Συνεχίζεται από Πέμπτη, 5 Ιουνίου 2014
του Pierre Hadot.[Κάναμε όλον αυτόν τον κοπιαστικό δρόμο για να κατανοήσουμε τελικώς τις δογματικές βάσεις της θεολογίας της Δύσεως, στο σύνολό της, διότι τέθηκαν ακριβώς από τον Αυγουστίνο, σαν συνάντησή του με τον Νεοπλατωνισμό του Πορφύριου, μέσω του Βιττορίνο. Και με τον Αυγουστίνο λοιπόν εισέρχεται στο φιλοσοφικό και θεολογικό στερέωμα, το ΕΓΩ ή το υποκείμενο! Θα δούμε σήμερα την σύστασή του!]
Η θεωρητική προσπάθεια επικεντρώνεται, όπως έχουμε ήδη δει, στο Ένα. Ο Πορφύριος λοιπόν, σχολιάζοντας τον Παρμενίδη του Πλάτωνος ταυτίζει το Ένα, καθαρά Ένα, με το προϋπάρχον τού Όντος Είναι. «Εάν το Ένα είναι, μπορούμε άραγε να πούμε πως και είναι και δεν μετέχει της Ουσίας; Αυτή λοιπόν η Ουσία δεν θα ήταν το πρώτο Ένα, δεδομένου ότι αυτό σε σχέση με το ὂν, που είναι το δεύτερο Είναι, είναι ακριβώς το καθαρό Είναι;» «Όρα δε μη και αινισσομένων έοικεν ο Πλάτων, ότι το Εν το επέκεινα της Ουσίας και όντως ὂν μεν ουκ εστίν ουδέ ουσία ουδέ ενέργεια, ενεργεί δε μάλλον και αυτό το ενεργείν καθαρόν, ώστε και αυτό το είναι το προ του όντος». Πώς μπόρεσε όμως ο Πορφύριος, μαθητής του Πλωτίνου να ταυτίσει το Ένα με το καθαρόν ενεργείν; !
Έχουμε ήδη δει όμως πως η βασική θεωρία του Πορφύριου είναι η ταύτιση ανάμεσα στο Ένα, αρχή κάθε πράγματος, και στον Πατέρα, οντότητα των Χαλδαϊκών λόγων, και πρώτη στιγμή της νοητής Τριάδος. Σ’ αυτήν την παράδοση όμως αυτός ο Πατήρ ονομάζεται και ύπαρξις. Αυτή η ύπαρξις εννοείτο σαν ταυτότης του καθαρού Είναι, με το προϋπάρχον από κάθε καθορισμό Είναι. Το ὂν και η ουσία λοιπόν, προερχόμενα από έναν συνδυασμό ανάμεσα στο Είναι και στην ποιότητα, ήταν επόμενα του καθαρού Είναι.
Όχι μόνον δεν διστάζει λοιπόν να ονομάσει το Θεό το «αληθώς ὂν», δεν ταυτίζει μόνον το Ένα και το καθαρό Είναι, αλλά τολμά να μιλήσει καί για μια γνώση του Θεού, υπερβατική, είναι αλήθεια, και ελεύθερη από κάθε ανάγκη αντιστοιχίας σε κάποιο αντικείμενο. (Σχόλιο στον Παρμενίδη: V, 32-34! «γνώσις εστίν ουχ ως γιγνώσκοντος τα γνωστά, αλλ’ αυτό τούτο γνώσις ούσα». Αυτή είναι λοιπόν η γνώσις του Θεού, όχι εκείνη ενός υποκειμένου που γνωρίζει τα κοινά αντικείμενα, αλλά μια γνώση που συμπίπτει με τον εαυτό της).
Εάν λοιπόν η έννοια του Ενός συμφέρει στον Θεό, είναι αναγκαίο ταυτοχρόνως και να παραιτηθούμε από αυτή, καθότι ο Θεός υπερβαίνει την αντίθεση ανάμεσα στο Ένα και τα πολλά. Η αυθεντική έννοια του Θεού αποκτάται μέσω μιας νοήσεως η οποία δεν σταθεροποιείται σε τίποτε ιδιαίτερο, αλλά παραμένει στην άρρητη σκέψη του Άρρητου, σε μια σκέψη που αναπαριστά αυτό το Άρρητο χωρίς να διαθέτει την συνείδηση τού γεγονότος και χωρίς καμμία διατύπωση.
Πορφυρίου – Σχόλιο στον Παρμενίδη ΙΙ, 14-31! Αρρήτου γαρ και ακατονομάστου δια πολλά του επί πάσιν όντος Θεού. – ο Θεός είναι άρρητος και ακατονόμαστος, καθότι είναι υπεράνω παντός όντος.
Η ΤΟΥ ΕΝΟΣ ΕΝΝΟΙΑ, λοιπόν, είναι η καταλληλότερη προσηγορία για τον Θεό τού επί πάσιν όντος και επί του υποκειμένου του. Αρκεί να μην περιοριστούμε να τον κατονομάσουμε μόνον σαν το σμικρόν και μη διαιρετόν. Όταν εμείς χρησιμοποιούμε σ’ αυτόν την έννοια του Ενός (την επίνοιαν του Ενός) διανοούμεθα (εννοούμε) την άπειρον δύναμιν και αρχήν τών μετ’ αυτόν πάντων, όχι λόγω της μικρότητος αλλά διότι αυτή η ανεπινόητος υπόστασις είναι διαφορετική από το παν.
Ότι αίτιος μεν αυτός και του πλήθους και του Είναι αυτών, αυτός δε ούτε Εν ούτε πλήθος, αλλά πάντων υπερούσιος τών δι’ αυτόν όντων, ώστε ού πλήθους μόνον υπεράνω, αλλά και της του Ενός επίνοιας. Δι’ αυτόν γαρ και το Εν και μονάς. Μέγιστον γαρ απάντων ου μεγέθει αλλά δυνάμει, λέει και ο Πλωτίνος, Ενν. VI 7, 32,19.
Στις “αφορμές προς τα νοητά” ο Πορφύριος, στην 26, γράφει: Μη ὂν το μεν γεννώμεν χωρισθέντες του όντος· το δε προεννοούμεν εχόμενο του όντος· ως ει γε χωρισθείημεν του όντος, ου προεννοούμεν το υπέρ το ὂν μη ὂν, αλλά γεννώμεν ψευδές πάθος το μη ὂν, συμβεβηκώς περί τον εκστάντα εαυτού· και γαρ αίτιος έκαστος, ώσπερ όντως και δι’ εαυτού ενήν αναχθήναι επί το υπέρ το ὂν μη ὂν και παραχθήναι επί το κατάπτωμα του όντος μη ὂν. (Από το ένα μέρος, δημιουργούμε το μη-ὂν και χωρίζουμε από το ὂν. Από το άλλο, μπορούμε να έχουμε μια προνόηση παραμένοντες μέτοχοι του όντος. Εάν χωρισθούμε από το ὂν δεν κατορθώνουμε αυτή την προέννοια, αλλά δημιουργούμε ένα ψευδές πάθος του μη-όντος, κάτι που συμβαίνει σε όποιον είναι έξω από τον εαυτό του – εκστάντα εαυτού, όπως στον διαλογισμό της Γιόγκα – διότι ο καθείς μας είναι αίτιος, καθώς λόγω τού είναι του και μέσω του εαυτού του, μπορεί να αναχθεί μέχρι το υπέρ το ὂν, μη-ὂν και να γκρεμιστεί στο μη-ὂν που είναι πτώση έξω του όντος).
Ο Πλωτίνος το εξηγεί μεγαλειωδώς ως εξής: η μερική ψυχή (όχι η καθολική) φωτίζεται καθώς στρέφεται προς το προ αυτής, διότι συναντάται με το Είναι, ενώ η ψυχή που κατευθύνεται εις το μετ’ αυτήν οδηγείται προς το μη-ὂν. Τούτο δε ποιεί όταν στρέφεται προς αυτήν, καθότι σ’ αυτή την περίπτωση αυτήν βουλομένη (επιθυμώντας τον εαυτό της) δημιουργεί τίς πραγματικότητες τις μετά από αυτήν, ποιώντας είδωλον αυτής, το μη-ὂν, πορευόμενη κρεμασμένη στο κενό – κενεμβατούσα και αοριστοτέρα γενομένη. Και το είδωλον τούτου του μη-όντος, το αόριστον, πάντη σκοτεινόν, άλογον γαρ και ανόητον πάντη (παντελώς) και απομακρυσμένο από το Είναι (το όντως ον, το Φως)! (Ενν.ΙΙΙ 9, 3, 7-14).
Το πρώτο Ένα είναι μη-ὂν πάνω από το ὂν, ενώ η αόριστος και άμορφος ύλη είναι μη-ὂν υποκάτω ή έξω του Είναι. Επομένως δεν μπορούμε να γνωρίσουμε αμέσως με την νόηση ούτε το Ένα, ούτε την ύλη, αλλά όπως μπορούμε να κατακτήσουμε το Ένα μόνον με μία προεννόησιν, με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να αποκτήσουμε μια ιδέα της ύλης μόνον με ένα είδος υπο-νόησις! «Ουκ έσται νόησις αυτού, αλλά θίξις και οίον επαφή μόνο άρρητος και ανόητος, προνοούσα ούτω νου γεγονότος. (Ενν. V, 3, 10, 41)». [Ένας τέτοιος απόηχος υπάρχει στην Γνώση του Θεού μέσω τής κτίσεως, των λόγων των όντων που ίσως εμβαθύνει τον ορισμό της γνώσεως του Αριστοτέλη: Φύσει ορέγεται του ειδέναι ο άνθρωπος!]
Και ο Πορφύριος στο σχόλιο στον Παρμενίδη τονίζει: Και ούτως ούτε εκπίπτειν εις κένωμα δύναται, ούτε τολμά να του προσάψει κάτι, αλλά παραμένει σε ακατάληπτο κατάληψη και τον σκέπτεται χωρίς σκέψη. Χάρη σ’ αυτή την άσκηση θα μπορέσης μια μέρα να σταθείς επί την αυτού άρρητον προέννοιαν, προ(σ)έννοιαν, την ενεικονιζομένην αυτόν δια σιγής. Ούσαν μόνο εικόνα αρρήτου το άρρητον αρρήτως ούσαν, αλλά όχι ως γιγνώσκουσα, αν μπορούμε να το παρακολουθήσουμε αυτό φανταστικώς κάπως.
Αλλά γινόμαστε οικτίρμωνες (άποροι) απέναντι μας, ίνα προς τον ενθουσιασμόν τραπέντες προς αυτό το άξιο έρωτος αντικείμενο, το οποίο ακόμη δεν γνωρίζουμε αλλά θα γνωρίσουμε μια μέρα, όταν γίνουμε άξιοι χωρήσαι τι το άγνωστον. (Σχόλιο στον Παρμενίδη του Πλάτωνος, ΙΙ, 15-32).
[Αυτό που θα φθάσει τότε θα παραμείνει στην άρρητο προέννοια του αρρήτου. Αυτή η προέννοια είναι το άπειρο και το αιώνιο. Διότι ο Αιών δεν είναι χρόνος αλλά χώρος. Και η προέννοια είναι η δυνατότητά μας να χωρέσουμε κάτι από το άγνωστο, το άπειρο. Αυτό είναι το επέκεινα της Ουσίας των αρχαίων που αναγεννούσε τον άνθρωπο σε καλό κ’αγαθό. Αυτός ο αιών, η προέννοια αυτή, εικονίζει το άρρητο σε μια κατάσταση καθαρής υπάρξεως, σιωπηλής και ασυνείδητης.] Στον Πρόκλο η πρόνοια είναι μια δραστηριότης στο εσωτερικό της νοήσεως. Ο πρώτος Θεός είναι προεννοημένος (από τους άλλους όπως και από τον εαυτό του), καθώς δεν συλλαμβάνεται παρά μ’ έναν τρόπο γνώσεως που προηγείται της γνώσεως και αντιστοιχεί ακριβώς στο γεγονός ότι είναι προϋπάρχων.
ΚΑΙ ΦΤΑΣΑΜΕ ΣΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο λοιπόν, στον πυρήνα της αρχαίας φιλοσοφίας, υπάρχει μια βαθύτατη διαφορά ανάμεσα στην στάση του Πλωτίνου και την στάση του Πορφύριου.
Ο Πλωτίνος επιμένει κυρίως στην αίσθηση της ταυτότητος που δοκιμάζει η ψυχή, όπου αυτή η ψυχή δεν μπορεί να διακριθεί από το Ένα όταν το ακουμπά! «Και ουκέτι θαυμάσομεν το τους δεινούς πόθους παρέχον ει πάντη απήλλακται και μορφής νοητής (δεν πρέπει να απορούμε που το Αγαθό δεν διαθέτει καμμία μορφή σκέψης ή νοήσεως). Επεί και ψυχή, όταν αυτού έρωτα σύντονον λάβη, αποτίθεται πάσαν ήν έχει μορφήν, … ίνα δέξηται μόνη μόνον. Όταν όμως έχει την τύχη να τον συναντήσει – μάλλον δέ είναι αυτός ο ίδιος που έρχεται προς αυτή – τότε γίνεται όμοια με αυτόν. Ανάμεσά τους δεν υπάρχει εμπόδιο και μαζί αποτελούν ένα μόνο πράγμα, τόσο δε ώστε όσο το Αγαθό είναι παρόν, δεν διακρίνονται. (Ενν. VI, 7, 34). Αντιθέτως ο Πορφύριος μας λέει πως παραμένουμε μέσα στην προέννοια του Ενός και όχι στο ίδιο το Ένα, όπως δίδαξε ο Πλωτίνος. «στήναι επί την αυτού άρρητον προέννοιαν» (σχόλιο Πορφ. ΙΙ, 19-20). Ενώ ο Πλωτίνος είχε πει: αποθέσθαι τα άλλα δει και εν μόνω στήναι ταυτώ! (Ενν. VΙ, 9, 9).
Η προσοχή του παραμένει λοιπόν προσκολλημένη στην υποκειμενική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε εκείνη την στιγμή. Και αυτός ο υποκειμενισμός οδηγεί με σιγουριά στον αγνωστικισμό, αφού η επαφή μας με το Αγαθό, το επέκεινα, δεν είναι τίποτε άλλο από μια κάποια ψυχική κατάσταση, διάθεση και ουσιαστικώς παραμένουμε χωρισμένοι από το Ένα. Δεν μπορούμε να φτάσουμε στην Αρχή, και δεν μπορούμε να φθάσουμε παρά μόνον την αγνωσία μας σχετικά μ’ αυτή, καθότι η προέννοια είναι ασυνείδητη. «Ουδέ παρακολουθούσαν».
Ο Δαμάσκιος εκφράζει αυτόν τον υποκειμενισμό ως εξής: «Εάν έχουμε κάποια αναπαράσταση του απόλυτου μη-όντος ή Αυτού για το οποίο ομιλούμε (τον Θεό), πρόκειται για μια αναπαράσταση που είναι μέσα μας και η οποία βασίζεται στο κενό. Όταν φτάνουμε αυτή την αναπαράσταση, νομίζουμε ότι τον φθάσαμε, Αυτόν που δεν είναι τίποτε για μας (ουδέν προς ημάς) δεδομένου ότι υπερβαίνει την Ικανότητα της γνώσεως μας. Την γνωστική μας Ικανότητα!».
[Αυτό είναι το μυστηριώδες υποκείμενο λοιπόν, το οποίο εκτίθεται πλήρως στις εξομολογήσεις του Αυγουστίνου. Αυτή η προέννοια είναι και η αιτία της αναβαθμίσεως της κατηγορίας του χρόνου εκ μέρους του Χάιντεγκερ, την οποία οικειοποιήθηκε και ο Ζηζιούλας λέγοντας πως ο χρόνος θα υπάρχει και μετά θάνατον. Το κενό δηλαδή του παρόντος, το Τίποτα. Ίσως έχει δίκαιο, μιλώντας για τον εαυτό του. Διότι μια άλλη συνέπεια του υποκειμένου είναι ότι δεν είναι δυνατόν να μιλήσουμε για κάτι άλλο εκτός του εαυτού μας. Όλη η ζωή είναι βιώματα που οδηγούν στην αναπαράσταση του Θεού, στην προέννοια. Δεν υπάρχει εμπειρία, δεν υπάρχει αντικείμενο.]
[Η πνευματική αίσθηση του υποκειμένου κυριαρχεί σήμερα σαν συναίσθημα, αίσθημα. Ο άλλος είναι το αίσθημα που μου δημιουργεί. Δεν είναι ακριβώς το πνευματικό κενό που ζούμε, αλλά η ψυχική Έρημος. Και όπως ο Καντ μας διέταξε να φτιάξουμε εμείς το αντικείμενο, κάτι που ανέλαβε η σύγχρονη επιστήμη, η σύγχρονη θεολογία μάς παρακινεί να φτιάξουμε επιτέλους εμείς τον άλλον. Για να είναι ο Θεός μας στα πάντα και στους πάντες.
Ού ποιήσεις σεαυτόν είδωλο!
[Δύο πνευματικές ασθένειες λοιπόν γίνονται γνωστές. Ο υποκειμενισμός και ο εγωκεντρισμός, που είναι ένας απλός υλισμός.
Στην αρχαιότητα ήταν ξεχωριστές. Σήμερα ενώθηκαν και συζούν στον ίδιο μοντέρνο άνθρωπο! Στο νεωτερικό άτομο! Ο υποκειμενισμός τρέφει τον εγωκεντρισμό πλέον. Δίνοντας το φανταστικό, κενό, άτομο, της εποχής μας].
[Να πώς περιγράφει την κενεμβατούσα ψυχή σήμερα ο Γιανναράς ονομάζοντας τήν ασθένεια, υπαρξισμό και την ψευδαίσθηση σωτηρία, ελευθερία: «Η ελευθερία ορίζεται ως η απροσδιοριστία του να μην είσαι το Είναι σου – ως η δυνατότητα του ανθρώπου να παράγει το Είναι του, να το καθιστά γεγονότητα, δηλαδή να είναι ο ίδιος αυτό που δεν είναι και να μην είναι αυτό που είναι». (Το αίνιγμα του κακού, σελ. 75).]
[Ταυτοχρόνως αρχίζει νά δημιουργείται σιγά-σιγά ο κόσμος τής sola scriptura, διότι η προέννοια καταργεί ή εξισώνει ακόμη χειρότερα, τήν εμπειρία μέ τήν σκέψη. Σήμερα δέ πού εγκαταλείπεται καί ο ησυχασμός, τό τελευταίο οχυρό τής προτεραιότητος τής εμπειρίας, η σκέψη αρχίζει νά ταυτίζεται μέ τόν λογισμό καί η Βαβέλ θά φαντάζει κατόρθωμα. Ο θρίαμβος αυτής τής ασθένειας συνιστά τόν σχολαστικισμό καί στήν ορθοδοξία τόν θρίαμβο τού Τρεμπέλα.]
[Ταυτοχρόνως αρχίζει νά δημιουργείται σιγά-σιγά ο κόσμος τής sola scriptura, διότι η προέννοια καταργεί ή εξισώνει ακόμη χειρότερα, τήν εμπειρία μέ τήν σκέψη. Σήμερα δέ πού εγκαταλείπεται καί ο ησυχασμός, τό τελευταίο οχυρό τής προτεραιότητος τής εμπειρίας, η σκέψη αρχίζει νά ταυτίζεται μέ τόν λογισμό καί η Βαβέλ θά φαντάζει κατόρθωμα. Ο θρίαμβος αυτής τής ασθένειας συνιστά τόν σχολαστικισμό καί στήν ορθοδοξία τόν θρίαμβο τού Τρεμπέλα.]
Συνεχίζεται
Γι' αυτό και ακριβώς βλέπετε ότι η μεγαλύτερη ανακάλυψη και στη φιλοσοφία και στην ψυχολογία είναι η υποκειμενικότητα στη Δύση. Το ζητούμενο αυτό είναι η επανάσταση του Φρόυντ που έδειξε πως δια του ασυνείδητου έχω μια αναφορικότητα στον Άλλον. Ο Λακάν, που ήταν για μένα ο δάσκαλός μου στην ψυχανάλυση έδειξε ότι η επιθυμία είναι βασικά αναφορική, δηλαδή επιθυμώ ενσωματώνοντας την επιθυμία του Άλλου.
Ουσιαστικά η επιθυμία συνειδητά ενσωματώνει τον Άλλον. Δεν είμαι μόνος!
Ουσιαστικά η επιθυμία συνειδητά ενσωματώνει τον Άλλον. Δεν είμαι μόνος!
ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου