Συνέχεια από:Πέμπτη, 15 Ιανουαρίου 2015
ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ DE TRINITATE ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΒΙΤΤΟΡΙΝΟ.
Του Pierre Hadot.
Ο Πορφύριος φαίνεται να'χει διακρίνει εξίσου δύο καταστάσεις του Νού, στην πραγματεία του ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ. Σύμφωνα με τον Πρόκλο είχε ομολογήσει σ'αυτό του το έργο πώς ο Νούς, καθότι αιώνιος, διαθέτει εν εαυτώ το "προαιώνιο". Αυτό το προαιώνιο ένωνε τον νού στο Ένα. Σύμφωνα με τις υποδείξεις τού Πρόκλου, πολύ λίγες πάντως, φαίνεται πώς αυτό το προαιώνιο ήταν ένα είδος πρωτογενούς καταστάσεως τού νοός, μία κάποια προϋπαρξη τού νού σε σχέση με τον εαυτό του, που μπορεί να παρομοιαστεί με τον νού που δέν μπορεί να επιστρέψει στον εαυτό του. (Πρόκλος, Θεολογία πλατωνική, Ι, 11: Πορφύριος δε αύ μετά τούτον (Τον Πλωτίνο) εν τη περί αρχών πραγματεία τόν νούν είναι μέν αιώνιον εν πολλοίς και καλοίς αποδείκνυσι λόγοις, έχειν δέ όμως εν εαυτώ και προαιώνον. Και το μέν προαιώνον τον νούν τω ενί συνάπτειν...Ο νούς έχει τι κρείττον εν εαυτώ του αιωνίου).
Ο Πορφύριος μπορούσε να βρεί στον δάσκαλο του Πλωτίνο ένα σχέδιο αυτής της Θεωρίας. Αυτός κάνει πολλές φορές αναφορά σε μία κατάσταση του Νού στην οποία αυτός υπερβαίνει τόν εαυτό του και συμπίπτει με το Ένα. (Ενν. VI, 9,3,27/ V,5,8,24/ VI,7,35,30). Αλλά ο Πορφύριος πάει πιο μακρυά. Τείνει να ξεχωρίσει δύο νόες. Ο πρώτος είναι ένας Νούς σε ησυχία, σε μία κατάσταση απολύτου απλότητος. Αυτός δέν μπορεί να επιστρέψει στον εαυτό του ακριβώς επειδή είναι απολύτως απλός. Μοιάζει να συγχέεται με το ίδιο το Ένα. Ο δεύτερος είναι ένας Νούς σε κίνηση και σε ενέργεια, ο οποίος εξέρχεται αυτού για να επιστρέψει στην συνέχεια σ'αυτόν. Αυτή η θεωρία θυμίζει την αντίστοιχη του Νουμήνιου. Ακόμη και ο ίδιος ο Πλωτίνος που την είχε δεχθεί σε μία πρώτη στιγμή την απέρριψε αποφασιστικά! (Ενν ΙΙΙ 9,1,26: ουδ επινοείν τον μέν τίνα νούν εν ησυχία τίνι, τον δέ οίον κινούμενον, ΙΙ, 9,1,33, ού μήν ουδέ διά τούτο πλείους νούς ποιείν, εί ο μέν νοεί, ο δέ νοεί ότι νοεί). Μοιάζει σαν να θέλησε ο Πορφύριος να δικαιώσει μ'αυτή την θεωρία, την πρόοδο του Νοός, δηλώνοντας την σύμπτωση με το Ένα, του νοός ο οποίος δέν μπορεί να επιστρέψει στον εαυτό του, για να τονίσει την συνέχεια ανάμεσα στον καταγωγικό αυτό Νού και τον Νού εν ενεργεία, που γεννά τον εαυτό του σαν Νόηση.
Το απόσπασμά μας λοιπόν συγκρίνει την νόηση η οποία δέν μπορεί να επιστρέψει στον εαυτό της (διότι απλή) με την κοινή αίσθηση (ή τον κοινό νού). Δύο λόγοι μπορούσαν να οδηγήσουν τον Πορφύριο να χρησιμοποιήσει αυτό το παράδειγμα. [Ώσπερ μέν τοίνυν όρασις μέν του ακουστού ούκ εφάπτεται (ούδ'ακοή του ορατού) ούδ αμφότερας του γευστού, ούδέ οίδεν εκάστη ότι ετέρα εστίν της ετέρας ούδ' ότι ακουστόν έτερον του ορατού (και κανένα απο αυτά δέν γνωρίζει ότι διαφέρει απο το άλλο, ότι το αντικείμενο της ακοής είναι διαφορετικό απο της οράσεως) άλλη δ'εστίν δύναμις επαναβεβηκνία τούτων (αλλά υπάρχει μία δύναμις που τις ξεπερνά όλες τις αισθήσεις), ή ταύτα διακρίνει και το ταυτόν αυτών γιγνώσκει και το έτερον και την ουσίαν και πάθος, η και δύναται πασών εφάπτεσθαι, χρήσθαι δε αυταίς ώς οργάνοις, διά το κρείττον είναι και επαναβεβηκένας (υπερβαίνει) αυτών, ούτως και η δύναμις καθ'λην ορά ο νούς μή δυνάμενος εισέλθειν εις εαυτόν ετέρα άν είη, (γνωρίζει ότι είναι διαφορετική, ετέρα), της νοήσεως και του νοουμένου επινοίας διαφέρουσα και επέκεινα τούτων ούσα πρεσβεία και δυνάμει].
Κατά πρώτον, ο Πορφύριος δεχόταν έναν στενό παραλληλισμό ανάμεσα στην νόηση και την αίσθηση. Εάν στην συνέχεια δεχόταν, ακολουθώντας τον Αριστοτέλη, ότι οι αισθήσεις προϋποθέτουν μία άτμητη δύναμη η οποία τις υπερβαίνει και θεμελιώνει την δυνατότητα τής αισθήσεως, αναλόγως, μπορούσε να εννοήσει μία άτμητη ενέργεια η οποία υπερβαίνει την αντίθεση ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο και η οποια θεμελιώνει την δυνατότητα της νοερής γνώσεως.
Κατά δεύτερον, η κοινή αίσθηση ( ο κοινός νούς), έτσι όπως είχε περιγραφεί απο τον Αριστοτέλη, προσέφερε μία πραγματικότητα η οποία μπορούσε να είναι άτμητη και χωριστή ταυτόχρονα. Και αυτός ο τύπος της πραγματικότητος ακριβώς μπορούσε να επιτρέψει την κατανόηση μίας διακρίσεως των δύο καταστάσεων της νοήσεως ( του νού).
Και πράγματι ο κοινός νούς σύμφωνα με την περιγραφή του Αριστοτέλη, είχε σαν κύρια λειτουργία την εξασφάλιση της ενότητος τού αντιλαμβανομένου υποκειμένου. Έπρεπε λοιπόν να αντιληφθεί ταυτόχρονα τον αισθανόμενο και το αισθητό, να εξασφαλίσει την συνείδηση τής αισθήσεως και μαζί την συνείδηση της ενότητος του αντικειμένου. Έπρεπε λοιπόν να παραμείνει άτμητο για να συστήσει ένα κέντρο μοναδικής αντιλήψεως και μαζί να διαχωριστεί για να διακρίνει τα διαφορετικά αισθητά και τις διαφορετικές αισθήσεις, ο Αριστοτέλης τον είχε παρομοιάσει με το σημείο που χωρίζει δύο τμήματα μίας ευθείας. Είναι δυνατόν να υπολογισθεί σαν άτομο εάν λαμβάνεται καθ'αυτό ή αλλιώς σαν διπλό εάν υπολογισθεί σαν όριο κάθε τμήματος της ευθείας. (Αριστοτέλης, Περί ψυχής, ΙΙΙ 2, 426 b 9- 427 a 17).
Ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς θεωρεί αυτό το σημείο ένα κέντρο: "είναι όπως στον κύκλο όπου οι διάφορες ακτίνες φεύγουν απο την περιφέρεια για να συναντήσουν το κέντρο: Αυτές, σ'εκείνο το όριο, συμπίπτουν, λόγω του γεγονότος ότι τα άκρα τους συμπίπτουν με το κέντρο τού κύκλου και έτσι αυτό το όριο είναι ένα και πολλαπλό. Στο μέτρο κατά το οποίο είναι το ακραίο σημείο των διαφόρων και ξεχωριστών ακτίνων, αυτό το όριο είναι πολλαπλό, στο μέτρο όμως που τα στοιχεία συμπίπτουν τα μέν με τα άλλα, το όριο είναι Ενα. Έτσι λοιπόν είναι απαραίτητο να δεχθούμε πώς ο Κοινός νούς διαθέτει ταυτοχρόνως την ιδιότητα να είναι ένα και πολλά (Αλεξάνδρου, περί ψυχής, σ 63,8 Bruns). Αυτή η εικόνα προσφέρει στον Αλέξανδρο ένα επιχείρημα ενάντια στον Στωϊκό υλισμό. Ο κοινός νούς δέν μπορεί να είναι σωματικός εάν μπορούμε να του εφαρμόσουμε αυτή την σύγκριση. Δέν μπορεί να διαθέτει άλλη σημασία απο εκείνη για την οποία γίνεται λόγος, για μία ικανότητα, και όχι ένα σώμα, η οποία είναι κατά κάποιο τρόπο το όριο τού σώματος το οποίο χρησιμοποιεί.
Αυτή η αντιστωϊκή επιχειρηματολογία θα επαναδιατυπωθεί απο τον Πλωτίνο καί θα του χρησιμεύσει να δείξει την ενότητα και το άϋλο τού αντιλαμβανόμενου υποκειμένου, δηλαδή εν τέλει της ίδιας της ψυχής.
Αυτή η εικόνα τού σημείου, μοναδικού καθότι κέντρο και πολλαπλού καθότι όριο των ακτίνων, θα μπορούσε να χρησιμεύσει στον Πορφύριο για να καταστήσει φανερό ότι η νόηση μπορεί να είναι ταυτόχρονα σε μία κατάσταση απλότητος και σε μία κατάσταση πολλαπλότητος. Ο Πορφύριος θέλει να σχολιάσει εκείνο το χωρίο του Παρμενίδη στο οποίο το Ενα λαμβάνεται ξεχωριστά από τό Ον, μέσα στό Ολον πού είναι τό Ένα-Όν. Βρισκόμαστε στην παρουσία μιάς πραγματικότητος: στο Ένα-όν, το οποίο εάν υπολογισθεί μόνον απο την πλευρά του καθεαυτού Ενός, είναι απολύτως απλό και εάν υπολογίζεται στην ολότητά του είναι πολλαπλό. Για τον Πορφύριο αυτή η πραγματικότης είναι ο ΝΟΥΣ. Ο κοινός νούς που είναι και αυτός μία πραγματικότητα γνωστικής τάξεως, του προσέφερε επομένως ένα μοντέλο που του επέτρεπε να συλλάβει αυτή την διπλή όψη του Νού. Διότι ο κοινός νούς παρουσιάζεται ταυτόχρονα κάτω απο μία ολοκληρωτική ατομικότητα, που εξασφαλίζει την ενότητα τής αντιλήψεως και κάτω απο έναν διαχωρισμό, που εξασφαλίζει την επαφή του κοινού νού με τις ιδιαίτερες αισθήσεις. Πώς να μήν φανταστούμε τον Νού σύμφωνα μ'αυτό το μοντέλο; Στην κατάσταση της ατομικότητος είναι σε καταγωγική ενότητα, θεμελιώνει την δυνατότητα ταυτίσεως ανάμεσα στο αντικείμενο και στο υποκείμενο, και στην συνέχεια διαχωρίζει σε μία τριαδική κίνηση η οποία εξασφαλίζει την διάκριση ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο.
Συνεχίζεται
Σχόλιο: ''Ο Πορφύριος δεχόταν έναν στενό παραλληλισμό ανάμεσα στην νόηση και την αίσθηση''. Αυτός ο Νόμος στάθηκε μοιραίος γιά τήν Δύση. Μαζί μέ τόν υπερτονισμό τού υποκειμένου τού ιδίου τού Πορφύριου (δές τήν 11η ανάρτηση) δημιούργησαν τό μεγάλο ρήγμα πού χώρισε τήν Δύση από τούς Ελληνες μέσω τού Αυγουστίνου, καί οδήγησε γρήγορα καί στό Φιλιόκβε, όπως καί στήν Πολιτεία τού Θεού πού πήρε τήν θέση τής εκκλησίας δημιουργώντας τό τερατώδες παπάτο καί τήν θεολογία τής αναλογίας, τής ιδιοποιήσεως τής Κυριότητος τών προσώπων τής Αγίας Τριάδος, τού Ακινάτη.
Λόγω τής ψυχικής ευφορίας από τήν ένωση τού νού μέ τό Ενα, ο Πορφύριος προχώρησε στήν δήλωση ότι δέν είναι απαραίτητη η άμεση εμπειρία η οποία αναγεννά τόν νού, αρκεί νά διαβάσουμε αυτά πού έγραψαν όσοι είχαν τήν εμπειρία. Γεννώντας τήν sola scriptura, η οποία κυριαρχεί στόν πολιτισμό τής Γραφής καί στόν κληρικαλισμό. Υπάρχουν μάλιστα μερικοί όπως ο Λουδοβίκος, οι οποίοι δηλώνουν ότι εγώ δέν έχω καμμία από αυτές τίς εμπειρίες αλλά θά σάς πώ τί κατάλαβα. Σ' αυτή τήν μείωση τής εμπειρίας σέ ψυχική ανάπαυση καί παρηγορία οφείλονται οι κτιστές ενέργειες τού παπισμού. Τό πρόβλημα πού λύνεται είναι ότι τό Ενα φανερώνεται όποτε θέλει αυτό, δέν είναι σίγουρο, όπως τό επέκεινα, τό αγαθό τού Πλάτωνος. Όπως καί ο Κύριος μετά τήν Ανάσταση. Εδώ ανήκει καί η εμπειρία τού Αγίου Σιλουανού.
Αμέθυστος
2 σχόλια:
Ο/Η Ανώνυμος είπε...
Όλες αυτές οι μεταφράσεις που ΄χεις κάνει είναι εξαιρετικές και σ ΄ευχαριστώ πολύ που μας δίνεις την δυνατότητα να χουμε πρόσβαση σε τέτοιες μελέτες.Υπάρχει περίπτωση την παρούσα μετάφραση να την ολοκληρώσεις;
30/10/19 10:14 μ.μ.
Blogger Ο/Η amethystos είπε...
Μάλιστα υπάρχει. Αμέσως μόλις ολοκληρώσουμε τήν διαλεκτική τού Χέγκελ. Απομένουν δέκα σελίδες περίπου.
31/10/19 2:51 π.μ.
Περιμένω αμέθυστε.Να σαι καλά για όλα αυτά!
Καλή χρονιά φίλε, έστω καλύτερη. Τώρα πού τελειώνει η ταραχή τής επιδημίας συνεχίζουμε. Ευχαριστούμε.
Δημοσίευση σχολίου