Κυριακή 13 Μαρτίου 2022

Η οντολογία του προσώπου στη νεότερη θεολογική σκέψη: Ν. Νησιώτης, Χρ. Γιανναράς, Ι. Ζηζιούλας. Μια κριτική αποτίμηση (16)

 Συνέχεια από: Παρασκευή 11 Μαρτίου 2022

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ 

ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Συστηματικής – Δογματικής Θεολογίας 

Διπλωματική εργασία Η οντολογία του προσώπου στη νεότερη θεολογική σκέψη: Ν. Νησιώτης, Χρ. Γιανναράς, Ι. Ζηζιούλας. Μια κριτική αποτίμηση.

Καθηγητής: Χρ. Σταμούλης 

Φοιτητής : Περικλής Αγγελόπουλος - Θεσσαλονίκη 2020

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

4. Ο άνθρωπος
Η ανθρωπολογία της Εκκλησίας εδράζεται στην πραγματικότητα του θείου και του ανθρώπινου προσώπου και της μεταξύ τους σχέσης όπως περιγράφεται στην Αγία Γραφή. Ο άνθρωπος πλασμένος κατ΄εικόνα και καθ΄ομοίωση του Θεού εικονίζει την παρουσία του Θεού στον κόσμο ενώ ταυτόχρονα εκπληρώνει τη δυνατότητα της οντολογικής ένωσης μαζί του269. Ο άνθρωπος είναι ο συνεργός του Θεού στον κόσμο φτιαγμένος να οδηγεί τη πλάση προς τον σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε και που δεν είναι άλλος από την ενότητα με τον Θεό που είναι και ο τελικός σκοπός της δημιουργίας270.

Ο Θεός, είναι πρόσωπο και ο άνθρωπος υπάρχει με τον τρόπο του Θεού ως πρόσωπο. Δημιουργημένος, σύμφωνα με την εικόνα και προς ομοίωση με το Θεό φέρει εντός του το πνεύμα του Θεού που εμπλουτίζει την ανθρώπινη φύση με την αυτοσυνείδηση και επιτρέπει την ελεύθερη κίνηση του ανθρώπου για την επίτευξη του «καθ΄ομοίωση» ως γεγονός ελευθερίας από τη φύση ή ουσία271. Ο άνθρωπος συντίθεται από ύλη και ψυχή. Το σώμα φτιάχνεται από τον πηλό και η ψυχή είναι φορέας της ζωής που φανερώνεται στο ανθρώπινο σώμα. Η ψυχή δεν αποτελεί απλώς κάποια άυλη οντότητα πνευματικής φύσης που ενυπάρχει στον άνθρωπο, αλλά αναφέρεται σε ολόκληρη την ανθρώπινη ύπαρξη, στην συγκρότηση της υποκειμενικότητας, στη διαμόρφωση της εσωτερικής και εξωτερικής ζωής. Το λογικό, το αυτεξούσιο και το αρχικό αποτελούν ιδιότητες της ψυχής που ενυπάρχουν πρωταρχικά στο Θεό και ο Θεός μεταδίδει στον άνθρωπο.

Ωστόσο, η ύπαρξη του ανθρώπου δεν εξαντλείται στις ιδιότητες αυτές, διότι τότε η απουσία τους θα συνιστούσε απώλεια της ανθρώπινης υπόστασης272. Ο άνθρωπος φτιαγμένος σύμφωνα με την εικόνα του Θεού αποτελεί μια ενότητα ψυχής και σώματος που φανερώνεται στον τρόπο, με τον οποίο είναι στη ζωή και που εκφράζεται με το καθολικότερο γεγονός της ύπαρξης του ανθρώπου σε σχέση και αναφορά με το Δημιουργό του. Θα λέγαμε ότι η ψυχή και το σώμα αποτελούν τρόπους φανέρωσης της βαθύτερης πραγματικότητας του ανθρώπου, ενέργειες που αποκαλύπτουν αυτό που άνθρωπος είναι στον πυρήνα της ύπαρξης του273.

Ο Χρ. Γιανναράς σημειώνοντας την προτεραιότητα του προσώπου έναντι της ουσίας υποστηρίζει ότι ο πυρήνας της ύπαρξης προσδιορίζει τις ενέργειες και τους τρόπους της φανέρωσης του και δεν ορίζεται από αυτούς. Η ύπαρξη αποτελεί γεγονός προγενέστερο των προσδιορισμών και φανερώνεται στην μοναδικότητα του προσώπου, σε αυτό που είναι το ίδιο για τον εαυτό του, στον πυρήνα της ύπαρξης που συγκροτεί την ταυτότητα και την υποκειμενικότητα και εκφέρεται με την ενέργεια της αντίληψης των υπαρκτών αλλά και της δήλωσης της παρουσίας του όντος274.

Έτσι, η ψυχή δεν είναι το πνευματικό μέρος του ανθρώπου σε αντιδιαστολή με την υλική του υπόσταση, αλλά ο τρόπος που η ζωή φανερώνεται σε ολόκληρο τον άνθρωπο275. Ο τρόπος της φανέρωσης της ζωής είναι ο τρόπος του προσώπου. Ο Θεός υπάρχει ως πρόσωπο, ελεύθερος από κάθε αναγκαιότητα, ως κοινωνία προσώπων που υπάρχουν με τον τρόπο της αγάπης.

Ο άνθρωπος αντίστοιχα, με τον τρόπο της αγάπης, υπερβαίνει τους περιορισμούς της κτιστής του φύσης και υπάρχει σε κοινωνία με το Θεό και τους ανθρώπους ως πρόσωπο, ελεύθερος από κάθε αναγκαιότητα. Ο τρόπος της αγάπης του δίνει τη δυνατότητα να υπερβαίνει τη φθαρτότητα και την περατότητα γεγονός που τον εισάγει στην αιωνιότητα και την αφθαρσία. Η υπέρβαση του θανάτου δεν αναφέρεται σε μια απλή επιβίωση της ψυχής μετά τον θάνατο αλλά στην πρόσωπο με πρόσωπο σχέση με το Θεό που ξεκινά από την παρούσα ζωή και συνεχίζεται στην επόμενη. Το είναι του ανθρώπου συντελείται στη σχέση αυτή με το Θεό ο οποίος καλεί τα όντα από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. (Ρωμ. δ΄. 17). Η αυτοσυνειδησία, η ελευθερία, η προσωπική ταυτότητα, συγκροτούνται σε σχέση και αναφορά με τη κλήση που απευθύνει ο Θεός στον άνθρωπο και που συνιστά την απάντηση στο ερώτημα «τι είναι;» ο άνθρωπος276. 

Ο άνθρωπος λοιπόν, συνίσταται από την απάντηση του στη κλήση του Θεού. Η οποιαδήποτε επιστημονική προσέγγιση που ερμηνεύει το «πώς;» της δημιουργίας με βιολογικούς όρους δεν προσβάλλει την οντολογική προσέγγιση της ζωής που απαντά στο ερώτημα για την ύστατη θεμελίωση της ύπαρξης277.

Το στόχο αυτό της ένωσης με το Θεό υπηρετεί και η διάκριση των φύλων. Η δημιουργία του ανθρώπου σε άντρα και γυναίκα εικονίζει τον τρόπο ύπαρξης της Αγίας Τριάδας, ως κοινωνία διαφορετικών προσώπων, ελεύθερων υποστάσεων που συνυπάρχουν με τον τρόπο της αγάπης. Ο Έρως, η επιθυμία γνώσης και κοινωνίας με τα άλλα πρόσωπα αναφέρεται πρωταρχικά στη σχέση του Θεού με τον άνθρωπο, αλλά αποτελεί και την συνθήκη της ύπαρξης του ανθρώπου.

Στην πατερική παράδοση ο τρόπος ύπαρξης του Θεού χαρακτηρίζεται ως το «όλον του έρωτος» και η κλήση του Θεού στον άνθρωπο είναι κλήση ερωτική, επιθυμητική που παρομοιάζεται με τον με την εμπειρία της ερωτικής σχέσης του άντρα με τη γυναίκα278. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων αναδεικνύουν τον Έρωτα ως την οντολογική εκείνη συνθήκη εντός της οποίας η ύπαρξη του ανθρώπου υποστασιάζεται. Ο άνθρωπος αποτελεί τον καρπό του έρωτα δύο άλλων ανθρώπων και διασφαλίζει την βιολογική και ψυχική του επιβίωση και συνέχεια, μέσα από την αγαπητική σχέση φροντίδας που αναπτύσσει με τη μητέρα και τον κόσμο των ανθρώπων.

Ωστόσο, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο καθηγητής επισημαίνει ότι η διάκριση των φύλων δεν αποσκοπεί στη διαιώνιση του είδους, ούτε υπόκειται σε κάποια φυσική αναγκαιότητα πολλαπλασιασμού. Αποτελεί τον εικονισμό του Θεού στη φύση, και υποδεικνύει τον τρόπο της υπάρξεως, της κένωσης και της αλληλεπιχώρησης, που δείχνει προς τη θέωση του ανθρώπου, τη φορά προς την απειρότητα και τον εκ-στατικό τρόπο ύπαρξης. Η άρνηση του φυσικού θελήματος και η υπέρβαση της ατομοκεντρικής θωράκισης ανοίγει το δρόμο για τη σχέση με το Θεό και τους ανθρώπους. Αμαρτία είναι η αποτυχία της βίωσης του έρωτα με τον τρόπο της ενότητας και η αυτονομημένη ηδονιστική απαίτηση για την τέρψη των ατομικών αισθήσεων279.

Στο πλαίσιο αυτό ο καθηγητής αναφερόμενος στον ομοφυλόφιλο έρωτα θα τονίσει ότι πρόκειται για διαστροφή της ερωτικής λειτουργίας, που υπερβαίνει τη φυσική τάξη και τον χαρακτηρίζει ως αναπηρία καθώς διαχωρίζεται από την ζωοποιό λειτουργία της τεκνοποίησης280. Βέβαια, ο ίδιος, στο σημείο αυτό φαίνεται να διαφοροποιείται από τη θέση του, που θέλει την αγαπητική δύναμη ελεύθερη από τη φυσική αναγκαιότητα της φυσικής διαιώνισης και να υπαγάγει την ερωτική ορμή σε μια τελεολογική προοπτική281. 

Εντούτοις, κατά την άποψη μας, η προοπτική αυτή του αδιαπέραστου από τον έρωτα στοιχείου αφορά κάθε σχέση που η φύση ζητάει να υποτάξει στις απαιτήσεις της και όχι μόνο τις ομόφυλες σχέσεις. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η σχέση με τον Άλλο αποτελεί τη δυνατότητα πραγμάτωσης της ζωής με τον τρόπο της αγάπης ανεξάρτητα από το αντικείμενο της απεύθυνσης. Η φύση ωστόσο σύμφωνα με τον καθηγητή, αδυνατεί να υπάρξει με τον τρόπο του έρωτα, ως ζωοποιός δύναμη, ως αυτοπροσφορά και παραίτηση από την ιδιοτέλεια και την επιθυμία κατοχής του Άλλου282. Η σχέση με τον Θεό που είναι ο κατεξοχήν Άλλος αποκαθιστά τον χαμένο παράδεισο, καθώς γίνεται τροφός και χορηγός της ζωής που ο άνθρωπος στερήθηκε με την πτώση και την αυτονόμηση του θελήματος του.

Η πτώση σηματοδοτεί την απώλεια της οργανικής ενότητας με τον Θεό και τον κόσμο, ως γεγονός άμεσης σχέσης και ζωής που πραγματοποιείται εν σχέσει και αναφορά. Η συνειδητοποίηση της απόστασης από την πηγή της ζωής και η προσπάθεια της αποκατάστασης της επικοινωνίας και η πραγματοποίηση της ζωής στην προοπτική της θέωσης νοηματοδοτεί την προσωπική ιστορία του καθενός αλλά και την ιστορία και τον προορισμό της Εκκλησίας283.

Συνέπεια της πτώσης, η απομάκρυνση από τον Θεό, η αλλοτρίωση της σχέσης, η γυμνότητα ως έκθεση και η ντροπή από την αίσθηση του λάθους, ως αίσθημα προστασίας από το βλέμμα του Θεού που πλέον έχει γίνει ένας ξένος. Η ενοχή, ο φόβος και η μετάθεση της ευθύνης για την παράβαση της εντολής του Θεού έρχονται ως αποτέλεσμα της αποξένωσης από τον Θεό.

Ωστόσο, ο Χρ. Γιανναράς εξηγεί ότι δεν είναι ο φόβος που οδηγεί τους πρωτόπλαστους στην άρνηση της ευθύνης, αλλά η αγωνία μπροστά στον θάνατο. Ο καθηγητής αντικρούει σθεναρά την ιδέα της παράβασης ενός νόμου και της δικαιοσύνης του Θεού που προτάσσουν οι ηθικολόγοι αλλά και η προτεσταντική θεολογία. Ο Θεός δεν είναι ένα είδος παγκόσμιου χωροφύλακα και κριτή που απαιτεί την τιμωρία όσων παραβαίνουν τον νόμο της δικαιοσύνης του, αλλά αγάπη. Ανατρέχοντας στους ασκητικούς λόγους του οσίου Ισαάκ του Σύρου, επιμένει ότι ο Θεός είναι αγάπη. Όπως και ο όσιος γράφει: « φοβού τον Θεόν από αγάπη και όχι από το σκληρόν όνομα της δικαιοσύνης». Ο Θεός είναι αγάπη που έναντι της ανταποδόσεως και της εκδίκησης χαρίζει ανάσταση και ενδύει με τη δόξα της τέλειας αφθαρσίας284. Αυτή ακριβώς είναι και η νέα υπαρκτική δυνατότητα που ο Θεός δίνει στον άνθρωπο με την ενανθρώπιση του Ιησού Χριστού. Η υπέρβαση της ενοχής και του θανάτου που εισέρχονται ως αποτέλεσμα της απώλειας της σχέσης με το Θεό επιτυγχάνεται με την ανάληψη από τον Χριστό των συνεπειών της πτώσης και της μεταμόρφωσης τους, σε σχέση με τον Πατέρα. Ο Χριστός δίνει εκ νέου την ευκαιρία στον άνθρωπο να υπάρξει ως πρόσωπο με τον τρόπο της αγάπης, κατά το υπόδειγμα του δεύτερου Αδάμ. Το δώρο της αιώνιας ζωής χαρίζεται από τον Θεό στον άνθρωπο με την ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού.

Συνοψίζοντας λοιπόν την ανθρωπολογία του Χρ. Γιανναρά θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος κατ΄εικόνα και ομοίωση του Θεού. Σύνθεση ψυχής και ύλης αποτελεί μια αξεδιάλυτη ενότητα πλασμένη σύμφωνα με τις ιδιότητες του Θεού. Η αυτοσυνειδησία, η ελευθερία, το αρχικό αποτελούν ιδιότητες του Θεού που εικονίζονται στον άνθρωπο που χάρη στην ελεύθερη βούληση του πραγματώνει το καθ΄ομοίωση σύμφωνα με το οποίο έχει εισέλθει στην ύπαρξη. Σκοπός της ζωής του ανθρώπου είναι η ύπαρξη με τον τρόπο της αγάπης και η επίτευξη της ομοίωσης με τον Θεό. Η διάκριση των φύλων και ο έρωτας αναφέρονται ακριβώς στην σχέση αυτή του Θεού με τον άνθρωπο. Ο Θεός από αγάπη έπλασε τον άνθρωπο και από αγάπη τον σώζει δια της ενανθρωπίσεως του Χριστού από την φθορά, το θάνατο και την αμαρτία. Στη συνέχεια της μελέτης μας θα εξετάσουμε την Χριστολογία του Χρ. Γιανναρά.
 
O ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΕ ΓΙΑ ΝΑ ΒΕΒΑΙΩΣΕΙ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ. ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΑΡΑ Ν' ΑΚΟΥΤΕ ΚΑΙ ΣΩΘΗΚΑΤΕ ΜΑΥΡΟΙ ΜΟΥ.

Σημειώσεις

269. Γεν.,1,. 26.
270. Κολ. 1,. 15-20.
271. Γεν. 2. 7.
272. «ονομάζουμε υπόσταση τον αφετηριακό πυρήνα συγκρότησης του υποκειμένου σε υπαρκτικό γεγονός». Η υπόσταση θεωρείται ως αυτό το οποίο κείται αμετάβλητο, ανεξάρτητο από περιστασιακούς καθορισμούς και αποτελεί τον πυρήνα της ύπαρξης και το φορέα του νοήματος και της αίσθησης. Χρ. Γιανναράς, Προτάσεις κριτικής οντολογίας. Δόμος, Αθήνα, 1985, σ.19-20.
273. Χρ. Γιανναράς, Αλφαβητάρι της Πίστης. Δόμος, Αθήνα, 1994, σ. 102.
274. Χρ. Γιανναράς, Προτάσεις κριτικής οντολογίας. Δόμος, Αθήνα, 1985, σ.17-20.
275. Χρ. Γιανναράς, Αλφαβητάρι της Πίστης. Δόμος, Αθήνα, 1994, σ. 100.
276. Χρ. Γιανναράς, Αλφαβητάρι της Πίστης. Δόμος, Αθήνα, 1994, σ. 102.
277. Χρ. Γιανναράς, Αλφαβητάρι της Πίστης. Δόμος, Αθήνα, 1994, σ. 102.
278. Χρ. Γιανναράς, Αλφαβητάρι της Πίστης. Δόμος, Αθήνα, 1994, σ. 110.
279. Χρ. Γιανναράς, Αλφαβητάρι της Πίστης. Δόμος, Αθήνα, 1994, σ. 112
280. Χρ. Γιανναράς, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων. Δόμος, Αθήνα, σ.
Ωστόσο, στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο καθηγητής φαίνεται στην προσέγγιση του να χρησιμοποιεί τον όρο «φύση» με τη σημασία της κανονικότητας, της ομαλότητας και του στατιστικά επικρατέστερου και όχι με τη σημασία της ουσίας ή φύσης που σημαίνει τους προσδιορισμούς του όντος. Να σημειώσουμε όμως, ότι όπως και ο Νίτσε έδειξε απευθυνόμενος στους Στωικούς φιλοσόφους, η «φύση» δεν φαίνεται να διέπεται από κανονικότητα, και ηθικούς περιορισμούς αλλά μάλλον από ποικιλομορφία και αδιαφορία για την τάξη του κόσμου. Φρ. Νίτσε, Πέραν του καλού και του κακού. (Μ. Ζωγράφου, Κ. Μεραναίου, Μτφρ.), Μαρή, Αθήνα, 1953, σ.15-16. Ακόμα να σημειώσουμε ότι ο όρος διαστροφή χρησιμοποιήθηκε από τον Σ. Φρόυντ, όχι για να δηλώσει κάποια ηθική ή βιολογική αστοχία αλλά την στροφή της ερωτικής ενόρμησης προς κάποιο άλλο ερωτικό αντικείμενο, καθώς η ερωτική ορμή δεν εξαντλείται στην βιολογική της έκφανση, αλλά αποτελεί ψυχικό χαρακτηριστικό δίχως προκαθορισμένο σκοπό ή αντικείμενο. «η διαστροφή δεν είναι εκτροπή, παρέκκλιση της σεξουαλικότητας, αλλά στην ίδια της την ουσία η ανθρώπινη σεξουαλικότητα είναι διαστροφική». Βλ. Σ. Φρόυντ, Τρείς μελέτες για τη σεξουαλική θεωρία. (Β. Πατσογιάννης, Μτφρ. Τ. Χατζηγιάννη-Στεφανάτου, εις. S. Ferrenzi, επιμ.) Πλέθρον, Αθήνα, 2014, σ. 43. Τέλος, ο Ζ. Λακάν, θα τονίσει ότι το υποκείμενο συγκροτείται σε μια ακολουθία νοημάτων και ταυτίσεων που ξεκινούν από τη μητέρα και συνεχίζονται επ΄άπειρον με τις συναντήσεις με τα υποκείμενα που λαμβάνουν τη θέση της. Οι ταυτίσεις που πραγματοποιεί το υποκείμενο είναι δυνατό να είναι ετεροφυλικές ή ομοφυλόφιλες και ο κάθε άνθρωπος θέτει το ερώτημα για το φύλο που εκπροσωπεί στο βλέμμα του της μητέρας και του Άλλου. Ζ. Λακάν, Το Σεμινάριο. Οι τέσσερεις θεμελιακές έννοιες της ψυχανάλυσης. Βιβλίο XI. ( Α. Σκαρπαλέζου, μτφρ., Γ. Χειμωνάς επιμ.), Κέδρος, Αθήνα, 1982, σ.306.
281. Χρ. Γιανναράς, Αλφαβητάρι της Πίστης. Δόμος, Αθήνα, 1994, σ. 107.
282. Χρ. Γιανναράς, Σχόλιο στο Ασμα Ασμάτων. Δόμος, Αθήνα.
283. Χρ. Γιανναράς, Αλφαβητάρι της Πίστης. Δόμος, Αθήνα, 1994, σ. 116.
284. Ισαάκ Σύρου, Ασκητικά. Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη, 1995, σ. 307 και Χρ. Γιανναράς, Αλφαβητάρι της Πίστης. Δόμος, Αθήνα, 1994, σ. 127.

Δεν υπάρχουν σχόλια: