Αδελφικός φίλος του Μεγάλου Βασιλείου και στενά
συνδεδεμένος με τον Γρηγόριο Νύσσης, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος φαίνεται να γεννήθηκε το 328 στην
Αριανζό της Καππαδοκίας, κοντά στην μικρή πόλι Ναζιανζό. Στο οικογενειακό κτήμα
όπου γεννήθηκε άφησε και την τελευταία του πνοή το 391. Ο πατέρας του Γρηγόριος
ήταν εύπορος γαιοκτήμων, τον οποίο έφερε στην χριστιανική πίστι η συζυγός του
Νόννα, Το ζευγάρι τεκνοποίησε σε προχωρημένη ηλικία και απέκτησε τρία παιδιά:
Την Γοργονία, τον Γρηγόριο και τον Καισάριο. Στον Γρηγόριο, του οποίου η
γέννησι συνδέθηκε με όνειρο (πρβλ. Εις εαυτόν, ΙΑ', στ. 68-81), η Νόννα
είχε μεγάλη αδυναμία και δεν αποκλείεται οι φροντίδες της να τον έκαναν ιδιαιτέρως
ευαίσθητο από πολύ τρυφερή ηλικία. Ενδεχομένως αυτή ακριβώς η ευαισθησία να τον
έσπρωξε νωρίς στα γράμματα. Ένας θείος και ένας εξάδελφος ήταν οι πρώτοι του δάσκαλοι.
Η έφεσι του Γρηγορίου για τα γράμματα δεν μπορούσε
να κορεσθή με την στοιχειώδη παιδεία. Όμως για να προχωρήση έπρεπε να ταξιδέψη
σε μεγάλα πνευματικά κέντρα. Έτσι φοίτησε με τον αδελφό του Καισάριο πρώτα στις
Καισάρειες της Καππαδοκίας και της Παλαιστίνης και κατόπιν στην Αλεξάνδρεια, όπου
γνώρισε τον πατριάρχη Αθανάσιο, τον Μέγα Αντώνιο και πιθανώτατα παρακολούθησε
ομιλίες του Διδύμου Τυφλού. Εν συνεχεία άφησε τον αδελφό του στην Αλεξάνδρεια
και ταξίδεψε στην Αθήνα για ακόμη ανώτερες σπουδές. Κατά την διάρκεια του
ταξιδιού κινδύνεψε από μία φοβερή τρικυμία, όπου έταξε τον εαυτό του στον Θεό,
πράγμα το οποίο και συνέβη μετά από δώδεκα ολόκληρα χρόνια (το 362), υστέρα
όμως από επίμονες παρακλήσεις και πιέσεις του πατέρα του. Αλλά πολύ σύντομα
μετανόησε για την χειροτονία του, εγκατέλειψε τα πάντα και πήγε στον φίλο του
τον Βασίλειο, ο οποίος διέμενε στα κτήματά του στον Πόντο. Με τον τελευταίο
είχαν γνωρισθή ήδη στην Κασάρεια της Καππαδοκίας και συνυπήρξαν φοιτητές στην
Αθήνα, όπου γνώρισαν τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ιουλιανό, πλην οι διαφορετικές
θρησκευτικές επιλογές τους έκαναν αντιπάλους. Στην Αθήνα οι επιδόσεις του στην
ρητορική και την φιλολογία ήσαν τόσο υψηλές, ώστε οι συμφοιτητές του δεν τον
άφηναν να φύγη. Παρέμεινε στο «κλεινόν άστυ» διδάσκοντας έως το 359, οπότε ή
νοσταλγία για την πατρίδα έγινε ασυγκράτητη.
Την συνέχεια της ζωής του την γνωρίζομε. Βαπτίσθηκε
μόλις επέστρεψε και εγκατεστάθη στην Ναζιανζό, πέρασε ένα διάστημα μαζί με τον Βασίλειο στον
Πόντο μελετώντας θεολογία -κυρίως
τον Ωριγένη- και την κίνησι του μοναχισμού που τότε έκανε τα πρώτα της βήματα,
γύρισε στην Ναζιανζό, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, συγκρούσθηκε με τον αυτοκράτορα πλέον Ιουλιανό, έζησε τούς θανάτους της
Γοργονίας και του
Καισαρίου, έγινε δια της βίας επίσκοπος το 372 και το 381 Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως, παραιτήθηκε και εγκατεστάθη μέχρι το τέλος του βίου του στο
πατρικό κτήμα της Αριανζού.
Πληροφορίες για τα περιστατικά και τις τροπές της
ζωής του αλλά και για τις ψυχικές του αντιδράσεις απέναντι τους διαθέτομε
άφθονες. Μας τις προσφέρει ο ίδιος ο Γρηγόριος. Η περίπτωσί του έχει κάτι
ξεχωριστό: Είναι ο μόνος ίσως
ανατολικός Πατέρας ο οποίος συνδέει την αυτοβιογραφία με τον θεολογικό
στοχασμό, εις τρόπον ώστε το θέμα της ταυτότητος να αναδεικνύεται αμέσως ή
εμμέσως κεντρικό στην σκέψι του και να περιχωρή στην ψυχολογική του παράμετρο τα
ίδια τα όνειρά του (πρβλ. σχετικά Patricia
Cox Miller, Dreams in
Late Antiquity, σελ, 232-236, και John McGuckin, Saint Gregory of Nazianzus. An Intellectual Biography, New
York 2001, σελ. 23-26),
Έτσι
δέκα χρόνια μετά το όνειρο του Νύσσης για την αδελφή του Μακρίνα, στον επιτάφιο
λόγο του για τον Καισάριο, ο Ναζιανζηνός παραθέτει δικό του όνειρο σχετικά με
τον χαμένο του αδελφό, άλλα όνειρα στον επιτάφιο για τον πατέρα του, δικό του όνειρο
για την εκκλησία της Αναστασίας (Εις εαυτόν, ΙΣΤ'), αυτοβιογραφικό όνειρο
(Εις εαυτόν, ΜΕ', στ. 231-276) καθώς και άλλα άλλου. Είναι προφανές ότι
στα αξιοσημείωτα όνειρα αναγνωρίζει αποκαλυπτική δύναμι και το υπογραμμίζει.
Όμως αυτό το «αποκαλυπτική» δεν αφορά μόνο γεγονότα εξωτερικά, αφορά και τον
ψυχικό του κόσμο, πράγμα το οποίο μας ενδιαφέρει κατ’ εξοχήν εφ’ όσον
συνυφαίνεται με την εσωτερική του πραγματικότητα.
Η πραγματικότης αυτή ακολουθεί ένα «σχήμα» που
φωτίζει σε ικανό βαθμό τις αντιδράσεις και τις επιλογές του Θεολόγου, φθάνει
μάλιστα να επηρεάζη κατά κάποιον τρόπο και το συγγραφικό του έργο. Τον αναπαύει
η μοναχική ζωή, αλλά τον ενδιαφέρουν και τα γενικώτερα, οπότε κάθε ανάμιξί του
στα κοινά ακολουθούν γρήγορα ταραχή, αβεβαιότητα και ρήξι με τις περιστάσεις οι
οποίες τον ταλανίζουν. Αισθάνεται πως ο εαυτός του ανήκει στον ιδεατό κόσμο και
πως η επιθυμία του εκπληρώνεται εκεί. Η λαχτάρα του για τα άνω τον κάνει να
δίνη μεγάλη σημασία στα όνειρα και να αναζητή ταυτότητα στην νοητή ουσία των
λόγων και των συμβόλων δημιουργώντας αυτοβιογραφικά ανοίγματα στην ομιλητική
του ρητορική και στην προσωπική του ποίησι. Ωστόσο ο υψιπετής του εαυτός
βρισκόταν μόνιμα σε διελκυστίνδα με τον καταπιεζόμενο από την μητέρα, τον
πατέρα ή και τον Βασίλειο. Εξηγείται έτσι το κομβικό ψυχολογικό χαρακτηριστικό
του - η φυγή. Φυγή από τους άλλους εν είδει εσωτερικής καθάρσεως και φυγή προς τον
«άλλο» σαν αυτοπροσφορά στον Θεό (Εις εαυτόν, ΙΑ', στ. 82- 89). «Να
σημειώσω πως η καλή τούτη αλλαγή (αλλοτρίωσις
καλή), ο αρραβώνας του με το αγαθό, ήταν διακαής πόθος της
μητέρας του και έγραψε ανεξίτηλα επάνω του μαζί με την αγωνία της να γεννήση
αγόρι. Την επιθυμία του σφράγισε δια βίου η δική της επιθυμία. Μιας γυναίκας ανδρικώτερης
από άνδρα (ανδρικωτάτην),
ανυποχώρητης στον πόνο (μήποτε τοσούτον
δούναι πενθει σωματικώ), όπως ο ίδιος ο Γρηγόριος την σκιαγραφεί στον
επιτάφιο λόγο για τον πατέρα του, αλλά και μετρημένης στα λόγια καθώς φοβόταν
να διαλαλή τα φανερά ή να κομπάζη για πράγματα άγνωστα (Εις εαυτόν, ΙΑ',
στ. 65-67). Μήπως το ανδρικό φρόνημα της Νόννας, η αρχηγική της συμπεριφορά,
ήσαν αντιστάσεις σε κάτι ισχυρότερο, στον φόβο δηλαδή για την κοινωνική εικόνα
της που την καθωδηγούσε στις πράξεις και την στάσι της (Φόβος γάρ ήγεν, ος
μέγας διδάσκαλος); Και μήπως αυτόν τον φόβο πέρασε, μαζί με την επιθυμία
του «άλλου», στον Γρηγόριο σαν τάσι για φυγή;[;;;;;]
Ως φοβικά ευαίσθητος;;;; ο
Ναζιανζηνός έκανε την πρώτη του φυγή στα γράμματα. Σ’ αυτά ο συναισθηματικός
του κόσμος εύρισκε γαλήνη και ασφάλεια;;;;. Δεύτερη φυγή ήταν τα ταξίδια για
περαιτέρω σπουδές που ακολούθησαν στις Καισάρειες της Καππαδοκίας και της
Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια και στην Αθήνα. Η τρίτη φυγή του έγινε στην Αθήνα
το 359, όταν ματαίωσε την αναχώρησί του και υπό την πίεσι φοιτητών και δασκάλων
παρέμεινε για να διδάξη, αλλά ένα χρόνο αργότερα η νοσταλγία για την πατρίδα και
την μοναξιά τον έκανε να μεταβάλη γνώμη, οπότε δραπέτευσε. Εννοείται οι
φυγές του ήταν συνεχείς. Δύο ή τρία χρόνια μετά χειροτονείται πρεσβύτερος, όμως
σε λίγο καιρό τον πιάνει πανικός και φεύγει για τον Πόντο να συναντήση τον
Βασίλειο, της ανίας φάρμακον / θήσων έμαυτω των φίλων τον ένθεον
(φάρμακο για κατάθλιψι / να δώσω στον εαυτό μου τον θεϊκό φίλο, ένθ’ αν.,
στ. 351-352). Πράγματι ο Βασίλειος μαλακώνει την λύπη της ψυχής του (Τούτω το
λυπούν εξεμάλθασσον φρενός, στ. 356) και ο Γρηγόριος επέστρεψε στην
Ναζιανζό, όπου για μία περίπου δεκαετία αφιερώθηκε στο εκκλησιαστικό έργο με
μεγάλη επιτυχία. Το 372 υπέκυψε στις πιέσεις του Βασιλείου και
χειροτονήθηκε επίσκοπος Σασίμων, όμως η δυσφορία τον κάνει να μην αναλάβη
καθήκοντα και να διαλέξη τον δρόμο της φυγής (πάλιν φυγάς τις και δρομαίος
εις όρος, / κλέπτων φίλην δίαιταν, εντρυφ’ εμόν: πάλι φεύγω στα
όρη τρέχοντας, / κλέβοντας την ζωή που αγαπώ, αυτό που απολαμβάνω, ένθ’ άν.,
στ, 490-491), κάτι, το όποιο επανέλαβε ως πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως το 381,
αηδιασμένος από τις μηχανορραφίες εναντίον του κατά την Β' Οικουμενική Σύνοδο και
ανίκανος να καταφύγη σε διπλωματικούς ελιγμούς.
Αξίζει να υπογράμμιση
κανείς ότι ο Γρηγόριος Θεολόγος δεν κλείνει τα μάτια στις φυγές του. Τις κάνει
θέμα του από νωρίς. Αίφνης για την απόδρασί του στον Πόντο, μετά την χειροτονία
του σε πρεσβύτερο, επεχείρησε να απολογηθή δύο φορές στο εκκλησίασμα. Σε μία
σύντομη πρώτη ομιλία του προσπάθησε βιαστικά να τελειώνη με το θέμα, επικαλούμενος
απλώς το δέος που του προκαλούσε το ιερατικό αξίωμα και την ανάγκη να
ξανασκεφθή τον εαυτό του (εμαυτόν επισκέψασθαι), αλλά ο λόγος του ακούσθηκε
σαν υπεκφυγή και δεν φαίνεται να έπεισε. Έτσι ακολούθησε δεύτερη εκτενής
ομιλία, ο Απολογητικός της εις τον Πόντον φυγής, με ομολογία ήττας. Ήττημαι και την ήτταν ομολογώ,
μ’ αυτή την φράσι αρχίζει την ομιλία του ο Ναζιανζηνός, για να χαρακτηρίση εν
συνεχεία την στάσι του «δειλία» και να αποδώση την τελευταία σε «ανυπακοή». Τρόμαξε
με τις ευθύνες της ιερωσύνης και με την ανετοιμότητά του;;;;;. Θα πρέπη να είναι
κανείς καθαρός μέσα του, τονίζει, αν θέλη να καθαρίση άλλους· να γίνη φως,
προκειμένου να φωτίση. Η αίσθησι ότι δεν είχε την δύναμι να αντιμετωπίση τα
πάθη του τον έτρεψε σε φυγή (δια τούτο έδωκα τα νώτα), Πώς να
σηκώση ένας ανήμπορος τον σταυρό του Χρίστου και να γίνη παράδειγμα για το
πλήρωμα;(;;;;) Νικήθηκε, λοιπόν, αλλά επέστρεψε και τώρα τολμά. Τον έφερε πίσω η
αγάπη για το ποίμνιο και η αγάπη του ποιμνίου γι’ αυτόν. Τον κατάπιε το κήτος σαν
τον Ιωνά, όμως δεν πέθανε και υποταγμένος πλέον στους νόμους του Χριστού ζητεί
από τον επίσκοπο πατέρα του την ευλογία που θα τον στηρίξη και θα τον στερεώση
στο πνευματικό του έργο.
Την φυγή έκανε θέμα ο θεολόγος και στο εκτενές ποίημά του (1949 στίχοι) Περί τον εαυτού βίον, την μοναδική ελληνική ποιητική αυτοβιογραφία. Εκεί κάνει λόγο για τέσσερεις μεγάλες αποδράσεις στην ζωή του, δίνοντας και κάποια ψυχολογικά στοιχεία πού εν προκειμένω ενδιαφέρουν. Πρόκειται για την φυγή από την Αθήνα (στ. 63-64), την άλλη στον Πόντο (στ. 345-353), την εγκατάλειψι της επισκοπής των Σασίμων (στ. 490-491 και 547-551) και τέλος την αιφνιδιαστική παραίτησί του από τον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως (1766-1922), με πίκρα για τις δολοπλοκίες αρχιερέων εναντίον του και δίψα για ένα τόπο ησυχίας όπου θα ζη μακριά από κακούς μόνος του νοερά με τον Θεό (στ. 1940-1942). Σημειωτέον πως τις φυγές αυτές τις χαρακτηρίζει «κλοπή» (στ. 264, 491, 1777) και τις συνδέει με αισθήματα καταθλίψεως («ανία» τα αποκαλεί στους στίχους 351, 559,1359), τον πόνο τους δηλαδή (την εμήν ωδίνα, στ. 488) ως ψυχικό τραυματισμό από τα κοινωνικά περιβάλλοντα που μόνο η εσωτερική ομιλία με τον Θεό μπορούσε να ανακουφίζη;;;;. Μιλούσε για υφαρπαγή της αναχωρήσεώς του (έκλεψα μικρού λάθρα την εκδημίαν: έκλεψα στα κρυφά σχεδόν την αναχώρησι), της προσωπικής του ζωής (φίλην δίαιταν), για γλίστρημα έξω από ένα δυσάρεστο κύκλωμα (εξέκλεπτον εκ μέσου πόδα: και κοίταζα από μέσα τους να ξεγλιστρήσω), όχι για ανοιχτή δημόσια έπιλογή. Μ’ άλλα λόγια υπέκλεπτε τον εαυτό του, δεν τον εβίωνε με τρόπο θαρραλέο και καθαρό. Ο φόβος για τον εαυτό του τον έκανε αγχώδη, η αποφυγή του τον έσπρωχνε κάθε τόσο στην «λύσι» της φυγής. Ζούσε ένα ιδιότυπο έλλειμμα εαυτού;;;;. Σ’ αυτό το έλλειμμα ίσως να οφείλωνται τα ατελείωτα παράπονα για τα πάθη του, η διαρκής αναζήτησι παυσίπονων στην αδιατάρακτη βιοτή, σε μία ειρήνη την οποία ωστόσο δεν βρίσκει μέσα του πιεζόμενος απ’ έξω. Λέω «ιδιότυπο» επειδή ήταν γρανιτένιος στον ρόλο του ως θεολόγου και χάρτινος στην ψυχική του ζωή. Το γνώριζε άλλωστε και γι’ αυτό περιγράφει την αδιάκοπη αγχώδη ταραχή του και ταλάντευσι (πρβλ. το Περί των καθ’ εαυτόν, ποίημα του 372, στ. 490-502), καθώς άλλοτε υψώνει τον νου του στον Θεό κι άλλοτε σέρνεται στην σύγχυσι του κόσμου, είτε δεν χάνει ευκαιρία να τονίση ότι τον φθονούν και ότι τον καταδιώκουν (πρβλ. τα ποιήματα Η', Θ', ΙΔ', IΗ', Μ') και να ζητήση άνωθεν προστασία και βοήθεια.
Η αγωνία για τον εαυτό δεν είναι παρούσα μόνο στις
σκέψεις του αλλά και στα όνειρά του. Εννοείται, δέχεται πως τα όνειρα επιδρούν στην ζωή μιας και
επικαλείται για να το υποστηρίξη διάφορα οικογενειακά ή ατομικά περιστατικά, όπως
την γέννησί του μετά από όνειρο της μητέρας του (πρβλ. Εις εαυτόν, Α',
στ. 425-432, και ΙΑ', στ. 68-81), την μεταστροφή του πατέρα του στον
χριστιανισμό και την βάπτισί του (πρβλ. Λόγος ΙΗ', κεφ. 12 και 13), την
μετά από όνειρο θεραπεία της μητέρας του (ένθ’
αν., κεφ. 30) είτε την επίσης μετά από όνειρο κατάπαυσι μιας φοβερής
τρικυμίας (ένθ’ αν., κεφ. 31). Στα όνειρα
ο Ναζιανζηνός έδινε ιδιαίτερη προσοχή και σημασία: τους ανεγνώριζε κατ’ εξοχήν
προγνωστική δύναμι. Συμμερίζεται με την εποχή του την αποκαλυπτική και
θεραπευτική τους ενέργεια αλλά τα βλέπει και σαν καθρέφτη πνευματικής
ταυτότητος. Από την άποψι αυτή χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που ο ίδιος αντιλαμβάνεται
την ζωή της καλής ψυχής στον ουρανό μετά θάνατον και στην εσχάτη κρίσι και
συγκεκριμένα της ψυχής του χαμένου αγαπημένου του αδελφού, όπως τον είχε δει
πολλές φορές στον ύπνο του. Πρόκειται για εκστατικές περιγραφές που συναντούμε στα
κεφάλαια 17 και 21 του επιταφίου λόγου, τον οποίο εξεφώνησε ο Γρηγόριος το 369
εις μνήμην του Καισαρίου (Λόγος Ζ').
Διαβάζω συνταιριάζοντας τα κείμενα: «Εσύ τώρα μπορεί
να βρίσκεσαι στους ουρανούς, θείε
και ιερέ φίλε, να αναπαύεσαι στους
κόλπους του Αβραάμ, όποιοι είναι, να παρακολουθής τον χορό των αγγέλων και των
αγίων την δόξα και λαμπρότητα. Ή μάλλον θα χορεύης μαζί τους και θα αγάλλεσαι, και
θα γελάς από εκεί πάνω με τα καμώματά μας, αυτά που λέμε πλούτη, τα τιποτένια
αξιώματα, τις ψευδοτιμές, τις πλάνες των αισθήσεων και τις τροπές της ζωής, την
σύγχυσί μας και την άγνοια, σαν σε νυχτερινή μάχη· θα στέκεσαι πλάι στον μεγάλο
βασιλέα πλημμυρισμένος από το φως που εκπέμπει. Αυτού του φωτός μικρό αντιφέγγισμα
δεχθήκαμε από εκεί πάνω, όσο να διακρίνωμε μέσα από καθρέφτες και αινίγματα,
προσδοκώντας μετά από αυτή την ζωή να συναντήσουμε την ίδια την πηγή του ωραίου
και ν’ αντικρύσουμε με καθαρό νου την καθαρή αλήθεια. (...) Γιατί μικροψυχώ ως
προς την ελπίδα; Γιατί κλείνομαι στα πρόσκαιρα; Περιμένω την φωνή του αρχαγγέλου,
την έσχατη σάλπιγγα, τον μετασχηματισμό του ουρανού, την μεταμόρφωσι της γης,
την απελευθέρωσι των στοιχείων της φύσεως, την ανακαίνισι του σύμπαντος. Τότε θα
ιδώ τον ίδιο τον Καισάριο όχι πια να πεθαίνη ούτε να τον κηδεύουμε χωρίς να τον
πενθούμε, χωρίς να τον λυπούμαστε. Θα είναι λαμπρός, ένδοξος, ξεχωριστός· όπως
τόσες φορές σε είδα στο όνειρό μου (οιός μοι κατ’ όναρ ώφθης πολλάκις),
φίλτατε από τ’ αδέλφια, [εγώ] ο πιο αγαπημένος σου ανάμεσα στ’ αδέλφια, είτε τα
όνειρα αποτύπωναν την επιθυμία μου είτε την πραγματικότητα». Ο επιτάφιος λόγος
εδώ γίνεται αναστάσιμος.
Η εικόνα που φιλοτεχνεί ο Γρηγόριος για τον αδελφό
του μας δίνει ένα Καισάριο
στους κόλπους του Αβραάμ να ακολουθή τον χορό των αγγέλων και των αγίων
πλημμυρισμένος από το φως του Θεού, το οποίο δεχόμαστε και στον κόσμο μας
ανάμικτο με την προσδοκία να το ατενίσουμε κάποτε με καθαρό νου στην καθαρότητά
του. Τούτη η προσδοκία αποκτά για τον Ναζιανζηνό -όπως και για τον Νύσσης- εσχατολογική
διάστασι η οποία ταιριάζει με τα όνειρα για τον αδελφό του. Όσο τροφοδοτούσαν την
φαντασία του τα τελετουργικά της πίστεως και τα θεολογικοφιλοσοφικά διαβάσματα,
άλλο τόσο την τροφοδοτούσαν τα όνειρα;;;;. Λειτουργούσαν ως δεξαμενή εικόνων όπου αναβαπτιζόταν
σταθερά το παρελθόν και δεν αποπετρωνόταν.
Το δεξιωνόταν μια φαντασιώδης
εσωτερικότης για να τα
καινοποιή διαρκώς. Αξίζει συνεπώς
να επιμείνη κανείς στην εκ
μέρους του συγγραφέα μας θεωρητική υποστήριξι της παραδείσιας υπάρξεως του Καισαρίου μετά θάνατον, υπάρξεως αναγεννημένης και φωτεινής, αφού
και για τον θεολόγο τα έσχατα σημαίνουν την πάντων εις το αρχαίον αποκατάστασιν;;;;;.
Εννοείται νεοπλατωνίζουσα αποκατάστασι και αυτού του σώματος που στα όνειρά του
παίρνει την μορφή λαμπρότητας της ψυχής. Για την ακρίβεια το «συγγενές σαρκίον» δεν είναι πλέον η ξένη προς την
ψυχή σάρκα του σώματος· είναι μια υλικότης απορροφημένη μεταμορφωτικά από την
καθαρότητα της ψυχής, ένα πνευματικό, αιθέριο στην φεγγοβολή του σώμα. Μιλούμε
για αντιλήψεις διάχυτες εκείνη την εποχή στους κύκλους των μορφωμένων εθνικών και
χριστιανών με διαφορετική βεβαίως «ιδεολογική» πλαισίωσι.
Απόδειξι όσα αξιοπρόσεκτα παρατηρεί ο Ναζιανζηνός στην
αρχή του 21ου κεφαλαίου του επιταφίου Εις Καισάριον. Γράφει: «Δέχομαι τους
λόγους των φιλοσόφων (Πείθομαι σοφών λόγοις) ότι κάθε ενάρετη και
θεοφιλής ψυχή, μόλις απαλλαγή από το σώμα με το oποίο είναι συνδεδεμένη εδώ κάτω
συναισθάνεται και αντιλαμβάνεται αμέσως το καλό πού την περιμένει, αφού εκείνο το
οποίο την σκότιζε έχει καθαρισθή ή απορριφθή ή δεν ξέρω να πω τί άλλο έχει
πάθει. Νοιώθει τότε μια εξαίσια ηδονή και αγάλλεται και προχωρεί καλοδιάθετα προς
τον Κύριό της, έχοντας φύγει από τούτη την ζωή σαν από φυλακή, απαλλαγμένη από
τα δεσμά που την εβάρυναν και τραβούσαν προς τα κάτω τα φτερά του νου, και
είναι σαν να απολαμβάνη από τώρα με τα μάτια του πνεύματος την επερχόμενη
μακαριότητα. Λίγο μετά και αφού πάρη το συγγενικό της σώμα (το συγγενές σαρκίον
απολαβούσα), με το οποίο συστοχάσθηκε τα νοητά πράγματα, σώμα που της έδωσε
και της εμπιστεύθηκε η γη, όπως γνωρίζει μόνο ο Θεός ο οποίος συνέδεσε τα δύο και
τα χώρισε, η ψυχή κληρονομεί μαζί του την ουράνια δόξα. Και όπως μοιράσθηκε
μαζί του τα δυσάρεστα όταν ήταν ενωμένη με το σώμα, έτσι του μεταδίδει όσα την ευχαριστούν, αφού το ανάλωσε στους σκοπούς της και έγινε ένα μαζί
του, και πνεύμα και νους και Θεός, με την ζωή να απορροφά το θνητό και το
πρόσκαιρο».
Προφανώς ο Γρηγόριος εδώ αξιοποιεί την εικόνα του
πνευματικού οχήματος της ψυχής, ιδέα του νεοπλατωνικού Πορφυρίου την οποία
προηγουμένως συναντούμε στον Ωριγένη, αλλά την γενέθλια διαίσθησί της εντοπίζομε
στον Φαίδρο του Πλάτωνος. Εξ ου και η ρητή αναφορά του Γρηγορίου στους
λόγους των φιλοσόφων. Όμως εν προκειμένω εισάγει μία παραλλαγή: Αντί το
πνευματικό σώμα να είναι το όχημα που μπορεί να φέρη την ψυχή εδώ κάτω ή να την
μεταφέρη επάνω, στην αφήγησί του εμφανίζεται ως φωτεινή μετουσίωσι του σαρκικού
σώματος. Η εσχατολογική λαμπρότητα του σώματος εξασφαλίζει την διακριτή ατομικότητα
του Καισαρίου. Υποδηλώνει μιαν άυλη υλικότητα ανάλογη με την αθανασία της προπτωτικής
συνθήκης, αυτή την φορά στον ουρανό. Η ψυχή δεν είναι πλέον εξόριστη στο
βιολογικό σώμα· έχει αποκατασταθή στο φωτεινό και η αποκατάστασι τούτη ισχύει
δυνητικά για όλους τους ανθρώπους. Υπ’ αυτό το πρίσμα δεν είναι παράξενο στον επιτάφιο
του Γρηγορίου ο Καισάριος να προεικονίζη τον καινό άνθρωπο, να διεκδική παραδειγματικά
εξ ίσου θέσι σκοπού στην συνείδησι και ασυνείδητης επιθυμίας στα όνειρα. Στην
πρώτη περίπτωσι παίρνει την μορφή ωργανωμένου προς αυτή την κατεύθυνσι τρόπου
ζωής· στην άλλη προκαλεί τους αινιγματικούς εκείνους συμβολισμούς όπου η λογική
των εννοιών χάνεται στην
παραγωγική αλογία των απωθημένων συναισθημάτων, που δίνει έτσι διέξοδο σε
φαντασιώδεις φόβους και ανασφάλειες τυράννους της ζωής.
Φαίνεται πως για τον ψυχικό Γρηγόριο, ο Καισάριος
-άνδρας ξεχωριστής αξίας, με πλούσια πνευματικά χαρίσματα και με κοινωνική
δύναμι μεγάλη ως αυτοκρατορικός ταμίας της Βιθυνίας- ήταν κάτι σαν προστατευτικό
ανάχωμα απέναντι στις πιέσεις του κόσμου - τον ελάφρωνε από τα πρακτικά βάρη και
τον τιμούσε όπως κανείς αδελφός δεν το έκανε (πρβλ. Περί των καθ' εαυτόν,
στ. 217-219), πετύχαινε δυναμικά ό,τι ο
Γρηγόριος επιθυμούσε στην αδυναμία του και περιωριζόταν να το σκέπτεται είτε να το ονειρεύεται (ένθ’ αν., στ, 194-216). Γι’ αυτό και μετά τον θάνατο του Καισαρίου τον
κατέχει ένα αίσθημα ορφάνιας, νοιώθει (ένθ' αν.,
στ. 165-193) απροστάτευτος ανάμεσα σε λύκους και μόνος στην αδιάκοπη πάλη
του με όλα τα «βαρίδια» που τον τραβούν κάτω στην γη, όπως η αγάπη για τους
γονείς του (ένθ’ αν., στ. 267-274), για τον λαό που γέμιζε τον
ναό της Αναστασίας (Εις εαυτόν, Ε') είτε η λύπη του για τον φθόνο των
επισκόπων προς το πρόσωπό του (ένθ' αν., στ. ΣΤ', Ζ', Η', Θ',
I',
IB', Μ'
κ.λπ.). Θα μπορούσε να πή κανείς ότι για τον Γρηγόριο ο αδελφός του ήταν ιδεατός εαυτός, ένα πρότυπο
στην εδώ και την μετά θάνατον
ζωή. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πώς στις καταληκτήριες γραμμές του επιταφίου του ο Θεολόγος ζητεί από τον Θεό να δεχθή τον Καισάριο ως απαρχή
της δίκης του αποδημίας: νυν μεν δέχοιο Καισάριον,
γράφει, απαρχήν της ημετέρας αποδημίας... δέχοιο δε και ήμας ύστερον εν καίρω
ευθέτω, οίκονομήσας εν τη σαρκί όσον αν η συμφέρον· και δέχοιό γε διά τον σον
φόβον ετοιμασθέντας, και ου ταρασσομένους, (ουδέ υποχωρούντας εν ημέρα τη τελευταία,
και βία των εντεύθεν αποσπωμένους, ο των φιλοκόσμων ψυχών πάθος και φιλοσάρκων),
αλλά προθύμως προς την αυτόθεν ζωήν την μακραίωνά τε και μακαρίαν, (την εν
Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών).[Σημ.:
Το κείμενο μέσα σε παρενθέσεις δεν παρατίθεται από τον Στ. Ράμφο]
Στην αποστροφή τούτη του επιταφίου ο Γρηγόριος
αντλεί το υλικό των εικόνων του από τα όνειρα με τον Καισάριo. Τό
δηλώνει άλλωστε, όπως είδαμε. Ο πραγματικός Καισάριος είναι ο αγαπημένος ισχυρός
προστάτης αδελφός· ο ονειρικός είναι
σύμβολο του αναγεννημένου, του καινού αναστάσιμου ανθρώπου, Κι ενώ ο
ιστορικός Καισάριος μυθοποιείται από τον αδελφό του στην ζωή, στα όνειρα όπου
κυριαρχεί η αχρονία του ασυνειδήτου, τα συναισθήματα του θαυμασμού αναπλάθονται
με πρώτη υλη τις μορφές θεμελίων συμβόλων της χριστιανικής πίστεως και
τροφοδοτούν τον λογοτεχνικό οίστρο του Γρηγορίου. Αν λάβουμε υπ’ όψιν την διδασκαλία του
Φρόυδ, στον συμβολισμό των ονείρων βρίσκει έμμεση έκφραση μία βαθιά απωθημένη
παρόρμησι, μια απαγορευμένη ενοχική επιθυμία απαξιωτική για εμάς στα μάτια μας. Εδώ απωθημένη επιθυμία
δείχνει να είναι η ενοπροσωπία, ταυτιστική ψυχολογική προέκτασι του απέραντου θαυμασμου που
έτρεφε ο απράγμων Γρηγόριος για τον ξεχωριστό Καισάριο. Τα κοσμητικά επίθετα, η συγκίνηση της φράσεως
και η φωτοχυσία του ονείρου συντονίζονται λογοτεχνικά. Η γραφή γίνεται γέφυρα η οποία περιγράφοντας αισθήματα και σκέψεις ανοίγει ταυτοχρόνως δρόμο προς το
ασυνείδητο, στο λανθάνον περιεχόμενο των ονείρων του Γρηγορίου για τον Καισάριο, πίσω από την επίφασι
των εικόνων που απεργάζεται αμφίθυμα το Υπερεγώ προκειμένου να αντισταθή στην
διάθεσι του ασυνειδήτου «να τα πη όλα». Εάν
υπόγειες συναισθηματικές δυνάμεις κατορθώνουν την τροπή του πόνου σε έκφρασι
θαυμασμού, η εικόνα ενός εαυτού χωρίς αντιφάσεις και εσωτερικές συγκρούσεις,
την οποία ο ασταθής και αδύναμος Γρηγόριος προβάλλει με τα όνειρά του στον πνευματικό
και στιβαρό Καισάριο, υπαινίσσεται το τραύμα της δικής του υστερήσεως που
θεραπεύει η εικόνα του χαρούμενου αναστάντος άδελφου. Η λαμπρότητα του
Καισαρίου των ουρανών σβήνει τον πόνο και την δίνη της αβεβαιότητος (Εις
εαυτόν, Α', στ. 297: Το δ’ εσαύριον ου σάφα οίδα) στην άμεση ζωή του
Γρηγορίου. Προφανώς ο Καισάριος ενσαρκώνει φαντασιακά την εγγύησι της εσχατολογικής
αποκαταστάσεως του ανθρώπου, της μεταστάσεώς του στο «άλλου» (ένθ’ αν., στ. 204: ζωή δ’ άλλοθί μοι)
πού λαχταρούσε για τον εαυτό του ο Γρηγόριος.
Το «αλλού» υπονοεί την
ελευθερία από την εδώ ζωή και από μια σύστοιχή της αντίληψι τυλιγμένη στην
καταχνιά της κατήφειας (πρβλ. ένθ’ αν., στ. 206: τῆσδε λυθεὶς βιοτῆς
τε καὶ ὄψιος ἀχλυοέσσης),
παραπέμπει δε στο πνευματικό σώμα, τον καθ’ ομοίωσιν προς τον Θεό αναγεννώμενο
άνθρωπο. Ο Ναζιανζηνός, όπως και ο Γρηγόριος Νύσσης, διάβαζε;;; την σωτηρία του ανθρώπου
ως εσχατολογική αποκατάστασι του υποκειμένου των «δερμάτινων χιτώνων», του
σαρκικού εαυτού σε ένα πνευματικό. Άλλωστε και ο ίδιος χρησιμοποιεί στον ΛΗ'
λόγο του Εις τα Θεοφάνια (κεφ. 12) την βιβλική έκφρασι «δερμάτινοι
χιτώνες» (Γεν. 3,22) συνδέοντας την καινούργια ζωή με μία νέα ταυτότητα.
Κάθε χριστιανός, όπως και οι γονείς
του (πρβλ. Εις Καισάριον, κεφ. 4), «φιλόχριστοι μάλλον παρά φιλότεκνοι»
περίμεναν μία και μόνη χαρά: να γίνουν τα παιδιά τους χριστιανοί, να αποκτήσουν
την ταυτότητα του ανθρώπου της πίστεως
στον Χριστό (το από Χριστού γνωρίζεσθαι και ονομάζεσθαι),
όμως για τον Θεολόγο η ταυτότητα του χριστιανού ήταν κάτι πολύ περισσότερο από
αναγνωριστικός τύπος, είχε να κάνη με την ελπιδοφόρο πίστι στην καινούργια ζωή.
Την εννοούσε ως προσανατολισμό πίστεως και όχι σαν φυσιοκοινωνικό συμβεβηκός. Ειδικώτερα
σκεπτόταν την ένωσι του ανθρώπου με τον Υιό-εικόνα του Πατρός με όρους του «καθ’
ομοίωσιν» ξένους προς τον θεωρητικό βίο των φιλοσόφων. Ακριβώς η αγνισμένη με τον
Λόγο σάρκα και καρδιά του Ναζιανζηνού (πρβλ. Εις εαυτόν, ϟΗ': Σάρκα
Λόγω / ήγνισα και κραδίην)
τοποθετείται εν είδει κατόπτρου απέναντι στον Λόγο, ο οποίος εντυπώνει πάνω στην
άσπιλή του επιφάνεια μία δική του τέλεια εικόνα (ένθ’ αν., ΛΣΤ', στ. 9-10: έσοπτρον τω Λόγω παραστήσομαι,
/ έως τελείας εμφάσεις είσω λάβη),
μ’ άλλα λόγια γίνεται το πνευματικό του σώμα. Αυτό ονομάζει ο Γρηγόριος «καλήν αλλοτρίωσιν»
(ένθ’ αν., ΙΑ', στ.
87-88: Ως δ’ ήκον, ευθύς γίνομαι αλλότριος, / αλλοτρίωσιν την καλήν), δηλαδή την βαθύτατη επιθυμία του να
υπάρχη στο «αλλιώς». Με το σχήμα της αλλοτριώσεως «η απαράλλακτος εικών, ο του
Πατρός όρος και Λόγος» εισέρχεται στην εικόνα του, τον άνθρωπο, φορεί την σάρκα
για χάρι της σάρκας κι ενώνει το πνεύμα του με την ψυχή του καθαρίζοντας με το όμοιο
το όμοιο και γίνεται, αν βγάλουμε την αμαρτία, κατά πάντα άνθρωπος (πρβλ. Λόγος
ΙΗ', Εις τα Θεοφάνια, κεφ. 13).
Στην σκέψι του Θεολόγου και στην ιδέα της καθολικής παλιγγενεσίας φαίνεται να διαδραματίζη ενεργό ρόλο το χριστιανικό φαντασιακό των εσχάτων, να το παρακολουθή δε μία «ταυτότητα» πληρότητος, η οποία διαρρηγνύει τα πλαίσια του αυτοπροσδιορισμού καθώς ο εαυτός πλέον συγκροτείται από το φυσικοκοινωνικό Εγώ και από το υπερβατικό άλλο του. Δεν γράφει τυχαία ο Γρηγόριος ότι πτωχεύει ο Θεός προσλαμβάνοντας την σάρκα του ανθρώπου, για να πλουτίση ο άνθρωπος προσλαμβάνοντας την θεότητα του Υιου. Κενούται της δόξης του, ώστε ο άνθρωπος να μεταλάβη «της εκείνου πληρώσεως», την οποία σε επιτάφιο επίγραμα εις εαυτόν (ϟΣΤ') ορίζει με την ουράνιο ελπίδα που τον διακατέχει (πλούτον έχων ελπίδ’ επουρανίων). Όπως o ίδιος σημειώνει στον Εις τα Θεοφάνια λόγο του (κεφ. 13), πρόκειται για αινιγματική ταυτότητα που συνδιαμορφώνουν (τί το περί εμέ τούτο μυστήριον;) το είναι και το άλλο του, ταυτότητα η οποία με την σειρά της σχετίζει εμμέσως τό «κατά πάντα άνθρωπος» μέ τό παύλειο τά πάντα έν πασιν της πρώτης Πρός Κορινθίους επιστολής (15,28). Η στρυφνή αποστροφή του Αποστόλου σημαίνει πώς όταν ο Χριστός νικήση το κακό, θα παραδώση την Βασιλεία του στον Πατέρα, οπότε όντας εκείνος «τα πάντα εν πάσιν» δεν θα υπάρξη τιμωρητική καταδίκη των πονηρών εις τούς αιώνες. Αντιθέτως θα ενωθούν όλα στους κόλπους του, θα ελεηθούν και θα αναγεννηθούν χάρι στον σταυρικό θάνατο, όπου ο Χριστός υπέμεινε την κόλασι, και όχι μέσω ιστορικών επιλογών εναντίον του κακού, που συμψηφίζουν μάταια την μερικότητά τους με την ανάγκη για περισσότερη αύτοπεποίθησι. Η ομολογία ελπίδος την οποία κάνει είναι ομολογία πίστεως ότι μέσα στην ελπίδα το μέλλον αποκτά παρόν.
Συνεχίζεται
Ο ΨΥΧΙΚΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΩΜΑΤΙΚΟΣ ΡΑΜΦΟΣ.
ΜΕ ΤΗΝ ΖΥΓΑΡΙΑ ΤΟΥ ΦΡΟΥΝΤ, ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΕΚΤΗΣΕ ΕΡΜΗΝΕΥΟΝΤΑΣ ΣΩΜΑΤΙΚΩΣ ΤΗΝ ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΩΝ ΔΕΣΠΟΙΝΙΔΩΝ ΠΟΥ ΞΑΠΛΩΝΑΝ ΣΤΟ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΤΟΥ ΚΡΕΒΑΤΙ, Ο ΝΕΟΣ ΠΡΟΚΡΟΥΣΤΗΣ, Ο ΦΡΟΥΝΤ, ΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΠΟΘΗΤΟ ΝΙΚΗ ΣΤΟΝ ΣΩΜΑΤΙΚΟ ΑΝΘΡΩΠΟ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ ΑΙΩΝΙΟ ΑΝΤΙΠΑΛΟ ΤΟΥ, ΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ.
ΠΑΤΑΞΟΝ ΜΕΝ ΑΚΟΥΣΟΝ ΔΕ, ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΜΕΤΡΟ ΠΟΥ ΚΑΤΗΡΓΗΣΕ Ο ΦΡΟΥΝΤ ΚΑΤΑΝΑΛΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΖΩΗ ΜΕ ΝΟΗΜΑ ΤΩΝ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ.
ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΜΟΝΟΝ ΟΙ ΑΡΝΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΦΕΡΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΤΟΣΟ ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΑ ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ,ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΕΙΩΔΗ ΖΩΗ ΠΟΥ ΜΑΣ ΧΑΡΙΖΕΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΑΝ ΔΕΝ ΦΥΛΑΚΙΣΤΟΥΜΕ ΣΤΑ ΣΙΔΕΡΑ ΤΗΣ ΘΕΣΜΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
3 σχόλια:
'Ως φοβικά ευαίσθητος' .... Ο Ράμφος αν ήταν στρατιωτικός ψυχίατρος θα έδινε στον Ναζιανζηνό Ι5 ψυχολογικό. Αχ...
Ολοι οι μαθητές τού Κυρίου κρύφτηκαν φοβισμένοι μετά τήν σύλληψή Του. Αλλά τελικά βασανίστηκαν καί σταυρώθηκαν. Πιστεύει ότι η θέα τού θεού είναι σάν νά βλέπω από ψηλά τό ποντικονήσι.Δέν αλλάζει τίποτε. Ούτε στήν Θ. Ευχαριστία, ούτε στήν προσευχή. Μνήμη-διάβασμα, νόηση καί βούληση. Η υποκειμενική τριάδα. Οτι η αποκατάσταση είναι μιά επιστροφή στόν παράδεισο μετά τήν αποδοχή τής μυθολογίας τής Γενέσεως. Δέν πιστεύει ότι ο χριστιανός αποκτά κάτι παραπάνω, ότι δέν είμαστε ίδιοι μέ τούς Αγίους ούτε στήν σύσταση τού σώματος, ότι ούτε οι χριστιανοί που πιστεύουν στόν Εκκλησιαστικό τρόπο ζωής είναι ίδιοι μέ τούς αδιάφορους, πόσο μάλλον μέ τούς πιστούς τών άλλων θρησκειών. Ας γράψει μιά παράγραφο σάν τόν Αγιο Γρηγόριο. Γύρισε επειδή τόν κάλεσε ο Κύριος, τόν προσέλαβε εργαζόμενο καί δούλο Του. Ο Ράμφος ούτε τόν νεοπλατωνισμό συλλαμβάνει. Νομίζει ότι είναι δημιουργική φαντασία.
!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Δημοσίευση σχολίου