Σπύρος Α. Λαζάρου, M.D. Πλαστικός Κρανιογναθοπροσωπικός & Επανορθωτικός Χειρουργός
Μια και μιλάμε για αυτονομημένη λογική… σήμερα ακόμα υπάρχει φόβος μεταξύ πιστών εδώ για τις αιρέσεις του παπισμού και προτεσταντισμού. Σας λέω ότι αυτές είναι ήδη νεκρές και ασήμαντες. Η πραγματική αίρεση είναι πάντα η φαντασίωση μιας αυτονομημένης λογικής. Ζούμε πάντα μέσα σε αυτή και δεν είναι δακτυλοδικτούμενη. Σήμερα ο ναός αυτής της αίρεσης είναι το πανεπιστήμιο και τα κατηχητήριά του. Εκεί που όλοι ακριβώς πασχίζουμε να στείλουμε τα βλαστάρια μας για να βρουν μια καλή θέση αύριο στο μονεταριστικό οικοδόμημα ακριβώς αυτής της φαντασίωσης. Στο πανεπιστήμιο απομυστηριοποιείται η ζωή. Εκεί αποεκκλησιοποιείται η θεολογία μας. Το άσυλο εκεί βρίσκεται γιατί αυτή είναι η “άλμα μάτερ’ μας, η τρέφουσα μάνα. Όλα αυτά που αναφέραμε στην εκκλησία παλαιότερα.
Η υπερηφάνεια είναι η πηγή όλων των αιρέσεων. Γι αυτό σήμερα η αίρεση μπορεί να έχει όλα τα δόγματα ορθά αλλά στην σκέψη, στην καρδιά και στην πράξη παραμένει αίρεση.
Ας προχωρήσουμε τώρα στην Καινο-διαθηκική αντίληψη του χρήματος στα πλαίσια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας…
Ο Ρωμαϊκός νόμος, με την μονεταριστική πολιτική του οντολογία, είναι η μήτρα της σύγχρονης αστικής κοινωνίας και του αστικού νόμου. Στο κέντρο του αξιακού συστήματος, που εισάγει σαν εργαλείο νοηματοδότησης της πραγματικότητας και κυριαρχίας πάνω σε αυτήν, στέκεται το δίπολο ιδωτική εμπειρία – κοινός νόμος, ή, με άλλα λόγια, η σχέση επιθυμία – ανάγκη.
Δηλαδή: ο Σπύρος έχει χτίσει την συνείδηση του μέσα από την ιδιωτική του εμπειρία, δηλαδή την ιστορία της ανάδυσης, επιδίωξης και επίτευξης των επιθυμιών του (πραγματικών και πλαστών) η κοινωνία όμως αποτελείται από χιλιάδες Σπύρους με διαφορετικές εμπειρίες-επιθυμίες και για να μην διαλυθεί το σύστημα έρχεται ο κοινός νομός και καθορίζει αυθαίρετα τα όρια των επιθυμιών–αξιολογεί αυθαίρετα τις επιμέρους εμπειρίες.
Στο βιβλικό-αποκαλυπτικό μήνυμα, ενώ δεν ασκείται με άμεσο τρόπο ούτε πολιτική κριτική στο κράτος και τις δομές κυριαρχίας του ούτε στα ηθικά-αξιακά συστήματα του κυρίαρχου πολιτισμού, συνεχώς και με οξύτητα καταγγέλλεται το μονεταριστικό φαντασιακό του Ρωμαϊκού κρατισμού και το ιδεολόγημα της μεταφυσικής (=αυτονομημένης) ηθικής. Αυτό γίνεται κυρίως με την αντιστροφή του παραπάνω δίπολου σε κοινή εμπειρία – προσωπική ηθική βούληση.
Δηλαδή: στην Εκκλησία όμως ΗΤΑΝ αλλιώς. Οι Σπύροι είχαν σαν βάση της συνείδησής τους την κοινή εκκλησιαστική εμπειρία και αυτές οι συνειδήσεις λειτουργούσαν σαν επιμέρους προσωπικοί «νομοί» στον αγώνα της αγάπης. Αυτό τελικά λειτουργεί σαν υπέρβαση της ιδιωτικής (=από επιθυμιών) συνείδησής που μας εγκλωβίζει στην καθημερινότητα της φθοράς. Έτσι ο Σπύρος μας μπορεί να αρχίσει να γεύεται την ελευθερία χωρίς να χάνει την ιδιοπροσωπία του.
Η αντιστροφή αυτή βρίσκεται,
[α] στην πολιτικοποίηση της εμπειρίας: “λαχταρώ να ιδωθούμε ώστε να σας μεταδώσω ένα πνευματικό δώρο για να στηριχθείτε, κι αυτό είναι η κοινή παρηγοριά της αμοιβαίας πίστης μας” [Ρωμ.1:11-12] γράφει ο Παύλος στους Χριστιανούς της εποχής του, που “όλοι τους μοιράζονταν την ζωή τους και είχαν τα πάντα κοινά και τις ιδιοκτησίες τους ξεπουλούσαν και τις μοιράζονταν μεταξύ τους με βάση τις ανάγκες τους” [Πρ. 2:44-45], και
[β] στην προσωποποίηση της ηθικής στάσης: “Ολα όσα θέλετε να σας κάνουν οι άλλοι άνθρωποι αυτά και σεις να τους κάνετε” [Μθ. 7:12], ή, πιο οντολογικά, “να αγαπάς τον άλλον σαν [αληθινό] εαυτό σου” [Λκ. 10:27]. (ο Παύλος προσδιορίζει αυτήν την ηθική στάση καθαρά αντιμοραλιστικά λέγοντας “Δεν οφείλετε τίποτε σε κανέναν παρά να/όταν αγαπάτε ο ένας τον άλλον”. [Ρωμ.13:8])
Αυτή η αντιστροφή δεν είναι ένα απλό θεωρητικό κατασκεύασμα αλλά εξαρτάται από το συνεπές αντι-μονεταριστικό μήνυμα του Ευαγγελίου (“δεν γίνεται να υπηρετείτε ταυτόχρονα και τον θεό και το χρήμα” [Μθ.5:24]) και την μεσσιανική ισότητα (“ώστε να μήν υπάρχει σε άλλους [υλική] άνεση και σε σας στεναχώρια: το τωρινό σας περίσσευμα να καλύψει την στέρηση τους, ώστε και το [μελλοντικό] δικό τους περίσσευμα να καλύψει τη δική σας [μελλοντική] στέρηση, ώστε να πραγματοποιηθεί η ισότητα” [Β΄ Κορ. 8:13-14]). Αντίθετα ακυρώνει το αστικό ιδεολόγημα του κλειστού εαυτού (ο ιδιώτης σαν οικονομική μονάδα) μέσα στην “κοινωνία” (societas, σαν απρόσωπης γραφειοκρατικής μηχανής οικονομικών σχέσεων):
[α] Η πολιτικοποίηση της εμπειρίας ακυρώνει τον αστικό ατομισμό—την ιδιωτική κατανάλωση “κοινωνικών αγαθών”.
[β] Η προσωποποίηση της ηθικής ακυρώνει την γραφειοκρατική ανηθικότητα του αστικού νόμου—την εξουσία του κανενός (=αφηρημένη αξία του κεφαλαίου) πάνω στα πρόσωπα.
Αυτή η αντιστροφή κρίνει την μεγαλύτερη βλασφημία των αιώνων: τον αστικοποιημένο “χριστιανισμό”.
Κάθε ριζοσπαστική πολιτική ιδεολογία έχει να αντιμετωπίσει το δίλημμα της ελευθερίας: η ανατροπή του νόμου, σαν πηγή προσωπικής ανελευθερίας, οδηγεί αναπόφευκτα σε νέες μορφές νομικής ανελευθερίας, μέσα από διαδικασίες βίας (όπου βία η μήτρα του νόμου). Αυτό είναι γνωστό σε κάθε ριζοσπάστη που οραματίζεται μια “νέα” ηθική (=νομική) τάξη που θα αντικαταστήσει την “παλαιά”, ακόμη και αν αποφεύγει να το αγγίξει (γιατί τότε θα έθετε σε αμφισβήτηση την ίδια την ριζοσπαστική του ταυτότητα, την ηθική του αυτοδικαίωση). Η συνέχεια είναι γνωστή σε καθένα από μας που έχει μια στοιχειώδη ιστορική ενημέρωση: το κάλεσμα για ισότητα και ελευθερία να καταλήγει σύντομα σε νέες μορφές ανισότητας και ανελευθερίας. Η απάντηση της Γραφής σε αυτό το πρόβλημα δεν είναι απλή, δεν είναι μία ηθική συνταγή. Όμως υπάρχει ένα σημείο όπου αυτή η απάντηση αποκτά μια πυκνή θεωρητική τοποθέτηση: “αυτό έχω να σας πω αδέλφια μου, ο καιρός είναι μετρημένος· γι’ αυτό, και όσοι είναι έγγαμοι ας είναι ως μη έγγαμοι, και όσοι πενθούν ως μη πενθούντες, και όσοι χαίρονται ως μη χαίροντες, και όσοι αγοράζουν ως μη ιδιοκτήτες, και όσοι χρησιμοποιούν αυτόν τον κόσμο ως μη κυρίαρχοι· γιατί πεθαίνει αυτός ο κόσμος. και θέλω να είστε ελεύθεροι από τις μέριμνες.” [1Κορ.7:29-32]
Εδώ ο Παύλος, αφού έχει ερωτηθεί από την εκκλησία της Κορίνθου για θέματα καθημερινής ηθικής (αστικού δικαίου), απαντά με τον τρόπο της μεσσιανικής αποκάλυψης της Γραφής: ούτε υποτασσόμαστε στα σχήματα αυτού του κόσμου, ούτε αναζητούμε την ουτοπία της αλλαγής του, γιατί γνωρίζουμε ότι κάθε “νέα” τάξη δεν θα είναι παρά μία ακόμη νομική-ηθική τακτοποίηση του θανάτου που αυτός ο κόσμος κουβαλά μέσα του σαν γενετική του ασθένεια.
Η στάση αυτή του Παύλου
[α] ΔΕΝ είναι υποταγή στην κοσμική πραγματικότητα—όταν καλεί σε έμπρακτη καθημερινή άρνηση της ιδιοκτησίας (dominium), ουσιαστικά προκαλεί την ακύρωση της πηγής του Ρωμαϊκού κράτους, του Ρωμαϊκού νόμου, και κάθε κράτος και καίσαρα που γεννά η κτητικότητα,
[β] ΔΕΝ είναι κάλεσμα σε ατομική “πνευματική” απόσυρση, σε ατομική ψευτοθρησκεία και ψευτοαγγελισμούς, αφού δεν αρνείται την καθημερινή χρήση-βίωση της πραγματικότητας – η κοινοκτημοσύνη είναι η ουσία του μοναστηριού
[γ] αλλά, ΔΕΝ είναι και κάλεσμα σε επαναστατική αλλαγή της πολιτικής τάξης, καθώς γνωρίζει ότι κάθε νόμος, κάθε ηθικό σύστημα, κάθε κοινωνικό φαντασιακό, είναι συντήρηση ενός κόσμου που πεθαίνει.
Ο Παύλος δεν έχει ανάγκη να προπαγανδίσει μια κοινωνική ουτοπία γιατί μένει συνεπής στις προϋποθέσεις της εκκλησιαστικής του εμπειρίας όπου “δεν υπάρχει ούτε Ιουδαίος ούτε Ελληνας, ούτε δούλος ούτε ελεύθερος, ούτε άνδρας ούτε γυναίκα· αλλά όλοι είστε ένας εν Χριστώ Ιησού” [Γαλ.3:28], όπου δηλαδή δεν υφίσταται καμμιά διάκριση, ούτε εθνική, ούτε νομική, ούτε φυσική. Όποιος, λοιπόν, θέλει να βιώνει αυτήν την εκκλησιαστική εμπειρία δεν μπορεί παρά να σχετικοποιεί στην καθημερινότητα κάθε ψυχολογικό, νομικό ή ηθικό δεδομένο ως μη τέτοιο. Με άλλα λόγια, ο Παύλος δεν καλεί ούτε σε υποταγή ούτε σε επανάσταση, αλλά σε μια απειρία προσωπικών καθημερινών μικρο-επαναστάσεων, σε έναν υπερ-συνειδητό μηδενισμό συμμετοχής στην καθημερινότητα. Αυτό τελικά λειτουργεί σαν υπέρβαση της ιδιωτικής (=από επιθυμιών) συνείδησης που μας εγκλωβίζει στην καθημερινότητα της φθορας.
