ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΤΤΑΔΑΚΗΣ
Επαναφέρω ορισμένα αποσπάσματα από το ανωτέρω γραπτό, συμπλέοντα με το πνεύμα του κορυφαίου ορθόδοξου θεολόγου, εν τοις μακαριστοίς νυν, Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη. Αρχική δημοσίευση, «Ανάπλαση», Ιαν-Φεβρ. 2004, Αναστάσιος 1.10.2014, κριτική παρουσίαση του βαρυσήμαντου έργου «Ημερολόγιο», του επίσης εν τοις μακαριστοίς π. Αλέξανδρου Σμέμαν-εκδόσεις «Ακρίτας», 2002.
****** Και πρώτα για το όλο αυτό σπουδαιοφανές νεφέλωμα της περί Ορθοδοξίας διθυραμβικής που μας σκεπάζει τα τελευταία εξήντα τόσα χρόνια. «Όλο αυτό το τρέξιμο, είτε στο Βυζάντιο, είτε στη Φιλοκαλία, είτε στην Πάτμο, είτε στις εικόνες κάνει την Ορθοδοξία να φαίνεται σαν ένα σούπερ μάρκετ. Ο καθένας διαλέγει αυτό που θέλει: Την εποχή, το στυλ και την αναγνώριση… Ό, τι είναι ουσιώδες στην Ορθοδοξία, το «εν ου εστί χρεία», το σημαντικό και το πολύτιμο, αφήνεται, κατά τη γνώμη μου, στην άκρη του δρόμου-δε διαθέτει στυλ» ! -σ. 43.
Τρανή απόδειξη γι αυτό, η απουσία επαφής με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Πιο απλά, η αδυναμία να γονιμοποιήσουμε αυτή τη διθυραμβική ρεαλιστικά, να τη μεταστοιχειώσουμε σε ορθόδοξη επικαιρότητα. «Ιστορικά η Ορθοδοξία δεν ήταν μόνο μια Εκκλησία, αλλά και ένας Ορθόδοξος κόσμος … Κάθε αλλαγή περιστάσεων σ’ αυτό τον κόσμο προκαλεί μια αρνητική αντίδραση, μια άρνηση της αλλαγής που την ανάγει σε κακό, σε πειρασμό και σε δαιμονική πίεση. Αυτή η αντίδραση δεν οφείλεται στην αφοσίωση, στην πίστη ή στο δόγμα… είναι μάλλον μια στάση ζωής… Η ορθόδοξη συνείδηση… δεν έχει προσέξει την ιστορία… Η Ορθοδοξία, αντί να κατανοήσει την αλλαγή, ώστε να ασχοληθεί μαζί της, βρέθηκε να έχει συντριβεί απ’ αυτήν. Οι άνθρωποι απέδρασαν-και κατέφυγαν στους Πατέρες, στο Τυπικό… στον Ελληνισμό, στην πνευματικότητα… Το να δραπετεύεις ή να αρνείσαι αποδείχνεται ισχυρότερο από το να αποδέχεσαι…»-σ. 57/58.
Το μεγάλο παθητικό των ανθρώπων της Εκκλησίας είναι η απουσία ανοιχτού ορίζοντα, και η σχετική μ’ αυτό ατολμία. Αυτό δεν επικαλύπτεται από τη φαινομενική εκείνη πνευματικότητα, πίσω από την οποία γίνεται ευδιάκριτη μια εγγενής κοινωνική δειλία. «Πολύ συχνά οι άνθρωποι που γνωρίζω πως αναζητούν την πνευματικότητα, είναι στενόμυαλοι, αδιάλλακτοι, ανιαροί, άχαροι και αρκετά συχνά κατηγορούν άλλους πως δεν είναι αρκετά πνευματικοί». Η εξήγηση δεν είναι καθόλου δύσκολη. «Οι ίδιοι αποτελούν συχνά το κέντρο της συνείδησής τους, και όχι ο Χριστός, το Ευαγγέλιο ή ο Θεός. Κανείς δεν ανθίζει κοντά τους. Ακριβώς το αντίθετο, μαραζώνει. Υπερηφάνεια, εγωκεντρισμός, αυτοϊκανοποίηση και στενομυαλιά… Όλο αυτό το «ξεκούκισμα» του κομποσκοινιού στη διάρκεια ενός εκκλησιαστικού κουτσομπολιού, το όλο στυλ των στεναγμών και των χαμηλωμένων ματιών, μου φαίνονται πολύ συχνά κάτι το φοβερά επίπλαστο».-σ.64.
Το εγχειρητικό νυστέρι του πνεύματος προχωρεί τώρα, πιο βαθιά στο κορμί της Ορθοδοξίας, ίσως στην πιο μεγάλη αγκύλωση. «Στην ιστορική Ορθοδοξία υπάρχει μια ολοσχερής απουσία αυτοκριτικής. Η Ορθοδοξία αυτό-προσδιοριζόταν: Έναντι των αιρέσεων, έναντι της Δύσης, της Ανατολής, των Τούρκων… Συνυφάνθηκε έτσι με συμπλέγματα αυτό-επιβεβαίωσης και με μια υπερτροφική θριαμβολογία: Το να αναγνωρίζει τα λάθη της σήμαινε πως καταστρέφει τα θεμέλια της αληθινής πίστης. Η τραγωδία της ορθόδοξης ιστορίας τοποθετείται κυρίως στο θρίαμβο εναντίον του εξωτερικού, αντικειμενικού κακού: Είτε κατά τη διάρκεια των διωγμών, ή υπό τον ζυγό των Τούρκων, του Κομμουνισμού-και ποτέ του μέσα… Όσο δεν μεταβάλλονται αυτές οι πεποιθήσεις, πιστεύω πως δεν είναι δυνατή μια ορθόδοξη αναβίωση».-σ.86.
***** Ευανάγνωστα τώρα, καθαρά, ρεαλιστικά … σε θέματα βασικά, «το Ευαγγέλιο είναι αρκετά σαφές: Αυτοί που αγαπούν τον Θεό είναι οι Άγιοι και οι αμαρτωλοί. Οι «θρησκευόμενοι» άνθρωποι δεν τον αγαπούν, και όποτε μπορούν τον σταυρώνουν» !- σ.215
Ανοιχτά, ειλικρινά, τίμια ομολογεί. «Ο Ορθόδοξος κόσμος με τρομάζει με τον επαρχιωτισμό, τη στενοκεφαλιά, τη νέκρωση της σκέψης και του οράματός του… Η προφητεία πρέπει να αναφέρεται στο Χριστό… όπως Αυτός αποκαλύπτεται… στη γνήσια Ορθόδοξη πίστη. Αυτό φυσικά σημαίνει μια αποκάλυψη της πίστης. Όχι μια επιστροφή στους Πατέρες ή στον Ελληνισμό, αλλά, κατά κάποιο τρόπο, την υπέρβαση όλου του «κελύφους» της παραδόσεως-το άνοιγμα, την επανανακάλυψη της ίδιας της Αλήθειας, της ίδιας της ζωής, όπως αυτή μας έχει δοθεί «εν Χριστώ». Δεν μπορούμε πλέον ν’ αναφερόμαστε στη μεταμόρφωση και στη θέωση με κάποιο αρχαίο Βυζαντινό ή Αγιορείτικο ή όποιο άλλο «κλειδί αποκρυπτογράφησης.»-σ. 264/65
***** «Το πραγματικά δαιμονικό μυστήριο του πολιτισμού δε βρίσκεται στην αναζήτηση κάποιου νοήματος, αλλά στο ότι αναζητά τόσο παθιασμένα ένα νόημα δίχως Θεό. Γιατί ο πολιτισμός είναι μεταφυσικά τόσο ανόητος; Το όνομα αυτής της ανοησίας είναι υπερηφάνεια: «Έσεσθε ως θεοί». Η πτώση του Αδάμ και της Εύας συνεχίζεται, ενεργεί διαρκώς, και τόπος της συνεχιζόμενης αυτής Πτώσης… είναι ο πολιτισμός-το ερπετό του πειρασμού».-σ.275. Ιδού όμως ποιος έσπρωξε τον πολιτισμό-το σημερινό τρόπο ζωής των ανθρώπων- σ’ αυτή την τραγική και αδιέξοδη νέα πτώση. «Έχω την αίσθηση πως στην Ορθοδοξία (δηλαδή στο Χριστιανισμό) συνυπάρχουν δυο θρησκείες αντίθετες μεταξύ τους κατά πολλούς τρόπους. Η θρησκεία του Χριστού-που εκπληρώνεται στην Εκκλησία και η θρησκεία της Εκκλησίας ή απλώς η θρησκεία. Στην πρώτη, τα πάντα κατανοούνται και μετρούνται με μέτρο το Χριστό. Στη δεύτερη, είναι σαν να λέμε πως ο Χριστός δημιουργείται, ορίζεται, θεωρείται, ακούγεται, στο βαθμό που ο Ίδιος έχει υποταγεί σ’ ένα «θρησκευτικό αίσθημα», στην «εκκλησιαστικότητα» !-σ. 276.
Κι ακόμα πιο ειδικά. «Το δράμα της Ορθοδοξίας είναι πως δεν είχε μια Αναγέννηση, αμαρτωλή μεν, ωστόσο απελευθερωτική από την ιερότητα. Έτσι ζούμε σε ανύπαρκτους κόσμους: Στο Βυζάντιο, στους Ρως, οπουδήποτε αλλού, αλλά όχι στην εποχή μας.»-σ. 340. «Όχι στην εποχή μας» !
****** «Ένας Καθηγητής μου… είχε γράψει κάποτε. ‘Πού είναι ο Χριστός, που είναι οι Απόστολοι, πού είναι η Εκκλησία; Όλα έχουν σκοτεινιάσει κάτω από την τεράστια σκιά του Γέροντα’. Ο π. Ιωάννης Μέγεντορφ μου είχε πει… ότι δεν μπορεί να καταλάβει, γιατί οι άνθρωποι έχουν καταληφθεί από μια μανία για τους Πατέρες… Φοβούμαι πως… ελκύονται όχι από τη σκέψη των Πατέρων, όχι από το περιεχόμενο των γραπτών τους, αλλά από το στυλ τους. Αυτό πλησιάζει αρκετά την Ορθόδοξη κατανόηση των Λειτουργικών Ακολουθιών: Να τις αγαπάς δίχως να τις καταλαβαίνεις. Και στο βαθμό που δεν είναι κατανοητές, να μη βγάζεις κανένα συμπέρασμα. Καθόμαστε στο κέλυφός μας γοητευμένοι από μια μελωδία, και δεν προσέχουμε ότι η Εκκλησία πάσχει, και ήδη, εδώ και πολύ καιρό, έχει εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης.»-σ. 423.
«Όποιος βάζει το χέρι στο αλέτρι και κοιτάζει προς τα πίσω, δεν είναι κατάλληλος για τη Βασιλεία του Θεού» ! (Λκ. 9,52) Δεν πας μπροστά με το πρόσωπο γυρισμένο πίσω ! Η επικαιρότητα, ιδιαίτερα η σημερινή σε προσπερνάει αδυσώπητα ! Είναι τίμιο και κυρίως πια είναι ρεαλιστικό να ομολογούμε ότι αδυνατούμε να κινηθούμε σε γραμμή Ιησού Χριστού, να μεταποιήσουμε το Ευαγγέλιο σε παρόν ! Το θέατρο που παίζουμε δεν έχει μέλλον ! Αυτό το σήμα έπιασα να εκπέμπει το «Ημερολόγιο» του μακαριστού π. Αλέξανδρου Σμέμαν.
Αθανάσιος Κοτταδάκης
****** Και πρώτα για το όλο αυτό σπουδαιοφανές νεφέλωμα της περί Ορθοδοξίας διθυραμβικής που μας σκεπάζει τα τελευταία εξήντα τόσα χρόνια. «Όλο αυτό το τρέξιμο, είτε στο Βυζάντιο, είτε στη Φιλοκαλία, είτε στην Πάτμο, είτε στις εικόνες κάνει την Ορθοδοξία να φαίνεται σαν ένα σούπερ μάρκετ. Ο καθένας διαλέγει αυτό που θέλει: Την εποχή, το στυλ και την αναγνώριση… Ό, τι είναι ουσιώδες στην Ορθοδοξία, το «εν ου εστί χρεία», το σημαντικό και το πολύτιμο, αφήνεται, κατά τη γνώμη μου, στην άκρη του δρόμου-δε διαθέτει στυλ» ! -σ. 43.
Τρανή απόδειξη γι αυτό, η απουσία επαφής με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Πιο απλά, η αδυναμία να γονιμοποιήσουμε αυτή τη διθυραμβική ρεαλιστικά, να τη μεταστοιχειώσουμε σε ορθόδοξη επικαιρότητα. «Ιστορικά η Ορθοδοξία δεν ήταν μόνο μια Εκκλησία, αλλά και ένας Ορθόδοξος κόσμος … Κάθε αλλαγή περιστάσεων σ’ αυτό τον κόσμο προκαλεί μια αρνητική αντίδραση, μια άρνηση της αλλαγής που την ανάγει σε κακό, σε πειρασμό και σε δαιμονική πίεση. Αυτή η αντίδραση δεν οφείλεται στην αφοσίωση, στην πίστη ή στο δόγμα… είναι μάλλον μια στάση ζωής… Η ορθόδοξη συνείδηση… δεν έχει προσέξει την ιστορία… Η Ορθοδοξία, αντί να κατανοήσει την αλλαγή, ώστε να ασχοληθεί μαζί της, βρέθηκε να έχει συντριβεί απ’ αυτήν. Οι άνθρωποι απέδρασαν-και κατέφυγαν στους Πατέρες, στο Τυπικό… στον Ελληνισμό, στην πνευματικότητα… Το να δραπετεύεις ή να αρνείσαι αποδείχνεται ισχυρότερο από το να αποδέχεσαι…»-σ. 57/58.
Το μεγάλο παθητικό των ανθρώπων της Εκκλησίας είναι η απουσία ανοιχτού ορίζοντα, και η σχετική μ’ αυτό ατολμία. Αυτό δεν επικαλύπτεται από τη φαινομενική εκείνη πνευματικότητα, πίσω από την οποία γίνεται ευδιάκριτη μια εγγενής κοινωνική δειλία. «Πολύ συχνά οι άνθρωποι που γνωρίζω πως αναζητούν την πνευματικότητα, είναι στενόμυαλοι, αδιάλλακτοι, ανιαροί, άχαροι και αρκετά συχνά κατηγορούν άλλους πως δεν είναι αρκετά πνευματικοί». Η εξήγηση δεν είναι καθόλου δύσκολη. «Οι ίδιοι αποτελούν συχνά το κέντρο της συνείδησής τους, και όχι ο Χριστός, το Ευαγγέλιο ή ο Θεός. Κανείς δεν ανθίζει κοντά τους. Ακριβώς το αντίθετο, μαραζώνει. Υπερηφάνεια, εγωκεντρισμός, αυτοϊκανοποίηση και στενομυαλιά… Όλο αυτό το «ξεκούκισμα» του κομποσκοινιού στη διάρκεια ενός εκκλησιαστικού κουτσομπολιού, το όλο στυλ των στεναγμών και των χαμηλωμένων ματιών, μου φαίνονται πολύ συχνά κάτι το φοβερά επίπλαστο».-σ.64.
Το εγχειρητικό νυστέρι του πνεύματος προχωρεί τώρα, πιο βαθιά στο κορμί της Ορθοδοξίας, ίσως στην πιο μεγάλη αγκύλωση. «Στην ιστορική Ορθοδοξία υπάρχει μια ολοσχερής απουσία αυτοκριτικής. Η Ορθοδοξία αυτό-προσδιοριζόταν: Έναντι των αιρέσεων, έναντι της Δύσης, της Ανατολής, των Τούρκων… Συνυφάνθηκε έτσι με συμπλέγματα αυτό-επιβεβαίωσης και με μια υπερτροφική θριαμβολογία: Το να αναγνωρίζει τα λάθη της σήμαινε πως καταστρέφει τα θεμέλια της αληθινής πίστης. Η τραγωδία της ορθόδοξης ιστορίας τοποθετείται κυρίως στο θρίαμβο εναντίον του εξωτερικού, αντικειμενικού κακού: Είτε κατά τη διάρκεια των διωγμών, ή υπό τον ζυγό των Τούρκων, του Κομμουνισμού-και ποτέ του μέσα… Όσο δεν μεταβάλλονται αυτές οι πεποιθήσεις, πιστεύω πως δεν είναι δυνατή μια ορθόδοξη αναβίωση».-σ.86.
***** Ευανάγνωστα τώρα, καθαρά, ρεαλιστικά … σε θέματα βασικά, «το Ευαγγέλιο είναι αρκετά σαφές: Αυτοί που αγαπούν τον Θεό είναι οι Άγιοι και οι αμαρτωλοί. Οι «θρησκευόμενοι» άνθρωποι δεν τον αγαπούν, και όποτε μπορούν τον σταυρώνουν» !- σ.215
Ανοιχτά, ειλικρινά, τίμια ομολογεί. «Ο Ορθόδοξος κόσμος με τρομάζει με τον επαρχιωτισμό, τη στενοκεφαλιά, τη νέκρωση της σκέψης και του οράματός του… Η προφητεία πρέπει να αναφέρεται στο Χριστό… όπως Αυτός αποκαλύπτεται… στη γνήσια Ορθόδοξη πίστη. Αυτό φυσικά σημαίνει μια αποκάλυψη της πίστης. Όχι μια επιστροφή στους Πατέρες ή στον Ελληνισμό, αλλά, κατά κάποιο τρόπο, την υπέρβαση όλου του «κελύφους» της παραδόσεως-το άνοιγμα, την επανανακάλυψη της ίδιας της Αλήθειας, της ίδιας της ζωής, όπως αυτή μας έχει δοθεί «εν Χριστώ». Δεν μπορούμε πλέον ν’ αναφερόμαστε στη μεταμόρφωση και στη θέωση με κάποιο αρχαίο Βυζαντινό ή Αγιορείτικο ή όποιο άλλο «κλειδί αποκρυπτογράφησης.»-σ. 264/65
***** «Το πραγματικά δαιμονικό μυστήριο του πολιτισμού δε βρίσκεται στην αναζήτηση κάποιου νοήματος, αλλά στο ότι αναζητά τόσο παθιασμένα ένα νόημα δίχως Θεό. Γιατί ο πολιτισμός είναι μεταφυσικά τόσο ανόητος; Το όνομα αυτής της ανοησίας είναι υπερηφάνεια: «Έσεσθε ως θεοί». Η πτώση του Αδάμ και της Εύας συνεχίζεται, ενεργεί διαρκώς, και τόπος της συνεχιζόμενης αυτής Πτώσης… είναι ο πολιτισμός-το ερπετό του πειρασμού».-σ.275. Ιδού όμως ποιος έσπρωξε τον πολιτισμό-το σημερινό τρόπο ζωής των ανθρώπων- σ’ αυτή την τραγική και αδιέξοδη νέα πτώση. «Έχω την αίσθηση πως στην Ορθοδοξία (δηλαδή στο Χριστιανισμό) συνυπάρχουν δυο θρησκείες αντίθετες μεταξύ τους κατά πολλούς τρόπους. Η θρησκεία του Χριστού-που εκπληρώνεται στην Εκκλησία και η θρησκεία της Εκκλησίας ή απλώς η θρησκεία. Στην πρώτη, τα πάντα κατανοούνται και μετρούνται με μέτρο το Χριστό. Στη δεύτερη, είναι σαν να λέμε πως ο Χριστός δημιουργείται, ορίζεται, θεωρείται, ακούγεται, στο βαθμό που ο Ίδιος έχει υποταγεί σ’ ένα «θρησκευτικό αίσθημα», στην «εκκλησιαστικότητα» !-σ. 276.
Κι ακόμα πιο ειδικά. «Το δράμα της Ορθοδοξίας είναι πως δεν είχε μια Αναγέννηση, αμαρτωλή μεν, ωστόσο απελευθερωτική από την ιερότητα. Έτσι ζούμε σε ανύπαρκτους κόσμους: Στο Βυζάντιο, στους Ρως, οπουδήποτε αλλού, αλλά όχι στην εποχή μας.»-σ. 340. «Όχι στην εποχή μας» !
****** «Ένας Καθηγητής μου… είχε γράψει κάποτε. ‘Πού είναι ο Χριστός, που είναι οι Απόστολοι, πού είναι η Εκκλησία; Όλα έχουν σκοτεινιάσει κάτω από την τεράστια σκιά του Γέροντα’. Ο π. Ιωάννης Μέγεντορφ μου είχε πει… ότι δεν μπορεί να καταλάβει, γιατί οι άνθρωποι έχουν καταληφθεί από μια μανία για τους Πατέρες… Φοβούμαι πως… ελκύονται όχι από τη σκέψη των Πατέρων, όχι από το περιεχόμενο των γραπτών τους, αλλά από το στυλ τους. Αυτό πλησιάζει αρκετά την Ορθόδοξη κατανόηση των Λειτουργικών Ακολουθιών: Να τις αγαπάς δίχως να τις καταλαβαίνεις. Και στο βαθμό που δεν είναι κατανοητές, να μη βγάζεις κανένα συμπέρασμα. Καθόμαστε στο κέλυφός μας γοητευμένοι από μια μελωδία, και δεν προσέχουμε ότι η Εκκλησία πάσχει, και ήδη, εδώ και πολύ καιρό, έχει εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης.»-σ. 423.
«Όποιος βάζει το χέρι στο αλέτρι και κοιτάζει προς τα πίσω, δεν είναι κατάλληλος για τη Βασιλεία του Θεού» ! (Λκ. 9,52) Δεν πας μπροστά με το πρόσωπο γυρισμένο πίσω ! Η επικαιρότητα, ιδιαίτερα η σημερινή σε προσπερνάει αδυσώπητα ! Είναι τίμιο και κυρίως πια είναι ρεαλιστικό να ομολογούμε ότι αδυνατούμε να κινηθούμε σε γραμμή Ιησού Χριστού, να μεταποιήσουμε το Ευαγγέλιο σε παρόν ! Το θέατρο που παίζουμε δεν έχει μέλλον ! Αυτό το σήμα έπιασα να εκπέμπει το «Ημερολόγιο» του μακαριστού π. Αλέξανδρου Σμέμαν.
Αθανάσιος Κοτταδάκης
ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΕΤΕΡΟΤΗΤΟΣ ΒΓΑΙΝΟΥΝ ΣΙΓΑ-ΣΙΓΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΡΥΠΕΣ ΤΟΥΣ. ΑΘΕΡΑΠΕΥΤΑ.
«Τετάρτη, 10 Σεπτεμβρίου, 1980
Γενικά, νιώθω όλο και πιο αποξενωμένος, απομακρυσμένος απ’ όσα έχω να κάνω. Παίζω όλους μου τους ρόλους – Σεμινάριο, θεολογία, Εκκλησία, Ρώσοι εμιγκρέδες, αλλά κυριολεκτικά «ρόλους». Δεν ξέρω πώς ν’ αποτιμήσω αυτούς τους ρόλους, τί είναι. Ίσως απλή τεμπελιά, ίσως κάτι βαθύτερο. Για να είμαι τίμιος, δεν γνωρίζω. Το μόνο που ξέρω είναι πως αυτή η αποξένωση δεν με κάνει δυστυχισμένο. Ουσιαστικά είμαι αρκετά ευχαριστημένος με τη μοίρα μου και δεν θα ήθελα κάποια άλλη. Κατά κάποιο τρόπο, μου αρέσει ο καθένας απ’ αυτούς τους ρόλους, ο καθένας απ’ αυτούς τους κόσμους, και μάλλον θα έπληττα αν τους στερούμουν. Αλλά δεν μπορώ να ταυτιστώ μαζί τους. Σκέφτομαι χονδρικά ως εξής: έχω μια εσωτερική ζωή, αλλά η πνευματική μου κρατιέται χαμηλά. Ναι, έχω πίστη, αλλά με ολοκληρωτική απουσία ενός προσωπικού μαξιμαλισμού, τον όποιο τόσο προφανώς απαιτεί το Ευαγγέλιο.
Απ’ την άλλη πλευρά όλα όσα διαβάζω για την πνευματική ζωή, όλα όσα βλέπω στους ανθρώπους που τη ζουν, κάπως με ερεθίζουν. Τί συμβαίνει; Είναι αυτοάμυνα, είναι φθόνος γι’ αυτούς που τη ζουν, και γι’ αυτό μια επιθυμία να τη δυσφημίσω; Κατόπιν, τυχαία, διάβασα ένα απόσπασμα από τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο για την ανάγκη να μισήσεις το σώμα σου, και αμέσως ένιωσα πως όχι μόνο ό,τι χειρότερο υπάρχει μέσα μου, αλλά και κάτι άλλο είναι που δεν συμφωνεί μ’ αυτό, που δεν το δέχεται.
Απλά ερωτήματα για μια απλή επίγεια ανθρώπινη ευτυχία: για τη χαρά που ξεπερνά τον φόβο του θανάτου• για τη ζωή στην οποία μας έχει καλέσει ο Θεός. για το γιατί και το πώς λάμπει ο ήλιος• για το ποιοι είναι οι ορίζοντες της Λαμπέλ, οι απαλοί λόφοι της που σκεπάζονται από δένδρα, ο απέραντος ουρανός της και οι λαμπρές ακτίνες του ήλιου. Απλά ερωτήματα!»
Για να δούμε λοιπόν, ο άνθρωπος, ο χριστιανός ο οποίος βάπτισε τη Θ. Ευχαριστία εσχατολογία τί είναι, όταν αντιμετωπίζει τα έσχατα ερωτήματα! Την αλήθεια!
Λέει: έχω μια εσωτερική ζωή, αλλά δεν έχω πνευματική. Έχω πίστη, αλλά με ολοκληρωτική απουσία ενός προσωπικού μαξιμαλισμού, τον οποίο όμως, απαιτεί το Ευαγγέλιο! Ας δούμε ποια είναι η πίστη του: Για μια απλή επίγεια ευτυχία, για τη χαρά που ξεπερνά τον φόβο του θανάτου, για τη ζωή στην οποία μας έχει καλέσει ο Θεός, για το γιατί και το πώς λάμπει ο ήλιος!
Για μια ζωή που μας έχει καλέσει ο Θεός, όχι ο Χριστός. Εάν η χαρά ξεπερνά τον φόβο του θανάτου (ένας τρυφερός Βουδισμός στην πραγματικότητα, γιατί ο Βουδισμός είναι ένα σύστημα με το οποίο γλιτώνουμε από τον φόβο του θανάτου) τότε Γιατί η Ενανθρώπιση; Ο άνθρωπος που θα στηρίξει με την ευχαριστιακή του εκκλησιολογία την νέα Εκκλησία δεν είναι καν Χριστιανός. Το πρόβλημα δεν είναι αυτό βεβαίως. Και ποιος είναι Χριστιανός; Ο αληθινός Χριστιανός πρώτος τον λίθον βαλέτω! Γιατί όμως δεν το καταλαβαίνει; Γιατί δεν ανησυχεί με τα ίδια του τα λόγια; Γιατί ενώ ομολογεί πως δεν έχει αυτό που απαιτεί το Ευαγγέλιο, αμέσως μετά μιλά για ανθρώπινη ευτυχία και την εμφανίζει σαν εναλλακτική, λογική, αξιοθαύμαστη, γεμάτη αγάπη συγκρίνοντάς τη με τη ζωή του Αγίου Συμεών, τον οποίο κατακρίνει μόνο από ένα απόσπασμα; Είναι δυνατόν αυτή η προχειρότης να στηρίξει Εκκλησία; Αυτή η αδιαφορία; Μας συμφέρει όλους, αυτή είναι η αλήθεια! Και τον σκύλο χορτάτο και την πίττα ολόκληρη.[ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ]
Η εσχατολογία λοιπόν, η οποία μεταλλάσσει την Εκκλησία μεταφέροντας το νόημα και τον αγώνα μας, από την ζωή, στην ύπαρξη, μέσω του αγαπητού Σμέμαν, συνάντησε απροσκάλεστα τα έσχατα ερωτήματα της ζωής, αυτά που είχε σκοπό η εσχατολογία ακριβώς να αποφύγει.
Και τα αποτελέσματα είναι θλιβερά όπως βλέπουμε! Το υποκείμενο δεν μπορεί να εκκλησιαστεί. Μπορεί να υπάρξει μόνον σε τέλεια, ολοκληρωμένη, παντοτινή, σίγουρη κατάσταση. Δεν αντέχει το Γίγνεσθαι, την αβεβαιότητα, το κατά Χάριν, την πίστη πραγμάτων ου βλεπομένων. Θέλει αποδείξεις και πνεύμα εμπιστοσύνης.
«Τρίτη, 2 Φεβρουαρίου, 1982
Ο κληρικαλισμός δημιουργεί ασφυξία• ανάγει ένα μέρος του εαυτού του σ’ ολόκληρο τον ιερό χαρακτήρα της Εκκλησίας• μεταβάλλει τη δύναμή της σε ιερή εξουσία για να ελέγχει, να καθοδηγεί, να διοικεί• σ’ εξουσία για να επιτελεί μυστήρια, και γενικά, μετατρέπει την κάθε εξουσία σε «θεόσδοτη εξουσία»! Ο κληρικαλισμός αποσπά κάθε «ιερότητα» από τους λαϊκούς: αποδείξεις; το τέμπλο, η θεία Κοινωνία (μόνο κατόπιν αδείας), η Θεολογία...
Και όσο περισσότερο ο κληρικαλισμός «κληρικοποιεί» (η παραδοσιακή εικόνα του επισκόπου ή του ιερέα – που επιτείνεται από τα ρούχα του, τα μαλλιά του, κ.λπ., κι ο επίσκοπος από τις πανάκριβες στολές!), τόσο περισσότερο η ίδια η Εκκλησία θα εκκοσμικεύεται, θα υποτάσσεται πνευματικά σ’ αυτόν τον κόσμο. Στην Καινή Διαθήκη, ο ιερέας παρουσιάζεται ως ο ιδανικός λαϊκός. Σχεδόν όμως αμέσως μετά αρχίζει ο αυξανόμενος ριζικός χωρισμός του από τους λαϊκούς• κι όχι μόνο χωρισμός, αλλά αντίθεση κι αντιπαράθεση προς τους λαϊκούς…
Ο ιερέας αντί να είναι ο «τύπος των πιστών» (Α' Τιμοθ. 4, 12), εμφανίζεται με την εικόνα του «κυρίου πάσης ιερότητος» (master of all sacrality) που ξεχωρίζει από τους πιστούς, που διανέμει τη χάρη κατά βούληση.
Η τραγωδία της θεολογικής παιδείας βρίσκεται στο γεγονός πως νέοι άνθρωποι που θέλουν να γίνουν ιερείς αναζητούν –συνειδητά ή ασυνείδητα– αυτόν τον χωρισμό, αυτή την εξουσία, αυτό το ανέβασμα πάνω από τους λαϊκούς. Η δίψα τους αυτή ενισχύεται και γεννάται από ολόκληρο το σύστημα της θεολογικής παιδείας, τον κληρικαλισμό. Πώς μπορεί να τους κάνει κανείς να καταλάβουν, όχι μόνο με το μυαλό τους, αλλά μ’ ολόκληρη την ύπαρξή τους, πως πρέπει ν’ απομακρυνθούν από την εξουσία, από κάθε εξουσία, η οποία υπήρξε ανέκαθεν ένας πειρασμός που προέρχεται πάντοτε από τον Διάβολο; Ο Χριστός μάς απελευθέρωσε απ’ αύτη την εξουσία –«εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης...» (Ματθ., 28,18)– αποκαλύπτοντας το Φως της εξουσίας ως εξουσία αγάπης και Ουσιαστικής αυτοπροσφοράς. Ο Χριστός δεν έδωσε στην Εκκλησία «εξουσία», αλλά το Άγιο Πνεύμα: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον...». Η εξουσία, εν Χριστώ, επέστρεψε στον Θεό, κι ο άνθρωπος θεραπεύτηκε από το «διοικείν και διατάζειν».
Στο εξηκοστό πρώτο έτος της ζωής μου, ξαφνικά αναρωτιέμαι: Πώς τα πάντα έχουν τόσο πολύ διαστρεβλωθεί; Και φοβούμαι!»
Φοβερό; Κι όμως αυτός ο άνθρωπος με την τόσο βαθειά απέχθεια, και συμβιβασμό ταυτόχρονα με την “ψεύτικη ζωή” του, υπήρξε και θεωρείται ακόμα, ένας στυλοβάτης της σύγχρονης “ακαδημαϊκής” θεολογίας μας. Πώς να μην κλάψουμε πικρά; Πώς κατασκευάσαμε έναν τέτοιο φτιαχτό “θεολογικό” κόσμο; Και πώς να μην αρνηθούμε ολόκληρη την εκκλησιαστική πατερική μας κληρονομιά, εφόσον αυτός είναι ο σκοπός αυτού του φτιαχτού κόσμου!;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου