Δευτέρα 10 Απριλίου 2023

Λίγο πριν το Πάσχα: η περίπτωση Σμέμαν

Απόστολος Ζιώγας


Ο Ρώσος ιερέας και θεολόγος Alexander Schmemann, για περισσότερα από 30 χρόνια, σε διαλέξεις, διδασκαλία και πολυάριθμες δημοσιεύσεις, παρουσίασε το όραμα της Ανατολικής Εκκλησίας, στο οποίο η λειτουργία της εκκλησίας είναι η κύρια πηγή όχι μόνο της θεολογίας αλλά και όλων των άλλων πτυχών της. Το αληθινό νόημα της λατρείας, για τον Σμέμαν, βρίσκεται όχι στη συμβολική αλλά στην πραγματική εκπλήρωση της Εκκλησίας, τη νέα ζωή που δόθηκε εν Χριστώ. Τώρα και λίγο πριν το Πάσχα, ύστερα από 30 χρόνια μετά τον θάνατό του, εξακολουθεί να ακούγεται ο Schmemann ως μια σημαντική φωνή για τον ορθόδοξο χριστιανισμό;

Γεννήθηκε στο Ταλίν της Εσθονίας το 1921 και πέθανε το 1983 στη Νέα Υόρκη. Όταν ρωτήθηκε ο Σμέμαν για το ποιος από όλους τους διανοούμενους είχε τη μεγαλύτερη επίδραση πάνω του, η απάντηση ήταν στιγμιαία: ο Μπουλγκάκοφ ˙ η επιρροή του Μπουλγκάκοφ είναι εμφανής ακόμη και στα ημερολόγια του Σμέμαν. Ενώ ήταν αφοσιωμένος στη ρωσική λογοτεχνία και κουλτούρα, ο Schmemann αντιστάθηκε στο να ταυτιστεί πλήρως με τα ρωσικά πράγματα. Ο ίδιος υποστήριξε ότι η ταυτότητα και η ζωή της εκκλησίας θα μπορούσαν να φανούν καλύτερα στη σύναξη για την Ευχαριστία, καθώς η συνάθροιση για λειτουργία είναι η καλύτερη έκφραση της εκκλησίας. Συχνά δίδασκε για το πώς, μέσα στα βάσανα, μπορεί να αποκαλυφθεί η δύναμη του αιώνιου Θεού, ένα μάθημα δηλαδή για τη δύναμη μέσα από την αδυναμία: για κείνον, το Ευαγγέλιο δεν είναι άλλο παρά η δύναμη στην αδυναμία.

Στο όραμα του Schmemann, όλος ο χρόνος αγιάζεται στη λειτουργία, όλη η ανθρώπινη δραστηριότητα μεταμορφώνεται. Όλα τα υλικά πράγματα που χρειαζόμαστε—ψωμί, κρασί, λάδι, νερό, λόγια, άγγιγμα— κατευθύνονται πίσω σε αυτό που δημιουργήθηκαν για να είναι, δηλαδή καλά στα μάτια του Θεού και, στην περίπτωση της ανθρωπότητας, στην ίδια την εικόνα και την ομοίωση Του. Η συνέπεια αυτής της ζωής του Θεού και με τον Θεό στη λειτουργία γίνεται σαφής. Ο χρόνος γίνεται το ίδιο το μυστήριο του μελλοντικού κόσμου, η εσχατολογική εικόνα της σωτηρίας του Θεού και της ανάκτησης της έκπτωτης δημιουργίας του. Από αυτό προκύπτει η αποστολή της Εκκλησίας, να είναι μάρτυρας όλων αυτών κηρύσσοντας το Ευαγγέλιο σε όλους. Άλλωστε, ο Schmemann τονίζει συνεχώς τον πασχαλιάτικο ή αναστάσιμο χαρακτήρα της εκκλησίας, της λειτουργίας και της χριστιανικής ζωής, γι’ αυτό φροντίζει να κατανοεί τη λειτουργία μέσα από τον στοχασμό κάθε μυστηριακού στοιχείου της ευχαριστιακής γιορτής. Με άλλα λόγια, δεν χάνει ποτέ από τα μάτια του τη λειτουργία που συνεχίζει στη ζωή, τη λειτουργία έξω από τα τείχη της εκκλησίας. Το να ισχυριζόμαστε, επομένως, ότι είμαστε δημιούργημα του Θεού σημαίνει να επιβεβαιώνουμε ότι η φωνή του Θεού μιλάει συνεχώς μέσα μας! Τι βλέπουμε πλέον; Η μυστηριακή αίσθηση του κόσμου φαίνεται να έχει χαθεί. Ο άνθρωπος βλέπει τον εαυτό του ως έναν ετοιμοθάνατο οργανισμό σε ένα κρύο, εξωγήινο σύμπαν. Έτσι η Ευχαριστία γίνεται απλώς ένας τρόπος για να εκπληρώσουμε το καθήκον μας προς τον Θεό. Για τον Ρώσο θεολόγο, δεν είναι μόνο μια πιθανή σχέση με τον Θεό, μα η μόνη δυνατή συγκράτηση -σε μια στιγμή, σε μια πράξη- όλης της αλήθειας για τον Θεό και τον άνθρωπο! Μάλιστα ο ίδιος γίνεται δύσπιστος όσον αφορά τον κυριακάτικο χριστιανισμό, αφού καταντά μια ώρα περίπου που εμπνέει ή και διασκεδάζει την πελατεία της ενορίας. Αντίθετα, ο εκκλησιασμός για τον οποίο μιλάει ο Σμέμαν είναι μια προσωπική συνάντηση με τον Χριστό, μια προσωπική αποδοχή του Ευαγγελίου και μια προσωπική εσωτερική πάλη με τον παλιό εαυτό μας, προκειμένου να υπάρξει μια δική μας αναγωγή του νέου εαυτού μας σε αυτόν τον κόσμο. Πάντοτε ο Schmemann επέμενε ότι πρέπει να υπάρξει μια προσωπική συνάντηση και εμπειρία του Θεού, αλλιώς, η λειτουργία και η υπόλοιπη εκκλησιαστική και πνευματική ζωή θα καταλήξουν σε δεισιδαιμονία ή νομικισμό. Ως εκ τούτου, η εκκλησία είναι αύξηση και ανάπτυξη σε πίστη και αγάπη, γνώση και κοινωνία, άρα αποτελεί μια ανθρώπινη απάντηση στο θείο δώρο της ζωής. Αυτό συνεπάγεται πως η εκκλησία οφείλει πάντα να είναι θεοκεντρική και ταυτόχρονα να έχει ως επίκεντρο τον άνθρωπο ή τον κόσμο, ειδάλλως (η εκκλησία) μειώνεται, παραμορφώνεται αν γίνει μόνο το ένα ή το άλλο. Η Εκκλησία, το μυστήριο του Χριστού, δεν είναι μια θρησκευτική κοινωνία προσηλυτισμένων, μια οργάνωση για την ικανοποίηση των θρησκευτικών αναγκών του ανθρώπου. Είναι νέα ζωή και λυτρώνει επομένως ολόκληρη τη ζωή, το συνολικό ‘είναι’ του ανθρώπου. Και όλη αυτή η ζωή του ανθρώπου είναι ακριβώς ο κόσμος στον οποίο και με τον οποίο ζει. Μέσω του ανθρώπου η Εκκλησία σώζει και λυτρώνει τον κόσμο. Μπορεί κανείς να πει ότι αυτός ο κόσμος σώζεται και λυτρώνεται κάθε φορά που ένας άνθρωπος ανταποκρίνεται στο θείο δώρο, το δέχεται και ζει με αυτό, σύμφωνα πάντα με τον Ρώσο θεολόγο.

Ο αγώνας του Schmemann ήταν να εκκλησιάσει τη ζωή, ήτοι, να συνδέσει αυτό που εξομολογήθηκε, γιόρταζε, έλαβε και προσευχόταν με αυτό που έκανε, με το πώς έζησε. Αυτό ήταν το όραμα της εκκλησίας και της θεολογικής σχολής των μεταναστών και των δασκάλων της στο Παρίσι από το οποίο προήλθε. Από ημερολόγιο του μαθαίνουμε ότι, ταξιδεύοντας προς το σπίτι του, πολλές φορές αναρωτιόταν για όλες εκείνες τις ζωές που ζουν πίσω από τα φωτισμένα παράθυρα των σπιτιών όπως τα κοίταζε από τη θέση του προαστιακού τρένου. Κάποτε είπε σε έναν πονεμένο φίλο ότι ο Θεός είναι τόσο αληθινός και τόσο κοντά όσο οι λεπίδες του χόρτου πάνω στις οποίες κάθονταν σε ένα χωράφι. Και αν ο Θεός δεν είναι τόσο αληθινός και τόσο κοντά, τότε ο Θεός δεν είναι χρήσιμος.

Όταν λοιπόν μιλάμε για Σμέμαν, ομιλούμε για ένα θεολόγο που μελετούσε Cammings, Gide, Léautard, που σεβόταν τους κλασικούς της αγαπημένης του ρωσικής λογοτεχνίας, που καταβρόχθιζε βιογραφίες μα και κριτικές για τη θρησκεία, που διάβαζε καθημερινά New York Times μαζί με πολυάριθμα περιοδικά. Τίποτα αληθινά ανθρώπινο δεν του ήταν ξένο και αυτή η ανθρωπιά διαπέρασε τη θεολογία του. Στο τέλος του δοκιμίου του Ο κόσμος ως μυστήριο, συνόψισε το όραμά του, κάτι που η εκκλησία, ειδικά η Ορθόδοξη Εκκλησία, πρέπει να διεκδικήσει εκ νέου: Μυστήριο είναι κίνηση, μετάβαση, πέρασμα, Πάσχα. Ο Χριστός ξέρει τον δρόμο και μας καθοδηγεί, προχωρώντας. Ο κόσμος, καταδικασμένος στην παλιά του φύση, που αποκαλύφθηκε ως αιώνια ζωή στη νέα του φύση, εξακολουθεί να είναι ο ίδιος κόσμος, το καλό έργο του Θεού. Οι σκέψεις για μια ζωή που θα έρθει, μπορεί να είναι παραπλανητικές. Κατά μία έννοια, δεν έχουμε άλλο κόσμο για να ζήσουμε εκτός από αυτόν, αν και ο τρόπος που τον καταλαμβάνουμε, η όλη μας σχέση με τον χώρο και τον χρόνο θα είναι πολύ διαφορετική όταν αναστηθούμε εν Χριστώ. Θα ήταν καλύτερα να σκεφτούμε τον πρακτικό καθημερινό κόσμο ως κάτι ακατανόητο και μη διαχειρίσιμο, εκτός και έως ότου μπορέσουμε να τον προσεγγίσουμε μυστηριακά μέσω του Χριστού. Η φύση και ο κόσμος είναι πέρα από την αντίληψή μας. Ο χρόνος επίσης, ο χρόνος που παρασύρει τα πάντα σε μια ροή χωρίς νόημα, προκαλεί τους ανθρώπους σε απόγνωση, εκτός αν δουν σε αυτόν το πρότυπο της δράσης του Θεού. Εξάπαντος οφείλουμε να συγκεντρωθούμε σε αυτόν τον κόσμο με αγάπη επειδή είναι γεμάτος από Θεό, επειδή μέσω της Θείας Ευχαριστίας , δύναται να τον βρεις παντού


ΟΛΗ Η ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΣΤΟ ΠΙΑΤΟ. ΜΑΖΙ ΜΕ ΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΚΟΛΥΜΠΑΕΙ ΣΤΗΝ ΑΓΝΟΙΑ. Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΧΘΡΟΣ Η ΠΤΩΣΗ, Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ, Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ, Η ΑΓΙΟΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΜΕΓΑΣ ΦΙΛΟΣ Η ΞΕΝΟΜΑΝΙΑ.
 Ο ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΟΣ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ, Ο ΕΥΚΟΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Από το “Ημερολόγιο” του Αλεξάνδρου Σμέμαν

«Τετάρτη, 10 Σεπτεμβρίου, 1980

Γενικά, νιώθω όλο και πιο αποξενωμένος, απομακρυσμένος απ’ όσα έχω να κάνω. Παίζω όλους μου τους ρόλους – Σεμινάριο, θεολογία, Εκκλησία, Ρώσοι εμιγκρέδες, αλλά κυριολεκτικά «ρόλους». Δεν ξέρω πώς ν’ αποτιμήσω αυτούς τους ρόλους, τί είναι. Ίσως απλή τεμπελιά, ίσως κάτι βαθύτερο. Για να είμαι τίμιος, δεν γνωρίζω. Το μόνο που ξέρω είναι πως αυτή η αποξένωση δεν με κάνει δυστυχισμένο. Ουσιαστικά είμαι αρκετά ευχαριστημένος με τη μοίρα μου και δεν θα ήθελα κάποια άλλη. Κατά κάποιο τρόπο, μου αρέσει ο καθένας απ’ αυτούς τους ρόλους, ο καθένας απ’ αυτούς τους κόσμους, και μάλλον θα έπληττα αν τους στερούμουν. Αλλά δεν μπορώ να ταυτιστώ μαζί τους. Σκέφτομαι χονδρικά ως εξής: έχω μια εσωτερική ζωή, αλλά η πνευματική μου κρατιέται χαμηλά. Ναι, έχω πίστη, αλλά με ολοκληρωτική απουσία ενός προσωπικού μαξιμαλισμού, τον όποιο τόσο προφανώς απαιτεί το Ευαγγέλιο.

Απ’ την άλλη πλευρά όλα όσα διαβάζω για την πνευματική ζωή, όλα όσα βλέπω στους ανθρώπους που τη ζουν, κάπως με ερεθίζουν. Τί συμβαίνει; Είναι αυτοάμυνα, είναι φθόνος γι’ αυτούς που τη ζουν, και γι’ αυτό μια επιθυμία να τη δυσφημίσω; Κατόπιν, τυχαία, διάβασα ένα απόσπασμα από τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο για την ανάγκη να μισήσεις το σώμα σου, και αμέσως ένιωσα πως όχι μόνο ό,τι χειρότερο υπάρχει μέσα μου, αλλά και κάτι άλλο είναι που δεν συμφωνεί μ’ αυτό, που δεν το δέχεται.

Απλά ερωτήματα για μια απλή επίγεια ανθρώπινη ευτυχία: για τη χαρά που ξεπερνά τον φόβο του θανάτου• για τη ζωή στην οποία μας έχει καλέσει ο Θεός. για το γιατί και το πώς λάμπει ο ήλιος• για το ποιοι είναι οι ορίζοντες της Λαμπέλ, οι απαλοί λόφοι της που σκεπάζονται από δένδρα, ο απέραντος ουρανός της και οι λαμπρές ακτίνες του ήλιου. Απλά ερωτήματα!»

ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΚΑΙ ΧΑΣΑΜΕ ΤΗΝ ΟΡΘΗ ΜΑΣ ΠΙΣΤΗ; ΑΠΟ ΤΟ ΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΛΛΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΚΤΙΣΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ; ΓΙΑ ΝΑ ΘΡΙΑΜΒΕΥΣΕΙ Ο ΑΚΤΙΣΤΟΣ ΚΛΗΡΙΚΟΣ; ΜΟΝΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΕΧΘΡΟΣ Ο ΗΣΥΧΑΣΜΟΣ, ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ.

«Τρίτη, 2 Φεβρουαρίου, 1982

Ο κληρικαλισμός δημιουργεί ασφυξία• ανάγει ένα μέρος του εαυτού του σ’ ολόκληρο τον ιερό χαρακτήρα της Εκκλησίας• μεταβάλλει τη δύναμή της σε ιερή εξουσία για να ελέγχει, να καθοδηγεί, να διοικεί• σ’ εξουσία για να επιτελεί μυστήρια, και γενικά, μετατρέπει την κάθε εξουσία σε «θεόσδοτη εξουσία»! Ο κληρικαλισμός αποσπά κάθε «ιερότητα» από τους λαϊκούς: αποδείξεις; το τέμπλο, η θεία Κοινωνία (μόνο κατόπιν αδείας), η Θεολογία...

Και όσο περισσότερο ο κληρικαλισμός «κληρικοποιεί» (η παραδοσιακή εικόνα του επισκόπου ή του ιερέα – που επιτείνεται από τα ρούχα του, τα μαλλιά του, κ.λπ., κι ο επίσκοπος από τις πανάκριβες στολές!), τόσο περισσότερο η ίδια η Εκκλησία θα εκκοσμικεύεται, θα υποτάσσεται πνευματικά σ’ αυτόν τον κόσμο. Στην Καινή Διαθήκη, ο ιερέας παρουσιάζεται ως ο ιδανικός λαϊκός. Σχεδόν όμως αμέσως μετά αρχίζει ο αυξανόμενος ριζικός χωρισμός του από τους λαϊκούς• κι όχι μόνο χωρισμός, αλλά αντίθεση κι αντιπαράθεση προς τους λαϊκούς…

Ο ιερέας αντί να είναι ο «τύπος των πιστών» (Α' Τιμοθ. 4, 12), εμφανίζεται με την εικόνα του «κυρίου πάσης ιερότητος» (master of all sacrality) που ξεχωρίζει από τους πιστούς, που διανέμει τη χάρη κατά βούληση.

Αυτή είναι η ρίζα της αντίθεσης στη συχνή θεία Κοινωνία από κάποιους κληρικούς – η προστασία της θείας Κοινωνίας με την εξομολόγηση, την άφεση, με την «εξουσία που μου έχει δοθεί...» κ.λπ. Είναι σαφές πως αυτός ο αγώνας μεγαλώνει τώρα υπό την επίδραση κάποιων κληρικών πού έχουν καταληφθεί από την εξουσία τους, από την «ιερότητά» τους. Τίποτε δεν απειλεί τόσο την εξουσία τους όσο η επιστροφή της Ευχαριστίας στην Εκκλησία, η αναγέννησή της ως το «Μυστήριο της Εκκλησίας», κι όχι ως ένα από «τα μέσα εξαγιασμού...».

Η τραγωδία της θεολογικής παιδείας βρίσκεται στο γεγονός πως νέοι άνθρωποι που θέλουν να γίνουν ιερείς αναζητούν –συνειδητά ή ασυνείδητα– αυτόν τον χωρισμό, αυτή την εξουσία, αυτό το ανέβασμα πάνω από τους λαϊκούς. Η δίψα τους αυτή ενισχύεται και γεννάται από ολόκληρο το σύστημα της θεολογικής παιδείας, τον κληρικαλισμό. Πώς μπορεί να τους κάνει κανείς να καταλάβουν, όχι μόνο με το μυαλό τους, αλλά μ’ ολόκληρη την ύπαρξή τους, πως πρέπει ν’ απομακρυνθούν από την εξουσία, από κάθε εξουσία, η οποία υπήρξε ανέκαθεν ένας πειρασμός που προέρχεται πάντοτε από τον Διάβολο; Ο Χριστός μάς απελευθέρωσε απ’ αύτη την εξουσία –«εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης...» (Ματθ., 28,18)– αποκαλύπτοντας το Φως της εξουσίας ως εξουσία αγάπης και Ουσιαστικής αυτοπροσφοράς. Ο Χριστός δεν έδωσε στην Εκκλησία «εξουσία», αλλά το Άγιο Πνεύμα: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον...». Η εξουσία, εν Χριστώ, επέστρεψε στον Θεό, κι ο άνθρωπος θεραπεύτηκε από το «διοικείν και διατάζειν».

Στο εξηκοστό πρώτο έτος της ζωής μου, ξαφνικά αναρωτιέμαι: Πώς τα πάντα έχουν τόσο πολύ διαστρεβλωθεί; Και φοβούμαι!»

ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΟΝΤΕΡΝΟΙ ΜΕ ΧΡΙΣΤΟ. ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΤΟΥ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΚΙ!!! Ο ΟΠΟΙΟΣ ΤΑΥΤΙΣΕ ΤΗΝ ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ, ΤΗΝ ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ ΜΕ ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΗΣΥΧΑΣΜΟ ΤΑΥΤΙΣΕ ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ ΜΕ ΤΑ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΑ ΠΑΘΗ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ. 

Η ΠΙΣΤΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΟΡΑΤΩΝ ΥΠΟΣΤΑΣΙΣ ΔΕΝ ΕΞΑΝΤΛΕΙΤΑΙ ΣΤΗΝ ΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ. Η ΠΙΣΤΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΣΤΗ ΣΥΝΟΔΙΚΗ, ΑΚΡΙΒΩΣ Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΑΡΘΡΩΝΕΤΑΙ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟ ΣΥΝΟΔΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΠΟΥ ΑΠΟΡΡΕΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ Β' ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΟ ΣΥΝΟΔΟ. Η ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΝΕΩΣΕ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕ, ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ  ΚΛΗΡΙΚΑΛΙΣΜΟ, ΙΔΡΥΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ.

2 σχόλια:

Νικολαος είπε...

«Και τούτο δει ποιήσαι κάκείνο μη άφιέναι»

Αλλά όχι, ο αμέθυστος λέει "ΑΦΙΕΝΑΙ"!.

amethystos είπε...

E ναί.Νά υπηρετούμε δύο Κυρίους δέν τό θέλει ούτε ο εαυτός μας.