Αυτό δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να λεχθεί αν δεν είχε τεθεί ήδη το κριτήριο του σαρκωμένου Λόγου: “κάλεσε [ο Ιησούς] ένα παιδάκι και το έβαλε να σταθεί ανάμεσα από τους μαθητές του και είπε: Αλήθεια σας λέω, αν δεν αλλάξετε και δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν έχετε θέση στην βασιλεία των ουρανών.” [Μθ. 18:2-3]
Η υπερηφάνεια είναι η πηγή όλων των αιρέσεων. Γι αυτό σήμερα η αίρεση μπορεί να έχει όλα τα δόγματα ορθά αλλά στην σκέψη, στην καρδιά και στην πράξη παραμένει αίρεση.
Ας προχωρήσουμε τώρα στην Καινο-διαθηκική αντίληψη του χρήματος στα πλαίσια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας…
Ο Ρωμαϊκός νόμος, με την μονεταριστική πολιτική του οντολογία, είναι η μήτρα της σύγχρονης αστικής κοινωνίας και του αστικού νόμου. Στο κέντρο του αξιακού συστήματος, που εισάγει σαν εργαλείο νοηματοδότησης της πραγματικότητας και κυριαρχίας πάνω σε αυτήν, στέκεται το δίπολο ιδωτική εμπειρία – κοινός νόμος, ή, με άλλα λόγια, η σχέση επιθυμία – ανάγκη.
Δηλαδή: ο Σπύρος έχει χτίσει την συνείδηση του μέσα από την ιδιωτική του εμπειρία, δηλαδή την ιστορία της ανάδυσης, επιδίωξης και επίτευξης των επιθυμιών του (πραγματικών και πλαστών) η κοινωνία όμως αποτελείται από χιλιάδες Σπύρους με διαφορετικές εμπειρίες-επιθυμίες και για να μην διαλυθεί το σύστημα έρχεται ο κοινός νομός και καθορίζει αυθαίρετα τα όρια των επιθυμιών–αξιολογεί αυθαίρετα τις επιμέρους εμπειρίες.
Στο βιβλικό-αποκαλυπτικό μήνυμα, ενώ δεν ασκείται με άμεσο τρόπο ούτε πολιτική κριτική στο κράτος και τις δομές κυριαρχίας του ούτε στα ηθικά-αξιακά συστήματα του κυρίαρχου πολιτισμού, συνεχώς και με οξύτητα καταγγέλλεται το μονεταριστικό φαντασιακό του Ρωμαϊκού κρατισμού και το ιδεολόγημα της μεταφυσικής (=αυτονομημένης) ηθικής. Αυτό γίνεται κυρίως με την αντιστροφή του παραπάνω δίπολου σε κοινή εμπειρία – προσωπική ηθική βούληση.
Δηλαδή: στην Εκκλησία όμως ΗΤΑΝ αλλιώς. Οι Σπύροι είχαν σαν βάση της συνείδησής τους την κοινή εκκλησιαστική εμπειρία και αυτές οι συνειδήσεις λειτουργούσαν σαν επιμέρους προσωπικοί «νομοί» στον αγώνα της αγάπης. Αυτό τελικά λειτουργεί σαν υπέρβαση της ιδιωτικής (=από επιθυμιών) συνείδησής που μας εγκλωβίζει στην καθημερινότητα της φθοράς. Έτσι ο Σπύρος μας μπορεί να αρχίσει να γεύεται την ελευθερία χωρίς να χάνει την ιδιοπροσωπία του.
Η αντιστροφή αυτή βρίσκεται,
[α] στην πολιτικοποίηση της εμπειρίας: “λαχταρώ να ιδωθούμε ώστε να σας μεταδώσω ένα πνευματικό δώρο για να στηριχθείτε, κι αυτό είναι η κοινή παρηγοριά της αμοιβαίας πίστης μας” [Ρωμ.1:11-12] γράφει ο Παύλος στους Χριστιανούς της εποχής του, που “όλοι τους μοιράζονταν την ζωή τους και είχαν τα πάντα κοινά και τις ιδιοκτησίες τους ξεπουλούσαν και τις μοιράζονταν μεταξύ τους με βάση τις ανάγκες τους” [Πρ. 2:44-45], και
[β] στην προσωποποίηση της ηθικής στάσης: “Ολα όσα θέλετε να σας κάνουν οι άλλοι άνθρωποι αυτά και σεις να τους κάνετε” [Μθ. 7:12], ή, πιο οντολογικά, “να αγαπάς τον άλλον σαν [αληθινό] εαυτό σου” [Λκ. 10:27]. (ο Παύλος προσδιορίζει αυτήν την ηθική στάση καθαρά αντιμοραλιστικά λέγοντας “Δεν οφείλετε τίποτε σε κανέναν παρά να/όταν αγαπάτε ο ένας τον άλλον”. [Ρωμ.13:8])
Αυτή η αντιστροφή δεν είναι ένα απλό θεωρητικό κατασκεύασμα αλλά εξαρτάται από το συνεπές αντι-μονεταριστικό μήνυμα του Ευαγγελίου (“δεν γίνεται να υπηρετείτε ταυτόχρονα και τον θεό και το χρήμα” [Μθ.5:24]) και την μεσσιανική ισότητα (“ώστε να μήν υπάρχει σε άλλους [υλική] άνεση και σε σας στεναχώρια: το τωρινό σας περίσσευμα να καλύψει την στέρηση τους, ώστε και το [μελλοντικό] δικό τους περίσσευμα να καλύψει τη δική σας [μελλοντική] στέρηση, ώστε να πραγματοποιηθεί η ισότητα” [Β΄ Κορ. 8:13-14]). Αντίθετα ακυρώνει το αστικό ιδεολόγημα του κλειστού εαυτού (ο ιδιώτης σαν οικονομική μονάδα) μέσα στην “κοινωνία” (societas, σαν απρόσωπης γραφειοκρατικής μηχανής οικονομικών σχέσεων):
[α] Η πολιτικοποίηση της εμπειρίας ακυρώνει τον αστικό ατομισμό—την ιδιωτική κατανάλωση “κοινωνικών αγαθών”.
[β] Η προσωποποίηση της ηθικής ακυρώνει την γραφειοκρατική ανηθικότητα του αστικού νόμου—την εξουσία του κανενός (=αφηρημένη αξία του κεφαλαίου) πάνω στα πρόσωπα.
Αυτή η αντιστροφή κρίνει την μεγαλύτερη βλασφημία των αιώνων: τον αστικοποιημένο “χριστιανισμό”.
Κάθε ριζοσπαστική πολιτική ιδεολογία έχει να αντιμετωπίσει το δίλημμα της ελευθερίας: η ανατροπή του νόμου, σαν πηγή προσωπικής ανελευθερίας, οδηγεί αναπόφευκτα σε νέες μορφές νομικής ανελευθερίας, μέσα από διαδικασίες βίας (όπου βία η μήτρα του νόμου). Αυτό είναι γνωστό σε κάθε ριζοσπάστη που οραματίζεται μια “νέα” ηθική (=νομική) τάξη που θα αντικαταστήσει την “παλαιά”, ακόμη και αν αποφεύγει να το αγγίξει (γιατί τότε θα έθετε σε αμφισβήτηση την ίδια την ριζοσπαστική του ταυτότητα, την ηθική του αυτοδικαίωση). Η συνέχεια είναι γνωστή σε καθένα από μας που έχει μια στοιχειώδη ιστορική ενημέρωση: το κάλεσμα για ισότητα και ελευθερία να καταλήγει σύντομα σε νέες μορφές ανισότητας και ανελευθερίας. Η απάντηση της Γραφής σε αυτό το πρόβλημα δεν είναι απλή, δεν είναι μία ηθική συνταγή. Όμως υπάρχει ένα σημείο όπου αυτή η απάντηση αποκτά μια πυκνή θεωρητική τοποθέτηση: “αυτό έχω να σας πω αδέλφια μου, ο καιρός είναι μετρημένος· γι’ αυτό, και όσοι είναι έγγαμοι ας είναι ως μη έγγαμοι, και όσοι πενθούν ως μη πενθούντες, και όσοι χαίρονται ως μη χαίροντες, και όσοι αγοράζουν ως μη ιδιοκτήτες, και όσοι χρησιμοποιούν αυτόν τον κόσμο ως μη κυρίαρχοι· γιατί πεθαίνει αυτός ο κόσμος. και θέλω να είστε ελεύθεροι από τις μέριμνες.” [1Κορ.7:29-32]
Εδώ ο Παύλος, αφού έχει ερωτηθεί από την εκκλησία της Κορίνθου για θέματα καθημερινής ηθικής (αστικού δικαίου), απαντά με τον τρόπο της μεσσιανικής αποκάλυψης της Γραφής: ούτε υποτασσόμαστε στα σχήματα αυτού του κόσμου, ούτε αναζητούμε την ουτοπία της αλλαγής του, γιατί γνωρίζουμε ότι κάθε “νέα” τάξη δεν θα είναι παρά μία ακόμη νομική-ηθική τακτοποίηση του θανάτου που αυτός ο κόσμος κουβαλά μέσα του σαν γενετική του ασθένεια.
Η στάση αυτή του Παύλου
[α] ΔΕΝ είναι υποταγή στην κοσμική πραγματικότητα—όταν καλεί σε έμπρακτη καθημερινή άρνηση της ιδιοκτησίας (dominium), ουσιαστικά προκαλεί την ακύρωση της πηγής του Ρωμαϊκού κράτους, του Ρωμαϊκού νόμου, και κάθε κράτος και καίσαρα που γεννά η κτητικότητα,
[β] ΔΕΝ είναι κάλεσμα σε ατομική “πνευματική” απόσυρση, σε ατομική ψευτοθρησκεία και ψευτοαγγελισμούς, αφού δεν αρνείται την καθημερινή χρήση-βίωση της πραγματικότητας – η κοινοκτημοσύνη είναι η ουσία του μοναστηριού
[γ] αλλά, ΔΕΝ είναι και κάλεσμα σε επαναστατική αλλαγή της πολιτικής τάξης, καθώς γνωρίζει ότι κάθε νόμος, κάθε ηθικό σύστημα, κάθε κοινωνικό φαντασιακό, είναι συντήρηση ενός κόσμου που πεθαίνει.
Ο Παύλος δεν έχει ανάγκη να προπαγανδίσει μια κοινωνική ουτοπία γιατί μένει συνεπής στις προϋποθέσεις της εκκλησιαστικής του εμπειρίας όπου “δεν υπάρχει ούτε Ιουδαίος ούτε Ελληνας, ούτε δούλος ούτε ελεύθερος, ούτε άνδρας ούτε γυναίκα· αλλά όλοι είστε ένας εν Χριστώ Ιησού” [Γαλ.3:28], όπου δηλαδή δεν υφίσταται καμμιά διάκριση, ούτε εθνική, ούτε νομική, ούτε φυσική. Όποιος, λοιπόν, θέλει να βιώνει αυτήν την εκκλησιαστική εμπειρία δεν μπορεί παρά να σχετικοποιεί στην καθημερινότητα κάθε ψυχολογικό, νομικό ή ηθικό δεδομένο ως μη τέτοιο. Με άλλα λόγια, ο Παύλος δεν καλεί ούτε σε υποταγή ούτε σε επανάσταση, αλλά σε μια απειρία προσωπικών καθημερινών μικρο-επαναστάσεων, σε έναν υπερ-συνειδητό μηδενισμό συμμετοχής στην καθημερινότητα. Αυτό τελικά λειτουργεί σαν υπέρβαση της ιδιωτικής (=από επιθυμιών) συνείδησης που μας εγκλωβίζει στην καθημερινότητα της φθορας.
Αυτό δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να λεχθεί αν δεν είχε τεθεί ήδη το κριτήριο του σαρκωμένου Λόγου: “κάλεσε [ο Ιησούς] ένα παιδάκι και το έβαλε να σταθεί ανάμεσα από τους μαθητές του και είπε: Αλήθεια σας λέω, αν δεν αλλάξετε και δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν έχετε θέση στην βασιλεία των ουρανών.” [Μθ. 18:2-3]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου