Νίκη Χασάπη, Θεολόγος MSc Θεολογίας
Η χριστολογική θεώρηση της Εκκλησίας
Σκοπός της θείας οικονομίας είναι η σωτηρία της κτίσης. Η σωτηρία αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί, όταν η δημιουργία μετατραπεί σε Εκκλησία. Άρα σκοπός της δημιουργίας είναι η Εκκλησία[1]. Το γεγονός αυτό όμως θα ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί, εάν δεν είχε προηγηθεί η ενσάρκωση του Χριστού. Η συμβολή του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδας στο έργο της θείας οικονομίας, εμπεριέχει μία ιδιαιτερότητα. Είναι το μόνο πρόσωπο, που ανέλαβε με την ενυπόστατη παρουσία Του στην κτίση, να διεκπεραιώσει τη βούληση του Πατρός[2]. Έτσι “Αὐτουργός γάρ οὔτε ὁ Πατήρ οὔτε τό Πνεύμα, ἀλλά μόνος ὁ Λόγος καί μόνος ὁ Μονογενής αἵματος ἠνέσχετο καί σαρκός καί ἐπλήγη καί ὠδυνήθη καί ἀπέθανε καί ἀνέστη”[3]. Για να μπορέσει να σωθεί ο άνθρωπος, ο Υιός έπρεπε να λάβει την ανθρώπινη φύση. Η Εκκλησία, ως θεανθρώπινος οργανισμός δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τη σάρκωση του Χριστού. Με αυτήν την έννοια η Εκκλησιολογία έχει ως προϋπόθεση την Χριστολογία[4].Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Παύλος ονόμασε την Εκκλησία σώμα Χριστού, αφού “Ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους[5].
Η πνευματολογική θεώρηση της Εκκλησίας
Στο πλαίσιο των διακριτών ρόλων της Αγίας Τριάδας στη θεία οικονομία, εντάσσεται και ο ρόλος του Αγίου Πνεύματος. Όπως προαναφέρθηκε, η Εκκλησία προϋπήρχε στην αιώνια βούληση του Πατρός, ο Υιός με την ενσάρκωση του την εγκαινίασε ως πραγματικότητα μέσα στην κτίση, ενώ το Άγιο Πνεύμα με την Πεντηκοστή, κατέστησε δυνατή την προσωπική συμμετοχή των πιστών ως μέλη του σώματός της. Ο ίδιος ο Χριστός προανήγγειλε την είσοδο του Αγίου Πνεύματος στην ιστορία κατά το γεγονός της Πεντηκοστής[11]. Ενώ με την ενσάρκωση ο Χριστός μεταμορφώνει την αόρατη Εκκλησία σε σώμα Χριστού, κατά την Πεντηκοστή εγκαινιάζεται η πρώτη είσοδος των πιστών σε αυτήν. Μπορεί το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας να μη σαρκώθηκε όπως ο Χριστός, αλλά η είσοδός Του στην ιστορική πραγματικότητα, εξασφαλίζει την πορεία της ίδιας της Εκκλησίας. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τον αποκαλυπτικό, κοινωνικό, χαρισματικό και απελευθερωτικό χαρακτήρα του ρόλου του Αγίου Πνεύματος. Μόνο με τη βοήθεια και τον φωτισμό του Παρακλήτου, ο άνθρωπος είναι δυνατό να κατανοήσει τα θεία μυστήρια, ώστε “ ἡμῖν δὲὁ Θεὸς ἀπεκάλυψε διὰ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ· τὸ γὰρ Πνεῦμα πάντα ἐρευνᾷ, καὶ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ”[12]. Όπως ομολογεί και ο ιερός Χρυσόστομος “ Εἰ μή τό Πνεῦμα τό ἐπιστάμενον τά ἀπόρρητα τοῦ Θεοῦἀπεκάλυψεν, οὐκ ἄν ἐμάθομεν”,αφού “ Τό γάρ Πνεῦμα πάντα, φησίν, ἐρευνᾶ, καί τά βάθη τοῦ Θεοῦ”[13].Το Άγιο Πνεύμα, όχι μόνο μας καθιστά ικανούς να βιώσουμε τα μυστήρια, αλλά να κατανοήσουμε και το βαθύτερο νόημα των δωρεών Του, “ ἵνα εἰδῶμεν τά ὑπό τοῦ Θεοῦ χαρισθέντα ἠμῖν”[14]. Κατά την Πεντηκοστή, πραγματοποιήθηκε όχι μόνο ο φωτισμός, αλλά και οι δωρεές του Θεού εστάλησαν στους Απόστολους και μάλιστα όχι συνολικά, αλλά προσωπικά στον καθένα αφού, “ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ᾿ἕνα ἕκαστον αὐτῶν καὶἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου”[15]. Οι δε επίσκοποι δια της αποστολικής διαδοχής, μεταβιβάζουν στα μέλη της Εκκλησίας τα χαρίσματα αυτά, μέσα από τη τέλεση των μυστηρίων.
Με την ελεύθερη συμμετοχή των πιστών στα μυστήρια της Εκκλησίας, καθίσταται ο κάθε ένας από αυτούς προσωπικά ικανός, ως συγκεκριμένο και μοναδικό πρόσωπο, να λάβει τις θείες δωρεές, γεγονός που τονίζει ιδιαίτερα ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής στη Μυσταγωγία του· “ καί διά τήν ἀοράτως ἀεί μέν παροῦσαν τοῦἁγίου Πνεύματος χάριν, ἰδιοτρόπως δέ μάλιστα κατά τόν καιρόν τῆς ἁγίας συνάξεως, καί ἕκαστον τῶν εὑρισκομένων μεταποιοῦσαν τε και μετασκευάζουσαν, καί ἀληθές μεταπλάττουσαν ἐπί τό θειότερον ἀναλόγως ἑαυτῷ, καί πρός τό δηλούμενον διά τῶν τελουμένων μυστηρίων ἄγουσαν ”[16]. Η υποκειμενική προσοικείωση των θείων δωρεών, όχι μόνο εξασφαλίζει την ποικιλία των προσώπων, αλλά εγγυάται και την ελευθερία τους[17]. Ο άνθρωπος με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, κατορθώνει να αναχθεί από άτομο, σε πρόσωπο. Το άτομο, νοείται ως αριθμητική μονάδα, η οποία στερείται σχέσεων, αφού επιλέγει να αξιοποιήσει τα ταλέντα του μόνο για να εξυπηρετήσει τα δικά του – κακώς νοούμενα – συμφέροντα. Αντίθετα το πρόσωπο, νοεί τον εαυτό του ως το ιδιαίτερο και ανεπανάληπτο μέρος ενός συνόλου, που τροφοδοτείται μέσα από την υπαρκτική σχέση του με τον Θεό και με τους άλλους. Η χάρη του Αγίου Πνεύματος, μέσα στο σώμα της Εκκλησίας, συναντά τον πιστό ως πρόσωπο και με την ελεύθερη συγκατάθεσή του, το καθιστά ικανό να ενωθεί με τον Χριστό και με τους άλλους. Πρόκειται για τον κοινωνικό χαρακτήρα του Αγίου Πνεύματος[18]. Στη θεία Ευχαριστία, τον πυρήνα των μυστηρίων, ο ιερέας παρακαλεί τον Θεό, “κατάπεμψον τό Πνεύμα σου τό Ἅγιον ἐφ’ ἡμᾶς καί ἐπί τά προκείμενα δῶρα ταῦτα: καί ποίησον τόν μέν Ἄρτον τοῦτον, τίμιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ Σου, τό δέ ἐν τῷ ποτηρίῳ τούτῳ τίμιον Αἵμα τοῦ Χριστοῦ Σου, μεταβαλών τῷ Πνεύματί σου τῷἉγίῳ”. Μόνο με την ενέργεια του αγίου Πνεύματος τα τίμια δώρα μεταβάλλονται σε Σώμα και Αίμα Χριστού.
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ
[2] Στ. Γιαγκάζογλου, « Περί Εκκλησίας», στο Κ. Αγόρας, Στ. Γιαγκάζογλου, π. Ν. Λουδοβίκος, Σ. Φωτίου, Πίστη και Βίωμα της Ορθοδοξίας. Τόμος Α΄ Δόγμα, Πνευματικότητα και Ήθος της Ορθοδοξίας(Πάτρα: Ἔκδοση Ἑλληνικοῦ Άνοικτοῦ Πανεπιστημίου 2002)177.
[3] Ν. Καβάσιλα,“ Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς” P. G.,J. Migne, ἐπιμ. Ἔκδ., τομ. 150, στ. 533Α.
[4] Ι. Καρμίρη, “ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία”, Θεολογία 39,4 (1968) 501.
[5] Α΄ Κορ. ια΄12,27.
[6] Ι. Χρυσοστόμου, “ Ἐγκώμιον εἰς Μάξιμον” P. G.,J. Migne, ἐπιμ. Ἔκδ., τομ. 51, στ. 331.
[7] Διονυσίου Αεροπαγίτη, “ Ἐκκλησιαστική Ἱεραρχία” P. G.,J. Migne, ἐπιμ. Ἔκδ., τομ. 3, στ. 452.
[8] Ι. Ζηζιούλα, “ Ἡ Εὐχαριστιακή Ἐκκλησιολογία στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση” Θεολογία 80, 4 (2009)15.
[9] Μτ. κς΄26-28.
[10] Ι. Χρυσοστόμου, “ Α΄ Κορινθίους ὁμιλία” P. G.,J. Migne, ἐπιμ. Ἔκδ., τομ. 61, στ. 200.
[11] Πραξ. α΄4.
[12] Α΄Κορ. β΄10.
[13] Ι. Χρυσοστόμου, “ Α΄ Κορινθίους ὁμιλία” P. G.,J. Migne, ἐπιμ. Ἔκδ., τομ. 61, στ. 59.
[14] Οπ., στ. 59.
[15] Πραξ. β΄3.
[16] Μάξιμου Ομολογητού, “ Μυσταγωγία” P. G.,J. Migne, ἐπιμ. Ἔκδ., τομ. 91, στ. 704 Α.
[17] Κ. Ware, Η Ορθόδοξη Εκκλησία ( Αθήνα: Εκδόσεις Ακρίτας 1996 ) 383-384.
[18] Ι. Καρμίρη, “ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία”, Θεολογία 41,2 (1970) 204.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου