O Πάπας και ο Παπισμός, του Βλαδίμηρου Σολόβιεφ
Η ουσία της μεγάλης διαφωνίας ανάμεσα στην Χριστιανική Ανατολή και την Χριστιανική Δύση, από την αρχή της μέχρι σήμερα, συμπυκνώνεται στο εξής: Η Εκκλησία του Θεού πρέπει να υπηρετήσει μέσα στην ανθρωπότητα έναν συγκεκριμένο πρακτικό σκοπό, και για την πραγματοποίηση του είναι απαραίτητη η ενότης όλων των Εκκλησιαστικών δυνάμεων κάτω από την καθοδήγηση και την εξουσία μιας κεντρικής Εκκλησιαστικής αυθεντίας!
Με άλλα λόγια: Πρέπει η εκκλησία πάνω στη Γη να εμφανιστεί σαν πρόδρομος της Βασιλείας του θεού και γι’ αυτόν τον λόγο να είναι μία και ενωμένη, διότι μία Βασιλεία χωρισμένη δεν αντέχει στον χρόνο ενώ η Εκκλησία κατά τους Λόγους του Κυρίου θα αντέξει μέχρις εσχάτων και οι πύλες του Άδου δεν θα την νικήσουν! Η Λατινική Εκκλησία απάντησε θετικά. Επέμεινε κυρίως στο πρακτικό μέρος του Χριστιανισμού, στην σημασία της Εκκλησίας σαν αντιπροσωπευτική Βασιλεία ή σαν πόλης του Θεού (critical Dei)
H αρχή της Εκκλησιαστικής αυθεντίας, δηλαδή της πνευματικής δύναμης, η οποία αντιπροσωπεύθηκε κυρίως από την Λατινική Ρώμη, έχει μία τριπλή εκδήλωση και δημιουργεί μια τριπλή επίσης ερώτηση. Κατά πρώτον στο χώρο της ίδιας της Εκκλησίας σε τί είδους σχέση πρέπει να βρίσκεται η κεντρική Εκκλησιαστική εξουσία με τους αντιπροσώπους των τοπικών Εθνικών Εκκλησιών. Στη συνέχεια, πρέπει να αναρωτηθούμε για τη σχέση της Εκκλησίας με το κράτος, της Εκκλησιαστικής αυθεντίας με τη λαϊκή. Τέλος τίθεται το ερώτημα της σχέσεως ανάμεσα στην πνευματική εξουσία και στην πνευματική ελευθερία του ατόμου, το ζήτημα της ελευθερίας της συνειδήσεως.
Σ’ αυτά τα τρία προβλήματα ο πάπας απάντησε ξεκάθαρα μέσα στην Ιστορία και στο δόγμα. Πιστοποίησε την απόλυτη ενότητα και το αδιαίρετο της πνευματικής εξουσίας και της εκκλησιαστικής αυθεντίας, συγκεντρωμένης στην έδρα του πρίγκιπος των αποστόλων, του Πέτρου! Το δόγμα της «πέτρας» και των «κλειδιών» πιστοποιεί το απόλυτο πρωτείο (Summum imperium) της Εκκλησίας στο κράτος δηλαδή στη λαϊκή εξουσία με το δόγμα των «δύο σπαθιών», και τέλος όσον αφορά την προσωπική Ελευθερία δηλώνει την απόλυτη αναγκαιότητα της εκκλησιαστικής αυθεντίας η οποία πρέπει να γίνει αποδεκτή nolens volens (θέλοντας και μή).
Μ’ αυτόν τον τρόπο η Εκκλησία της Ρώμης απαιτεί μια απροϋπόθετη υποταγή από τις τοπικές Εκκλησίες με τους Επισκόπους τους, από το κράτος και από όλες τις λαϊκές αρχές και τέλος από κάθε Χριστιανό ιδιαιτέρως. Δηλώνει την αναγκαιότητα μιας τριπλής υποταγής Εκκλησιαστικής, πολιτικής και ήθικο-προσωπικής. Είναι γνωστό σε όλους μας πως αυτή η τριπλή απαίτηση προκάλεσε μια τριπλή αντίδραση! Το Βυζάντιο και ολόκληρη η Ορθόδοξη Ανατολή αντιστάθηκαν στον Εκκλησιαστικό αυταρχισμό της Ρώμης και παραμένουν αμετακίνητοι μέχρι σήμερα στην αντίθεσή τους στον πάπα. Οι λαϊκές δυνάμεις, οι βασιλείς και οι λαοί συμμάχησαν εναντίον της πολιτικής απολυταρχίας του πάπα και συνεχίζουν να δίνουν μία άγρια και επιτυχημένη μάχη περνώντας από την άμυνα στην επίθεση. Τέλος ο Γερμανικός προτεσταντισμός επαναστάτησε εναντίον της ηθικής απολυταρχίας της Ρώμης η οποία απαιτούσε από την ατομική συνείδηση και νόηση, απόλυτη υπακοή. Ακόμη μέχρι σήμερα οι ελεύθερες δυνάμεις του προσωπικού πνεύματος αντιστέκονται στις απαιτήσεις αυθεντίας του πάπα!
Η Ρώμη προσπάθησε να ενώσει τα διασκορπισμένα στοιχεία της ανθρωπότητος και το μόνο που κατόρθωσε είναι να τους ενώσει όλους σε μία κοινή αντίσταση εναντίον της και εναντίον των απαιτήσεών της! Πόσες διαφορετικές δυνάμεις και πόσα διαφορετικά πρόσωπα δεν συγκέντρωσε η Ιστορία στον κοινό αγώνα αντίστασης στην αυθεντία του πάπα! Τον Φώτιο και τον Λούθηρο, τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο ΙΙ και τον Μάρκο της Εφέσου, τον Μελάνκτονα και τον Ερρίκο τον 8ο !
Για να είμαστε δίκαιοι απέναντι στην Λατινική Εκκλησία, πρέπει να διακρίνουμε για τί πράμα πάλεψε μέσα στην Ιστορία, από τον τρόπο με τον οποίο πάλεψε. Στο Εκκλησιαστικό πεδίο η Ρωμαϊκή Εκκλησία αντιπροσώπευε την αρχή της ορατής ενότητος και κεντρικής εξουσίας, της υπέρτατης αυθεντίας. Για να κρίνουμε σωστά αυτό το σημείο πρέπει να θέσουμε τις αντίστοιχες ερωτήσεις:
1) Είναι αναγκαία μία κεντρική εξουσία στην Ορατή Εκκλησία;
2) Mε ποιο δικαίωμα η έδρα της Ρώμης αποκτά αυτή την εξουσία;
3) Πώς το εξάσκησε;
Μπορούμε να απαντήσουμε στο πρώτο ερώτημα μόνον εάν αναγνωρίσουμε στην Χριστιανική Εκκλησία μία πρακτική αποστολή στην Ιστορία, εάν δεχθούμε πώς, παρότι διαθέτει μία βάση ακίνητη και αΐδια, είναι επίσης και μια Ιστορική δύναμις η οποία πρέπει να πράξει και να πολεμήσει στον κόσμο, δηλαδή μόνον εάν αναγνωρίσουμε την Γήινη Εκκλησία σαν στρατευμένη. Για το πρακτικό έργο, για την μάχη, είναι απαραίτητη η ενότης και η αδελφότης των δυνάμεων πού βρίσκονται σε δράση, είναι απαραίτητη μιά υπέρτατη κεντρική αυθεντία, μια σωστά ιεραρχημένη τάξη και μια αυστηρή πειθαρχία.
Αυθεντία, τάξις, πειθαρχία: Πόσο χαμηλοί και κατώτεροι είναι αυτοί οι όροι συγκρινόμενοι με την πνευματική και θεϊκή ουσία της εκκλησίας!
«Η Εκκλησία -λένε- δεν είναι εξουσία και αυθεντία αλλά αλήθεια, όπως ακριβώς δεν είναι εξουσίες ο Χριστός και ο Θεός». Είναι αλήθεια πως ο Θεός, ο Χριστός και η Εκκλησία, στην απόλυτη ουσία τους είναι μόνον αλήθεια, αλλά πού υπάρχουν οι άνθρωποι οι οποίοι μπορούν να ζήσουν μόνο με την απόλυτη ουσία και για τους οποίους η αλήθεια δεν εξαρτάται από της εξουσία; Ο Χριστός δεν είπε πως είναι μόνον η αλήθεια, αλλά είπε: «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή», και στη γήινη ύπαρξή του δεν προσπάθησε μόνο να πείσει και να φωτίσει αλλά έδωσε και διαταγές, δεν έδωσε μόνο μαρτυρία της αλήθειας που κατοικούσε μέσα Του αλλά έδειξε επίσης και την αυθεντία που κατείχε! Δεν είναι τυχαίο πως ο Ευαγγελιστής ομολογεί πως ο Χριστός μιλούσε και έπραττε «σαν κάποιος που έχει εξουσία» και σ' αυτό ακριβώς τοποθετεί τον διακεκριμένο χαρακτήρα της αποστολής Του.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου