Η περί Θεού Ορθόδοξος Διδασκαλία
Μετάφραση στην Νεοελληνική από το ομώνυμο βιβλίο του Μέγα Λ. Φαράντου Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών
(Αθήνα 1985. σελ. 423 – 428).
Κεφάλαιο 7ο: Οι Ενέργειες του Θεού
2. Τι είναι οι Ενέργειες και ποια η σχέση τους με την Ουσία
Ο Γρηγόριος Παλαμάς ορίζει ως εξής τις υπάρχουσες «διαφορές» στη Θεότητα: «Μερίζεται γαρ αμερίστως ο Θεός ου κατά τας υποστάσεις μόνο, άλλα και κατά τας κοινάς προόδους τε και ενεργείας... Και ο μερισμός ού τομή και χωρισμός εστιν, αλλά διαφορά. Διαφέρει μεν γαρ ουσίας θείας η υπόστασις και αι τρεις υποστάσεις προς αλλήλας, αι τε του τρισυπόστατου Θεού ενέργειαι αλλήλων τε και της ουσίας διαφέρουσιν, αλλ’ ου χωρίζονται αλλήλων. Είς γαρ πάντα ταύτ’ έστι Θεός εν μια ουσία τρισυποστάτω και παντοδυνάμω» (Δηλαδή: «Ο Θεός μοιράζεται αμοίραστα, όχι μόνο κατά τις υποστάσεις, αλλά και κατά τις κοινές προόδους και ενέργειες… Και το μοίρασμα, δεν είναι τομή και χωρισμός, αλλά διαφορά. Επειδή διαφέρει αφ' ενός η υπόσταση από τη θεία ουσία και οι τρεις υποστάσεις η κάθε μία από τις άλλες. Και αφ' ετέρου, οι ενέργειες του τρισυπόστατου Θεού διαφέρουν η μία από την άλλη, και από την ουσία, αλλά δεν χωρίζονται η μία από την άλλη. Επειδή όλα αυτά είναι ένας Θεός σε μια ουσία τρισυπόστατη και παντοδύναμη»)1
Η κάθε μία από τις τρεις πραγματικότητες στον Θεό, δηλαδή η ουσία, οι υποστάσεις και οι ενέργειές του, προσδιορίζονται μέσω δικών τους γνωρισμάτων, τα οποία όχι μόνο ενώνουν, αλλά και διακρίνουν την κάθε μία από τις άλλες. Η κάθε μία των θείων υποστάσεων κατέχει δικά της, «ακίνητα» και ακοινοποίητα ιδιώματα, τα λεγόμενα «υποστατικά» —, δια των οποίων διακρίνονται η κάθε μία από τις άλλες. Ό,τι έχουν κοινό οι υποστάσεις είναι το «αυθυπόστατον»: η κάθε μία υφίσταται από μόνη της και όχι σε κάτι άλλο.
Η ουσία αποτελεί μία άλλη, διαφορετική των υποστάσεων, όψη της θείας πραγματικότητας. Είναι κατά κάποιον τρόπο το ανυπόστατο, το «απρόσωπο», ή μάλλον το «ενυπόστατο» στον Θεό. Αυτό που βαστάζεται και φέρεται από τις τρεις υποστάσεις προσωπικά. Ο Θεός δεν είναι μόνο «είναι», αλλά και «έχει». Είναι τριάδα υποστάσεων, που έχει ουσία. Το «είναι» και το «έχει» σε τελευταία ανάλυση ταυτίζονται, στον Θεό. «Μία αρχή, είς Θεός… η τω όντι και αληθώς και όντως ούσα ουσία και υπόστασις μία εστίν», δηλαδή ο Πατήρ, από τον Οποίο προάγονται διαφορετικά ο Υιος και το Πνεύμα: «εκ Πατρός Υιός... εξ υποστάσεως υποστατός, και εξ ουσίας ουσιώδης και ενούσιος, και εξ όντος ων»2 (δηλαδή: «Από Πατέρα Γιος… από υπόσταση έχει κι αυτός υπόσταση, και από ουσία έχει κι αυτός ουσία και βρίσκεται στην ουσία, και Υπαρκτός από τον Υπάρχοντα»). Η ταύτιση όμως υποστάσεων και ουσίας δεν θα πρέπει να μας παραπλανά. Μεταξύ υποστάσεων και ουσίας υπάρχει διαφορά. Είναι «άλλο και άλλο». Η ουσία παριστάνει «το κοινό» στην Θεότητα, οι δε υποστάσεις την αριθμητική της διαφορά. Κατά μεν τις υποστάσεις ο Θεός είναι Ένας και Ένας και Ένας, κατά δε τη φύση «Ένα».3.
Βασική αρχή της Ορθόδοξης θεολογίας αποτελεί η άποψη ότι η ουσία κάθε όντος είναι ανέκφαντη, και άρα ξεφεύγει από την καταληπτική δύναμη του ανθρώπου. Αυτό μάλιστα ισχύει, πολύ περισσότερο, περί του Θεού, ο Οποίος είναι πραγματικότητα ποιοτικά υπερκείμενη και παντελώς διαφορετική της κτιστής. Ο Θεός είναι κατ' ουσία ανέκφαντος, και άρα απρόσιτος και ακατάληπτος.4.
Πώς όμως προσεγγίζουμε και γνωρίζουμε τον Θεό; — από τις ενέργειές του οι οποίες «προς εμάς κατεβαίνουν»5. Ο Γρηγόριος Θεολόγος, αναφερόμενος στη δυνατότητα ορισμού του Θεού κατ' ουσία, λέει ότι θα άρμοζε ως προσδιορισμός «μάλλον ο ων»6. Τον ορισμό όμως αυτόν, συμπληρώνει ο Γρηγόριος Νύσσης μέσω της έννοιας «ζωή». Ο Θεός δεν είναι απλώς «ο όντως ων», «αλλ' αυτό όπερ εστί ζωή εστιν εν εαυτή ενεργουμένη» (δηλαδή: «αλλά αυτό το οποίο είναι ζωή, είναι ενεργούμενη στον εαυτό της»)7.
Αμφότεροι οι ορισμοί αυτοί είναι βέβαια παρμένοι από τη Γραφή, κατά την οποία ο Θεός είναι «ο ων» και «έχει ζωήν εν εαυτώ» (Αποκ. 1, 8. Ιωάνν. 5, 26). Η ζωή του Θεού προσδιορίζεται από απειρία «προσόντων», των οποίων γινόμαστε μέτοχοι και οικείοι από τις ενέργειες του Θεού προς εμάς. Μέσω αυτών των ενεργειών, αυτός αποκαλύπτει τον εαυτό του και έρχεται προς εμάς. Ο Θεός είναι άπειρος πλούτος προσόντων ή τελειοτήτων ή γνωρισμάτων ή ιδιοτήτων ή ιδιωμάτων ή παρεπομένων ή συνδρόμων της φύσης ή ποιοτήτων ή ενεργειών ή προσηγοριών ή όπως διαφορετικά τα ονομάζει η Ορθόδοξη Παράδοση. Ανάλογα δηλαδή με την όψη κάτω από την οποία τα βλέπει η Ορθόδοξη Παράδοση. Ενώ η ουσία εκφράζει το «είναι», τα προσόντα εκφράζουν το «πώς είναι του Θεού»*. Όμως «άλλος είναι ο λόγος του “είναι” και άλλος του “πώς είναι”». Μέσω της μεν ουσίας, δηλαδή «του είναι», εννοούμε «το υποκείμενο», μέσω των δε προσόντων εννοούμε «τα επιθεωρούμενα στο ον» και «στο υποκείμενο». «Κάθε» προσόν «περί το ον εστιν, ουκ εκείνό εστιν,… Αλλά το εστίν εκάστω τούτων ουκ απολείπεται» (δηλαδή: «Κάθε» προσόν «είναι γύρω από το ον. Δεν είναι εκείνο… Αλλά το είναι δεν λείπει για το καθένα απ’ αυτά»). 8 Τα προσόντα της θείας φύσης είναι αντικειμενικά πραγματικά. «Παντί ονόματι τω περί την θείαν λεγομένω φύσιν το εστί πάντως συνυπακούεται, οίον δίκαιος άφθαρτος αθάνατός τε και αγέννητος και είθ’ έτερον λέγεται»9 (δηλαδή: «Για κάθε όνομα απ’ αυτά που λέγονται περί της Θείας Φύσης, το είναι σε κάθε περίπτωση συνυπακούεται. Τέτοια ονόματα όπως δίκαιος, άφθαρτος, αθάνατος και αγέννητος, και ό,τι άλλο λέγεται»). Αυτά είναι προσόντα της θείας φύσης «κατ’ αλήθειαν»10, που πηγάζουν11 από τη θεία φύση. Υπάρχουν «περί αυτήν,12 και θεωρούνται μέσα σε αυτή13.
Τα προσόντα είναι πρωτίστως φυσικά ή ουσιώδη14 και όχι υποστατικά γνωρίσματα της θεότητας. Πηγή και αιτία τους είναι η φύση ή ουσία, και όχι οι υποστάσεις. «Η θεία φύση είναι πηγή των θείων ενεργειών» ή με άλλο τρόπο: «η ουσία είναι πηγή και αιτία της ενεργείας»15. «Ούκουν η ενέργεια των υποστατικών εστίν, εκείνα γαρ ουκ ουσίαν, αλλ’ υπόστασιν χαρακτηρίζει»16 (Δηλαδή: «Άρα λοιπόν η ενέργεια δεν είναι των υποστατικών, επειδή εκείνα τα χαρακτηρίζει η υπόσταση και όχι η ουσία»).
Η διάκριση αυτή, κατά την οποία οι ενέργειες είναι παρεπόμενα της φύσης και όχι των υποστάσεων, αποκτά ως προς αυτό θεολογική σημασία: αποκλείεται κάθε σύγχυση φυσικών και υποστατικών ιδιωμάτων στον Θεό και, συνεπώς, αποκλείεται κάθε ταύτιση ή σύγχυση μεταξύ υποστάσεων και ενεργειών. Τα μεν υποστατικά ιδιώματα διακρίνουν τις υποστάσεις τη μία από την άλλη, τα δε φυσικά τις ταυτίζουν τη μία με την άλλη. Οι ενέργειες είναι το κοινό. Όμως οι υποστατικές διακρίσεις είναι το διαφορετικό στη Θεότητα. Οι ενέργειες πηγάζουν από την ουσία, η οποία προσδιορίζει το κοινό στη θεότητα. Δεν πρέπει να νομισθεί όμως, ότι η ουσία αποτελεί μία «τέταρτη», κατά κάποιο τρόπο απρόσωπη πραγματικότητα, που υπάρχει παράλληλα με τις θείες υποστάσεις. Η θεία ουσία είναι η τρισυπόστατη θεότητα, δηλαδή ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Όταν όμως χρησιμοποιείται ο όρος αυτός, θέλει απλώς να δηλώσει «το κοινό», δηλαδή αυτό που έχουν από κοινού οι τρεις θείες υποστάσεις, για να διακρίνεται η προσωπική τους ιδιαιτερότητα. Για να μη γίνει όμως η παρεξήγηση στην οποία καταλήγουν συχνά οι δυτικοί ως προς τη θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, πρέπει να πούμε και το εξής: Η Ορθόδοξη παράδοση ταυτίζει πολλές φορές την ουσία με τις υποστάσεις ως την πηγή και την αιτία των ενεργειών. Έτσι ο Ιωάννης Δαμασκηνός αναφέρει ότι οι ενέργειες εκπηγάζουν από τη μία τρισυπόστατη φύση και το ίδιο επαναλαμβάνει και ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, λέγοντας: «των φυσικών ενεργειών τε και δυνάμεων, έν το υπερκείμενον ως αίτιον, η τρισυπόστατος ουσία» (Δηλαδή: «Ένα είναι το αίτιο που υπάρχει πάνω από τις φυσικές ενέργειες και δυνάμεις: Η τρισυπόστατη ουσία») 17.
Όσοι θεολόγοι επιρρίπτουν ιδίως στον Γρηγόριο Παλαμά τη μομφή της διδασκαλίας περί απρόσωπων ενεργειών, τον αδικούν. Και είναι μεν αληθές ότι ο Παλαμάς τονίζει συχνά ότι οι ενέργειες «καθ' αυτάς ανούσιοι και ανυπόστατοί εισιν ουκ εκουσία δηλονότι ουδέ υποστάσεις ούσαι» (Δηλαδή: «καθ’ αυτές είναι ανούσιες και ανυπόστατες, χωρίς εκουσιότητα, εφ’ όσον δεν είναι ούτε υποστάσεις»)18. Αυτό το κάνει όμως για να τονίσει την ουσιώδη συνάφεια των ενεργειών με την ουσία και τις υποστάσεις, και την εξάρτησή τους από αυτές. Για να τονίσει δηλ. ότι «ουδεμία των ενεργειών αυθυπόστατός εστιν» (δηλαδή: «καμία από τις ενέργειες δεν είναι αυθυπόστατη»), «αλλά τη ουσία και ταις κατ' αυτήν υποστάσεσιν ενθεωρείται» (δηλαδή: «αλλά θεωρείται μέσα στην ουσία και τις κατά την ουσία υποστάσεις»). Οι ενέργειες νοούνται «περί την θείαν φύσιν ή των υποστάσεων εκάστην» (δηλαδή: «γύρω από τη θεία φύση, ή των υποστάσεων η κάθε μία»). Τα «φυσικά», «συνόντα αεί τη φύσει, παρ’ ης το είναι έχει», (δηλαδή: «συνδεδεμένα αϊδίως με τη φύση, (από την οποία υπάρχει το είναι»), υπάρχουν «μη καθ' αυτά, αλλά περί αυτήν» (δηλαδή: «δεν υπάρχουν από μόνα τους, αλλά γύρω απ’ αυτή») 19.
Εν τούτοις οι ενέργειες απέχουν πολύ από του να είναι απλό «συμβάν» της θείας φύσης. Τα συμβάντα «γίνονται και απογίνονται»· όμως τα «φυσικά ιδιώματα» είναι απόλυτα συνυφασμένα και από μία άποψη «ταυτίζονται» με τη φύση από την οποία πηγάζουν. «Επί του Θεού» είναι «ουσία και ενέργεια» «ταυτόν και ου ταυτόν». (Δηλαδή: Στον Θεό υπάρχει ουσία και ενέργεια που ταυτίζονται και δεν ταυτίζονται). Και όπως είναι θεία η ουσία, έτσι και οι ενέργειές της είναι θείες και «άκτιστες», «αμειώτως ενούσαι τω μεταδίδοντι», (δηλαδή «αμείωτα ενωμένες σε Αυτόν που τις μεταδίδει»), αφού είναι «φυσικές και ουσιώδεις ενέργειές του»20.
Συνεπώς, παρ' όλο που τα γύρω από τη φύση είναι συχνά και συμβάντα ως «παραλλαγήναι δυνάμενα» (δηλαδή «επειδή μπορούν να παραλλαχθούν»), και ως «μηδέ καθ' αυτά υπάρχοντα» (δηλαδή «σαν να μην υπάρχουν καθ’ αυτά»), οι Ενέργειες του Θεού, επειδή υπάρχουν ως φυσικά και ουσιώδη προσόντα, δεν είναι συμβάν. «Μέσα στον Θεό δεν θεωρείται κανένα συμβάν — και επειδή δεν είναι ούτε επίκτητο ούτε μεταβαλλόμενο, όπως είναι κυρίως το συμβάν — άρα φυσικά προσυπάρχει η ενέργεια αυτή στον Θεό»21.
Κατά τα παραπάνω πηγή και αιτία των προσόντων και των ενεργειών είναι η θεία ουσία, αλλά ουδέποτε συμβαίνει το αντίστροφο. Το γεγονός αυτό συνιστά μία ουσιώδη συνάφεια, αλλά και μία πραγματική διάκριση μεταξύ ουσίας και των προσόντων της. «Προϋπήρξε των ενεργειών η ουσία», λέει ο Γρηγόριος Νύσσης, ο οποίος και καθορίζει ως εξής τη σειρά των παρεπομένων της ουσίας: «Προϋφέστηκε δε της ενεργείας η δύναμις, η δε δύναμις εξήρτηται του θείου βουλήματος, το δε βούλημα εν τη εξουσία της θείας απόκειται φύσεως». (Δηλαδή: «προϋπήρξε η δύναμη της ενεργείας, αλλά και η δύναμις εξαρτάται από το θείο βούλημα. Το δε βούλημα βρίσκεται στην εξουσία της θείας φύσεως»)22. Ο Παλαμάς συνοψίζει ως εξής τη σχέση μεταξύ φύσης και ενεργείας: «Η μεν γαρ θεία ενέργεια εκ της θείας φύσεώς εστι και ενθεωρείται ταύτη κατά τους θεολόγους, αλλ’ ουκ έστι καθ’ αυτήν, η δε θεία φύση ουκ εκ της ενεργείας εστί και καθ’ αυτήν εστι και των θείων ενεργειών εστι πηγή» (δηλαδή: «Επειδή η μεν θεία ενέργεια από τη θεία φύση υπάρχει, και μέσα εκεί θεωρείται αυτή, κατά τους θεολόγους, αλλά δεν υπάρχει καθ' αυτήν. Η δε θεία φύση δεν υπάρχει από την ενέργεια. Και καθ’ αυτήν υπάρχει, και είναι πηγή των θείων ενεργειών»)23. Η ουσία, λοιπόν, διαφέρει από τις ενέργειές της κατά τη διαφορά, την οποία έχει το αίτιο από τα ουσιώδη αιτιατά του· μεταξύ της ουσίας και των ενεργειών της, νοείται «ου κατά το κτιστόν και το άκτιστον, αλλά κατά το αίτιον και αιτιατόν το υπερέχον και το υποβεβηκός»24. Η θεία ουσία, ως η πηγή και η αιτία των ενεργειών της, διαφέρει και υπερέχει συγχρόνως απ’ αυτές, μια και είναι μια πραγματικότητα που «ως αιτία… διαφέρει και υπερέχει»25.
Σε τι συνίσταται, αναλυτικότερα, «η υπεροχή της θείας ουσίας με τις θείες ενέργειες»26;
Ενώ κάθε μία από τις ενέργειες και το πλήρωμά τους, εκφράζουν όψεις και τον πλούτο της θείας ουσίας, η θεία φύση είναι «η περιεκτική πάσης της εν αυτή θεωρουμένης δυνάμεως», (δηλαδή: η θεία φύση είναι «αυτή που περιέχει όλη τη δύναμη που θεωρείται σ’ αυτή»)27. Συγχρόνως όμως η ουσία δεν είναι απλώς «το άθροισμα» των ενεργειών της28. Η ουσία, που είναι η πραγματικότητα εκείνη που περιέχει κάθε δύναμή της, βρίσκεται συγχρόνως «επέκεινα» όλων αυτών επειδή είναι αμέθεκτη, γι’ αυτό και υπερώνυμη και ανώνυμη29. Ώστε ο Θεός «και των ακτίστων εαυτού υπέρκειται ενεργειών»30. Ο Θεός δεν «εξαντλείται» στις ενέργειές του· γνωριζόμενος και μετεχόμενος σ’ αυτές, παραμένει κατ' ουσία «επέκεινα» κάθε γνώσης και μετοχής, δηλ. απρόσιτος. Και αν υποθέσουμε ότι θα συλλαμβάναμε το πλήρωμα των θείων ενεργειών, καθόλου δεν σημαίνει ότι και θα καταλήγουμε σε τέλεια γνώση περί του ποιος και πώς είναι ο Θεός. Το «επέκεινα» των ενεργειών του σημαίνει ότι ο Θεός είναι πραγματικότητα απείρως υπέρτερη εκείνου, το οποίο αποκαλύπτει, και δια του οποίου αποκαλύπτεται. Συνεπώς, η «αναλογία» όχι μόνο από τα κτιστά, αλλά και «της πίστεως» (Ρωμ. 12, 6), έχει περιορισμένο χαρακτήρα και είναι καλό να χρησιμοποιείται με πολλή προσοχή από τη θεολογία. Και από τη θεία αποκάλυψη ουδέποτε μπορούμε να φθάσουμε σε άμεση και τέλεια γνώση του Θεού. Με ένα λόγο: οι ενέργειες είναι φυσικό και ουσιώδες προσόν, όχι όμως και ουσία ή φύση· «η του Θεού ενέργεια ου φύσις ούδ' ουσία, άλλα φυσικόν και ουσιώδες», (δηλαδή: «Η ενέργεια του Θεού, δεν είναι ούτε φύση, ούτε ουσία, αλλά φυσικό και ουσιώδες»)31. Και ο λόγος αυτός συνιστά πραγματική διαφορά: «άλλο ουσία και άλλο δύναμη ή ενέργεια στον Θεό»32.
Συγχρόνως όμως οι θείες ενέργειες δεν παριστάνουν κάτι το υποδεέστερο της θείας ουσίας. Οι ενέργειες είναι, όπως και η θεία ουσία, θείες και άκτιστες, εφ’ όσον είναι φυσικές και ουσιώδεις εκφράσεις της. «Πάση φύση πρόσεστι και φυσικά» (δηλαδή: «Σε κάθε φύση υπάρχουν σ’ αυτήν και φυσικά»)33. Τα οποία «φυσικά», για μεν τα νεκρά και άψυχα είναι διάφορα φυσικά γνωρίσματα, όχι όμως και ενέργειες (το νεκρό είναι ανενέργητο).34 Αλλά για τα ζωντανά, τα «φυσικά» είναι ποικίλες ενέργειες, που εκδηλώνονται ως «έμφυτη κίνηση» της φύσεως35, ή όπως τις ορίζει ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Ενέργεια μεν ουν εστιν η δραστική και ουσιώδης της φύσεως κίνησις»36 (δηλαδή: «Ενέργεια λοιπόν είναι η δραστική και ουσιώδης κίνηση της φύσεως». «Αι φυσικαί ενέργεια σύνεισιν αεί τη φύσει, παρ’ ης και εν ή το είναι έχουσιν» (δηλαδή: «Οι φυσικές ενέργειες βρίσκονται αϊδίως μαζί με τη φύση, από την οποία και σ’ αυτή έχουν την ύπαρξη»). Είναι αντίστοιχες και ισοδύναμες με τη φύση τους. Αυτό σημαίνει ότι «κτιστές μεν ούσαι των κτιστών απάντων, άκτιστοι δε μόνης της ακτίστου φύσεως» (δηλαδή: «όλων των κτιστών είναι κτιστές, και μόνο της άκτιστης φύσης είναι άκτιστες»).37 Στην κτιστή φύση αρμόζει πάντοτε κτιστή ενέργεια, όπως και στην άκτιστη φύση άκτιστη ενέργεια. «Η κτιστή ενέργεια και κτιστής φύσεως εστίν, ακτίστου δε Θεού η άκτιστος, και ως άκτιστος υπερέχουσα παντάπασιν ουσία» (δηλαδή: «Η κτιστή ενέργεια, είναι και κτιστής φύσεως, αλλά του Ακτίστου Θεού, είναι η άκτιστη, και ως άκτιστη υπερέχει κάθε ουσίας»). Ουδέποτε η άκτιστη Θεία φύση μπορεί να προαγάγει κτιστή ενέργεια «ου γαρ άκτιστός εστι φύσις η κτιστή έχουσα την ενέργεια» (δηλαδή: «Επειδή δεν είναι άκτιστη η φύση που έχει κτιστή την ενέργεια»). Στον Θεό τα πάντα είναι άκτιστα·
Σημειώσεις
1. (ΓΠ), Γ΄, 426. Παράβαλλε και: (ΓΠ), Β', 98: «δει ημάς ομολογείν ως άλλο μεν ουσία, άλλο δε υπόστασις, ήτοι πρόσωπον επί Θεού,… άλλο δε πρόοδος, είτουν ενέργεια ή θέλημα επί Θεού, καίτοι είς εστι Θεός, ενεργής τε και θελητικός» (δηλαδή: «πρέπει εμείς να ομολογούμε ως άλλο μεν την ουσία, και άλλο την υπόσταση, που είναι πρόσωπο στον Θεό,… και άλλο πρόοδος, που είναι ενέργεια ή θέλημα στον Θεό, αν και είναι ένας Θεός, ενεργός και θελητικός»). Ο Γρηγόριος Θεολόγος διακρίνει τρία «πράγματα» στον Θεό, όταν λέει: «ούτε ουσίας όνομα ο Πατήρ, ούτε ενεργείας, σχέσεως δε…» (δηλαδή: «το όνομα Πατέρας στον Θεό, δεν είναι όνομα ούτε ουσίας, ούτε ενεργείας, αλλά όνομα σχέσεως…») (ΚΘ, 16. ΕΠΕ 4, 136).
2. (ΜΑ), Κατά Αριανών Δ', 1. ΒΕΠ 30, 306.
3. Παράβαλλε (MB), Κατ' Ευνομίου Α', 19 Γ', ΙΗ', 45. ΒΕΠ 52, 179. 269. Ομοίως και: (ΜΑ, αμφιβ), Κηρυκτικόν εις τον Ευαγγελισμόν... 4. ΒΕΠ 36, 207: «Όταν μεν ουν κοινώς επί πολλών ταύτα (δηλ. τα ιδιώματα) θεωρήται, ουσία προσαγορεύεται, όταν δε και επί ένα ιδίως συνάγηται, υπόστασις εξονομάζεται» (δηλαδή: «Όταν λοιπόν (τα ιδιώματα) θεωρούνται μεν κοινά σε πολλά, αυτά κατονομάζονται ουσία. Αλλά όταν ιδίως σε ένα συνάγεται, ονομάζεται υπόσταση»).
4. Παράβαλλε όλο τον «περί θεολογίας» λόγο (ΚΗ') Γρηγορίου τον Θεολόγου (ΕΠΕ 4, 34 και εξής.). Το ίδιο και: Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Ευνομίου Β'. Ι, 257 και εξής.
5. (MB), επιστ. 234. ΒΕΠ 55, 283.
6. (ΓΘ), Λόγ. Λ΄, 18. ΕΠΕ 4, 184].
7. (ΓΝ), Κατά Ευνομίου Β' 70. Ι, 246.
8. (ΓΝ), Στο ίδιο Γ' V. 58 και εξής. ΙΙ, 181-182. Παράβαλλε και: (Γθ), Λόγ. ΚΗ' 5. ΕΠΕ 4, 42: «πολύ προ αυτών η υπέρ ταύτα, και εξ ης ταύτα, φύσις άληπτός τε και απερίληπτος. Λέγω δε ουχ ότι έστιν, αλλ’ ήτις εστίν» (δηλαδή: «πολύ πριν από αυτά ή πάνω από αυτά, στην οποία οφείλονται αυτά, υπάρχει φύση άληπτη και απερίληπτη. Και δεν λέω ότι είναι, αλλά ό,τι είναι»). Ομοίως και: (ΓΠ), Γ', 322, ο οποίος θεωρεί «άλλο την ουσίαν είναι και άλλο την ουσιώδη του Θεού ενέργειαν, έτερόν τε την θελητικήν δύναμιν και έτερον το τη θέληση έχον, άλλο τε και άλλο…» (δηλαδή: «άλλο είναι η ουσία και άλλο η ουσιώδης ενέργεια του Θεού. Άλλο η θελητική δύναμη και άλλο αυτό που έχει τη θέληση. Άλλο το ένα και άλλο το άλλο»).
9. (ΓΝ), Κατά Ευνομίου Γ' V. ΙΙ, 180-181.
10. (MB), Κατά Ευνομίου Α΄ 7. ΒΕΠ 52, 168: «του κατ' αλήθειαν τω Θεώ προσόντος» (δηλαδή: «αυτού που στ’ αλήθεια ενυπάρχει στον Θεό»).
11. Παράβαλλε (ΓΠ), Γ' 111: «η ουσία πηγή και αιτία της ενεργείας εστί». Και Β' 111: «η ουσία αιτία εστί των ενεργειών».
12. (ΜΑ, αμφιβ,), Υπόμνημα περί Αγίας Τριάδος. ΒΕΠ 36, 131. Και: (ΙΔ), μν. έργ., Ι 4. Κ, 13: «Όσα δε λέγομεν επί Θεού καταφατικώς, ου την φύσιν αλλά τα περί την φύσιν δηλοί. Καν αγαθόν, καν δίκαιον, καν σοφόν, καν ό,τι αν είπης, ου φύσιν λέγεις Θεού, αλλά τα περί την φύσιν» (δηλαδή: «Αλλά όσα λέμε σχετικά με τον Θεό καταφατικά, δεν δηλώνουν τη φύση, αλλά τα γύρω από τη φύση. Ακόμα και το αγαθό, το δίκαιο, και το σοφό, και ό,τι και αν πεις, δεν μιλάς για τη φύση του Θεού, αλλά για τα σχετικά με τη φύση»).. Και: (ΜΑ. Αμφιβ.) Κηρυκτικόν… 3. ΒΕΠ 36, 206: «το άκτιστον, το ασώματον, το άχρονον, … το παντοδύναμον, και όσα άλλα κατά τε υπεροχήν και αιτιολογία, ουχ έκαστον ουσία λέγεται, άλλα περί την ουσίαν» (δηλαδή: «το άκτιστο, το ασώματο, το άχρονο, … το παντοδύναμο, και όσα άλλα λέγονται κατά υπεροχή και αιτιολογία, δεν λέγεται το καθένα απ’ αυτά ουσία, αλλά σχετικά με την ουσία»).
13. Παράβαλλε (ΓΠ), Γ', 411: «διαφέρει της ουσίας του Θεού η ενθεωρουμένη ταύτη ενέργεια» (δηλαδή: «η ενέργεια αυτή που θεωρείται στον Θεό, διαφέρει από την ουσία του Θεού»).
14. Παράβαλλε (ΓΠ), Γ'. 246: «Φυσικόν δε και ουσιώδες το αυτό, είπερ και φύσις και ουσία το αυτό» (δηλαδή: «Εάν φύση και ουσία είναι το ίδιο, τότε το ίδιο είναι και το φυσικό με το ουσιώδες»)..
15. (ΓΠ), Γ΄, 111.
16. (ΓΠ), Γ΄, 55. Και: 448: «Φυσικά γαρ και ουχ υποστατικά φαμεν τα θελήματα και τας ενεργείας» (δηλαδή: «Επειδή είναι φυσικά και όχι υποστατικά λέμε τα θελήματα και οι ενέργειες»). Ομοίως και: 236.
17. Παράβαλλε (ΙΔ), μν. έργ., Ill, 15. IV, 18. Κ. 144 και εξής., 212 και εξής. Και: (ΓΠ), Γ, 236: «αι δυνάμεις και ενέργειαι εκ της μιάς τρισυποστάτου φύσεως» (δηλαδή: «οι δυνάμεις και ενέργειες [έχουν την αιτία τους] από τη μία τρισυπόστατη φύση»). Όμοια και: Γ', 61(31-32). Α΄ , 141(1-3).
18. (ΓΠ), Β', 160.
20. (ΜΑ, αμφιβ.), Περί όρων, III. ΒΕΠ 36, 25. (ΓΠ), Β', 100. 91.
21. (ΜΑ), Στο ίδιο. ΒΕΠ 36, 25. (ΓΠ), Γ', 445. 443.
22. (ΓΝ), Κατά Ευνομίου II, 150. Ι, 269. Παράβαλλε και: (ΓΠ), Ο΄, 672: «η μεν γαρ δύναμις πρόεισιν εις ενέργειαν και εκ της ενεργείας το αποτέλεσμα γίνεται» (δηλαδή: «επειδή η μεν δύναμη προηγείται της ενεργείας, και από την ενέργεια γίνεται το αποτέλεσμα»).
23. (ΓΠ), Α΄, 168. Παράβαλλε και: «εκ της ουσίας η ενέργεια, αλλ’ ουχί και η ουσία εκ της ενεργείας. Και η μεν αιτία, η δε αιτιατή. Και η μεν αυθυπόστατος, η δε ανυπόστατος καθ’ εαυτήν» (δηλαδή: «από την ουσία υπάρχει η ενέργεια, αλλά όχι και η ουσία από την ενέργεια. Και η μία μεν, είναι αίτια, η δε δεύτερη, αιτιατή και η μεν είναι αυθυπόστατη, η δε είναι ανυπόστατη από μόνη της»).
24. (ΓΠ), Γ', 207. Όχι μόνο στην ουσία και τις υποστάσεις, άλλα και στη Θεία ενέργεια προσιδιάζουν «ακίνητες ιδιότητες» (ΓΠ), Β', 99(7-11). Τον όρο δανείσθηκε από τον Γρηγόριο τον Θεολόγο: «η ιδιότης ακίνητος» (εις τα αγία Φώτα (ΛΘ' 12). ΒΕΠ 60, 78). Παράβαλλε σχετικά και: (Γθ), Εις το άγιον Βάπτισμα (Μ', 43). ΒΕΠ 60, 108: στη Θεότητα «ου κατά την φύσιν το μείζον, την αιτίαν δε. Ουδέν γαρ των ομοουσίων τη ουσία μείζον ή έλαττον» (δηλαδή: στη θεότητα «το μεγαλύτερο δεν είναι κατά τη φύση, αλλά κατά την αιτία. Επειδή κανένα από τα ομοούσια δεν είναι στην ουσία μεγαλύτερο ή μικρότερο»).
25. (ΓΠ), Α΄ , 305. Παράβαλλε και: (MB), Κατά Ευνομίου Α΄ , 8. ΒΕΠ 52, 168-169.
26. (ΓΠ), Α΄, 303.
27. (ΓΝ). Κατά Ευνομίου II, 275. Ι, 307.
28. (ΜΑ, αμφιβ ), Κηρυκτικόν… 3. ΒΕΠ 36, 206: «ουσία διερμηνεύεται, ως ούσά τις συστατική ύπαρξη, των εκ πλειόνων επί μίαν μονάδα εχόντων το άθροισμα» (δηλαδή: «ουσία ερμηνεύεται ως αυτή που είναι συστατική ύπαρξη, αυτών των περισσοτέρων, που έχουν το άθροισμά τους σε μία μονάδα»), ή: «ως ούσα περίληψις και περιοχή των πλειόνων, επί εν εχόντων το εαυτών άθροισμα» (δηλαδή: «ως αυτή που είναι περίληψη και περιοχή των περισσοτέρων, που έχουν το άθροισμά τους στο ένα»).
31. (ΓΠ), Β', 115. Παράβαλλε και: 116(23-27)
32. (ΓΠ), Β', 162. Παράβαλλε και: Β', 131(3-5).
33. (ΓΠ), Β', 166.
34. (ΜΑ), Περί ενανθρωπίσεως του Λόγου 31. ΒΕΠ 30, 99(33).
35. (ΓΠ), Γ', 121.
36. (ΙΔ), Έκδοσις… Ill, 15· Κ 144. Παράβαλλε και: (ΓΝ), Κατά Ευνομίου Ι 211· Ι,88(15): Η ενέργεια δεν είναι «φύσις», «αλλά φύσεως κίνησις». Ομοίως και: (ΙΔ), μν. έργ., II, 23. Κ 93 (12-13). (ΜΑ, αμφιβ.), Περί Όρων IV. ΒΕΠ 36, 25(37-38).
Σημείωση ΟΟΔΕ: * Δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο υπάρχει.
Πηγή: ΟΟΔΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου