Συνέχεια από Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012
Οι
κατηγορίες λοιπόν είναι πρώτα απ'όλα σχήματα της μεταφυσικής και όχι της
λογικής. Έτσι λοιπόν η κατηγορία δέν έχει μόνον την σημασία τού κατηγορουμένου
τής κρίσεως, αλλά ο όρος αυτός αγκαλιάζει μία πλατύτερη σημασία. Η έκφραση
κατηγορίαι τού όντος εκφράζει την ίδια έννοια που εκφράζει επίσης πολύ συχνά ο Αριστοτέλης, με την διάσημη
διατύπωση: πολλαχώς λέγεται το όν ή ποσαχώς λέγεται το όν. Το πρόβλημα που
προκύπτει ξανά μετά το ξεκαθάρισμα των κατηγοριών σαν μεταφυσικών αξιών, είναι
ο Ορισμός, ή ο καθορισμός αυτού του όντος του οποίου οι κατηγορίες είναι γένη,
σχήματα, πτώσεις, διαιρέσεις. Στον καθορισμό αυτό λοιπόν οι περισσότεροι
στοχαστές συμφωνούν πώς στο πλαίσιο των κατηγοριών υπεισέρχονται ταυτόχρονα
όντα και σκέψεις. Ότι οι κατηγορίες συμπεριλαμβάνουν και τα περιεχόμενα των
αναπαραστάσεών μας και τα αντικείμενα τής εμπειρίας μας.
Ο Αριστοτέλης λοιπόν, αυτές τις
πολλές σημασίες του όντος, προσπάθησε να τις συγκεντρώσει σε τέσσερις
θεμελιώδεις : (Μετα Γ2, 1003 b Δ7, 1017 α 7). (1) Το όν κατά τα
σχήματα των κατηγοριών. (2) Το όν κατά δυνάμει και ενεργεία. (3) Το όν κατά
συμβεβηκός. (4) Το όν ώς αληθές και το μή-όν ώς ψεύδος.
Ακόμη και αυτή η οργάνωση όμως δέν
καλύπτει όλες τις σημασίες τού όντος. Οι τρείς τελευταίες σημασίες είναι
δυνατές και γίνονται κατανοητές μόνον αναφορικώς με την πρώτη σημασία του
όντος. Με την ουσία συγκεκριμένα και μάλιστα με την αισθητή ουσία. Το όν σαν
δύναμις δέν κατανοείται παρά σαν ουσία έχουσα ύλη! (Μετ. Ν1, 1088 b 1) : ανάγκη τε εκάστου ύλην
είναι το δυνάμει τοιούτον. Το ίδιο
ισχύει και για το όν κατά συμβεβηκός. Το οποίο αφορά τα όντα τα οποία δέν
υπάρχουν αναγκαίως, δηλ, τα αισθητά (Μετ. Ε2, 1027 α13) : ώστε η ύλη έσται
αιτία η ενδεχομένη παρά το ώς επί το
πολύ άλλως του συμβεβηκότος. Το ίδιο ισχύει και για το όν ώς αληθές και το
μή-όν ώς ψεύδος: (Μετ. Ε 4,1027 b 25) : Ού γάρ έστι το ψεύδος και το
αληθές εν τοις πράγμασιν...αλλ'έν διανοία!
Έτσι λοιπόν οι κατηγορίες στο σύνολο
τους δέν μας δίνουν πρώτως όν, το όν ή όν, την ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΟΝΤΟΣ, που δίνεται με
την έρευνα της ουσίας: (Μετ Ζ1 1028 b 2): Και δή και το παλαι τε και νυν
και αει ζητούμενον και αει απορούμενον, τι το ον, τουτο έστι τις η ουσία! Δηλ
το αισθητό όν καλύπτει την ολότητα του όντος ή όχι: (Μετ. Ζ2, 1028 b 27) : Σχετικά λοιπόν με αυτά
τί λέγεται καλά ή άσχημα και ποιές είναι ουσίες και αν υπάρχουν κάποιες ουσίες
παράπλευρα απο τις αισθητές ή δεν υπάρχουν, και αυτές τί είδους ύπαρξη έχουν
και αν υπάρχει κάποια αυθύπαρκη ξεχωριστή ουσία, και γιατί και πώς, ή δέν
υπάρχει παράπλευρα απο τις αισθητές καμία, για όλα αυτά τα ζητήματα πρέπει να
γίνει σκέψη (σκεπτέον), αφού δώσουμε προτύτερα σε γενική υποτύπωση τί είναι η
ουσία.
Και συνεχίζει : (Μετ. Λ1 1069 Α 30)
: Ουσίαι δέ τρείς, μία μέν αισθητή -ης η μέν αΐδιος ή δέ φθαρτή ήν πάντες
ομολογούσι οιον τα φυτά και τα ζώα...άλλη δέ ακίνητος και ταυτην φασί τίνες
είναι χωριστήν (Μετ Λ6, 1071 b 3): Επει δ’ ήσαν τρείς ουσίαι, δύο
μέν αι φυσικαί, μία δέ η ακίνητος, περί ταύτης λεκτέον ότι ανάγκη είναι αΐδιον
τινα ουσίαν ακίνητον.
Τρείς είναι λοιπόν οι σφαίρες του
Είναι: εκείνη της αισθητής ουσίας ή οποία χωρίζεται σε φθαρτή και αΐδιο και η
σφαίρα του αιωνίου όντος, του ακινήτου και υπερβατικού (αΐδιος και ακίνητος και
κεχωρισμένη ουσία)
Οι κατηγορίες λοιπόν δέν ισχύουν για
το όν ή όν, αλλά μόνον για το αισθητό όν. Δέν καλύπτουν όλο το όν και αφήνουν
την αΐδιο και ακίνητο και κεχωρισμένη ουσία απέξω. Οι κατηγορίες υπάρχουν μόνον
σε ένα σύνολο ύλης και μορφής, ενώ η κεχωρισμένη ουσία, το υπερβατικό όν είναι
άνευ ύλης, είναι ενέργεια, καθαρή μορφή δηλ, είδος. Το δέ τι ήν είναι ουκ έχει
ύλην το πρώτον (Μετ 18 1074 α36). Στο κεχωρισμένο όν, στο υπερβατικό λείπει
ακριβώς η σύνθεση είδους και ύλης [δέν είναι σύνθεση ψυχής και σώματος, όπως
λέει ο Γιανναράς], στο οποίο και για το οποίο εμφανίζονται οι κατηγορίες και
ολόκληρο το όν αφομοιώνεται στο τί ήν είναι.
Οι κατηγορίες είναι οι τρόποι με
τους οποίους πραγματοποιείται η συνάντηση ύλης και μορφής, οι τρόποι με τους
οποίους αυτή η συνάντηση πρέπει να πραγματοποιηθεί: Κανένα αισθητό δέν
υφίσταται έξω των κατηγοριών. Οι κατηγορίες είναι τα καθ'αυτά των συμβεβηκότων.
Διότι όσα μή ουσίαν σημαίνει συμβεβηκότητα! Καθ'αυτά δέν είναι λέγεται όσαπερ
σημαίνει τα σχήματα της κατηγορίας.
Η ουσία λοιπόν προηγείται των
κατηγοριών με όλες τις σημασίες του όρου: (Μετ Ζ1, 1028 α 32). Πάντως η ουσία
πρώτον, και λόγω και γνώσει και χρόνο των μεν γαρ άλλων κατηγορημάτων των ουδέν
χωριστόν, αύτη δέ μόνη. Τα κατηγορήματα είναι για την ουσία και δέν υπάρχουν
έξω απο την ουσία. Είναι δηλαδή δομικά εξαρτημένες απο την ουσία, είναι εν
ουσία δηλαδή εν υποκειμένω σε υπόστρωμα! (Κατηγορίες 5,2, α 34): τα δ'άλλα
πάντα ήτοι καθ'υποκειμένων λέγεται των πρώτων ουσιών ή έν υποκειμέναις αυταίς
έστιν ! Και στην Μετ Ζ3 1029 α 7, δίνει τον ορισμό της ουσίας : νυν μέν ουν
τύπω είρηται τι ποτ'εστίν η ουσία, ότι το μή καθυποκειμένου αλλά καθου τα άλλα!
Δηλ ουσία είναι αυτό το οποίο δέν λέγεται δεν εκφωνείται πάνω σε άλλο αλλά πάνω
σ'αυτό εκφωνούνται τα άλλα!
Διότι
η υπερβατική ουσία είναι αΐδιος και κινεί τον άπειρον χρόνον και επομένως
αποκλείει την κατηγορία του πότε, που σημαίνει χρόνο πεπερασμένο. Και σαν
κινητό ακίνητο και ουσία πάντοτε ενεργεία, αποκλείει απο τον εαυτό της τόσο την
κατηγορία της κινήσεως δηλαδή του πάθους (ο Θεός είναι ακίνητος και απαθής)
όπως και την κατηγορία της πράξεως και της κινήσεως που συνεπάγεται: (Μετ Λ7,
1072 b 3). Έστι γαρ τινί το ου ένεκα και τινός ων το μεν έστι το δ΄ουκ
έστι κινεί δη ως ερώμενον κινούμενα δε
τάλλα κινεί. ει μεν ούν τι κινείται, ενδέχεται και άλλως έχειν (Είναι γνωστό
ότι το τέλος ένεκα του οποίου σημαίνει τον ίδιο τον σκοπό κάποιου πράγματος και
επομένως στην δεύτερη σημασία το τέλος μπορεί να βρεθεί ανάμεσα στα ακίνητα
όντα, στο άριστο όν (Αριστοτέλης), στην πρώτη όμως σημασία όχι, διότι κινεί ώς
ερώμενον, καθότι εάν κάτι κινείται είναι εδεχόμενο να υπάρχει και κατά έναν
άλλον τρόπο.
Οι κατηγορίες λοιπόν ξεκαθαρίζουν
για τον Αριστοτέλη σαν πάθη της ουσίας. Σαν κινήσεις της ουσίας, διότι η
καθ'αυτή ουσία δέν έχει συμβεβηκότητα, καθώς τα συμβεβηκότα εξαρτώνται απο τα
πάθη. Οι κατηγορίες λοιπόν δείχνουν πεπερασμένο και πολλαπλότητα ενω
αποκλείεται ξεκάθαρα το Απόλυτο να έχει όλους εκείνους τους χαρακτήρες που
είναι δεμένοι με τις κατηγορίες. Η Θεία ουσία δέν έχει μέγεθος, είναι αμερής,
είναι αδιαίρετος και επομένως είναι παντελώς άνευ σημασίας οι κατηγορίες του
ποσού και τού πού. (Μετ Λ7 1073 Α 3).
Ας δούμε και ένα ενδιαφέρον
απόσπασμα απο το τέταρτο βιβλίο όπου λέγεται ότι η σφαίρα του αισθητού είναι
μόνον ένα μικρό τμήμα του όντος και δεν μετρά σχεδόν καθόλου: Μετ γ5 ,1010 α
25. Επιπλέον δέ είναι άξιο να επιτιμήσουμε όσους (τους οπαδούς του Ηράκλειτου)
σκέπτονται έτσι, πώς επειδή παρατήρησαν ότι τα αισθητά όντα και μάλιστα σε έναν
ελάχιστο αριθμό εξ'αυτών, ότι συμπεριφέρονται μ'αυτόν τον τρόπο, τοιουτοτρόπως
απεφάνθησαν και επεξέτειναν την παρατήρηση τους και για ολόκληρο τον ουρανό.
Γιατί ο τόπος του αισθητού, που βρίσκεται γύρω μας διατελεί μέσα στην φθορά και
στην γένεση μόνον, και αυτός ο τόπος μπορούμε να πούμε δεν είναι ούτε ένα
τιποτένιο μόριο του παντός και θα ήταν δικαιώτερο άν χάριν εκείνων αθώωναν τα
πράγματα εδώ κάτω, παρά να καταδικάσουν εκείνα χάριν ετούτων εδώ, Πρέπει λοιπόν
να τους αποδείξουμε ότι υπάρχει μία ακίνητη φύσις και αυτοί πρέπει να πεισθούν.
Όπερ
και εγένετο! Μόνον που δέν κατόρθωσε να πείση τύπους σαν τον Χιούμ και τον
Κάντ, οι οποίοι με την σειρά τους έπεισαν τύπους σαν τον Χέγκελ και τον
Χάϊντεγτκερ και τον Γιανναρά και τον Κλιματσάκη και απολυτοποίησαν το
πεπερασμένο.
Ας είναι όμως και τούτο υπόψη
Γιανναρά και Ζηζιούλα και Σία, οι οποίοι μας προτείνουν να υπερβούμε την ανάγκη
(Μετ 1072 b 11) Το αναγκαίον έχει ώς εξής: άλλοτε σημαίνει το βίαιο
εξ'αιτίας εναντίωσης προς την ορμή, αλλοτε τον απαραίτητο όρο για την ύπαρξη
του καλού και άλλοτε ότι δέν μπορεί να υπάρχει αλλιώς, αλλά υπάρχει κατά ένα
μοναδικό τρόπο. "Το γάρ αναγκαίον τοσαυταχώς, το μέν βία, ότι παρά την
ορμήν, το δέ ου ούκ άνευ το ευ, το δέ μή ενδεχόμενον άλλως αλλ'απλώς!"
Και συνεχίζει ο Αριστοτέλης
αγνοημένος απο όλους. Το πρώτο κινούν είναι λοιπόν κατ'απόλυτη αναγκαιότητα όν
και το χαρακτηριστικό τής αναγκαιότητος τού δίνει και την ιδιότητα του καλού
και έτσι είναι αρχή:( εξ ανάγκης έστιν όν και η ανάγκη καλώς και ούτως αρχή!).
Απο μία τέτοια Αρχή εξαρτώνται ο
ουρανός και η Φύση. Και ο τρόπος της ζωής της είναι η άριστη και είναι εκείνος
ο τρόπος ζωής που μας επιτρέπεται να ζήσουμε και εμείς για σύντομο χρονικό
διάστημα. Όμως εκείνα βρίσκονται σ'αυτή την κατάσταση για πάντα. Για μας είναι
αδύνατον, αλλά για εκείνη είναι δυνατόν, καθότι η ενέργεια της είναι η
ευχάριστη ηδονή. Και γι'αυτό και για μας η εγρήγορση, η αίσθηση και η νόηση
είναι ύψιστη ηδονή και λόγω αυτών έχουμε καί τις μνήμες και τις ελπίδες! Και
μας αποκαλύπτει και τον χαμένο θησαυρό μας, τον Νού, ακριβώς σ'αυτό το σημείο
(Μεταφ 1072 b 18) "Η καθαυτή νόηση έχει αντικείμενό της το καθαυτό
άριστο και όσο σε ύψιστο βαθμό είναι αυτή νόηση σε ανάλογο υπέρτατο βαθμό είναι
και το αντικείμενο της άριστο, αυτόν δέ νοεί ο νούς κατά μετάληψιν του νοητού
(και τον εαυτό του νοεί ο νούς πέρνοντας μέσα του ώς περιεχόμενο του το νοητό),
διότι γίνεται νοητός ζυμώνοντας και νοόντας (και νοών), ώστε ταυτόν νούς και
νοητόν. ΤΟ ΓΑΡ ΔΕΚΤΙΚΟΝ ΤΟΥ ΝΟΗΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ, ΝΟΥΣ. Ενεργεί δέ έχων (και
είναι εν ενεργεία όταν τα κατέχει) ώστε περισσότερο απο εκείνη την Ικανότητα
είναι αυτή η ενεργητική κατοχή που αποτελεί το θεϊκό στοιχείο στον νού
(ώστ'εκείνου μάλλον τούτο ο δοκεί ο νούς θείον έχειν), και η θεωρία το ήδιστον
και άριστον!
Εάν λοιπόν ο Θεός έχει πάντοτε αυτή
την μακαριότητα, εμείς δέ την απολαμβάνουμε μόνον μερικές φορές, αυτό είναι
θαυμαστό και μάλιστα είναι ακόμη θαυμαστότερο το ότι έχει ζωή, είναι και ζωή.
ΔΙΟΤΙ Η ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ ΕΙΝΑΙ ΖΩΗ ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΟΣ ΔΕ, ΕΙΝΑΙ Η ΕΝΕΡΓΕΙΑ. Η καθαυτή
όμως ενέργεια είναι η άριστη και αΐδιος ζωή του Θεού. Διότι λέμε στ'αλήθεια ότι
ο Θεός είναι ζώον αΐδιον άριστον. Ώστε συνεχής ζωή και αΐδιος και αιών υπάρχει
στον Θεό, ΤΟΥΤΟ ΓΑΡ Ο ΘΕΟΣ!
Στην
συνέχεια θα δούμε με συντομία την παραγωγή της πολλαπλότητος απο το Εν!
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου