Συνέχεια από: Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020
Ο επαναπροσανατολισμός της σοβιετικής κριτικής
Από το βιβλίο «Φιλοσοφία και θετικές επιστήμες στην Σοβιετική Ένωση», εκδόσεις Rowohlt, 1958
του Gustav A. Wetter
Κοσμολογία και Κοσμογονία
Κεφάλαιο 5
Τα χαρακτηριστικά τής
κοσμοθεωρίας, τα οποία διαπιστώσαμε σε όλους τους τομείς τής σοβιετικής Φυσική
Φιλοσοφίας, εκδηλώνονται σε ύψιστο βαθμό στο πεδίο τής κοσμολογίας και τής
κοσμογονίας. Οι θέσεις τού διαλεκτικού υλισμού καθίστανται φανερά πια «αρχές» προς
σχηματισμό υποθέσεων: «Η μαρξιστική-λενινιστική διδασκαλία περί τού άπειρου
σύμπαντος είναι η θεμελιώδης αρχή τής σοβιετικής κοσμογονίας…Η άρνηση ή η
εγκατάλειψη αυτής της θέσης…οδηγεί αναπόφευκτα στον Ιδεαλισμό ή στον Φιντεϊσμό,
δηλαδή στην άρνηση τής κοσμολογίας, και για τον λόγο αυτό δεν έχει κανένα κοινό
σημείο με την επιστήμη» (M. S. Ejgenson, Για το περί της κοσμογονίας ερώτημα, Circular N.
30, 1955). Με τον ίδιο τρόπο εκφράζονται και άλλοι σοβιετικοί αστρονόμοι, ακόμα
και αυτοί που έχουν κάποιο όνομα, όπως ο V. A. Ambarcumjan (διεθνούς φήμης
σοβιετικός αστροφυσικός, μεταξύ άλλων μέλος της Αμερικάνικης Ακαδημίας Τεχνών
και Επιστημών).
Εναντίον τής θεωρίας τού «θερμικού
θανάτου»
Πρωταρχικός στόχος των
σοβιετικών επιστημόνων στο πεδίο τής κοσμογονίας είναι η αναίρεση τού συμπεράσματος, το οποίο συχνά εξάγεται από τον δεύτερο νόμο τής θερμοδυναμικής
, πως ο «θερμικός θάνατος» είναι αναπόφευκτος. Καθώς, σύμφωνα με την πρόταση
αυτή (νόμο), η ενέργεια η οποία έχει μετατραπεί σε θερμότητα (θερμική
ενέργεια), δεν είναι δυνατόν να μετατραπεί πάλι σε ανώτερες μορφές ενέργειας. Αυτό
συνεπάγεται πως το σύμπαν μας τείνει προς μια κατάσταση, στην οποία οι ανώτερες
μορφές ενέργειας έχουν μετατραπεί σε θερμότητα, η οποία βρίσκεται σε όλο το
σύμπαν ομοιόμορφα μοιρασμένη, πράγμα που θα οδηγούσε σε παύση όλες τις φυσικές
διαδικασίες (του μακρόκοσμου). Από την αναγκαιότητα ενός τέτοιου τέλους, με την
κατάληξη σε μια θερμοδυναμική ισορροπία, θα προέκυπτε η αναγκαιότητα μιας αρχής
αυτών των διαδικασιών στο παρελθόν, δηλαδή ένα είδος δημιουργίας του κόσμου. Αυτή
η τοποθέτηση προκύπτει από την υπόθεση, πως εάν οι διαδικασίες αυτές διαρκούν
αιώνια, ο θερμικός θάνατος θα έπρεπε να είχε ήδη επέλθει.
Σύμφωνα με την σοβιετική
αντίληψη, το θεμελιώδες σφάλμα στους στοχασμούς αυτούς του Clausius (Γερμανός φυσικός, που διατύπωσε τον δεύτερο νόμο της
θερμοδυναμικής, καί εισήγαγε τον όρο εντροπία…) περί του θερμικού θανάτου,
βρίσκεται στο γεγονός, πως οι κανονικότητες (νόμοι) που ισχύουν για πεπερασμένα
συστήματα, δεν μπορούν να εφαρμοστούν έτσι απλά στο σύμπαν το οποίο θεωρείται
άπειρο. Η στατιστική φυσική και η θερμοδυναμική καταπιάνονται με συστήματα τα
οποία περιλαμβάνουν ένα πολύ μεγάλο, παρόλα αυτά πεπερασμένο αριθμό στοιχείων,
ενώ το σύμπαν θεωρείται από τον διαλεκτικό υλισμό ως άπειρο.
Περί τής ερμηνείας τής
μετατόπισης φάσματος προς το ερυθρό
Ένα άλλο θεμελιώδες θέμα
της σοβιετικής κοσμολογίας, βρίσκεται στην εύρεση μιας ερμηνείας τής
μετατόπισης του φάσματος τών απομακρυσμένων νεφελωμάτων προς το ερυθρό (). Η
ερμηνεία την οποία αναζητούν πρέπει να συνάδει προς την τοποθέτηση πως το
σύμπαν είναι αιώνιο. Όπως είναι γνωστό, η μετατόπιση προς το ερυθρό ερμηνεύεται
ως φαινόμενο Doppler (ο ήχος της σειρήνας ενός αυτοκινήτου που απομακρύνεται ακούγεται
σαν να διαστέλλεται, να έχει μικρότερη συχνότητα). Από αυτή την ερμηνεία
προκύπτει το συμπέρασμα πως η κοσμική διαδικασία έχει μια χρονική αρχή, με τον
εξής τρόπο: εάν η μετατόπιση προς το ερυθρό ερμηνευτεί ως φαινόμενο Doppler, αυτό σημαίνει πως τα νεφελώματα απομακρύνονται από μας
με τεράστια ταχύτητα, και φαίνεται πως η ταχύτητα αυτή αυξάνει, όσο
απομακρύνονται από μας τα νεφελώματα. Έχοντας ως θεμέλιο τις εξισώσεις τις
οποίες έθεσε ο εφημέριος του Καθεδρικού της Löwen και καθηγητής του εκεί πανεπιστημίου, Lemaitre, είναι δυνατόν να υπολογιστεί, βάσει των μετρήσεων
αυτών, σε ποιο σημείο του χρόνου το σύμπαν είχε μηδενικό όγκο. Την εποχή του
είχαν υπολογίσει πως είναι 2,7 δισεκατομμύρια χρόνια (έχει διορθωθεί στα 4
δισεκατομμύρια, σημείωση συγγραφέως). Πρέπει να επισημανθεί όμως, πως στη βάση
των αποδείξεων που στηρίζονται στην μετατόπιση προς το ερυθρό, βρίσκεται η
παραδοχή πως η μετατόπιση αυτή οφείλεται στο φαινόμενο Doppler. Ως προς την παραδοχή αυτή όμως, δεν υπάρχει συμφωνία
ούτε μεταξύ των δυτικών φυσικών.
Οι σοβιετικοί επιστήμονες
εφαρμόζουν και εδώ την αρχή, την οποία εξέθεσε ο Shdanow στην ομιλία του περί της φιλοσοφικής συζήτησης, η οποία
ήταν επίκαιρη το 1947, και την οποία αναφέραμε πιο πάνω. Η θέση αυτή
υποστηρίζει, πως τα αποτελέσματα της έρευνας τού σε μας κοντινού μέρους του
γαλαξία, δεν μπορούν να εφαρμοστούν σε ολόκληρο το σύμπαν, ούτε να προβληθούν απεριόριστα
στο παρελθόν. Σύμφωνα με τον Barabashew, η μετατόπιση του φάσματος προς το ερυθρό μπορεί να
εξηγηθεί από το γεγονός πως το φως στην πορεία του πρός εμάς περνά αναγκαστικά από
βαρυτικά πεδία. Και εάν πρόκειται περί κινήσεως φυγής, τότε αυτή μπορεί να έχει
τον ίδιο χαρακτήρα με την κίνηση των άστρων τα οποία απομακρύνονται το ένα από
το άλλο εντός του γαλαξία μας.
Οι δυο βασικοί σκοποί τής
σοβιετικής κοσμολογίας και κοσμογονίας
Από τα θέματα που
παρουσιάσαμε, προκύπτει πως η σοβιετική κοσμολογία και κοσμογονία αγωνίστηκε
για δυο σκοπούς: κατά πρώτον, να διώξει από την μοντέρνα αστρονομία όλες τις
θεωρίες, που παραδέχονται με οποιοδήποτε τρόπο την χρονική απαρχή και τοπικό
περιορισμό του σύμπαντος, και με τον τρόπο αυτό εισηγούνται την ιδέα της
δημιουργίας του κόσμου. Επίσης, στο πεδίο των θεωριών κοσμογονίας κυριαρχεί και
ο φόβος ενώπιον του γεωκεντρισμού, πράγμα που διαπιστώσαμε στο κεφάλαιο για την
θεωρία της σχετικότητας. Αν η θεωρία του Jeans περί της δημιουργίας
του πλανητικού μας συστήματος απορρίπτεται με τόση αποφασιστικότητα, αυτό
συμβαίνει επειδή η θεωρία του μυρίζει πολύ δυνατά γεωκεντρισμό. Αντιθέτως, η
θεωρία του Schmidt
χαίρει μεγάλης αποδοχής, καθώς σύμφωνα με αυτήν, η διαδικασία δημιουργίας των
πλανητών δεν παρουσιάζεται ως μια εξαιρετικά σπάνια περίπτωση στην ιστορία εξέλιξης
του σύμπαντος, αλλά ως κάτι κανονικό. Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, η Γη μας δεν
λαμβάνει κάποια ιδιαίτερη θέση μέσα στο σύμπαν.
Στο σημείο αυτό, ένα πράγμα
είναι ιδιαίτερα εμφανές: ο ηγετικός ρόλος του διαλεκτικού υλισμού ως προς τις
επιστήμες είναι πολύ πιο ισχυρός, απ’ ότι παρουσιάζεται προς τα έξω. Ο
διαλεκτικός υλισμός αναδεικνύεται στο σημείο αυτό όχι μόνο ως «γενίκευση» των διαπιστώσεων
της επιστήμης. Δεν διαπερνά απλά τις επιστήμες ως «μεθοδολογία». Αλλά απαιτεί
τον ηγετικό ρόλο ενώπιον των επιστημών, ως «πρόταση περί πραγματικότητας», και οι
θέσεις του είναι έτοιμες, πριν ακόμα οι επιστήμες φτάσουν στις διαπιστώσεις
τους. Ως προς αυτό το σημείο δεν άλλαξαν πολλά μετά τον θάνατο του Στάλιν.
Με τον τρόπο αυτό
δημιουργείται ένα περίεργος φαύλος κύκλος: Από την μια, οι σοβιετικοί
κοσμολόγοι ισχυρίζονται, πως ο διαλεκτικός υλισμός είναι η μοναδική επιστημονική
φιλοσοφία, καθώς βασίζεται στα αποτελέσματα των επιστημών, από την άλλη, εκεί
που η επιστήμη δεν ήταν ακόμα σε θέση να προσφέρει τελειωτικά αποτελέσματα (για
την χρονική αρχή και τον τοπικό περιορισμό του σύμπαντος για παράδειγμα),
αναγνωρίζει εξ αρχής ως «επιστημονικές» μόνο εκείνες τις λύσεις, που
αντιστοιχούν στις a priori θέσεις του
διαλεκτικού υλισμού. Όπως ο N. I. Gurjew εύστοχα παρατήρησε,
στη βάση των ισχυρισμών των σοβιετικών επιστημόνων, πως το σύμπαν είναι άπειρο
στο χώρο και το χρόνο, δεν βρίσκεται άλλη «επιστημονική» εμπειρία πέραν της ψυχολογικής
αδυναμίας να φανταστούν ένα περιορισμένο χώρο και μια πεπερασμένη σειρά
αριθμών. Ούτε το ένα ούτε το άλλο έχει κάποια σχέση με την επιστήμη.
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου