δεν
προτίθεται να εξαντλήσει την ανάλυση της ζωής μας πάνω στην γή σε όλο της το
εύρος και το βάθος. Αντίθετα από κάθε μορφή υπαρξισμού δεν αποδέχεται μία απλή
ύπαρξη η οποία μπορεί να διαχωριστεί από την ουσία, ούτε μία βασική οντολογία η
οποία καταργεί την γενική οντολογία. Στην ανθρωπολογία του, παρότι ξεκινά κατά
κάποιο τρόπο από την εννοιολόγηση του ανθρώπου εκ μέρους του Μάξ Σέλερ, την
αναπτύσσει με ανεξαρτησία και εφαρμόζει σε όλη τους την δυναμικότητα
φιλοσοφικές αρχές του Θωμισμού. Αντιμετωπίζει όπως και πολλοί άλλοι το αποφασιστικό
ερώτημα της υπαρξιστικής ανθρωπολογίας, αλλά δίνει μία λύση εντελώς
διαφορετική: στο ενυπάρχον (immanent) άνοιγμα του ανθρώπου που
υποστηρίζεται από τον Χάϊντεγκερ, αντιθέτει το δικό του άνοιγμα στο προσωπικό
άπειρο. Στον παραλογισμό τού Είναι του Nicolai Hartmann αντικαθιστά την λογικότητα τού Είναι. Ενάντια σε κάθε τύπο αντιϊστορικής νοησιαρχίας θεωρεί αναντικατάστατη την
ιστορικότητα σαν χαρακτηριστικό φαινόμενο του ανθρωπίνου πνεύματος και κάθε του
πράξεως.
Αυτό το όραμα (θεωρία), ανοιχτό και στην πέραν του σχολαστικισμού
σκέψη, καθιστά τον Ράνερ, ικανό να εντυπώσει στην Θεολογία την «ανθρωπολογική
στροφή», η οποία δεν έχει ένα καθαρώς φιλοσοφικό κριτήριο, αλλά στηρίζεται στην
αποκεκαλυμένη αλήθεια, στο κεντρικό μήνυμα του Ιησού, του Λόγου του Θεού, ο
οποίος προσλαμβάνοντας το σώμα μας, θέλησε να μοιραστεί την μοίρα μας και την
ιστορίας μας για να μας φανερώσει το Είναι μας.
Η ΣΤΡΟΦΗ ΚΑΘΕΑΥΤΗ.
Ανθρωπολογικές νύξεις βρίσκονται σπαρμένες σχεδόν σε όλα
τα θεολογικά δοκίμια του Ράνερ, αλλά
μία οργανική σχεδόν σύνθεση της αντιλήψεως του της «ανθρωπολογικής στροφής»
βρίσκουμε στην διάλεξη του στο Σικάγο στις 31 Μαρτίου του 1966 και σε μία
συμμετοχή του στον IV τόμο
του Mysterium Salutis.
Για τον Ράνερ, η ανθρωπολογική τοποθέτηση της θεολογίας
σημαίνει αρνητικώς, την απόρριψη της τακτικής να θεωρείται ο άνθρωπος σαν ένα
θεολογικό θέμα, δίπλα σε τόσα άλλα, την διαβεβαίωση της δυνατότητος
προσδιορισμών γύρω από τον Θεό που δεν είναι ταυτοχρόνως και προσδιορισμοί για
τον άνθρωπο και αντιστρόφως, ή θα μπορούσαμε να πούμε «αυτοί οι προσδιορισμοί
συνδέονται με το θέμα αλλά όχι με την γνώση του θέματος»
Η ανθρωπολογική τοποθέτηση σημαίνει θετικώς πώς
αντιμετωπίζοντας κάθε θεολογικό επιχείρημα, σπουδάζονται μαζί οι αναγκαίες
συνθήκες που είναι απαραίτητες για την γνώση του μέσα στο θεολογικό υποκείμενο,
και αποδεικνύεται πώς υπάρχουν αυτές οι προαπαιτούμενες συνθήκες για την γνώση
αυτού του υποκειμένου και ν φανερώνεται πώς και γιατί αυτές εμπλέκουν ήδη
καθεαυτές κάτι με το αντικείμενο και εντυπώνουν κάτι πάνω στο αντικείμενο, στον
τρόπο, στην μέθοδο και στα όρια της γνώσης του.
Γενικώς, η ανθρωπολογικό-υπερβατική διατύπωση ενός θέματος δεν
προϋποθέτει πώς το υλικό περιεχόμενο του αντικειμένου που ανακοινώνεται μπορεί
να αντληθεί συμπερασματικά και ικανοποιητικά από τις υπερβατικές και
υποκειμενικές συνθήκες της γνώσης του, ούτε πώς ένα τέτοιο περιεχόμενο, του
οποίου αποκτούμε την εμπειρία μόνον εκ των υστέρων, είναι άνευ σημασίας για την
ύπαρξη του υποκειμένου και για την αλήθεια της γνώσης του, ούτε πώς είναι μόνον
υλικό αδιάφορο, στο οποίο το υποκείμενο αποκτά την εμπειρία της απροϋποθετης
και αναγκαίας δικής του φύσεως.
Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για την Θεολογική προβληματική
και για την εφαρμογή της υπερβατικής μεθόδου στην Θεολογία. Έτσι είναι πολύ
σημαντικό να κατανοηθεί ο άνθρωπος σαν ένα όν το οποίο κατευθύνεται, λόγω της υπερφυσικής
του ιστορικής καταστάσεως, προς ένα Απόλυτο φορέα Σωτηρίας, και να υπολογισθεί
πώς ο άνθρωπος πρέπει να συναντήσει τον Ιησού της Ναζαρέτ, όμως όλα αυτά δεν μπορούν
να συναχθούν υπερβατολογικά. Διότι στην Θεολογία το εκ των προτέρων (a’priori) του υποκειμένου και το εκ των
υστέρων (a’posteriori) του ιστορικού αντικειμένου βρίσκονται σε μία μοναδική και
ιδιαίτερη σχέση.
Η τελευταία συνθήκη a’priori(εκ των προτέρων, απροϋπόθετη) της Θεολογικής
γνώσεως μέσα στο υποκείμενο δηλαδή ή άκτιστη Χάρις, που είναι ο ίδιος ο Θεός, ο
οποίος έχει επικοινωνήσει μαζί μας ελεύθερα, συνιστά το πραγματικό περιεχόμενο
και το αντικειμενικό θεμέλιο της γνώσεως που γνωρίζεται εκ των υστέρων αλλά και
αυτής της ίδιας της ιστορίας.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου