Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

Όροι διαμόρφωσης της Γνωσιολογίας στον βυζαντινό Γεώργιο Παχυμέρη στην Παράφρασή του στην πραγματεία Περί Μυστικῆς Θεολογίας του Διονυσίου Αρεοπαγίτου.(5)

Μεταδιδακτορική έρευνα Ειρήνης Α. Αρτέμη, PhD & MA Θεολογίας Bacs. Θεολογίας & Κλασικής Φιλολογίας

Συνέχεια από  Παρασκευή, 30 Δεκεμβρίου 2016


ΕΙΣΑΓΩΓΗ:

2. Βίος και έργο του Γεωργίου Παχυμέρη (13ος -14ος αι.)

Ο Παχυμέρης έγινε έντονα κοινωνός και των διαφωνιών αλλά και της γενικότερης εμπόλεμης ατμόσφαιρας στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ Ενωτικών και Ανθενωτικών85. Ο ίδιος έλαβε μέρος στή συζήτηση γιά τήν ένωση των Εκκλησιών. Συμμετείχε ενεργά στη σύνθεση του σχετικού τόμου, ύστερα από την πρόταση που τού έγινε από τον πατριάρχη Ιωσήφ Α' Γαλησιώτη (1266-1275 και 1282-1283) το 1273, ενώ το 1277 υπέγραψε μία έκθεση των κληρικών αποδεχόμενος τις αποφάσεις της Β' συνόδου της Λυών το 1274 (86). Στη διαμάχη σχετικά με το σχέδιο της ενώσεως των Εκκλησιών η στάση του ήταν συμβιβαστική: αν και θεωρούσε δογματικά εσφαλμένο το Filioque87, ωστόσο απεδέχετο ότι και ο Υιός δεν ήταν αμέτοχος στην εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος88.

Ο Παχυμέρης, άλλωστε, ήταν ο πρώτος συγγραφέας στην εποχή του, ο οποίος συμπεριέλαβε στις ιστορικές συγγραφές του μία εκτενή καί λεπτομερή έκθεση της δογματικής διαμάχης που κυριαρχούσε στην εποχή εκείνη. Εντρύφησε, λοιπόν, σε προκεχωρημένο βαθμό στην έκθεση δογματικών διαφορών και διενέξεων. Άλλωστε, ο ίδιος υπήρξε αντίπαλος της φιλενωτικής πολιτικής του Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η'. Όλα αυτά τά παρουσίασε με ύφος αρκετά εξεζητημένο. Παράλληλα, η λογιότητά του τον οδήγησε στο να συμφύρει γλωσσικά στοιχεία και τρόπους εκφράσεως αντλημένους από τον Όμηρο, από τίς διάφορες δογματικές συζητήσεις που κυριαρχούσαν στήν εποχή του αλλά και στοιχεία της γλώσσας της εποχής του. Αργότερα, μιμήθηκαν το παράδειγμά του ο Νικηφόρος ο Γρηγορᾶς και ο Ιωάννης ο Κατακουζηνός89, αν όχι ως προς τον τρόπο εκφράσεως αλλά ως προς τον τρόπο εξιστορήσεως των γεγονότων.

Ως διδάσκαλος, υπήρξε οικουμενικός ήδη πριν το 1275-1276, διδάσκοντας αριστοτελική φιλοσοφία, ρητορική και τις επιστήμες που είχε διδαχθεί από το διδάσκαλό του Γ. Ακροπολίτη. Από το 1275 δίδαξε ερμηνεία της Καινής Διαθήκης, αποκτώντας ιδιαίτερη φήμη ως διδάσκαλος των Γραφών. Τα ανωτέρω προκύπτουν μέσα από τον επιτάφιο του ποιητή Μανουήλ Φιλή (1275-1345), ένα ποίημα σε εκατό ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Εκεί ο Παχυμέρης χαρακτηρίζεται ως «σοφιστής καί παθῶν ελεύθερος» (στ. 9), «εὐσεβής Δημοσθένης» (στ. 18), «τεχνικός διδάσκαλος» (στ. 36), «κόσμος τῶν λόγων» (στ. 40), «κιβωτός τῶν καθ᾿ υμᾶς βιβλίων» (στ. 48)90.

Ο Παχυμέρης πέθανε περί το 1310 αφήνοντας ένα πραγματικά εκτενές και αξιόλογο έργο. Δίκαια θεωρήθηκε από τους μετέπειτα μελετητές του έργου του ως ένας από τους βασικούς συντελεστές της
Παλαιολόγειας Αναγεννήσεως στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Τα έργα του επηρέασαν τους μετέπειτα Ουμανιστές στη Δύση. Παράλληλα, υπήρξε ένας από τους πιο παραγωγικούς Βυζαντινούς υπομνηματιστές αρχαίων ελληνικών κειμένων.

Τα πονήματα που συνέταξε ήταν σχεδιασμένα με τέτοιο συντακτικό τρόπο και γραμμένα με τέτοιο γλωσσικό ύφος, ώστε οδηγούσαν τον αναγνώστη να πιστεύει ότι είχε μεταφερθεί στην κλασική εποχή91. Ο Παχυμέρης είναι ο πρώτος βυζαντινός ιστορικός που έγραψε πολιτική ιστορία της εποχής του, μέ ιδιαίτερη λεπτομερή αναφορά σε δογματικές διαφωνίες που είχαν τότε εμφανισθεί92. Όσοι ιστορικοί έως την εποχή εκείνη αναφέρονταν σε δογματικές λεπτομέρειες καί δογματικές διαφωνίες που ταλάνισαν το Βυζάντιο ήταν εκκλησιαστικοί συγγραφείς, όπως ο Εὐσέβιος Καισαρείας, ο Σωκράτης ο Σχολαστικός, ο Σωκράτης ο Σωζόμενος κ.ά.

Ο Παχυμέρης ως ιστορικός έδωσε ιδιαίτερη μέριμνα στο να είναι αντικειμενικός. Σημειώνει ότι, όταν κάποιος αποφασίζει να συγγράψει ιστορία, πρέπει να αποτυπώνει μόνον την αλήθεια και όχι κίβδηλες απόψεις, διότι τότε είναι προτιμότερο να παραμένει σιωπηλός παρά νά γράφει ανυπόστατα πράγματα93: «Ἱστορίας γάρ, ὡς ἄν τις εἶποι, ψυχή ἡ ἀλήθεια, καί τό τῆς ἀληθείας χρῆμα ἐπάναγκες ἱερόν, ὁ δέ πρό ταύτης τό ψεῦδος ἄγων ἄντικρυς ἱερόσυλος»94. Πρόκειται για μία άποψη που συμφωνεί με εκείνη του πρώτου «επιστημονικά» ιστορικού, του Αθηναίου Θουκυδίδη95. Εξάλλου, καί ἡ αρχή τοῦ συγκεκριμένου έργου Συγγραφικαί Ἱστορίαι, «Γεώργιος Κωνσταντινουπολίτης μέν τό ανέκαθεν, ἐν Νικαίᾳ δέ καί γεννηθείς καί τραφείς, ἐν Κωνσταντίνου...»96, μοιάζει σέ προκεχωρημένο βαθμό με το προοίμιο της συγγραφής του Θουκυδίδη, «Θουκυδίδης Ἀθηναῖος ξυνέγραψε τόν πόλεμον τῶν Πελοποννησίων καί Ἀθηναίων...»97. Αναντιλέκτως, υπάρχουν και εμφανείς διαφορές μεταξύ των δύο ιστορικών ανδρών, όπως ότι ο Παχυμέρης προσθέτει στην αρχή
του έργου του και βιογραφικά στοιχεία, ανακοίνωση που ο Θουκυδίδης αποφεύγει. Επιπλέον, ο Παχυμέρης έχει καλλιεργήσει την ιδέα των κυκλικών ιστορικών περιόδων, επιλογή που ο Θουκυδίδης δεν φαίνεται να υιοθετεί98.

Το ύφος στο έργο του Συγγραφικαί Ἱστορίαι είναι ποικιλόμορφο, με άμεση επίδραση από το γεγονός που περιγράφει. Μιμείται το ύφος του Ομήρου, προκειμένου να αφηγηθεί ηρωικά γεγονότα· όταν, όμως, αναφέρεται σε φυσικά γεγονότα, τότε ο τρόπος γραφής του ανακαλεί στη μνήμη τη θεογονία του Ησιόδου99. Ένταση και πάθος χαρακτηρίζουν τα γραφόμενά του, όταν αναφέρεται σε γεγονότα, ιδιαιτέρως στα πολεμικά, στα οποία πρωταγωνιστούν ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος100 (1341-1391) και ο στρατηγός Αλέξιος Δούκας Φιλανθρωπηνός (1270- περ.1333)101. Το ύφος του γενικά είναι ρητορικό, ακολουθώντας το ύφος του Ερμογένη από την Ταρσό της Κιλικίας (160-225 μ.Χ.), του «πατέρα» της βυζαντινής ρητορικής102. Η σύνταξή των συλλογισμών του σε ορισμένα σημεία είναι δαιδαλώδης103, αλλά το έργο του αποτελεί την πιο αξιόπιστη ιστορική πηγή της εποχής εκείνης για τις σχέσεις μεταξύ Βυζαντινών και Τούρκων104.
Συναντώνται, επίσης, πολλές αναφορές στην ελληνικὴ μυθολογία, την οποία γνωρίζει σε βάθος, αλλά και σε ιστορικά πρόσωπα της Κλασικής Αρχαιότητας. Έτσι, από τη μία πλευρά, το έργο του αναφέρεται σε μυθολογικά γεγονότα από τον Όμηρο, τον Ησίοδο και τον Πίνδαρο105 και, από την άλλη, αποδεικνύει εκ βαθέων γνώση των Νόμων του Πλάτωνος και των Ἠθικῶν του Αριστοτέλη, απ᾿ όπου επηρεάζεται όσον αφορά στις απόψεις του περί ορθοπολιτείας106.

Χαρακτηριστικό της επιδράσεως του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στον Παχυμέρη είναι η χρήση των αρχαίων ελληνικών όρων αναφορικά α) με τη Μικρά Ασία, Αλιζώνες, Βέβρυκες, Μυσοί, Κάρες, β) με την ονομασία νέων λαών, αποκαλώντας π.χ. Πέρσες τα τουρκικά φύλα, αλλά και γ) με τον περιγραφικό λόγο του, όπως π.χ. η επιστημονική σκέψη και η κριτική αναφέρονται ως «ἀναξαγόρεια χρήματα»107.

Παράλληλα, δεν εξελληνίζει τα τουρκικά ονόματα, αλλά τα χρησιμοποιεί αυτούσια στο λεξιλόγιό του, επιλογή που δεν εφηρμόζετο τουλάχιστον ευρέως μέχρι τότε108. Τέλος, ποιείται χρήση των ονομάτων των μηνών του αττικού ημερολογίου, επιλογή που προξενεί πρόβλημα στην ακριβή χρονολογία των γεγονότων, όπως έχει επισημάνει και ο Α. Failler109, αλλά και ο Αρνάκης110.

Η ιστορία του περιλαμβάνει την περίοδο από το 1261 έως το 1308 (111). Μάλιστα αποτελεί την κυριότερη πηγή για τη βασιλεία του Μιχαήλ Η΄ του Παλαιολόγου, ενώ αναφέρεται και σε ένα σημαντικό τμήμα της διακυβερνήσεως του κράτους από τον Ανδρόνικο τον Β΄ 112. Η πραγματεία του Συγγραφικαί Ἱστορίαι αποτελείται από δεκατρία βιβλία. Κατά την εκτύλιξή της μάλιστα δεν διστάζει να χαρακτηρίσει έμμεσα τον Μιχαήλ ως καιροσκόπο, αφού με τα χρήματα κατάφερε να εξαγοράσει συνειδήσεις και να επιτύχει την αμαύρωση και των εκμαυλισμό των ανθρώπων113. Επιπλέον, το ότι εξιστορεί γεγονότα ιστορικά των οποίων είναι σύγχρονος, είναι ένα εφόδιο που τού εξασφαλίζει το πλεονέκτημα να τα περιγράφει αρκετά λεπτομερώς, με ζωντάνια και γλαφυρότητα.

Κατορθώνει, όμως, αν και αναφέρεται σε γεγονότα τα οποία έχει ο ίδιος βιώσει, εντέχνως να μην υποπέσει στο λάθος του «πατέρα» της ιστορίας, του Ηροδότου, και να προβεί σε υποκειμενικές κρίσεις και σχόλια, αλλά να είναι αντικειμενικός114. Όσες φορές βέβαια χρειάζεται να εκφέρει προσωπική άποψη, αυτή είναι ιδιαιτέρως περιορισμένη και προσεκτικά διατυπωμένη.

Η σημασία της σπουδαιότητας του ιστορικού έργου του Παχυμέρη επικυρώνεται και από τη χρήση του από τον διευθυντή του Ινστιτούτου Καταλανικών Σπουδών στη Βαρκελώνη, τον Antoni Rubio i Lluch (185-1937). Ο εν λόγω ερευνητής ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τον Παχυμέρη σε όψιμες εργασίες του, όπως Pachimeres i Muntaner (1927) και Roger de Flor en la historia de Pachimeres, στις οποίες συγκρίνει τον βυζαντινό ιστορικό με τον Καταλανό χρονογράφο Muntaner115.

Εκ του ότι εκτενές μέρος της έρευνας για τον Παχυμέρη ήταν και εξακολουθεί να είναι προσανατολισμένο στην μελέτη των Συγγραφικῶν Ἱστοριῶν του, η επιστημονική αυτή κατεύθυνση αναπόφευκτα έχει ως συνέπεια να παραμένουν ελλιπώς γνωστές άλλες πλευρές του πολυσχιδούς έργου του βυζαντινού πολυΐστορα116. Στα γενικά πάντως γραμματολογικά και εγκυκλοπαιδικά εγχειρίδια τονίζονται οι επιδόσεις του και σε άλλους τομείς του επιστητού, μεταξύ των οποίων και η Φιλοσοφία του Αριστοτέλη, Paraphrasis in universam philosophiam Aristotelis117.Το έργο έχει σωθεί ολόκληρο στα λατινικά, εκδεδομένο από τον Αρσένιο της Μονεμβασίας το 1548. Μόνον το κεφάλαιο Ἐπιτομή στήν Ἀριστοτελική λογική σώθηκε και στα ελληνικά. Το έργο διαιρείται σε δώδεκα βιβλία. Έχει σαράντα επτά ενότητες με κεφαλίδες και 238 κεφάλαια. Στην σύνταξή του συμπεριλαμβάνονται και έργα του για την Τετρακτύ και τα μαθηματικά118.

Σημαντικό μέρος στον συγγραφικό κάματό του κατέχουν οι παραφράσεις. Αυτές μετεξελίσσονται σε έναν από τους αγαπημένους του τρόπους συγγραφής. Έτσι, εκτός του Αριστοτέλη, παραφράζει επίσης και τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη αλλά και τον μαθηματικό Διόφαντο. Μέσα από τις παραφράσεις του Διονυσίου φαίνεται ότι ο Παχυμέρης είναι ένας μυστικός χριστιανός, πλήρης από θείο έρωτα. Η έφεσή του αυτή θα του επιτρέψει να δραπετεύσει από τον πλουραλισμό της ανθρώπινης σκέψεως και να κατορθώσει να επιτύχει την ένωση με το Εν. Επίσης, ο σχολιασμός – Παράφραση των έργων του ψευδο-Διονυσίου δείχνει και την εκ μέρους του χριστιανική ανάγνωση της πλατωνικής και της νεοπλατωνικής παραδόσεως.

Στα πονήματά του περιλαμβάνονται, επίσης, και πληθώρα ρητορικών έργων, με σκοπό να εξυπηρετήσουν τη διδασκαλία του στην Πατριαρχική Ακαδημία. Σε αυτά συμπεριελαμβάνοντο: α)
προγυμνάσματα, κατά το πρότυπο του Αφθονίου119. Τα θέματά τους είχαν ως βάση διάσημες φράσεις –γνωμικά αρχαίων ρητόρων, σοφών κ.λπ., β) δεκατρείς Μελέται, δηλαδή έργα που πραγματεύονται με ρητορικό τρόπο θέματα σχετικά με την πολιτική, την ηθική και τους νόμους. Επίσης, συνέγραψε φιλολογικά έργα όπως τα σχόλια στην Ιλιάδα του Ομήρου. Αυτό το έργο συνετάχθη, όταν ευρίσκετο στην πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινουπόλεως. Παράλληλα, έγραψε σχόλια στη Βατραχομυομαχία και την αυτοβιογραφία του σε εξάμετρο ιαμβικό στίχο, όπως έχει γράψει ο Όμηρος τα έπη του και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός Τό περί Ἐμαυτοῦ.

Μελετώντας προσεκτικά ακόμη και ο πιο ειδικός ερευνητής το έργο του Παχυμέρη, μπορεί να διαπιστώσει πόσο σπουδαίος συγγραφέας υπήρξε και πόσο η φιλοσοφία έχει επηρεάσει το βίο του και, επιπλέον, πόσο η γνώση του θεού είναι η κατάληξη της γνώσεως των όντων: «Εἰ μή γάρ καθαρθῶμεν ἀπό πάσης ἐνύλου καί ρυπαρᾶς παντελῶς ἡδονῆς, οὐ μή γενήσεται ἡ ἀγάπησις τοῦ ὄντως ἀγαθοῦ. Ποτέ δέ ἀποφοιτῶμεν τῶν ἐναντίων; Ὅτε γνωσόμεθα τά ὄντα καθὼς ἔχουσι φύσεως, ὅτε τά παρόντα πρόσκαιρα, τά δ' ἐκεῖσε αἰώνια, μή ἀπατώμενοι περί τήν δόκησιν τοῦ καλοῦ· τοῦτο γάρ οὐκ ἔστι γνῶσις τῶν ὄντων ἢ ὄντα, τότε γάρ καί τήν ἀλήθειαν προσβαίνομεν, καί μετέχομεν τῆς ἑνοειδοῦς τελειώσεως»120. Ἐδώ, ὑπό το πρίσμα των μεταφυσικών αναγνώσεων, επιχειρείται ένας
σαφής συνδυασμός μεταξύ του θεωρητικού και του Πρακτικού Λόγου. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα εδάφιο σαφών ολιστικών προοπτικών, με το ενιστικό ή ενολογικό ανθρωπολογικό παράδειγμα να είναι κυρίαρχο.

(Συνεχίζεται)

Σημειώσεις

85. Γεωργίου Παχυμέρη, Συγγραφικαί Ἱστορίαι, III, 5330, 555, CFHB XXIV/1, pub. Α. Failler & E. Laurent, pub. Les Belles Lettres, Paris 1989 (=PG 143, 639AB, 641A). C. Ν. Constantinides, «Byzantine Scholars and the Union of Lyons (1274)», στο R. Beaton – C. Roueche (Eds.), The Making of Byzantine History. Studies dedicated to Donald M. Nicol, London 1991, 88-89.
86. Χρ. Αραμπατζή, «Εκκλησιαστικοπολιτικές και θεολογικές διεργασίες στην Κωνσταντινούπολη στον απόηχο της συνόδου της Λυών (1275-1280)», Βυζαντινά 20 (1999), 199-251, σ. 199.
87. Γεωργίου Παχυμέρη, Συγγραφικαί Ἱστορίαι,VII, p. 291-5, pub. Α. Failler & E. Laurent, vol. 3, Paris 1989 (=PG 144, 33B-34A): «ἀλλ̕ ὡς Ῥωμαῖοι πάντως καί οὐχ ὡς Γραικοί ἔγραφόν τε καί ἔλεγον τήν προσθήκην, τῆς μέν λύσεως τούτου καί λίαν ὡς ἀσθενοῦς κατεγίνωσκεν, ὥσπερ ἂν ἦν ἱκανόν τόν αυτόν καί ἕνα πατέρα νῦν μέν ὡς Γραικόν μεγαλύνειν νῦν δ´ ὡς Ῥωμαῖον αἱρέσεως γράφεσθαι». Ο Π. Τρεμπέλας παρατηρεί εύστοχα ότι η καινοτομία του Filioque προέρχεται εκ
πεπλανημένης συγχύσεως της αϊδίου και εν τη ουσία της θεότητας εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός προς την εν χρόνῳ πέμψιν αυτού προς τα έξω κατ᾽ ενέργειαν κοινήν και των τριών της θεότητας προσώπων. Βλ. Τρεμπέλα, Δογματική Α΄, εκδ. Ζωή, Αθήναι 1959, σ. 270. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο Μέγας Φώτιος είναι ο πρώτος που χαρακτηρίζει τη
λατινική διδασκαλία του Filioque ως αίρεση. Για την εκπόρευση, κατά το Μεγάλο Φώτιο, βλ. σχετικά Χ. Κρικώνη, Συλλογή Πατερικών Κειμένων, Β΄, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998. Συναφώς βλ. Μ. Ορφανού, «Η εκπόρευσις του Αγίου Πνεύματος κατά τον ιερόν Φώτιον», Θεολογία 50 (1979) 18. «Η λατινική θεολογία, σε αντίθεση με την ορθόδοξη ανατολική, προσπαθεί να φτάσει στη διάκριση των προσώπων του Τριαδικού Θεού, μέσω της κοινής ουσίας. Κατά συνέπεια, στους Λατίνους, προηγείται η ουσία ως αιτία των προσώπων. Η Μονάδα – φύση θεωρείται υπερκειμένη των υποστάσεων, έτσι ώστε να θεολογείται ένας Θεός, επειδή είναι μία η θεία ουσία». Βλ. Σ. Μακρή, Η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος κατά τον άγιο Φιλόθεο Κόκκινο, δ.δ., Θεσσαλονίκη 2006, σ. 33. Στο σημείο αυτό άξια υπομνηματισμού είναι η παρατήρηση του Χρ. Σαββάτου, ο οποίος επισημαίνει ότι οι εισηγητές τῆς απόψεως που προτάσσει τη θεία ουσία επηρεάστηκαν από το «ἕν» της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, στο οποίο διασώζεται η απλότητα του θείου και η αρχή των όντων, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να κατανοήσουν πώς ο Θεός είναι ένας, για τον λόγο ότι είναι ένας Πατήρ. Με αυτό το σκεπτικό, η υπόσταση καθίσταται στοιχείο της ουσίας και παύει να αποτελεί τον προσωπικό τρόπο της υπάρξεώς της. Βλ. Σαββάτου, Η θεολογική ορολογία, σ. 89, υποσ. 7. Επιπλέον, όλοι οι Χριστιανοί θεολόγοι αναφέρονται στο θέμα της εκπορεύσεως του Πνεύματος από τόν Πατέρα και της χορήγησής Του εν χρόνω από τον Υιό, διακρίνοντες έτσι την θεολογία από την οικονομία: «Όλοι οι μεγάλοι Πατέρες του 4ου αιώνα αναφέρονται στο θέμα, είτε στα πλαίσια της σύνολης Τριαδολογίας τους είτε με ειδικά συγγράμματα περί Αγίου Πνεύματος. Βλ. ενδεικτικά Αθανασίου Αλεξανδρείας, Κατ᾿ Ἀρειανῶν Λόγοι τρεῖς, PG 26, 12-468· Του ιδίου, Πρός Σεραπίωνα ἐπιστολαί τέσσερις, PG 26, 529-676. Βασιλείου Καισαρείας, Κατ’ Εὐνομίου Λόγοι Α΄-Γ΄, PG 29, 497-768· Του ιδίου, Περί Ἁγίου Πνεύματος, PG 32, 68-217· Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Λόγοι, PG 35, 396-1252. Του ιδίου, Λόγοι θεολογικοί, PG 36, 11-172. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος εἰς τήν Κυριακήν Προσευχήν, PG 44, 1120-1193. Του ιδίου, Λόγος Κατηχητικός ὁ Μέγας, PG 45, 9-116. Του ιδίου, Πρός Ἀβλάβιον, Περί τοῦ μή είναι τρεῖς θεούς, PG 45, 116-136· Του ιδίου, Πρός Εὐνόμιον Α΄-Β΄, PG 45, 248-464· Του ιδίου, Περί Ἁγίου Πνεύματος κατά Μακεδονιανῶν, PG 45, 1301-1333· Επιφανίου Κύπρου, Κατά αἱρέσεων (Πανάριον), Αἱρέσεις 69-80, PG 42, 201-774. ·Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, PG 33, 332-1128. Σύντομη έκθεση τῆς Πνευματολογίας σημαντικών Πατέρων καί εκκλησιαστικών συγγραφέων από τον Ωριγένη έως τον Ιωάννη Δαμασκηνό, βλ. M. Orphanos, The procession of the Holy Spirit according to certain Fathers, Athens 1979, σ. 15-53.
88. Γεωργίου Παχυμέρη, Συγγραφικαί Ἱστορίαι, VIΙ, p. 2716-19, pub. Α. Failler & E. Laurent, vol. 3, Paris 1989 (=PG 144, 33Α).
89. Β. Tatakis, Byzantine Philosophy, trans. and introduction Nicholas Moutafakis, Cambridge 2003, p. 197.
90. Σ. Λαμπράκη, Γεώργιος Παχυμέρης, Πρωτέκδικος καί Δικαιοφύλαξ. Εισαγωγικό Δοκίμιο, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2004, σ. 36-37.
91. Γεωργίου Παχυμέρη, Συγγραφικαί Ἱστορίαι, Ι, p. 973-5, publ. Α. Failler & E. Laurent, vol. I, CFHB XXIV/1, Paris 1984 (=PG 144, 109AB) Β. Tatakis, Byzantine Philosophy, trans. and introduction Nicholas Moutafakis, Cambridge 2003, p. 197. A. A. Vasiliev, History of the Byzantine Empire, 324–1453, vol ii, Canada 1952, p. 689. K. Krumbacher, Geschichte der byzantinischen Litteratur, 1897, p. 288.
92. Σύμφωνα με τον Τατάκη, ήταν ο πρώτος που γράφει ιστορία, παραθέτοντας τόσες πολλές λεπτομέρειες για τις θεολογικές αντιμαχίες. Β. Tatakis, Byzantine Philosophy, trans. and introduction Nicholas Moutafakis, Cambridge 2003, p. 197. Γεωργίου Παχυμέρη, Συγγραφικαί Ἱστορίαι, Ι, p. 233-5, eds. Α. Failler & E. Laurent, publ. A. Failler -V. Laurent, I, CFHB (Corpus Fontium Historiae Byzantinae) XXIV/1, Paris 1984 (=PG 143, 443A) «Γεώργιος Κωνσταντινουπολίτης μέν τό ἀνέκαθεν, ἐν Νικαίᾳ δέ καί γεννηθείς καί τραφείς, ἐν Κωνσταντίνου δέ καταστάς αὖθις ὅτε Θεοῦ νεύματι ὑπό Ρωμαίων ἐγένετος, ἔτη γεγονώς εἴκοσιν ἑνός δέοντος τηνικάδε καί κλήρῳ σωθείς θείῳ καί αξιώμασιν ἐκκλησιαστικοῖς διαπρέψας καί ἐς πρωτεκδίκου φθάσας τιμήν, ἔτι δέ καί ἐν ἀνακτόρων εἰς δικαιοφύλακα τιμηθείς, τάδε ξυνέγραψεν, οὐ λόγος λαβών ἄνωθεν ἀμαρτύρους, οὐδ̓ ἀκοῇ πιστεύων μόνον, ὥσπερ πολλάκις συμβαίνει τῷ βουλομένῳ γράφειν, ἤν τις λέγοι ἑωρακώς ἤ καί ακούσας αὐτός, πιστούς δ̕ ἀξιοίη τούς λόγους, εἰ μόνον λέγοι, λογίζεσθαι, αλλ̕ αὐτόπτης τά πλεῖστα οὕτω ξυμβάν γεγονώς, ἤ καί μαθών ακριβῶς παρ̕ ὧν τό πρῶτον ἑωράθη πραχθέντα, πλήν δ̕ οὐκ αμάρτυρα αλλά καί πολλοῖς ἄλλοις συνηγορουμένα, ὡς ἄν μή ὁ ξύμπας χρόνος φύσιν ἔχων τά πολλά κρύπτειν συχναῖς κυκλικαῖς περιόδοις καί τάδ̕ ἀφανίσῃ κατά μικρόν ἐξίτηλα τῇ παραδρομῇ γιγνόμεθα διά τό φανέντα κρύπτεσθαι πάντα ἀνάγκην εἶναι, ὥς ποῦ τις τῶν σοφῶν ἔφη καί ἀληθῶς ἐγνωμάτευσεν. Οὐ μήν ὥστε καί τό ἀληθές περί ἁλάττονος τοῦ ψεύδους ποιήσασθαι περί τοιούτων λέγοντα˙ ἱστορίας γάρ, ὡς ἄν τις εἴποι, ψυχή ἡ ἀλήθεια, καί τό τῆς ἀληθείας χρῆμα ἐπάναγκες ἱερόν, ὁ δέ πρό ταύτης το ψεύδος ἄγων ἀντίκρυς ἱερόσυλος. Ἄλλως τε καί ἡμῖν ἤκιστα πρόθεσις τοῖς πραχθεῖσι μέγεθος ἐντιθέναι ὡσανείπερ κινουμένοις ἐκ μίσους ἤ μήν εὐνοίας...».
93. Β. Tatakis, Byzantine Philosophy, England 2003, p. 197.
94. Γεωργίου Παχυμέρη, Μιχαήλ καί Ἀνδρόνικος Παλαιολόγος - De Michaelle et Andronico Paleologis I, CSHB (Corpus scriptorum historiae Byzantinae), Bonnae 1835, p. 1211-13.
95. Θουκυδίδου, Ἱστορίαι, Ι, 22, 1-4, H.S. Jones, Thucydidis historiae, vol. I. publ. Clarendon Press, Oxford 1942: «ὡς δ᾿ ἂν ἐδόκουν ἐμοί ἕκαστοι περί τῶν αἰεί παρόντων τά δέοντα μάλιστ᾿ εἰπεῖν, ἐχομένῳ ὅτι ἐγγύτατα τῆς ξυμπάσης γνώμης τῶν ἀληθῶς λεχθέντων, οὕτως εἴρηται... ὅσοι δέ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τό σαφές σκοπεῖν καί τῶν μελλόντων ποτέ αὖθις κατά τό ἀνθρώπινον τοιούτων καί παραπλησίων ἔσεσθαι, ὠφέλιμα κρίνειν αὐτά ἀρκούντως ἕξει. Κτῆμά τε ἐς αἰεί μᾶλλον ἢ αγώνισμα ἐς τό παραχρῆμα ἀκούειν ξύγκειται».
96. Αυτόθι.
97. Θουκυδίδου, Ἱστορίαι, Ι, 1.1-2 , H.S. Jones, Thucydidis historiae, vol. I. publ. Clarendon Press, Oxford 1942.
98. D. Korobeinikov, Byzantium and the Turks in the Thirteenth Century, Oxford University Press, Oxford 2014, p. 15.
99. Αυτόθι.
100. Ο Ιωάννης Ε' ο Καντακουζηνός υπήρξε Βυζαντινός Αὐτοκράτορας (1341-1391), ο οποίος ανήλθε στον θρόνο ανήλικος μετά από τον Ανδρόνικο Γ΄. Αρχικά, επιτροπεύεται από την μητέρα του Άννα της Σαβοΐας.Το 1342 αρχίζει ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους οπαδούς του νόμιμου Αυτοκράτορα Ιωάννη που ανήκαν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και στην αριστοκρατία, η οποία από κοινού με τους ησυχαστές, με επικεφαλής το Γρηγόριο Παλαμά, ακολουθούν τον
Ιωάννη Καντακουζηνό. Ο τελευταίος εξασφάλισε υποστήριξη από τους Σέρβους και τους Τούρκους, οι οποίοι κατέλαβαν, εκμεταλλευόμενοι τον εμφύλιο, σημαντικά βυζαντινά εδάφη ως ανταλλάγματα για την βοήθεια που έδωσαν στον σφετεριστή Αυτοκράτορα. Ο εμφύλιος έληξε το 1347 με επικράτηση του Ιωάννη Καντακουζηνού, ο οποίος στέφεται Αυτοκράτορας, αλλά κρατά πλησίον
του τον Ιωάννη Ε΄, στον οποίο παραχωρεί ένα μέρος από την εξουσία. Όμως, ο Ιωάννης Ε΄, καθ' όλη τη διάρκεια της συμβασιλείας δεν σταματά τις μηχανορραφίες κατά του Καντακουζηνού και, στο τέλος, επιτυγχάνει να τον ανατρέψει, να τον στείλει εξορία, έγκλειστο σε μοναστήρι. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, οι Τούρκοι εγκαθίστανται οριστικά στη Θράκη. Ο Ιωάννης ο Ε΄ αναγκάζεται να αναγνωρίσει την κατάληψη της Θράκης. Η Κωνσταντινούπολη είναι πια περιτριγυρισμένη από τους Οθωμανούς. Ταυτόχρονα, ο ιδιοφυής σουλτάνος Μουράτ Α΄ συντρίβει τους Βούλγαρους, τους Αλβανούς και τους Σέρβους στην ιστορικὴ μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1389), όπου όμως φονεύεται. Ο Ιωάννης E΄, εκ των πραγμάτων, αναγκάζεται να υποκύψει στον Σουλτάνο ως φόρου υποτελής και να εφοδιάζει τους Τούρκους με ένα στρατιωτικό σώμα. Ο Ιωάννης, επιπλέον, αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει και τις στάσεις του υιού του Ανδρόνικου του Δ΄ (1376) και του εγγονού του Ιωάννη του Ζ΄ (1391), οι οποίοι επέτυχαν νά απομακρύνουν από τόν θρόνο τον γηραιό μονάρχη. Πρβλ. S. McLachlan, Byzantium: An Illustrated History, Hippocrene Books, Inc., New York 2004, p. 141-142. J. H. Rosse, Historical Dictionary of Byzantium, The Scarecrow Press, Inc., Lanham-Toronto- Plymouth, UK 20122, p. 260. D. Korobeinikov, Byzantium and the Turks in the Thirteenth Century, Oxford University Press, Oxford 2014, p. 19.
101. Υπήρξε ανηψιός του Ανδρόνικου Β', ο οποίος διορίστηκε από τον τελευταίο το 1293 στρατηγός και δούκας του θέματος των Θρακησίων στη Μικρά Ασία. Σύντομα στασίασε κατά του Αυτοκράτορα, ο oποίος όμως τον συνέλαβε και τον τύφλωσε το 1295. Βλ. Αθηναγόρα Ελευθερίου «Συμβολή εις την ιστορίσαν του Βυζαντινού οίκου των Φιλανθρωπινών», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, 14 (1960), σ. 61-74.
102. Ερμογένης Ταρσού, Περί ἰδεῶν λόγου, H. Rabe, Hermogenis opera, publ. Teubner, Leipzig 1913, chap.2, sect. 1020-26: «Φημὶ τοίνυν δεῖν εν τῷ τοιούτῳ λόγῳ πλεονάζειν μὲν αεὶ τόν τε τὴν σαφήνειαν ποιοῦντα τύπον καὶ τὸν ἠθικόν τε καὶ αληθῆ καὶ μετὰ τούτους τὸν γοργόν, τῶν δ᾽ αὖ τὸ μέγεθος ποιουσῶν ἰδεῶν τὴν μὲν περιβολὴν διόλου πλεονάζειν καὶ οὐχ ἧττόν γε ἢ τὴν καθαρότητά τε καὶ εὐκρίνειαν, τὴν μέντοι τραχύτητα καὶ σφοδρότητα παρισοῦσθαι μέν πως τοῖς εἰρημένοις». Γενικότερα στά δύο βιβλία του Περί ἰδεῶν ο Ἑρμογένης προσφέρει μία εμπεριστατωμένως μελετημένη, συστηματικὰ διαρθρωμένη διδασκαλία για το ύφος. Ο ρήτορας διαμορφώνει τη θέση του για τη δεινότητα, την ανώτατη ρητορική συνολική επιρροή, που μπορεί να επιτευχθεί με την ανάμειξη των ατομικών διαμορφώσεων, οπότε ευρύτερα θα εξετάζαμε την συνάντηση του ολιστικού ρεαλισμού με τον εξειδικευμένο νομιναλισμό. Οι μορφές του λόγου διαιρούνται σε: σαφήνεια (καθαρότητα), αξίωμα και μέγεθος (αξιοπρέπεια και μεγαλοπρέπεια), επιμέλεια καί κάλλος (φροντίδα και ομορφιά), γοργότης (ταχύτητα, συντομία), ήθος (ιδιαίτερα προσόντα), αλήθεια, δεινότης. Καθεμιά από τις «ἰδέες» αυτές μπορεί να πραγματοποιηθεί με διάφορα μέσα: έννοια
(διανοητικὸ περιεχόμενο), μέθοδος (διαμόρφωση τῶν σκέψεων), λέξις (γλωσσική έκφραση), σχήματα (ρητορικά σχήματα), σύνθεσις, αναπαύσεις (ρήτρες), ρυθμός. βλ. C. W. Wooten, Hermogenes' on types of style, University of North Carolina Press, Chapel Hill and London 1987. M. Patillon, Hermogène: L' art rhétorique, L' Age d' Homme, Paris 1997. M. Heath, Hermogenes On issues: strategies of argument in later Greek rhetoric, Oxford University Press, Oxford 1995.
103. D. Korobeinikov, Byzantium and the Turks in the Thirteenth Century, Oxford University Press, Oxford 2014, p. 18.
104. Αυτόθι.
105. H. Hunger, Die Hochsprachliche profane literatur der Byzantiner, vol. 1, Munich 1978, p. 451-453.
106. Αυτόθι.
107. E. Zachariadou, «Observations on some turcica of Pachymeres», Revue des Études Byzantines 36 (1978), p. 261-267. «Γεώργιος Παχυμέρης», Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού,
http://www.ehw.gr/asiaminor/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=4022
Ανακτήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2015.
108. Χαρακτηριστικά ο Όμηρος πρωτοστάτησε στον εξελληνισμό ξένων ονομάτων. Τον ακολούθησε ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και ο Κλέαρχος Σολένσης. D. Korobeinikov, Byzantium and the Turks in the Thirteenth Century, Oxford University Press, Oxford 2014, p. 16.
109. Georges Pachymeres, Relations historiques, ed. A. Failler, trans. V. Laurent, Paris, 1980, p. 5-103.
110. G. G. Arnakis, «The names of the months in the History of George Pachymeres», στο Byzantinisch- Neugriechische Jahrbucher 18, 1945- 1949 (1960), p. 144-153.
111. A. A. Vasiliev, History of the Byzantine Empire, 324–1453, vol ii, Canada 1952, p. 689.
112. Αυτόθι.
113. Γεωργίου Παχυμέρη, Συγγραφικαί Ἱστορίαι, Ι. p. 9514-972, eds. Α. Failler & E. Laurent, publ. A. Failler -V. Laurent, I, CFHB (Corpus Fontium Historiae Byzantinae) XXIV/1, Paris 1984 (=PG 143, 109Α-111Α).
114. Κ. Ι. Αγγελάκη, Το μυστήριο της Θείας οικονομίας στη γραμματεία του 13ου αιώνα: η περίπτωση των εκκλησιαστικών ιστορικών Νικήτα Χωνιάτη, Γεωργίου Ακροπολίτη, Γεωργίου Παχυμέρη, Νικηφόρου Γρηγορά, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Θεσσαλονίκη 2013, σ. 168-169. Χρ. Αραμπατζή, «Εκκλησιαστικοπολιτικές καί θεολογικές διεργασίες στην Κωνσταντινούπολη στον απόηχο της Συνόδου της Λυών (1275-1280)», Βυζαντινά 20 (1999), (σ. 199-251), 199. Του ιδίου, Η Σύνοδος της Λυών. Πρόσωπα και Θεολογία, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 202.
115. A. A. Vasiliev, History of the Byzantine Empire, 324–1453, vol ii, Canada 1952, 689. Μ. Νούρου-Ηλιοπούλου, «Ο Antoni Rubió i Lluch ως ιστοριογράφος και η συμβολή του στη μελέτη των Καταλλανών στην Ελλάδα τον 14ο αιώνα», Έωα καιΕσπερία 7 (2007) 129-135, p. 129.
116. Σ. Λαμπάκη, «Σχόλια του Παχυμέρη στην αριστοτελική φιλοσοφία» Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης ενημερωτικό δελτίο 52 (2011) 42-47, σ. 42.
117. Αυτόθι, σ. 43.
118. Β. Tatakis, Byzantine Philosophy, England 2003, p. 197.
119. «Οι ειδολογικές κατηγορίες του «δεσμευτικού», κατά τον Hunger, για τους Βυζαντινούς έργου του Αφθόνιου είναι οι εξής: μύθος, διήγημα, χρεία, γνώμη, ανασκευή – κατασκευή, κοινός τόπος, έπαινος – ψόγος, ηθοποιία, έκφρασις, θέσις, νόμου εισφορά» βλ. Η. Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, Α΄. Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1987, σ. 139.
120. Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τήν περί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας τοῦ Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Α΄, PG 3, 388C. Βλ. Χ. Α. Τερέζη – Σ. Π. Παναγοπούλου, «Αγάπη στην εκκλησιαστική ιεραρχία στον Διονύσιο Αρεοπαγίτη», Θεολογία 3 (2009) 5-35, σ. 24.

Δεν υπάρχουν σχόλια: