Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Γέρων Σωφρόνιος περιγράφει τη μορφή του οσίου Σιλουανού του Αθωνίτου

Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ  (ΟΣΙΟΥ ΣΙΛΟΥΑΝΟΥ)
Ημείς εγνωρίσαμεν τον Γέροντα κατά την περίοδον ταύτην της ζωής αυτού. Είχον παρέλθει οι μακροί χρόνοι της τιτανίου μάχης κατά των παθών. Τότε ήτο αληθώς μέγας εις το πνεύμα. Μαθητευθείς εις τα μυστήρια του Θεού και καθοδηγηθείς άνωθεν εις τον πνευματικόν αγώνα, ανήρχετο ήδη σταθερώ ποδί εις την απάθειαν.
Εξωτερικώς ο Γέρων ήτο πολύ απλούς. Εις το ανάστημα υψηλότερος του μέσου ανδρός αλλ’ ουχί μεγαλόσωμος. Το σώμα αυτού ούτε ξηρόν ούτε πολύσαρκον ήτο. Ρωμαλαίος κορμός, ισχυρός λαιμός, πόδες δυνατοί, σύμμετροι προς τον κορμόν μετά μεγάλων πελμάτων, χείρες εργάτου στιβαραί, μεγάλαι παλάμαι και ανάλογοι δάκτυλοι· πρόσωπον και κεφαλή πολύ αρμονικών αναλογιών. Ωραίον, μέτριον στρογγύλον μέτωπον, μόλις μεγαλύτερον του μήκους της ρινός.
Η κάτω σιαγών έντονος, δυνατή και αποφασιστική, αλλ’ άνευ σημείων αισθησιασμού ή τραχύτητος. Οφθαλμοί βαθύχρωμοι, ουχί μεγάλοι, βλέμμα επιεικές, προσεκτικόν, διορατικόν, πολλάκις καταπεπονημένον εκ της πολλής αγρυπνίας και των δακρύων. Γένεια μεγάλα, δασέα, εν μέρει φαιόχροα. Οφρύες χαμηλαί, ευθυτενείς. Η κόμη της κεφαλής μαύρη μέχρι του γήρατος, μάλλον πυκνή. Έτυχε να φωτογραφήσουν αυτόν, αλλ’ άνευ επιτυχίας. Τα ισχυρά, ανδρεία χαρακτηριστικά του προσώπου αυτού απετυπούντο σκληρά, ενώ εις την πραγματικότητα είχε την όψιν πραείαν, συμπαθή, μετά γαληνίου βλέμματος. Το πρόσωπον ωχρόν εκ του ολίγου ύπνου και της πολλής νηστείας, συχνάκις κατανενυγμένον, ουδέποτε τραχύ.
Ούτως ήτο συνήθως, αλλ’ ενίοτε μετεμορφούτο, ώστε να γίνηται αγνώριστος. Το χλωμόν, καθαρόν πρόσωπον ελάμβανε τοιαύτην πεφωτισμένην έκφρασιν, εγίνετο τοσούτον καταπληκτικόν, ώστε δεν είχες την δύναμιν να προσβλέψης εις αυτό· οι οφθαλμοί υπεστέλλοντο. Ακουσίως ήρχετο εις την μνήμην η Αγία Γραφή λέγουσα ότι ένεκα της δόξης του προσώπου του Μωϋσέως ο λαός εφοβείτο να ατενίση εις αυτόν.
Η ζωή του Γέροντος ήτο μετρίως αυστηρά, μετά τελείας αδιαφορίας δια την εξωτερικήν εμφάνισιν και μεγάλης αφροντισίας δια το σώμα. Περιεβάλλετο χονδροειδή ενδύματα, ως οι εργάται μοναχοί, έφερε δε πολλά ενδύματα, έτι και κατά το θέρος, επειδή εις τους χρόνους της πλήρους αδιαφορίας δια το σώμα αυτού συχνάκις ησθένει και έπασχεν εκ ρευματισμών. Κατά την διαμονήν αυτού εν τω Παλαιώ Ρωσικώ έπαθε ψύξιν εις την κεφαλήν και μαρτυρικαί κεφαλαλγίαι ηνάγκαζον αυτόν να μένη πολλάκις εξηπλωμένος επί της στρωμνής. Κατ’ εκείνον τον καιρόν, χάριν μεγαλυτέρας μονώσεως, διήρχετο τας νύκτας έξω των τειχών της κυρίως Μονής, εις τινα γωνίαν μεγάλης αποθήκης τροφίμων, την οποίαν διεχειρίζετο.
Τοιούτον ήτο το απλούν και ταπεινόν εξωτερικόν αυτού του ανθρώπου. Αλλά να ομιλήσωμεν δια τον χαρακτήρα και την εσωτερικήν αυτού μορφήν είναι «και πρόβλημα εις διήγησιν».
Κατά τα έτη εκείνα, ότε εδόθη εις ημάς η ευκαιρία να παρακολουθήσωμεν αυτόν, ενεφάνιζε θέαμα εξαιρέτου αρμονίας των ψυχικών και σωματικών δυνάμεων.
Ήτο ολιγογράμματος. Μικρός, εφοίτησεν εις το σχολείον του χωρίου αυτού μόνον «δύο χειμώνας», αλλά εκ της συνεχούς εν τω ναώ αναγνώσεως και ακροάσεως της Αγίας Γραφής και των μεγάλων συγγραφών των Αγίων Πατέρων ανεπτύχθη πολύ και, όσον αφορά εις την πνευματικήν ασκητικήν ζωήν, έδιδεν εντύπωσιν εγγραμμάτου ανθρώπου. Εκ φύσεως είχεν οξύν, δημιουργικόν νουν, η δε μακρά εμπειρία του πνευματικού αγώνος, της εσωτερικής νοεράς προσευχής, των μεγάλων δοκιμασιών αλλά και των εξαιρέτων θείων επισκέψεων κατέστησαν αυτόν υπερανθρώπως σοφόν και οξυδερκή.
Ο Γέρων Σιλουανός ήτο άνθρωπος αληθώς τρυφεράς καρδίας, συγκινητικής αγάπης, εξαιρέτου λεπτότητος και ευσπλαγχνίας εις πάσαν θλίψιν και πάντα πόνον, άνευ ουδεμιάς νοσηράς και θηλυπρεπούς αισθηματικότητος. Το συνεχές βαθύ πνευματικόν πένθος ποτέ δεν μετετρέπετο εις συναισθηματικούς κλαυθμηρισμούς. Η ακοίμητος εσωτερική έντασις ουδέ σκιάν νευρικότητος είχεν.
Αξία πολλού θαυμασμού είναι και η μεγάλη σωφροσύνη του ανδρός τούτου, παρά το ρωμαλέον σώμα. Εφύλαττεν εαυτόν ισχυρώς, προσέτι και από παντός λογισμού μη ευαρέστου εις τον Θεόν. Παρά ταύτα συμπεριεφέρετο και συνανεστρέφετο μεθ’ όλων των ανθρώπων εντελώς ελευθέρως και φυσικώς, μετ’ αγάπης και απλότητος, ανεξαρτήτως της θέσεως και του τρόπου ζωής αυτών. Εντός αυτού ουδέ σκιά αποστροφής υπήρχεν, έτι και δι’ ανθρώπους οίτινες έζων ρυπαρώς, αλλ’ εν τω βάθει της ψυχής αυτού εθλίβετο δια τας πτώσεις αυτών, καθώς ο πατήρ ή η μήτηρ θλίβονται δια τα ολισθήματα των ηγαπημένων αυτών τέκνων.
Εδέχετο τους πειρασμούς και έφερεν αυτούς μετά μεγάλης ανδρείας.
 Ήτο άνθρωπος παντελώς άφοβος και ελεύθερος, και συγχρόνως δεν υπήρχεν εντός αυτού ουδέ ίχνος θρασύτητος. Άφοβος ών, ενώπιον του Θεού έζη εν φόβω. Τω όντι, εφοβείτο να λυπήση Αυτόν έστω και δια κακού λογισμού.
Ήτο ανήρ μεγάλης ανδρείας, και εν τω άμα εξαιρέτου πραότητος· σπάνιος και ασυνήθους ωραιότητος συνδυασμός.
Ο Γέρων ήτο άνθρωπος βαθείας, γνησίας ταπεινώσεως, και ενώπιον του Θεού και ενώπιον των ανθρώπων. Ηγάπα να δίδη το προβάδισμα εις τους άλλους, ηγάπα να είναι κατώτερος, να χαιρετίζη πρώτος, να λαμβάνη ευλογίαν παρά των φερόντων ιερατικόν βαθμόν, ιδίως παρά των επισκόπων και του ηγουμένου, και πάντα ταύτα άνευ ουδεμιάς ανθρωπαρεσκείας ή κολακείας. Ετίμα ειλικρινώς τους ανθρώπους οίτινες είχον αξίωμα ή θέσιν, και τους πεπαιδευμένους, αλλ’ ουδέποτε εντός αυτού υπήρχεν αίσθημα φθόνου ή μειονεκτικότητος, ίσως επειδή βαθέως εγνώριζε το εφήμερον πάσης κοσμικής θέσεως, εξουσίας, πλούτου, προσέτι δε επιστημονικών γνώσεων. Εγνώριζε «πόσον πολύ αγαπά ο Κύριος τους ανθρώπους Αυτού», και εξ αγάπης προς τον Θεόν και τους ανθρώπους ετίμα αληθώς και εσέβετο πάντα άνθρωπον.
Η εξωτερική αυτού διαγωγή ήτο απλή, και ταυτοχρόνως η αναμφίβολος ποιότης αυτού ήτο η εσωτερική ευγένεια, η αριστοκρατία, αν θέλητε, εν τη υψηλοτέρα σημασία της λέξεως. Εν τη υπό διαφόρους συνθήκας επικοινωνία μετ’ αυτού ο άνθρωπος και της λεπτοτέρας εισέτι διαισθήσεως δεν ηδύνατο να παρατηρήση εις αυτόν τραχείας κινήσεις καρδίας: αντιπάθειαν, απροσεξίαν, περιφρόνησιν, προσποίησιν και τα παρόμοια. Ήτο ανήρ όντως ευγενής, ως δύναται να είναι μόνον ο χριστιανός.
Ο Γέρων ποτέ δεν εγέλα ηχηρώς. Ποτέ δεν ωμίλει κατά τρόπον διφορούμενον. Ουδέποτε περιεγέλασε και  ουδέποτε ηστειεύθη άλλους ανθρώπους. Επί του συνήθως σοβαρού γαληνίου προσώπου αυτού μόλις εσχεδιάζετο ενίοτε ελαφρόν τι μειδίαμα, μη ανοιγομένων των χειλέων (εκτός εάν ωμίλει).
Ανθίστατο εις τους πειρασμούς και υπέμενεν αυτούς μετά μεγάλης ανδρείας. Το πάθος του θυμού δεν είχε θέσιν εις αυτόν. Αλλά παρά την φανεράν απλότητα, την σπανίαν διαλλακτικότητα και την υπακοήν, ήτο απολύτως αντίθετος προς παν ψευδές, πονηρόν και άσχημον. Κατάκρισις, χυδαιότης, μικρότης και τα τοιαύτα εις αυτόν δεν ευρίσκοντο. Επί τούτου εξεδήλου έμμονον ακαμψίαν, αλλά και τρόπον ώστε να μη θλίβη τον αμαρτάνοντα, και προσείχε να μη προσβάλη αυτόν ουχί μόνον εξωτερικώς, αλλά, το κυριώτερον, ούτε και δια της κινήσεως της καρδίας αυτού, διότι ο λεπτός άνθρωπος αισθάνεται και τας κινήσεις της καρδίας. Επετύγχανε δε τούτο προσευχόμενος εσωτερικώς και μένων ήσυχος, ανεπηρέαστος από παντός δυστρόπου.
Παρετηρείτο εις αυτόν θέλησις σπανίας δυνάμεως, άνευ πείσματος· απλότης, ελευθερία, αφοβία και ανδρεία μετά πραότητος και προσηνείας· ταπείνωσις και υπακοή, άνευ δουλοπρεπείας και ανθρωπαρεσκείας: Ήτο αληθώς άνθρωπος, εικών και ομοίωσις Θεού.
Ωραίος ο κόσμος, δημιούργημα του μεγάλου Θεού· αλλ’ ουδέν θαυμασιώτερον του ανθρώπου, του αληθούς ανθρώπου, του υιού Θεού!
Ποτέ δεν ενδιεφέρθημεν δια τα γεγονότα της εξωτερικής ζωής του μακαρίου Γέροντος. Ίσως αποτελεί σφάλμα εκ μέρους ημών, αλλά δεν δυνάμεθα πλέον να επανορθώσωμεν τούτο. Κατά τας συναντήσεις ημών μετά του Γέροντος η προσοχή ημών ήτο τελείως απερροφημένη εκ του πόθου να κατανοήσωμεν την πνευματικήν αυτού διδαχήν· να συλλάβωμεν αυτήν δια του νου, να συγκρατήσωμεν δια της καρδίας, να αφομοιώσωμεν δια της ψυχής τους λόγους ή μάλλον την πνευματικήν αυτού κατάστασιν.
Ενίοτε εφαίνετο εις ημάς ότι εις τον Γέροντα εδόθη η δύναμις να επιδρά δια της προσευχής επί των συνομιλητών αυτού. Τούτο ήτο απαραίτητον, διότι ο λόγος αυτού εξωτερικώς ήτο απλούς, ως εάν ουδέν το «ιδιαίτερον» να περικλείετο εις αυτόν. Κατ’ ουσίαν όμως ήτο λόγος περί καταστάσεως υπερφυσικής και, ως εκ τούτου, ήτο αναγκαίον να μεταδοθή δια της προσευχής, ει δε μη ο λόγος αυτού θα παρέμενεν ακατανόητος, ασύλληπτος, κεκρυμμένος.
Η μετά του Γέροντος επικοινωνία έφερε χαρακτήρα απλότητος και ελευθερίας από δισταγμού ή φόβου ότι ενδέχεται να σφάλης εις τι. Υπήρχε πλήρης εμπιστοσύνη ότι ουδεμία ενέργεια ή λόγος αδέξιος, ή εισέτι και ανόητος, θα καταστρέψη την ειρήνην, θα συναντήση εις απάντησιν μομφήν ή σκληράν απώθησιν. Συγχρόνως όμως χορδή τις εις τα βάθη της ψυχής σου ενετείνετο μετ’ εσχάτης εντάσεως προσευχής, ίνα αξιωθής να αναπνεύσης εκείνο το πνεύμα, δια του οποίου ήτο ούτος πεπληρωμένος.
Όταν εισέρχησθε εις τόπον πλήρη ευωδίας, το στήθος υμών σπεύδει, ίνα ανοίξη και δεχθή αυτήν μετά βαθείας εισπνοής. Καθ’ όμοιον τρόπον εκινείτο και η ψυχή κατά την ώραν της επικοινωνίας μετά του Γέροντος. Γαλήνιος, ειρηνικός, αλλά συγχρόνως και ισχυρός, βαθύς πόθος εκυρίευε της ψυχής να εμποτισθή υπό της ευωδίας του Πνεύματος του Χριστού.
Οποίαν εξαίρετον και όλως ιδιαιτέραν πνευματικήν τέρψιν δίδει η κοινωνία μετά τοιούτου ανθρώπου!
Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, 
Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 1999, σελ. 62-65

Δεν υπάρχουν σχόλια: