Κατά τήν ἀριστοτελική ἠθική ἡ ἀρετή εἶναι μεσότης μεταξύ δύο ἀκροτήτων, τῆς ἐλλείψεως καί τῆς ὑπερβολῆς. Ὁ Ἀριστοτέλης δίδει τόν ἑξῆς ὁρισμό τῆς ἀρετῆς: «Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετή ἕξις προαιρετική ἐν μεσότητι οὖσα οὐ πρός τό πρᾶγμα ἀλλά πρός ἡμᾶς, ὡρισμένη λόγῳ καί ὡς ἄν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν» (Ἠθικά Νικομάχεια 1107a). Μετάφραση (Δημ. Λυπουρλῆ): « Ἡ ἀρετή λοιπόν εἶναι μία ἕξη, πού α) ἐπιλέγεται ἐλεύθερα ἀπό τό ἄτομο, β) βρίσκεται στό μέσον, στό μέσον ὅμως τό “σέ σχέση πρός ἐμᾶς”∙ τό μέσον αὐτό καθορίζεται ἀπό τή λογική – πιό συγκεκριμένα, ἀπό τή λογική, πιστεύω, πού καθορίζει ὁ φρόνιμος ἄνθρωπος».[1]
Ἀναλύοντας τόν ἀνωτέρω ὁρισμό τονίζουμε ὅτι τό πρῶτο γνωριστικό σημεῖο τῆς ἀρετῆς εἶναι ὅτι ἔχει τήν ἀρχή της στήν ἐλεύθερη προαίρεση, εἶναι ἐλεύθερη ἐπιλογή. Ἐπίσης εἶναι «ἕξις προαιρετική». Μέ ὅρο ἕξη κατά «τόν Κωνσταντῖνο Γεωργούλη «ἐννοοῦμεν μίαν ἀποκτηθεῖσαν διά τῆς ἐπανειλημμένης λειτουργίας ἱκανότητα νά ἐπιτελοῦμεν ἐνέργημα τι».[2]
Ἡ ἀρετή εἶναι μεσότητα μεταξύ ἐλλείψεως καί ὑπερβολῆς. Ἐτσι, π.χ., ἡ ἀνδρεία εἶναι μεσότητα μεταξύ τῆς δειλίας πού συνιστᾶ ἔλλειψη καί τοῦ θράσους πού συνιστᾶ ὑπερβολή. Ἡ σωφροσύνη ἀποτελεῖ μεσότητα μεταξύ ἀκολασίας πού ἀποτελεῖ ὑπερβολή καί τῆς ἀναισθησίας πού ἀποτελεῖ ἔλλειψη: «Στίς ἡδονές καί στίς λύπες {…} μεσότητα εἶναι ἡ σωφροσύνη, ὑπερβολή ἡ ἀκολασία∙ ἐλλιπεῖς ὡς πρός τίς ἡδονές δέν φαίνεται νά ὑπάρχουν∙ γιαυτό καί οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν στή γλώσσα μας λέξη πού νά τούς δηλώνει − ἐμεῖς ἄς τούς ποῦμε ἀναίσθητους».[3] Ἡ μεσότητα ὅμως εἶναι μεσότητα ὄχι ὡς πρός τό πρᾶγμα, ἀλλά πρός ἡμᾶς, ἤτοι πρός τό ἐνεργοῦν ἠθικό ὑποκείμενο. «Μέσον δέ οὐ τό τοῦ πράγματος, ἀλλά τό πρός ἡμᾶς» ( Ἠθικά Νικομάχεια 1106b). Ἄρα παραλλάσσει ἀπό ἄνθρωπο σέ ἄνθρωπο. Αὐτό πού εἶναι ἔλλειψη γιά τόν Α ἄνθρωπο μπορεῖ νά εἶναι μεσότητα ἤ ἀκόμη καί ὑπερβολή γιά τόν Β ἄνθρωπο. Παραδείγματος χάριν μεσότητα ἀπόλυτη (ὡς πρός τό πρᾶγμα) μεταξύ τοῦ 2 καί τοῦ 10 εἶναι τό 6, λέει ὁ Σταγιρίτης. Γιά τήν μεσότητα ὡς πρός ἡμᾶς γράφει ὅμως: «Τό μέσον ὅμως τό σέ σχέση πρός ἐμᾶς δέν θά τό ὁρίσουμε ἔτσι∙γιατί ἄν γιά ἕνα ἄτομο εἶναι πολύ νά φάει δέκα “μερίδες” καί λίγο τό νά φάει δύο, δέν θά πεῖ πώς ὁ προπονητής θά ὁρίσει ἕξι “μερίδες”, γιατί καί αὐτή ἡ ποσότητα μπορεῖ νά εἶναι πολλή γι’αὐτόν πού θά τή φάει ἤ λίγη: λίγη γιά ἕναν Μίλωνα, πολλή γιά τόν ἀρχάριο στή γύμναση».[4] Συναφῶς γράφει ὁ Κων. Γεωργούλης: «Εἰς τόν δοθέντα ὁρισμόν τῶν ἀρετῶν ἡ μεσότης δέν θεωρεῖται ἀπόλυτος, ἀλλά εἶναι μεσότης ἐν σχέσει μέ “ἡμᾶς”, δηλαδή μέ τόν ἄνθρωπον ὡς ὑποκείμενον τῆς ἠθικῆς πράξεως. Ὁ φρόνιμος ἄνθρωπος ἔχει τήν ἁρμοδιότητα νά προβῇ εἰς τόν καθορισμόν τῆς μεσότητος ταύτης. Ὥστε ἡ μεσότης ποικίλλει κατά τάς περιστάσεις καί τά πρόσωπα, ὥς πρός τόν καθορισμόν της ὅμως κατάλληλος εἶναι ὁ φρόνιμος, ἤτοι ὁ ὑψωθείς ἤδη διά τῆς πράξεως εἰς ἠθικήν προσωπικότητα. Προαπαιτεῖται ἄρα εὔστοχος κρίσις, διά νά ἀντιληφθῇ ὁ ἄνθρωπος εἰς ἑκάστην δεδομένην περίστασιν ποία πρᾶξις εἶναι ἐνάρετος».[5] Πρός περαιτέρω διασάφηση τῆς ἐννοίας τῆς μεσότητος, παραθέτω σχετική ἑρμηνεία τοῦ καθηγητοῦ Χρήστου Τερέζη: «Κατά τόν Ἀριστοτέλη οἱ κάθε εἴδους ἐνέργειες καταστρέφονται, τόσο καθεαυτές ὅσο καί ὡς πρός τά ἀποτελέσματά τους, εἴτε ἀπό τήν ἔλλειψη εἴτε ἀπό τήν ὑπερβολή. Τοῦτο συμβαίνει καί στίς ἠθικές ἀρετές, ὅπως π.χ. στήν σωφροσύνη καί στήν ἀνδρεία. Ἀντίθετα διασώζονται ἀπό τήν μεσότητα. Προτάσσεται λοιπόν ὡς πραξιακή ἀξία τό μέτρο. Οἱ διαπιστώσεις αὐτές ὁδηγοῦν τούς ἐπιστήμονες στό νά ἀποφεύγουν τήν ὑπερβολή καί τήν ἔλλειψη καί νά ἐπιζητοῦν τό μέσον, ὄχι ὅμως τοῦ ἰδίου τοῦ ἀντικειμένου ἀλλά τοῦ βαθμοῦ διά τοῦ ὁποίου αὐτό σχετίζεται πρός τόν ἄνθρωπο. Τό μέσον λοιπόν ὁρίζεται ὄχι πρός τήν καθαυτότητά του ἀλλά ὡς πρός τίς συγκεκριμένες καταστάσεις τοῦ ἀνθρωπίνου ὑποκειμένου. Ἀποκλείεται ἑπομένως ἡ ἀπόλυτη ἐκδοχή του καί συλλαμβάνεται ὑπό ἕνα σχετικό πρῖσμα, προσδιοριζόμενο ἀπό τό σύνολο τῶν ἀντικειμενικῶν συνθηκῶν καί ἀπό τά συγκεκριμένα ἑκάστοτε χωροχρονικά πλαίσια.“ Τό δέ ὅτε δεῖ καί ἐφ’οἷς καί πρός οὕς καί οὗ ἕνεκα καί ὡς δεῖ, μέσον τε καί ἄριστον, ὅπερ ἐστί τῆς ἀρετῆς”».[6]
Ἐκ τῶν ἀνωτέρω καταλαβαίνουμε πόσο δυσεπίτευκτη εἶναι ἡ ἀρετή. Εὔκολα καί σέ πολλά σημεῖα μπορεῖ νά ἀστοχήσει κανείς, ἐνῶ σέ ἕνα μόνο σημεῖο μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀρετή καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι δύσκολη ἡ ἐπίτευξή της. Ὁ Ἀριστοτέλης γράφει ἐπί τοῦ προκειμένου: «Ἔτι τό μέν ἁμαρτάνειν πολλαχῶς ἔστι {…}τό δέ κατορθοῦν μοναχῶς (διό καί τό μέν ῥάδιον τό δέ χαλεπόν, ῥάδιον μέν τό ἀποτυχεῖν τοῦ σκοποῦ, χαλεπόν δέ τό ἐπιτυχεῖν)∙καί διά ταῦτ’ οὖν τῆς μέν κακίας ἡ ὑπερβολή καί ἡ ἔλλειψις, τῆς δ’ἀρετῆς ἡ μεσότης∙ ἐσθλοί μέν γάρ ἁπλῶς, παντοδαπῶς δέ κακοί». (ἄγνωστης προελεύσεως πεντάμετρος στίχος). (Ἠθικά Νικομάχεια 1106 b). (Μετάφραση Δημ. Λυπουρλῆ): «Κάτι ἀκόμη: Τό λάθος γίνεται μέ πολλούς τρόπους {…}τό σωστό ὅμως γίνεται μέ ἕναν μόνο τρόπο (γιαυτό καί τό πρῶτο εἶναι εὔκολο, ἐνῶ τό ἄλλο εἶναι δύσκολο: εἶναι εὔκολο, πράγματι νά ἀποτύχεις στό στόχο σου καί εἶναι δύσκολο νά τόν πετύχεις)∙ νά γιατί ἡ ὑπερβολή καί ἡ ἔλλειψη εἶναι χαρακτηριστικά τῆς κακίας καί ἡ μεσότητα τῆς ἀρετῆς: καλοί μέ ἕναν μόνο τρόπο, κακοί μέ χίλιους τόσους τρόπους».[7] Ἔτσι λοιπόν ἐνάρετοι εἴμαστε μέ ἕνα μόνο τρόπο («μοναχῶς»), φαῦλοι μέ πολλούς («πολλαχῶς»).Κατ’ ἀντιστοιχία μποροῦμε ἆραγε νά ὑποστηρίξουμε ὅτι Ὀρθόδοξοι εἴμαστε μέ ἕνα μόνο τρόπο, ἐνῶ κακόδοξοι μέ πολλούς τρόπους;
Ἡ ἀρετή εἶναι μεσότης ὡς πρός τήν οὐσία της, ἀλλά ὡς πρός τήν ἀξία της εἶναι ἀκρότης: «Διό κατά μέν τήν οὐσίαν καί τόν λόγον τόν τί ἦν εἶναι λέγοντα μεσότης ἐστίν ἡ ἀρετή, κατά δέ τό ἄριστον καί τό εὖ ἀκρότης» (Ἠθικά Νικομάχεια 1107a). Μετάφραση (Δημ. Λυπουρλῆ): «Ἀπό τήν ἄποψη λοιπόν τῆς οὐσίας της, καί ὅσο μᾶς ἐνδιαφέρει ὁ ὁρισμός της φύσης της, ἡ ἀρετή εἶναι μεσότητα, ἀπό τήν ἄποψη ὅμως τοῦ σωστοῦ καί τοῦ ἀρίστου εἶναι, ἀσφαλῶς, κάτι πού βρίσκεται στό ψηλότερο σκαλί».[8] Παραθέτουμε καί τήν μετάφραση τοῦ Κ.Δ. Γεωργούλη: «Διά τοῦτο ὡς πρός μέν τήν οὐσίαν της καί τόν ὁρισμόν, ὅστις ἐκφράζει τήν ὀντότητά της, ἡ ἀρετή εἶναι μεσότης, ἀπό τῆς ἀπόψεως ὅμως τοῦ ἀρίστου καί τῆς τελειότητος εἶναι ἀκρότης».[9] Συναφῶς γράφει ὁ Κ. Γεωργούλης: «Κατά τό ὀντολογικόν της περιεχόμενον, ἤτοι κατά τήν ἀξιολογικήν της ὕλην, εἶναι ἡ ἀρετή μεσότης, ἀλλά κατά τόν ἀξιολογικόν της χαρακτῆρα εἶναι κάτι τό ἀπόλυτον, ὅπερ δέν ἐπιδέχεται οὐδεμίαν ἐπί πλέον ὑπερβολήν».[10] Ἀκόμη σχετικῶς ἔχει γραφεῖ: «Γι’αὐτό ἡ ἀρετή ὅταν τήν κρίνουμε ἀπό τήν οὐσία της καί ἀπό τό μέτρο της, εἶναι μεσότητα, ἐνῶ ὅταν τήν κρίνουμε ἀπό τό ὅτι αὐτή εἶναι τό πιό καλό καί τό πιό ἐπιτυχημένο εἶναι ἀκρότητα».[11] Ὁμοίως καί ὁ καθηγητής Χρῆστος Τερέζης γράφει ἐπί τοῦ προκειμένου: «Ἡ ἀρετή ὡς πρός τήν οὐσία καί τό νόημα τῆς ὀντότητάς της εἶναι μεσότητα, ὡς πρός τό ὅτι πραγματοποιεῖ τό ἄριστο καί κάθε τί τό ἀγαθό εἶναι ἀκρότητα. Τοῦτο δηλώνει ὅτι ἡ ἀρετή κατά τό ἀποτέλεσμά της ὁρίζεται ὡς ὑπέρτατη τελειότητα».[12] Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ἡ ἀρετή εἶναι καί μεσότης καί ἀκρότης. Εἶναι μεσότης ὡς πρός τήν φύση καί τό εἶναι της, καί ἀκρότης ὡς πρός τήν τελειότητά της. Προβήκαμε στήν ἀνωτέρω διασάφηση, διότι στήν χριστιανική ἐκδοχή τῆς ἀρετῆς, ἐνῶ ἡ ἀρετή θεωρεῖται ὡς μεσότητα, ταυτόχρονα θεωρεῖται καί ὡς ἀκρότητα, ἀφοῦ δέν σπανίζουν ἐκφράσεις, ὅπως ὅτι ἕνας ἀσκητής ἔφθασε «σέ ἀκρότητα ἀρετῆς» ἤ ὅτι διαπνέεται ἀπό «ἄκρα ταπείνωση» κ.λ.π.
Ἐπίσης κατά τήν διδασκαλία τοῦ Ἀριστοτέλη σέ μεγαλύτερη ἀντίθεση πρός τή μεσότητα βρίσκεται ἄλλοτε ἡ ἔλλειψη καί ἄλλοτε ἡ ὑπερβολή: «Σέ μεγαλύτερη ἀντίθεση πρός τό μέσον βρίσκεται σέ κάποιες περιπτώσεις ἡ ἔλλειψη καί σέ κάποιες ἄλλες ἡ ὑπερβολή. Γιά παράδειγμα: Σέ μεγαλύτερη ἀντίθεση πρός τήν ἀνδρεία βρίσκεται ὄχι ἡ θρασύτητα, πού εἶναι ὑπερβολή, ἀλλά ἡ δειλία, πού εἶναι ἔλλειψη∙ στή σωφροσύνη ὄχι ἡ ἀναισθησία, πού εἶναι ἔλλειψη, ἀλλά ἡ ἀκολασία πού εἶναι ὑπερβολή».[13]
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας παρέλαβαν καί υἱοθέτησαν τήν ἀριστοτελική ἔννοια τῆς ἀρετῆς ὡς μεσότητος. Ἔτσι θεώρησαν καί αὐτοί ὅτι ἡ ἀρετή εἶναι μεσότης μεταξύ δύο ἀκραίων καταστάσεων, τῆς ἐλλείψεως καί τῆς ὑπερβολῆς.Αἴφνης ὁ Μέγας Βασίλειος διδάσκει: «Μεσότης γάρ καί συμμετρία τις ἡ ἀρετή∙ αἱ δ’ἐφ᾿ ἑκάτερα τήν ἀρετήν ἐκβαίνουσαι ὑπερβολαί καί ἐλλείψεις, ἀμετρία καί αἶσχος…Οὐκοῦν κάλλος μέν ψυχῆς τό κατ’ἀρετήν σύμμετρον∙ αἶσχος δέ, αἱ ἀπό κακίας ἐγγινόμεναι ἀμετρίαι».[14] Ἑπίσης γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Εὐθύς ἐστι τῇ καρδίᾳ ὁ τόν λογισμόν μή ἔχων ῥέποντα πρός ὑπερβολήν μηδέ ἔλλειψιν, ἀλλά ἀπευθυνόμενος πρός τό μέσον τῆς ἀρετῆς».[15] Ὡσαύτως καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἀποφαίνεται: «Πάσης ἀρετῆς ἐν μεσότητι θεωρουμένης ἡ ἐπί τά παρακείμενα παρατροπή κακία ἐστίν».[16] Ἐπίσης «πᾶσα ἀρετή δύο κακῶν ἔστι μέση, τῆς τε ἐλλείψεως τοῦ καλοῦ καί τῆς ὑπερπτώσεως…τῆς καθ’ἑκάτερον ἀμετρίας καί τό μέσον ἀρετή ὀνομάζουσιν».[17] Ταυτόσημη γνώμη ἔχει καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Πανταχοῦ τό μέν σύμμετρον ποθεινόν, τό δέ ἄμετρον οὐκέτι».[18]
Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι στή Φιλοκαλία ὁ ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός συνδυάζει τήν ἀρχαιοελληνική ἀντίληψη περί τῶν τεσσάρων γενικῶν ἀρετῶν, τῆς σοφίας-φρονήσεως, τῆς ἀνδρείας, τῆς σωφροσύνης καί τῆς δικαιοσύνης μέ τήν ἀριστοτελική ἀντίληψη τῆς ἀρετῆς ὡς μεσότητος: «Ἰδέαι δέ τῆς σοφίας καθεστήκασι τέσσαρες. Φρόνησις, ἤτοι γνῶσις τῶν τε ποιητέων καί οὐ ποιητέων καί ἐγρήγορσις τοῦ νοός. Σωφροσύνη, τοῦτ’ἔστι τό σῷον γενέσθαι τό φρόνημα, ὥστε κατέχειν δυνηθῇ ἑαυτόν ἐκτός ἔργου, λογισμοῦ τε καί λόγου μή ἀρέσκοντος τῷ Θεῷ. Ἀνδρεία, ἤτοι ἰσχύς καί καρτερία ἐν τοῖς κατά Θεόν πόνοις καί πειρασμοῖς. Δικαιοσύνη, τοῦτ’ἔστι διανομή, τό ἴσον παρέχουσα πᾶσι τούτοις∙ αὗται δέ αἱ τέσσαρες γενικαί ἀρεταί γεννῶνται μέν ἐκ τριῶν δυνάμεων ψυχῆς οὕτως.Ἐκ μέν τοῦ λογισμοῦ, ἤγουν τοῦ νοός, δύο, φρόνησις καί δικαιοσύνη, ἤγουν διάκρισις. Ἐκ δέ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ σωφροσύνη καί ἐκ τοῦ θυμικοῦ ἀνδρεία. Μεσολαβεῖ δέ ἑκάστη ὑπό δύο παθῶν παρά φύσιν∙ ἡ φρόνησις, ἄνω μέν ἀπό τοῦ ὑπερφρονεῖν, κάτω δέ ἀπό ἀφροσύνης. Ἡ σωφροσύνη, ἄνω μέν ὑπό ἠλιθιότητος (=ἀναισθησίας), κάτω δέ ἀπό ἀκολασίας. Ἡ ἀνδρεία, ἄνω μέν ἀπό θρασύτητος, κάτω δέ ἀπό δειλίας. Ἡ δικαιοσύνη, ἄνω μέν ἀπό μειονεξίας, κάτω δέ ἀπό πλεονεξίας. Καί αἱ μέν τέσσαρες εἰκών εἰσι τοῦ ἐπουρανίου, αἱ δέ ὀκτώ τοῦ χοϊκοῦ».[19]
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι στά Διαλεκτικά ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀποδέχεται τήν ὑπόληψη τῆς ἀρετῆς ὡς μεσότητος μεταξύ δύο ἄκρων. Μάλιστα λέγει ὅτι τό ἀγαθό ἔχει ἕνα ἀντίθετο («ἐναντίον»), τό κακό, ἐνῶ στό κακό ὑπάρχουν δύο ἀντίθετα («ἐναντία»), τό ἀγαθό καί τό κακό τοῦ ἀντίθετου ἄκρου. Καί φέρει ὡς παράδειγμα τήν σωφροσύνη πού ἔχει ὡς ἀντίθετο («ἐναντίον») τήν ἀκολασία, ἡ ὁποία εἶναι ἔλλειψη τῆς σωφροσύνης. Ἡ δέ ἀκολασία ἔχει ὡς ἀντίθετο («ἐναντίον») τόσο τήν σωφροσύνη, ὅσο καί τήν ἠλιθιότητα, ἡ ὁποία εἶναι ὑπερβολή τῆς σωφροσύνης. Ἠλιθιότητα εἶναι νά μή κινοῦνται καί νά μή ἐγείρονται τά πάθη: «Ἀκολουθεῖ δέ τοῖς ἐναντίοις ἰδιώματα τέσσαρα∙ πρῶτον, ὅτι τῷ μέν ἀγαθῷ ἐξ ἀνάγκης τό κακόν ἐναντίον, τῷ δέ κακῷ ποτέ μέν ἀγαθόν, ποτέ δέ ἄλλο κακόν∙ τῇ μέν γάρ σωφροσύνῃ ἐναντίον ἡ ἀκολασία, τῇ δέ ἀκολασίᾳ ποτέ μέν σωφροσύνη, ποτέ δέ ἠλιθιότης.Ἠλιθιότης δέ ἐστι τό μή κινεῖσθαι μηδέ ἐγείρεσθαι τά πάθη. Ἡ μέν οὖν ἀκολασία ἔλλειψίς ἐστι τῆς σωφροσύνης, ἡ δέ ἠλιθιότης ὑπερβολή, ἐναντία δέ ἡ ὑπερβολή τῇ ἐλλείψει…».[20]
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὑπάρχει μία διαφορά στήν θεώρηση τῆς ἀρετῆς τῆς σωφροσύνης καί τῶν ἀκραίων κακιῶν της μεταξύ Ἀριστοτέλη καί Δαμασκηνοῦ: ὁ Ἀριστοτέλης θεωρεῖ τήν ἀκολασία ὡς ὑπερβολή τῆς σωφροσύνης καί τήν ἀναισθησία ὡς ἔλλειψή της. Ἀντίθετα ὁ Δαμασκηνός θεωρεῖ τήν ἀκολασία ὡς ἔλλειψη τῆς σωφροσύνης καί τήν ἠλιθιότητα (πού εἶναι συνώνυμη μέ τήν ἀναισθησία) ὡς ὑπερβολή τῆς σωφροσύνης.
Ἡ ἐφαρμογή τῆς ἀνωτέρω θεωρητικῆς στοιχειώσεως τῆς ἀρετῆς ὡς μεσότητος στήν ἠθική ζωή τοῦ πιστοῦ ἐπιτάσσει ὅτι ὁ τελευταῖος, ὁ πιστός, πρέπει ἀδηρίτως νά ἀποφεύγει τά ἄκρα. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι τό ἄκρο τῆς ὑπερβολῆς εἶναι πιό δυσδιάκριτο καί ὡς ἐκ τούτου πιό δυσκαταγώνιστο ἀπό τό ἄκρο τῆς ἐλλείψεως, τό ὁποῖο εἶναι πολύ πιό εὐδιάκριτο. Παραδείγματος χάριν ἡ δειλία ὡς ἔλλειψη τοῦ θάρρους εἶναι πιό εὐδιάκριτη ἀπό τό θράσος πού εἶναι ὑπερβολή τοῦ θάρρους. Τό θράσος ὅμως μπορεῖ νά συγχυθεῖ μέ τό θάρρος καί νά ἐκληφθεῖ ὡς θάρρος. Ὁμοίως καί ἡ ἠλιθιότης μπορεῖ νά μπερδευτεῖ μέ τή σωφροσύνη καί νά ἐκληφθεῖ ὡς ἀρετή, ἐνῶ ὡς ἄκρον εἶναι κακία.[21] Φέροντας ἕνα σύγχρονο παράδειγμα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ πατριωτισμός εἶναι μεσότητα, ὁ ἐθνομηδενισμός ἔλλειψη τοῦ πατριωτισμοῦ καί ὁ ἐθνικισμός-σοβινισμός ὑπερβολή τοῦ πατριωτισμοῦ. Ὁ ἐθνομηδενισμός εἶναι εὐδιάκριτος, ἐνῶ τά ὅρια τοῦ πατριωτισμοῦ καί τοῦ ἐθνικισμοῦ ὄχι τόσο εὐδιάκριτα: μπορεῖ νά συμφυρθοῦν εἴτε ἐσκεμμένα εἴτε ἀκούσια, ἀκριβῶς λόγῳ τῆς ἐλλείψεως ἐπακριβοῦς διαχωριστικῆς γραμμῆς μεταξύ των. Ὁμοίως καί στίς ἄλλες ἀρετές.Ὅθεν ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής διδάσκει ὅτι οἱ μισόκαλοι δαίμονες “ὑποβοηθοῦν” τήν προθυμία τοῦ ἐναρέτου πιστοῦ στόν πνευματικό του ἀγώνα ἀκριβῶς γιά νά χάσει τό ὀρθό μέτρο τῆς μεσότητος καί νά περιέλθει στήν ὑπερβολή: «Κανένας ἀπό τούς πονηρούς δαίμονες δέν ἐμποδίζει ποτέ τήν προθυμία τοῦ ἐναρέτου, ἀλλά μᾶλλον περιορίζει μέ δόλο τίς ἐλλείψεις τῶν ἀρετῶν καί ὑπαγορεύει τήν ἐπίτασή τους προθυμούμενος μαζί μέ τόν ἀγωνιστή∙ θέλει νά κάνει τόν ἀσκητή νά στρέψει ὅλη του τήν ἔγνοια στόν ἑαυτό του καί ἀφοῦ χάσει τό σωστό μέτρο τῆς μεσότητας, χωρίς νά καταλάβει νά βαδίζει σέ ἄλλο τέρμα ἀπό ἐκεῖνο πού σκόπευε».[22] Ὁμοίως καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀποφαίνεται: «Μάλιστα δέ αὐτοί οἱ μιαροί (ἐννοεῖ τούς δαίμονες) δέν ἐμποδίζουσι τήν προθυμίαν τοῦ ἐναρέτου, ἀλλά καί ἐπιτείνουσιν τήν προθυμίαν αὐτοῦ, διά νά ἐκβάλλουν αὐτόν ἀπό τήν μεσότητα καί νά ρίψουν αὐτόν εἰς ὑπερβολάς καί ἐλλείψεις τῆς ἀρετῆς».[23]
Τό ὅτι οἱ ἀκρότητες τῆς ὑπερβολῆς εἶναι πιό δυσδιάκριτες καί πιό δυκαταγώνιστες ἀπό τίς ἀκρότητες τῆς ἐλλείψεως καθιστᾶ φανερό ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ὅτι «οἱ δαίμονες πού μᾶς πολεμοῦν μέ τήν ἔλλειψη, εἶναι αὐτοί πού διδάσκουν τήν πορνεία, τή μέθη, τή φιλαργυρία καί τό φθόνο. Ἐκεῖνοι πού μᾶς πολεμοῦν μέ τήν ὑπερβολή, εἶναι ἐκεῖνοι πού διδάσκουν τήν οἴηση, τήν κενοδοξία καί τήν ὑπερηφάνεια, καί μέσω τῶν δεξιῶν μᾶς παραδίνουν κρυφά στά ἀριστερά».[24]
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου γιά τή νηστεία,τήν ἐγκράτεια τῆς γαστρός, στήν ὁποία διδασκαλία κάνει ἐφαρμογή τῆς θεωρήσεως τῆς μεσότητος ὄχι ἀπολύτως, ἐν σχέσει πρός τό πρᾶγμα, ἀλλά ἐν σχέσει πρός τό ἐνεργοῦν ἠθικό ὑποκείμενο: «Ἐγκράτεια δέ γαστρός ἀρίστη, ἡ ἑκάστῳ μετρουμένη πρός τήν τοῦ σώματος δύναμιν. Ἐνίοις μέν γάρ καί ἐπιτεταμένη κακοπάθεια ἄλυπος ὤφθη, καί ἄνεσις μᾶλλον ἤ πόνος ἔδοξε διά τό στερρόν καί ἀνένδοτον τῆς τοῦ σώματος κατασκευῆς καί δυνάμεως∙ τό δέ τούτοις ἀνεκτόν ἑτέροις κινδύνων ὑπόθεσις γέγονε.{…}Ἐγράτεια δέ ἑκάστῳ πρός τήν δύναμιν τοῦ σώματος ὁρισθήσεται, ὥστε μήτε ἔλαττον τῆς ὑπαρχούσης δυνάμεως διελθεῖν μήτε τοῖς ὑπέρ τήν δύναμιν ἐπεκτείνεσθαι».[25] Μετάφραση (Κωνσταντίνου Καρακόλη): «Ἀλλ’ ἡ ἐγκράτεια τῆς γαστρός εἶναι ἀρίστη, ἐάν ἕκαστος τήν μετρῇ κατά τήν δύναμιν τοῦ σώματος. Διότι εἰς μερικούς καί ἡ παρατεταμένη ταλαιπωρία (κακοπάθεια) δέν προεκάλεσε λύπην, ἀλλ’ἐφάνη, λόγῳ τῆς σταθερᾶς καί ἀνυποχωρήτου κατασκευῆς καί δυνάμεως τοῦ σώματος, ἀνακούφισις μᾶλλον παρά πόνος∙ ἐκεῖνο δέ πού ἦτο ἀνεκτόν ἀπό αὐτούς, δι’ἄλλους ἀπεδείχθη ἐπικίνδυνον. {…}Ἡ ἐγκράτεια ὅμως πρέπει νά ὁρίζεται διά κάθε ἄνθρωπον ἀναλόγως τῆς σωματικῆς του δυνάμεως, ὥστε οὔτε ὀλιγώτερον τῆς ὑπαρχούσης δυνάμεως νά ἀγωνισθῶμεν οὔτε νά ἐπεκτεινώμεθα ὑπέρ τήν δύναμιν».[26]
Συνοψίζοντας διαπιστώνουμε ὅτι ἡ ἀρετή ὡς μεσότης εἶναι καρπός τῆς μεγαλοφυοῦς φιλοσοφικῆς σκέψεως τοῦ Σταγιρίτη καί ἐπιπλέον ὅτι παραλαμβάνεται ἀπό τούς Πατέρες, ἐνοφθαλμίζεται καί ἐφαρμόζεται καί στήν ἔσω φιλοσοφία, τόν Χριστιανισμό.
[1] Ἀριστοτέλη, Ἠθικά Νικομάχεια, Βιβλία Α´-Δ´, εἰσαγωγή-μετάφραση- Δημήτριος Λυπουρλῆς, ἐκδόσεις Ζῆτρος, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 271
[2] Κωνσταντίνου Δ. Γεωργούλη, Ἀριστοτέλης ὁ Σταγιρίτης, ἐκδ. Ἱστορικῆς καί Λαογραφικῆς Ἑταιρείας Χαλκιδικῆς, Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 343 – (ὑπάρχει καί νεώτερη ἔκδοση αὐτοῦ τοῦ, ὄντως, σπουδαίου βιβλίου).
[3] Ἀριστοτέλη, Ἠθικά Νικομάχεια 1107b, μετάφραση Δημ. Λυπουρλῆ, ὅ.π., σελ. 275
[4] Ἀριστοτέλη, Ἠθικά Νικομάχεια 1106b−μετάφραση Δημ. Λυπουρλῆ, ὅ.π., σσ. 265-267
[5] Κωνσταντίνου Δ. Γεωργούλη, ὅ.π., σελ. 347
[6] Χρήστου Τερέζη, “Παιδαγωγικές πτυχές τῆς ἠθικῆς καί πολιτικῆς φιλοσοφίας τοῦ Ἀριστοτέλη” στό Ἡ ἠθική φιλοσοφία τῶν Ἑλλήνων, (ἐκδότης Κων. Βουδούρης), Ἀθήνα 1996, σελ. 111-128
[7] Ἀριστοτέλη, Ἠθικά Νικομάχεια, 1106 b, ὅ.π., σελ. 269
[8] Ἀριστοτέλη, Ἠθικά Νικομάχεια, 1107 a, ὅ.π., σελ. 271
[9] Κωνσταντίνου Δ. Γεωργούλη, ὅ.π., σελ. 345
[10] Κωνσταντίνου Δ. Γεωργούλη, ὅ.π., σελ. 345
[11] Μακρίνα Ρούση, “Ἡ ἔννοια τῆς ἀρετῆς στόν Ἀριστοτέλη” στό ἐκδ. Δ.Ζ. Ἀνδριόπουλος, Ἀριστοτέλης, Ε´ ἔκδοση, ἐκδόσεις Παπαδήμα, Ἀθήνα 2003, σελ.201-211
[12] Χρήστου Τερέζη, ὅ.π., σελ. 111-128
[13] Ἀριστοτέλη, Ἠθικά Νικομάχεια, 1109 a,μετάφραση Δημ. Λυπουρλῆς, ὅ.π., σελ. 289
[14] Μ. Βασιλείου, Εἰς Ἡσαΐαν 174, PG 30, 409C
[15] Μ. Βασιλείου, Εἰς Ψαλμούς 7, 7, PG 29, 244D
[16] Γρηγορίου Νύσσης, Περί παρθενίας 7, PG 46, 353 BC
[17] Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τόν βίον Μωυσέως 2, PG 44, 420A
[18] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τάς Πράξεις 16, PG 60, 133
[19] Πέτρου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Περί τῶν τεσσάρων ἀρετῶν τῆς ψυχῆς, Φιλοκαλία, τόμος τρίτος, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1961, σελ. 26 καί 27
[20] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Διαλεκτικά, (μα´) νη´ Περί ἀντικειμένων 30,ἐκδ. B.Kotter, τόμος I, Berlin 1969 καί ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 180 ἕως 182
[21] Εἶναι ἄξιον σημειώσεως ὅτι στό ἐν λόγῳ παράδειγμα ὁ μέν Δαμασκηνός θεωρεῖ τήν ἠλιθιότητα ὡς ὑπερβολή τῆς σωφροσύνης, ἐνῶ ὁ Ἀριστοτέλης θεωρεῖ τήν ἀναισθησία ὡς ἔλλειψη τῆς σωφροσύνης. Στήν οὐσία βέβαια αὐτή ἡ διαφορά δέν ἀντιτίθεται στόν ἰσχυρισμό μας, καθότι καί ὁ Ἀριστοτέλης λέει ὅτι σέ μεγαλύτερη ἀντίθεση βρίσκεται ἡ ἀκολασία ἀπό τή σωφροσύνη καί σέ μεγαλύτερη ἐγγύτητα ἡ ἀναισθησία πρός τή σωφροσύνη.
[22] Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, μετάφραση Ἀντώνιος Γ. Γαλίτης, Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Διάφορα κεφάλαια περί Θεολογίας, Οἰκονομίας, ἀρετῆς καί κακίας, Ε´ ἑκαντοτάδα 69, τόμος δεύτερος, Ε´ ἔκδοση, ἐκδόσεις τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 200-201
[23] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Νέα Κλίμαξ, ἐκδ. Σ. Σχοινᾶ, Βόλος 1956, σελ. 239
[24] Φιλοκαλία, ὅ.π., 77, σελ. 202
Ἀναλύοντας τόν ἀνωτέρω ὁρισμό τονίζουμε ὅτι τό πρῶτο γνωριστικό σημεῖο τῆς ἀρετῆς εἶναι ὅτι ἔχει τήν ἀρχή της στήν ἐλεύθερη προαίρεση, εἶναι ἐλεύθερη ἐπιλογή. Ἐπίσης εἶναι «ἕξις προαιρετική». Μέ ὅρο ἕξη κατά «τόν Κωνσταντῖνο Γεωργούλη «ἐννοοῦμεν μίαν ἀποκτηθεῖσαν διά τῆς ἐπανειλημμένης λειτουργίας ἱκανότητα νά ἐπιτελοῦμεν ἐνέργημα τι».[2]
Ἡ ἀρετή εἶναι μεσότητα μεταξύ ἐλλείψεως καί ὑπερβολῆς. Ἐτσι, π.χ., ἡ ἀνδρεία εἶναι μεσότητα μεταξύ τῆς δειλίας πού συνιστᾶ ἔλλειψη καί τοῦ θράσους πού συνιστᾶ ὑπερβολή. Ἡ σωφροσύνη ἀποτελεῖ μεσότητα μεταξύ ἀκολασίας πού ἀποτελεῖ ὑπερβολή καί τῆς ἀναισθησίας πού ἀποτελεῖ ἔλλειψη: «Στίς ἡδονές καί στίς λύπες {…} μεσότητα εἶναι ἡ σωφροσύνη, ὑπερβολή ἡ ἀκολασία∙ ἐλλιπεῖς ὡς πρός τίς ἡδονές δέν φαίνεται νά ὑπάρχουν∙ γιαυτό καί οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν στή γλώσσα μας λέξη πού νά τούς δηλώνει − ἐμεῖς ἄς τούς ποῦμε ἀναίσθητους».[3] Ἡ μεσότητα ὅμως εἶναι μεσότητα ὄχι ὡς πρός τό πρᾶγμα, ἀλλά πρός ἡμᾶς, ἤτοι πρός τό ἐνεργοῦν ἠθικό ὑποκείμενο. «Μέσον δέ οὐ τό τοῦ πράγματος, ἀλλά τό πρός ἡμᾶς» ( Ἠθικά Νικομάχεια 1106b). Ἄρα παραλλάσσει ἀπό ἄνθρωπο σέ ἄνθρωπο. Αὐτό πού εἶναι ἔλλειψη γιά τόν Α ἄνθρωπο μπορεῖ νά εἶναι μεσότητα ἤ ἀκόμη καί ὑπερβολή γιά τόν Β ἄνθρωπο. Παραδείγματος χάριν μεσότητα ἀπόλυτη (ὡς πρός τό πρᾶγμα) μεταξύ τοῦ 2 καί τοῦ 10 εἶναι τό 6, λέει ὁ Σταγιρίτης. Γιά τήν μεσότητα ὡς πρός ἡμᾶς γράφει ὅμως: «Τό μέσον ὅμως τό σέ σχέση πρός ἐμᾶς δέν θά τό ὁρίσουμε ἔτσι∙γιατί ἄν γιά ἕνα ἄτομο εἶναι πολύ νά φάει δέκα “μερίδες” καί λίγο τό νά φάει δύο, δέν θά πεῖ πώς ὁ προπονητής θά ὁρίσει ἕξι “μερίδες”, γιατί καί αὐτή ἡ ποσότητα μπορεῖ νά εἶναι πολλή γι’αὐτόν πού θά τή φάει ἤ λίγη: λίγη γιά ἕναν Μίλωνα, πολλή γιά τόν ἀρχάριο στή γύμναση».[4] Συναφῶς γράφει ὁ Κων. Γεωργούλης: «Εἰς τόν δοθέντα ὁρισμόν τῶν ἀρετῶν ἡ μεσότης δέν θεωρεῖται ἀπόλυτος, ἀλλά εἶναι μεσότης ἐν σχέσει μέ “ἡμᾶς”, δηλαδή μέ τόν ἄνθρωπον ὡς ὑποκείμενον τῆς ἠθικῆς πράξεως. Ὁ φρόνιμος ἄνθρωπος ἔχει τήν ἁρμοδιότητα νά προβῇ εἰς τόν καθορισμόν τῆς μεσότητος ταύτης. Ὥστε ἡ μεσότης ποικίλλει κατά τάς περιστάσεις καί τά πρόσωπα, ὥς πρός τόν καθορισμόν της ὅμως κατάλληλος εἶναι ὁ φρόνιμος, ἤτοι ὁ ὑψωθείς ἤδη διά τῆς πράξεως εἰς ἠθικήν προσωπικότητα. Προαπαιτεῖται ἄρα εὔστοχος κρίσις, διά νά ἀντιληφθῇ ὁ ἄνθρωπος εἰς ἑκάστην δεδομένην περίστασιν ποία πρᾶξις εἶναι ἐνάρετος».[5] Πρός περαιτέρω διασάφηση τῆς ἐννοίας τῆς μεσότητος, παραθέτω σχετική ἑρμηνεία τοῦ καθηγητοῦ Χρήστου Τερέζη: «Κατά τόν Ἀριστοτέλη οἱ κάθε εἴδους ἐνέργειες καταστρέφονται, τόσο καθεαυτές ὅσο καί ὡς πρός τά ἀποτελέσματά τους, εἴτε ἀπό τήν ἔλλειψη εἴτε ἀπό τήν ὑπερβολή. Τοῦτο συμβαίνει καί στίς ἠθικές ἀρετές, ὅπως π.χ. στήν σωφροσύνη καί στήν ἀνδρεία. Ἀντίθετα διασώζονται ἀπό τήν μεσότητα. Προτάσσεται λοιπόν ὡς πραξιακή ἀξία τό μέτρο. Οἱ διαπιστώσεις αὐτές ὁδηγοῦν τούς ἐπιστήμονες στό νά ἀποφεύγουν τήν ὑπερβολή καί τήν ἔλλειψη καί νά ἐπιζητοῦν τό μέσον, ὄχι ὅμως τοῦ ἰδίου τοῦ ἀντικειμένου ἀλλά τοῦ βαθμοῦ διά τοῦ ὁποίου αὐτό σχετίζεται πρός τόν ἄνθρωπο. Τό μέσον λοιπόν ὁρίζεται ὄχι πρός τήν καθαυτότητά του ἀλλά ὡς πρός τίς συγκεκριμένες καταστάσεις τοῦ ἀνθρωπίνου ὑποκειμένου. Ἀποκλείεται ἑπομένως ἡ ἀπόλυτη ἐκδοχή του καί συλλαμβάνεται ὑπό ἕνα σχετικό πρῖσμα, προσδιοριζόμενο ἀπό τό σύνολο τῶν ἀντικειμενικῶν συνθηκῶν καί ἀπό τά συγκεκριμένα ἑκάστοτε χωροχρονικά πλαίσια.“ Τό δέ ὅτε δεῖ καί ἐφ’οἷς καί πρός οὕς καί οὗ ἕνεκα καί ὡς δεῖ, μέσον τε καί ἄριστον, ὅπερ ἐστί τῆς ἀρετῆς”».[6]
Ἐκ τῶν ἀνωτέρω καταλαβαίνουμε πόσο δυσεπίτευκτη εἶναι ἡ ἀρετή. Εὔκολα καί σέ πολλά σημεῖα μπορεῖ νά ἀστοχήσει κανείς, ἐνῶ σέ ἕνα μόνο σημεῖο μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀρετή καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι δύσκολη ἡ ἐπίτευξή της. Ὁ Ἀριστοτέλης γράφει ἐπί τοῦ προκειμένου: «Ἔτι τό μέν ἁμαρτάνειν πολλαχῶς ἔστι {…}τό δέ κατορθοῦν μοναχῶς (διό καί τό μέν ῥάδιον τό δέ χαλεπόν, ῥάδιον μέν τό ἀποτυχεῖν τοῦ σκοποῦ, χαλεπόν δέ τό ἐπιτυχεῖν)∙καί διά ταῦτ’ οὖν τῆς μέν κακίας ἡ ὑπερβολή καί ἡ ἔλλειψις, τῆς δ’ἀρετῆς ἡ μεσότης∙ ἐσθλοί μέν γάρ ἁπλῶς, παντοδαπῶς δέ κακοί». (ἄγνωστης προελεύσεως πεντάμετρος στίχος). (Ἠθικά Νικομάχεια 1106 b). (Μετάφραση Δημ. Λυπουρλῆ): «Κάτι ἀκόμη: Τό λάθος γίνεται μέ πολλούς τρόπους {…}τό σωστό ὅμως γίνεται μέ ἕναν μόνο τρόπο (γιαυτό καί τό πρῶτο εἶναι εὔκολο, ἐνῶ τό ἄλλο εἶναι δύσκολο: εἶναι εὔκολο, πράγματι νά ἀποτύχεις στό στόχο σου καί εἶναι δύσκολο νά τόν πετύχεις)∙ νά γιατί ἡ ὑπερβολή καί ἡ ἔλλειψη εἶναι χαρακτηριστικά τῆς κακίας καί ἡ μεσότητα τῆς ἀρετῆς: καλοί μέ ἕναν μόνο τρόπο, κακοί μέ χίλιους τόσους τρόπους».[7] Ἔτσι λοιπόν ἐνάρετοι εἴμαστε μέ ἕνα μόνο τρόπο («μοναχῶς»), φαῦλοι μέ πολλούς («πολλαχῶς»).Κατ’ ἀντιστοιχία μποροῦμε ἆραγε νά ὑποστηρίξουμε ὅτι Ὀρθόδοξοι εἴμαστε μέ ἕνα μόνο τρόπο, ἐνῶ κακόδοξοι μέ πολλούς τρόπους;
Ἡ ἀρετή εἶναι μεσότης ὡς πρός τήν οὐσία της, ἀλλά ὡς πρός τήν ἀξία της εἶναι ἀκρότης: «Διό κατά μέν τήν οὐσίαν καί τόν λόγον τόν τί ἦν εἶναι λέγοντα μεσότης ἐστίν ἡ ἀρετή, κατά δέ τό ἄριστον καί τό εὖ ἀκρότης» (Ἠθικά Νικομάχεια 1107a). Μετάφραση (Δημ. Λυπουρλῆ): «Ἀπό τήν ἄποψη λοιπόν τῆς οὐσίας της, καί ὅσο μᾶς ἐνδιαφέρει ὁ ὁρισμός της φύσης της, ἡ ἀρετή εἶναι μεσότητα, ἀπό τήν ἄποψη ὅμως τοῦ σωστοῦ καί τοῦ ἀρίστου εἶναι, ἀσφαλῶς, κάτι πού βρίσκεται στό ψηλότερο σκαλί».[8] Παραθέτουμε καί τήν μετάφραση τοῦ Κ.Δ. Γεωργούλη: «Διά τοῦτο ὡς πρός μέν τήν οὐσίαν της καί τόν ὁρισμόν, ὅστις ἐκφράζει τήν ὀντότητά της, ἡ ἀρετή εἶναι μεσότης, ἀπό τῆς ἀπόψεως ὅμως τοῦ ἀρίστου καί τῆς τελειότητος εἶναι ἀκρότης».[9] Συναφῶς γράφει ὁ Κ. Γεωργούλης: «Κατά τό ὀντολογικόν της περιεχόμενον, ἤτοι κατά τήν ἀξιολογικήν της ὕλην, εἶναι ἡ ἀρετή μεσότης, ἀλλά κατά τόν ἀξιολογικόν της χαρακτῆρα εἶναι κάτι τό ἀπόλυτον, ὅπερ δέν ἐπιδέχεται οὐδεμίαν ἐπί πλέον ὑπερβολήν».[10] Ἀκόμη σχετικῶς ἔχει γραφεῖ: «Γι’αὐτό ἡ ἀρετή ὅταν τήν κρίνουμε ἀπό τήν οὐσία της καί ἀπό τό μέτρο της, εἶναι μεσότητα, ἐνῶ ὅταν τήν κρίνουμε ἀπό τό ὅτι αὐτή εἶναι τό πιό καλό καί τό πιό ἐπιτυχημένο εἶναι ἀκρότητα».[11] Ὁμοίως καί ὁ καθηγητής Χρῆστος Τερέζης γράφει ἐπί τοῦ προκειμένου: «Ἡ ἀρετή ὡς πρός τήν οὐσία καί τό νόημα τῆς ὀντότητάς της εἶναι μεσότητα, ὡς πρός τό ὅτι πραγματοποιεῖ τό ἄριστο καί κάθε τί τό ἀγαθό εἶναι ἀκρότητα. Τοῦτο δηλώνει ὅτι ἡ ἀρετή κατά τό ἀποτέλεσμά της ὁρίζεται ὡς ὑπέρτατη τελειότητα».[12] Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ἡ ἀρετή εἶναι καί μεσότης καί ἀκρότης. Εἶναι μεσότης ὡς πρός τήν φύση καί τό εἶναι της, καί ἀκρότης ὡς πρός τήν τελειότητά της. Προβήκαμε στήν ἀνωτέρω διασάφηση, διότι στήν χριστιανική ἐκδοχή τῆς ἀρετῆς, ἐνῶ ἡ ἀρετή θεωρεῖται ὡς μεσότητα, ταυτόχρονα θεωρεῖται καί ὡς ἀκρότητα, ἀφοῦ δέν σπανίζουν ἐκφράσεις, ὅπως ὅτι ἕνας ἀσκητής ἔφθασε «σέ ἀκρότητα ἀρετῆς» ἤ ὅτι διαπνέεται ἀπό «ἄκρα ταπείνωση» κ.λ.π.
Ἐπίσης κατά τήν διδασκαλία τοῦ Ἀριστοτέλη σέ μεγαλύτερη ἀντίθεση πρός τή μεσότητα βρίσκεται ἄλλοτε ἡ ἔλλειψη καί ἄλλοτε ἡ ὑπερβολή: «Σέ μεγαλύτερη ἀντίθεση πρός τό μέσον βρίσκεται σέ κάποιες περιπτώσεις ἡ ἔλλειψη καί σέ κάποιες ἄλλες ἡ ὑπερβολή. Γιά παράδειγμα: Σέ μεγαλύτερη ἀντίθεση πρός τήν ἀνδρεία βρίσκεται ὄχι ἡ θρασύτητα, πού εἶναι ὑπερβολή, ἀλλά ἡ δειλία, πού εἶναι ἔλλειψη∙ στή σωφροσύνη ὄχι ἡ ἀναισθησία, πού εἶναι ἔλλειψη, ἀλλά ἡ ἀκολασία πού εἶναι ὑπερβολή».[13]
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας παρέλαβαν καί υἱοθέτησαν τήν ἀριστοτελική ἔννοια τῆς ἀρετῆς ὡς μεσότητος. Ἔτσι θεώρησαν καί αὐτοί ὅτι ἡ ἀρετή εἶναι μεσότης μεταξύ δύο ἀκραίων καταστάσεων, τῆς ἐλλείψεως καί τῆς ὑπερβολῆς.Αἴφνης ὁ Μέγας Βασίλειος διδάσκει: «Μεσότης γάρ καί συμμετρία τις ἡ ἀρετή∙ αἱ δ’ἐφ᾿ ἑκάτερα τήν ἀρετήν ἐκβαίνουσαι ὑπερβολαί καί ἐλλείψεις, ἀμετρία καί αἶσχος…Οὐκοῦν κάλλος μέν ψυχῆς τό κατ’ἀρετήν σύμμετρον∙ αἶσχος δέ, αἱ ἀπό κακίας ἐγγινόμεναι ἀμετρίαι».[14] Ἑπίσης γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Εὐθύς ἐστι τῇ καρδίᾳ ὁ τόν λογισμόν μή ἔχων ῥέποντα πρός ὑπερβολήν μηδέ ἔλλειψιν, ἀλλά ἀπευθυνόμενος πρός τό μέσον τῆς ἀρετῆς».[15] Ὡσαύτως καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἀποφαίνεται: «Πάσης ἀρετῆς ἐν μεσότητι θεωρουμένης ἡ ἐπί τά παρακείμενα παρατροπή κακία ἐστίν».[16] Ἐπίσης «πᾶσα ἀρετή δύο κακῶν ἔστι μέση, τῆς τε ἐλλείψεως τοῦ καλοῦ καί τῆς ὑπερπτώσεως…τῆς καθ’ἑκάτερον ἀμετρίας καί τό μέσον ἀρετή ὀνομάζουσιν».[17] Ταυτόσημη γνώμη ἔχει καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Πανταχοῦ τό μέν σύμμετρον ποθεινόν, τό δέ ἄμετρον οὐκέτι».[18]
Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι στή Φιλοκαλία ὁ ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός συνδυάζει τήν ἀρχαιοελληνική ἀντίληψη περί τῶν τεσσάρων γενικῶν ἀρετῶν, τῆς σοφίας-φρονήσεως, τῆς ἀνδρείας, τῆς σωφροσύνης καί τῆς δικαιοσύνης μέ τήν ἀριστοτελική ἀντίληψη τῆς ἀρετῆς ὡς μεσότητος: «Ἰδέαι δέ τῆς σοφίας καθεστήκασι τέσσαρες. Φρόνησις, ἤτοι γνῶσις τῶν τε ποιητέων καί οὐ ποιητέων καί ἐγρήγορσις τοῦ νοός. Σωφροσύνη, τοῦτ’ἔστι τό σῷον γενέσθαι τό φρόνημα, ὥστε κατέχειν δυνηθῇ ἑαυτόν ἐκτός ἔργου, λογισμοῦ τε καί λόγου μή ἀρέσκοντος τῷ Θεῷ. Ἀνδρεία, ἤτοι ἰσχύς καί καρτερία ἐν τοῖς κατά Θεόν πόνοις καί πειρασμοῖς. Δικαιοσύνη, τοῦτ’ἔστι διανομή, τό ἴσον παρέχουσα πᾶσι τούτοις∙ αὗται δέ αἱ τέσσαρες γενικαί ἀρεταί γεννῶνται μέν ἐκ τριῶν δυνάμεων ψυχῆς οὕτως.Ἐκ μέν τοῦ λογισμοῦ, ἤγουν τοῦ νοός, δύο, φρόνησις καί δικαιοσύνη, ἤγουν διάκρισις. Ἐκ δέ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ σωφροσύνη καί ἐκ τοῦ θυμικοῦ ἀνδρεία. Μεσολαβεῖ δέ ἑκάστη ὑπό δύο παθῶν παρά φύσιν∙ ἡ φρόνησις, ἄνω μέν ἀπό τοῦ ὑπερφρονεῖν, κάτω δέ ἀπό ἀφροσύνης. Ἡ σωφροσύνη, ἄνω μέν ὑπό ἠλιθιότητος (=ἀναισθησίας), κάτω δέ ἀπό ἀκολασίας. Ἡ ἀνδρεία, ἄνω μέν ἀπό θρασύτητος, κάτω δέ ἀπό δειλίας. Ἡ δικαιοσύνη, ἄνω μέν ἀπό μειονεξίας, κάτω δέ ἀπό πλεονεξίας. Καί αἱ μέν τέσσαρες εἰκών εἰσι τοῦ ἐπουρανίου, αἱ δέ ὀκτώ τοῦ χοϊκοῦ».[19]
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι στά Διαλεκτικά ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀποδέχεται τήν ὑπόληψη τῆς ἀρετῆς ὡς μεσότητος μεταξύ δύο ἄκρων. Μάλιστα λέγει ὅτι τό ἀγαθό ἔχει ἕνα ἀντίθετο («ἐναντίον»), τό κακό, ἐνῶ στό κακό ὑπάρχουν δύο ἀντίθετα («ἐναντία»), τό ἀγαθό καί τό κακό τοῦ ἀντίθετου ἄκρου. Καί φέρει ὡς παράδειγμα τήν σωφροσύνη πού ἔχει ὡς ἀντίθετο («ἐναντίον») τήν ἀκολασία, ἡ ὁποία εἶναι ἔλλειψη τῆς σωφροσύνης. Ἡ δέ ἀκολασία ἔχει ὡς ἀντίθετο («ἐναντίον») τόσο τήν σωφροσύνη, ὅσο καί τήν ἠλιθιότητα, ἡ ὁποία εἶναι ὑπερβολή τῆς σωφροσύνης. Ἠλιθιότητα εἶναι νά μή κινοῦνται καί νά μή ἐγείρονται τά πάθη: «Ἀκολουθεῖ δέ τοῖς ἐναντίοις ἰδιώματα τέσσαρα∙ πρῶτον, ὅτι τῷ μέν ἀγαθῷ ἐξ ἀνάγκης τό κακόν ἐναντίον, τῷ δέ κακῷ ποτέ μέν ἀγαθόν, ποτέ δέ ἄλλο κακόν∙ τῇ μέν γάρ σωφροσύνῃ ἐναντίον ἡ ἀκολασία, τῇ δέ ἀκολασίᾳ ποτέ μέν σωφροσύνη, ποτέ δέ ἠλιθιότης.Ἠλιθιότης δέ ἐστι τό μή κινεῖσθαι μηδέ ἐγείρεσθαι τά πάθη. Ἡ μέν οὖν ἀκολασία ἔλλειψίς ἐστι τῆς σωφροσύνης, ἡ δέ ἠλιθιότης ὑπερβολή, ἐναντία δέ ἡ ὑπερβολή τῇ ἐλλείψει…».[20]
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὑπάρχει μία διαφορά στήν θεώρηση τῆς ἀρετῆς τῆς σωφροσύνης καί τῶν ἀκραίων κακιῶν της μεταξύ Ἀριστοτέλη καί Δαμασκηνοῦ: ὁ Ἀριστοτέλης θεωρεῖ τήν ἀκολασία ὡς ὑπερβολή τῆς σωφροσύνης καί τήν ἀναισθησία ὡς ἔλλειψή της. Ἀντίθετα ὁ Δαμασκηνός θεωρεῖ τήν ἀκολασία ὡς ἔλλειψη τῆς σωφροσύνης καί τήν ἠλιθιότητα (πού εἶναι συνώνυμη μέ τήν ἀναισθησία) ὡς ὑπερβολή τῆς σωφροσύνης.
Ἡ ἐφαρμογή τῆς ἀνωτέρω θεωρητικῆς στοιχειώσεως τῆς ἀρετῆς ὡς μεσότητος στήν ἠθική ζωή τοῦ πιστοῦ ἐπιτάσσει ὅτι ὁ τελευταῖος, ὁ πιστός, πρέπει ἀδηρίτως νά ἀποφεύγει τά ἄκρα. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι τό ἄκρο τῆς ὑπερβολῆς εἶναι πιό δυσδιάκριτο καί ὡς ἐκ τούτου πιό δυσκαταγώνιστο ἀπό τό ἄκρο τῆς ἐλλείψεως, τό ὁποῖο εἶναι πολύ πιό εὐδιάκριτο. Παραδείγματος χάριν ἡ δειλία ὡς ἔλλειψη τοῦ θάρρους εἶναι πιό εὐδιάκριτη ἀπό τό θράσος πού εἶναι ὑπερβολή τοῦ θάρρους. Τό θράσος ὅμως μπορεῖ νά συγχυθεῖ μέ τό θάρρος καί νά ἐκληφθεῖ ὡς θάρρος. Ὁμοίως καί ἡ ἠλιθιότης μπορεῖ νά μπερδευτεῖ μέ τή σωφροσύνη καί νά ἐκληφθεῖ ὡς ἀρετή, ἐνῶ ὡς ἄκρον εἶναι κακία.[21] Φέροντας ἕνα σύγχρονο παράδειγμα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ πατριωτισμός εἶναι μεσότητα, ὁ ἐθνομηδενισμός ἔλλειψη τοῦ πατριωτισμοῦ καί ὁ ἐθνικισμός-σοβινισμός ὑπερβολή τοῦ πατριωτισμοῦ. Ὁ ἐθνομηδενισμός εἶναι εὐδιάκριτος, ἐνῶ τά ὅρια τοῦ πατριωτισμοῦ καί τοῦ ἐθνικισμοῦ ὄχι τόσο εὐδιάκριτα: μπορεῖ νά συμφυρθοῦν εἴτε ἐσκεμμένα εἴτε ἀκούσια, ἀκριβῶς λόγῳ τῆς ἐλλείψεως ἐπακριβοῦς διαχωριστικῆς γραμμῆς μεταξύ των. Ὁμοίως καί στίς ἄλλες ἀρετές.Ὅθεν ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής διδάσκει ὅτι οἱ μισόκαλοι δαίμονες “ὑποβοηθοῦν” τήν προθυμία τοῦ ἐναρέτου πιστοῦ στόν πνευματικό του ἀγώνα ἀκριβῶς γιά νά χάσει τό ὀρθό μέτρο τῆς μεσότητος καί νά περιέλθει στήν ὑπερβολή: «Κανένας ἀπό τούς πονηρούς δαίμονες δέν ἐμποδίζει ποτέ τήν προθυμία τοῦ ἐναρέτου, ἀλλά μᾶλλον περιορίζει μέ δόλο τίς ἐλλείψεις τῶν ἀρετῶν καί ὑπαγορεύει τήν ἐπίτασή τους προθυμούμενος μαζί μέ τόν ἀγωνιστή∙ θέλει νά κάνει τόν ἀσκητή νά στρέψει ὅλη του τήν ἔγνοια στόν ἑαυτό του καί ἀφοῦ χάσει τό σωστό μέτρο τῆς μεσότητας, χωρίς νά καταλάβει νά βαδίζει σέ ἄλλο τέρμα ἀπό ἐκεῖνο πού σκόπευε».[22] Ὁμοίως καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀποφαίνεται: «Μάλιστα δέ αὐτοί οἱ μιαροί (ἐννοεῖ τούς δαίμονες) δέν ἐμποδίζουσι τήν προθυμίαν τοῦ ἐναρέτου, ἀλλά καί ἐπιτείνουσιν τήν προθυμίαν αὐτοῦ, διά νά ἐκβάλλουν αὐτόν ἀπό τήν μεσότητα καί νά ρίψουν αὐτόν εἰς ὑπερβολάς καί ἐλλείψεις τῆς ἀρετῆς».[23]
Τό ὅτι οἱ ἀκρότητες τῆς ὑπερβολῆς εἶναι πιό δυσδιάκριτες καί πιό δυκαταγώνιστες ἀπό τίς ἀκρότητες τῆς ἐλλείψεως καθιστᾶ φανερό ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ὅτι «οἱ δαίμονες πού μᾶς πολεμοῦν μέ τήν ἔλλειψη, εἶναι αὐτοί πού διδάσκουν τήν πορνεία, τή μέθη, τή φιλαργυρία καί τό φθόνο. Ἐκεῖνοι πού μᾶς πολεμοῦν μέ τήν ὑπερβολή, εἶναι ἐκεῖνοι πού διδάσκουν τήν οἴηση, τήν κενοδοξία καί τήν ὑπερηφάνεια, καί μέσω τῶν δεξιῶν μᾶς παραδίνουν κρυφά στά ἀριστερά».[24]
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου γιά τή νηστεία,τήν ἐγκράτεια τῆς γαστρός, στήν ὁποία διδασκαλία κάνει ἐφαρμογή τῆς θεωρήσεως τῆς μεσότητος ὄχι ἀπολύτως, ἐν σχέσει πρός τό πρᾶγμα, ἀλλά ἐν σχέσει πρός τό ἐνεργοῦν ἠθικό ὑποκείμενο: «Ἐγκράτεια δέ γαστρός ἀρίστη, ἡ ἑκάστῳ μετρουμένη πρός τήν τοῦ σώματος δύναμιν. Ἐνίοις μέν γάρ καί ἐπιτεταμένη κακοπάθεια ἄλυπος ὤφθη, καί ἄνεσις μᾶλλον ἤ πόνος ἔδοξε διά τό στερρόν καί ἀνένδοτον τῆς τοῦ σώματος κατασκευῆς καί δυνάμεως∙ τό δέ τούτοις ἀνεκτόν ἑτέροις κινδύνων ὑπόθεσις γέγονε.{…}Ἐγράτεια δέ ἑκάστῳ πρός τήν δύναμιν τοῦ σώματος ὁρισθήσεται, ὥστε μήτε ἔλαττον τῆς ὑπαρχούσης δυνάμεως διελθεῖν μήτε τοῖς ὑπέρ τήν δύναμιν ἐπεκτείνεσθαι».[25] Μετάφραση (Κωνσταντίνου Καρακόλη): «Ἀλλ’ ἡ ἐγκράτεια τῆς γαστρός εἶναι ἀρίστη, ἐάν ἕκαστος τήν μετρῇ κατά τήν δύναμιν τοῦ σώματος. Διότι εἰς μερικούς καί ἡ παρατεταμένη ταλαιπωρία (κακοπάθεια) δέν προεκάλεσε λύπην, ἀλλ’ἐφάνη, λόγῳ τῆς σταθερᾶς καί ἀνυποχωρήτου κατασκευῆς καί δυνάμεως τοῦ σώματος, ἀνακούφισις μᾶλλον παρά πόνος∙ ἐκεῖνο δέ πού ἦτο ἀνεκτόν ἀπό αὐτούς, δι’ἄλλους ἀπεδείχθη ἐπικίνδυνον. {…}Ἡ ἐγκράτεια ὅμως πρέπει νά ὁρίζεται διά κάθε ἄνθρωπον ἀναλόγως τῆς σωματικῆς του δυνάμεως, ὥστε οὔτε ὀλιγώτερον τῆς ὑπαρχούσης δυνάμεως νά ἀγωνισθῶμεν οὔτε νά ἐπεκτεινώμεθα ὑπέρ τήν δύναμιν».[26]
Συνοψίζοντας διαπιστώνουμε ὅτι ἡ ἀρετή ὡς μεσότης εἶναι καρπός τῆς μεγαλοφυοῦς φιλοσοφικῆς σκέψεως τοῦ Σταγιρίτη καί ἐπιπλέον ὅτι παραλαμβάνεται ἀπό τούς Πατέρες, ἐνοφθαλμίζεται καί ἐφαρμόζεται καί στήν ἔσω φιλοσοφία, τόν Χριστιανισμό.
[1] Ἀριστοτέλη, Ἠθικά Νικομάχεια, Βιβλία Α´-Δ´, εἰσαγωγή-μετάφραση- Δημήτριος Λυπουρλῆς, ἐκδόσεις Ζῆτρος, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 271
[2] Κωνσταντίνου Δ. Γεωργούλη, Ἀριστοτέλης ὁ Σταγιρίτης, ἐκδ. Ἱστορικῆς καί Λαογραφικῆς Ἑταιρείας Χαλκιδικῆς, Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 343 – (ὑπάρχει καί νεώτερη ἔκδοση αὐτοῦ τοῦ, ὄντως, σπουδαίου βιβλίου).
[3] Ἀριστοτέλη, Ἠθικά Νικομάχεια 1107b, μετάφραση Δημ. Λυπουρλῆ, ὅ.π., σελ. 275
[4] Ἀριστοτέλη, Ἠθικά Νικομάχεια 1106b−μετάφραση Δημ. Λυπουρλῆ, ὅ.π., σσ. 265-267
[5] Κωνσταντίνου Δ. Γεωργούλη, ὅ.π., σελ. 347
[6] Χρήστου Τερέζη, “Παιδαγωγικές πτυχές τῆς ἠθικῆς καί πολιτικῆς φιλοσοφίας τοῦ Ἀριστοτέλη” στό Ἡ ἠθική φιλοσοφία τῶν Ἑλλήνων, (ἐκδότης Κων. Βουδούρης), Ἀθήνα 1996, σελ. 111-128
[7] Ἀριστοτέλη, Ἠθικά Νικομάχεια, 1106 b, ὅ.π., σελ. 269
[8] Ἀριστοτέλη, Ἠθικά Νικομάχεια, 1107 a, ὅ.π., σελ. 271
[9] Κωνσταντίνου Δ. Γεωργούλη, ὅ.π., σελ. 345
[10] Κωνσταντίνου Δ. Γεωργούλη, ὅ.π., σελ. 345
[11] Μακρίνα Ρούση, “Ἡ ἔννοια τῆς ἀρετῆς στόν Ἀριστοτέλη” στό ἐκδ. Δ.Ζ. Ἀνδριόπουλος, Ἀριστοτέλης, Ε´ ἔκδοση, ἐκδόσεις Παπαδήμα, Ἀθήνα 2003, σελ.201-211
[12] Χρήστου Τερέζη, ὅ.π., σελ. 111-128
[13] Ἀριστοτέλη, Ἠθικά Νικομάχεια, 1109 a,μετάφραση Δημ. Λυπουρλῆς, ὅ.π., σελ. 289
[14] Μ. Βασιλείου, Εἰς Ἡσαΐαν 174, PG 30, 409C
[15] Μ. Βασιλείου, Εἰς Ψαλμούς 7, 7, PG 29, 244D
[16] Γρηγορίου Νύσσης, Περί παρθενίας 7, PG 46, 353 BC
[17] Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τόν βίον Μωυσέως 2, PG 44, 420A
[18] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τάς Πράξεις 16, PG 60, 133
[19] Πέτρου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Περί τῶν τεσσάρων ἀρετῶν τῆς ψυχῆς, Φιλοκαλία, τόμος τρίτος, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1961, σελ. 26 καί 27
[20] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Διαλεκτικά, (μα´) νη´ Περί ἀντικειμένων 30,ἐκδ. B.Kotter, τόμος I, Berlin 1969 καί ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 180 ἕως 182
[21] Εἶναι ἄξιον σημειώσεως ὅτι στό ἐν λόγῳ παράδειγμα ὁ μέν Δαμασκηνός θεωρεῖ τήν ἠλιθιότητα ὡς ὑπερβολή τῆς σωφροσύνης, ἐνῶ ὁ Ἀριστοτέλης θεωρεῖ τήν ἀναισθησία ὡς ἔλλειψη τῆς σωφροσύνης. Στήν οὐσία βέβαια αὐτή ἡ διαφορά δέν ἀντιτίθεται στόν ἰσχυρισμό μας, καθότι καί ὁ Ἀριστοτέλης λέει ὅτι σέ μεγαλύτερη ἀντίθεση βρίσκεται ἡ ἀκολασία ἀπό τή σωφροσύνη καί σέ μεγαλύτερη ἐγγύτητα ἡ ἀναισθησία πρός τή σωφροσύνη.
[22] Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, μετάφραση Ἀντώνιος Γ. Γαλίτης, Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Διάφορα κεφάλαια περί Θεολογίας, Οἰκονομίας, ἀρετῆς καί κακίας, Ε´ ἑκαντοτάδα 69, τόμος δεύτερος, Ε´ ἔκδοση, ἐκδόσεις τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 200-201
[23] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Νέα Κλίμαξ, ἐκδ. Σ. Σχοινᾶ, Βόλος 1956, σελ. 239
[24] Φιλοκαλία, ὅ.π., 77, σελ. 202
[25] Μ. Βασιλείου, Ἀσκητικαί Διατάξεις, Κεφ. Δ´, PG 31, 1348 A
[26] Μ. Βασιλείου, Ἀσκητικαί Διατάξεις, Κεφ. 4, μετάφρασις ὑπό Κωνσταντίνου Καρακόλη, ΕΠΕ, τόμος 9ος, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 429-431
Ἡ ἀριστοτελική καί πατερική ἔννοια τῆς ἀρετῆς ὡς μεσότητος - Αντίφωνο (antifono.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου