Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2023

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (202)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Τρίτη, 5 Δεκεμβρίου 2023


Jacob Burckhardt
ΤΟΜΟΣ 3ος
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ
: Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΟΙ ΕΠΙΣΤΉΜΕΣ ΚΑΙ Η ΕΥΦΡΆΔΕΙΑ

IΙ. Η ΡΗΞΗ ΜΕ ΤΟ ΜΥΘΟ


Αναζητώντας τις προσωπικότητες δια των οποίων εμφανίζεται για πρώτη φορά, όχι ακόμη μια ρήξη με το μύθο, αλλά ένας νοητικός κόσμος που δεν σχετίζεται πλέον μ’ αυτόν, ανακαλύπτουμε κατ’ αρχάς την γενική προϋπόθεση που υποδεικνύει ότι πολύ πριν την καθαυτό φιλοσοφία, που ξεκίνησε με τη Σχολή της Ιωνίας, ένδυμα της σοφίας υπήρξε το αξίωμα, και ότι σ’ αυτή την κατηγορία επτά φημισμένοι άνδρες τοποθετήθηκαν την κορυφή. Απαριθμούνται με διάφορους τρόπους. Συχνότερα αναφέρονται ο Θαλής, ο Πιττακός, ο Βίας και ο Σόλων, λιγότερο συχνά ο Κλεόβουλος ο Ρόδιος, ο Χείλων ο Λακεδαιμόνιος, ο Φερεκύδης, ο Ανάχαρσης, ενίοτε ο Επιμενίδης και άλλοι· ορισμένοι αμφισβητήθηκαν αργότερα υπό την έννοια ότι δεν ήταν δυνατόν αυτός ο τίτλος να αποδοθεί σε έναν τύραννο, όπως ο Περίανδρος ο Κορίνθιος, έναν έλληνα Σολομώντα, ο οποίος και αντικαταστάθηκε αργότερα από τον Μύσωνα τον Χηνέα με αμφισβητούμενη προέλευση. Πρόκειται κυρίως για σοφούς που αναδείχθηκαν μέσα από την τέχνη της πολιτικής. Ο Πλούταρχος πιστεύει ότι ο Θαλής είναι ο μόνος που υπερέβη το επίπεδο των τρεχουσών πρακτικών αναγκών, και μόνο επειδή υπήρξε παράλληλα ιδρυτής της Ιωνικής φιλοσοφίας, και όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος θεωρείται ιδιοφυές πνεύμα έχοντας κατορθώσει να υπολογίσει την έκλειψη του Ηλίου και να χωρίσει στα δύο το ρεύμα του ποταμού Άλυ· οι υπόλοιποι οφείλουν τον τίτλο του σοφού στην πολιτική τους δεινότητα. Αλλά οι μορφές τους υπήρξαν για τους Έλληνες αντιπροσωπευτικές και σχεδόν μυθικές· παρότι δεν έζησαν στον ίδιο αιώνα εμφανίζονται αβίαστα να συμμετέχουν στους Δελφούς, ή στην Κόρινθο στο συμπόσιο του Περίανδρου, και το μεγαλείο τους συνοδεύεται από μια μυθική περιγραφή, την υπόθεση του χρυσού τρίποδα που ανέσυραν ψαράδες από το βυθό, και ο οποίος σύμφωνα με χρησμό της Πυθίας θα έπρεπε να παραδοθεί στον σοφότερο άνδρα (και όχι τον πλέον ευσεβή)· παραδόθηκε αρχικά στον Θαλή (ή τον Βία), αλλά κάθε σοφός τον παρέδιδε σε έναν επόμενο θεωρούμενο σοφότερο, ώσπου ο Σόλων αποφάσισε ότι σοφότερος πάντων είναι ο θεός και τον αφιέρωσε στον Δελφικό ή τον Ισμήνιο Απόλλωνα. Λέγεται ότι ορισμένα αποφθέγματα των επτά σοφών χαράχτηκαν με χρυσά γράμματα στους Δελφούς· δεν γνωρίζουμε όμως ούτε πότε ούτε από ποιους. Τα υπόλοιπα περιλαμβάνονται σε διάφορες συλλογές· εξ άλλου δεν πρόκειται μόνο για αποφθέγματα αλλά και για απαντήσεις και θρυλήματα· μεταξύ των αξιωμάτων σημαντικότερα θεωρούνται ορισμένα λακωνικά και δυσνόητα· το περιεχόμενό τους εξ άλλου δεν είναι πάντοτε ευπρόσδεκτο· σ’ αυτά ανήκει για παράδειγμα η ρήση: «η πλειοψηφία είναι βλαβερή».

Ο γνωμικός στοχασμός των Ελλήνων είναι στην πραγματικότητα κατά πολύ αρχαιότερος. Ενυπάρχει ήδη στα Έργα του Ησίοδου, και από μια άλλη σκοπιά, η λακωνική βραχυλογία των Σπαρτιατών δεν αφίσταται της γνωμικής σκέψης· εδώ οι Έλληνες συναντούν την Ανατολή, παρότι, εξαιρώντας την Ινδία, αυτή η σκέψη δεν ξεπέρασε εκεί το γνωμικό επίπεδο (δηλαδή το στάδιο της ατομικής ηθικής), ή τουλάχιστον της παραβολής, και δεν κατόρθωσε να αναδείξει μια γενική ηθική θεώρηση.

Παράλληλα με τους Επτά Σοφούς, αναδυόμενη στο ίδιο χρονικό διάστημα, και ταυτιζόμενη σε ορισμένους στόχους, εμφανίζεται μια ακόμη πλειάδα ανδρών, που είναι δύσκολο να κατατάξουμε σε μια συγκεκριμένη κατηγορία: θα μπορούσαμε να τους αποκαλέσουμε θαυματουργούς. Η εξαιρετικά ισχυρή επικράτηση της στοχαστικής εμπειρίας στους Έλληνες είχε ως προϋπόθεση, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, την έλλειψη μεταφυσικής συνοχής, και την χαλαρή συνέπεια της λαϊκής λατρείας, που αδυνατούσε να προσφέρει επαρκείς ερμηνείας για το σύμπαν, και κυρίως πειστικές, και επιπλέον δεν περιλάμβανε ηθικές διεξόδους. Η λατρεία των Ελλήνων δεν γνώρισε, όπως εκείνη των ανατολικών λαών, την χειραγώγηση του ιερατείου· η διαδικασία γνωστή ως βραχμανικό σύστημα, ζωροαστρισμός και μεσσιανισμός δεν βρήκε εδώ πρόσφορο έδαφος. Επομένως, ορισμένες εξαιρετικά προικισμένες διάνοιες είχαν τη δυνατότητα να προσβάλουν τη λαϊκή θρησκεία, εισάγοντας πρωτοποριακές ιδέες, οι οποίες είχαν κι αυτές στην ουσία τους θρησκευτικό περιεχόμενο, συμβολική και μυθική υπόσταση, δεδομένου ότι η απαλλαγή από κάθε μυθικό υπόβαθρο, που επιβίωνε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ως ο μόνος εκφραστής των πραγμάτων, υπήρξε δυσχερέστερη απ’ όσο είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε. Πρόκειται για τους απολλώνιους στοχαστές, οι οποίοι παραμένουν αρχικά πιστοί στο μυθολογικό πνεύμα, έρχονται κατόπιν σε ρήξη με τη φιλοσοφία, που αρχίζει να χαράζει έναν δικό της δρόμο, και κατορθώνουν να λάμψουν, χάρη στην ασκητική τους παράδοση, τις καθαρτικές τελετουργίες τους, οι οποίες προσφέρουν σε έναν εμπαθή λαό την ανακούφιση της λύτρωσης, χάρη επίσης σε θαύματα, όπως εν μέρει και στη θεωρία της μετεμψύχωσης. Αλλά στη συνέχεια, η παράδοση μετέτρεψε και αυτούς τους ανθρώπους σε ένα είδος φανταστικών προσώπων, και επομένως εκ νέου μυθικών υπάρξεων δυναμένων να εγκαταλείπουν το σώμα τους.

Ανάμεσά τους κατ’ αρχάς ο Επιμενίδης από την Κρήτη, για τον οποίο η ασφαλέστερη χρονολογική πληροφορία είναι η ημερομηνία που εξιλέωσε την Αθήνα από τον μολυσμό του Κυλώνειου Άγους (612 ή 596 π. χ.). Ήταν ιερέας, προφήτης, εμπειρογνώμων στην κοσμογονία, και όπως ισχυρίζεται ο ίδιος έζησε πολλές ζωές. Η εμμονή των Ελλήνων να αποδίδουν στα φαινόμενα αρχετυπική μορφή και να συσσωρεύουν σε ένα πρόσωπο όλα τα πιθανά χαρακτηριστικά κατέστησε τον Επιμενίδη αντιπροσωπευτική φυσιογνωμία και ιδανική απεικόνιση της ευαισθησία και της λεπτότητα της ελληνική σκέψης. Ακολουθεί ο Άβαρις, ένας Υπερβόρειος προερχόμενος επομένως από μια μυθική περιοχή, ιερέας του Απόλλωνα· είναι όμως υπαρκτό πρόσωπο που έζησε περί το 600 π. Χ.· ταξίδεψε σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια και διέδωσε τα αξιώματα και τις προφητείες της· σύμφωνα με ένα μεταγενέστερο θρύλο ο Απόλλωνας του δώρισε ένα βέλος πάνω στο οποίο ταξίδεψε σε διάφορα μέρη της γης. Αντιθέτως ο Αριστέας ο Προκοννήσιος ταξίδεψε στο βορρά για να συναντήσει τους Υπερβορείους· κατά τον Ηρόδοτο του αποδίδεται η πατρότητα ενός έπους για τη μυθική εθνότητα των Αριμασπών, ενώ λέγεται ότι βρέθηκε στο γειτονικό έθνος των Ισσηδόνων κατειλημμένος από απολλώνια έκσταση· λέγεται επίσης ότι αποχωριζόταν από το σώμα του κατά βούληση· όταν εμφανίζεται εκ νέου στο Μεταπόντιο, συνοδεύοντας τον Απόλλωνα, είναι φανερό ότι βεβαιώνεται η αντίληψη περί της μετεμψύχωσης. Σ’ αυτήν αναφέρεται επίσης ο Φερεκύδης ο Σύρος, διδάσκαλος του Πυθαγόρα, ο οποίος είχε γνώση μυστικών φοινικικών κειμένων. Και αυτός προσέδωσε μυθική υπόσταση στις αναπαραστάσεις και τις αντιλήψεις του περί της φύσεως των πραγμάτων, όπως αποδεικνύουν τα ελάχιστα διασωθέντα αποσπάσματα της Θεογονίας του· υπήρξε επίσης αστρονόμος και μάντης. Σ’ αυτή την κατηγορία προσώπων, που εκπροσωπούν στην πραγματικότητα αρκετά διαφορετικές αντιλήψεις, έρχεται για πρώτη φορά να προστεθεί μια ομάδα, ή μια κάστα, εκπροσωπούμενη από τους Ορφικούς, όχι πλέον της απολλώνιας αλλά της διονυσιακής παράδοσης, οι οποίοι επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν μια δεδομένη αντίληψη περί της ψυχής, όπως αφήνουν να εννοηθεί, με μια φιλολογία που εσφαλμένα αποδίδεται στον Ορφέα, με την βεβαιότητα της αναγνώρισής της ως ορφικής χάρη σε απομιμήσεις, με μιαν ιδιαίτερη κοσμογονία, με την ασκητική και τη χορτοφαγία, και τη διδασκαλία της μετεμψύχωσης, παράλληλα με αυτήν της μακαριότητας στον Άδη. Σημαντική εδώ είναι η αποχή από το κρέας· καθοριστικό στοιχείο είναι επίσης ότι εισάγει στον ελληνικό βίο της έννοια της μεταμέλειας, ότι θεωρεί την επίγεια ζωή σαν μεταβατική περίοδο μέσα σε ένα μνήμα και αναζητεί την απελευθέρωση από τον κύκλο των γεννήσεων, ενώ επαγγέλλεται ότι η πραγματική ζωή βρίσκεται έξω από την σωματικότητα. Είναι πάντως γεγονός ότι ο ορφισμός εμφανίστηκε σαν μια νέα ιδιαίτερη θρησκεία· δεν γνωρίζουμε όμως σε ποιο βαθμό το συγκεκριμένο περιεχόμενό της έτυχε πραγματικής αποδοχής.

Αλλά η μυθική λάμψη που στεφανώνει έναν Επιμενίδη και τους θαυματουργούς που του προσιδιάζουν είναι εμφανής και στον μέγα Πυθαγόρα, και μπορούμε να προσθέσουμε ότι σ’ αυτή την περίπτωση ο μύθος αποκρυσταλλώνεται για μία ακόμη φορά σε μια ιστορική φυσιογνωμία, και αμύνεται με το σθένος της απελπισίας απέναντι σε οτιδήποτε είναι ακριβές. Οι παράδοξες περιγραφές για τον Πυθαγόρα προέρχονται ακριβώς από σχετικά αρχαιότερες πηγές: λέγεται ότι υπήρξε ένα αρχαίο ιδιόγραφο κείμενο, στο οποίο αφηγείται μια κάθοδο στον Άδη, και βεβαιώνει για τον ίδιο ότι ενθυμείται την ύπαρξή του σε τέσσερα διαφορετικά πρόσωπα, τον Αιθαλίδη, το Εύφορβο, τον Ερμότιμο και τον Πύρρο· του αποδόθηκε επίσης το χάρισμα της πανταχού παρουσίας, επειδή σύμφωνα με μιαν επίμονη παράδοση εθεάθη την ίδια ημέρα στο Μεταπόντιο και στον Κρότωνα. Η πραγματικότητα είναι ότι γεννήθηκε στη Σάμο περί το 570· περί το 532 θεάται στην Ιταλία, και ο θάνατός του τοποθετείται στο 497, τρία χρόνια πριν από την «επανάσταση» που διασκόρπισε τους οπαδούς του. Το ταξίδι του στην Αίγυπτο είναι επίσης ένα αξιόπιστο γεγονός. Την εποχή των βασιλέων της 26ης δυναστείας, και ενώ άκμαζε η ελληνική πόλη Ναύκρατις, δεν συνιστούσε μεγάλο κατόρθωμα· παρόλη όμως την ευκολία των εμπορικών συναλλαγών, θα πρέπει να ήταν κάπως δύσκολο να έρθει κανείς σε επαφή με τον αυθεντικότερο εκπρόσωπο την αιγυπτιακής παράδοσης, δηλαδή τον ιερέα. Από το απόσπασμα του Ηροδότου που μας αποκαλύπτει ότι οι υποτιθέμενοι ορφικοί και βακχικοί είναι στην πραγματικότητα Αιγύπτιοι και Πυθαγόρειοι, αποδεικνύεται τουλάχιστον με βεβαιότητα ότι Πυθαγόρειοι και Αιγύπτιοι είχαν πολλά κοινά χαρακτηριστικά, και επίσης ότι οι ορφικές και οι πυθαγόρειες τελετές έμοιαζαν τόσο πολύ που ενδέχεται να συγχέονταν. Ως προς το αν ο Πυθαγόρας επισκέφτηκε τη Βαβυλώνα, παρότι δεν έχουμε άμεση γνώση, δεν υπάρχει λόγος να το αμφισβητήσουμε· θα πρέπει επίσης να συμπεράνουμε κάποιες σχέσεις με την Ινδία· οι αντιλήψεις του για την μετεμψύχωση έχουν μεγαλύτερη σχέση με την Ινδία από ότι με την Αίγυπτο.

Η σημαντικότερη συνεισφορά του Πυθαγόρα στους Έλληνες είναι η νέα θρησκεία του, και η νέα ηθική του, βασισμένες στην αποδοχή της μετεμψύχωσης και συνδεδεμένες με τον ασκητισμό. Δεν ήταν τόσο ένας φιλόσοφος όσο ένας θρησκευτικός μεταρρυθμιστής, ο οποίος, σε μια εποχή στην οποία η οδύνη της ύπαρξης κατέστη πιεστικότερη από ότι στις προηγούμενες εποχές, δίδασκε την αποδοχή του επίγειου βίου ως μια περίοδο προοριζόμενη για τον εξαγνισμού από τα λάθη του παρελθόντος, μια περίοδο από την οποία εξερχόμενος ο άνθρωπος δεν καταλήγει στο μνήμα ως άλαλος λίθος – όπως υποστήριζε ο Θέογνις – αλλά αναγεννιέται αποκαθαρμένος, με συνεχώς ανανεωμένες μορφές. Μόνο ο ευσεβής, ο οποίος μυήθηκε σε μυστικές τελετές, και συμμορφώθηκε σε όλη του τη ζωή με τις θρησκευτικές πρακτικές και ασκήσεις μπορεί να διαφύγει τελικά αυτόν τον κύκλο της αέναης γέννησης και φθοράς. Ο Πυθαγόρας καλούσε τους οπαδούς του να ενστερνιστούν αυτή την ελπίδα. Ο ίδιος, όπως και οι ορφικοί πιστεύει ότι το σώμα είναι ένα μνήμα, ή μια φυλακή για την ψυχή, της οποίας η προέλευση είναι ουράνια και μεγαλειώδης. Δεν γνωρίζουμε αν δίδαξε ότι η ψυχή, μετά την περιπλάνηση της σε διαφορετικά σώματα οδηγείται τελικά, υπό μορφή ανταμοιβής, στην ανυπαρξία, ή αφομοιώνεται στο Θεό (όπως ήλπιζε ο Πλάτων, αλλά και ο Εμπεδοκλής), παρότι αυτή η τελευταία εκδοχή είναι η μόνη που ανταποκρίνεται στην αθάνατη φύση της. Αλλά η αντίληψη που υποστηρίζει ότι η ψυχή παραμένει στο σώμα «μέχρι την εξιλέωση της», συνεπάγεται ότι θα πρέπει να υπομείνει αυτή τη συνθήκη, εάν δεν θέλει να εκτεθεί σε ακόμη μεγαλύτερες ταλαιπωρίες, έως ότου την απελευθερώσει ο ίδιος ο Θεός· έτσι εξηγείται γιατί οι Πυθαγόρειοι απέρριπταν την αυτοκτονία, και ενθάρρυναν την ειρηνική αναμονή «του φυσικού θανάτου».

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: