Σάββατο 5 Μαρτίου 2022

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (76)

Συνέχεια από Τρίτη, 1η Μαρτίου  2022

                                           HANS URS VON BALTHASAR

                                         ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  (THEOLOGIK)

                                                 Τρίτος Τόμος

             ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ  (DER GEIST DER WAHRHEIT)

        (Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2)    Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )

                                      Johannes Verlag, 1987

                                    4.  ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ

                               V. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ

                           5.  ΠΝΕΥΜΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ

                                            γ)  (Τα) Μυστήρια

Ιερωσύνη, ΧειροτονίαΔεν πρέπει ωστόσο να παραβλέψουμε εδώ, ότι ο καθαγιασμός ή χειροτονία γι’ αυτήν τη διπλή χριστολογική αποστολή συντελείται με τη μορφή ενός «χαρίσματος του Αγίου Πνεύματος»  (χαρίζεται δηλ. το Άγιο Πνεύμα!), ότι πρόκειται δηλ. για ένα χάρισμα (Charisma), ιδιαιτέρου οπωσδήποτε είδους, το οποίο «εξουσιοδοτεί τον χειροτονούμενο να επιτελή το αξίωμά του, καθιστώντας τον “όργανο” του Κυρίου» (G. Greshake, Priestersein – Ιερωσύνη, 1982). Κι αυτό με τον διπλό πάλι τρόπο, ότι προσεύχεται in persona ecclesiae («στο πρόσωπο» ή «εκπροσωπώντας» την Εκκλησία) στη Θεία Λειτουργία, καθαγιάζοντας όμως (τα Δώρα; τους πιστούς;) in persona Christi(«εκπροσωπώντας» τον Χριστό!)   (( Σημ.τ.μετ.: Όλη δηλ. η «παράνοια» που κυριάρχησε και στους δικούς μας, «ορθόδοξους» ναούς, για να απομείνουν τελικά μόνοι οι ιερείς με τους ψάλτες και τους επιτρόπους… )) . O G. Greshake αναγνωρίζει μάλιστα εδώ (διαφορετικά απ’ ό,τι ο J. Ratzinger) την τριαδική ολοκλήρωση του ιερατικού αξιώματος: η επενέργεια του Χριστού δεν διαχωρίζεται από εκείνη τού Πνεύματος: το «αξίωμα» βρίσκεται στο σημείο τομής τής auctoritasαυθεντίας ή εξουσίας (του Χριστού) και της communio κοινωνίας (του Αγίου Πνεύματος). «Η Εκκλησία είναι χριστολογικά η Νύμφη τού Χριστού, συναρμοσμένη μέσω αυτού στην congregatio fidelium” – εκκλησία τών πιστών”, την οποία πρέπει να «αφήση» να προσανατολισθή στη δική Του μορφή, αποτυπώνοντάς την – έξωθεν ούτως ειπείν – στον εαυτό της. Ενώ πνευματολογικά, στην προοπτική τής ενοποιού δηλ. πράξεως του Αγίου Πνεύματος, η Εκκλησία είναι “Σώμα Χριστού”». «Στον λαό τού Θεού αποτυπώνεται έτσι η “αντικειμενική μορφή” τού Χριστού και η “εσωτερική ζωή” τού Πνεύματος, η “εξωτερική, οργανική φανέρωση” και η “πνευματική δύναμη” (ό.π.). Βλέπουμε δε πολύ σωστά, ότι αυτές οι δυό «(απ)όψεις» «απαιτούν» η μια την άλλη: «Η εξωτερική, αντικειμενική “χριστολογική” μορφή γνωστοποιεί και φέρει την παρουσία τού Πνεύματος, και το Πνεύμα ωθεί στο να εγχαραχθή σε κάθε τι το ζωντανό η μορφή τού Χριστού. Η μορφή θέλει να αποκτήση ζωή, και η ζωή θέλει να βρη τη μορφή (της)» (ό.π.) – «Απ’ όπου και να ξεκινήση κανείς, πρόκειται για μια “διαδικασία” αμφίπλευρης “μεσολάβησης”» (ό.π.)    (( Σημ.τ.μετ.: Αν το πάρουμε κυριολεκτικά (όπως άλλωστε το εννοεί και ο συγγραφέας), η «μορφή», που είναι ο Χριστός, ζητά να ζωντανέψη, να λάβη την ζωή, που είναι το Πνεύμα! Και το Πνεύμα, που είναι η «ζωή», ζητά να βρη (επιτέλους!) μια μορφή, που είναι ο Χριστός! – Το «πράγμα» αγγίζει μια «τελειότητα»… )) .

     Μπορούμε παρ’ όλ’ αυτά να αναρωτηθούμε, αν η «μεσολάβηση» μπορεί να επιτευχθή με όλα αυτά, ή αν χρειάζεται και τη διάκριση (και όχι διαχωρισμό!) των δυό όψεων του Αγίου Πνεύματος που προαναφέραμε, για να ολοκληρωθή. Γιατί το παρεχόμενο αξίωμα δεν είναι, απ’ τη μια, μόνο «χριστολογικό», αλλά και αντικειμενικό (όπως το εκφράζει το τυπικό τής χειροτονίας)  Άγιο Πνεύμα· ένα «χάρισμα»  (“Charisma”) ασφαλώς, ένα ιδιαίτερο όμως «χάρισμα»: που δίνει οριστικά τη δυνατότητα καθοδήγησης της Εκκλησίας. Ενώ και η communio”–«κοινωνία» δεν αποτελεί απλώς έργο τού Πνεύματος, αλλά έργο επίσης, όπως το δείξαμε διεξοδικά, του πνευματικά «παραδιδόμενου» («αυτοπαραιτούμενου» ή «κενούμενου») Χριστού. Μόνον «εμμένοντας» στην έννοια ενός αντικειμενικού Αγίου Πνεύματος μπορούμε να κατανοήσουμε αυτό που έχει ονομάσει «ανεξάλειπτο χαρακτήρα» τής χειροτονίας η παλαιά θεολογία, διακρινόμενον απ’ την προσωπικήν αγιότητα του χειροτονουμένου: «παραμένει» δηλ. «μια αναφαίρετη διαφορά ανάμεσα στην αντικειμενική αποστολή τού αξιώματος (της ιεροσύνης) και την υποκειμενική της πραγματοποίηση» (W. Kasper, Die Funktion des Priesters in der Kirche – Η «λειτουργία» τού ιερέα στην Εκκλησία)   ((Σημ.τ.μετ.: Στα καθ’ ημάς λέει απλώς ο λαός: «Δεν κάνει το ράσο τον παπά». Και με βαθειά επίγνωση, ως μοναχός ο άγιος Παίσιος: «Άλλο ιερέας, κι άλλο παπάς»… )) .

     Μπορούμε λοιπόν να μιλήσουμε, εν όψει αυτής τής διαφοράς, για την ανυπόθετη κατ’ αρχάς απαίτηση μιας υποκειμενικής επίσης αγιότητας λόγω τής αντικειμενικής αγιότητας που υφίσταται σ’ αυτό το αξίωμα. Αν αυτή η «αντικειμενική» αγιότητα σημαίνει έναν απόλυτο και οριστικό προ(σδι)ορισμό και δυνατότητα διακονίας στην ποίμνη τού Χριστού κατά το παράδειγμα του καλού Ποιμένος, τότε η απαίτηση να πραγματοποιηθή αυτός ο προ(σδι)ορισμός και η δυνατότητα υφίσταται άμεσα και αναλυτικά (ακριβώς) σ’ αυτό. Χωρίς να μπορή και να χρειάζεται να συνυπάρχη ωστόσο (καθ’ οιονδήποτε τρόπο) εδώ η δονατιστική πλάνη. Ξεκινώντας απ’ αυτό, κατανοούμε και το «θεολογούμενο», που προέρχεται μεν απ’ τον Αρεοπαγίτη αλλά υποστηρίζεται κυρίως απ’ τον Θωμά (Ακινάτη), ότι ο επίσκοπος βρίσκεται, λόγω τής πληρότητος του αξιώματός του, στην «κατάσταση της τελειότητας»   (( Σημ.τ.μετ.: Είναι ο «ανώτατος βαθμός τού διακόνου» κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο… )) , ενώ ο μοναχός, που δεν διαθέτει το αξίωμα, μπορεί μόνο να τείνη προς αυτήν την τελειότητα. Και τελειότητα είναι, κατά τον Θωμά, η αγάπη· όμως το αξίωμα «απαλλοτριώνει» πλήρως τον επίσκοπο στην αγαπητική διακονία τού ποιμνίου του έτσι, ώστε να πρέπη να πραγματοποιή ως καθήκον («υπάκουα και ευσυνείδητα») υποκειμενικά αυτήν την αντικειμενική «απαλλοτρίωση»   (( Σημ.τ.μετ.: Αυτό είναι το «δέον», και έχει σαφή προέλευση τον Καντ, οδηγώντας σε απίστευτη εσωτερική κατ’ αρχάς, και εξωτερική κατόπιν, προς τους άλλους, καταπίεση… )) . Το ότι οι «ευαγγελικές εντολές» είναι αυτές που προσφέρονται κυρίως γι’ αυτήν την πραγματοποίηση είναι (απολύτως) κατανοητό, η δε σύγκλιση των δυό μορφών ζωής (αντικειμενικής και υποκειμενικής) αποτελεί και το βασικό ενδιαφέρον τού H. Bouessé (Humbert Bouessé, Le Sacerdoce chrétien – Το χριστιανικό ιερατείο). Είναι κρίσιμο εδώ, το να ακολουθηθή το σωστό μέτρο ανάμεσα στην τερτυλλιανικο-δονατιστική εξίσωση αντικειμενικής και υποκειμενικής αγιότητας και τον «αδιάφορο» διαχωρισμό τους, το οποίο και θα οδηγούσε σε μια καθαρά λειτουργική ή διοικητική ιερωσύνη. Κανένας χειροτονημένος δεν μπορεί να αποφύγη την «επιμονή» με την οποία το αντικειμενικό αξίωμα απαιτεί την υποκειμενική αγιότητα, είτε λόγω τής διαδοχής τού Καλού Ποιμένα και της τριπλής ερώτησής του ως προς τη μεγαλύτερη αγάπη τού Πέτρου, είτε λόγω τής «ειλικρινείας» του, η οποία και θα τον χαρακτήριζε, αν δεν εξασκούσε και ο ίδιος αυτό που κηρύττει στο όνομα του Χριστού και το απαιτεί η κοινότητά του, ως έναν Φαρισαίο, που «συγκεντρώνει μεγάλα βάρη και τα εναποθέτει στους ώμους τών ανθρώπων, χωρίς να κουνήση ούτε το δαχτυλάκι του για να τα αναλάβη ο ίδιος» (Ματθ.23, 4)   (( Ματθ. 23, 1 κ.ε.: «Τότε ο Ιησούς ελάλησε τοίς όχλοις καί τοίς μαθηταίς αυτού λέγων· επί τής Μωσέως καθέδρας εκάθισαν οι γραμματείς καί οι Φαρισαίοι. πάντα ούν όσα εάν είπωσιν υμίν τηρείν, τηρείτε καί ποιείτε, κατά δέ τά έργα αυτών μή ποιείτε· λέγουσι γάρ, καί ου ποιούσι. δεσμεύουσι γάρ φορτία βαρέα καί δυσβάστακτα καί επιτιθέασιν επί τούς ώμους τών ανθρώπων, τώ δέ δακτύλω αυτών ου θέλουσι κινήσαι αυτά. πάντα δέ τά έργα αυτών ποιούσι πρός τό θεαθήναι τοίς ανθρώποις…» )) . ‘Ολες οι περί ιερωσύνης διδασκαλίες – από τον Χρυσόστομο μέχρι τούς Olier Moehler, Scheeben, Newman και αναρίθμητους άλλους – ταυτίζονται εδώ. Πρόκειται ασφαλώς για κάτι πολύ περισσότερο από ένα ηθικό και μόνο χρέος απέναντι στον Θεό και τους ανθρώπους, πρόκειται για την «αμείλικτη», όπως δείξαμε, λογική μιας αδιαχώριστης στον Θεό ενότητας μεταξύ  αντικειμενικής και υποκειμενικής «όψης» τού Αγίου Πνεύματος. Και δεν χρειάζεται να παραβλέψουμε, ότι για τον ιερέα εμφανίζεται το ίδιο «αδιαχώριστο» και στο πρόσωπο του Χριστού, του οποίου η αντικειμενική «υψηλή ιερωσύνη» εκδηλώνεται στην υποκειμενική του ακριβώς και «μέχρι τέλους» αγαπητική  (αυτο)παράδοση· φάνηκε όμως, ότι οι δυό «όψεις» τού Πνεύματος έπρεπε (κι αυτές) να «διαχωριστούν», προς χάριν τής λυτρωτικής Του υπακοής, στην ζωή και το πάθος τού Ιησού. Έτσι «παραπέμπεται» και ο χειροτονούμενος για την Εκκλησία – επίσκοπος, ιερέας ή διάκονος – μέσα απ’ την ίδια τη «Χριστολογία» στην «Πνευματολογία».

( συνεχίζεται )

 Ἡ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος - Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής

 Ἡ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος δέν ἐνεργεῖ σοφία στούς ἁγίους, χωρίς τό νοῦ πού δέχεται τήν σοφία· οὔτε γνώση, χωρίς τήν δύναμιν τοῦ λογικοῦ πού δέχεται τήν γνώση· οὔτε πίστη χωρίς τήν πληροφορία τοῦ νοῦ καί τοῦ λογικοῦ περί τῶν μελλόντων, πού ἦταν ὡς τότε ἄδηλα σέ ὅλους· οὔτε χαρίσματα ἰμάτων, χωρίς φυσική φιλανθρωπία· οὔτε κανένα ἄλλο ἀπό τά λοιπά χαρίσματα, χωρίς τήν δεκτική ἱκανότητα καί δύναμη τοῦ καθενός. Οὔτε πάλι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀποκτήσει ἀπό φυσική του δύναμιν ἕνα ἀπό τά χαρίσματα πού ἀριθμήσαμε, χωρίς τήν θεία δύναμη πού τά χορηγεῖ. Τό φανερώνουν αὐτό ὅλοι οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ὕστερα ἀπό τίς ἀποκαλύψεις τῶν θείων ζητοῦν τούς λόγους ὅσων τούς ἀποκαλύφθηκαν. 


Τού Αγίου Μαξίμου
Ευεργετινού Δ, σελ 586
(Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον… περί διαφόρων απόρων της Αγίας Γραφής -   Απ’ την εισαγωγή…) 

Διακόνου λόγον επέχει ο πρός τούς ιερούς αγώνας αλείφων τόν νούν, καί τούς εμπαθείς λογισμούς απελεύνων απ`αυτού. Πρεσβυτέρου δέ ο εις τήν γνώσιν τών όντων φωτίζων. Επισκόπου δέ,  ο τώ αγίω μύρω τελειών τής γνώσεως τής προσκυνητής καί Αγίας Τριάδος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: