Σάββατο 5 Μαρτίου 2022

Η εποχή των μάγων(18)

Συνέχεια από: Tετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2022

Η ΝΕΩΤΕΡΗ ΔΥΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΗΣ

Η εποχή των  μάγων

Η μεγάλη δεκαετία της φιλοσοφίας

1919-1929

Wolfram Eilenberger

Εκδόσεις Klett-Cotta, 2018

ΙΙΙ. Γλωσσες ε

1919-1920

Ο Wittgenstein παρουσιάζεται μέσα στην καταιγίδα, ο Heidegger μαθαίνει όλη την αλήθεια, ο Cassirer αναζητά την φόρμα του και ο Benjamin μεταφράζει τον Θεό

Γιατί ο κόσμος δεν υπάρχει

.......... Και πάνω απ’ όλα, ο Russell ως παγκοσμίως επιφανής και με καλές πωλήσεις συγγραφέας φιλοσοφικών βιβλίων, δέχτηκε να γράψει ένα μικρό πρόλογο στο βιβλίο του αλλοτινού μαθητή του. Ακόμα και αν δεν τα κατάφερε να διασαφηνίσει στον φίλο του την κεντρική φιλοσοφική σημασία της διάκρισης μεταξύ «λέγειν» και «δεικνύειν», ο Wittgenstein είχε καινούργια ελπίδα. Με ένα πρόλογο από την πέννα του Russell, ανέβαιναν απότομα οι πιθανότητες πώλησης και συνεπώς έκδοσης του έργου του, όπως έγραψε χωρίς καθυστέρηση στον εκδότη von Ficker. Χωρίς όμως την επιθυμητή επιτυχία. Αυτός θεωρούσε πως το βιβλίο είναι απολύτως ακατάλληλο προς πώληση.

Αυτό ίσως να οφειλόταν στις αμφιβολίες του εκδότη, ποιον να ενδιέφερε, πέραν από μια χούφτα θεωρητικών της λογικής και των συνόλων, η ερώτηση, εάν οι προτάσεις για τον κόσμο ως όλο έχουν ή δεν έχουν νόημα. Μήπως δεν είναι αδιάφορο όλο αυτό, μια ματαιόδοξη διαμάχη περί απλών λέξεων; Αναφερόμενη στην συγκεκριμένη μας καθημερινότητα, η υπόθεση αυτή φαίνεται εύστοχη. Για την αυτοσυνειδησία της μοντέρνας φιλοσοφίας-και για πολλά από τα θεωρούμενα ως κεντρικά ερωτήματά της-εξαρτώνται από την ερώτηση αυτή πολλά, αν όχι τα πάντα. Ας θυμηθούμε απλώς τον Descartes και την αμφιβολία (Skepsis) του, η οποία σφραγίζει ολόκληρη την μοντέρνα φιλοσοφία, δηλαδή: αν αυτός ο κόσμος, όπως τον βιώνουμε καθημερινά και όπως περιγράφουμε τη δομή του, πράγματι υπάρχει, ή μήπως θα μπορούσε να είναι παραπλανητικό έργο ενός ισχυρού δαίμονα. Δηλαδή: υπάρχει πράγματι ο κόσμος;

Ακούγεται σημαντικό. Ακούγεται απολύτως ουσιαστικό. Με το Δοκίμιο του Wittgenstein όμως αποκαλύπτεται αυτή η θεμελιώδης γνωσιολογική αμφιβολία, ως μια καθαρά φαινομενική (μη πραγματική) ερώτηση-το πρόβλημα δηλαδή που τέθηκε είναι ένα κλασικό πρόβλημα χωρίς νόημα-και με τον τρόπο αυτό, ως κάτι από το οποίο πρέπει να αφήσει κανείς τα χέρια του ως καθαρά σκεπτόμενος άνθρωπος. Γιατί:

6.5 Σε μια απάντηση που δεν μπορεί κανείς να την εκφράσει με λόγια, δεν μπορεί κανείς ούτε την ερώτηση να εκφράσει με λόγια.

Το αίνιγμα δεν υπάρχει.

Αν γενικά μπορεί να τεθεί μια ερώτηση, τότε μπορεί να λάβει και απάντηση.

6.51 Ο σκεπτικισμός δεν είναι ακαταμάχητος, αλλά φανερά α-νόητος, όταν προβάλλει αμφιβολίες, εκεί που δεν μπορούν να μπαίνουν ερωτήσεις.

Γιατί αμφιβολία μπορεί να υπάρχει μόνο εκεί όπου υπάρχει ερώτηση. Ερώτηση μόνο εκεί όπου υπάρχει απάντηση, και απάντηση μόνο εκεί όπου μπορεί να λέγεται κάτι.

Το πρόβλημα λοιπόν είναι τελειωμένο. Δεν έχει λυθεί ή αναιρεθεί. Όχι, αλλά λήξει, εννοώντας το εξής: έχει παραμεριστεί, γιατί ήδη κατά την διατύπωση τής ερώτησης, έχει αναγνωριστεί πως τίθεται λάθος. Ας θυμηθούμε ένα άλλο, χρονικά πολύ πιο κοντινό παράδειγμα, όταν ο Martin Heidegger, τον Χειμώνα του 1919 έκανε τα αυτιά των φοιτητών ακροατών του να καπνίζουν με την πιο άμεση από όλες τις ερωτήσεις. Και αυτή δεν ήταν ερώτηση αν κάτι υπάρχει (οι τρεις τελείες πάνω στο χαρτί), αλλά εάν γενικώς «υπάρχει οτιδήποτε». Ίσως να είναι και αυτή μια διατύπωση, που στην αρχή ακούγεται σαν να έχει νόημα, εν τέλει όμως δεν μπορεί να έχει. Πράγμα όμως που δεν σημαίνει, πως ο Wittgenstein θα ήταν εντελώς κουφός για αυτή την ορμή που αλλάζει τον κόσμο, και η οποία κρύβεται σε αυτή ερωτηματική ορμή του Heidegger. Αντιθέτως, δεν έγραψε ο ίδιος στο έργο του;

6.522 Χωρίς άλλο υπάρχει αυτό που δε λέγεται με λόγια. Αυτό δείχνεται, είναι το μυστικό στοιχείο.

6.44 Το μυστικό στοιχείο δεν είναι το πως είναι ο κόσμος, αλλά το ότι είναι ο κόσμος.

Όπως και ο Heidegger, έτσι και ο Wittgenstein, δεν εγκαταλείπει τον αρχικό θαυμασμό, πως κάτι υπάρχει. Ιδιαιτέρως τον θαυμασμό, πως αυτό το εκάστοτε «κάτι» μας δείχνεται ως άμεσα πλήρες νοήματος, και μάλιστα ικανό προς αλήθεια, με το που ανοίγουμε τα μάτια. Μόνο που ο Wittgenstein, διαφορετικά από τον Heidegger, δεν πίστευε, πως μέσα στην τελείως ακατέργαστη, άμεση, ερώτηση για την απλή ύπαρξη «κάποιου πράγματος», πόσω μάλλον του κόσμου, κρύβεται ένα ιδιαίτερα βαθύ φιλοσοφικό αίνιγμα. Το πραγματικό νόημα του οποίου (αινίγματος) έπρεπε να επανέλθει στη γλώσσα. Σύμφωνα με την πεποίθηση του Wittgenstein, κάθε προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση, αργά ή γρήγορα, πρέπει να καταλήξει στην γλωσσική ανοησία-αν όχι σε τίποτα χειρότερο. 

Μέσα στο ρεύμα (του ποταμού)

Ακριβώς εκείνο τον Σεπτέμβρη του 1919, καθώς μέσα στον Ludwig Wittgenstein μαίνονται οι καταιγίδες της έλλειψης νοήματος, και βιώνει τον εαυτό του αποκομμένο από τους συνανθρώπους του, σαν να τους βλέπει μέσα από ένα «κλειστό παράθυρο», ο Martin Heidegger βιώνει μια αληθινή έκρηξη δημιουργικότητας: «Τα πρόσωπα, ορίζοντες προβλημάτων-αληθινά βήματα καρποφόρων λύσεων- ουσιαστικά νέο βλέμμα, δυνατότητες αναπάντεχων διατυπώσεων, και επιβολή, σύνδεση νέων συνδυασμών-όλα αυτά ξεχειλίζουν, πλημμυρίζουν, ώστε να μην είναι κανείς σωματικά και κατόπιν χρονικά σε θέση να πιάσει το ρεύμα, να το κρατήσει και να το εξαντλήσει συστηματικά», γράφει στη γυναίκα του στις 9 Σεπτεμβρίου του 1919 στο Freiburg, από ένα αγρόκτημα στην περιοχή της Konstanz, όπου είχε αποτραβηχτεί για μερικές εβδομάδες, προκειμένου να γράψει. Τον στοχαστή από τον Μέλανα Δρυμό βασανίζουν όμως βαριές προσωπικές ανησυχίες. Ο γάμος του βρίσκεται σε κρίση. Μόλις λίγες μέρες προηγουμένως, η Elfriede τον είχε ενημερώσει σε μια επιστολή, πως έχει ερωτική σχέση με ένα παλιό συμφοιτητή της. Το όνομα του Friedel Caeser. Εργάζεται ως γιατρός στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Freiburg. Στην απάντηση του, ο Heidegger παρουσιάζεται κατ’ αρχάς με αυτοκυριαρχία και συγχωρητικότητα. Κατόπιν ερμηνεύει την κατάσταση ως πρόκληση της φιλοσοφίας τής ζωής, την οποία αυτός, και μόνο αυτός, έχει αποστολή να λύσει: «Σήμερα νωρίς ήρθε το γράμμα σου και αυτό που περιέχει το γνώριζα ήδη. Να πούμε περί αυτού πολλά λόγια και να τα αναλύσουμε όλα δεν καρποφορεί. Αρκεί, που μου το είπες με τον απλό, βέβαιο τρόπο σου…πως ο Friedel σε αγαπά το ήξερα από καιρό…απορούσα που δεν μου το είπες πιο πριν… Θα ήταν απλοϊκό εκ μέρους μου και σπατάλη δυνάμεων αν του κρατούσα οποιαδήποτε κακία…Βρίσκομαι ήδη στο πρόβλημα της σχέσης εν γένει, που με απασχολεί έντονα αυτές τις μέρες, καθώς γνώρισα ανθρώπους. Και παρατηρώ: μου είναι αδιάφοροι-περνάνε σαν έξω από το παράθυρο-τους παρακολουθείς, και θυμάσαι ίσως … Η μεγάλη κλήση προς μια υπερχρονική αποστολή είναι πάντοτε και αναγκαστικά μια καταδίκη στην μοναξιά, και ανήκει στην ουσία της (κλήσης), οι άλλοι να μην γνωρίζουν τίποτα περί αυτής-το αντίθετο: τον μοναχικό να κατανοούν ως πλούσιο, τιμημένο, δοξασμένο-που τον προσέχουν όλοι και όλοι μιλούν περί αυτού, και μετά απορούν, όταν από την πλευρά του τους βρίσκει μια άμετρη περιφρόνηση (παραμερισμός με μια ανώτερη έννοια)».

Εδώ είναι πάλι λοιπόν: οι άνθρωποι, που «περνούν έξω από το παράθυρο»! Όλοι οι συνηθισμένοι άλλοι και πάρα πολλοί, με τους οποίους ο Heidegger δεν μπορεί ή δεν θέλει να συνδεθεί αληθινά. Άνθρωποι που δεν υποψιάζονται τίποτα για τις δημιουργικές καταιγίδες των σκέψεων, που μαίνονται μέσα του, άνθρωποι τους οποίους μέσα σ' αυτή τη θεμελιώδη πνευματική ασυμμετρία πρέπει να απορρίψει, και επομένως να πληγώσει. Η ρομαντική εικόνα του μοναχικού, από την μοίρα καταδικασμένου, να λύσει το υπεράνθρωπο πρόβλημα, που μόνο σε αυτόν δόθηκε, και που θα μείνει αναγκαστικά ακατανόητος: ο ιδιοφυής αντικοινωνικός. Αυτή είναι αυτοσυνειδησία του Heidegger. Και θα παραμείνει δια βίου.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: