Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ


Θέλουμε να επιστήσουμε ξανά την προσοχή όλων στο 2033 – όπου θα εμφανιστούν ξαφνικά οι παγωμένοι τόκοι ύψους περί τα 25 δις του δανείου του EFSF των 96 δις, συν τα χρεολύσια αυτού του υπέρογκου ποσού. Μπορεί δηλαδή σήμερα να χρωστάμε 406,5 δις, αλλά εξυπηρετούμε μόνο 310 δις – ενώ από το 2033 και μετά θα πρέπει να εξυπηρετούμε 406,5 δις, συν 25 δις, συν τα όποια ελλείμματα έως τότε. Επομένως πάνω από 430 δις, όπου θα είναι αδύνατον να τα καταφέρουμε, εάν έως τότε δεν έχουμε λάβει τα μέτρα μας και δεν έχουμε αλλάξει το αποτυχημένο παραγωγικό μας μοντέλο – το οποίο συνεχίζει να στηρίζεται στη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού και στις κατασκευές.

Κοινοβουλευτική Εργασία

Όπως είπαμε στην επιτροπή, το σημερινό σχέδιο νόμου αφορά το πολυδιαφημισμένο πρόγραμμα της ΕΕ που υιοθετήθηκε ως απάντηση, για τα καταστροφικά και αχρείαστα lockdowns – τα οποία χρηματοδοτήθηκαν από την Ελλάδα με περίπου 51 δις € με δανεικά που δυστυχώς σπαταλήσαμε ακόμη μία φορά.

Η πραγματικότητα βέβαια για το ΤΑΑ είναι πολύ διαφορετική, από αυτήν που εμφανίζει η κυβέρνηση, αφού είναι διάχυτη η απογοήτευση στην αγορά, για τα λίγα χρήματα που έχουν τελικά δοθεί – ενώ το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος τους καταλήγει στις προνομιούχες μεγάλες επιχειρήσεις, όπως άλλωστε και τα χρήματα της πανδημίας.

Σημειώσαμε βέβαια, επειδή δεν κάνουμε τοξική αντιπολίτευση ότι, η απορρόφηση των κεφαλαίων του ΤΑΑ από την Ελλάδα ήταν στο 41%, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ ήταν 30% – εξαιτίας των γραφειοκρατικών προβλημάτων, για τα οποία παραπονούνται όλες οι χώρες.


Εν τούτοις, το πρόβλημα της Ελλάδας, της κυβέρνησης δηλαδή, δεν είναι τόσο η απορρόφηση – όπου στην Ελλάδα έχουν εισρεύσει 14,9 δις (7,6 δις επιχορηγήσεις και 7,3 δις δάνεια), από τα συνολικά 35,9 δις (18,2 δις για επιχορηγήσεις και 17,7 δις δάνεια).

Το πρόβλημα είναι οι εκταμιεύσεις από το υπουργείο προς την οικονομία – όπου στους φορείς εντός και εκτός της Γενικής κυβέρνησης, οι μεταβιβάσεις από τον προϋπολογισμό ανέρχονταν μόλις στα 5,3 δις, εκ των οποίων μόνο τα 2,4 δις είχαν καταβληθεί στις επιχειρήσεις, έως τα τέλη Σεπτεμβρίου του 2023.

Σε σχέση δε με το δανειακό μέρος, οι εκταμιεύσεις προς τις επιχειρήσεις ανέρχονταν μόλις στα 1,36 δις έως τα τέλη του φετινού Ιανουαρίου, όπως θα καταθέσομε στα πρακτικά – οπότε εύλογα αναρωτιόμαστε τι ακριβώς κάνει η κυβέρνηση, με τα χρήματα που έχει ήδη εισπράξει.

Πόσο μάλλον όταν έχουν υπογραφεί συμβάσεις ύψους 4,36 δις €, ενώ γνωρίζει πολύ καλά πως δεν πρέπει να χαθεί ούτε ένα ευρώ, ούτε μία ώρα – αφού πρόκειται κυριολεκτικά για την τελευταία ευκαιρία της χώρας μας.

Σε κάθε περίπτωση, η απορρόφηση είναι πολύ χαμηλή, κατά πολύ χαμηλότερες οι εκταμιεύσεις προς τις επιχειρήσεις, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων οδηγείται σε πράσινα κα ψηφιακά έργα, με αμφίβολη αναπτυξιακή διάσταση – όπως τεκμηριώνει η έως τώρα οικονομική πορεία.

Συνεχίζοντας με τα περιεχόμενα του νομοσχεδίου, επικυρώνεται η αύξηση του ποσού του Ταμείου Ανάκαμψης κατά συνολικά 9,7 δις – τα οποία αφορούν συνεισφορά στο Μέρος Α συνολικού ποσού 4,7 δις και δανειακή χορήγηση 5 δις στο Μέρος Β.

Κάθε μέρος, αποτελείται από δυο άρθρα που περιλαμβάνουν τη σύμβαση που αναλύεται σε Προοίμιο και σε 4 σύντομα υποάρθρα, με τα ποσά και με τους όρους τους – τα οποία περιγράψαμε στην επιτροπή και δεν θα τα επαναλάβουμε.

Στη σύμβαση περιλαμβάνεται επίσης το Παράρτημα Α – το «Αίτημα Καταβολής» που αποτελεί ένα είδος «υπεύθυνης δήλωσης», αφού με αυτό δηλώνει η κυβέρνηση ότι

«οι συνολικές σωρευτικές δαπάνες που εκταμιεύθηκαν έως εκείνη τη στιγμή για την εφαρμογή κάθε μεταρρύθμισης και επένδυσης του εθνικού σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, προσέδωσαν έναν θετικό κλιματικό δείκτη βάσει της μεθοδολογίας του Κανονισμού (ΕΕ) 2021/241, ως συμβάλλουσες στην επίτευξη των στόχων για την κλιματική αλλαγή».

Εδώ ρωτήσαμε εάν τα παραπάνω είναι κατά δήλωση, τι έχει επιτύχει η Ελλάδα, όσον αφορά τους στόχους κλιματικής αλλαγής και με τι κόστος – χωρίς να πάρουμε απάντηση, όπως άλλωστε και σε άλλα ερωτήματα μας.

Σε σχέση με το ΓΛΚ, δεν παρέχεται το κόστος δανεισμού – ενώ θα έπρεπε να γνωρίζουμε το επιτόκιο και τα λοιπά κόστη, όπως για προμήθειες, για αντιστάθμιση κινδύνου κλπ., καθώς επίσης το κόστος των στόχων και των προαπαιτουμένων.

Συμπερασματικά λοιπόν, τα ποσά του ΤΑΑ είναι λίγα σε σχέση με τις ανάγκες της οικονομίας μας, καθυστερούν από την ΕΕ και δεν προωθούνται έγκαιρα από την κυβέρνηση στις επιχειρήσεις, με κίνδυνο να χαθούν πολλά χρήματα – ενώ παρέχονται για στόχους αμφίβολης χρησιμότητας, όπως για ψηφιακά και πράσινα.

Επί πλέον, για κοινωνικές δαπάνες όπως της ενσωμάτωσης ευάλωτων και με προαπαιτούμενα που δεν έχουν καταγραφεί και ποσοτικοποιηθεί, καθώς επίσης με άγνωστο κόστος δανείων – οπότε λογικά αναφέραμε πως επιφυλασσόμαστε, ελπίζοντας να πάρουμε τις απαντήσεις σήμερα.

Κλείνοντας με την οικονομία, θέλουμε να επιστήσουμε ξανά την προσοχή όλων στο 2033 – όπου θα εμφανιστούν ξαφνικά οι παγωμένοι τόκοι ύψους περί τα 25 δις του δανείου του EFSF των 96 δις, συν τα χρεολύσια αυτού του υπέρογκου ποσού.

Μπορεί δηλαδή σήμερα να χρωστάμε 406,5 δις, αλλά εξυπηρετούμε μόνο 310 δις – ενώ από το 2033 και μετά θα πρέπει να εξυπηρετούμε 406,5 δις, συν 25 δις, συν τα όποια ελλείμματα έως τότε.

Επομένως πάνω από 430 δις, όπου θα είναι αδύνατον να τα καταφέρουμε, εάν έως τότε δεν έχουμε λάβει τα μέτρα μας και δεν έχουμε αλλάξει το αποτυχημένο παραγωγικό μας μοντέλο – το οποίο συνεχίζει να στηρίζεται στη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού και στις κατασκευές.

Σωστά πάντως δήλωσε ο κ. Στουρνάρας, ο οποίος μας επιβεβαίωσε προχθές ότι, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μας κόστισε περί τα 51 δις, συν τους αναβαλλόμενους φόρους των 20 δις διαψεύδοντας τον υπουργό οικονομικών, πως η βιωσιμότητα του χρέους μας είναι σίγουρη έως το 2030 – γνωρίζοντας προφανώς τους κινδύνους μετά.

Το να θριαμβολογούμε λοιπόν λέγοντας πως η Ελλάδα είχε πενταπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης το 2023 από το μέσο της ΕΕ, δηλαδή 2% σε σχέση με 0,4% είναι εντελώς ανόητο, για πάρα πολλούς λόγους – όπως είναι η απόκλιση του ΑΕΠ μας από την ΕΕ κατά 33,7% από το 2009 έως το 2022, όπως θα καταθέσουμε στα πρακτικά, το θηριώδες επενδυτικό μας κενό κοκ.

Αλήθεια, εάν η ΕΕ είχε ανάπτυξη 0,1%, όπου η διαφορά από το 0,1% στο 0,4% είναι ελάχιστη, θα θριαμβολογούσαμε πως αναπτυσσόμαστε 20 φορές περισσότερο; Δεν είναι ανόητο;

Πόσο μάλλον όταν ο ρυθμός ανάπτυξης μας από 2,7% το δεύτερο τρίμηνο του 2023 μειώθηκε στο 2,1% το τρίτο παρά το ότι πρόκειται για τη βασική μας τουριστική περίοδο και στο 1,2% στο τέταρτο;

Όταν το σημαντικότερο, ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, από τον οποίο εξαρτώνται η παραγωγικότητα, οι μισθοί κλπ., αυξήθηκε μόλις κατά 4% από προϋπολογιζόμενα 15,5%, παρά τα κεφάλαια του ΤΑΑ, ενώ συνεχίζει να είναι 8% χαμηλότερος από το μέσο της ΕΕ;

Όταν το εμπορικό μας έλλειμμα το πρώτο δίμηνο του 2024 αυξήθηκε κατά 18,4%, οι άμεσες ξένες επενδύσεις μειώθηκαν κατά 40% το 2023, ο πληθωρισμός μας ήταν 1% πάνω από το μέσο της Ευρωζώνης, εις βάρος της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας, έχουμε τεράστια δίδυμα ελλείμματα και χρέη κοκ;

Τέλος, είναι δυνατόν να θεωρείται οικονομική επιτυχία το ότι είμαστε η δεύτερη φτωχότερη χώρα της ΕΕ σε κατά κεφαλήν ΑΕΠ μετά τη Βουλγαρία, όπου όμως η Βουλγαρία είχε άνοδο 13 μονάδες από το 2019, ενώ εμείς περί τις 2,5 οπότε σύντομα θα μας ξεπεράσει; Αν μη τι άλλο, δεν είναι ντροπή μας;

Δεν υπάρχουν σχόλια: